Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2015

ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ (Γ’ Μέρος)

Προλεταριακή Σημαία φ. 275, 18-6-1994
του Δ. Μάνου
Εθνική συνείδηση στα Βαλκάνια.
Πώς τίθεται το εθνικό ζήτημα σήμερα

Συνήθως οι κυρίαρχες αντιδραστικές δυνάμεις που πρωταγωνιστούν στην αναμόχλευση των εθνικών ζητημάτων στην περιοχή μας και ευρύτερα (Ευρώπη - πρώην ΕΣΣΔ) μπερδεύουν σκόπιμα δύο πράγματα: την ιστορία με τη σημερινή πολιτική. Με άλλα λόγια, προσπαθούν να διαμορφώσουν πολιτική για το σήμερα με βάση την ιστορία και μάλιστα την ιστορία όχι μόνο του αιώνα μας αλλά και πιο πριν.
Έτσι, οι πολιτικές θέσεις των διαφόρων εθνικιστικών, φιλοϊμπεριαλιστικών δυνάμεων μετατρέπονται σε θέσεις ιστορικής επανόρθωσης.
Το πόσο αντιδραστικό και τραγικό είναι το παραπάνω φαίνεται στις εξελίξεις της Γιουγκοσλαβίας, στις περιφερειακές δημοκρατίες της πρώην ΕΣΣΔ κ.λπ. Όπως όμως η πολιτική τανίζεται για ν’ ανταποκριθεί στις ανάγκες των διαφόρων ιστορικών επανορθώσεων, έτσι και το κοίταγμα της ιστορίας τανίζεται και πετσοκόβεται για ν’ ανταποκριθεί στους στόχους των διαφόρων αντιδραστικών. Τα διάφορα ιστορικά και εθνολογικά στοιχεία απομονώνονται, αμβλύνονται ή μεγαλοποιούνται κατά το δοκούν.



Ακραίο δείγμα της λογικής αυτής είναι το κιτάπι που έχει αναρτήσει η εκκλησία σε δημόσιους χώρους, σχολεία κ.λπ., όπου απαριθμεί την από γεννήσεως κόσμου αναφορά διαφόρων βιβλικών, αρχαίων, βυζαντινών κ.λπ. συγγραφέων στο όνομα της Μακεδονίας. Κι όλα αυτά, λέει, μαρτυρούν την ελληνικότητά της κι έτσι μας θυμίζει το γνωστό ανέκδοτο με το όργανο και το μπουζούκι. Όταν λοιπόν το παπαδαριό αρχίζει και πρωταγωνιστεί στην πολιτική, πρέπει ν ‘ανησυχούμε…
Αποφεύγοντας όλη αυτή τη σκόπιμη σύγχυση, είναι ανάγκη στο πλαίσιο της αναφοράς μας να δούμε πώς τέθηκε ιστορικά το εθνικό ζήτημα στα Βαλκάνια και την ιδιαιτερότητά του.

1. Η ιδιαιτερότητα στα Βαλκάνια
Την ιδιαιτερότητα αυτή «απαρτίζουν» τα εξής χαρακτηριστικά: η σύνδεση με το ανατολικό ζήτημα, η ένταξή του στον ανατολικό τύπο κρατών, το ζήτημα της ανυπαρξίας πρωταρχικής συσσώρευσης, η εθνική, φυλετική αλληλοδιείσδυση, το γεωγραφικό πρόβλημα παραλίων-ενδοχώρας, η ελλιπής νεότερη εθνική-ιστορική παράδοση.
Τα χαρακτηριστικά αυτά αφορούν όλους τους εθνικούς σχηματισμούς και όλα τα μετέπειτα εθνικά κράτη της Βαλκανικής και αποτυπώνονται τόσο στον τρόπο που πραγματοποιήθηκε η εθνική αφύπνιση όσο και στον τρόπο που «λύθηκαν» ή απαντήθηκαν τα μεταξύ τους εθνικά ζητήματα.

Το εθνικό ζήτημα
«Ξεφλούδισμα της ανατολικής αγκινάρας» ονόμαζαν οι αποικιακές ευρωπαϊκές δυνάμεις το μοίρασμα της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η φράση αυτή περικλείει όλη την ουσία του λεγόμενου ανατολικού ζητήματος. Η εθνική αφύπνιση των βαλκανικών λαών, που ήταν οι αδύναμοι κρίκοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, σαν μαλακό υπογάστριο της Ευρώπης απέναντι στην Ανατολή, συνδέθηκαν έτσι μοιραία με τις επεμβάσεις και παρεμβάσεις των μεγάλων δυνάμεων. Πρόκειται για κακοδαιμονία που τους ακολούθησε και στα κατοπινά χρόνια της κρατικής τους συγκρότησης των «αλυτρωτικών» πολέμων και τους ακολουθεί δυστυχώς ακόμα και σήμερα.
Έτσι, για να αναφέρουμε ένα θεωρούμενο «δεδομένο» ζήτημα, αυτό του «φιλελληνισμού» ή του «ανθελληνισμού»: «Ο φιλελληνισμός, με την αναγωγή των Νέων Ελλήνων στους Αρχαίους και την πλήρη παράκαμψη του βυζαντινού Μεσαίωνα έδινε στη Δύση τη δυνατότητα διαχωρισμού των Ελλήνων από τους υπόλοιπους λαούς των Βαλκανίων και στην αξίωση για την κηδεμόνευση της Ελλάδας μια ιστορική ”κατοχύρωση”» (Κ. Ρωμανός, πρόλογος στο «Περί καταγωγής των σημερινών Ελλήνων»).


Φιλελληνισμός αρκετά ύποπτος που χρησιμοποιήθηκε πολύ έντεχνα. Πόσα δεν γράφτηκαν άραγε στην προσπάθεια της δοτής πολιτικής ηγεσίας, που καρπώθηκε την επανάσταση του ’21 να «αναγνωριστεί» σαν προτεκτοράτο της Αγγλίας και την παγίδευση σ’ αυτή τη λογική ακόμα και κορυφαίων αγωνιστών όπως ο Κολοκοτρώνης; Μα μήπως ο ίδιος ο Φαλμεράιερ δεν γράφει για τον εκσλαβισμό της Ελλάδας μόνο και μόνο για να κρούσει τον κώδωνα του ρωσικού κινδύνου για την εξωτερική πολιτική της τότε Αυστρίας-Βαυαρίας; Το παραδέχεται και ο ίδιος άλλωστε στο έργο του. Συνεπώς, τα αμαρτήματα της ιστοριογραφίας είναι παλιά και η σύνδεση με διάφορες πολιτικές σκοπιμότητες και επεμβάσεις επίσης (όπως συμβαίνει και σήμερα που ο «καταπιεστικός» κομμουνισμός δεν υπάρχει για να υπαγορεύσει τρόπους και αντιλήψεις).

Την περιγραφή της ρωσικής επέμβασης στα Βαλκάνια, στην αρχή μέσα από την ελληνική επανάσταση, αργότερα μέσα από τη Βουλγαρία, αναλύουν λεπτομερειακά οι Μαρξ-Έγκελς στην ογκώδη δημοσιογραφική αλληλογραφία τους. Με πολλά αδιάσειστα στοιχεία αποδεικνύουν το ρόλο της ρωσικής πολιτικής στον αποκεφαλισμό του Τ. Βλαδιμηρέσκου, ηγετικής μορφής της μολδαβικής και ρουμανικής εξέγερσης που σύμφωνα με τους Μαρξ-Έγκελς είχε και κομμουνιστικά-δημοκρατικά αιτήματα. Και το γεγονός αυτό έγινε χάρη στις ραδιουργίες των φαναριωτών ηγεμόνων, στην προσωρινή σύμπτωση Ρώσων και Τούρκων και με τα βιολιά του Υψηλάντη, όπως γράψαμε. Χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να γραφεί κάτι, κι αυτό στα ημιεπίσημα (στην έκδοση της «Ελευθεροτυπίας» για την επανάσταση του ’21).
Ποιοι λοιπόν γράψανε την «επίσημη» ιστορία τόσα χρόνια και σήμερα διαμαρτύρονται ότι πρέπει να ξαναγραφεί;
Συνεπώς, το όραμα της ταυτόχρονης εθνικής αφύπνισης των βαλκανικών λαών, το όραμα του Ρήγα δεν μπόρεσε να ευοδωθεί στην πράξη. Βασικό ρόλο για να πάρουν αυτή την τροπή οι εξελίξεις έπαιξαν οι διάφορες «φιλελληνικές» και ταυτόχρονα «ανθελληνικές», «φιλοβουλγάρικες» και ταυτόχρονα «αντιβουλγαρικές» «φιλορουμανικές» και ταυτόχρονα «αντιρουμανικές» κ.λπ. δυνάμεις που πάνω απ’ όλα, βέβαια, βάζανε τα δικά τους συμφέροντα και παίζανε το δικό τους χαρτί στην περιοχή. Οι ατελείς εθνικοαπελευθερωτικές επανάστασεις σύρθηκαν στο χορό των αναγνωρίσεων και της προστασίας και τα προβλήματα που κληροδότησε η εξέλιξη αυτή τους ακολούθησαν σ’ όλη την πρόσφατη ιστορία τους.
Όμως τίποτε δεν μπορεί να εξηγήσει τις εξωτερικές επεμβάσεις αν δεν συνδεθούν αυτές με το εσωτερικό των βαλκανικών χωρών, αν δεν διαπιστωθούν οι συνέπειες του οθωμανικού ζυγού στην εσωτερική συνοχή των μετέπειτα χωρών. Αυτό είναι το καθοριστικό. Δύο είναι αυτοί οι εσωτερικοί παράγοντες: η αδυναμία πραγματοποίησης πρωταρχικής συσσώρευσης κεφαλαίου και η ένταξη της εθνικής συγκρότησης στον ανατολικό τύπο κράτους, όπως έγραψε ο Στάλιν για το εθνικό ζήτημα στην Ανατολή.

Πρωταρχική συσσώρευση
«Οι διάφορες φάσεις της πρωταρχικής συσσώρευσης μοιράζονται λίγο ή πολύ κατά κύριο λόγο στην Ισπανία, Πορτογαλία, Γαλλία, Αγγλία… Αλλά όλες χρησιμοποίησαν την κρατική εξουσία, τη συγκροτημένη και οργανωμένη δύναμη της κοινωνίας για να επιταχύνουν το μετασχηματισμό του φεουδαλικού τρόπου παραγωγής και να συντομεύσουν τις μεταβατικές περιόδους» (Μαρξ, «Κεφάλαιο»).
Ο Ν. Τοντόροφ, βούλγαρος ιστορικός, αποδεικνύει πως ο οθωμανικός ζυγός απέρριπτε μία προς μία όλες τις προϋποθέσεις που ανίχνευσε ο Μαρξ στις χώρες της Ευρώπης όπου πραγματοποιήθηκε η πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου και η γέννηση του καπιταλισμού.
«Ένα στοιχείο της πρωταρχικής συσσώρευσης, στο οποίο ο Μαρξ προσδίδει μεγάλη σημασία, αφορά το σύνολο της φορολογικής πολιτικής του κράτους, το φορολογικό του σύστημα και το σύστημα κρατικών χρεών και δανείων. Παρ’ όλο που δεν χρειάζεται εδώ να αποδείξουμε τον παρασιτικό χαρακτήρα του οθωμανικού φορολογικού συστήματος, ιδίως όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο συλλέγονταν οι φόροι, θα άξιζε να εξετάσουμε ακόμα μια φορά ποιος ήταν ο προορισμός των κρατικών εσόδων. Σε ποιο βαθμό έφταναν συνολικά ή εν μέρει στα χέρια της κεφαλαιουχικής τάξης; Δεν υπηρετούσαν έτσι σε μικρότερο βαθμό την καπιταλιστική ανάπτυξη στην Οθωμανική Αυτοκρατορία; Η απάντηση και στα δύο ερωτήματα είναι γενικά αρνητική. Τα έσοδα που με διάφορους τρόπους αποσπούνταν από τους λαούς της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προορίζονταν καταρχήν για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες που είχε το ανώτερο οθωμανικό φεουδαλικό κοινωνικό στρώμα και η κεντρική εξουσία. Οι πόροι αυτοί ξοδεύονταν χωρίς καμία απολύτως παραγωγική επένδυση. Στις περισσότερες περιπτώσεις, οι νέοι κεφαλαιούχοι και οι εκπρόσωποι των υπόδουλων λαών βρίσκονταν σε αντιπαλότητα με το οθωμανικό φεουδαλικό σύστημα… Στο δεύτερο μισό του αιώνα, η μερίδα του λέοντος από τους πόρους που συνέλεγε το κράτος των Οθωμανών πήγαινε κατευθείαν στα χέρια των δυτικών κρατών… Το ”οθωμανικό χρέος δεν ήταν τίποτε άλλο από δισεκατομμύρια φράγκα που απέφερε η αφαίμαξη του πληθυσμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας”» (Ν. Τοντόροφ, «Η βαλκανική πάλη», τόμος β’).
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες δεν μπορεί να γίνει λόγος για πρωταρχική συσσώρευση κεφαλαίου, όσο κι αν εμφανίζονται καπιταλιστικές σχέσεις, όσο κι αν τα αστικά στοιχεία, μέσα από τις μισοσυντεχνιακές επιχειρήσεις τους γίνονται πόλος της εθνικής αφύπνισης και των πόθων για αυτονομία. Η διασπορά, το λεγόμενο παροικιακό φαινόμενο, η συμπληρωματικότητα και η διαμεσολαβητική λειτουργία των αστικών και μισοαστικών στοιχείων συνδέονται οπωσδήποτε με το παραπάνω.
Κάθε οθωμανική δραστηριότητα των υπόδουλων βαλκανικών λαών περνούσε μέσα από την κονίστρα του οθωμανικού κράτους και αποδυναμωνόταν. Όμως σοβαρά προβλήματα, καθαρά πολιτικά, δημιουργούσε αυτός ο τύπος κράτους, δομημένος σε δυο βάσεις: την τεράστια στρατιωτικο-αριστοκρατική, διοικητική ιεραρχία από τη μια και την ταύτιση κράτους και θρησκείας από την άλλη. Και δεν εννοούμε μόνο την ισλαμική θρησκεία, γιατί οι Οθωμανοί άρχοντες «φρόνιμα ποιούντες» εγκόλπωσαν στο διοικητικό τους σύστημα και την ορθόδοξη εκκλησία και το πατριαρχείο. Τους ανέθεσαν όχι ευκαταφρόνητους πολιτικούς και πολιτειακούς ρόλους για τον καλύτερο χειρισμό των «ραγιάδων».
«Η μεγαλύτερη κατηγορία που μπορεί κανείς να κάνει στους Τούρκους από την άποψη αυτή δεν είναι ότι περιέκοψαν τα προνόμια των χριστιανών ιερέων παρά αντίθετα ότι κάτω από την κυριαρχία τους επιτράπηκε στην καθολική αυτή δεσποτική κηδεμόνευση-επίβλεψη και ανάμειξη της εκκλησίας ν’ απορροφήσει ολόκληρη τη σφαίρα της κοινωνικής ζωής» (Κ. Μαρξ, «Η Ελληνική Εξέγερση», 29-3-1854).

Η εθνική και φυλετική αλληλοδιείσδυση
Σήμερα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πως, για παράδειγμα, το πρόβλημα του Κοσσυφοπεδίου -που οι Σέρβοι θεωρούν δική τους κοιτίδα- κληροδοτήθηκε από την πολιτική εξισλαμισμού της οθωμανικής αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια. Δεν είναι όμως το μόνο «περιστατικό». Όλη η Βαλκανική χερσόνησος, πέρασμα λαών, χαρακτηριζόταν απ’ αυτή την εθνολογική όσμωση. Δύο στοιχεία θα τονίσουμε εδώ: την επικοινωνία του ελληνικού με το σλαβικό στοιχείο και τη λεγόμενη κάθοδο των Αρβανιτών το 14ο αιώνα και την ένταξή τους στον εθνικό κορμό. Ο Φαίδων Μαλιγκούδης στο βιβλίο του «Η Θεσσαλονίκη και ο κόσμος των Σλάβων» μας καλεί να κάνουμε ένα διαχωρισμό ανάμεσα στην ιστορία του κόσμου του παλατιού και την ιστορία του κόσμου της καλύβας, του κόσμου των παραγωγών, της ανεπίσημης ιστορίας: «Ο μελετητής που νομίζει ότι καταγράφει π.χ. την εθνική ιδεολογία του μεσαιωνικού κόσμου της καλύβας μοιάζει με τον ερευνητή, που χαμένος μέσα σε μιαν απέραντη κοιλάδα, ακούει την αντήχηση των δικών του μόνο κραυγών». Και συνεχίζει: «Μια άκρως ενδιαφέρουσα πλευρά του θέματος αυτού που αφορά την ελληνοσλαβική καθημερινότητα είναι ο θρησκευτικός συγκριτισμός που υπάρχει στις δυτικές επαρχίες της βυζαντινής αυτοκρατορίας στη μεσαιωνική Ελλάδα, μια περιοχή όπου συνυπάρχουν οι ελληνικοί με τους σλαβικούς γλωσσικούς φορείς από τον 7ο αιώνα».
Ένα δεύτερο στοιχείο αφορά το «ιστορικό φαινόμενο της συμβίωσης των δύο γλωσσικών φορέων στη βυζαντινή επαρχία, συμβίωση που το καθοριστικό γνώρισμά της δεν είναι η εθνική συνείδηση αλλά -ας θυμηθούμε το παράδειγμα από την Ιερισσό- κυρίως ο ρόλος που παίζει ο κοινωνικά και οικονομικά συμπαγής ”κόσμος της καλύβας” στη διαδικασία παραγωγής… Μια τρίτη έκφανση της ελληνοσλαβικής καθημερινότητας είναι η αλληλεπίδραση των δύο γλωσσικών συστημάτων, του ελληνικού και σλαβικού (ή για να ακριβολογούμε, του βουλγαρικού). Μια σχέση που γίνεται ορατή από το πλήθος των δάνειων λέξεων που έχουν περάσει από τη μια γλώσσα στην άλλη και που για τον αντικειμενικό ερευνητή αποτελούν σήμερα έναν αδιάψευστο μάρτυρα μιας βαθιά ριζωμένης στο παρελθόν ιστορικής πραγματικότητα της κοινής μοίρας των ανθρώπων του μεσαιωνικού ”κόσμου της καλύβας” στη γωνιά της Ευρώπης». Και να σκεφτεί κανείς πως ο καθηγητής σλαβικών μελετών του ΑΠΘ στο ίδιο βιβλίο του αντιπαρατίθεται σε βούλγαρους και γιουγκοσλάβους ιστορικούς για τα ζητήματα αυτά. Το ίδιο μπορούμε να πούμε και για την κάθοδο των αρβανίτικων φυλών του 14ου αιώνα, που πολύ διαφέρει από την εικόνα των αιμοδιψών τουρκαλβανών (όχι ότι δεν συνέβησαν και τέτοια στους επόμενους αιώνες, αλλά πραγματικά δεν βρίσκουμε διαφορά στην αιμοδιψία αυτών που δολοφόνησαν τον Ανδρούτσο ή κούρσεψαν την Κάσο και στους Αρβανίτες που επέλασαν μετά την αποτυχία του κινήματος του Ορλόφ το 1774).
Η φυλετική αυτή διαφορά δεν εμπόδισε πολλούς γνωστούς ηγέτες της ελληνικής επανάστασης που κρατούσαν από αρβανίτικη μεριά να πάρουν μέρος στον εθνικό ξεσηκωμό. Την αλληλοδιείσδυση και την όσμωση των λαών ενέτεινε το γεγονός πως μια πολυεθνική αυτοκρατορία (η Οθωμανική) διαδέχτηκε μιαν άλλη (τη Βυζαντινή). Κι αυτό το στοιχείο, της αλληλοδιείσδυσης και του επηρεασμού των λαών, δεν θα ήταν αρνητικό -κάθε άλλο- ο τρόπος όμως που επιλύθηκαν τα εθνικά ζητήματα στη Βαλκανική ανέδειξε την αρνητική του πλευρά.

Γεωγραφικό πρόβλημα
Η διάσταση ανάμεσα σε μια παραλιακή ελληνική περιοχή και μια σλαβική ενδοχώρα, συνυφασμένη με τα προηγούμενα ζητήματα, αποτέλεσε ένα ακόμα ψηφίο της συνθετότητας του εθνικού ζητήματος στη Βαλκανική. Το αν μπορεί να υπάρξει και πώς ένα ενιαίο χριστιανικό κράτος στα Βαλκάνια απασχόλησε και το Ρήγα Φεραίο αλλά και τους Μαρξ-Ένγκελς στην αλληλογραφία τους. Σήμερα είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πως υπήρχαν κι άλλες προτάσεις, όπως αυτή της Ελληνοαλβανικής Ομοσπονδίας κ.λπ. Αυτά βέβαια πριν από την εποχή των αλυτρωτισμών, που το πρόβλημα «λύθηκε» μέσα από τις ανταλλαγές πληθυσμών, τις εκκαθαρίσεις και τις σφαγές.

Ελλιπής εθνική ιστορική παράδοση
Συνάρτηση των παραπάνω αποτελεί και η έλλειψη στην πορεία της εθνικής ιστορικής παράδοσης. Οι αστικές τάξεις της περιοχής, με εξαίρεση ίσως τη σερβική, που και σ’ αυτήν ακόμα βάραινε η αυστριακή σκιά, δεν παρουσίασαν αυθυπαρξία. Ποτέ δεν μπόρεσαν να παίξουν το ρόλο μιας εθνικής αστικής τάξης τόσο απέναντι στους λαούς τους όσο και απέναντι στους υπόλοιπους λαούς της Βαλκανικής. Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τη χώρα μας που, αν και αναγνωρίστηκε σαν το πρώτο ανεξάρτητο κράτος από τους κόλπους της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, άργησε πολύ κοινωνικο-οικονομικά να ενταχθεί -όπως εντάχθηκε- στον καπιταλιστικό κόσμο.
Η ελλιπής εθνική ιστορική παράδοση διαπιστώνεται πάνω σε διάφορα στοιχεία της εθνικής αφύπνισης των βαλκανικών λαών. Η ελληνική περίπτωση είναι η πλέον χαρακτηριστική:
1) Αδυναμία συγκρότησης ενός ισχυρού εθνικού και πολιτικού κέντρου - Πρόβλημα ηγεσίας. Οι μεγαλοφυείς που κατά τον Γκράμσι θα παράσερναν όλο το έθνος σε μια ενιαία κίνηση και θα αποτελούσαν τους οργανικούς διανοούμενους της ανερχόμενης αστικής τάξης απουσιάζουν από τον καθεαυτό εθνικό χώρο, όπως και η ίδια η αστική τάξη εξάλλου. Δεν είναι τυχαίο πως οι ηγέτες του ελληνικού διαφωτισμού προέρχονται είτε από το εξωτερικό (Κοραής), είτε από τη δυτικοκρατούμενη περιφέρεια, όπως π.χ. τα Επτάνησα (Σολωμός), είτε μαζεύονται στην ιδιόμορφη απολυταρχία της αυλής του Αλή και των μολδαβών ηγεμόνων (η επιστημονική, εκπαιδευτική ελίτ όπως ο Αθ. Ψαλίδας κ.λπ.).
Έτσι κι αλλιώς δεν υπάρχει οργανική σύνδεση με το κίνημα που ξεσπά στον Μοριά κι αργότερα στη Ρούμελη. Η επίδραση είναι κύρια πνευματική, θεωρητική.
Όσο για την ίδια την επανάσταση, ύστερα από την εξόντωση της πλειοψηφίας της λαογέννητης ηγεσίας της, που είχε και τις πιο ξεκάθαρες κοινωνικές διεκδικήσεις (Μελέτης, Καρατζάς, Οικονόμου κ.λπ.), παρουσιάζει ένα πολιτικό κενό που αδυνατούν να το καλύψουν οι στρατιωτικοί ηγέτες της, με αποτέλεσμα το συμβιβασμό με τους κοτζαμπάσηδες και τους καραβοκυραίους. Και η πιο σημαντική συνέπεια ήταν να χάσει η επανάσταση τόσο τον εθνικό όσο και τον κοινωνικό χαρακτήρα της και να μετατραπεί σ’ έναν εσωτερικό εμφύλιο διανομής της εξουσίας και διεκδίκησης της προστασίας των ισχυρών (από τα 6 χρόνια αγώνα τα 4 περίπου είναι εμφύλιοι και τα 2 συγκεντρωμένα μαζί πόλεμοι με τους Τούρκους!).

Τοπικιστικές διαιρέσεις
Το ότι οι Έλληνες πλιατσικολογούν πάνω σε Έλληνες, το ότι ξεσπούν στάσεις γιατί δεν καταβάλλονται μισθοί του στρατού, το εύκολο πέρασμα από το αρματολίκι στην κλεφτουριά, η χρησιμοποίηση των στρατιωτικών ηγετών στις εσωτερικές πολιτικές έριδες (ο Μακρυγιάννης πολύ αργότερα θα συνειδητοποιήσει αυτή τη χρησιμοποίηση), όλα δείχνουν πως δεν είχε κατορθωθεί να φτιαχτεί ένας εθνικός στρατός αντίστοιχος του τεράστιου εγχειρήματος που πραγματοποιούσε η ελληνική εξέγερση.
Η άμεση επέμβαση των ξένων στρατιωτών (Άγγλων, Γάλλων κ.λπ.) στις διάφορες μάχες του αγώνα και ο υπονομευτικός τους ρόλος (δολοφονία Καραϊσκάκη, αποτυχία πολιορκίας της Αθήνας) είναι σήμερα γνωστά. Το ίδιο συμβαίνει και με τις προσπάθειες των Ρώσων να παρέμβουν στη συγκρότηση των εθνικών κρατών και των στρατιωτικών μηχανισμών των αυτόνομων βαλκανικών επικρατειών πριν κατασταλάξουν στο βουλγαρικό χαρτί.
Όλες οι παραπάνω ανεπάρκειες της διαδικασίας εθνικής αφύπνισης των βαλκανικών λαών είχαν σαν βάση τον ανολοκλήρωτο αστικοδημοκρατικό τους μετασχηματισμό σε όλα τα επίπεδα της ζωής.
Μόνο και μόνο να σκεφτούμε πως για την Ελλάδα π.χ. το γλωσσικό ζήτημα λύθηκε οριστικά μόλις το 1976, ύστερα από 150 χρόνια «ανεξάρτητου» πολιτικού βίου, αντιλαμβανόμαστε την τρομερή ανεπάρκεια που κληροδότησε το παρελθόν σ’ έναν τόσο βασικό τομέα εθνικής φυσιογνωμίας.
Η ληστοκρατία που θ’ ακολουθεί το δημόσιο βίο μέχρι το μεσοπόλεμο είναι ένα άλλο δείγμα των ανεπαρκειών της διαδικασίας εθνικής συγκρότησης. «Αυτή η τάξη πραγμάτων θα διαταραχθεί από τα ξενόδουλα μετεπαναστατικά καθεστώτα με τρόπο διοικητικό και βίαιο. Οι παρεμβάσεις στη σφαίρα της ατομικής και κοινοτικής δράσης όχι μόνο αγνοούν έναν τρόπο ζωής μα συνάμα τον υποτιμούν και ιδιαίτερα. Ντόπια δεδομένα και συνήθειες αγνοούνται και σνομπάρονται. Νέοι νόμοι, νέος τρόπος ζωής, καλούπια μας πρακτικής, μιας λογικής και μιας νομοθεσίας χωρίς καμία συνέχεια με την ντόπια αντίληψη… Η διάλυση των άτακτων σωμάτων αγωνιστών και το σταμάτημα των επιδοτήσεών τους, σε αντίθεση με τη δημιουργία τακτικού ”φραγκοοπλισμένου” κράτους, αγροτική πολιτική, οι κρατικές παρεμβάσεις στην κτηνοτροφία, η υποχρεωτική στράτευση, η συμπεριφορά των κρατικών οργάνων, ο περιορισμός της ”αυτόνομης” αυτοδιοίκησης, η ξένη αντίληψη για το δίκαιο, η οικονομική εξαθλίωση καθιστούν τη ληστεία σαν την ακραία περίπτωση φυγής κι εναντίωσης από τις ειδικές αυτές συνθήκες και, το σπουδαιότερο, σαν έναν τρόπο επιβίωσης οικονομικό και πολιτιστικό» (Γ. Χατζή, «Από κλέφτες …ληστές», στο περιοδικό «Γιατί»).
2) Ανοιχτά ζητήματα μετά τη συγκρότηση των πρώτων βαλκανικών κρατών. Ιστορικά γεγονότα και μεγαλοϊδεατισμός. Ο 19ος αιώνας κληροδοτεί στον 20ο αιώνα την εξής εικόνα στη Βαλκανική: Το 1832 επίσημα ιδρύεται το ελληνικό βασίλειο, το πρώτο ανεξάρτητο κράτος σ’ αυτή την περιοχή. Το 1861 ενώνεται η Μολδοβλαχία σαν αυτόνομη εθνική περιοχή. Το 1878 ιδρύεται η Μεγάλη Βουλγαρία ενώ και η Σερβία αποκτά την αυτονομία της. Η Αλβανία ανακηρύσσεται ανεξάρτητο κράτος το 1913.
Η ξεχωριστή πια πορεία των κρατών αυτών είναι δεδομένη και αφήνει αρκετές περιοχές υπό διπλή ή και τριπλή εθνική διεκδίκηση. Στο εσωτερικό, αδυναμία προχωρήματος της αγροτικής μεταρρύθμισης, ο συμβιβασμός με τις πιο αντιδραστικές δυνάμεις… Στο εξωτερικό, η συμπόρευση και η πολιτική της προστασίας από τις μεγάλες αποικιοκρατικές δυνάμεις και τη Ρωσία. Ο αλυτρωτισμός και ο μεγαλοϊδεατισμός εμφανίζονται σαν το αντίδοτο στη λειψή εθνική συγκρότηση και στην ανολοκλήρωτη δημοκρατική αλλαγή.
Από μια πρώτη άποψη, ο αλυτρωτισμός για την εποχή εκείνη, στο βαθμό που περιείχε διεκδικήσεις για απελευθέρωση σκλαβωμένων αδελφών, θα μπορούσε να ενταχθεί σε κάποιας μορφής δημοκρατικό, συνταγματικό κίνημα, όπως επιχειρήθηκε να γίνει από διάφορες ριζοσπαστικές δυνάμεις της εποχής. Το πνεύμα του Ρήγα και της βαλκανικής συνεννόησης δεν είχε εκλείψει. Έτσι βλέπουμε πως μετά την εξέγερση της Ερζεγοβίνης το 1876, που πραγματοποιείται από αυτονομιστικές ριζοσπαστικές δυνάμεις, δημιουργείται στην Αθήνα ο Πολιτικός Σύλλογος «Ρήγας» που έχει στόχο την υποστήριξη, υλική και ηθική του κινήματος.
Όμως το ταξικό πρόβλημα της αστικής τάξης δεν αφήνει περιθώρια για τέτοιες κατευθύνσεις. Η αντιδραστικοποίηση και των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων έχει εξάλλου αρχίσει να συντελείται. Ούτε ακόμα τα πρώτα σπέρματα σοσιαλιστικών και δημοκρατικών αντιλήψεων που πρωτοστατούν (ο κύκλος της «Δημοκρατικής Ανατολικής Ομοσπονδίας», η εφημερίδα «Εργάτης») έχουν την δύναμη να επηρεάσουν τα εθνικά αισθήματα.
Ύστερα από διαδοχικά αποτυχημένες προσπάθειες ενωτικών εξεγέρσεων στην Κρήτη, έρχεται το μεγάλο κάζο της ήττας του 1897 όπου ο ελληνικός στρατός που είχε καταλάβει τη Θεσσαλία οδηγείται σε ιταμή υποχώρηση. Η Ελλάδα μπαίνει σε πειθαρχική καραντίνα και ο λαός φορτώνεται ένα εξωτερικό χρέος πολεμικών επανορθώσεων που την ακολούθησε μέχρι τις μέρες μας.
Η ίδρυση της βουλγαρικής εξαρχίας το 1870 σηματοδοτεί την ανοιχτή πια πριμοδότηση της Βουλγαρίας από τη Ρωσία. Από κει και πέρα οι δύο βασικοί νόθοι εθνικισμοί που θα αντιπαρατεθούν είναι ο ελληνικός με τον βουλγάρικο. Αυτοί θ’ ανοίξουν το χορό των εθνικοσοβινισμών για τους υπόλοιπους. Ο ελληνικός μεγαλοϊδεατισμός στοχεύει στην ανασύσταση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, βάζοντας μπροστά στα κοινωνικά και εθνικά αδιέξοδα το παραμύθι της «κόκκινης μηλιάς». Ο βουλγάρικος εθνικισμός θα πάρει τη μορφή του πανσλαβισμού και της διεξόδου προς τη θάλασσα. Στόχοι βέβαια που κάλυπταν τις ανάγκες των αναδυόμενων μοναρχικών και αντιδραστικών δυνάμεων της Βουλγαρίας. Ταυτόχρονα όμως απηχούσαν και τα πλατύτερα όνειρα του βόρειου προστάτη για διέξοδο στη Μεσόγειο.
Ο ελληνικός μεγαλοϊδεατισμός θα μείνει χωρίς «κάλυψη» για μεγάλο διάστημα. Έτσι εξηγείται σε μεγάλο βαθμό και η απροθυμία διαδοχικών ελληνικών κυβερνήσεων να δοκιμάσουν στρατιωτικές περιπέτειες στη γεωγραφική περιοχή της Μακεδονίας. Όπως παράλληλα εξηγείται ο αέρας της βουλγαρικής πλευράς που μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα φαίνεται σ’ όλα τα μέτωπα (θρησκεία, εκπαίδευση, στρατιωτικό) να παίρνει μπόι απέναντι στους Έλληνες.
Θρησκεία/γλώσσα/ εκπαίδευση - Απομόνωση εθνολογικών στοιχείων. Βασικό χαρακτηριστικό του μεγαλοϊδεατισμού είναι η πρόταξη ξεχωριστών στοιχείων της εθνικής φυσιογνωμίας και η χρησιμοποίησή τους με απόλυτο τρόπο. Πολύ απλά -αν εξαιρέσουμε τους Τούρκους ή τους εξισλαμισμένους Βαλκάνιους- η πλειοψηφία των υπόλοιπων λαών ήταν ορθόδοξη στο θρήσκευμα και υπαγόταν στο οικουμενικό πατριαρχείο. Η θρησκεία αυτή έγινε αντικείμενο εθνικιστικής αντιπαράθεσης. Από το 1830 γίνεται προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί το πατριαρχείο σαν μοχλός εθνικής πολιτικής. Αυτό οδηγεί σε τριβές με το πατριαρχείο και στη δημιουργία Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ελλάδος. Το πατριαρχείο αντιδρούσε σ’ αυτού του είδους τη χρησιμοποίηση, ταυτιζόμενο με το διαμεσολαβητικό ρόλο του Φαναριού, τις ειδικές σχέσεις που είχε οικοδομήσει με την Τουρκία και τους υπόλοιπους Βαλκάνιους.
Η γλώσσα είναι ένα άλλο σημαντικό στοιχείο της εθνικής φυσιογνωμίας. Η απομόνωσή του και η μετατροπή σε μοναδικό ουσιαστικά εθνικό κριτήριο αποτέλεσε μέλημα των εθνικών κέντρων των βαλκανικών χωρών και της διαπάλης τους. Ο βουλγάρικος εθνικισμός θα ποντάρει στη σλαβόφωνη ύπαιθρο για να περάσει την πολιτική του, ενώ ο ελληνικός εθνικισμός θα υπερασπίζεται την ακτινοβολία της ελληνικής παιδείας και των γραμμάτων.
Στο βορειοδυτικό τμήμα της Μακεδονίας (τη σημερινή FYROM συν το νομό Φλώρινας) δραστηριοποιήθηκε ο πρόξενος Μοναστηρίου Φοντάνας, που γράφει σε έκθεσή του: «Το αίσθημα κυρίως, όπερ κινεί τους μαθητάς και γονείς, είναι το συμφέρον, καθόσον τα ελληνικά σχολεία είναι ασυγκρίτω τω λόγω ανώτερα των ρουμανικών και η ελληνική γλώσσα αναγκαία προς βιοπορισμόν. Δεν αμφιβάλλω δε ότι εάν υπό τοιούτους όρους ήθελον συστηθεί γερμανικά ή γαλλικά σχολεία ανώτερα των ελληνικών, ηθέλομεν ιδεί υπό άποψιν εκπαιδευτικήν, υπό την οποίαν βλέπομεν αυτούς τους ελληνίζοντας, γερμανίζοντας ή γαλλίζοντας τους πλείστους».
Η διάσταση ανάμεσα στις εθνικιστικές προσπάθειες και στο πραγματικό πρόβλημα καθίσταται φανερή. Ούτε οι στατιστικές έμειναν έξω απ’ αυτόν τον πόλεμο. Ο Κ. Παπαρρηγόπουλος, «καταξιωμένος εθνικός συγγραφέας», σε έκθεσή του το 1883 θεωρεί τη «μόνη απογραφή που μπορούσε να λύσει την αντίθεση και τη διαφορά πάνω στο μακεδονικό πληθυσμό ανάμεσα στους Έλληνες και Βούλγαρους την Οθωμανική». Και συνεχίζει: «Γι’ αυτό το λόγο κάθε προσπάθεια απόκρουσης των υπερβολικών αριθμών που προέβαλλαν οι βουλγαρικές στατιστικές του πληθυσμού, μέσα από την αντιπαράθεση αντίστοιχων ελληνικών στατιστικών, θεωρούνταν αναποτελεσματικός χειρισμός» (προς υπουργείο Εξωτερικών αρ. 1738/3.1.1885).
Η Σοφία Βουρή, στο βιβλίο «Εκπαίδευση και εθνικισμός στα Βαλκάνια», γράφει: «Ωστόσο, για πολύ καιρό ακόμα θα εξακολουθεί να παρακάμπτεται η φυλετική καταγωγή και η μητρική γλώσσα και να προβάλλονται ως ασφαλείς ενδείξεις της ελληνικής εθνικής συνείδησης του πληθυσμού η θρησκευτική του ομολογία, η συμμετοχή του στην ελληνική εκπαίδευση και η χρήση της ελληνικής ως δεύτερης γλώσσας. Μέσα απ’ αυτό το πρίσμα, άλλωστε, καθιερώνονται οι όροι ”σλαβόφωνοι Έλληνες” ή ”Ελληνοβούλγαροι”. ”Ελληνοαλβανοί” και ”Ελληνοβλάχοι” προκειμένου να προσδιοριστεί εθνικά ο χριστιανικός πληθυσμός που λογίζεται ως ελληνικός».
Είναι χαρακτηριστικό ακόμη πως μπροστά στην εκπαιδευτική και θρησκευτική άνοδο των βουλγαρικών προσπαθειών στη μεσαία και βόρεια ζώνη της Μακεδονίας, ο υπουργός Εξωτερικών Κουμουνδούρος υπερασπίζεται το status quo του οθωμανικού κράτους σε ειδική εγκύκλιό του και ζητά την αποσύνδεση της «ελληνικής παιδείας από τον απελευθερωτικό προορισμό της στα χρόνια του Διαφωτισμού» γιατί βοηθούσε την εθνική αφύπνιση των άλλων λαών.
Όταν στα χρόνια των βαλκανικών πολέμων, ειδικά στη Μικρασιατική Εκστρατεία, ο μεγαλοϊδεατισμός αποφάσισε να βγάλει την «ειρηνόφιλη», «ακτινοβόλα» προβιά του και να ποντάρει στην υποστήριξη των Αγγλογάλλων, τα αποτελέσματά του ήταν τραγικά. Το άδειασμα της «Μεγάλης Ιδέας» που ονειρεύτηκε τον απίθανο χάρτη μιας χώρας με ελληνικά παράλια και τουρκική ενδοχώρα πραγματοποιήθηκε από την ίδια την ιστορία. Τέτοιους απίθανους και μη βιώσιμους συνδυασμούς υπόσχονται και οι διάφοροι μεγαλοϊδεατισμοί που ξεπετιούνται σήμερα σιγά-σιγά. Αγνοώντας επικίνδυνα τα επώδυνα ιστορικά συμπεράσματα.

2. Για το «Μακεδονικό»
Ανεξάρτητα από τη σημερινή μορφή που έχει πάρει το πρόβλημα, είναι ανάγκη να δούμε αν υπήρξε ποτέ τέτοιο ζήτημα ή αν όλα ήταν ένα κακόγουστο, τεχνητό τερτίπι. Το ένθετο που είχε κυκλοφορήσει για το Μακεδονικό πριν από δύο χρόνια η εφημερίδα «Καθημερινή» -και το οποίο αναδιανεμήθηκε από την τότε κυβέρνηση στα σχολεία- ούτε λίγο ούτε πολύ παρουσιάζει το Μακεδονικό σαν δημιούργημα του κομμουνιστικού κινήματος. Βέβαια, σε σχέση με το υπόλοιπο εθνικιστικό παραλήρημα το αφιέρωμα αυτό διατηρεί κάποια ορθολογικά στοιχεία (παραδοχή της γεωγραφικότητας του όρου Μακεδονία κ.λπ., δημοσίευση των στατιστικών του οθωμανικού κράτους για την πληθυσμιακή σύνθεση της Μακεδονίας κ.λπ.). Μας δίνει όμως ένα χτυπητό παράδειγμα του πώς η αστική τάξη ξεπερνά και «ξεπετάει» τα εθνικά ζητήματα σαν το «Μακεδονικό»: «Το πρόβλημα οδηγήθηκε στη λύση του με τον εκπατρισμό των ατόμων αυτών το 1949 μετά τη λήξη του εμφυλίου» (σελ. 11). Είναι βέβαια και αυτό μια λύση! Όταν λοιπόν ο εκπατρισμός έδωσε την όποια λύση στο «ανύπαρκτο» ωστόσο ζήτημα, όταν και σήμερα εξακολουθούν οι μετέπειτα εγκαταστημένοι πρόσφυγες να ονομάζουν (στο νομό π.χ. Φλώρινας) «ντόπιους» τους σλαβόφωνους, όταν το ζήτημα αυτό απασχόλησε τόσες και τόσες διαφορετικές πλευρές (από τον Δημητρόφ και τον Τίτο μέχρι τον δικτάτορα Πάγκαλο), όλα τα παραπάνω δείχνουν πως το πρόβλημα κάθε άλλο παρά ανύπαρκτο και τεχνητό κατασκεύασμα ήταν.

Ποιων παραγόντων αποτέλεσμα υπήρξε το «Μακεδονικό»
Τέσσερις παράγοντες οδήγησαν με τη συνύφανσή τους, στην ανάδειξη αυτού του ιδιόμορφου εθνικού προβλήματος της Βαλκανικής. Πρώτα από όλα ήταν ένα σύνθετο αποτέλεσμα αυτής της χαρακτηριστικής για τα Βαλκάνια όσμωσης των λαών. Όπως ήδη γράφτηκε πιο πάνω, η διαχρονική παρουσία των λαών στο χώρο της γεωγραφικής Μακεδονίας δεν είχε μόνο τη βίαιη, πολεμική και κατακτητική πλευρά, αλλά και την πλευρά της ειρηνικής, μακρόχρονης συνύπαρξης του «κόσμου της καλύβας και της παράγκας». Ο Μαλιγκούδης στο βιβλίο του «Θεσσαλονίκη και ο κόσμος των Σλάβων» αναφέρεται σ’ ένα παράδειγμα του βυζαντινού Μεσαίωνα όπου η μαζική εγκατάσταση -με απόφαση των Βυζαντινών- σλαβικών πληθυσμών στην περιοχή της Ιερισσού όχι μόνο δεν ξεσήκωσε τους τότε ελληνόφωνους «ντόπιους» αλλά έγινε πολύ ευνοϊκώς δεκτή και ενίσχυσε την τοπική οικονομία.
Ένα άλλο παρόμοιο παράδειγμα αποτελεί ο κοσμοπολίτικος χαρακτήρας της τουρκοκρατούμενης Θεσσαλονίκης που περιγράφει πολύ αναλυτικά ο Κ. Μοσκώφ στο βιβλίο «Θεσσαλονίκη, τομή της μεταπρατικής πόλης». Ένας δεύτερος σοβαρός παράγοντας είναι οι ιστορικές ανακατατάξεις στην περιοχή κι εδώ εννοούμε τους διωγμούς, την πίεση της αναπτυγμένης αλβανικής ληστοκρατίας, τον εξισλαμισμό, τις πολεμικές επιχειρήσεις και εκστρατείες εξαιτίας της ρωσικής πίεσης, τις τοπικές και εθνικές εξεγέρσεις, την εκκλησιαστική καταπίεση. Καθόλου ευκαταφρόνητη και αμέτοχη η τελευταία. Όπως ο ίδιος ο Κ. Βακαλόπουλος παραδέχεται: «Οι ίδιες πηγές δεν παραλείπουν ν’ αναφερθούν και στην καταπιεστική στάση των εκκλησιαστικών εκπροσώπων του πατριαρχείου, οι οποίοι υπέβαλαν τους χριστιανούς σε βαριά φορολογία για να πετύχουν την είσπραξη των αρχιερατικών δικαιωμάτων τους». Πολλοί ιστορικοί θεωρούν αυτή την πολιτική υπεύθυνη για τη μαζική μεταστροφή προς τη βουλγαρική παιδεία και εξαρχία σλαβόφωνων μαζών. Κι αυτό έχει ξανασυμβεί στα Βαλκάνια με την αρχική υποδοχή των Τούρκων από ορισμένες περιοχές σαν ελευθερωτών από την καταπίεση των βυζαντινών (όπως γράφτηκε στο α’ μέρος). Επιπλέον στην περίπτωση της εξαρχίας υπήρχε και η κοινή γλώσσα και η φυλετική καταγωγή. Ο ίδιος ο Βακαλόπουλος παραδέχεται ακόμη πως οι σλαβόφωνοι πληθυσμοί απλώνονται κυρίως στην ύπαιθρο, ενώ στις αστικές περιοχές κυριαρχούσαν οι ελληνόφωνοι, κι αυτό βέβαια δεν οφείλεται σε κάποια μαγική φυλετική ιδιότητα αλλά στη διαφορετική οικονομική και πολιτική λειτουργία των διαφόρων εθνικών ομάδων.
«Η εξακρίβωση της εθνικής ταυτότητας του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας, αν εξαιρέσει κανείς το μουσουλμανικό στοιχείο που απαρτιζόταν από τους παλιούς εποίκους Γιουρούκους και Κονιέρους, τους Κιρκάσιους, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στα μέσα της δεκαετίας του 1860, τους εξισλαμισμένους χριστιανούς και Εβραίους (ντονμέδες) και τους αλβανούς μουσουλμάνους της Βορειοδυτικής Μακεδονίας, υπήρξε μια ιδιαίτερα πολύπλοκη διαδικασία εφόσον το κριτήριο της θρησκείας και της παιδείας δεν ήταν δυνατό τουλάχιστον ως τα μέσα του 19ου αιώνα να προσδιορίσει απόλυτα την εθνική σύνθεση των κατοίκων» (Κ. Βακαλόπουλος «Νεότερη Ιστορία της Μακεδονίας»). Τα λόγια δεν είναι δικά μας αλλά του Σαμαρά.
Όμως, πέρα από την Βορειοδυτική Μακεδονία που το μεγαλύτερο μέρος της καταλαμβάνει η σημερινή Γιουγκοσλαβική Μακεδονία, προβλήματα ανιχνεύονται και στη νότια ζώνη που άρχιζε από το Γράμμο και από τα νότια της Φλώρινας και έφθανε μέχρι Θεσσαλονίκη, Χαλκιδική και Σέρρες. «Στη μεσαία αυτή ζώνη, παράλληλα με την ύπαρξη συμπαγούς σλαβόφωνου πληθυσμού, κυρίως αγροτικού, με ρευστή, ακαθόριστη ή κυρίως με βουλγαρική εθνική συνείδηση, και παρά τη βαθμιαία εδραίωση της βουλγαρικής κίνησης, ο γηγενής αστικός, αλλά και το σημαντικότερο ποσοστό του αγροτικού πληθυσμού, διατηρούσε στα 1878 στη μεγαλύτερη πλειοψηφία του την ελληνική συνείδηση, είτε ήταν σλαβόφωνος, βλαχόφωνος ή αλβανόφωνος, όπως επαληθεύεται σήμερα από τα πορίσματα των ευρωπαϊκών και των ελληνικών προξενικών εκθέσεων» (στο ίδιο).
Έτσι, η πιο αξιόπιστη πηγή -και κοντά στην αλήθεια- εξακολουθεί να είναι η απογραφή του Χιλμή Πασά (1904), που αναδημοσιεύει και το ένθετο της «Καθημερινής» και που πραγματοποιήθηκε στα τρία βιλαέτια (Θεσσαλονίκης, Μοναστηρίου, Κοσσόβου), δηλαδή σε όλη τη γεωγραφική Μακεδονία. Και εκεί όμως η «Καθημερινή» πρόσθεσε κάποια αλχημεία, παίρνοντας σαν βάση τα συγκεντρωτικά αποτελέσματα της απογραφής, όπως δημοσιεύτηκαν σε αυστριακή εφημερίδα το 1905. Έτσι εμφανίζονται 648.962 Έλληνες και 557.734 Βούλγαροι (μισά-μισά τα ποσοστά περίπου). Η αναλυτική απογραφή, όπως δημοσιεύτηκε στην τουρκική εφημερίδα ASR της Θεσσαλονίκης, παρουσιάζει την εξής κατάσταση: εξαρχικοί Βούλγαροι: 575.534, πατριαρχικοί Βούλγαροι: 320.962, πατριαρχικοί Ελληνες: 307.000, πατριαρχικοί Βλάχοι:99.000, πατριαρχικοί Σέρβοι: 100.717. Το μπέρδεμα θρησκευτικής και γλωσσικής αναφοράς (άλλοι πατριαρχικοί αλλά σλαβόφωνοι, άλλοι σλαβόφωνοι αλλά εξαρχικοί κ.λπ.) δείχνει ότι ακόμη και σ’ αυτά τα στοιχεία δεν μπορεί να υπάρξει ανεπιφύλακτη ματιά που να κρίνει την τότε κατάσταση με τα μέτρα της σημερινής.
Ο τρίτος παράγοντας αφορά τη γεωγραφική Μακεδονία σαν χώρο εθνικής διεκδίκησης και πειραματισμού για τον επερχόμενο πρώτο και δεύτερο βαλκανικό πόλεμο.
Η σύγκρουση αυτή μεταφέρεται από το εκπαιδευτικό και εκκλησιαστικό στο στρατιωτικό επίπεδο με σώματα κομιτατζήδων από τη μια και τα ελληνομακεδονικά τμήματα από την άλλη. Είναι γεγονός πως από το ’21 μέχρι και το τέλος του 19ου αιώνα στις διάφορες εξεγέρσεις της μακεδονικής επικράτειας συμμετέχουν διάφοροι ελληνόγλωσσοι, ελληνοβλάχοι, σλαβόφωνοι κ.λπ. κι ότι αρκετοί «μακεδονομάχοι» ήταν σλαβόφωνοι, όπως και το αντίστροφο. Μα ακριβώς το παραπάνω στοιχείο «φωτογραφίζει» και το ζήτημα.
Έτσι βλέπουμε πως όταν η ελληνική επανάσταση αποτελεί τον πόλο έλξης των εθνικών κινημάτων της Βαλκανικής, έχουμε αξιόλογα και με μαζική συμμετοχή επαναστατικά κινήματα (εξέγερση Νάουσας, Εμμανουήλ Παππάς κ.λπ.).
Μετά το 1830 που η ελληνική θέση αποδυναμώνεται, οι προσπάθειες εθνικής εξέγερσης στο χώρο της Μακεδονίας αποτυγχάνουν εν τη γενέσει τους και φαίνεται ν’ απασχολούν μικρό κύκλο ατόμων, βασικά της διανόησης (τέτοια ήταν η τύχη της «Νέας Φιλικής Εταιρείας» και η ανακήρυξη του Μαριχόσου σε περιοχή «ελεύθερης Ελλάδας»). Αντίθετα, εκείνη την περίοδο η έλξη που ασκεί η εξέγερση του Ιλιντεν στην Ερζεγοβίνη συνδυάζεται με τη δραστηριοποίηση του σλαβικού εθνικού στοιχείου και την ενίσχυσή του από τη ρωσική πολιτική.
Το «Μακεδονικό» έτσι κι αλλιώς θ’ αποτελέσει την πρόβα τζενεράλε όπου τόσο οι βαλκανικές χώρες όσο και οι μεγάλες δυνάμεις θα δοκιμάζουν τα όριά τους, προετοιμάζοντας τη φάση των βαλκανικών πολέμων.
Το τέταρτο στοιχείο που συνέθεσε το «Μακεδονικό» ήταν η εσωτερική του διάσταση ανάμεσα στη βουλγαρική επιρροή και τις καθαρά αυτονομιστικές τάσεις. Τούτο το πράγμα εκφράστηκε με τη δημιουργία δύο οργανώσεων, φιλοβουλγαρικής και αυτονομιστικής τάσης. Η αυτονομιστική τάση συνδέθηκε με τους πρώτους σοσιαλιστικούς σλαβικούς κύκλους (άρα δεν ήταν και τόσο άσχετη η θετική στάση που κράτησαν οι έλληνες κομμουνιστές στις δίκες των αυτονομιστών στο μεσοπόλεμο, ανεξάρτητα από τη μετέπειτα αξιολόγησή τους).
Γρήγορα βέβαια οι μοναρχικοί βουλγαρικοί κύκλοι ανέλαβαν δράση και σε σύντομο χρονικό διάστημα η πλειοψηφία της εξέγερσης του Ιλιντεν είχε εξοντωθεί. Τα θύματα των «κομιτατζήδων» δεν ήταν μόνο ελληνόφωνοι αλλά και προοδευτικοί αυτονομιστές που πέρασαν από το μαχαίρι της σοβινιστικής υστερίας που άρχιζε να κυριαρχεί.
Συμπερασματικά: Το «Μακεδονικό» δεν το δημιούργησε προφανώς το κομμουνιστικό κίνημα. Ένα μεγάλο πληθυσμιακό σύνολο ανθρώπων βρέθηκε στο επίκεντρο των εθνικών, ιστορικών και στρατιωτικών ανακατατάξεων της περιοχής. Διεκδικήθηκε εθνικιστικά από διάφορα κέντρα. Οι βαλκανικοί πόλεμοι μπορεί με τις μετακινήσεις πληθυσμών να «έλυσαν» όπως έλυσαν ως ένα βαθμό το πρόβλημα. Η στατιστική της Κοινωνίας των Εθνών, το 1926, μετά την αποχώρηση 53.000 Βουλγάρων, παρουσιάζει 1.341.000 Έλληνες και 77.000 Βούλγαρους, όμως ένα σημαντικό πληθυσμιακό κομμάτι έμεινε χωρίς αναφορά εθνικού κέντρου, νιώθοντας ταυτόχρονα πως αποτελεί μια εθνική ιδιαιτερότητα με διαφορετική γλώσσα, κουλτούρα, ήθη και έθιμα και τριχοτομημένο σε χώρες με πρόσφατο ανεξάρτητο εθνικό παρελθόν.
Από ελληνικής πλευράς έγιναν διάφορες προσπάθειες απαλλαγής από το «πρόβλημα»: Το 1924 το Πρωτόκολλο Καρλόφ-Πολίτη (επί Παγκάλου) «δανείζει» αυτή τη μειονότητα στη Βουλγαρία, αναγνωρίζοντας τους σλαβόφωνους πληθυσμούς σαν βουλγαρικούς. Όμως η εσωτερική εθνικιστική αντίδραση και οι αντιδράσεις της σερβικής πλευράς ανάγκασαν την ελληνική Βουλή να το πάρει πίσω. Από κει και πέρα ξεκινά η πολιτική του παλουκιού και της «αφομοίωσης», απαγόρευση γλώσσας, εθίμων, τραγουδιών, καταδίκες κ.λπ. που φθάνουν στο απόγειό τους κατά την μεταξική περίοδο. Μα και στη βουλγαρική πλευρά -όπως είδαμε- το μοναρχοφασιστικό καθεστώς δεν υπολείπεται.
Η μερική λύση σαφώς περιέπλεξε το πρόβλημα και το έθεσε σε ακόμη πιο αντιδραστική, αντιλαϊκή βάση. Έτσι το ανερχόμενο κομμουνιστικό κίνημα στις τρεις χώρες της Βαλκανικής είχε να αντιμετωπίζει τα «άλυτα προβλήματα που κληρονόμησαν τα μοναρχοφασιστικά καθεστώτα», όπως έλεγε ο Δημητρόφ.

Κομμουνιστικό κίνημα
Βαλκανική Ομοσπονδία
Γίνεται πολύς λόγος για τη θέση του βαλκανικού τμήματος της Κομμουνιστικής Διεθνούς, το 1924. Λησμονούν όμως όσοι τα βάζουν με το κομμουνιστικό κίνημα ότι δύο χρόνια πριν από το 1924, ενάμισι εκατομμύριο έλληνες πρόσφυγες ζούσαν και δούλευαν σε άλλα εδάφη, ότι το σλαβομακεδονικό πρόβλημα ακόμα έβραζε κ.λπ. Με δυο λόγια, τα εθνικά ζητήματα παρουσίαζαν μια ρευστότητα διαφορετική από την κατάσταση που παγιώθηκε μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η θέση αυτή της Κομμουνιστικής Διεθνούς κάτι ήθελε να προλάβει από τις αντιδραστικές εξελίξεις που θ’ ακολουθούσαν.

Το ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα
Αν ο αντικομμουνισμός είναι ραφιναρισμένος ή όχι έχει για μας μικρή σημασία. Ειδικά μερικές φορές θεωρούμε τον ραφιναρισμένο και πιο επικίνδυνο.
Ασκείται κριτική γιατί το ΚΚΕ δέχτηκε τότε το σύνθημα για ενιαία Μακεδονία-Θράκη στο πλαίσιο μιας βαλκανικής ομοσπονδίας και προβάλλεται η αντίθεση των διαφωνούντων στελεχών, Πουλιόπουλου, Μάξιμου και αργότερα Γ. Κορδάτου, στις θέσεις αυτές. Προβάλλεται ακόμα (στο ένθετο της «Κ») η θέση του Πουλιόπουλου «Υπέρ της βαλκανικής ομοσπονδίας των λαών, μέσα στην οποία θα καθορίσει ελεύθερα ο μακεδονικός λαός την τύχη του». Ωραία, κι αν οι Σλαβομακεδόνες αποφάσιζαν ότι απαιτούν ενιαίο εδαφικό χώρο; Πού πήγαινε το δικαίωμα για αυτοτέλεια και διαχωρισμό; (Αλλά αυτά είναι «σταλινικά» πράγματα και ο Πουλιόπουλος τροτσκιστής, διαφωνών, δηλαδή μάρτυρας).
Δεν μπορούν να αμφισβητηθούν ειδικά από την αστική μπάντα οι εθνικές περγαμηνές του κομμουνιστικού κινήματος για το πρόβλημα της Μακεδονίας.
Ποιος ήταν αυτός που ματαίωσε την προσάρτηση της Μακεδονίας και της Θράκης στη φασιστική Βουλγαρία και τσάκισε τους νεοκομιτατζήδες του Κάλτσεφ που επιδίωκαν την προσάρτηση, αν δεν ήταν άλλος από το ΚΚΕ και το ΕΑΜικό κίνημα;
Ποιοι βάψαν με το αίμα τους την άκαιρη ή έστω αριστερίστικη και προβοκαρισμένη εξέγερση του Δοξάτου της Δράμας, αν δεν ήταν άλλοι από τους κομμουνιστές;
Δεν είναι μήπως γνωστό πως ο ΕΛΑΣ δεν δίστασε να συγκρουστεί και με τα σλαβομακεδονικά τάγματα, αποκρούοντας τις τιτοϊκές παρεμβάσεις στην περιοχή;
Μήπως ακόμα τη δημιουργία ιδιαίτερων σλαβομακεδονικών ταγμάτων μέσα στον ΕΛΑΣ (τα ΝΟΦ) πρέπει να τη δούμε και σαν μια ευφυή τακτική πάνω στο εθνικό πρόβλημα, που μ’ αυτόν τον τρόπο «ακύρωσε» την τιτοϊκή παρέμβαση και έδωσε έκφραση σ’ ένα υπαρκτό εθνικό πρόβλημα στις τάξεις του ΕΛΑΣ;
Όσο για το ίδιο το ΚΚΕ, το 1935 με την απόφαση του 6ου Συνεδρίου του, έχει τροποποιήσει σύμφωνα με τα καινούρια δεδομένα τη θέση του: «Η αλλαγή της εθνολογικής σύνθεσης στο ελληνικό κομμάτι της Μακεδονίας, που ο πληθυσμός είναι στην πλειοψηφία του ελληνικός, επέβαλε την εγκατάλειψη του συνθήματος ”ενιαία και ανεξάρτητη Μακεδονία και Θράκη” και την υιοθέτηση του συνθήματος ”πλέρια ισοτιμία στις μειονότητες”».
Τι έκανε η αστική τάξη; Και το λαό άφησε στο έλεος των βούλγαρων φασιστών που λυμαίνονταν τη Μακεδονία, παρατηρώντας εξ αποστάσεως (Κάιρο) το δράμα, αλλά και όταν επέστρεψε, το να είναι κανείς Σλαβομακεδόνας και κομμουνιστής σήμαινε τη θανατική του καταδίκη στο μεταπολεμικό καθεστώς του «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού». Έτσι απαλλάχθηκε απ’ το πρόβλημα.
Η δημιουργία της Λ.Δ. της Μακεδονίας δεν έγινε για να αποκατασταθεί ο σλαβομακεδονικός λαός, αλλά χρησιμοποιήθηκε από τον Τίτο σαν αντίβαρο στη μεγάλη Σερβία αλλά και σαν μια διαρκή υπενθύμιση προς τους γείτονες (Ελλάδα-Βουλγαρία) των δικών του διεκδικήσεων, στην ελληνική δηλαδή Μακεδονία και στη Μακεδονία του Πιρίν. Ιδιαίτερα οι σχέσεις με τη Βουλγαρία άφησαν πολλά κενά ακόμα και πριν τη ρεβιζιονιστική στροφή. Κενά που προέρχονταν από τη σύνθετη δομή του ίδιου του προβλήματος.

3. Τα εθνικά ζητήματα σήμερα
Εθνική αφύπνιση ή εθνικιστική αναμόχλευση;

Θα απαντήσουμε στο ερώτημα μέσα από ένα παράδειγμα. Στο βιβλίο κάποιου Αγγελίδη με τίτλο «Η κατάρρευση της ΕΣΣΔ και οι συνέπειες για τον ελληνισμό» γίνεται λόγος για εθνική και θρησκευτική αφύπνιση, για τη δημοκρατία που ξυπνά μαζί με την ορθοδοξία. Το τι έχει ξυπνήσει φαίνεται αρκετά καθαρά σήμερα, 2 χρόνια από τότε που γράφτηκε το βιβλίο. Φιλοξενεί δηλώσεις του πρώην δημάρχου της Μόσχας, του γνωστού Ποπόφ, ότι «η Ρωσία δεν θα δεχτεί τα σύνορα που αυθαίρετα χάραξε ο Στάλιν» ειδικά στις περιοχές που κατέχουν Καζακστάν και Ουκρανία. Πιο κάτω καταδικάζεται ο Στάλιν γιατί «δημιούργησε» το μολδαβικό έθνος και το έθνος των Μπουρεατών και δεν άφησε αυτά τα έθνη να αφομοιωθούν από το ρουμανικό και το μογγολικό.
Εθνική αφύπνιση, λοιπόν, που διεκδικεί αφανισμό λαών και εθνών! Οι συγκρούσεις που έχουν ξεσπάσει στην πρώην ΕΣΣΔ ή στη Γιουγκοσλαβία δεν έχουν καμία σχέση με τα κινήματα της εθνικής αφύπνισης του προηγούμενου αιώνα ή έστω του Α Παγκόσμιου Πολέμου. Στην πραγματικότητα πάνε τα πράγματα πολύ πιο πίσω από τις λύσεις (έστω και άδικες) που έδωσε η ιστορία, παλιότερη και πρόσφατη.
Πρόκειται για εθνικιστική αναμόχλευση, στην οποία εμπλέκονται δυνάμεις αντιδραστικές, και τίποτα καλό δεν επιφυλάσσουν για το μέλλον.
Εθνική αυτοδιάθεση και εθνική ανεξαρτησία
Η αντιπαράθεση που έγινε στο κομμουνιστικό κίνημα στη δεκαετία του ’60 με τη δημοσίευση της τοποθέτησης για τους απολογητές του νεοαποικισμού μπορεί να φωτίσει και τα σημερινά προβλήματα σχετικά με το αίτημα της αυτοδιάθεσης των εθνών. Η τυπική ανεξάρτητη παρουσία ενός έθνους στην παγκόσμια σκηνή δεν μπορεί να ‘χει κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα αν δεν αποδεσμεύεται από τον ιμπεριαλισμό και την «προστασία» του.
Οι ηγετικές ομάδες που σήμερα στο χώρο της Ανατολικής Ευρώπης, των Βαλκανίων κ.λπ. πρωτοστατούν στην εθνικιστική έξαρση όχι μόνο δεν αποφεύγουν, αλλά επιζητούν αυτή την προστασία. Είναι τέτοια η θέλησή τους να ενταχθούν στο «επίσημο» καπιταλιστικό σύστημα, που δεν έχουν ενδοιασμούς.
Κάθε αίτημα για αυτοδιάθεση δεν μπορεί να υποστηριχθεί αν δεν συνδέεται με την πάλη για την κατάκτηση της εθνικής ανεξαρτησίας, με την αντιιμπεριαλιστική πάλη.
Το ζήτημα των συνόρων
Παρ’ όλες τις ιστορικές αδικίες, η ύπαρξη εθνικών κρατών σ’ όλες τις περιοχές του κόσμου έχει διευκολύνει τον τρόπο με τον οποίο ετίθετο παλιότερα το εθνικό ζήτημα. Πιστεύουμε πως αυτό βοήθησε και το κομμουνιστικό κίνημα της εποχής μας (ή καλύτερα αυτό που θα δημιουργηθεί) γιατί το «απάλλαξε» από ένα επιπρόσθετο καθήκον. Έχει δημιουργήσει ακόμη τη βάση, την ιδιαίτερη εθνική μορφή μέσα στην οποία θα χωρέσει το διεθνιστικό περιεχόμενο του αγώνα του.
Και για τους λαούς και για τους κομμουνιστές, τους προοδευτικούς ανθρώπους γενικά, το να θέτει κανείς σήμερα ζήτημα συνόρων, μόνο προς τα πίσω και στην καταστροφή μπορεί να οδηγήσει τα πράγματα.
Στη φάση του ξαναμοιράσματος του κόσμου και των σφαιρών επιρροής, οι μόνοι που θα ωφεληθούν ή επιδιώκουν μια τέτοια αποσταθεροποίηση είναι οι ιμπεριαλιστές και η κρεατομηχανή τους.
Πάλη ενάντια στον εθνικισμό και πάλη για εθνική ανεξαρτησία.
Είναι αναγκαία όσο ποτέ η καταδίκη του εθνικισμού και του σοβινισμού και ο σεβασμός των δικαιωμάτων κάθε μειονότητας.
Στη χώρα μας το τελευταίο διάστημα έχει επέλθει εντός των κύκλων της διανόησης μια διχογνωμία σχετικά με το ποια κατεύθυνση πρέπει να έχει η χώρα απέναντι σ’ αυτά τα εθνικά θέματα. Οι «εθνικιστές» βασιζόμενοι στα πατριωτικά και αντιιμπεριαλιστικά αισθήματα και δίνοντας έναν τόνο βαλκανικής ιδιαιτερότητας στις τοποθετήσεις τους προσπαθούν να θολώσουν τα νερά.
Οι υπόλοιποι, οι «ευρωπαϊστές», προβάλλουν στην εθνικιστική υστερία τις σχέσεις με την Ευρώπη, στη βαλκανική ιδιαιτερότητα τη σύγχρονη ζωή και προσπαθούν να γίνουν εκφραστές της αντισοβινιστικής διάθεσης του κόσμου.
Αν υπήρχε ισχυρό κομμουνιστικό κίνημα θα μπορούσε να κερδίσει κόσμο (και διανόηση) γιατί έχει τη δυνατότητα να συνδυάσει θετικές πλευρές και από τις δυο τοποθετήσεις, τόσο την πατριωτική όσο και την αντιεθνικιστική.
Πάλη ενάντια στον εθνικισμό και το σοβινισμό δεν έχει προοπτική και δεν μπορεί να πιάσει ρίζες σ’ ένα λαό που αρκετές φορές στην ιστορία του στάθηκε το μαλακό υπογάστριο των επεμβάσεων και απειλών, αν δεν συνδυαστεί με τον αγώνα για εθνική ανεξαρτησία, για απαλλαγή από τα ιμπεριαλιστικά δεσμά. Από την άλλη μεριά, τα πατριωτικά και αντιιμπεριαλιστικά συνθήματα ή τα αντιευρωπαϊκά δεν μπορούν να χωρέσουν ή ν’ ανεχτούν σοβινισμούς οποιασδήποτε μορφής.
Το ότι ο ελληνικός μεγαλοϊδεατισμός και ο εθνικισμός βρέθηκαν πολλές φορές στην ιστορία τους χωρίς κάλυψη (όπως συμβαίνει και σήμερα με τους δήθεν συμμάχους) αυτό δεν σημαίνει ότι είναι αμυντικής μορφής. Αντίθετα, η ανυπαρξία εθνικής αστικής τάξης και το σχιζοφρενικό σύνδρομο υποτέλειας και σοβινισμού που χαρακτηρίζουν την αστική «μας» τάξη την έχουν οδηγήσει αρκετές φορές σε τυχοδιωκτικά και πολεμοκάπηλα άλματα προκειμένου να καλύψει το κενό.

ΤΕΛΟΣ

Βιβλιογραφία
1. Εθνικό ζήτημα και μαρξισμός, Στάλιν
2. Λόγος στο πανεπιστήμιο των λαών της Ανατολής, Στάλιν.
3. Για την αυτοδιάθεση, Λένιν
4. Οι διανοούμενοι, Γκράμσι
5. Εκπαίδευση στα Βαλκάνια και εθνικισμός, Σοφία Βουρή
6. Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, Τ. Βουρνάς
7. Σλάβοι στη μεσαιωνική Ελλάδα, Μαλιγκούδης
8. Η βαλκανική πάλη, Ν. Τοντόροφ
9. Εκλεκτές σελίδες, Δ. Γληνός.
10. Η Επανασταση του ’21, Επιστημονικό Συμπόσιο ΚΜΕ
11. Θεσσαλονίκη, η μεταπρατική πόλη, Κ. Μοσκοφ
12. Από κλέφτες …ληστές, Γ. Χατζής, περιοδικό ΓΙΑΤΙ,
13 Μεσαιωνική Δύση, Γ. Χατζής
14. Περί «πολέμου», Κλαούζεβιτς
15. Για το ανατολικό ζήτημα, Μαρξ-Ενγκελς
16. Ιστορία των τριών Διεθνών, Φόστερ
17. Μεσαιωνική Δύση, Φόστερ


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου