Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

ΜΑΓΙΑΚΟΦΣΚΙ Αποσπάσματα από το "Ωραία"

Δημοσιεύτηκε ένα μέρος τους στην Προλεταριακή Σημαία, φ. 488, 1-11-2003 σε αφιέρωμα για τα 86 χρόνια από την Οκτωβριανή Επανάσταση

Οχτωβριανό ποίημα.
Το ποίημα γράφτηκε για τη δέκατη επέτειο της Οχτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης, στην περίοδο από το Δεκέμβρη του 1926 ως τον Ιούλη-Αύγουστο του 1927. Ο ποιητής απάγγειλε πολλές φορές το έργο του αυτό στη Μόσχα, το Λένινγκραντ και άλλες πόλεις


Φύσαγε ο Οχτώβρης
όπως οι Οχτώβρηδες
το συνηθάν,
μ’ αγέρηδες
στον καπιταλισμό
να φυσάνε.
Πέρ’ απ’ τη γέφυρα Τρόιτσι
ξεφυσάγανε αυτοκίνητα, τραμ,
στις γνώριμες
φιδίσιες ράγες τους
ως κυλάνε.
Απ’ το γιοφύρι από κάτω
ο Νέβας κυλά,
στο ποτάμι
πλένε
οι νάυτες της Κρονστάνδης…
Απ’ των τουφεκιών τους
τη μιλιά
τα Χειμερινά
σε λίγο
θα παραπατάνε.
Σε ξέφρενο αυτοκίνητο
με τα λάστιχα να τσουλάνε,
βουβός
σαν τρουμπέτα
στο κουτί πακεταρισμένη,
πέρ’ απ’ τη Γκάτσινα
ο πρώην το σκάνει-
«Στου διαόλου του κέρατο!
Δούλοι ξεσηκωμένοι!...»
Την ώρα ετούτη στο Σμόλνι
-στη μάχη,
 στο στράτευμα
ο κάθε του στοχασμός-
πηγαινοέρχεται ο Ιλίτς
με βήματα κοφτά.
Κι ο Ποντβόιτσκι με τον Αντόνοφ[1]
στο χάρτη επρός
σημαιούλες καρφώνουν εκεί
 που σε λίγο
η μάχη αρχινά.



Κάλλιο
με το καλό
την εξουσία παραδώστε
-δεν υπάρχει για σας
 σωτηρία
 πουθενά!
Απ΄όλα
της πόλης
 τα πόστα
οι κοκκινοφρουροί
 πολιορκούν
τα Χειμερινά.
Αποσπάσματα
 από εργάτες,
ναύτες,
πλεμπάγια
ήρθανε
με τις λόγχες ν’ αστράφτουνε,
δίχως ντόρο,
λες και σφίγγουνε
χέρια -αρπάγια
το ντελικάτο
λαιμό
του Αναχτόρου.
Ορθώθηκαν
δυο ίσκιοι πελώριοι,
τρεμουλιαστοί.
Κίνησαν.
Κούτελο με κούτελο
ο ένας ενάντια τ’ αλλουνού.
Και με τα χέρια-κιγκλίδες
 του παλατιού
η αυλή
έσφιξε
τα στήθια
του λαού.
Οι πελώριοι
ετούτοι ίσκιοι σειόνταν
απ’ του αγέρα
και των πυρών τη φόρα.
Μοιάζαν,
τα πολυβόλα
ως ακουγόταν,
κόκκαλα
σαν να σπάζαν.
Οι κόκκινοι φρουροί
απ’ το Παβλόφσκ
βαλαντώνουν-
«Αρχίσανε
να παίζουν
με την πολιτική…
Με μας παν να τα βάλουν
οι χαζές της
Μποτσκαριόβα[2];
Δε δίνουν
για την έφοδο
τη διαταγή;»
Παλεύανε
οι ίσκιοι
ανάκατο ζευγάρι-
να τους χωρίσει
δεν καταπιάνονταν
κανένας.
Δαμασμένοι
από κείνη
τη μουγκαμάρα
το σκάγαν οι αδύναμοι
με τα νεύρα σπασμένα.
Πρώτο,
ξετιναγμένο
απ’ τον πανικό,
διαλύθηκε
το τάγμα των γυναικών.
Φύγαν με τα κανόνια τους
κάπου
στις έντεκα η ώρα εκεί
τα συντάγματα Μιχάιλοφσκι
ή Κονσταντίνοφσκι.
Κι ο Κερένσκι
κρύφτηκε
στο κέρατο, λές,
του βοδιού!
Σε βαθιά συλλογή
των Κοζάκων οι κούτρες
μπαίναν.
Κι όλο αραίωναν
οι υπερασπιστές
του παλατιού
σαν δόντια
σε χτένα.
Κι ώρα πολλή
κράτησε
κείνη η σιωπή,
ελπίδων σιωπή
κι απόγνωσης σιγή.
Στ’ ανάχτορα τα Χειμερινά,
σε πολυθρόνες βαθιές,
με τα μπιχλιμπίδια
τα χαλκωματένια,
βουλιάξανε οι υπουργοί
με τα παράσημά τους σειρές
και μια μυρωδιά αναδίνονταν
απ’ τα μάγουλα
τα φρεσκοξουρισμένα.
Κανείς
δε γυρνάει να τους δει.
Μήτε τους ακούει κανείς-
δάσος οι λόγχες
ένα γύρο
τους τυλίγουν.
Θα πέσουνε
παραωριμασμένο αχλάδι
στη γης,
μόλις
τους κουνήσουνε
λίγο.
Η φωνή - σπάνια.
Χειρονομίες μόνο.
Ή ψίθυροι. άκου.
«Ο Κερένσκι
πού να ‘ναι;»
«Αυτός;
Πάει να φέρει Κοζάκους.»
Βουβαμάρα ξανά.
Και μόνο
προς το βράδυ εκεί:
Πού ‘ν’ ο Προκοπόβιτς;»
Μια φωνή.
«Ο Προκοπόβιτς
δεν είν’ πουθενά.»
Κι απ’ του Νικολάγιεφσκι τώρα
το γιοφύρι το σιδερένιο,
το ατσάλι
απ’ τους πύργους
της «Αβρόρα»
σαν Χάρος
θωρεί
οργισμένα.
Και να,
πάνω απ’ το λευκό κολάρο,
ψηλά,
ο Κονοβάλοφ
σκώνει το πρόσωπο
και κοιτάει.
Το βουητό που ακουγόταν
σα νερό από πηγή
που κυλά
σαν τρικυμία
τώρα
ξεσπάει.
Ποιος είναι τόσο ψηλός;
Ποιανού
να φτάσει ως εδώ
θα του βόλαε;
Στο κάθε τζάμι
βαράν
ραβδοφόροι.
Είναι που βρόντηξαν
του Πετροπάβλοφσκ
τα τηλεβόλα.
Και ψηλά,
λες και σκίστηκε η πόλη:
Μπουμπούνισε
το κανόνι της
η «Αβρόρα».
Και πριν
ο αγέρας πάρει
τον αχό τον τρομερό
το μεγάλο,
στου Πετροπάβλοφσκ το φρούριο
άναψε ένα φανάρι
-της εξέγερσης
το συμφωνημένο
σινιάλο.
«Κάτω!
Εφοδος!
Εμπρός παιδιά!»
Ξεχύθηκαν!
Στα χαλιά!
Κάτω απ’ τα χρυσωμένα ταβάνια!
Κάθε μιας σκάλας
κάθε γωνιά
την κέρδιζαν,
δρασκελώντας
απ’ τους ευέλπιδες πάνω.
Σα νερό
τις καμάρες
πλημμυρούσαν,
κυλούσαν
κι όπου πέφτανε κάποιοι
οι άλλοι έσμιγαν,
σώμα με σώμα
χτυπιόντανε,
πολεμούσαν
πίσω από κάθε ντιβάνι,
κάθε κουρτίνα.
Στις διπλές
μεγαλόπρεπες σκάλες
που ακούς ακόμα
ιαχές, χαιρετισμούς
για κεινούς
με τις ατίμητες κορόνες,
τους μονάρχες-δεσπότες,
στα βελουδένια σαλόνια,
στους διαδρόμους τους ηχερούς
βαρούσαν κοντάκια,
βροντούσαν οι μπότες.
Σκύβει
σ’ ένα μπαστάρδικο
που ο φόβος το τρώει
του Πουτίλοφ εργάτης
και του λέει
παστρικά στ’ αφτί δυο λόγια:
«Βγάλε, αγόρι
το κλεμμένο ρολόι-
είναι δικά μας
τώρα
τα ρολόγια».
Το ποδοβολητό δυνάμωνε
και κείνους τους δεκατρείς
τους σάρωσε,
 τους ξέκανε,
είχανε πια τσακιστεί.
Μουδιάσαν έτσι
με τις γραβάτες τους-
τι να κάναν, θα πεις;
Λες και πάνω
απ’ το σβέρκο τους
τσεκούρι είχε υψωθεί.
Διακόσια βήματα…
τριάντα…
είκοσι…
τα μετρούνε.
Τρέχει
ένας εύελπις:
«Τι πολεμάμε σαν μάπες!»
Δεκατρία ξεφωνητά:
«Να παραδοθούμε!
Να παραδοθούμε!»
Στην πόρτα ξεπρόβαλαν
 κοντόσακα,
χλαίνες,
κάπες.
Και μες σ’ εκείνη
 τη σιγή,
όμοιο βροντή
ένα μπάσο που
κυματίζοντας
πάνω απ’ τ’ άλμπουρα
είχε καρδαμώσει:
«Ποιοι ‘ναι δωπέρα
οι προσωρινοί;
Ξεπεζέψτε!
Η ώρα σας έχει τελειώσει».
Κι ένας τους,
διορθώνοντας τα γυαλάκια.
 Δίχως να υψώσει τον τόνο,
δήλωσε
 σα να ‘τανε
το πιο απλό πράγμα στην οικουμένη:
«Είμαι ο Πρόεδρος
της Επαναστατικής Επιτροπής
 Αντόνοφ-
κηρύσσω
την Προσωρινή σας Κυβέρνηση
καταργημένη».
Την ίδια ώρα στο Σμόλνι
με το στήθος να ξεχειλά,
το πλήθος
σκέπαζε με τραγούδια
των ειδήσεων τα πυροτεχνήματα.
Κι αντίς
«Αυτή θα ‘ναι η στερνή μας»
 για πρώτη φορά
τραγουδούσε-
«αυτή ‘ναι
η μάχη η στερνή μας».
Ως το χάραμα
είχαν μείνει
ένα μπόι ίσκιοι-
των αχτίδων
τα χέρια
τινάζονταν ψηλά
απ’ την Ανατολή.
Στο αυτοκίνητο κάθισε
ο σύντροφος Ποντβόιτσκι
κι είπε αποσταμένος:
«Η δουλειά τέλειωσε…
Στο Σμόλνι».
Το πολυβόλο σώπασε.
Τις ελπίδες είχε δικαιώσει.
Βουερό μελίσσι οι σφαίρες
είχαν σιγάσει.
Σπιθίζει
σαν άστρο
της λόγχης η κόψη.
Στο καραούλι
τ’ ουρανού τ’ άστρα
είχαν χλομιάσει.
Φύσαγε ο Οχτώβρης
όπως οι Οχτώβρηδες
το συνηθάν,
Τις φιδίσιες ράγες
στο γιοφύρι ακολουθώντας,
το δρόμο τους
συνέχιζαν
τα τραμ,
στο σοσιαλισμό
τώρα πια
κυλώντας.







Τη γην όμως,
που βήμα προς βήμα
την έχεις κερδίσει,
που μισοπεθαμένη
την έχεις αναστήσει,
όπου σε ξύπναε το βόλι,
και πλάγιαζες με το ντουφέκι μαζί,
όπου, σταγόνα
    κύλαες με τη μάζα,
μη νιώθοντας κάματο,
για τέτοια μια γή,
τραβάς στη ζωή,
στο μόχτο,
στη γιορτή
και στο θάνατο





Τι
καλά!
Πέρ’
απ’ την πόλη
ο κάμπος
μακριά.
Ισμπες,
χωριά.
Στα χωριά
ξώμαχοι
με γένια-
σκούπες,
στη σειρά
πλάι στους τοίχους.
Πονηροί
οι μουζίκοι
-ο καθείς
θα γράψει
στίχους
με το υνί του
στη γης.
Στα σκόρπια
χωριά,
πριν ο ήλιος
βγει,
βράζει
η δουλειά.
Σπέρνουν,
φουρνίζουν
για μένα
ψωμί.
Στα χωράφια
οργώνουνε
στα ποτάμια
ψαρεύουν.
Η Δημοκρατία μας
στυλώνεται
χτίζεται,
αντριεύει.
Για εκατόχρονες
γέρικες χώρες
ανοίγεις
Ιστορία,
στόμα τάφου.
Στον ανθό
της ήβης
η χώρα μου
-φτιάξε,
εφεύρε,
προσπάθα!
Πλημμυράει η χαρά.
Να σας την παραχωρήσουμε
μήπως, ε;

Η ζωή
είν’ ωραία
είν’ απίθανη.
Εκατό
και πέρα στη
ζωή
θα ζούμε
αγέραστοι.
Χρόνο ως χρόνο
ολόβλαστη
η δική μας
η αλκή.
Δοξάστε,
σφυρί
και στίχε,
σεις
τη νιότη της Γης.



[1] Β. Α. Αντόνοφ-Οφσένκο (1884-1937), Ποντβόιτσκι (1880-1948): Μέλη της στρατιωτικής επαναστατικής επιτροπής. Ο Αντόνοφ ανήγγειλε την ανατροπή της προσωρινής κυβέρνησης
[2] Το γυναικείο τάγμα θανάτου που υπερασπιζόταν την προσωρινή κυβέρνηση. Το ονομάζει έτσι ο Μαγιακόφσκι από το όνομα της οργανώτριας του τάγματος Μ.Β. Μποτσκαριόβας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου