Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2015

Κόκκινος Δεκέμβρης και το διακύβευμα της επαναστατικής διαδικασίας



Γενάρης 2005
του Μανόλη Αρκολάκη
Πρόλογος

αγαπητοί φίλοι και φίλες

Εξήντα χρόνια πέρασαν από τον ηρωικό αγώνα του λαού της Αθήνας και των οργανώσεων που εξέφραζαν την πλειοψηφία του, δηλαδή του ΕΑΜ, του ΕΛΑΣ και της ΕΠΟΝ ενάντια στα ξένα στρατεύματα των Βρετανών και των ντόπιων συνεργατών τους. Μετά από τόσα χρόνια τα πολιτικά γεγονότα, όσο σημαντικά και καθοριστικά κι αν είναι, συνήθως υπάγονται πλέον αποκλειστικά στο χώρο της ιστορικής έρευνας ή αναφέρονται σε συμβατικές επετειακές εκδηλώσεις που λίγη σχέση έχουν με τη σύγχρονη πολιτική ζωή. 



Αν συνδυάσουμε επίσης και το γεγονός ότι η στρατιωτική τότε ήττα των λαϊκών δυνάμεων ακολουθήθηκε και από άλλες ακόμα πιο επώδυνες, με πλησιέστερη την ολοκλήρωση της ήττας του κομμουνιστικού κινήματος στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας, τότε εύκολα θα μπορούσε κανείς να υποθέσει ότι η επέτειος του Δεκέμβρη του 44 θα απασχολούσε τη μνήμη λίγων ενώ ακόμα λιγότεροι θα αναφέρονταν σ’ αυτόν. Όπως όμως είδαμε το τελευταίο διάστημα ακριβώς το αντίθετο συνέβη, γεγονός που κάνει την έκδοση του βιβλίου με κείμενα της εποχής ιδιαίτερα επίκαιρη. Επειδή λοιπόν οι συζητήσεις, οι αναφορές αλλά και οι εκδόσεις για την περίοδο 1940-1949 έχουν πολλαπλασιαστεί εντυπωσιακά θεωρούμε αναγκαία και τη δική μας παρέμβαση με σκοπό να εκφράσουμε μερικές σκέψεις όχι τόσο για το τι συνέβη πραγματικά εκείνο το διάστημα αλλά πώς ερμηνεύονται τα συγκεκριμένα γεγονότα και ποια ήταν η πολιτική τους σημασία. Μ’ αυτό τον τρόπο πιστεύουμε ότι θα μπορέσουμε να καταλάβουμε κάπως γιατί αυτό το νεόκοπο ενδιαφέρον αλλά, και αυτό είναι το ουσιαστικότερο, πώς οι επιλογές, οι ενέργειες και τα αποτελέσματα του ένοπλου αυτού αγώνα επηρεάζουν και καθορίζουν, ώς ένα βαθμό και με συγκεκριμένο τρόπο, τα σημερινά πολιτικά δρώμενα.
Ι

Έχει ειπωθεί ότι τα δύο γεγονότα που καθόρισαν και διαμόρφωσαν τις πολιτικές εξελίξεις στην Ελλάδα στον 20ο αιώνα ήταν η Μικρασιατική Καταστροφή το 1922 και ο πολύμορφος αγώνας για εθνική ανεξαρτησία και λαϊκή κυριαρχία στη δεκαετία του 1940. Η ήττα της ελληνικής αστικής τάξης το 1922 έθεσε τα όρια και το πλαίσιο στο οποίο μπορούσε να διαρθρωθεί η ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού σύμφωνα με τα χαρακτηριστικά της ελληνικής αστικής τάξης και των σχέσεών της με τα διεθνή ιμπεριαλιστικά κέντρα. Από τη μία πλευρά, ο ελληνικός αστισμός υποχρεώθηκε να αποδεχθεί τα περιορισμένα όρια δράσης και πρωτοβουλιών στην ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων αλλά κυρίως να εμπεδώσει τα χαρακτηριστικά εξάρτησης και πλήρους υποταγής στα ιμπεριαλιστικά κέντρα, αφού πλέον στα ήδη σοβαρά προβλήματα διάρθρωσης που είχε από την εποχή κιόλας συγκρότησης του νεοελληνικού κράτους προστέθηκε ακόμα ένας παράγοντας που άρχισε να αμφισβητεί τις σχέσεις εξουσίας στο εσωτερικό της χώρας. Η εμφάνιση και συγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος στην Ελλάδα στα χρόνια του μεσοπολέμου έδωσε νέα ποιοτικά χαρακτηριστικά στην ταξική πάλη που έτσι κι αλλιώς είχε αρχίσει να οδηγείται σε ανώτερο επίπεδο.

Τα παραπάνω πρέπει να ειπωθούν ξανά διότι διαφορετικά είναι αδύνατον να καταλάβουμε και να ερμηνεύσουμε όχι μόνο τις αιτίες ανάπτυξης του λαϊκού κινήματος προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση στη διάρκεια του πολέμου αλλά και τις αναλύσεις που γίνονται για τη μορφή και την έκβαση της σύγκρουσης. Μπορεί να αποφεύγεται τις περισσότερες φορές η ρητή αναφορά στις διεργασίες του μεσοπολέμου, αλλά αν κοιτάξουμε στο βάθος αυτών των αναλύσεων θα διαπιστώσουμε ότι ο τρόπος που ερμηνεύεται η ταξική σύγκρουση στη δεκαετία του 1940 είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την πολιτική ανάλυση για τα χαρακτηριστικά της αστικής τάξης και του κράτους της, την κοινωνική διαστρωμάτωση όπως άρχισε να διαμορφώνεται σαν συνέπεια της ήττας του 1922 και την πολιτική γραμμή που ακολούθησε το κομμουνιστικό κόμμα. Οι περισσότερες από αυτές τις απόψεις είτε ξεκινάνε από μία δεξιά είτε από μία υποτιθέμενη αριστερή οπτική γωνία συγκλίνουν σε παρόμοια συμπεράσματα για τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας, αποφεύγοντας να θίξουν την ουσία του ζητήματος, δηλαδή τις σχέσεις εξάρτησης του ελληνικού αστικού κράτους με τον ιμπεριαλισμό. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να αποφεύγουν ουσιαστικά να ερμηνεύσουν τις επιλογές της αστικής τάξης στη διάρκεια του πολέμου, της αντίστασης και του εμφυλίου πολέμου.

Πώς λοιπόν γίνεται ο Μεταξάς να σέρνεται στον πόλεμο με την Ιταλία, ενώ πίστευε ότι ήταν μάταιη κάθε προσπάθεια αντιμετώπισης της εισβολής, πώς ερμηνεύεται ότι η ηγεσία του στρατού αρνήθηκε να εκμεταλλευτεί τη στρατιωτική νίκη στα βουνά της Αλβανίας ενώ συνθηκολόγησε και συνεργάστηκε με τα ναζιστικά στρατεύματα. Πώς γίνεται τα Τάγματα Ασφαλείας που οργάνωσαν και όπλισαν οι Γερμανοί να αποτελέσουν αργότερα τη ραχοκοκαλιά του μοναρχοφασιστικού στρατού που έστησαν οι Βρετανοί και αργότερα οι Αμερικανοί; Αυτά τα ιστορικά γεγονότα δεν ερμηνεύονται με ανθρωπολογικά σχήματα για τη διάρθρωση κοινωνιών με φυλετικά χαρακτηριστικά. Είναι τουλάχιστον οξύμωρο, για να μην ειπωθεί τίποτε παραπάνω, να προσπαθείς να ερμηνεύσεις την ταξική πάλη στην περίοδο του ιμπεριαλισμού σαν βεντέτες μεταξύ αγροτικών οικογενειών και από την άλλη να μιλάς για εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας σε βαθμό που να υπονοείς αναδυόμενο ιμπεριαλιστικό ρόλο της ελληνικής αστικής τάξης. Επίσης, κι αυτό συμβαίνει κυρίως από μια υποτιθέμενη αριστερή ματιά, η κριτική στη δήθεν λαθεμένη ανάλυση της ελληνικής κοινωνίας και του λαϊκοδημοκρατικού χαρακτήρα της επανάστασης στην Ελλάδα, όπως εκφράστηκε στις αποφάσεις της 6ης Ολομέλειας του ΚΚΕ το 1934, μάλλον δυσκολεύεται να ερμηνεύσει και τη στάση του ΚΚΕ στον ελληνοϊταλικό πόλεμο -γράμμα Ζαχαριάδη- και τη σύσταση και εξάπλωση του ΕΑΜ με πρωτοβουλία του ΚΚΕ. Διότι, για παράδειγμα, οι τροτσκιστικές απόψεις, που είχαν έρθει σε αντίθεση με τη συγκεκριμένη ανάλυση του ΚΚΕ, απέτυχαν οικτρά να κατανοήσουν και τη φύση του Β’ΠΠ και τα χαρακτηριστικά της αντίστασης στη ναζιστική κατοχή. Τέλος, αυτή η αδυναμία αντιπαράθεσης στην πολιτική και κοινωνική ανάλυση του ΚΚΕ φτάνει σε ακραίες τραγελαφικές ερμηνείες ότι δηλαδή στο μεσοπόλεμο διαμορφώθηκε στην ελληνική επαρχία μια οικονομική και πνευματική ελίτ απαρτιζόμενη από λογιστές, τραπεζικούς υπαλλήλους, εμπόρους και συνεταιριστές, η οποία υπήρξε η βασική πολιτική και κοινωνική δύναμη στη διάρκεια της Κατοχής που επιδίωξε την ανατροπή και τον επαναπροσδιορισμό της κρατικής εξουσίας μέσω του ΕΑΜ. Κι αυτά λέγονται από επαγγελματία ιστορικό που δηλώνει αριστερός και γυρίζει ανά την Ελλάδα στις πρόσφατες εκδηλώσεις που διοργανώθηκαν από αριστερές οργανώσεις για να φωτίσει τη νεολαία.
II

Η μάχη της Αθήνας που άρχισε στις 4 Δεκέμβρη και κράτησε 33 ολόκληρες μέρες μεταξύ του ΕΛΑΣ Αθήνας και των βρετανικών στρατευμάτων που είχαν τη συνεπικουρία των συνεργατών των ναζί και των πραιτοριανών της Μέσης Ανατολής είναι ένα κομβικό γεγονός που μας βοηθά να καταλάβουμε από τη μια μεριά τη δυναμική και το μέγεθος του λαϊκού παράγοντα όπως διαμορφώθηκε μέσα από την ανάπτυξη του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα στα χρόνια της κατοχής καθώς και τα όρια, τις αδυναμίες και τις οπορτουνιστικές τάσεις του τότε ηγετικού πυρήνα του ΚΚΕ, ενώ από την άλλη επιτρέπει να καταλάβουμε το πραγματικό νόημα του Β’ΠΠ, την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα ενάντια στην ανάπτυξη του επαναστατικού κινήματος και της πρωτοπόρας αιχμής του, δηλαδή της Σοβιετικής Ένωσης καθώς και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες οδηγήθηκε ο μεταπολεμικός κόσμος στην αντιπαράθεση του λεγόμενου Ψυχρού Πολέμου. Γι’ αυτό το λόγο, ο τρόπος ερμηνείας από την πλευρά του αστικού στρατοπέδου δεν άλλαξε ποτέ ουσιαστικά, ακόμα και στην περίοδο της πιο αγαστής συναίνεσης με το ρεφορμισμό στην περίοδο της σοσιαλδημοκρατικής διακυβέρνησης και των οικουμενικών κυβερνήσεων. Ενώ από την άλλη μεριά, οι διάφορες πτέρυγες του ρεφορμισμού, εξ αιτίας των επιλογών τους και της δράσης τους από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και μετά, αντιμετώπιζαν με αρκετή αμηχανία τόσο τη σύγκρουση του Δεκέμβρη και τη στάση της τότε ηγεσίας του ΚΚΕ όσο, ακόμα περισσότερο, τον μετέπειτα τρίχρονο ένοπλο αγώνα ενάντια στους μοναρχοφασίστες και τους Αμερικανούς.

Ας δούμε όμως πρώτα πάρα πολύ συνοπτικά πώς προσπαθεί η κυρίαρχη αστική αντίληψη να ξαναγράψει την ιστορία. Στην ουσία να επιβάλει τον παλιό γνωστό λόγο του μετεμφυλιακού κράτους και της χούντας με το μανδύα της επιστημοσύνης. Υποστηρίζεται ότι “η ομαλοποίηση της πολιτικής ζωής και η κατάρρευση του κομμουνισμού μας επιτρέπουν να δούμε νηφάλια τα γεγονότα” της δεκαετίας του 1940. Θα μπορούσε να ειπωθεί κι αυτό, δηλαδή η ολοκλήρωση της ήττας του κομμουνιστικού κινήματος στις αρχές της δεκαετίας του 1990 επέτρεψε τη ρεβανσιστική ιδεολογική επίθεση των δυνάμεων του συστήματος. Αν όμως προσέξουμε καλύτερα το πώς ξεδιπλώνεται όλη αυτή η εκστρατεία άρθρωσης του αντικομμουνιστικού λόγου θα διαπιστώσουμε ότι αρχίζει να αποκτά οργανωμένο και συντονισμένο χαρακτήρα από το 1998 και μετά, με την ένταση της διεθνούς κρίσης και την καταρράκωση των αυταπατών για τη σφρηγιλότητα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αλλά κυρίως με την ένταση της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας κραδαίνοντας τη φενάκη του κινδύνου της τρομοκρατίας. Δεν θα επεκταθούμε σε πολλά παραδείγματα, αφού αρκεί να αναλογιστούμε το τι συμβαίνει σήμερα στο Ιράκ. Με την ιμπεριαλιστική εισβολή των Αμερικανών στο Ιράκ, εκτός των άλλων, παρατηρούμε την αγωνιώδη προσπάθεια των κατοχικών δυνάμεων να παρουσιάσουν τη διευρυνόμενη και εντεινόμενη αντίσταση του ιρακινού λαού σαν εμφύλιο πόλεμο, κατασκευάζοντας, μεγαλοποιώντας ή διαστρεβλώνοντας υπαρκτές και ανύπαρκτες αντιθέσεις στο εσωτερικό της πολυσύνθετης ιρακινής κοινωνίας. Ακριβώς το ίδιο επιδίωξαν και οι ναζί σε ολόκληρη την κατεχόμενη Ευρώπη και φυσικά στην Ελλάδα την περίοδο της κατοχής, οργανώνοντας και εξοπλίζοντας τις συμμορίες των Ταγμάτων Ασφαλείας.

Δεν έχει νόημα εδώ να αντικρούσουμε ένα προς ένα όλα τα επιχειρήματα της δεξιάς ιδεολογικής επίθεσης. Κυρίως δεν υπάρχει λόγος να υπεισέλθουμε σε ζητήματα ιστοριογραφικής μεθοδολογίας και χρήσης των πηγών και των τεκμηρίων. Οι γραπτές πηγές και οι προφορικές μαρτυρίες, θέλουμε δεν θέλουμε, μας λένε πάντοτε αυτά που ρωτάμε και κυρίως αυτά που θέλουμε να ακούσουμε. Τι κι αν στο βιβλίο, που με αφορμή την έκδοσή του συζητάμε σήμερα, αναφέρονται λεπτομερειακά και με τεκμήρια οι πραγματικοί δολοφόνοι και τα εγκλήματά τους. Για τους ιστορικούς της Δεξιάς, στη μάχη του Δεκέμβρη οι κομμουνιστές βρήκαν την ευκαιρία για μαζικές δολοφονίες και συλλήψεις ομήρων. Πώς αποδεικνύεται αυτό; από τις εκθέσεις των βασιλικών επιτρόπων στις τρομοκρατικές δίκες-παρωδία που στήθηκαν μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας. Είναι βλέπετε κι αυτές ιστορικά ντοκουμέντα. Όλα αυτά λοιπόν λέγονται στο πνεύμα της επιστημονικής αποστασιοποίησης και στην προσπάθεια να αποφευχθεί η ηρωοποίηση και η δαιμονοποίηση. Αλήθεια, στη συνείδηση της συντριπτικής πλειοψηφίας του λαού, ποιοι ήταν τότε οι ήρωες και ποιοι οι δαίμονες; Το μεγάλο λοιπόν επιχείρημα ότι οι κομμουνιστές ξεκίνησαν τον εμφύλιο πόλεμο το χειμώνα του 1943-44 είναι ότι εκείνο το διάστημα είχαμε εξάπλωση της κόκκινης τρομοκρατίας σε ολόκληρη την Πελοπόννησο με τη μαζική δολοφονία “άμοιρων ταγματασφαλιτών”. Δηλαδή, πάντα σύμφωνα με τα λεγόμενά τους, δολοφονήθηκαν 29 ένοπλοι ταγματασφαλίτες. Αυτό το νούμερο συνιστά πογκρόμ για τους ιστορικούς των αμερικανικών πανεπιστημίων. Απλώς να υπενθυμίσουμε ότι το ίδιο διάστημα και λίγο πιο μπροστά, τα ναζιστικά στρατεύματα και τα Τάγματα Ασφαλείας είχαν προβεί σε μαζικές σφαγές αμάχων στην Κρήτη, την Άρτα και τα Καλάβρυτα. Για να δούμε πόσο παρόμοιος είναι ο λόγος τους με το λόγο του αμερικανικού επιτελείου στο Ιράκ όταν αναφέρεται στην αντίσταση και στους δωσίλογους του Αλάουι, είναι χαρακτηριστικό το παρακάτω απόσπασμα: “οι Έλληνες εργάστηκαν πλάι στους Γερμανούς για πολλούς λόγους: ένας είναι το κοινό αντικομμουνιστικό μένος, ένας άλλος ο φόβος των Βουλγάρων και ένας τρίτος το μίσος και ο φόβος του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ.” Βλέπουμε λοιπόν ότι η συνεργασία με τους κατακτητές μετατράπηκε σε “εργασία στο πλάι” όπως ακριβώς και στη σφαγή στη Φαλούτζα.
ΙΙΙ

Μπροστά λοιπόν σ’ αυτήν την ιδεολογική επίθεση βρέθηκαν αναγκασμένοι να τοποθετηθούν και όλοι αυτοί που στο κλίμα της μεταπολιτευτικής συναίνεσης, των συγκεκριμένων επιλογών τους που οδήγησαν στην ουσιαστική διάλυση του κόμματος που οργάνωσε τους ηρωικούς αγώνες της Εθνικής Αντίστασης, του Δεκέμβρη και του τρίχρονου ένοπλου αγώνα κατά του μοναρχοφασισμού και του ιμπεριαλισμού είχαν αποποιηθεί τη σύνδεση όλων αυτών των αγώνων και μιλούσαν αποκλειστικά για την περίοδο 40-44. Πρόκειται μάλλον για ατελή και φτωχή επιχειρημάτων προσπάθεια, δεν θα μπορούσε άλλωστε να ήταν και διαφορετική, διότι πρώτα και κύρια θα έπρεπε να περάσουν από το στάδιο της αυστηρής αυτοκριτικής, κάτι όμως που είναι πέρα από την πολιτική τους φυσιογνωμία.

Τι συνέβη λοιπόν μετά την απελευθέρωση και γιατί οδηγηθήκαμε στη σύγκρουση του Δεκέμβρη, και ακόμα περισσότερο για ποιο λόγο ηττήθηκαν οι δυνάμεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και το όλο πράγμα κατέληξε στον προδοτικό αφοπλισμό στη Βάρκιζα; Τέλος, ποιος ήταν ο ρόλος του ξένου παράγοντα, η διεθνής συγκυρία και η στάση της Σοβιετικής Ένωσης. Έχουν ειπωθεί πολλά ήδη από τη δεκαετία του 1950, όταν ανατρεπόταν πραξικοπηματικά η ηγεσία του ΚΚΕ και στην πραγματικότητα αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι η επανάληψη των ίδιων φτωχών επιχειρημάτων με διαφορετική φρασεολογία. Λόγω των μετέπειτα εξελίξεων στο χώρο των ρεβιζιονιστών, η μεν πτέρυγα που εκφράζεται σήμερα με το ΚΚΕ μιλά για λάθη της τότε ηγεσίας, αποφεύγοντας όμως να μπει στην ουσία του ζητήματος. Περιορίζεται σε βερμπαλισμούς για την αυτοθυσία των κομμουνιστών και στην ατυχή έκβαση του αγώνα. Από την άλλη μεριά όμως, η τάση που αυτοχαρακτηρίστηκε σαν ανανεωτική και επέλεξε ξεκάθαρα το δρόμο του ιστορικού συμβιβασμού, της ευρωπαϊκής προοπτικής και της ειρηνικής συναίνεσης νιώθει την ανάγκη, και δεν είναι καθόλου παράξενο, να υπερασπιστεί ουσιαστικά τα οπορτουνιστικά λάθη της ηγεσίας του ΚΚΕ την περίοδο 1943-45.

Είναι χαρακτηριστικά τα ερωτήματα που θέτει ιστορικός, μια από τις πλέον διακριτές φωνές του χώρου αυτού:
“Είταν δυνατόν μια κοινωνική επανάσταση ή ένας εμφύλιος πόλεμος, καθοδηγούμενος από κομμουνιστές, να επιτύχει σε χώρα της δυτικής Ευρώπης εκείνη την εποχή;
Είταν δυνατόν ένα λαϊκό κίνημα, όσο ισχυρό κι αν μπορούσε να είναι, να αναστρέψει τις γεωπολιτικές ισορροπίες που είχαν αποδεχτεί οι ‘Μεγάλοι Σύμμαχοι’ στη διάρκεια του Β’ΠΠ;
Είταν δυνατόν να υπάρχουν ‘επαναστατικές διαθεσιμότητες’ που θα επέτρεπαν να ξεσηκωθεί ένας λαός που μόλις έβγαινε από έναν καταστροφικό πόλεμο για να ριχτεί σε έναν άλλο, και μάλιστα εμφύλιο;”

Τα τρία αυτά ερωτήματα καταδεικνύουν ακριβώς τις πολιτικές επιλογές και τις δικαιολογίες όχι μόνο για τα τότε εγκληματικά λάθη του ηγετικού μηχανισμού αλλά την πολιτική πορεία όλων αυτών που γαντζώθηκαν στο ευρωπαϊκό ιδεολόγημα για να προχωρήσουν και να υλοποιήσουν τους συμβιβασμούς τους. Ας ξεπεράσουμε το πρώτο ερώτημα που περισσότερο υποδηλώνει αμηχανία αφού καταφεύγει στο λάθος να μεταφέρει σημερινά εννοιολογικά σχήματα σε εποχή που δεν είχαν ακόμα εφευρεθεί. Είναι αλήθεια ενδιαφέρον και πολύ πρωτότυπο να εντάσεις την Ελλάδα σ’ ένα κατασκεύασμα που δεν είχε ακόμα διαμορφωθεί. Στη συνέχεια τίθεται το γνωστό και τετριμμένο επιχείρημα του μοιράσματος του κόσμου. Αρκετά αόριστα όμως, αφού πλέον έχει φανεί και από τα νέα στοιχεία που έχουν έρθει στο φως ότι ούτε συμφωνία υπήρχε μεταξύ Σοβιετικής Ένωσης και Βρετανίας για το μοίρασμα των Βαλκανίων ούτε οι Σοβιετικοί ήταν αντίθετοι με τον ένοπλο αγώνα. Αλλά δεν χρειαζόμαστε ιστορικά στοιχεία για να το διαπιστώσουμε αυτό. Αρκεί η προσεκτική πολιτική ανάλυση της περιόδου για να δούμε ότι η αντιπαράθεση μέσα στην αντιναζιστική συμμαχία είχε ξεκινήσει ήδη στη διάρκεια του πολέμου και οδηγούσε ξεκάθαρα στη μεταπολεμική αντίθεση. Τέλος, από που φαίνεται ότι ο ελληνικός λαός είχε κουραστεί από τον αγώνα ενάντια στους φασίστες κατακτητές και μοιρολατρικά αποδέχτηκε τους νέους κατακτητές; Τουναντίον, συγκεκριμένοι μηχανισμοί ήταν αυτοί που επιδίωκαν την άνευ όρων διακοπή του αγώνα.

Όλα τα παραπάνω υποδηλώνουν ότι έφταιγαν όλοι οι άλλοι εκτός από αυτούς που είχαν την ευθύνη των πρωτοβουλιών. Ποιος άραγε έχει την ευθύνη για την υπογραφή των συμφωνιών στο Λίβανο και την Καζέρτα, ο κουρασμένος ελληνικός λαός ή οι Σοβιετικοί που δεν δώσανε ξεκάθαρη γραμμή. Ουσιαστικά λοιπόν όλοι αυτοί επαναλαμβάνουν τα λόγια συγκεκριμένων στελεχών του ΚΚΕ που δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι θα έρθουν σε σύγκρουση με τον αγγλικό ιμπεριαλισμό. Όταν υποστηρίζουν ότι η μάχη της Αθήνας θα χανόταν έτσι κι αλλιώς λόγω της στρατιωτικής υπεροπλίας του αντιπάλου, σημαίνει ότι αμφισβητούν μοιρολατρικά όχι μόνο το δικαίωμα των λαών αλλά και την ικανότητά τους να εξεγερθούν και να νικήσουν. Μήπως οι Βιετναμέζοι ήταν καλύτερα εξοπλισμένοι από τους Γάλλους στο Ντιεν Μπιεν Φου ή οι ιρακινοί μαχητές θα πρέπει να πάψουν να παλεύουν σ’ ένα μάταιο αγώνα αφού δεν έχουν αεροπλάνα και ελικόπτερα.

Όλα αυτά λοιπόν περί υπεροπλίας ή εξωτερικής βοήθειας και προδοσίας προσπαθούν να αποκρύψουν την ουσία του ζητήματος που είναι η πολιτική βούληση και ανάλυση. Διότι ο Δεκέμβρης ήρθε παρόλες τις προσπάθειες να αποφευχθεί το δίλημμα από το οποίο η ηγεσία του ΚΚΕ πάσχιζε τότε να ξεφύγει: Δηλαδή, ποιος ήταν ο σκοπός του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και πόσο αποφασιστικά θα τον συνέχιζε μέχρι την υλοποίηση. Αυτό όμως το δίλημμα απέτυχε να το υπερβεί όχι εξαιτίας κάποιας υποτίθεται λαθεμένης ταξικής ανάλυσης για την ελληνική κοινωνία. Όπως είπαμε παραπάνω, αν συνέβαινε κάτι τέτοιο δεν θα είχε καν κατορθώσει να οργανώσει ένα μαζικό αντιστασιακό κίνημα. Δεν το υπερέβη διότι παρέμεινε δέσμια του κακορίζικου δέους μπροστά στον αντίπαλο και κυρίως δεν πίστεψε στις αστείρευτες δυνάμεις ενός λαού που ουσιαστικά την είχε ξεπεράσει.

Αυτό λοιπόν είναι για μας το δίδαγμα του Δεκέμβρη και του συνολικού αγώνα εκείνης της περιόδου. Δεν υπάρχει περίπτωση να προχωρήσουμε στην οργάνωση και ενδυνάμωση του λαϊκού κινήματος, κι ακόμα περισσότερο, προς την κοινωνική απελευθέρωση, χωρίς να έχουμε ξεκαθαρίσει ότι είναι αναγκαίο να σπάσουμε πρώτα τη νοοτροπία του ραγιαδισμού και συνακόλουθα να πετάξουμε από τον τόπο μας τους πραγματικούς αφέντες.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου