Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Σάββατο 5 Δεκεμβρίου 2015

Βάση και εποικοδόμημα

ΠΡΟΛΟΓΟΣ


Η παρούσα έκδοση αποτελείται από δύο τοποθετήσεις. Αυτές ετοιμάστηκαν για να αποτελέσουν τη βάση αναφοράς για αντίστοιχες προφορικές εισηγήσεις στη συζήτηση με θέμα : «Η ζωή μας δεν είναι ουδέτερη: ταξικότητα επιλογών, θεσμών, γνώσης» που πραγματοποιήθηκε μεταξύ άλλων στο Κάμπινγκ  των Αγωνιστικών Κινήσεων ΑΕΙ- ΤΕΙ και της Μαθητικής Αντίστασης τον Ιούλιο του 2011 στη Νάξο. Γι αυτό και στα κείμενα αρκετές φορές «εισχωρεί» ο προφορικός λόγος μέσα στον γραπτό και τον οποίο δεν θελήσαμε να αλλάξουμε μιας και δεν αλλάζει την ουσία αυτών που ήθελαν να θέσουν οι συντάκτες τους.
Αυτές οι τοποθετήσεις προσπαθούν να ανοίξουν ξανά τα ζητήματα τόσο από τη θεωρητική όσο και από την πολιτική τους διάσταση. Δεν ισχυρίζονται ότι εξαντλούν τα ζητήματα αυτά ούτε σε πλάτος ούτε σε βάθος. Δίνουν μάλλον το έναυσμα για ισχυροποίηση του ιδεολογικού και πολιτικού εξοπλισμού ενός δυναμικού που θέλει να κινηθεί σε αγωνιστική τροχιά και σε αντιπαράθεση με το σύστημα αλλά και με τις ενδιάμεσες δυνάμεις που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αποδέχονται τον «καπιταλιστικό μονόδρομο».
Αν το καταφέρουν ή όχι και στο πεδίο που καταπιάνονται ας αφεθεί στο ίδιο αυτό το δυναμικό των αγωνιστών να το κρίνει.


ΜΕΡΟΣ Ι

Εποικοδόμημα: Η ταξικότητά του, οι όροι της ανατροπής και του επαναστατικού μετασχηματισμού του.

Α. Εισαγωγή

Το βασικό φιλοσοφικό πρόβλημα ήταν πάντα το ερώτημα: υλισμός ή ιδεαλισμός ( η ύλη είναι το πρωταρχικό, το αιώνιο, το άπειρο και το πνεύμα, δηλαδή η σκέψη, η συνείδηση, είναι τα παράγωγα της, ή το αντίστροφο). Ο ιστορικός διαλεκτικός υλισμός, απορρίπτει την ανάγνωση της Ιστορίας ως μια υπόθεση που το κλειδί της βρίσκεται μέσα στα κεφάλια των ανθρώπων. Διαβάζει την Ιστορία ως την Ιστορία των τρόπων παραγωγής, ως την Ιστορία της ταξικής πάλης που διεξάγεται στη βάση  των σχέσεων παραγωγής και με αντικείμενο την εμπέδωση τους ή την ανατροπή τους.  Αυτή  η πάλη αντανακλάται και στην ιστορία της φιλοσοφίας που είναι «η πάλη των τάσεων ή των γραμμών του Δημόκριτου και του Πλάτωνα» (Λένιν). Για τη σημασία αυτής της πάλης, της πάλης των ιδεών, της πάλης ανάμεσα στον υλισμό από τη μια τον ιδεαλισμό και τις παραφθορές και εκχυδαΐσεις  του υλισμού από την άλλη, ίσως είναι αρκετό να αναφέρουμε πως ο Λένιν στα 1908, προετοιμάζοντας και αγωνιζόμενος για την  επανάσταση, πίεζε για την γρήγορη έκδοση του βιβλίου του «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός»: «Για μένα –έλεγε- η έκδοση του συνδέεται όχι μόνο με φιλοσοφικές αλλά και με σοβαρές πολιτικές υποχρεώσεις…»
Σε αυτή –την υλιστική- βάση θέλουμε λοιπόν να προσεγγίσουμε το ζήτημα του εποικοδομήματος, για να δούμε και τα  άμεσα πολιτικά ζητήματα του κινήματος που  σήμερα συνδέονται ολοφάνερα με την τέτοια ή αλλιώτικη θεώρηση του. Μια τέτοια, ιδιαίτερα πυκνή, προσέγγιση του εποικοδομήματος που μπορεί να αποτελέσει την εισαγωγή στη συζήτηση μας είναι η ακόλουθη:   
«…Οι άνθρωποι στην κοινωνική παραγωγή της ζωής τους, έρχονται σε σχέσεις καθορισμένες, αναγκαίες, ανεξάρτητες από τη θέληση τους, σε σχέσεις παραγωγικές, που αντιστοιχούν σε μια ορισμένη βαθμίδα όπου έχει φτάσει η ανάπτυξη των υλικών παραγωγικών του δυνάμεων. Το σύνολο των παραγωγικών αυτών σχέσεων, αποτελεί το οικονομικό οικοδόμημα της κοινωνίας, τη βάση την υλική που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και που σε αυτήν αντιστοιχούν ορισμένες και πάλι κοινωνικές μορφές συνείδησης. Ο τρόπος της παραγωγής της υλικής ζωής, καθορίζει γενικά την εξέλιξη της κοινωνικής, πολιτικής και διανοητικής ζωής. Το τι είναι οι άνθρωποι δεν καθορίζεται από τη συνείδηση τους, αλλά, αντίστροφα, το κοινωνικό τους είναι, καθορίζει τη συνείδηση τους(…)  Όταν μεταβάλλεται η οικονομική βάση, ανατρέπεται λιγότερο ή περισσότερο, γοργότερα ή αργότερα, ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα. Όταν αντικρίζουμε τέτοιου είδους ανατροπές, πάντα θα πρέπει να ξεχωρίζουμε την υλική ανατροπή των οικονομικών όρων της παραγωγής-που πρέπει να την εξακριβώσουμε πιστά με την βοήθεια των φυσικών επιστημών- από τις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές, ή φιλοσοφικές μορφές, κοντολογίς από τις ιδεολογικές μορφές, που με αυτές συνειδητοποιούν οι άνθρωποι αυτή την σύγκρουση και την αποτελειώνουν…» (Κ. Μάρξ, πρόλογος στην Κριτική της Πολιτικής Οικονομίας)

Β.  Τρία σημεία για το εποικοδόμημα

1. Η οικονομική βάση, το σύνολο των σχέσεων παραγωγής, [δηλαδή « α) οι μορφές ιδιοκτησίας πάνω στα μέσα παραγωγής, β) η τοποθέτηση των διάφορων κοινωνικών ομάδων στην παραγωγή, που απορρέει από το προηγούμενο, και η αλληλεπίδραση τους, είτε όπως λέει ο Μάρξ  «η αμοιβαία ανταλλαγή των δραστηριοτήτων τους», γ) οι ολοκληρωτικά εξαρτώμενες από αυτές μορφές κατανομής των προϊόντων», (Στάλιν- «Οικονομικά Προβλήματα του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ») ]είναι το πρωταρχικό και το εποικοδόμημα ( το Κράτος, συνολικά οι πολιτικοί, νομικοί κλπ θεσμοί, οι εκπαιδευτικοί μηχανισμοί, οι πολιτικές, νομικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές, φιλοσοφικές αντιλήψεις που είναι κυρίαρχες στην κοινωνία και εκφράζονται από το κράτος που είναι η μορφή οργάνωσης της εξουσίας της άρχουσας τάξης) γεννιέται από αυτήν, αντιστοιχεί σε αυτήν. Όμως βάση και εποικοδόμημα είναι ένα ενιαίο οργανικό σύνολο, είναι σε διαλεκτική ενότητα. Αυτή η σχέση βάσης-εποικοδομήματος ανάμεσα στα άλλα σημαίνει:
α/ Την ταξικότητα του εποικοδομήματος, που δεν μπορεί να είναι «ουδέτερο», ούτε έστω «διακυμαινόμενο» και να υπηρετεί, να εκφράζει τις ανάγκες της βάσης που το γέννησε. Η Βουλή λ.χ. δεν καλείται να νομοθετήσει με βάση το (ανύπαρκτο) «κοινό καλό», τα δικαστήρια δεν υπερασπίζονται το (επίσης ανύπαρκτο) «κοινό δίκαιο», ούτε τα ΜΜΕ υπηρετούν την «αντικειμενική ενημέρωση»… Ανάλογα η Εκπαίδευση (σε δομή και περιεχόμενο) δεν συγκροτείται στη βάση των «λαϊκών αναγκών», αλλά στη βάση των αναγκών και συμφερόντων της οικονομικής βάσης του καπιταλιστικού συστήματος.  Αλλά και το σύνολο των κάθε είδους αντιλήψεων, ιδεών, αξιών, που χαρακτηρίζουν τους θεσμούς του εποικοδομήματος, που καθημερινά εκπέμπονται και προωθούνται είναι «προϊόντα», αντανακλάσεις των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. ( Ας δούμε το παράδειγμα της πλήρους διαστροφής-ανατροπής της πραγματικότητας μετά τα γεγονότα της 28,29/6  με την κυβέρνηση και το κράτος να καταγγέλλουν τη «βία» του λαού. Αλλά και την αποσιώπηση της κοινωνικής πραγματικότητας στο «κάτω πάτωμα»: Πολλά τα αφιερώματα για γιατρούς, μηχανικούς, μαγαζάτορες κλπ που πλήττονται από την κρίση και τις βίαιες ανατροπές που υφίστανται. Πως ζουν όμως οι εργάτες και οι μετανάστες αυτό τον καιρό; Και πως ζούσαν πριν; Οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής θεωρούν «φυσιολογική», την φτώχεια, την ανεργία, την εξαθλίωση για αυτούς Η δικιά τους κλοπή –μεγαλύτερη ή μικρότερη- ακόμα και η καταστροφή τους είναι η ουσία της οικονομικής βάσης,  ο θεμέλιος όρος ύπαρξης και αναπαραγωγής του καπιταλιστικού συστήματος . Γι΄ αυτό το εποικοδόμημα όχι μόνο δεν κριτικάρει αλλά καθαγιάζει την εκμετάλλευση και την αναγορεύει και σε «αιώνια ιδέα»)
β/  Το εποικοδόμημα δεν πρέπει να συγχέεται με την άλφα ή βήτα ιδέα η θεσμό που υπάρχει στα πλαίσια του, αποσπασμένο από το σύνολο των στοιχείων του. Γιατί μια ιδέα ή ένας θεσμός που δείχνει «προοδευτικός», «δημοκρατικός» συνδέεται με χίλια νήματα με το σύνολο των στοιχείων του εποικοδομήματος, υπόκειται στη συνολική επίδραση του, αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του και δεν μπορεί να αυτονομηθεί. Αλλά και γιατί μια και η ίδια ιδέα ή θεσμός μπορεί να εξυπηρετεί ανάλογα με τις ιστορικές συνθήκες δύο πολύ διαφορετικές θέσεις. Σχετικά και επίκαιρα παραδείγματα υπάρχουν πολλά από τους χώρους της Εκπαίδευσης όπου προωθούνται η «αξιολόγηση», η «δια βίου μάθηση», το «ανοιχτό πανεπιστήμιο». Όροι που έλκουν την προέλευση τους από εγχειρήματα στο … σοσιαλισμό (Σ.Ε.) ή και «αντιγράφουν» υποτίθεται επαναστατικές αντιλήψεις πχ από την Κίνα της εποχής του Μάο! Ανάλογα παραδείγματα όμως υπάρχουν και από άλλα πεδία του εποικοδομήματος. Το (τα) δημοψήφισμα, η Βουλή των εφήβων, (παλιότερα το υφυπουργείο της νέας γενιάς του Λαλιώτη), ως το … «πόθεν έσχες» για τους βουλευτές και τις προανακριτικές επιτροπές για τα «σκάνδαλα»… Όμως υπάρχουν και τα αντίστροφα παραδείγματα, δηλαδή προώθηση ιδεών, νόμων,  θεσμών που όχι μόνο δεν επικαλούνται «προοδευτικότητα», αλλά δηλώνουν ανοιχτά την αντιδραστικότητα που υπηρετούν. Κουκουλονόμοι, τρομονόμοι, ενίσχυση –αναβάθμιση του ρόλου της Εκκλησίας στην εκπαίδευση και συνολικά στη δημόσια ζωή, είναι τέτοια παραδείγματα.
Στην πρώτη κατηγορία ανταποκρίνονται τρέχοντας με εποικοδομητικές προτάσεις ο ρεφορμισμός και η αυτονομία. Στη δεύτερη κατηγορία αντιδρά «δριμύτατα», με κατηγορίες για το «χαμένο δικαϊκό πολιτισμό», για «οπισθοδρόμηση» κλπ μια ολόκληρη γκάμα αντιρρησιών: Από «προοδευτικούς αστούς» τύπου Μ. Χατζιδάκη, ως τους «σπίθες», τους Κουβέληδες και όλους τους υπόλοιπους. Για μας και στις δύο περιπτώσεις είναι κοινή η βασική προσέγγιση. Δεν μας συγκινούν ούτε οι ελπίδες θεσμών και ιδεών που τάχα θα αυτονομηθούν μέσα στο εποικοδόμημα και θα γίνουν εργαλεία και όροι υπηρέτησης των ταξικών συμφερόντων της εργατών και του λαού. Αλλά ούτε οι κατηγορίες  που ουσιαστικά χρεώνουν στην αστική τάξη (γενικά)  το καθήκον να υπερασπιστεί τα προοδευτικά και ανθρωπιστικά στοιχεία που έφερε στην εποχή της, δηλαδή όταν σαν προοδευτική τάξη ανέτρεψε την φεουδαρχία. Αυτός ο προοδευτικός χαρακτήρας έχει οριστικά και Ιστορικά τελειώσει και η αστική τάξη έχει μετατραπεί σε αντιδραστική από την εποχή που πέρασε στην μονοπωλιακή- ιμπεριαλιστική της φάση.  Πολύ περισσότερο αυτή η προσέγγιση ισχύει για τη «δική μας» αστική τάξη  στη βάση των χαρακτηριστικών της εξάρτησης και της υποτέλειας που έχει από τη γέννηση της. Χαρακτηριστικά που εκφράζονται και διαμορφώνουν τη συγκρότηση και το περιεχόμενο του εδώ εποικοδομήματος.
Το εποικοδόμημα λοιπόν δεν μπορεί να κρίνεται και να ελέγχεται από μόνο ένα στοιχείο του. Αλλά επίσης, το εποικοδόμημα για να μπορεί να διατηρεί την αντιστοιχία του με τη βάση, δεν είναι αμετάβλητο. Μεταβάλλεται όχι μόνο όταν ανατρέπεται ο τρόπος παραγωγής αλλά και όταν αλλάζει φάση (προμονοπωλιακός-μονοπωλιακός καπιταλισμός) ή περνά μια καμπή (πχ κρίση) ο ίδιος κοινωνικός σχηματισμός.
2. Το εποικοδόμημα γεννιέται από τη βάση, αλλά δεν είναι ένα παθητικό παρακολούθημα της, είναι το ίδιο δύναμη ενεργητική. Ή όπως λέει ο Στάλιν («Ο Μαρξισμός και το γλωσσικό ζήτημα») «… από τη στιγμή που κάνει την εμφάνιση του, μεταβάλλεται σε μια τεράστια ενεργητική δημιουργική δύναμη, που βοηθάει αποφασιστικά στην σταθεροποίηση και ενίσχυση της βάσης από την οποία πήγασε». Υπάρχει πλειάδα ιστορικών παραδειγμάτων που δείχνουν πως το εποικοδόμημα συνειδητά «άνοιξε δρόμους» για την στερέωση και ενίσχυση της βάσης του. Όμως καθώς ζούμε σε εποχή κρίσης και γενικευμένης επίθεσης δεν χρειάζεται να καταφύγουμε σε αυτά. Μπορούμε να  υπενθυμίσουμε τα λίγα που στο προηγούμενο σημείο αναφέραμε (τρομονόμοι κλπ) και να προσθέσουμε δεκάδες άλλα σύγχρονα, των ημερών μας, από την Ελλάδα, την Ευρώπη, τις ΗΠΑ, δηλαδή από τον «πολιτισμένο» κόσμο- δεν χρειάζονται  καν τα παραδείγματα της βαρβαρότητας των «ιδιοκτητών του πλανήτη» στις τεράστιες ζώνες του τρίτου κόσμου.
Υπάρχει λοιπόν ένα τεράστιο πλήθος μέτρων, νόμων, εγκυκλίων, αντιλήψεων που παράγει, προωθεί, καλλιεργεί και επιβάλλει σήμερα και εννοείται συνειδητά το εποικοδόμημα-σε ολόκληρο το φάσμα των εκδηλώσεων της δημόσιας ζωής- για την εξυπηρέτηση των αναγκαιοτητών της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού στα πλαίσια της κρίσης και των ζητημάτων που αυτή θέτει για το καπιταλιστικό σύστημα. Από τον Καλλικράτη ως το Άσυλο, και από τους νέους νόμους για τις συλλογικές συμβάσεις ως τις δικαστικές διώξεις μαθητών, απεργών, διαδηλωτών. Και από τη διαρκή ανανέωση και ενίσχυση με νέες συγκροτήσεις και εξοπλισμούς των δυνάμεων καταστολής, ως τη συνολική αντιδραστική αναμόρφωση των όρων σπουδών σε όλες τις βαθμίδες ,με τη συνακόλουθη αλλαγή στη δομή, τη «διάταξη» και στους όρους διοίκησης σχολείων, σχολών, ιδρυμάτων. Όλα αυτά ( οι «εκσυγχρονισμοί», οι «μεταρρυθμίσεις» όπως θέλουν να τις αποκαλούν οι κυβερνήσεις)  είναι ακριβώς ο ενεργητικός ρόλος του εποικοδομήματος στη σημερινή κατάσταση και καθόλου δεν είναι μια «παρεκτροπή», μια «απόκλιση» από το «κανονικό» και το «αναμενόμενο». Για το εποικοδόμημα συνολικά και ιδιαίτερα για το κράτος, «κανονικό» και «αναμενόμενο» είναι ακριβώς αυτό που κάνει. Να αντιστοιχηθεί με κάθε τρόπο στην σπαρασσόμενη από τη κρίση βάση του, δηλαδή να επιβάλλει την γραμμή της ανεργίας, της καταστροφής των παραγωγικών δυνάμεων, της υποδούλωσης της χώρας, όχι ως γραμμή της αστικής τάξης της χώρας, αλλά ως «αντικειμενική», «καθολική», «απόλυτη» ιδέα! Αυτό σημαίνει τελικά  να επιβάλλει όρους υποταγής, να καλλιεργήσει και να εμπεδώσει κλίμα πολιτικής και πολιτιστικής καθυστέρησης, κατάπτωσης, αμορφωσιάς ακόμα και αποκτήνωσης στις μάζες που ζουν μέσα σε αυτό τον κοινωνικό σχηματισμό  επιδρώντας καθημερινά και με χιλιάδες τρόπους στη συνείδηση τους άμεσα και έμμεσα, περισσότερο ή λιγότερο βίαια.
Έχει μια ιδιαίτερη αξία να δει κανείς όχι μόνο τα άμεσα παραδείγματα- μέτρα με τα οποία μεθοδεύεται αυτός ο σκοταδισμός, αλλά τις έμμεσες, δεύτερου πλάνου μεθοδεύσεις. Το συνολικό κλίμα, τις «αξίες», τα πολιτιστικά πρότυπα που βγαίνουν καθημερινά από την τηλεόραση, από τον κυνισμό της υποτέλειας των μεγαλοδημοσιογράφων και δημοσιολόγων, τη ζωή των «αστέρων», τις ταινίες, τη διαφήμιση -που δεν πλασάρει μόνο το συγκεκριμένο προϊόν αλλά κυρίως μια ολόκληρη «λογική». Για παράδειγμα  τη βιομηχανία των video-games, των παιδικών παιχνιδιών, που μαζί με την καταιγίδα προτύπων τύπου Τσακ Νόρις και Βαρτσενέγκερ εξοικειώνουν από την τρυφερή ηλικία με το μιλιταριστικό- φασιστικό πρότυπο και οδηγούν στο να είναι έως και επιθυμητό στον 17χρονο να γίνει ΜΑΤάς, σεκιουριτάς, 5ετής, «πορτάς» σε «βραδινό μαγαζί». Την ανάλογη ενεργητική δράση που καλλιεργεί το πρότυπο της «μοντέρνας εκπόρνευσης» για τα κορίτσια. Την αποθέωση των μεταφυσικών αντιλήψεων με έναν βομβαρδισμό που ξεκινάει από τη διαφήμιση του κρατικού τζόγου («η ζωή αλλιώς») και φθάνει να θέτει στην …ημερήσια διάταξη την αστρολογία, τα μέντιουμ και τις πάσης φύσεως χαρτορίχτρες.
Τέλος, σημαντικό ρόλο  στα πλαίσια του εποικοδομήματος και της ενεργητικής του δράσης με βάση τις ανάγκες της κρίσης, έχουν οι λεγόμενες ΜΚΟ. Βέβαια η παρουσία τους και η ανάπτυξη τους στη χώρα,   μετρά ήδη πολλά χρόνια. (70 εκατομμύρια ευρώ δόθηκαν μόνο από τους λογαριασμούς του Υπουργείου Εξωτερικών στο διάστημα 1999-2004 για τη χρηματοδότηση τέτοιων οργανώσεων!)  Αποτελούν αναμφίβολα στοιχείο του εποικοδομήματος πολλαπλών χρήσεων, συνδεδεμένες με τον κεντρικό μύθο-μότο της «κοινωνίας των πολιτών» Οπωσδήποτε στη χώρα μας αποτελούν μια ακόμα έκφραση της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας των ΗΠΑ- ΕΕ, των καναλιών και των όρων παρουσίας τους μέσα στο ιδιότυπο ελληνικό εποικοδόμημα που πάντα έπρεπε να αντιστοιχείται και να εκφράζει , την εξάρτηση, βασικό χαρακτηριστικό της οικονομικής βάσης της χώρας.  Το τελευταίο στοιχείο του ρόλου τους που έφτασε πρόσφατα στη δημοσιότητα (Ελευθεροτυπία 9/7/11)  αναδεικνύει την άμεση εμπλοκή τους στις πολιτικές της εποχής  της κρίσης και των Μνημονίων: Πρόγραμμα για 55.000 ανέργους που  «προσλαμβάνονται» (λίγο σαν εθελοντές, λίγο σαν συμβασιούχοι, ακριβώς όπως απαιτούν οι σύγχρονοι όροι δουλείας…) στους δήμους της χώρας για πεντάμηνη απασχόληση. Το πρόγραμμα χρηματοδοτείται από το ΕΣΠΑ και η διαδικασία και απόφαση των προσλήψεων, ανατίθεται στις ΜΚΟ!   Να λοιπόν πως μπορούν οι «πολίτες» να μπουν και να παίξουν ρόλο στα πλαίσια του εποικοδομήματος, να στήσουν τους θεσμούς τους, να αποκτήσουν ακόμα και το δικό τους δίκτυο από τις εκατοντάδες χιλιάδες ανέργων που ψάχνουν για μια όποια δουλειά. Τέτοιους θεσμούς έχει και χρειάζεται το εποικοδόμημα για να καλλιεργεί την μοιρολατρία και την υποταγή, να ακυρώνει τις τάσεις αντίστασης και μαζικού αγώνα,  να προωθεί τις πολιτικές που υπηρετούν τα συμφέροντα του συστήματος της εκμετάλλευσης, της κρίσης και της εξάρτησης.
3. Το εποικοδόμημα δεν συνδέεται άμεσα με την παραγωγή. Ας δούμε καταρχάς συνολικά αυτή τη θέση του Στάλιν (πάλι από το  «Ο Μαρξισμός και το γλωσσικό ζήτημα»): «… Το εποικοδόμημα δεν είναι άμεσα συνδεδεμένο με την παραγωγή, με την παραγωγική δραστηριότητα του ανθρώπου. Δεν είναι συνδεδεμένο με την παραγωγή παρά μόνο με έμμεσο τρόπο, μέσω της οικονομίας , μέσω της βάσης. Έτσι το εποικοδόμημα δεν αντανακλά τις αλλαγές που επέρχονται στο επίπεδο της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων με  τρόπο άμεσο ή έμμεσο, αλλά σαν αποτέλεσμα των μεταβολών που πραγματοποιούνται στη βάση, μετά τη διάθλαση των μεταβολών της παραγωγής σε μεταβολές της βάσης. Είναι σα να λέμε, ότι η σφαίρα δράσης του εποικοδομήματος είναι στενή και περιορισμένη»
Ας επισημάνουμε καταρχάς, ότι η θέση αυτή έχει ως φόντο της ένα συνολικότερο προβληματισμό για τη σχέση παραγωγικών δυνάμεων-παραγωγικών σχέσεων,  που αποτελούσε κομβικό σημείο της συζήτησης που έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 50 μέσα στα ηγετικά κλιμάκια του μπολσεβίκικου  κόμματος. Δηλαδή σε μια περίοδο που είχε τεθεί το ζήτημα του πως (και ουσιαστικά αν) θα συνεχιστεί η προσπάθεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, η προσπάθεια συνέχισης-ολοκλήρωσης των σοσιαλιστικών μετασχηματισμών στη Σ.Ε. Από αυτή την άποψη το ζήτημα (και του εποικοδομήματος) είχε τεθεί στα πλαίσια της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Πρόκειται αναμφίβολα για μια  κρίσιμη, και «σημερινή» συζήτηση που είναι ανάγκη του κινήματος να διεξαχθεί, προϋπόθεση για την ίδια την ανασύσταση του σε επαναστατική κατεύθυνση και προοπτική.  (βλέπε και «Η αριστερά απέναντι στον εαυτό της», μέρος 2ο , Β. Σαμαράς).
 Εδώ, παραμένουμε στην προσέγγιση μας για το εποικοδόμημα στην  προσοσιαλιστική κοινωνία για την οποία θεωρούμε ότι ισχύει σαφώς η παραπάνω θέση του Στάλιν που βασίζεται στην προτεραιότητα που δίνει στις παραγωγικές σχέσεις ( και στο ρόλο της ταξικής πάλης) έναντι των παραγωγικών δυνάμεων. Ή αλλιώς που εντοπίζει τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής ως τον ανυπέρβλητο φραγμό που δεν επιτρέπει στις αναπτυσσόμενες παραγωγικές δυνάμεις –τους υλικούς όρους ας πούμε της κοινωνίας- να «περάσουν» στην κοινωνία, να ανακλαστούν ανεμπόδιστα στο εποικοδόμημα της. Η πολιτική αξία αυτής της θέσης βρίσκεται  πριν από όλα σε αυτό ακριβώς. Δηλαδή στο μέτωπο που ανοίγει στις απόψεις που ισχυρίζονται πως αυτή καθαυτή η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, των τεχνικών και τεχνολογικών δυνατοτήτων, των επιστημονικών γνώσεων, οδηγεί το λιγότερο σε ένα εποικοδόμημα προοδευτικών θεσμών και ιδεών. ( Το …περισσότερο σύμφωνα πάντα με αυτές τις απόψεις, είναι ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων οδηγεί αυτόματα και στο σοσιαλισμό, καθιστώντας «περιττό», το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής που προϋποθέτει την ανατροπή της εξουσίας της αστικής τάξης και το γκρέμισμα  του αστικού κράτους, δηλαδή την επανάσταση!)  . Εμείς λοιπόν επιμένουμε ότι το εποικοδόμημα της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι το εποικοδόμημα  «της υλικής βάσης» που ορίζουν οι καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις, «και που σε αυτήν αντιστοιχούν ορισμένες πάλι κοινωνικές μορφές συνείδησης. Ο τρόπος της παραγωγής της υλικής ζωής (δηλαδή οι παραγωγικές σχέσεις) καθορίζει γενικά την εξέλιξη της κοινωνικής, πολιτικής και διανοητικής ζωής». Με άλλα λόγια από αυτή τη διατύπωση του Μάρξ που επαναλάβαμε από την εισαγωγή, το άλμα για ένα άλλο εποικοδόμημα ( για ένα «άλλο σχολείο», μια «άλλη σχέση του πολίτη με τη δημόσια ζωή» και πολλά άλλα ανάλογα που αφειδώς «προσφέρονται»…) προϋποθέτει τη διάλυση της ίδιας της υλικής βάσης που γέννησε αυτό το εποικοδόμημα. Αλλά ας δούμε και πιο συγκεκριμένα μερικές πλευρές αυτής της θέσης του Στάλιν που αναδεικνύει ως «στενή και περιορισμένη τη σφαίρα δράσης του εποικοδομήματος» .
Πρώτο και πιο φανερό από όλα σήμερα, είναι πως  η πράγματι αλματώδης εξέλιξη και ανάπτυξη της τεχνολογίας και της επιστήμης τις τελευταίες δεκαετίες κάθε άλλο παρά μπήκε στην υπηρεσία της ζωής των μαζών και εν γένει της κοινωνίας. Αυτό ήταν φανερό και πριν λίγα χρόνια, δηλαδή πριν το ξέσπασμα-όξυνση της κρίσης, και ίσχυε-ισχύει για την κατάσταση στις «προηγμένες» χώρες του πλανήτη. Ουσιαστικά αντίλογος σε αυτή τη διαπίστωση, δεν υπάρχει, ούτε από τους ίδιους τους απολογητές του συστήματος. Σήμερα ( που στις ΗΠΑ …δεν κλείνουν ούτε τις λακκούβες στους δρόμους και οι ουρές των συσσιτίων μετρούν εκατομμύρια, και στην Ελλάδα ο εργάτης που τραυματίζεται σε ένα δάχτυλο του χεριού του κινδυνεύει να πεθάνει από σηψαιμία) γίνεται ευρύτερα κατανοητό πως στο θεός του κέρδους του καπιταλιστικού συστήματος θα θυσιάζεται πάντα κάθε εξέλιξη, κάθε ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Και ακόμα ότι η παραπέρα ανάπτυξη τους το μόνο που πραγματικά «επιτυγχάνει», είναι να αναδεικνύει ακόμα πιο φρικαλέα την κοινωνική πραγματικότητα ή αλλιώς ακόμα πιο οξυμένη την θεμελιώδη αντίφαση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής από τη μια και την ατομική ιδιοκτησία και ιδιοποίηση του παραγόμενου πλούτου.
Όμως, δεύτερον, ζούμε και διαπιστώνουμε  επίσης εδώ και δεκαετίες και τη διάψευση των θεωριών ότι τάχα η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων θα οδηγούσε (τουλάχιστον) σε ένα «προοδευτικό εποικοδόμημα», ότι η ανάπτυξη των επιστημών θα οδηγούσε στην ανύψωση του μορφωτικού και πολιτιστικού επιπέδου των μαζών.  Το εποικοδόμημα όμως διατηρεί και ενισχύει τα αντιδραστικά χαρακτηριστικά του. Και με τη σειρά του ρυθμίζει και καθορίζει το μορφωτικό επίπεδο των μαζών που είναι πολύ πίσω σχετικά με την πρόοδο των επιστημονικών γνώσεων σε όλους τους τομείς[1]. Θα αποτολμούσαμε μάλιστα την εκτίμηση πως στις τελευταίες δεκαετίες (ας πούμε από το 80 και μετά) και παρόλες τις θαυμαστές εξελίξεις στην τεχνολογία (π.χ. πληροφορική) αλλά και σε κάποιες επιστήμες (π.χ. αποκωδικοποίηση DNA στη Βιολογία), υπάρχει πισωγύρισμα , υποβιβασμός, σε αυτό που θα μπορούσε να ονομαστεί μέσο μορφωτικό επίπεδο των μαζών. Η ερμηνεία αυτής της εξέλιξης βρίσκεται τελικά στην ίδια την υποχώρηση, αποσυγκρότηση, διάλυση του κινήματος. Δηλαδή η ερμηνεία ανάγεται τελικά στη θέση του Μάο για τους τρείς πυλώνες, τις τρείς μοναδικές ,υπαρκτές πηγές  της γνώσης και της μόρφωσης: το πείραμα, η παραγωγή, και η  ταξική πάλη. Έτσι  «η στενή και περιορισμένη σφαίρα δράσης του εποικοδομήματος», που είναι ας μην ξεχνάμε, «φυλακισμένο» από τις σχέσεις παραγωγής και δεν δέχεται ούτε αντανακλά τις μεταβολές των παραγωγικών δυνάμεων, μας επιστρέφει στην ανάγκη του τρίτου πυλώνα, στην ταξική πάλη! Αυτή που αποτελεί το βασικό πεδίο μόρφωσης των μαζών σήμερα και βέβαια το πεδίο στο οποίο θα κριθεί η επαναστατική ανατροπή, που ανοίγει το δρόμο για τη σοσιαλιστική κοινωνία.

Γ.  Ταξική πάλη και μετασχηματισμοί στη μεταβατική περίοδο


«Ποιο είναι»  πως και «πόσο γρήγορα προκύπτει» το εποικοδόμημα μιας σοσιαλιστικής επανάστασης; Το ερώτημα είναι βέβαια ιδιότυπο, ίσως και αφελές, και από μια άποψη «μικροαστικής απόχρωσης». Από την άλλη  ακούγεται (και «απαντιέται»!) συχνά. Είτε με τους αφορισμούς της αστικής λογικής και της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας που σπεύδει να βεβαιώσει για την «ισοπεδωτική ισότητα και ομοιομορφία», την «απαγόρευση των κομμάτων και των ελευθεριών» και άλλα συναφή. Είτε με τους μικροαστικούς ριζοσπαστισμούς του –κλασσικού και νεώτερου-ρεφορμισμού που σχεδιάζει… αδίστακτα και ακατάσχετα «κομμουνιστικές» επεκτάσεις του σημερινού καπιταλιστικού σώματος. Για αυτούς τους λόγους, αλλά κυρίως και τελικά για αυτές καθαυτές τις ανάγκες του κινήματος το ερώτημα είναι αναγκαίο να τεθεί. Μόνο που η προσέγγιση του πρέπει να γίνει σε υλιστική, ιστορική, διαλεκτική, βάση. Στη βάση της κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας και της αντίληψης για τον κομμουνισμό όπως αυτή τέθηκε καταρχήν από τους Μαρξ –Ένγκελς. Παραπέρα, στη βάση των ιστορικών δεδομένων των επαναστάσεων και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης του 20ου αιώνα. Αν αυτά ακούγονται σαν πολύ γενικά και αφηρημένα θα χρησιμοποιήσουμε ένα παράδειγμα του Λένιν (από  το Κράτος και Επανάσταση) : «… Στο Μάρξ δεν υπάρχει ούτε ίχνος προσπάθειας να επινοήσει ουτοπίες, να μαντέψει στα τυφλά εκείνο που δεν μπορεί να ξέρει κανείς, Ο Μάρξ θέτει το ζήτημα του κομμουνισμού, όπως ο φυσιοδίφης θα έθετε το ζήτημα της εξέλιξης μιας νέας θα λέγαμε, βιολογικής παραλλαγής, μια και ξέρουμε για αυτή πως γεννήθηκε με τον τάδε τρόπο και παραλλάζει προς την τάδε καθορισμένη κατεύθυνση» ! Τόσο αυστηρά και συγκεκριμένα (αλλά και σε όλες του τις διαστάσεις, θεωρητικές, ιστορικές, κοινωνικές, πολιτικές, πρακτικές και τις συναρτήσεις τους ) πρέπει λοιπόν να αντιμετωπίζεται το ζήτημα. Εδώ βέβαια δεν φιλοδοξούμε μια τέτοια συνολική τοποθέτηση. Θα επιχειρήσουμε μόνο κάποιες αναφορές σε βασικά στοιχεία του ζητήματος.
1. Η επανάσταση, ανατρέπει την πολιτική εξουσία της αστικής τάξης  και  τσακίζει το αστικό κράτος. Οι  πρώτοι μετασχηματισμοί που πραγματοποιεί η επαναστατική πολιτική εξουσία δημιουργούν μια νέα οικονομική βάση. Μια βάση που δεν είναι πια καπιταλιστική, αλλά ούτε και ολοκληρωμένα σοσιαλιστική.  Γιατί οι σχέσεις ιδιοκτησίας μόνο σε ένα σημαντικό βαθμό (εθνικοποίηση, κρατικοποίηση βιομηχανίας) αλλά όχι πλήρως, έχουν ανατραπεί. Αλλά και γιατί  οι «αρμοδιότητες»-θέσεις των διάφορων κοινωνικών ομάδων στην παραγωγή  και οι σχέσεις-μορφές διανομής των προϊόντων (που μαζί με τις σχέσεις ιδιοκτησίας συνθέτουν τις παραγωγικές σχέσεις) δεν έχουν, δεν μπορεί να έχουν μετασχηματιστεί. Πρόκειται λοιπόν για μια μεταβατική βάση, τη βάση της κατώτερης κομμουνιστικής βαθμίδας. Μια βάση που το έργο του ολοκληρωμένου μετασχηματισμού της σε σοσιαλιστική-κομμουνιστική κατεύθυνση από τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που κυριαρχούν σε αυτή τη φάση στο πολιτικό εποικοδόμημα, μόλις άρχισε!  Αλλά επιπλέον « Από ποια στάδια θα περάσει, ποια πρακτικά μέτρα θα πάρει η ανθρωπότητα για να φτάσει σε αυτό τον ανώτερο σκοπό, είναι ζήτημα που δεν το ξέρουμε, και ούτε μπορούμε να το ξέρουμε. Έχει όμως σημασία να ξεκαθαρίσουμε για τον εαυτό μας πόσο απροσμέτρητα κίβδηλη είναι η συνηθισμένη αστική αντίληψη ότι τάχα ο σοσιαλισμός είναι κάτι το νεκρό ,το αποστεωμένο, και μια για πάντα δοσμένο, ενώ στην πραγματικότητα μόνο από το  σοσιαλισμό θα αρχίσει η γοργή, η αληθινή, η πραγματικά μαζική κίνηση προς τα μπρος σε όλους τους τομείς της κοινωνικής και ατομικής ζωής, με τη συμμετοχή της πλειοψηφίας του πληθυσμού και μετά με τη συμμετοχή όλου του πληθυσμού». Έτσι έθετε το ζήτημα της μεταβατικής σοσιαλιστικής κοινωνίας –και της ανάγκης της επανάστασης «για να αρχίσει η αληθινή κίνηση προς τα μπρος»- ο Λένιν στην μπροσούρα που αναφέραμε και προηγούμενα, «Κράτος και Επανάσταση», στις παραμονές της Οκτωβριανής. Ανάλογα είχε τεθεί το ζήτημα και πριν από αυτόν, από τους Ένγκελς- Μάρξ σε πάρα πολλές περιπτώσεις με εμβληματική τη διατύπωση του Μάρξ «ο κομμουνισμός δεν είναι ένα μοντέλο προς το οποίο οφείλει να συμμορφωθεί η κοινωνία, αλλά ο επαναστατικός μετασχηματισμός της σε κομμουνιστική κατεύθυνση».
Η επαναστατική ανατροπή λοιπόν δεν δίνει «την επομένη»  μια ολοκληρωμένη σοσιαλιστική βάση αλλά μια βάση που είναι «ανοιχτή» να κινηθεί προς δύο κατευθύνσεις. Είτε να συνεχίζει προς τον κομμουνιστικό μετασχηματισμό της, είτε να διαμορφώσει και να αναδείξει τις κοινωνικές εκείνες δυνάμεις που θα την μετασχηματίσουν σε …ολοκληρωμένα καπιταλιστική.
Όπως είναι φανερό αν έτσι έχουν τα πράγματα με τη βάση που είναι μεταβατική, αντίστοιχα διαμορφώνεται και το εποικοδόμημα (της). Η διαμόρφωση του και η εξέλιξη του είναι σε διαλεκτική σχέση με τη μεταβαλλόμενη βάση. Το ζήτημα λοιπόν της εξέλιξης-διαμόρφωσης του «πρώιμου σοσιαλιστικού» εποικοδομήματος δεν είναι παρά το ζήτημα της εξέλιξης της βάσης, το ζήτημα του μετασχηματισμού των σχέσεων παραγωγής σε κομμουνιστική κατεύθυνση, άρα το ζήτημα της ταξικής πάλης στο σοσιαλισμό!
2. Το πόσο σύνθετη, απαιτητική και μακροχρόνια είναι αυτή η πάλη μετασχηματισμού της κοινωνίας σε κομμουνιστική κατεύθυνση,  την τεράστια ποικιλία των ζητημάτων που αυτή θέτει προς απάντηση (και κάθε «στιγμή» στη βάση συγκεκριμένων όρων και όχι ως «θεωρητικά» ζητήματα ), μπορούμε να το αντιληφθούμε  από την ως τώρα πράξη σχετικά με αυτό το στόχο. Δηλαδή από τη μελέτη των επαναστάσεων του 20ου αιώνα., Των κοσμοϊστορικών κατακτήσεων τους, των πρωτόγνωρων και κρίσιμων ζητημάτων που καλέστηκαν να αντιμετωπίσουν σε όλα τα πεδία της οικονομικής και κοινωνικής ζωής τους, των ανεπαρκειών τους, του τεράστιου πλούτου των μεθόδων, των ελιγμών, των συμβιβασμών, των αλμάτων, που αυτές επεχείρησαν. «Εκεί η φράση ξεπερνούσε το περιεχόμενο, εδώ το περιεχόμενο ξεπερνάει τη φράση» έγραφε ο Μάρξ ήδη από το 1851, συγκρίνοντας το βάθος και τους σκοπούς των αστικών επαναστάσεων του 18ου αιώνα, με τις πρώτες προλεταριακές  επαναστάσεις του 19ου αιώνα. Σχεδόν 100 χρόνια αργότερα, ο Στάλιν έχοντας την εμπειρία των δεκαετιών της πρώτης σοσιαλιστικής επανάστασης, και αντιμετωπίζοντας το σημείο καμπής στο οποίο αυτή βρισκόταν, προσδιόριζε πιο συγκεκριμένα την κεντρική διάσταση του ζητήματος: «οι νέες, οι σοσιαλιστικές σχέσεις, έπρεπε να διαμορφωθούν από το μηδέν».
 Έχει μια ιδιαίτερη αξία να επισημάνουμε αυτή την ποιοτική διαφορά που εντοπίζει ο Μάρξ  και την απόδοση  της διαφοράς αυτής στο επίπεδο της συγκεκριμένης πια πάλης για την μετάβαση που κάνει ο Στάλιν. Τη διαφορά δηλαδή της επανάστασης για το πέρασμα από τη φεουδαρχία στην αστική κοινωνία από τη μια με την προλεταριακή επανάσταση και την μετάβαση από τον καπιταλισμό στον σοσιαλισμό από την άλλη. Τη διαφορά που συνίσταται στο ότι με βάση τα χαρακτηριστικά του φεουδαρχικού συστήματος (δηλαδή την μη άμεση εμπλοκή της φεουδαρχίας στο εμπόριο, τη βιοτεχνία ακόμα και στον αγροτικό τομέα) η αστική τάξη δεν γεννιέται απλώς μέσα σε αυτό (όπως αντίστοιχα το προλεταριάτο στο καπιταλιστικό σύστημα). Αλλά επιπλέον αναπτύσσεται συγκροτείται και οικονομικά και πολιτικά, ετοιμάζει θα λέγαμε υπό την φεουδαρχική κυριαρχία τις σχέσεις που θα απελευθερώσει και θα κάνει κυρίαρχες η επανάσταση της. Αντίθετα το προλεταριάτο έχει στον καπιταλισμό αυστηρά περιορισμένο ρόλο στην παραγωγή. Μπορεί «μόνο» να ανδρωθεί στη βάση της άρνησης του καπιταλισμού και δεν μπορεί να συγκροτήσει έστω πρωτόλειες οικονομικές δομές που να ανταποκρίνονται στα δικά του συμφέροντα. (τις «σοσιαλιστικές νησίδες» που προτείνει ο ρεφορμισμός και με παραλλαγές η αναρχία-αυτονομία)
Αυτή η διαφορά δεν επισημαίνεται για να «μετριάσει» την ήττα και την καπιταλιστική παλινόρθωση. Η λογική μας δεν μπορεί να είναι «να τα μπαλώσουμε», αλλά να «καταλάβουμε τον κόσμο για να τον αλλάξουμε» ( Παρεμπιπτόντως ούτε οι αστικές επαναστάσεις συντελέστηκαν «ευθύγραμμα», χωρίς πισωγυρίσματα, ήττες και παλινορθώσεις. Τα είχαν όλα αυτά και η αστική τάξη χρειάστηκε μερικούς αιώνες από την εμφάνιση της για να καταφέρει να κυριαρχήσει.). Επισημαίνεται λοιπόν η διαφορά αυτή γιατί μας βοηθάει να κατανοήσουμε τα γενικά ζητούμενα και τα χαρακτηριστικά της πάλης στη μεταβατική κοινωνία που γίνεται από τη μια σε «μηδενική βάση» από την άποψη των δεδομένων των σοσιαλιστικών σχέσεων, και από την άλλη στην κατεύθυνση  «το περιεχόμενο να ξεπεράσει τη φράση» ή αλλιώς, ( όπως πάλι ο ίδιος έχει πει) εν όψει της «ακαθόριστης απεραντοσύνης των σκοπών μας».
Αυτή λοιπόν η «ακαθόριστη απεραντοσύνη» που στοχεύει να μετασχηματίσει την κοινωνία από την κατώτερη κομμουνιστική βαθμίδα («από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητες του, στον καθένα ανάλογα με τη δουλειά του») στην κομμουνιστική («από τον καθένα σύμφωνα με τις ικανότητες του, στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του») συναντιέται κάθε «στιγμή» με εντελώς … καθορισμένα ζητήματα που ζητούν απάντηση. (Και για τα οποία αντικειμενικά θα διαμορφωθεί οπωσδήποτε μια απάντηση αλλά βέβαια το ζήτημα είναι προς ποια κατεύθυνση από τις δύο προς τις οποίες μπορεί να κινείται η βάση και συνολικά η κοινωνία θα κινείται η απάντηση αυτή…). Πολλά από αυτά τα ζητήματα, αφορούσαν-αφορούν σε λειτουργίες- θεσμούς- αντιλήψεις του εποικοδομήματος: Όροι λειτουργίας του κράτους, του κόμματος, και οι μεταξύ τους σχέσεις, η Εκπαίδευση, το ζήτημα των «κόκκινων ειδικών», συνολικά η αντίθεση πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας, χωριού-πόλης και άλλα. Το μόνο που εδώ θέλουμε  να τονίσουμε σε σχέση με όλα αυτά, είναι πως κανένα από αυτά δεν μπορούσε και δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ξεχωριστά, ανεξάρτητα από τα υπόλοιπα και ως ζήτημα του εποικοδομήματος καθαυτό. Ας θυμηθούμε και τα τρία σημεία του Β΄ μέρους αυτής της εισήγησης και ας επαναλάβουμε αυτό που ήδη αναφέραμε στο προηγούμενο σημείο: Όλα αυτά τα κρίσιμα ζητήματα, δεν αυτονομούνται από την βάση,  σχετίζονται και πηγάζουν από τους όρους που διαμορφώνονται στις παραγωγικές σχέσεις, από τους όρους που εκεί κατακτά η εργατική τάξη. Άρα το ζήτημα δεν ήταν-είναι (αποκλειστικά αλλά ούτε και κυρίως)  ένα ζήτημα… «αποφασιστικών αποφάσεων», που θα Έπρεπε να πάρει η πολιτική εξουσία της επανάστασης. Το ζήτημα ήταν και είναι ζήτημα ενεργητικής εμπλοκής της εργατικής τάξης και των μαζών στην πάλη ( που όχι μόνο υπάρχει αλλά είναι και οξύτατη!) για τη  σύνθεση- ανάδειξη-εφαρμογή αυτών των «αποφασιστικών αποφάσεων». Μεταξύ άλλων,  αυτή την κατεύθυνση  πρέπει να τη δούμε   αναφορικά με την έννοια και λειτουργία της δικτατορίας του προλεταριάτου (που δεν μπορεί να ταυτίζεται με το κράτος ή το κόμμα), αλλά και με την επιδιωκόμενη Ιστορική πορεία της μεταβατικής κοινωνίας προς την «απονέκρωση του κράτους»  (Λένιν), που αποτελεί και το κεντρικό στοιχείο του εποικοδομήματος.  
3./  Η Μ.Π.Π.Ε. υπήρξε –για πρώτη φορά στην Ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος- η διαδικασία που έθεσε το θέμα της πάλης για την υπεράσπιση-συνέχιση- ολοκλήρωση του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας ως θέμα ενεργητικής συμμετοχής των μαζών σε αυτήν την πάλη, ως θέμα επανάστασης μέσα στην επανάσταση! Η ίδια η εξέλιξη της Κίνας εδώ και πολλά χρόνια και μέχρι σήμερα βεβαιώνει και τον πιο δύσπιστο για το ποιος με ποιον συγκρούστηκε στα πλαίσια της ΜΠΠΕ: Από τη μια οι «Τσουτσιπάι», δηλαδή  «στοιχεία που κατέχουν εξουσία που πορεύονται τον καπιταλιστικό δρόμο» (στελέχη στο κόμμα, στην  παραγωγή, στην οικονομία, στο κράτος, στους θεσμούς του εποικοδομήματος).  Με άλλα λόγια, οι ρεβιζιονιστικές, νεοαστικές και αστικές δυνάμεις. Από την άλλη οι κομμουνιστές, οι εργάτες, η αγροτιά, η νεολαία. Η σύγκρουση ήταν σε όλα τα πεδία, για όλα τα ζητήματα (μεταξύ των οποίων και η θεμελιώδης φιλοσοφική διαμάχη[2] που οι κομμουνιστές ήθελαν βέβαια να υπηρετήσει την επαναστατική κατεύθυνση) και οξύτατη.
Για το ζήτημα που εδώ εξετάζουμε (εποικοδόμημα), θεωρούμε ότι ανέδειξε ακριβώς ότι ο μετασχηματισμός των ιδεών του, των θεσμών του, των αντιλήψεων του, δεν είναι ζήτημα θεσμών, ιδεών, αντιλήψεων που θα έρθουν «από πάνω», από τον «κόσμο των ιδεών». Αλλά ζήτημα ιδεών, αντιλήψεων, θεσμών, που θα γεννηθούν «από τα κάτω»: Από τις νέες παραγωγικές σχέσεις, από τις μάζες και την πάλη τους για το μετασχηματισμό  των παραγωγικών σχέσεων Η Πολιτιστική Επανάσταση λοιπόν δεν περιορίστηκε στο εποικοδόμημα, ούτε , πολύ περισσότερο, στην Εκπαίδευση. Όμως μιας και «στο ειδικό περιέχεται το  γενικό» θα κλείσουμε αυτή την εισήγηση με μια σύντομη αναφορά στην Εκπαίδευση, σε ερωτήματα που δείχνουν την αντίληψη με την οποία η ΜΠΠΕ αντιμετώπισε τα ζητήματα της Εκπαίδευσης. Ακριβώς για να υποστηρίξουμε το συμπέρασμα που μόλις προηγούμενα καταθέσαμε.
 Σε όλες τις εκμεταλλευτικές κοινωνίες (δουλοκτητική, φεουδαρχική, καπιταλιστική) η Εκπαίδευση,  ήταν αποσπασμένη από την παραγωγή. Ανεξάρτητα από τη μορφή και τα προσχήματα με τα οποία η άρχουσα τάξη περιέβαλλε σε κάθε Ιστορική εποχή αυτή την απόσπαση για να την εμφανίσει ως «αντικειμενική», η πραγματική αιτία της βρίσκονταν στις ίδιες τις εκμεταλλευτικές σχέσεις. Από αυτές πήγαζε η ανάγκη για την άρχουσα τάξη να «ιδιοποιηθεί» την γνώση, να την εγκλείσει σε «φρούρια», να την «κρύψει» πίσω από κωδικούς και ακατάληπτα σχήματα,  να την κατακερματίσει, να την οργανώσει και να την «παρέχει» ως εκπαίδευση, έτσι ώστε να υπηρετείται η αναπαραγωγή των εκμεταλλευτικών σχέσεων.
Η πορεία μετασχηματισμού της μεταβατικής σοσιαλιστικής κοινωνίας, εμπεριέχει και απαιτεί την αναίρεση αυτής της απόσπασης (που την έχει κληρονομήσει από τον καπιταλισμό ) στα πλαίσια της συνολικότερης υπέρβασης της διαίρεσης πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας. Τι σημαίνει αυτό για τη νέα σχέση που πρέπει να αποκτήσει η Εκπαίδευση με την παραγωγή; Είναι απλώς μια άλλη σχέση ή μια συγχώνευση[3]; Με ποιες μορφές, με ποιο συγκεκριμένα περιεχόμενο θα επιχειρείται αυτή; Ποιοί θα είναι οι εκπαιδευτικοί, οι διευθύνοντες, ποια η αξιολόγηση, τα προγράμματα σπουδών, ώστε να μην υπηρετείται η παλιά ταξικότητα αλλά και για να μην παράγεται μια νέα ταξική διαστρωμάτωση;  Ποια θα είναι η διάρκεια της σχολικής εκπαίδευσης, οι δομές και η συγκρότηση της και τελικά  το ίδιο το «μέλλον»[4] των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων; Πάνω από όλα ποιος και πως «κάθε στιγμή» αποφασίζει για όλα αυτά[5];
Με όλα αυτά τα ερωτήματα, αναφορικά με την Εκπαίδευση, αναμετρήθηκε η ΜΠΠΕ. Παρήγαγε ένα ολόκληρο πλούτο θέσεων, εμπειριών, και μορφών που δεν χωρούν για να αναφερθούν στα πλαίσια αυτής της εισήγησης. Εξάλλου η γενική προσέγγιση του ζητήματος υπήρχε ήδη στο κομμουνιστικό κίνημα και είχε δώσει σημαντικές μορφές και στο πεδίο της εφαρμογής από την Οκτωβριανή κιόλας επανάσταση, όπως το σταχανοφικό κίνημα εργατών που έσπαγε τις «απαρχαιωμένες τεχνικές νόρμες» στην παραγωγή και άνοιγε το δρόμο «για την εξάλειψη της αντίθεσης ανάμεσα στην πνευματική εργασία και στην σωματική εργασία»  (Στάλιν, Οικονομικά Προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ) . Ωστόσο νομίζουμε πως η ΜΠΠΕ στο πεδίο αυτό διεκδικεί την πιο καθολική και συνειδητή στάση και πάλη. Μια πάλη όπως ήδη αναφέραμε οξεία[6] ,με τις αναπόφευκτες παρενέργειες της. Μια πάλη που συκοφαντήθηκε σε απίστευτο βαθμό, μιας και βεβήλωνε την «ιερότητα» της γνώσης και των εκπαιδευτικών μηχανισμών με την οποία η αστική τάξη εξασφαλίζει την αμορφωσιά, την υποταγή, την καθυστέρηση των μαζών. Μια πάλη που  κεντρικό της στόχο είχε  να περάσει η πραγματική διεύθυνση της Εκπαίδευσης στα χέρια της εργατικής τάξης, χωρίς να παραβλέπει ερωτήματα που αφορούσαν στην συγκρότηση- ανάπτυξη της βασικής έρευνας και των επιστημών[7] και επιχειρώντας να αναμετρηθεί με ένα πλήθος αντιφάσεων. Τελικά μια πάλη που «θυμίζει» και επιβεβαιώνει τη θέση του Λένιν ότι «μόνο από το σοσιαλισμό θα αρχίσει η αληθινή κίνηση των μαζών…» και άρα την ανάγκη της πάλης σήμερα για τη συγκρότηση  κινήματος, για την επαναστατική ανατροπή της αστικής τάξης που φράζει το δρόμο για το μέλλον της ανθρωπότητας.     




ΜΕΡΟΣ ΙΙ

Η ζωή μας δεν είναι ουδέτερη: ταξικότητα επιλογών, θεσμών, γνώσης 

Α.  Η αξία της συζήτησης για το εποικοδόμημα- ταξικές σταθερές και αλλαγές στη σημερινή φάση

«Οι οικονομικές συνθήκες αποτελούν τη βάση ενώ όλα τα άλλα, τα διάφορα στοιχεία που τα λέμε εποικοδόμημα, δηλαδή οι πολιτικές μορφές της ταξικής πάλης και οι επιδράσεις τους, οι θεσμοί που καθιερώνονται από τη νικήτρια τάξη μετά την επικράτησή της και οι νομικές μορφές που παίρνουν όπως επίσης και οι αντανακλάσεις όλων αυτών των αγώνων μέσα στον εγκέφαλο των ανθρώπων, που παίρνουν μέρος στους αγώνες, οι πολιτικές θεωρίες, οι νομικές, οι φιλοσοφικές, οι θρησκευτικές ιδέες και η παραπέρα εξέλιξή τους σε ενιαία δογματικά συστήματα, ασκούν την επίδρασή τους στην πορεία των ιστορικών γεγονότων και σε πολλές περιπτώσεις τα καθορίζουν, κατά τρόπο αποφασιστικό. Υπάρχει λοιπόν μια δράση και μια αντίδραση ανάμεσα σ’ όλους αυτούς τους παράγοντες».
Φ. Ένγκελς, Γράμμα στον J.Bloch 21-09-1890

Έχει μια ιδιαίτερη αξία η συζήτηση για το εποικοδόμημα. Γιατί βιώνουμε μια ιδιαίτερη φάση της ιστορικής εξέλιξης της ανθρωπότητας αλλά και της χώρας μας. Μια φάση όπου η γενικευμένη επίθεση του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού στις δυνάμεις της εργασίας και των λαών που εξαπολύθηκε εδώ και τριάντα χρόνια (με τον «αέρα» που έδωσε στο σύστημα η ήττα του επαναστατικού κινήματος) συναντήθηκε με την πολύπλευρη κρίση του ιμπεριαλιστικού συστήματος και την αδυσώπητη πάλη των ιμπεριαλιστών για το ξαναμοίρασμα του κόσμου, και γι αυτό επιταχύνθηκε και εκτινάχθηκε σε δυσθεώρητα ύψη. 
Μια επίθεση που και στη χώρα μας επιχειρεί να φέρει βαθιές αντιδραστικές ανατροπές στις σχέσεις εργασίας, στους όρους αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης, στην κατανομή και διανομή του παραγόμενου από την εργατική τάξη πλούτου και με στόχο τη μετατροπή των εργαζομένων σε σύγχρονων δούλων του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού και μια άνευ προηγουμένου καταβύθιση του βιοτικού επιπέδου και των δικαιωμάτων του λαών σε όλη τη σφαίρα της κοινωνικής τους ζωής. Μια επίθεση που δένεται άρρηκτα με την κατάργηση του δικαιώματος  αυτοκαθορισμού λαών και χωρών και την μετατροπή της πλειοψηφίας των χωρών σε νεοαποικίες των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων του πλανήτη.
Σε μια τέτοια περίοδο θα ήταν παράλογο να μην επιχειρούνταν, από την αστική «μας» τάξη και τα ιμπεριαλιστικά αφεντικά που την πατρονάρουν, βαθιές αντιδραστικές αλλαγές σε όλο το μήκος και βάθος του εποικοδομήματος (πολιτικού, πολιτιστικού). Αλλαγές που αφορούν πρώτα απ΄ όλα τον πυρήνα του πολιτικού εποικοδομήματος δηλαδή το κράτος και τους μηχανισμούς-θεσμούς του. Αλλαγές που αφορούν το πολιτιστικό εποικοδόμημα και σαν ιδιαίτερο μέρος του τον εκπαιδευτικό μηχανισμό που κατέχει ταυτόχρονα και μια περίοπτη θέση σαν εθνοκρατικός μηχανισμός τόσο ιδεολογικής κυριαρχίας όσο και αναπαραγωγής της ταξικής διαστρωμάτωσης.
Ταυτόχρονα και παράλληλα δεν θα ήταν δυνατόν αυτή η επίθεση που αναδιαμορφώνει την ταξική διαστρωμάτωση, που επιφέρει βαθιές αλλαγές  στην οικονομική και κοινωνική θέση κοινωνικών ομάδων τάξεων και υποτάξεων, που αλλάζει άρδην τις κοινωνικές προσδοκίες (βαθιά ριζωμένες στις ως τα «τώρα» κοινωνικοοικονομικές συνθήκες) κοινωνικών κατηγοριών όπως η νεολαία, να μην επηρεάζει  αποφασιστικά τη στάση και τη συμπεριφορά τους, τις ιδέες τους. Άλλωστε οι αντιθέσεις και τα ζητήματα που γεννούν οι αλλαγές στην υλική ζωή των ανθρώπων αντανακλώνται στην πνευματική τους ζωή που με τη σειρά της επηρεάζει την υλική ζωή μέσα από την πάλη των τάξεων και τις διαδρομές που αυτή ακολουθεί(η πνευματική ζωή της κοινωνίας που δεν είναι παρά «αντανάκλαση της υλικής της ζωής» και η οποία αντεπιδρά διαλεκτικά στην υλική ζωή)[8].
Από τη μεριά μου θα «αντικρύσω» όλη αυτή την «αναστάτωση» του εποικοδομήματος, τόσο σε σχέση με τις σταθερές (ταξικότητα κράτους, θεσμών, γνώσης, εκπαίδευσης, επιστήμης, διαλεκτική ενότητα βάσης εποικοδομήματος, αντιμετώπιση του σαν «όλον») που αυτή η αστική και ιμπεριαλιστική κίνηση έχει, όσο και με τις τροποποιήσεις που αυτή η κίνηση επιφέρει ώστε να υπηρετήσει με τον καλύτερο τρόπο τα ταξικά συμφέροντα του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού σε συνθήκες κρίσης και επίθεσης.  Ιδιαίτερα θα προσπαθήσω να δείξω πως οι αλλαγές στο εποικοδόμημα θέλουν να το «καθαρίσουν» από τις «νοθεύσεις» που επέφερε πάνω του η εργατική και λαϊκή πάλη του προηγούμενου αιώνα, ώστε το αστικό εποικοδόμημα να παίξει σήμερα το προαναφερόμενο ρόλο του. Άρα αντίστροφα να δείξω πως, αν και δεν είναι δυνατόν να αλλάξει ο χαρακτήρας ενός κοινωνικού- οικονομικού σχηματισμού χωρίς την ανατροπή του, από την άλλη δεν είναι μοιραίο και αντικειμενικό η εργατική τάξη, ο λαός και η νεολαία να υποστούν όλες αυτές τις αντιδραστικές αλλαγές είτε αυτές αφορούν τη βάση είτε το εποικοδόμημα. Και πως για όλα αποφασίζει η πάλη των τάξεων, η κινητήρια δύναμη της ιστορικής εξέλιξης από τότε που υπάρχουν κοινωνικές τάξεις!
Πριν το καθεαυτό μέρος της τοποθέτησής μου ένα ακόμη σημείο που έχει κατά τη γνώμη μου μεγάλη αξία για τη συζήτηση που θα διεξάγουμε. Η επίθεση στη χώρα μας συνδέεται αξεδιάλυτα με το βάθεμα και πλάτεμα της οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής εξάρτησης από τους Αμερικάνους και Ευρωπαίους ιμπεριαλιστές.  Τα νέα και πολλαπλάσια σε ποσότητα και ποιότητα δεσμά που χαλκεύονται από τα δάνεια, η απ’ ευθείας επιτήρηση, έλεγχος των οικονομικών δεδομένων από τους επιτηρητές της τρόικας (που ουσιαστικά συμβολίζουν τον έλεγχο και επιτήρηση της χώρας από τα ιμπεριαλιστικά κράτη) σε συνδυασμό με την παράδοση του δημόσιου πλούτου στο ξένο κεφάλαιο (ή/και σε ξένα κρατικά συμφέροντα όπως η περίπτωση του ΟΤΕ)και τμήματα της ντόπιας ολιγαρχίας που θα συνδεθούν μαζί τους σε ρόλο συμπληρωματικό, σημαίνει εκτός των άλλων πως ανεβαίνει αρκετές κλίμακες προς τα πάνω ο άμεσος τρόπος με τον οποίο το ξένο κεφάλαιο και ιμπεριαλιστικά κράτη θα εξασκούν τον έτσι κι αλλιώς καθοριστικό τους ρόλο στην πορεία της ελληνικής οικονομίας. Και η εμπειρία λέει πως θα λειτουργήσουν σαν ακρίδες σε χωράφι. Ταυτόχρονα και στη βάση αυτού του πλαισίου απογειώνεται μια διαδικασία όπου η ντόπια οικονομία και ο παραγωγικός ιστός που έχει απομείνει (βιομηχανία, αγροτική παραγωγή) θα λειτουργεί πλήρως συμπληρωματικά και στο περιθώριο των οικονομιών των ιμπεριαλιστικών χωρών της Ευρώπης. Αυτά τα αναφέρουμε γιατί αν η εξάρτηση της χώρας από τον ιμπεριαλισμό έπαιζε καθοριστικό ρόλο στα χαρακτηριστικά του εποικοδομήματος, τώρα η επιχειρούμενη πλήρης ιμπεριαλιστική υποδούλωση της χώρας και του λαού θα βάλει δυνατά και ανεξίτηλα τη σφραγίδα της στις αντιδραστικές αλλαγές στο εποικοδόμημα.
    

Β. Κράτος- πολιτικό σύστημα-«κοινωνία των πολιτών»/ΜΚΟ- «άμεση δημοκρατία»

«Το κράτος δεν είναι καθόλου μια δύναμη που επιβλήθηκε στην κοινωνία απ έξω. Το κράτος δεν είναι επίσης η “πραγματικότητα της ηθικής ιδέας”, η “εικόνα και η πραγματικότητα του λογικού”, όπως ισχυρίζεται ο Χέγκελ. Το κράτος είναι προϊόν της κοινωνίας σε ορισμένη βαθμίδα εξέλιξης. Το κράτος είναι η ομολογία ότι η κοινωνία αυτή μπερδεύτηκε σε μια άλυτη αντίφαση με τον εαυτό της, διασπάστηκε σε ασυμφιλίωτες αντιθέσεις από τις οποίες δεν έχει δύναμη απαλλαγεί. Και για να μην φθείρουν τον εαυτό τους και την κοινωνία σ΄ έναν άκαρπο αγώνα αυτές οι αντιθέσεις, οι τάξεις με τα’ αντιμαχόμενα συμφέροντα, ανέκυψε η ανάγκη της ύπαρξης μιας δύναμης, που έπρεπε, φαινομενικά, να στέκει πάνω από την κοινωνία, μιας δύναμης που θα μετρίαζε τη σύγκρουση, θα την κρατούσε μέσα στα πλαίσια της “ομαλότητας”. Και η δύναμη αυτή που προήλθε από την κοινωνία, μα που βάζει τον εαυτό της πάνω απ΄ αυτήν, που όλο και περισσότερο αποξενώνεται απ΄ αυτήν, είναι το κράτος».



Φ. Ένγκελς, 1894
Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους»

«Το κράτος λοιπόν δεν υπάρχει από καταβολής κόσμου. Υπήρξαν κοινωνίες που τα βγάζανε πέρα χωρίς αυτό, που δεν είχαν ιδέα για κράτος και κρατική εξουσία. Σε μια ορισμένη βαθμίδα της οικονομικής εξέλιξης, που αναγκαστικά είναι συνδεδεμένη με τη διάσπαση της κοινωνίας σε τάξεις, το κράτος έγινε απαραίτητο εξαιτίας αυτής της διάσπασης. Πλησιάζουμε τώρα με γοργά βήματα σε μια βαθμίδα εξέλιξης της παραγωγής, όπου η ύπαρξη αυτών των τάξεων, όχι μόνο έπαψε να αποτελεί ανάγκη, μα και γίνεται πραγματικό εμπόδιο της παραγωγής. Οι τάξεις θα εξαφανιστούν το ίδιο αναπόφευκτα όπως αναπόφευκτα είχαν δημιουργηθεί στο παρελθόν. Με την εξαφάνιση των τάξεων θα εξαφανιστεί αναπόφευκτα και το κράτος. Η κοινωνία που οργανώνει με νέο τρόπο την παραγωγή πάνω στη βάση της ελεύθερης και ίσης οργάνωσης των παραγωγών, θα βάλει ολόκληρη την κρατική μηχανή εκεί όπου θα είναι τότε η θέση της: στο μουσείο των αρχαιοτήτων, δίπλα στο ροδάνι και το μπρούτζινο τσεκούρι».
 Φ. Ένγκελς, 1894
Η Καταγωγή της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους»

Όταν οι πλατείες και οι δρόμοι ξαναθέτουν τα ζητήματα

Η συζήτηση για τον ταξικό ρόλο του κράτους, φαίνονταν για πολλά χρόνια, σαν να έρχονταν από τα παλιά. Σαν να μην είχε θέση, στη σύγχρονη κοινωνία, με τη πολλή «δημοκρατία» της και τις πολλές «ελευθερίες» και «ευκαιρίες». Το πολύ να αφορούσε, κάποιες παρεκτροπές από την λεγόμενη «δημοκρατική λειτουργία» που κι αυτές θα διορθώνονταν με τον καιρό. Σήμερα επανέρχεται με ορμή αυτή η συζήτηση σε μεγάλα τμήματα του λαού που είτε μπήκαν είτε παρακολουθούν και ετοιμάζονται να μπουν στη μάχη. Μια συζήτηση που, δεν θα μπορούσε να γίνει κι αλλιώς, κουβαλάει όλη εκείνη τη δεισιδαιμονία[9] για το κράτος για την οποία μιλάει η επαναστατική θεωρία, αλλά και όλη εκείνη την ρεφορμιστική οπτική με την οποία  διαπαιδαγώγησε και εμπότισε η επίσημη αριστερά, τον αριστερό κόσμο.
Οι εκφράσεις αυτής της λαϊκής και νεολαιίστικης αναζήτησης μπερδεύονται αναπόφευκτα με τις κυρίαρχες αστικές και συμπληρωματικές στον αστισμό μικροαστικές αντιλήψεις και με την καθοριστική απουσία μαζικού επαναστατικού αριστερού λόγου. Έτσι στις πλατείες συναντήσαμε μια ποικιλία απόψεων. Που ξεκινούν από μειοψηφικές ακροδεξιές αντικοινοβουλευτικές λογικές που όμως οσμώνονται με ευρύτερο κόσμο μικροαστικής κυρίως προέλευσης στον οποίο κατέρρευσαν απότομα μια σειρά αυταπάτες για τα κυρίαρχα κόμματα και τον κοινοβουλευτισμό χωρίς να μπορούν να ερμηνεύσουν την θέση και το ρόλο τους. Έτσι το γενικό ανάθεμα στους βουλευτές και στον κοινοβουλευτισμό γίνεται το σημείο συνάντησής τους που όμως δεν προεξοφλεί και την κοινή τους πορεία. Απόψεις που προτείνουν την αλλαγή στο τρόπο διακυβέρνησης και στις πολιτικές δυνάμεις που κυβερνούν, με μια εσωτερική είναι αλήθεια διαβάθμιση. Από την επαναφορά του παλιού καλού ΠΑΣΟΚ (άσχετα αν δεν ομολογείται με αυτόν τον τρόπο. Την αριστερή διακυβέρνηση με αριστερή στήριξη των δυνάμεων του ΣΥΡΙΖΑ. Την δήθεν ριζοσπαστική πρόταση για «να πέσει η κυβέρνηση από τα κάτω» που υποτίθεται πως βάζει ασφαλιστική δικλείδα συμπληρώνοντας αυτή την θεώρηση με το «και κάθε άλλη κυβέρνηση ίδιας πολιτικής». Και φτάνουν έως την αναρχική/αντιεξουσιαστική/ελευθεριακή θεώρηση (κυρίως της Αντιεξουσιαστικής Κίνησης-ΑΚ),  που αναλίσκεται να εφευρίσκει «τοπικές αυτοθεσμίσεις» σε κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο που θα λειτουργούν στο περιθώριο της κυρίαρχης κοινωνικής πραγματικότητας. Ενώ επανέρχονται από την πίσω πόρτα οι νέες μορφές που έχει πάρει η συζήτηση αυτή τις τελευταίες δύο δεκαετίες για τις ΜΚΟ, της «κοινωνικής/αλληλέγγυας  οικονομία», της «κοινωνίας των πολιτών».
Από αυτή τη συζήτηση απουσιάζουν όμως όλοι εκείνοι οι αναγκαίοι προσδιορισμοί του ζητήματος, που αφορούν το κράτος και τους θεσμούς του, το περιεχόμενο και τη μορφή διακυβέρνησης, το ρόλο των κομμάτων και του πολιτικού συστήματος. Όπως και η ερμηνεία και η στάση απέναντι σε όλες τις υποτιθέμενα νέες λύσεις που προτείνονται για να βγούμε από το αδιέξοδο.
Άραγε το κράτος και οι θεσμοί που οργανώνονται γύρω από αυτό, συμπυκνώνει και εκφράζει το «γενικό συμφέρον» της κοινωνίας; Μήπως βρίσκεται πάνω από τάξεις, είναι η «πραγματικότητα της ηθικής ιδέας», η «εικόνα και η πραγματικότητα του λογικού», όπως ισχυρίζεται ο Χέγκελ; Μήπως αποτελεί το μέσο συμφιλίωσης των τάξεων; Ή μήπως είναι μια κακοποιός δύναμη, προϊόν του «ενστίκτου επικράτησης» του ανθρώπου όπως διατείνεται η αναρχική θεωρία; Ή και σε αντιπαράθεση με αυτές τις απόψεις το κράτος αποτελεί ιστορικό προϊόν και άρα όταν αναφερόμαστε σε ένα κράτος θα πρέπει να βάζουμε τα ερωτήματα «στην υπηρεσία ποιων παραγωγικών σχέσεων, ποιας μορφής ιδιοκτησίας (ατομικής ή κοινωνικής), ποιας τάξης βρίσκεται»[10] για να καθορίσουμε τον ταξικό- κοινωνικό του ρόλο; Είναι αναγκαία λοιπόν  η αναφορά σε βασικές πλευρές της μαρξιστικής και λενινιστικής αντίληψης για το κράτος:
α) «Το κράτος είναι προϊόν και εκδήλωση του ασυμφιλίωτου των ταξικών αντιθέσεων. Το κράτος εμφανίζεται εκεί, τότε και καθόσον, όπου, όταν και εφόσον οι ταξικές αντιθέσεις δεν μπορούν  αντικειμενικά να συμφιλιωθούν. Και αντίστροφα: η ύπαρξη του κράτους αποδείχνει ότι οι ταξικές αντιθέσεις είναι ασυμφιλίωτες»[11]. Αυτό ο Λένιν το αναφέρει σε αντιπαράθεση με την αστική και μικροαστική αντίληψη του καιρού του, που ενώ αναγκάζεται να αναγνωρίσει ότι το κράτος υπάρχει εκεί μόνο που υπάρχουν ταξικές αντιθέσεις, «διορθώνει» το Μαρξ κατά τέτοιο τρόπο, «που το κράτος παρουσιάζεται σαν όργανο συμφιλίωσης των τάξεων». Ενώ σύμφωνα με τον Μαρξ αν ήταν δυνατή μια τέτοια συμφιλίωση, δεν θα μπορούσε ούτε να εμφανιστεί ούτε να κρατηθεί στη ζωή(το κράτος). Έτσι τελικά «το κράτος είναι όργανο ταξικής κυριαρχίας, όργανο καταπίεσης μιας τάξης από μια άλλη, είναι η δημιουργία της “ομαλότητας” εκείνης που νομιμοποιεί και στερεώνει αυτή τη καταπίεση μετριάζοντας τη σύγκρουση των τάξεων» [12] με την «αφαίρεση από τις καταπιεζόμενες τάξεις ορισμένων μέσων και τρόπων πάλης για την ανατροπή των καταπιεστών»[13].
 β) «..Σε σύγκριση με την παλιά οργάνωση των γενών- συνεχίζει Ο Ένγκελς- το κράτος το χαρακτηρίζει, πρώτον, ο χωρισμός των υπηκόων του κατά εδαφική περιοχή». Αυτός ο χωρισμός μας φαίνεται “φυσικός”, στοίχισε όμως  μακρόχρονους αγώνες ενάντια στην παλιά οργάνωση κατά γένη και φυλές.«… Το δεύτερο διακριτικό γνώρισμα είναι η ίδρυση μιας δημόσιας εξουσίας, που δεν συμπίπτει πια άμεσα με τον αυτοοργανωμένο σε ένοπλη δύναμη πληθυσμό.(…) Αυτή η δημόσια εξουσία υπάρχει σε κάθε κράτος. Αποτελείται όχι μόνο από ένοπλους ανθρώπους, μα κα από υλικά εξαρτήματα, από φυλακές και από κάθε λογής ιδρύματα καταναγκασμού, που ήταν άγνωστα στην κοινωνία των γενών…»[14].
Εδώ φυσικά υπάρχει η αναφορά στον στρατό «που αποτελεί βασικά όργανο των προς τα “έξω” σχέσεων ενός καπιταλιστικού σχηματισμού»[15] και την αστυνομία (ο εσωτερικός κατασταλτικός μηχανισμός), μηχανισμοί που στη σημερινή φάση η οργάνωση τους και τα «υλικά εξαρτήματα» που έχουν στα χέρια τους, έχουν αναπτυχθεί σε γιγάντιο βαθμό. Μάλιστα όσο πιο ισχυρή είναι μια αστική τάξη, τόσο πιο ισχυρό είναι το κράτος της και οι κατασταλτικοί του μηχανισμοί. Στα ιμπεριαλιστικά έθνη- κράτη η στρατοκρατία είναι μάλιστα τόσο ανεπτυγμένη μιας και σαν όργανο του κράτους παίζει σπουδαίο ρόλο στην κατάχτηση αγορών και υποδούλωση χωρών και λαών . Μέσα από αυτή τη διαδικασία αναδεικνύεται και αυτό που ονομάζεται στρατιωτικο- βιομηχανικό σύμπλεγμα που παράγει και μια τερατώδη διαστροφή στον σύγχρονο κόσμο:
«Με το πέρασμα στον ιμπεριαλισμό, ο στρατιωτικός μηχανισμός συνδέθηκε άμεσα- οργανικά με την ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα εξόρμηση του κεφαλαίου, με τους οικονομικούς επεκτατικούς στόχους.
Ταυτόχρονα σε μια τέτοια πορεία σύζευξης οι όλο και αυξανόμενες στρατιωτικές δαπάνες δημιουργούσαν νέα δεδομένα και διαμόρφωναν χαρακτηριστικά. Η στρατιωτική βιομηχανία γιγαντώνονταν, αυτονομούνταν, διαμορφώνονταν σε έναν ιδιαίτερο οικονομικό κλάδο και πεδίο κερδοφορία αντίστοιχων μερίδων του κεφαλαίου και συνολικά του συστήματος. Εξέλιξη που ενίσχυε τις ήδη υπαρκτές επεκτατικές επιθετικές τάσεις και αποτελούσε ενισχυτικό παράγοντα για επεμβάσεις και πολέμους. Τόσο ώστε να μπορεί να ειπωθεί ότι πλέον δεν είναι μόνο οι πόλεμοι που χρειάζονται την παραγωγή όπλων, αλλά είναι και η παραγωγή όπλων που “χρειάζεται” τους πολέμους» [16].
γ) Το κράτος είναι όργανο για την εκμετάλλευση της καταπιεζόμενης τάξης μιας και «επειδή το κράτος γεννήθηκε από την ανάγκη να χαλιναγωγούνται οι ταξικές αντιθέσεις, επειδή όμως ταυτόχρονα γεννήθηκε μέσα στη σύγκρουση των τάξεων αυτών, είναι κατά γενικό κανόνα κράτος της πιο ισχυρής, οικονομικά κυρίαρχης τάξης, που με τη βοήθεια του κράτους γίνεται και πολιτικά κυρίαρχη τάξη και έτσι αποκτά νέα μέσα για την καθυπόταξη και εκμετάλλευση της κυρίαρχης τάξης…»[17]. Εδώ αναδεικνύεται και το γεγονός πως το Κράτος παίζει ενεργητικό ρόλο, υπεράσπισης και προώθησης της οικονομικής βάσης από την οποία προήλθε: «Έτσι το Κράτος είναι το οχυρό των εκμεταλλευτριών τάξεων και ο ρόλος του είναι αποφασιστικός για την άμυνα του οικονομικοκοινωνικού καθεστώτος που αυτές δημιουργούν»[18]. Οι φόροι και τα δημόσια χρέη, η δημοσιονομική πολιτική γενικότερα αποτελούν εργαλεία μέσω των οποίων «οι ίδιοι οι καταπιεσμένοι πληρώνουν τα έξοδα της καταπίεσής τους με το πρόσχημα πως τάχα συμβάλλουν κι αυτοί στα γενικά έξοδα της κοινωνίας»[19]
«Έτσι, το αρχαίο κράτος ήταν πριν απ’ όλα κράτος των δουλοκτητών για την καταπίεση των δούλων, όπως το φεουδαρχικό κράτος ήταν όργανο των ευγενών για την καταπίεση των δουλοπάροικων και των κολίγων, και το σύγχρονο αντιπροσωπευτικό κράτος είναι όργανο εκμετάλλευσης της μισθωτής εργασία από το κεφάλαιο»[20]. Φυσικά το Κράτος όπως και κάθε μηχανισμός έχει μια σχετική αυτονομία, έναντι της τάξης που κυριαρχεί. Στον καπιταλισμό αυτό είναι κάτι παραπάνω από αναγκαίο εάν θέλει να εμφανίζεται σαν να «εκπροσωπεί» το «γενικό συμφέρον». Ταυτόχρονα αναπτύσσει και τις  δικές του αδράνειες, τη δική του «λογική». Όλα αυτά στον καπιταλισμό δεν μπορούν να ξεπεράσουν ένα όριο. Να αμφισβητήσουν την κεφαλαιοκρατική κυριαρχία. Πλευρές τέτοιων ζητημάτων εμφανίστηκαν και στις απόπειρες σοσιαλιστικής οικοδόμησης όπου το κράτος απορρόφησε το κόμμα, εμπέδωνε την «κρατική» λογική στα κομματικά στελέχη. Έτσι εκείνη τη γενική ρήση πως οι εργάτες πρέπει να στέκονται κριτικά και απέναντι στο μισο-κράτος τους με βάση τον κομμουνιστικό σκοπό (την  κατάργηση των ταξικών κοινωνιών και άρα και του κράτους) αποκτά πολύ πιο συγκεκριμένο περιεχόμενο στη βάση της πείρας που αντλείται από την σοσιαλιστική οικοδόμηση[21]
δ) «Όλες οι προηγούμενες επαναστάσεις τελειοποιούσαν την κρατική μηχανή»[22]. «Η Κομμούνα, ιδίως,  απέδειξε ότι δε μπορεί η εργατική τάξη να πάρει στα χέρια της την έτοιμη κρατική μηχανή και να τη βάλει σε κίνηση για τους δικούς της σκοπούς…»[23]. «Αυτή η πορεία των γεγονότων υποχρεώνει την επανάσταση “να συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις της καταστροφής” ενάντια στην κρατική εξουσία, την υποχρεώνει να βάλει καθήκον όχι την καλυτέρευση της κρατικής μηχανής, μα τη συντριβή, την καταστροφή της»[24]. Και να την αντικαταστήσει με τη δικτατορία του προλεταριάτου, την «ανύψωση του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη», που καλύπτει μια ολόκληρη ιστορική περίοδο. Σ’ αυτό το τελευταίο σημείο δεν θα ήθελα να επεκταθώ στην πείρα της δικτατορίας του προλεταριάτου, το κράτος τύπου Κομμούνας ή τύπου Σοβιέτ που πρέπει να αντικαταστήσει την τσακισμένη κρατική μηχανή, και με σκοπό να δημιουργήσει όλες τις υλικές και πολιτιστικές προϋποθέσεις για την απονέκρωσή του και τη μετάβαση στο βασίλειο της ελευθερίας, στον κομμουνισμό, αλλά και την αδιάρρηκτη σχέση που έχει αυτή η πορεία με την ανάληψη της πλήρους «αρμοδιότητας» από την εργατική τάξη. Όχι γιατί δεν έχει μεγάλη αξία αλλά γιατί θα ξεστράτιζε η συζήτηση μιας και χρειάζονται σήμερα πια πολλοί επαναπροσδιορισμοί όσον αφορά τη σχέση κράτους- κόμματος, κόμματος- μαζών, το πώς η εργατική τάξη καταχτά την «αρμοδιότητα» των επαναστατικών μετασχηματισμών των παραγωγικών σχέσεων σε κομμουνιστική κατεύθυνση, το χώνεμα της πείρας για την βαθμιαία εξάλειψη της αντίθεσης πνευματικής- χειρωνακτικής εργασίας κλπ στις μεταβατικές κοινωνίες. [ισχύει και εδώ αυτό που αναφέρω στην παραπομπή 21]
Ας μπλέξουμε τώρα την κουβέντα που γίνεται στις πλατείες και όχι μόνο και με την πολιτική των «από πάνω» για να έχουμε μια πιο πλήρη εικόνα αλλά και ένα εργαλείο για να εκφράσουμε τις σκέψεις μας. Εδώ και αρκετό καιρό  την προπαγάνδα των καπιταλιστικών και ιμπεριαλιστικών δεξαμενών σκέψης «για το λιγότερο κράτος», έχει διαδεχθεί η πολιτική «του λιγότερου κράτους». Λες και βάλθηκε ο καπιταλισμός – ιμπεριαλισμός να κάνει ιστορικά βήματα προς την γνωστή μαρξιστική ρήση για την απονέκρωση του κράτους! Στη χώρα μας η πολιτική αυτή που έχει προωθηθεί τις τελευταίες δύο δεκαετίες, σήμερα επιταχύνεται στη βάση της ιμπεριαλιστικής πίεσης αλλά και των ντόπιων κεφαλαιοκρατικών αναγκών.

Το περισσότερο «λιγότερο Κράτος»

Τι ωστόσο αποτελεί αυτό το λιγότερο κράτος; Πόσο «λιγότερο» αισθάνθηκαν το κράτος τα σώματα και οι αναπνοές των διαδηλωτών στο Σύνταγμα, οι απεργοί που το δικαίωμά τους είναι σχεδόν πάντα «καταχρηστικό» για τη δικαστική εξουσία (ενώ φτάσαμε στο σημείο να εξαγγέλλεται η προληπτική απαγόρευση του δικαιώματος αυτού, στους ναυτεργάτες), οι μαθητές, οι φοιτητές που βλέπουν «δια νόμου» να φτιάχνονται σχολεία και σχολές αφιλόξενα για τους ίδιους και ακριβά για τους γονείς τους, οι αγρότες που με τις ευωενωσίτικες ντιρεκτίβες που υλοποιούν οι κυβερνήσεις ξεκληρίζονται και σπρώχνονται στην ανεργία μέρα με τη μέρα; Και μπροστά σ’ αυτό που ζει ο λαός μας, τι είναι αν όχι αταξικές μικροαστικές θεωρήσεις, η κάθε τόσο προσφυγή στη δικαιοσύνη που προτείνεται σαν διέξοδος για το κίνημα (πχ για την κατάργηση του μνημονίου) ή ότι εγκαλείται η δικαιοσύνη πως δεν παίζει το ρόλο της με το να κάνει τα στραβά μάτια στον χημικό πόλεμο των ΜΑΤ, αντί να αποκαλύπτεται μέσα από αυτό το συμβάν η ταξικότητά της. Όσο για τη «διαφθορά» στα ανώτερα στρώματα της κρατικής μηχανής και τη «διαπλοκή» που τα αστικά κόμματα καμώνονται πως πασχίζουν να την «πατάξουν», η επίσημη αριστερά αυταπατάται (και εξαπατά) πως θα διορθωθεί με τις «φοβερές» σε σύλληψη προτάσεις «διαφάνειας» που κάνει και κάποιες απόψεις στις πλατείες την αναγορεύουν στο επίδικο της πάλης (μαζί και «οι βουλευτές που είναι κλέφτες» κλπ), να τονίσουμε πως αυτή αποτελεί τον κανόνα και όχι την εξαίρεση στο καπιταλιστικό σύστημα[25].
Αυτό που οικοδομείται λοιπόν είναι όχι το «λιγότερο κράτος» αλλά το περισσότερο κράτος, το σιδερόφρακτο απέναντι στο λαό κράτος. Και επειδή Κράτος είναι κατά βάση (αναφερόμαστε στον «σκληρό σαν να  λέμε πυρήνα της κρατικής μηχανής) ο στρατός, η αστυνομία, η ανώτερη κρατική γραφειοκρατία, η δικαστική εξουσία[26], ο κοινοβουλευτισμός (στην αστική «δημοκρατική» του μορφή[27]) και το πολιτικό σύστημα. Προσθέστε στα προηγούμενα τους μηχανισμούς χειραγώγησης και αποπροσανατολισμού(ΜΜΕ, εκκλησία) και τον εκπαιδευτικό μηχανισμό ιδεολογικής κατεργασίας και ταξικής αναπαραγωγής. Μαζί με τις οικονομικές λειτουργίες που εκκινούν από τον προμονοπωλιακό και ολοκληρώνονται, στη φάση του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού. Σε όλα αυτά τα πεδία εμείς ισχυριζόμαστε πως το Κράτος γίνεται «περισσότερο Κράτος» με την έννοια πως προσπαθεί να ισχυροποιηθεί για να συμβάλλει στην αντιμετώπιση της κρίσης για λογαριασμό της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού και να θωρακίσει την αστική εξουσία και την ιμπεριαλιστική επικυριαρχία από τα κύματα της αντίστασης που επιφέρουν ήδη τα κύματα της επίθεσης.
 Γι αυτό το τελευταίο διάστημα έχουμε μια βιομηχανία έκδοσης αντιδραστικών νόμων, που θωρακίζουν το σύστημα και την πολιτική του από τον εχθρό λαό. Νόμοι που στηρίζουν αλλά και στηρίζονται σε μια ολοένα και περισσότερο φασίζουσα «πρακτική» ειδικά απέναντι στον αγωνιζόμενα τμήματα του λαού.  Γι αυτό η αστυνομία είναι ο μόνος χώρος που δεν θα ισχύσει το 1 στους 8 αλλά αντίθετα θα συνεχιστούν αμείωτες οι προσλήψεις.
Παράλληλα προωθείται μια εκ βάθρων αντιδραστική αναμόρφωση του πολιτικού συστήματος. Ο έλεγχος των οικονομικών των κομμάτων είναι ένα τέτοιο εργαλείο ελέγχου, πίεσης προς συμμόρφωση (ειδικά προς τον ρεφορμισμό). Η μείωση των βουλευτών και εκλογικά συστήματα που να ταιριάζουν στις νέες συνθήκες. Καίριο ζήτημα η επαναχάραξη των ορίων της αστικής νομιμότητας για τα κόμματα που αναφέρονται στην αριστερά, τα σωματεία, τους συλλόγους, τους αγώνες και φυσικά η νομική κατοχύρωση αυτών των νέων ορίων. Επαναχάραξη που έχει σκοπό να βγάλει με έναν σύγχρονο τρόπο «εκτός νόμου» κάθε ριζοσπαστική και επαναστατική φωνή, να προχωρήσει πιο βαθιά στην αμφισβήτηση του απεργιακού δικαιώματος, του δικαιώματος στη διαδήλωση, να επεκτείνει και να βαθύνει την ποινικοποίηση απόψεων, ιδεών και ιδεολογιών. Η ΕΕ έχει δώσει στο τομέα αυτό τις κατευθυντήριες γραμμές και οι ΗΠΑ των Γκουαντανάμο και του «Πατριωτικού Νόμου» το παράδειγμα. Εν τω μεταξύ αναβαθμίζεται και γίνεται ολοένα και πιο εμφανής η πρόσδεση των κομμάτων με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα και από τις δύο πλευρές του ατλαντικού, ενώ διαφαίνεται πως το επόμενο διάστημα θα αντανακλαστεί πιο ισχυρά ο ανταγωνισμός ΗΠΑ –ΕΕ αλλά και ο ενδοευρωπαικός, σε επίπεδο κομμάτων και προσώπων.

Η «πανταχού παρούσα» εξάρτηση

Έτσι κι αλλιώς ο ελληνικός κρατικός μηχανισμός είναι εμποτισμένος από την αρχή από την εξάρτηση.
Από την κομμένη και ραμμένη στα πρότυπα της ευρωπαϊκής απολυταρχίας ρύθμιση – ουσιαστικά κουτσούρεμα- της τοπικής αυτοδιοίκησης, στις απαρχές του νεοελληνικού κράτους, μέχρι τον σύγχρονο Καποδίστρια και Καλλικράτη, που σχεδόν καταργούν κάθε έννοια τοπικής αυτοδιοίκησης, εξυπηρετώντας την συγκέντρωση της εξουσίας που με απόσταση από τα λαϊκά χνώτα, θα υπηρετεί χωρίς προσκόμματα την πολιτική του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού στις «τοπικές κοινωνίες».
Από τα κόμματα που στη γέννηση του νεοελληνικού κράτους ονομάζονταν αγγλικό, γαλλικό, ρώσικο, την στοίχιση των βενιζελικών με την κυριαρχούσα στη χώρα Αγγλία και το λοξοκοίτασμα των αντιβενιζελικών προς τις κεντρικές δυνάμεις (Γερμανία). Τις «προσοχές» που βαρούσαν οι πολιτικοί παράγοντες από τον απλό βουλευτή της δεξιάς και του κέντρου έως τον πρωθυπουργό στον αμερικάνο πρεσβευτή στα μετεμφυλιακά χρόνια. Μέχρι την έκφραση της διπλής εξάρτησης της χώρας από ΗΠΑ και ΕΕ (από το 74 και δώθε) μέσω της «μετεκπαίδευσης» της πλειοψηφίας των σημερινών βουλευτών στα τροφεία των Βρυξελλών για να εμπεδώσουν την «ευρωπαϊκή αντίληψη», αλλά και τα ταξίδια των νεοεκλεγμένων πρωθυπουργών στην Ουάσιγκτον που λειτουργούσαν σαν ένα είδος διαπιστευτηρίων. Την συμμετοχή του αστικού πολιτικού προσωπικού σε φόρα και ημερίδες του αμερικανικού και ευρωπαϊκού κατεστημένου για μια συνεχή επιβεβαίωση του «ανήκομεν εις την δύσιν». Άλλωστε για τον ιμπεριαλισμό, τον κάθε ιμπεριαλισμό, υπάρχουν κι άλλοι τρόποι (Ίμια, στρατιωτικοί, πολιτικοί, οικονομικοί εκβιασμοί κλπ όταν υπάρχει έστω και πιθανότητα παρεκτροπής από τον συμβιβασμό του 74).
Από την εκπαίδευση όλων των αξιωματούχων του ελληνικού στρατού στις στρατιωτικές ακαδημίες των ΗΠΑ, και την υπαγωγή συνολικά του στρατιωτικού μηχανισμού αλλά και εξοπλισμού στις αμερικανοΝΑΤΟικές ανάγκες και στοχεύσεις. Σημειωτέον πως η ΝΑΤΟική άσκηση  όπου οι «προστάτες» μας, εκπαιδεύουν τμήματα του στρατού για την αντιμετώπιση διαδηλώσεων και εξεγέρσεων στις πόλεις, αποκαλύπτει όχι μόνο μια παλιά ξεχασμένη αλήθεια για το ρόλο του στρατού (όταν δεν φτάνει η αστυνομία) αλλά και το βαθιά ταξικό περιεχόμενο της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης, σαν μια σχέση ανισοτιμίας μέσα από την οποία ο ιμπεριαλισμός εξασφαλίζει και αναπαράγει την επικυριαρχία του σε μια χώρα μέσα από την διασφάλιση και την αναπαραγωγή της κυριαρχίας της (υποτελούς σ’ αυτόν) αστικής τάξης πάνω στο λαό.

Η μισή αλήθεια των προπαγανδιστών του «λιγότερου κράτους»

Βέβαιο έχουν δίκιο οι προπαγανδιστές και οι υλοποιητές του «λιγότερου κράτους». Γιατί με αυτό εννοούν:
 α) την απέκδυση του κράτους από το «βάρος» (έτσι το νιώθει η αστική τάξη και το κράτος της) της λεγόμενης «κοινωνικής πολιτικής» (ή «κράτος πρόνοιας») που εν μέρει υποχρεώθηκε να την ασκήσει από την πίεση του λαϊκού κινήματος και την πίεση του αντίπαλού δέους και εν μέρει ήταν «υποχρεωμένο» να την ασκήσει γιατί έτσι βοηθούσε την δικιά του διευρυμένη αναπαραγωγή και την σύμπηξη κοινωνικών συμμαχιών για την σταθεροποίηση της αστικής εξουσίας(όλα αυτά τις δύο δεκαετίες που ακολούθησαν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο). Έτσι μειώνεται στο ελάχιστο η χρηματοδότηση ολόκληρων τομέων όπως η εκπαίδευση και η περίθαλψη, μεταφέροντας το κόστος σε μαθητές, γονείς εκπαιδευτικούς, ασθενείς και κλιμακώνοντας την ταξικότητα πρόσβασης στις εκπαιδευτικές βαθμίδες ή στα νοσοκομεία. 
β) την μεταφορά επιχειρήσεων –των λεγόμενων κοινής ωφέλειας- που το κράτος με τα χρήματα, δηλαδή με τον ιδρώτα και τους κόπους ολόκληρων γενιών εργαζομένων, δημιούργησε, στα χέρια του ξένου και του ντόπιου κεφαλαίου. Επιχειρήσεις και τομείς που λόγω της φύσης τους και της πεδίου λειτουργίας τους, για να οικοδομηθούν απαιτούνταν μεγάλα κεφάλαια εκκίνησης που οι έλληνες καπιταλιστές δεν διέθεταν, μικρά ποσοστά κέρδους και μεγάλη περίοδο απόσβεσης, κάτι που λειτουργούσε «απαγορευτικά» για το ιδιωτικό κεφάλαιο. Σήμερα μέσα στα πλαίσια της μεταφοράς πλούτου από τα κάτω προς τα πάνω, και με έτοιμες όλες τις χρονοβόρες και «κεφαλαιοβόρες» υποδομές, είναι έτοιμες να πουληθούν «αντί πινακίου φακής»  σε ιμπεριαλιστικά μονοπώλια και ντόπιους συνεργάτες. Βέβαια και στο επίπεδο αυτό, λέγεται η μισή αλήθεια. Γιατί ταυτόχρονα το κράτος διατηρεί, και όση δεν διατηρεί την παραδίδει στα ιμπεριαλιστικά κράτη, μια βασική πολιτικο-οικονομική λειτουργία, τον καθορισμό δηλαδή των κανόνων που διέπουν  το όλο σύστημα, υπερασπίζοντας το γενικό καπιταλιστικό συμφέρον έναντι των ιδιαίτερων συμφερόντων κάθε ξεχωριστού καπιταλιστή. Θα λέγαμε μάλιστα πως στην περίπτωση της χώρας μας η απόσυρση του κράτους από «στρατηγικής σημασίας» όπως λένε οι ρεφορμιστές οικονομικούς κλάδους, οφείλεται λιγότερο στην εμπέδωση μιας μονεταριστικής λογικής από το σοσιαλιστικό(!!!) ΠΑΣΟΚ και περισσότερο στην πλήρη υποταγή της αστικής τάξης απέναντι στην ιμπεριαλιστική πίεση για παράδοση αυτών των τομέων, σε αντάλλαγμα των δήθεν δανειακών διευκολύνσεων που της προσφέρουν. Ουσιαστικά η αστική τάξη παραδίδει τη χώρα και το λαό στο ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο με αντάλλαγμα την «μη αλλαγή κατηγορίας» της στα παγκόσμια πράγματα, από μια μέσου επιπέδου ανάπτυξης εξαρτημένη οικονομική θέση σε μια τύπου «Βουλγαρίας» (και άσχετα αν θα την αποφύγει τελικά).

Μια «χθεσινή» συζήτηση;

Από όλη την προηγούμενη αναφορά μπορεί η συζήτηση για τις ΜΚΟ, την «κοινωνία των πολιτών», την «κοινωνική/ αλληλέγγυα οικονομία» κλπ μπορεί να φαντάζει χθεσινή. Όμως δεν είναι! Η εκτίναξη της ανεργίας και της φτώχειας, η περιθωριοποίηση της νεολαίας και το πλήρες αδιέξοδο που αυτή αντιμετωπίζει όσον αφορά το μέλλον της, η μαζική συμπίεση μικροαστικών στρωμάτων της πόλης αλλά και του χωριού, έχει δυναμώσει την ανάγκη για το σύστημα να συμπληρώνει το μαστίγιο από το καρότο (όσο αδύναμο και ισχνό φαίνεται αυτό στο σήμερα), να εκτονώνει δηλαδή τις διαθέσεις πάλης σε ανώδυνους γι αυτό δρόμους, να χρησιμοποιεί την εκσυγχρονισμένη εκδοχή της φιλανθρωπίας και του εθελοντισμού προσφέροντας δήθεν διεξόδους στις αναζητήσεις, τις αγωνίες και τους καθημερινούς εκβιασμούς που αντιμετωπίζουν πλατιά στρώματα της κοινωνίας.
Όσο προχωράει η επίθεση και όσο το κράτος θα αποσύρεται από τα πεδία «κοινωνικής πολιτικής», τόσο θα δυναμώνει για την άρχουσα τάξη η ανάγκη να διαχειριστεί την εκρηκτική κατάσταση με τους δικούς της όρους. Έτσι κατά τη γνώμη μας οι κυρίαρχες ΜΚΟ, οι πρακτικές υλοποίησης της «κοινωνίας των πολιτών» και της «συμμετοχικής δημοκρατίας», της «αλληλέγγυας οικονομίας», δεν αποτελούν όπως διατείνονται οι σύγχρονοι ιδεολογικοί της εκφραστές έναν ενδιάμεσο χώρο ανάμεσα στην ιδιωτική σφαίρα της καπιταλιστικής παραγωγής και της δημόσιας εξουσίας. Αποτελούν «συμπληρωματικές μορφές κοινωνικής ρύθμισης»[28], συμπληρωματικές «της κρατικής κυριαρχίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής που βρίσκονται σε “συνέργεια” μαζί της για την τήρηση των κοινωνικών ισορροπιών»[29]. Οι ιδεολογικές και πολιτικές αντιλήψεις που συνηγορούν στα παραπάνω, αστικές και ρεφορμιστικές, έχουν ένα κοινό σημείο: την άρνηση της ύπαρξης τάξεων στην σημερνή κοινωνία ή τουλάχιστον την υποβάθμιση του ρόλου που αυτές παίζουν στο ιστορικό γίγνεσθαι (στο επίπεδο του ρόλου που παίζει και μια οποιαδήποτε συσπείρωση ανθρώπων με κοινά ενδιαφέροντα ή αγωνίες), που καταλήγει στην άρνηση ύπαρξης της εργατικής τάξης σαν υποκειμένου επαναστατικής ανατροπής και κοινωνικού μετασχηματισμού και φυσικά την αντιμετώπιση της κοσμοθεωρία της σαν αποτυχημένη και άλλων εποχών. Τα τελευταία βέβαια έχουν έδαφος για να καλλιεργηθούν.  
Είναι οι ιδεολογικοί, πολιτικοί και οργανωτικοί όροι  που υπάρχουν (και κυρίως αυτοί που δεν υπάρχουν) στο εργατικό και λαϊκό κίνημα. Η διάλυση των σωματείων και των συλλόγων, η αποτελμάτωση κάθε μορφής και κάθε εργαλείου λαϊκής αυτοοργάνωσης, η συκοφάντηση στα μάτια πλατιών λαϊκών μαζών της «μεγάλης αφήγησης» του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, η μακρόχρονη και δύσκολη πορεία της αναγέννησής- επαναθεμελίωσης τους έως το σημείο της πολιτικής έκφρασης της εργατικής τάξης  σαν όρος για να τεθεί το ζήτημα της εξουσίας. Και παράλληλα και σ’ αυτό το πλαίσιο η ανάπτυξη των «μικρών αφηγήσεων», της μικροκαλυτέρευσης της ζωής σε ατομικό ή σε επίπεδο μικροομάδων, οι μονοθεματικές ομάδες παρέμβασης, η δημιουργία «νησίδων» ανακούφισης του ανθρώπινου πόνου.
Ιδιαίτερα όταν τα στρώματα που με έναν προνομιακό τρόπο απευθύνονται και με οποία «συνομιλούν» αυτές οι απόψεις είναι μικροαστικής προέλευσης και παρόλο που συμπιέζονται κοινωνικά και οικονομικά δεν έχουν απολέσει τα μικροαστικά χαρακτηριστικά τους. Και καλούνται να δώσουν διέξοδο σε εαυτούς και αλλήλους με έναν τρόπο που προσιδιάζει πολύ περισσότερο στην διαμορφωμένη μέχρι τώρα συνείδησή τους σε σχέση με την ολόπλευρη ένταξη τους σε μια κατεύθυνση συνολικής πάλης και ανατροπής του συστήματος.
Το ίδιο πρόσφορο έδαφος βρίσκουν και σε τμήματα νεολαίας, με μεγάλη θέληση προσφοράς και απόθεμα αλτρουιστικών αισθημάτων, που ελλείψει οράματος, ζώντας σ’ ένα περιβάλλον στο οποίο απουσιάζει ο λόγος αλλά και η πράξη της κομμουνιστικής αντίληψης, σε ένα περιβάλλον όπου το τι είναι αυτή (η κομουνιστική αντίληψη και πράξη και τι έχει δώσει) την μαθαίνουν μέσα από τον οχετό της διαστρέβλωσης της ιστορίας τόσο του κομμουνιστικού κινήματος, σε ένα περιβάλλον που αποθεώνεται ο ατομισμός, το εγώ, και στέλνεται το ανάθεμα στην οργανωμένη πάλη σαν καταπίεση της προσωπικότητας. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον και όντας μεγάλα τμήματά της σε μια μεταβατική σχέση με την ένταξη στη παραγωγή (όταν, αν και όπως έρθει αυτή) γοητεύονται από την αλλαγή «εδώ και τώρα», την παρέμβαση σε κοινωνικές μικροκλίμακες και τελικά ξοδεύονται σε έναν αδιέξοδο για τα ίδια και ακίνδυνα για το σύστημα δρόμο.
Μένουμε στα προηγούμενα, γιατί θα ήθελε πολύ χώρο για να αναφερθούμε τις πηγές της χρηματοδότησής των ΜΚΟ (Παγκόσμια Τράπεζα κλπ), την σχέση που έχουν οι ΜΚΟ με την επιβολή ελαστικών-μεσσαιωνικών σχέσεων εργασίας στον κόσμο και στην χώρα μας (πρόσφατα τα παραδείγματα), αλλά και την φανερή ή κρυφή σχέση που έχουν αυτές με την επανακατάκτηση του κόσμου από τις δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, όπως και τα πολλά πια παραδείγματα για το πώς λειτούργησαν αυτές στην ΝοτιοΑνατολική Ασία, στην Αφρική και στη Λατινική Αμερική (υποβοηθήματα της ιμπεριαλιστικής λεηλασίας και της καπιταλιστικής επίθεσης, υπηρεσία πυρόσβεσης των κινημάτων αντίστασης).
Δεν φτάνει τελικά η επίθεση για να διαλύσει αυτές οι παραπλήσιες αυταπάτες αλλά και την σχεδιασμένη προώθηση από το σύστημα αυτών των «διεξόδων». Απαιτείται όχι μόνο να ανοιχτεί μέτωπο ιδεολογικό απέναντι σ’ αυτές αλλά προπαντός να παραχθούν έμπρακτα αποτελέσματα στο πεδίο της λαϊκής αυτοοργάνωσης που θα συσπειρώνουν και θα εντάσσουν μερίδες του κόσμου αυτού που εμφορείται από γνήσια αισθήματα αμφισβήτησης του συστήματος σε μια άλλη ελπιδοφόρα προοπτική.

Οι πλατείες, η «Άμεση Δημοκρατία» και οι λογικές της ήττας

 Αποτελεί δική μου αίσθηση πως το αρχικό χάιδεμα των πλατειών από το σύστημα εμπεριείχε και την θέληση τμημάτων του συστήματος να μετασχηματίσουν τις πλατείες σε μια ιδιόμορφη «κοινωνία των πολιτών», ή/και να εμβαπτίσουν τις έως τώρα προσπάθειές τους σ’ αυτό το πεδίο στην κολυμπήθρα των πλατειών και να τις αναβαθμίσουν στα μάτια ευρύτερου κόσμου. Οι ποικίλες αναφορές των κρατούντων στο «ακομμάτιστο», στους «πολίτες», οι προτροπές για να «ανοιχθούν κανάλια διαλόγου και συνομιλίας» με τη δημόσια εξουσία, σε κάτι τέτοιο παραπέμπει. Παραπλήσια είναι και τα ζητήματα που ανοίχτηκαν στις πλατείες όσον αφορά την «άμεση δημοκρατία» από διαφορετικές ιδεολογικές και πολιτικές αφετηρίες. Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι είναι εύκολο «μεταξύ μας» να επιχειρηματολογήσουμε για τα δημοψηφίσματα (μια έκφραση της αστικής-μικροαστικής αντίληψης για την «άμεση δημοκρατία»),  μια τέτοια συζήτηση διατηρεί την αξία της μιας και το άνοιγμά της στα πλατιά λαϊκά στρώματα θα έχει σοβαρές απαιτήσεις και οπωσδήποτε μεγαλύτερες δυσκολίες.
Ωστόσο θα αναφερθώ κυρίως στην α/α/ε εκδοχή της «άμεσης δημοκρατίας» (κυρίως πάλι της ΑΚ και για να μην τσουβαλιάζουμε όλους και όλα) μιας και προσπαθεί να στεφανώσει την άποψη της με ριζοσπαστικότητα. Στη πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με μια καινούρια εκδοχή των παλιών «αμαρτιών»  του αναρχισμού που υπό το βάρος της ήττας δέχθηκε ιδεολογικά δάνεια και εμβολιάστηκε με τις (αυτ)απάτες του κινήματος της αντιπαγκοσμιοποίησης. Δηλαδή την αδυναμία-άρνηση να κατανοήσει την διαλεκτική αλληλεπίδραση βάσης- εποικοδομήματος και να αντιμετωπίσει το κράτος σαν ιστορικό προϊόν της ανθρώπινης κοινωνίας αντιμετωπίζοντας το σαν την ενσάρκωση του απόλυτου κακού πάνω από τάξεις (σε πλήρη αντιστοιχία με την αστική ιδεαλιστική αντίληψη για το κράτος και την εξουσία σαν ενσάρκωση του καλού- αντιστοιχία βέβαια από την ανάποδη). Σε συνάφεια με τα προηγούμενα, την αντιμετώπιση των κομμάτων όχι σαν έκφραση ταξικών συμφερόντων, αλλά σαν διαβολικά κατασκευάσματα των εξουσιαστικών ενστίκτων του ανθρώπινου είδους. Αυτές οι «αμαρτίες» συνδυάστηκαν με την παραίτηση από την επανάσταση και την ουτοπική άμεση[30] κατάργηση του κράτους που επαγγέλλονταν ο αναρχισμός, περιοριζόμενη πια σε σχέδια-το ίδιο ουτοπικά και αποπροσανατολιστικά- συνύπαρξης «ελευθεριακών νησίδων» με το αστικό κράτος. Θέλοντας να ελπίζει πως το αστικό κράτος θα σταθεί ουδέτερο απέναντι σ’ αυτές τις «τοπικές αυτοθεσμίσεις» που αυτός ο χώρος έχει ή θα επιχειρήσει, και δεν αντιλαμβάνεται πως η ανοχή που έδειχνε το κράτος σε πρότερες εποχές σε τέτοιου είδους εγχειρήματα δεν ισχύει σήμερα σε συνθήκες βαθύτατης κρίσης και καταιγιστικής επίθεσης, εκτός και εάν δεν εμπεριέχουν ούτε σπέρμα αμφισβήτησης.
Αφετηρία της αντίληψης της ΑΚ είναι η αποθέωση του ατόμου που δεν μπορεί να κρυφτεί παρά τις αναφορές στο συλλογικό (μάλλον οι αναφορές αυτές υπογραμμίζουν  τις αντιφάσεις αυτής της θεώρησης παρά τις επιλύουν): «Γιατί άραγε να διαφωνήσεις με τον Λοκ που πίστευε ότι η κοινωνία βασίζεται στην έμπρακτη συναίνεση των πολιτών και ότι το άτομο δεν οφείλει τίποτα στην κοινωνία αλλά η κοινωνία τα πάντα στο άτομο;… Όμως ο Λοκ στηρίζει το φυσικό του δίκαιο στο δικαίωμα στην ιδιοκτησία και στη βάση της αναγνώρισης ενός σώματος πολιτών. Δεν μπορούμε πια να δεχόμαστε τους όρους ενός φυσικού δικαιώματος που λειτουργεί ως αξίωμα επαλήθευσης των εξουσιαστικών δομών» [31]. Εδώ είναι που ταιριάζει το σχόλιο: θέλουν τις αστικές ιδέες (για το άτομο) χωρίς τις υλικές τους βάσεις (ατομική ιδιοκτησία).
Η αποθέωση του ατόμου και του ρόλου του στην ιστορία, καθώς και η μη κατανόηση της σχέσης βάσης- εποικοδόμημα φαίνονται και από τις εξής αναφορές: «Το αυτεξούσιο του ατόμου και της κοινωνίας είναι η βάση της άμεσης δημοκρατίας. Αυτό προϋποθέτει ατομική και κοινωνική συνείδηση απαλλαγμένη από προκαταλήψεις, δεισιδαιμονίες, ιδεοληψίες»[32]. Μάλιστα «ο μοναδικός παράγοντας αλλαγής υπήρξε ανέκαθεν το αυτεξούσιο άτομο, δηλαδή το πολιτικό υποκείμενο που από κοινού με τους άλλους οικοδομεί την ιστορία»[33]. Η ιστορία των ανθρώπων δεν είναι λοιπόν ιστορία της πάλης των τάξεων, αλλά ιστορία των «αυτεξούσιων ατόμων». Αυτό το «αυτεξούσιο άτομο» βέβαια αναζητείται, γιατί σαν τέτοιο είναι ένα άτομο εκτός τόπου και χρόνου, άυλο, που δεν γεννιέται σε διαμορφωμένες από τα πριν κοινωνικές παραγωγικές σχέσεις, οι οποίες τον «εξουσιάζουν», που καθορίζουν το κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα δράσει, δεν υφίσταται και το ίδιο μια κοινωνική πραγματικότητα γεμάτη από «προκαταλήψεις, δεισιδαιμονίες, ιδεοληψίες». Στα σκουπίδια λοιπόν και η υλιστική διαλεκτική αντίληψη -που έχει επιβεβαιωθεί πλήρως από την ιστορική πορεία της ανθρωπότητας- που αναφέρει: «Μα η ουσία του ανθρώπου δεν είναι αφαίρεση που υπάρχει μέσα στο μεμονωμένο άτομο. Στην πραγματικότητά της είναι το σύνολο των κοινωνικών σχέσεων»[34]. Σε συνέχεια με το προηγούμενο, αφού το αυτεξούσιο του ατόμου που είναι μάλιστα η βάση της άμεσης δημοκρατίας προϋποθέτει ατομική και κοινωνική συνείδηση απαλλαγμένη από προκαταλήψεις, δεισιδαιμονίες, ιδεοληψίες, σε μια κοινωνία που όμως τις αναπαράγει, αναμείνατε στο ακουστικό σας μέχρι όλοι οι άνθρωποι να αλλάξουν για να φτιαχτεί αυτή η βάση (της άμεσης δημοκρατίας)[35]. Ή έστω, στην παραλλαγμένη με το εμβόλιο της αντιπαγκοσμιοποίησης εκδοχή, ελάτε σε μας που είμαστε «αυτεξούσια άτομα» (όχι σαν κάτι άλλους) για να φτιάξουμε την ουτοπία μας στην κατάληψη της τάδε οδού, ή σε μια γειτονιά!
Η ΑΚ αντιμετωπίζει το ζήτημα της δημοκρατίας με αταξικούς προσδιορισμούς(«άμεση») αρνούμενη όχι μόνο την οργάνωση της εργατικής τάξης και του λαού σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο αλλά την ίδια την ύπαρξή τους: «Η άμεση δημοκρατία στηρίζεται στην αδιαμεσολάβητη παρουσία, στην πολλαπλότητα των στόχων, στη δημιουργία συναρθρώσεων με βάση τη δράση στους χώρους εργασίας, στις τοπικές συνελεύσεις, στα κενά του κοινωνικού ιστού (άνεργοι, μετανάστες), και αυτή η απαίτηση δεν απορρέει από την υπόθεση μιας εργατικής τάξης ή ενός λαού αλλά τουναντίον από την εξαφάνιση κάθε τέτοιας υπόθεσης» [36].  Έτσι κι αλλιώς «καμιά ιδιαίτερη μορφή ανισότητας δεν μπορεί να προβληθεί ως ο κεντρικός άξονας του αγώνα»[37], δηλαδή έχουμε και εδώ όπως και στην ιδεολογία των ΜΚΟ τον υποβιβασμό της ταξικής αντίθεσης εργασίας- κεφαλαίου, την αντίθεση ιμπεριαλισμού- λαών  σε μια ακόμη ανισότητα από τις πολλές που υπάρχουν στην καπιταλιστική κοινωνία.
Ταυτόχρονα ταυτίζει τους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς που ανακάλυψαν (Κομμούνες, Σοβιέτ) οι εργάτες και οι εργαζόμενοι  για την άσκηση της εξουσίας τους στο σοσιαλισμό(μία από τις «ετερονομίες» όπως και τα κόμματα σύμφωνα με την ορολογία της ΑΚ) με τον κοινοβουλευτισμό της αστικής δημοκρατίας. Θέλει έτσι να ξεχνάει όχι μόνο την μαρξιστική κριτική στον αστικό κοινοβουλευτισμό αλλά και την πείρα της Παρισινής Κομμούνας:  «Η Κομούνα έμελλε να είναι ένα μη κοινοβουλευτικό, αλλά εργαζόμενο σώμα, νομοθετικό και εκτελεστικό ταυτόχρονα… Αντί να αποφασίζει μια φορά κάθε τρία ή έξι χρόνια ποιο μέλος της κυρίαρχης τάξης θα εκπροσωπεί και θα καταπιέζει το λαό στη βουλή, αντί γι αυτό το γενικό εκλογικό δικαίωμα έμελλε να χρησιμεύσει στον οργανωμένο σε κομμούνες λαό, όπως το ατομικό εκλογικό δικαίωμα χρησιμεύει σε κάθε εργοδότη, για να διαλέγει εργάτες, επιστάτες και λογιστές για την επιχείρησή του». [38] Πάνω στο απόσπασμα αυτό του Μαρξ, ο Λένιν στο Κράτος και Επανάσταση αναφέρει: «…Ξανά και ξανά πρέπει να πούμε: τα διδάγματα του Μαρξ που βασίζονται στη μελέτη της Κομμούνας ξεχάστηκαν τόσο πολύ που για τον σημερινό σοσιαλδημοκράτη (διάβαζε: προδότη του σοσιαλισμού) είναι εντελώς ακατανόητη άλλη κριτική του κοινοβουλευτισμού εκτός από την αναρχική ή την αντιδραστική.
Η διέξοδος από τον κοινοβουλευτισμό δε βρίσκεται, φυσικά, στην κατάργηση των αντιπροσωπευτικών θεσμών και της αιρετότητας, αλλά στη μετατροπή των αντιπροσωπευτικών θεσμών από λογοκοπεία σε “εργαζόμενα” σώματα». Για να συνεχίσει ως εξής την κριτική του αστικού κοινοβουλευτισμού:
«…Κοιτάξτε οποιαδήποτε κοινοβουλευτική χώρα, από την Αμερική ως την Ελβετία,…, : η καθαυτό “κρατική” δουλειά διεξάγεται πίσω από τα παρασκήνια και την κάνουν οι Διευθύνσεις των υπουργείων, τα γραφεία, τα επιτελεία. Στα κοινοβούλια απλώς φλυαρούν με τον ειδικό σκοπό να ξεγελούν τον “λαουτζίκο”».
Νομίζει λοιπόν η ΑΚ πως αν βάλει άλλες λέξεις θα αλλάξει την ουσία των προβλημάτων που έχουν αναδειχθεί από την σοσιαλιστική εμπειρία του 20ου αιώνα. Διαβάζουμε έτσι στο κείμενο της για την Άμεση Δημοκρατία που κυκλοφόρησε στο διαδίχτυο(indymedia). «Η αντιπροσωπευτικότητα, όπως την γνωρίζουμε από τον κοινοβουλευτισμό και από όλες τις ετερονομίες, χάνει το νόημά της στις διαδικασίες της άμεσης δημοκρατίας και αυτό όχι μόνο επειδή είναι μεσολαβήσεις αλλά γιατί οι αποφάσεις παίρνονται και πραγματώνονται από όλους. Όλοι αποφασίζουν, όλοι συμμετέχουν, όλοι ελέγχουν».
Για να συνεχίσει όμως αμέσως μετά: «Η γενικευμένη ανακλητότητα είναι το ανάχωμα στα προνόμια, στη γραφειοκρατία, στην ανισότητα, στη δυσαρμονία λόγων και έργων. Η ανακλητότητα είναι βασικό όπλο ενάντια στην πρωταρχική συσσώρευση εξουσίας και κυριαρχίας».
Πως γίνεται τώρα να υπάρχει ανακλητότητα χωρίς να υπάρχει αντιπροσώπευση (ποιος θα ανακληθεί; Ο μη αντιπρόσωπος!), και αν υπάρχει αντιπροσώπευση πως χάνει το νόημά της μόνο η ΑΚ μπορεί να το εξηγήσει!!
Όσο για το ζήτημα της  αιρετότητας- ανακλητότητας μάλλον δεν ανακαλύπτει την Αμερική: η Κομμούνα την πραγματοποίησε όπως και τα ρώσικα Σοβιέτ αλλά και οι κινέζικες Κομμούνες. Αυτή (η αιρετότητα- ανακλητότητα) δεν απέτρεψε από μόνη της, όπως και καμιά διαδικασία άλλωστε δεν μπορεί, την ανάπτυξη νεοαστικών στοιχείων, δεν μπορεί να επιφέρει τη λύση των αντιθέσεων χειρωνακτικής- πνευματικής εργασίας, πόλης- χωριού κλπ. Είναι ένας από τους αναγκαίους όρους αλλά όχι ικανός για τον επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας μετά την επανάσταση. Η κοινωνία των  «ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών» έχει πολύ περισσότερους όρους (υλικούς και πολιτιστικούς) για να υπάρξει που αφορούν το πολιτικό και πολιτιστικό εποικοδόμημα αλλά αφορούν πρωταρχικά και καίρια την παραγωγική οικονομική βάση με επίκεντρο τον επαναστατικό μετασχηματισμό των παραγωγικών σχέσεων σε κομμουνιστική κατεύθυνση… Η σοσιαλιστική οικοδόμηση στην ΕΣΣΔ, και η ΜΠΠΕ έθεσε στη ζωή και στην πάλη ορισμένους από αυτούς. Εκτός και αν αποφεύγουμε τα ζητήματα που έχουν τεθεί μένοντας απλά στο έδαφος του καπιταλισμού όπως θα δούμε παρακάτω…
Η ΑΚ για να οικοδομήσει την λογική της «μπερδεύει» την αναγκαία δημοκρατία στα πλαίσια του κινήματος (η οποία-σημειωτέον- στις πλατείες έγινε προσπάθεια να περιοριστεί στο όνομα της «άμεσης δημοκρατίας»)και την επίσης αναγκαία ανατροπή της λογικής της ανάθεσης, όπως μας κληροδοτήθηκε όχι μόνο από τον αστισμό αλλά και από τον αναθεωρητισμό της επίσημης αριστεράς,  με ουτοπικά και αντιδραστικά από ιστορικής άποψης σχέδια επί χάρτου για εφαρμογή της «άμεσης δημοκρατίας» τόσο σε κοινωνικό όσο και σε οικονομικό επίπεδο. Σχέδια που εάν τα διαβάσει κανείς μπορεί να τρελαθεί από την άμεση γραφειοκρατία που εμπεριέχουν[39] και που δένονται με αντιλήψεις του τύπου «ένα βασικό σημείο για την ανάπτυξη της άμεσης δημοκρατίας είναι η αναγκαστική της συνύπαρξη με τη μη κατάληψη της εξουσίας»[40] δηλαδή «να μην πάρουμε την εξουσία» γιατί αυτή διαφθείρει. Άλλωστε «υπάρχουν δύο σημεία που καθιστούν την άμεση δημοκρατία τόσο επιτακτικά επίκαιρη: το πρώτο είναι ότι η αντίσταση οφείλει πλέον να κινηθεί χωρίς να αναπαράγει τη φαντασίωση του τελικού συμβάντος μιας ολιστικής αλλαγής (επανάσταση) και το δεύτερο ότι δεν υπάρχει κάτι ενιαίο για να εκπροσωπηθεί». Στο δεύτερο σημείο έχουμε αναφερθεί πιο πριν: αφορά την εξαφάνιση «της υπόθεσης μιας εργατικής τάξης κλπ». Όσον αφορά το πρώτο είναι κάτι παραπάνω από σαφές η άρνηση από μέρους της ΑΚ της αναγκαιότητας και της δυνατότητας της επανάστασης. 
Οπότε τι μένει εάν δεν παλεύεις για την ανατροπή αυτού του συστήματος; «Τίποτα δεν είναι σήμερα πιο σημαντικό από τη σύνδεση και υπεράσπιση των αυτόνομων κοινοτήτων και κινημάτων, τη δημιουργία ενός χώρου που η εξουσία δεν θα μπορεί πλέον να εκφράζεται ως αυθεντία»[41]. Ή ακόμη πιο συγκεκριμένα: «…αξία δεν έχει πλέον να μιλάμε ή να γράφουμε γι’ αυτά τα πράγματα, αλλά να δημιουργήσουμε αμεσοδημοκρατικές δομές και μικροοικονομίες με τις οποίες να αυτοσυντηρούμαστε αλληλέγγυα, έξω από τα δεσμά της αναπτυξιακής λογικής και της ολοκληρωτικής αγορά» [42]. Δηλαδή η εφαρμογή της ελευθεριακής  ουτοπίας, της «άμεσης δημοκρατίας» σε καταλήψεις σπιτιών, άντε και στις γειτονιές (έχουμε και τα παραδείγματα του χωριού στην Ισπανία αλλά και στην Ελλάδα, τα αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια στην Αργεντινή, το «δίκαιο εμπόριο») στο περιθώριο,  δρώντας συμπληρωματικά δίπλα στην βάρβαρη κοινωνική και οικονομική πραγματικότητα και ελπίζοντας στην ανοχή της κρατικής εξουσίας. Ξαναγυρίζουμε λοιπόν σε μια α/α/ε εκδοχή της «κοινωνίας των πολιτών» πέρα από τάξεις και άλλα τέτοια μαρξιστικά και παρωχημένα.

Γ. Γνώση- επιστήμη- εκπαίδευση

Γνώση είναι η διαδικασία με την οποία η ανθρώπινη σκέψη πλησιάζει όλο και πιο πολύ, συνέχεια, ατελείωτα, αιώνια τα αντικείμενα… Την απεικόνιση της φύσης μέσα στην ανθρώπινη σκέψη πρέπει να την εννοούμε όχι σαν κάτι παθητικό, σαν κάτι που γίνεται με έναν τρόπο «νεκρό», «αφηρημένο» όχι χωρίς κίνηση, όχι χωρίς αντιφάσεις, αλλά μέσα στο αιώνιο γίγνεσθαι της κίνησης, της γέννησης των αντιφάσεων και της λύσης τους.
Β.Ι. Λένιν
Φιλοσοφικά Τετράδια

 Τι είναι γνώση; Από τότε που υπάρχει ταξική κοινωνία υπάρχουν δύο μόνο τομείς γνώσεις: εκείνος που σχετίζεται με τον αγώνα για τη την παραγωγή και εκείνος που σχετίζεται με την ταξική πάλη. Οι φυσικές και κοινωνικές επιστήμες αποτελούν αποκρυστάλλωμα των δύο αυτών τομέων γνώσης και η φιλοσοφία αποτελεί τη γενίκευση και συνόψιση των δύο πραγμάτων.
Μάο Τσε Τουνγκ
 «Να βελτιώσουμε το στυλ εργασίας του κόμματος»

Το πρώτο απόσπασμα (επεκτεινόμενο πέρα από τη φύση και στη κοινωνία) δίνει ένα συμπυκνωμένο «ορισμό» της γνώσης, σαν μια χωρίς τέλος διαδικασία ανακάλυψης του κόσμου που μας περιβάλλει, μετατροπής του «πράγματος καθ’ εαυτό» σε «πράγμα για μας». Με αυτή την έννοια δεν υπάρχει ένα αδιαπέραστο τείχος αλλά μια διαλεκτική σύνδεση μεταξύ της σχετικής αλήθειας με την οποία η ανθρωπότητα προσεγγίζει τα φυσικά και κοινωνικά φαινόμενα σε κάθε φάση της ιστορικής της εξέλιξης και της απόλυτης αλήθειας. Το δεύτερο απόσπασμα μας προσφέρει τις «πηγές» της γνώσης (παραγωγή, ταξική πάλη ή με άλλους όρους εργασία, κοινωνική πρακτική) δηλαδή την ανθρώπινη πράξη, αλλά και δίνει μιαν απάντηση «στο μυστήριο» της προέλευσης των επιστημών και της φιλοσοφίας. Όσο για την εκπαίδευση να πούμε μόνο πως αποτελεί την ας πούμε συγκροτημένη σε ξεχωριστό (από την παραγωγική διαδικασία) μηχανισμό διαδικασία επεξεργασίας, μετάδοσης της γνώσης (θα δούμε ποιας και πως) που σε ορισμένη βαθμίδα της (ανώτατη) περιλαμβάνει και την με συγκροτημένο και συνειδητό τρόπο (γιατί νέα γνώση παράγεται από την πράξη και στις άλλες βαθμίδες) ανακάλυψη νέας γνώσης. Να σημειώσουμε εδώ πως αυτός ο ξεχωριστός μηχανισμός (εκπαιδευτικός) οικοδομήθηκε στον καπιταλισμό ενώ μόνο πρωτόλεια στοιχεία του έχουμε στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες(έχει και αυτό τη σημασία του όπως θα δούμε).
«Δεν μπορεί να υπάρξει γνώση “ξεκάρφωτη”,  “αδέσμευτη” από τη συγκεκριμένη μορφωτική διαδικασία μέσα από την οποία παράγεται, και δεν υπάρχει μορφωτική διαδικασία που δεν υπόκειται στις δεσμεύσεις και τους καθορισμούς της ταξικής κοινωνίας(όλα αυτά αποτελούν μια ενότητα)».[43] Ο παραπάνω συλλογισμός επεκτείνεται και για την επιστήμη και για την εκπαίδευση. Δεν υπάρχει επιστήμη «ουδέτερη», «ανεπηρέαστη», από τους κοινωνικούς όρους κάτω από τους οποίους παράγεται.  Ούτε εκπαίδευση που να πατάει στα… σύννεφα, και αν μιλάμε για τον καπιταλισμό, δεν μπορεί να υπάρξει εκπαίδευση στον καπιταλισμό που να μην φέρει τους όρους και τους περιορισμούς αυτού του τρόπου παραγωγής, αλλά και να μην τους υπηρετεί ενεργητικά (να πάλι η διαλεκτική σχέση βάσης εποικοδομήματος- το γενικό υπάρχει στο ειδικό).

Γ1 .  Για την επιστήμη και την επιστημονική- τεχνική επανάσταση 

Αρχικά θα προσπαθήσουμε να εκθέσουμε μέσω παραδειγμάτων έστω και συνοπτικά το πώς η επιστήμη εξαρτάται από τους κοινωνικούς όρους κάτω από τους οποίους παράγεται στη διάρκεια των τελευταίων αιώνων και πως εκφράζεται η διαπάλη υλισμού- ιδεαλισμού μέσα στις επιστήμες. Στη συνέχεια θα προσπαθήσουμε να αντικρύσουμε την σχέση επιστήμης-κεφάλαιου για να ανακαλύψουμε μέσα από παραδείγματα τους σύγχρονους (δηλαδή καπιταλιστικούς- ιμπεριαλιστικούς) κοινωνικούς όρους ανάπτυξης των επιστημών και της έρευνας.
Όταν ο Newton ανακάλυπτε το νόμο της παγκόσμιας έλξης, η λέξη (δύναμη) που χρησιμοποίησε για να περιγράψει την αλληλεπίδραση των μαζών στο σύμπαν ήταν δανεισμένη από τη Θεολογία. Δεν ισχυριζόμαστε πως το έκανε συνειδητά, «πληρωμένα», αλλά είναι πέρα από κάθε αμφιβολία ότι το «δάνειό» του έκφραζε τους κοινωνικούς όρους μέσα στους οποίους παρήγαγε την επιστημονική του ανακάλυψη, τη σημαντική θέση της θεοκρατίας στην εποχή του, αλλά και την αντανάκλαση της δικής του πίστης στο τρόπο που εκφράζονταν. Ταυτόχρονα ενώ είναι ο «πατέρας» της Μηχανικής, φαντάζονταν το σύμπαν σαν ένα τεράστιο ρολόι με τέλεια εξαρτήματα που όμως του δόθηκε η «πρώτη ώθηση» (με άλλα λόγια ο θεός) για να μπει σε κίνηση. Έτσι η μεταφυσική του αντίληψη (που βλέπει χωριστά την ύλη από την κίνηση) συμπληρώνονταν από τον ιδεαλισμό της εξωκοσμικής δύναμης Όμως τόσο αυτό όσο και η αντίληψη του γα την «σε χρόνο μηδέν» άσκηση των δυνάμεων βαρύτητας, δεν ήταν μια ευθεία συνάρτηση των μεταφυσικών-ιδεαλιστικών του αντιλήψεων αλλά οφείλονταν κυρίως στον περιορισμό που εισέρχονταν από το επίπεδο των επιστημονικών ανακαλύψεων (και που σχετίζεται με το επίπεδο των παραγωγικών δυνάμεων της κοινωνίας). Επιπλέον ο Newton (όπως και αρκετοί από τους επιστήμονες των επόμενων αιώνων) λόγω της ενασχόλησής του με την πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου έρεπε αναπόφευκτα προς έναν «αυθόρμητο»- ασύνειδο- (μηχανιστικό) υλισμό.
Ο Δαρβίνος, όντας και ο ίδιος βαθιά θρησκευόμενος, καθυστέρησε επί 25 χρόνια την δημοσίευση της θεωρίας του για την «Καταγωγή των ειδών», διαισθανόμενος (και σωστά) τον πόλεμο που θα δέχονταν από την εκκλησία αλλά και από αρκετούς του επιστημονικού κόσμου που λειτουργούσαν σαν «οργανικοί διανοούμενοι» της αστικής τάξης. Ο Δαρβίνος ευτυχώς αντιμετώπισε μόνο την χλεύη και τον θεωρητικό «πόλεμο», και όχι την πυρά όπως ο Τζορντάνο Μπρούνο όταν υπερασπίστηκε μέχρι τέλους την θεωρία του. 
Στα σύγχρονα τώρα και όταν πια η επιστήμη υπάχθηκε πλήρως στο κεφάλαιο, δεν ήταν καθόλου τυχαίο πως οι κβαντομηχανιστές[44] στο μεγαλύτερο μέρος τους, επέκτειναν σε αντιδραστικές φιλοσοφικές θεωρίες τις ανακαλύψεις τους.  Έτσι από τον αγνωστικισμό του «δεν μπορούμε να γνωρίσουμε την ουσία του κόσμου που μας περιβάλλει», έφτασαν στο σημείο να αναφέρονται στην «ελεύθερη βούληση» των σωματιδίων, και ισχυρίζονταν πως τα σωματίδια δεν υπάρχουν πραγματικά αλλά αποτελούν ιδέες του εγκεφάλου επειδή παίρνουν τη μορφή του κύματος (αποτελούν «κύματα γνώσης»)! Στο πλαίσιο της κβαντομηχανικής, η αρχή της απροσδιοριστίας του Heisenberg, προεκτεινόμενη με ιδεαλιστικό και αυθαίρετο τρόπο, χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα σαν ένα ιδιαίτερα αποτελεσματικό όπλο ενάντια στη μαρξιστική υλιστική θεώρηση για τη δυνατότητα να γνωρίσουμε τον κόσμο. Χρησιμοποιείται δηλαδή για την «επιστημονική» επανεθεμελίωση του αγνωστικισμού, που έτρωγε τα μούτρα του από τη χιονοστιβάδα των επιστημονικών ανακαλύψεων των δύο τελευταίων αιώνων.
Αντίστοιχα και η «Θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης», που αποτελεί μια φιλοσοφική απάντηση στο ερώτημα υλισμός ή ιδεαλισμός παρά μια επιστημονική θεωρία, και  επιχειρεί μια «ολική επαναφορά» της έννοιας του Θεού, πολεμώντας την υλιστική αρχή του αέναου χώροχρόνου. Γιατί είναι διαφορετικό κάποια στιγμή, μέσα στην αιώνια εξέλιξη του χωροχρόνου να συνέβηκε μια «μεγάλη έκρηξη» και άλλο να προσδιορίζεις (όπως κάνουν οι θεωρητικοί της Μεγάλης Έκρηξης) σ’ αυτή τη στιγμή την αρχή του χωροχρόνου και του σύμπαντος. Έτσι ξεπηδούν τα ερωτήματα: τι υπήρχε πριν την μεγάλη έκρηξη; Και πιο «χέρι» έδωσε το εναρκτήριο λάκτισμα της αρχής χωροχρόνου-σύμπαντος; κλπ . Και παρόλο που τα δήθεν επιστημονικά της τεκμήρια όλο και αλλάζουν, αναγκάζοντάς την να κάνει συνεχώς προσθήκες για «να κρατηθεί στη ζωή», αποτελεί σήμερα την πλειοψηφούσα στον «επιστημονικό κόσμο» θεωρία (εξακολουθούμε να αναφερόμαστε στη «θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης» και όχι στον αν υπήρξε κάτι τέτοιο). Είναι τυχαίο πως όλα αυτά αναπτύσσονται όταν η διαπάλη καπιταλισμού- σοσιαλισμού είχε γίνει οξύτατη; Είναι τυχαίο το γεγονός πως η αρνητική για την εργατική τάξη και τους λαούς έκβαση της ταξικής πάλης στο δεύτερο μισό του εικοστού αιώνα συνδέθηκε με την άνοδο της θεωρίας της Μεγάλης Έκρηξης[45];
Αντίστοιχα δεν είναι μήπως διαλεκτικά δεμένος ο σύγχρονος ανορθολογισμός με την απελευθέρωση μετά το 1990 των πιο αντιδραστικών δυνάμεων του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού και την κλιμάκωση της γενικευμένης επίθεσης στην εργατική τάξη και τους λαούς[46]; Ανορθολογισμός που δεν αφορά μόνο τις σύγχρονες τηλεοπτικές καφετζούδες- χαρτορίχτρες, αλλά και όλες εκείνες τις μεταφυσικές και παραθρησκευτικές οργανώσεις (New Age) που βασίστηκαν ισχυρά στον ιδεαλισμό των ανατολικών θρησκειών και που κατέκλυσαν τη Δύση. Ή στην άνοδο των λεγόμενων δημιουργιστών στις ΗΠΑ και την προσπάθεια η «θεωρία της δημιουργίας» να διδάσκεται στη Βιολογία (!)  δίπλα με την δαρβινική θεωρία της εξέλιξης (υπάρχουν και οι πιο ακραίοι που ζητούν απαγόρευση της διδασκαλίας της θεωρίας της εξέλιξης στα σχολεία).
Άρα δεν είναι άρρηκτα δεμένο με τον σημερινό συσχετισμό δυνάμεων και τους όρους κυριαρχίας που έχει διαμορφώσει ο καπιταλισμός- ιμπεριαλισμό με το γεγονός πως φτάσαμε στο σημείο στο επίπεδο των επιστημονικών ιδεών να «κοντράρεται» - ουσιαστικά συμπληρώνεται- ο πιο «χυδαίος» και μηχανιστικός υλισμός (που «ανακάλυψε» μέχρι και εγωιστικά γονίδια και τι θα «ανακαλύψει» ακόμη!) με τον πιο ακραίο ιδεαλισμό (που σε λίγο θα αρνηθεί το βάθρο πάνω στο οποίο ορθώθηκε η επιστήμη δύο αιώνες πριν: στο ότι ο κόσμος υπάρχει πραγματικά και δεν είναι κατασκευή του μυαλού μας); Για να επιβεβαιωθεί ακόμη μια φορά ο μαρξισμός που θεωρούσε πως ο ιδεαλισμός καλύπτει τα κενά και τις ανακολουθίες του μηχανιστικού υλισμού.
Τώρα θα προσεγγίσουμε και θα οριοθετήσουμε την επιστήμη σε σχέση με την υπαγωγή της στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής. Εστιάζοντας στην «επιστημονικοτεχνική επανάσταση» και με τι συνδέθηκε αυτή σε Δύση και Ανατολή. Γιατί μπορούν να βγουν πολύ χρήσιμα συμπεράσματα για την επιστήμη στο σήμερα σε αντίθετη κατεύθυνση από την κυρίαρχη άποψη και να μας δώσουν εκείνες τις προϋποθέσεις για να αντικρίζουμε την επιστήμη με σωστό τρόπο.
 Βομβαρδιζόμαστε καιρό τώρα από τους θεωρητικούς της «επιστημονικής- τεχνολογικής επανάστασης» (την ΕΤΕ από δω και πέρα), που υπήρξε, πάντα κατά τη γνώμη μας, προπομπός των θεωριών «της  κοινωνίας της γνώσης», της «μεταβιομηχανικής» και «μετα- καπιταλιστικής» κοινωνίας και αποτέλεσε θεωρητικό πλαίσιο για την «εξαφάνιση τη εργατικής τάξης» ή/και το «ξεχείλωμα» της ανάλογα με τις ιδεολογικές και πολιτικές ανάγκες που καλούνταν να υπηρετήσει.  Πεποίθησή μας είναι πως η θεωρία περί της ΕΤΕ, δεν αποτελεί παρά μια «ολοκληρωμένη» και δήθεν «επιστημονικά τεκμηριωμένη», μοντέρνα εκδοχή της ρεβιζιονιστικής θεωρίας των «παραγωγικών δυνάμεων».
Επειδή μια αναλυτική αναφορά[47] στην ΕΤΕ ξεφεύγει από τα όρια αυτής της τοποθέτησης που θέλει να επικεντρωθεί στην επιστήμη εδώ θα τονίσουμε επί τροχάδην τις βασικές της πλευρές για να φτάσουμε στο ζητούμενο.
Η βάση της θεώρησης της ΕΤΕ είναι πως ο καπιταλισμός περνάει σε μια νέα φάση, όπου κυριαρχούν και επεκτείνονται τα αυτοματοποιημένα εργοστάσια και η «επιστημονικοποίηση» γενικότερα της παραγωγής. Η νέα φάση (ΕΤΕ) προϋποθέτει για την ανάπτυξη της ολοκληρωμένους εργαζόμενους και όχι τους μερικούς εργάτες της βιομηχανικής επανάστασης(ΒΕ), μιας και εισάγει στο κέντρο της παραγωγικής διαδικασίας την «περίπλοκη εργασία»(να ένας ακόμη βολικός χωρισμός: όχι με βάση τον τρόπο παραγωγής αλλά των «τεχνολογικών επαναστάσεων»). Η επιστήμη μετατρέπεται πια σε άμεση και αποφασιστική παραγωγική δύναμη και ο εργάτης περνάει στο περιθώριο της παραγωγής με διπλό τρόπο: το κεφάλαιο δεν τον χρειάζεται για να παραχθεί αξία και υπεραξία, η ΕΤΕ προωθεί στο επίκεντρο της παραγωγικής διαδικασίας τον «επιστημονικά και τεχνικά» εργαζόμενο, που μιας και είναι φορέας της άμεσης και στο εξής αποφασιστικής παραγωγικής δύναμης δηλαδή της επιστήμης, μετατρέπεται σε εργατική τάξη ή γίνεται η νέα εργατική τάξη. Η επιστήμη υποτάσσει τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής στη δική της λογική, επιστήμη και βιομηχανία γίνονται ένα ενιαίο σύνολο χωρίς αντιθέσεις,  η βιομηχανία «επιστημονικοποιείται». Η νέα φάση διέπεται από νέους νόμους που αντιστοιχούν σε μια νέα πολιτική οικονομία, η αξιοποίηση του κεφαλαίου-δηλαδή η δημιουργία υπεραξίας- παύει να αποτελεί όρο για την παραγωγική πρόοδο, ο νόμος της αξίας καταργείται. Η ΕΤΕ με βάση τα προηγούμενα επαναστατικοποιεί τις παραγωγικές σχέσεις, συμφιλιώνει την χειρωνακτική με την πνευματική εργασία, δημιουργεί «νέα κέντρα βαρύτητας», στέλνοντας την ταξική πάλη και την επανάσταση στα αζήτητα, αφού διαλύει τις ταξικές σχέσεις μιας και απαιτεί για την ύπαρξη της τον «ολοκληρωμένο άνθρωπο».
Σε μια αρκετά διαδεδομένη σύνδεση της ΕΤΕ με την ρεβιζιονιστική θεώρηση του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού αυτό που φταίει είναι η κακή της χρησιμοποίηση (της ΕΤΕ) από τον αυτόν που την παρεκτρέπει από την πορεία της, την «παγώνει». Αλλά σαν «επαναστατική τεχνική» που είναι η ΕΤΕ(!) αυτός μόνο στιγμιαία μπορεί να τη χρησιμοποιήσει, και έτσι η αντίθεση της ΕΤΕ με τον καπιταλισμό που την περιορίζει μεγαλώνει τον κίνδυνο για την κυριαρχία του κεφαλαίου. Εδώ και αν δεν χωρούν ταξική πάλη και επανάσταση.
Αν θα θέλαμε κάτι να τονίσουμε πριν περάσουμε στα της επιστήμης από την μαρξιστική πλευρά, θα θέλαμε να δώσουμε μια εικόνα για το πώς και με τι συνδέθηκε η ΕΤΕ στην Ανατολή και στη Δύση. Δεν είναι τυχαίο πως ο Ρίχτα ήταν σαν να λέμε από τους κύριους «οργανικούς διανοούμενους» της σχηματιζόμενης νέας αστικής τάξης στις ανατολικές χώρες. Γιατί η αντίληψή του για την ΕΤΕ, μεταμφίεζε τους μηχανικούς κλπ της παραγωγής σε εργάτες, ξεχείλωνε έτσι την εύρος της εργατικής τάξης «μπάζοντας» σ’ αυτήν στοιχεία της «ιντελιγκέντσιας» που αναπτύσσονταν στην παραγωγή. Αυτό το τελευταίο («στην παραγωγή») έχει ιδιαίτερη αξία μιας και τα νεοαστικά στοιχεία αναπτύσσονταν βασικά σε δύο τομείς (που αλληλοκαλύπτονταν αλλά και ξεχώριζαν), μέσα στον κομματικοκρατικό μηχανισμό και μέσα στην παραγωγή και την οικονομία. Αναπτύσσονταν σε ενότητα μεταξύ τους με βάση την κοινή τους αντίθεση με την εργατική τάξη αλλά είχαν και μεταξύ τους αντίθεση για το ποιο τμήμα θα κυριαρχήσει. Έτσι ο Ρίχτα μετονόμαζε τα ιδιαίτερα δικά τους συμφέροντα σε συμφέροντα της εργατικής τάξης, νομιμοποιούσε την καπιταλιστική πρακτική των διευθυντών των εργοστασίων (εργαζόμενοι σε περίπλοκη εργασία), νομιμοποιούσε την μεταφορά της «αρμοδιότητας» στην παραγωγή (για το τι, πόσο και πως) από την εργατική τάξη στα σχηματιζόμενα σε τάξη νεοαστικά στοιχεία[48].  Όσο για τη Δύση, που δεν είχε την ανάγκη «νομιμοποίησης» του καπιταλισμού, η θεωρία της ΕΤΕ χρησιμοποιήθηκε για να δώσει τέλος στην ύπαρξη της εργατικής τάξης και της πάλης των τάξεων, έγινε ένα από τα πεδία δικαιολόγησης των αντιδραστικών πολιτικών που επιβλήθηκαν στην εργατική τάξη, έδινε μια εύκολη ερμηνεία και τρόπο διαφυγής απέναντι στην ήττα του επαναστατικού κινήματος, που γρήγορα κατέληξε στην αγκαλιά του συστήματος, και στην αποδοχή του καπιταλιστικού μονόδρομου. 
Με ακριβώς αντίθετο τρόπο αντίκρισε ο Μαρξ την επιστήμη. Εκεί που ο Ρίχτα βλέπει την «επιστημονικοποίηση» της παραγωγής που καταργεί το νόμο της αξίας, ο Μαρξ βλέπει ότι στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής η διαδικασία της εργασίας δεν εμφανίζεται παρά μόνο σαν διαδικασία αξιοποίησης του κεφαλαίου, σαν δηλαδή παραγωγή υπεραξίας. Γιατί ο καπιταλισμός δεν θέλει να παράγει προϊόντα με αξίες χρήσης, παράγει εμπορεύματα με ανταλλακτική αξία που σαν αναγκαίο κακό για να πουληθούν πρέπει να έχουν μια αξία χρήσης! Και έτσι εντάσσει και οριοθετεί την διαδικασία εφαρμογής της επιστήμης ή όχι στο προτσές εργασίας από το κατά πόσο συμβάλλει στην ανάπτυξη αυτού του προτσές υφαρπαγής υπεραξίας από τον εργάτη αλλά στην υποταγή του.
Άρα για τον Μαρξ «το κεφάλαιο δεν προστρέχει στις μηχανές παρά μονάχα: α) όταν η χρησιμοποίηση της νεκρής εργασίας (συσσωρευμένης στις μηχανές) επιτρέπει να παίρνεται ένα μεγαλύτερο μέρος υπερεργασίας και μ’ αυτό να μειώνεται το μέρος της εργάσιμης μέρας που ο εργάτης αφιερώνει για τον δική του παραγωγή, σε βάρος εκείνης που πηγαίνει στο κεφάλαιο. β)  Από το άλλο μέρος όταν οι τεχνικές (ή οι τεχνολογικές εφαρμογές της επιστήμης) επιτρέπουν μια καλύτερη κυριαρχία του προτσές εργασίας από το κεφάλαιο και εξασφαλίζει την υποταγή του εργάτη (ατομική ή συλλογική). Για την μαρξιστική λοιπόν θεώρηση, δεν είναι η επιστήμη που επιβάλλει τη λογική της στο κεφάλαιο, αλλά το κεφάλαιο που ιδιοποιείται την επιστήμη και τις τεχνολογικές της εφαρμογές και τις βάζει να δουλεύουν για την αξιοποίησή και τη συσσώρευσή του».[49] Ή τελικά για να το πούμε όσο πιο απλά γίνεται εκεί που ο Ρίχτα βλέπει την υποταγή του κεφαλαίου στην επιστήμη, ο μαρξισμός βλέπει την υπαγωγή της επιστήμης στο κεφάλαιο.
Θα «ολοκληρώσουμε» αυτή την αναφορά μας, δίνοντας τον λόγο σε μια σύγχρονη θεώρηση του ζητήματος που ξεκινά από το βάθρο του καπιταλιστικού συστήματος (το κέρδος) για να φτάσει στην επιστήμη μέσα στον καπιταλισμό:
«Βάση της ύπαρξης της καπιταλιστικής αλλά και κάθε οικονομίας είναι η παραγωγή. Από την άλλη μεριά, ο λόγος, ο σκοπός στη βάση του οποίου κινείται ο καπιταλισμός είναι το κέρδος και μόνο το κέρδος. Αυτό δημιουργεί μια βασική αντίφαση. Ο καπιταλιστής ενδιαφέρεται μόνο για το κέρδος, όχι για την παραγωγή. Ωστόσο δεν μπορεί να κάνει και χωρίς αυτή. Το κέρδος, όντας αποκρυστάλλωση της υπεραξίας μπορεί να δημιουργείται και να πραγματοποιείται μόνο μέσα στον αέναο κύκλο της παραγωγικής οικονομικής διαδικασίας. Αυτή η αντιφατική σχέση με την παραγωγή λειτουργεί κάθε στιγμή, εκδηλώνεται σε μια σειρά στρεβλώσεις, μέχρις ότου αναδείξει σε κύρια την καταστροφική πλευρά του συστήματος...
Ανάλογες στρεβλώσεις εμφανίζονται και όσον αφορά τα προϊόντα που παράγονται. Αυτά δεν επιλέγονται με βάση τις πραγματικές ανθρώπινες ανάγκες, αλλά με βάση το επίπεδο κερδοφορίας που εμφανίζουν. Αυτή η τάση έχει φτάσει σε τόσο παροξυντικά επίπεδα ώστε να παράγονται έως και προϊόντα που είτε καλύπτουν δευτερεύουσες έως ανύπαρκτες ανάγκες… είτε είναι αποδεδειγμένα βλαβερά για την υγεία των ανθρώπων (για το περιβάλλον κλπ.).
Αυτή η στρέβλωση προϋποθέτει και οδηγεί σε αντίστοιχες στρεβλώσεις στο πεδίο προσδιορισμού των αναγκών που οφείλεται να αντιμετωπιστούν. Στο πλαίσιο αυτό έχουν διαμορφωθεί, υπάρχουν και λειτουργούν μια σειρά μηχανισμό δημιουργίας τεχνητών ή δευτερεύουσας σημασίας αναγκών. Το φαινόμενο έχει αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε να οδηγεί σε πραγματική αντιστροφή της σχέσης ανάγκη- προϊόν για την κάλυψή της. Δεν είναι πια οι ανάγκες που υπαγορεύουν την παραγωγή των αντίστοιχων προϊόντων, αλλά είναι η επιλογή των τάδε προϊόντων υψηλής κερδοφορίας που επιτάσσει την “παραγωγή” αναγκών.
Από τις πιο χαρακτηριστικές και επικίνδυνες στρεβλώσεις είναι αυτές που συνδέονται με τις προσπάθειες “επιτάχυνσης” του κύκλου περιστροφής του κεφαλαίου, πραγματοποίησης του κέρδους. Θα μπορούσε να μιλήσεις κανείς για τάσεις “ουδετεροποίησης” των συντελεστών της παραγωγής και μηδενισμού του χρόνου. Φυσικά κάτι τέτοιο δεν είναι δυνατόν. Ωστόσο οι καταστροφικές επιδράσεις μιας τέτοιας ροπής είναι ήδη εμφανής στα προϊόντα(και ιδιαίτερα στα είδη διατροφής, με τις ορμόνες επιτάχυνσης κλπ.), στους ανθρώπους, στο περιβάλλον.
Τα  προηγούμενα  συνδέονται και σε σημαντικό βαθμό προϋποθέτουν τη διαστροφή στη σχέση επιστήμης- παραγωγής αλλά και του κατεξοχήν ρόλου της επιστήμης γενικότερα. Διαστροφή που έχει συντελεστεί όχι απλά με τη σύνδεση επιστήμης- παραγωγής, όπως διατείνονται οι απολογητές του συστήματος, αλλά με την πλήρη υποταγή της στο κεφάλαιο. Η περίφημη επιστημονική- τεχνολογική επανάσταση, πέρα από το τι κυρίας σημαίνει, σηματοδοτεί ταυτόχρονα και τη μετατροπή της επιστήμης (με τους συγκεκριμένους όρους διάρθρωσης, λειτουργίας, χρηματοδότησης των αντίστοιχων οργανισμών) σε θεραπαινίδα της ακόρεστης δίψας του κεφαλαίου για κέρδη.
Ο ρόλος στην επιστημονική έγκριση μιας σειράς δραστηριοτήτων του κεφαλαίου ή και των προβλημάτων που αναδείχνονται δεν έχει καμιά σχέση με την έρευνα και τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια αλλά με ένα και μόνο πράγμα. Με το κατά πόσον αυτά τα προϊόντα (και ιδιαίτερα τα τρόφιμα, τα φάρμακα, αλλά και άλλα) προσφέρονται για εισαγωγή στον κύκλο κερδοφορίας του κεφαλαίου. Τα δήθεν επιστημονικά πορίσματα, για το αν κάποιες δραστηριότητες βλάπτουν ή όχι τη δημόσια υγεία ή επιβαρύνουν το περιβάλλον κλπ, υπακούουν στο κριτήριο του αν θίγουν ή υπηρετούν τα συμφέροντα του κεφαλαίου.  Και όπως θα έγινε αντιληπτό, εδώ αναφερόμαστε  στις λεγόμενες θετικές επιστήμες και θεωρούμε περιττό να αναφερθούμε σε θεωρητικές, όπως π.χ., την πολιτική οικονομία, όπου τα διάφορα πορίσματα βγαίνουν κυριολεκτικά κατά παραγγελία. Οι τυχόν εξαιρέσεις απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα, ενώ ακόμα και σε αυτές τις περιπτώσεις αυτό που πρώτα θα πρέπει να διερευνάται είναι αν τυχόν ανορθόδοξες γνωματεύσεις υπαγορεύονται από επιστημονικά κριτήρια ή απλά υπηρετούν ανταγωνιστικά συμφέροντα»[50]. Εδώ επίσης αξίζει να επισημάνουμε πως το πότε, που και αν θα εισαχθεί μια τεχνολογική εφαρμογή στην παραγωγή, παίζουν καθοριστικό πολλές φορές ρόλο «εξωοικονομικοί» παράγοντες, όπως π.χ. η διατήρηση κοινωνικών συμμαχιών της άρχουσας τάξης[51].
Ισχυριζόμαστε δηλαδή πως η υπαγωγή της επιστήμης στο κεφάλαιο, δεν αφορά μόνο την κακή ή καλή χρησιμοποίησή της, αλλά και προσδιορίζει το ποιοι τομείς θα αναπτυχθούν και ποιοι όχι και φυσικά προσδιορίζει το αν οι τεχνολογικές εφαρμογές που ανακαλύπτονται θα εισέλθουν στην παραγωγική διαδικασία ή όχι. Στη σημερινή φάση η υπαγωγή αυτή εκφράζεται ακόμη και από το γεγονός τα πιο αντιεπιστημονικά πορίσματα να ντύνονται με τον πιο επιστημονική φορεσιά από τα σύγχρονα ιερατεία που λειτουργούν σαν δούλοι του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού.
Πως ιδιοποιείται λοιπόν ο καπιταλισμός την επιστήμη και την τεχνική της εφαρμογή;
Ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής είναι ομολογουμένως αυτός που σε σχέση με τις προηγούμενες βαθμίδες της ανθρώπινης κοινωνίας εκτίναξε στα ύψη την παραγωγικότητα της εργασίας, επαναστατικοποίησε και ανέπτυξε τις παραγωγικές δυνάμεις σε βαθμό που δύσκολα μπορούσε να το φανταστεί ο πχ μεσαιωνικός άνθρωπος. Και αυτό γιατί «αντί να παίρνει τα ψάρια από τον ψαρά όπως γινόταν στη φεουδαρχία, του πήρε το καλάμι και τον έβαλε να πιάνει ψάρια για δικό του λογαριασμό»[52]. Ο χωρισμός λοιπόν του παραγωγού από τα μέσα παραγωγής, και όχι μόνο αυτό, αλλά το γεγονός πως τα μέσα παραγωγής (η «νεκρή εργασία», η αποκρυσταλλωμένη στα «εργαλεία» ανθρώπινη εργασία) επιβάλλονται σαν ξένη δύναμη πάνω στον εργάτη, είναι ο πρωταρχικός όρος για την ύπαρξη του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής.  Σ’ αυτή τη βάση που εξελίχθηκε από την τυπική (που συνδέεται με την παραγωγή απόλυτης υπεραξίας) στην πραγματική υπαγωγή (που συνδέεται με την παραγωγή σχετικής υπεραξίας) του προτσές εργασίας στο κεφάλαιο, η ιδιοποίηση της επιστήμης και της τεχνικής από το κεφάλαιο παίρνει τις εξής μορφές:
α) τον χωρισμό της πνευματικής και της χειρωνακτικής εργασίας (χωρισμός που πηγάζει από τον καταμερισμό εργασίας και που έρχεται από τα βάθη της δουλοκτητικής κοινωνίας) που πήρε όμως μαζικό χαρακτήρα μόνο στον καπιταλισμό και έμελλε να γνωρίσει εκτίναξη ως τις μέρες μας. Δεν έχουμε όμως απλά χωρισμό αλλά δημιουργία αντίθεσης μεταξύ της πνευματικής με τη χειρωνακτική εργασία.
«Οι πνευματικές παραγωγικές δυνάμεις αναπτύσσονται από μία πλευρά μονάχα, γιατί εξαφανίζονται κάτω από όλες τις άλλες. Αυτό που χάνουν οι μερικοί εργάτες συγκεντρώνεται απέναντί τους στο κεφάλαιο. Ο μανιφακτουρικός καταμερισμός τους, αντιπαραθέτει τις πνευματικές παραγωγικές δυνάμεις σαν την ιδιοκτησία του άλλου και σαν δύναμη που τους κυριαρχεί. Το σχίσμα αυτό …ολοκληρώνεται …στη μεγάλη βιομηχανία που κάνει την επιστήμη μια παραγωγική δύναμη ανεξάρτητη από την εργασία και στρατολογεί την επιστήμη στην υπηρεσία του κεφαλαίου». (Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο).
Το πνευματικό μέρος της εργασίας αυτονομείται από τον εργάτη και εμφανίζεται σαν από το άλλο  μέρος σαν συμπληρωματική «λειτουργία» του κεφαλαίου. Η ανάπτυξη πχ του καταμερισμού εργασίας μέσα στο εργοστάσιο προϋποθέτει μια λειτουργία  «συντονισμού». Αυτή, με το πέρασμα στη μεγάλη βιομηχανία αναπτύσσεται σαν λειτουργία του κεφαλαίου που είναι τα γενικά καθήκοντα σύλληψης- επιτήρησης- ελέγχου.
γ) «Οι παραγωγικές δυνάμεις θεωρούμενες από τη διπλή άποψη των μεθόδων οργάνωσης της εργασίας αλλά επίσης και απ’ αυτή των μέσων παραγωγής, φέρνουν το αποτύπωμα και το σημάδι των κοινωνικών σχέσεων, μέσα στις οποίες εντάσσονται κι απ’ όπου αναπαράγονται». [53]
 Ο Φορντισμός (όλα τα καθήκοντα της διακίνησης μπορούν να εξασφαλίζονται από τις μηχανές- ο εργάτης είναι «καρφωμένος» στη θέση εργασίας και ασκεί απλές κινήσεις που οποιοσδήποτε ανειδίκευτος μπορεί να το κάνει, ο ρυθμός κίνησης ρυθμίζεται με μηχανικό τρόπο και επιβάλλεται στους εργάτες- ο εργάτης δεν μπορεί να «παίζει με τον χρόνο») , που εφαρμόστηκε στην οργάνωση της παραγωγής σε «γραμμή συναρμολόγησης» (παραγωγή σε «αλυσίδες»), είναι μια μέθοδος οργάνωσης της εργασίας που επιβάλλει στον εργάτη ένα ρυθμό εργασίας, στον οποίο δεν μπορεί παρά να υποταχθεί (δείτε τους «Μοντέρνους Καιρούς με τον Τσάπλιν). Το ίδιο και ο Ταιηλορισμός, που προήλθε από την «επιστημονική» καταγραφή, ανάλυση και επανασύνθεση της εργατικής γνώσης μακριά και ενάντια στους εργάτες,  έδωσε μια τεράστια ώθηση στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, ανανέωσε πλήρως τα εργαλεία της εργασίας, υποτάσσοντας τον εργάτη στις ανάγκες αξιοποίησης του κεφαλαίου και της κυριαρχίας του πάνω σε αυτόν[54].
Ας δούμε όμως πλευρές όλων των παραπάνω ζητημάτων μέσα από παραδείγματα. Ένα γενικό σχόλιο-παράδειγμα πρώτα: τα αυτοματοποιημένα εργοστάσια που όντως υπάρχουν, αντιστοιχούν σε ένα μόνος κομμάτι της παγκόσμιας παραγωγής, και έχουν σαν προϋπόθεση την ύπαρξη π.χ. των ορυχείων χαλκού στη Χιλή[55] που μέσα σε άθλιες συνθήκες δουλεύουν μέχρι εξαντλήσεως πάμφθηνοι εργάτες γιατί «η χρησιμοποίηση μηχανών θα ακρίβαιναν το προϊόν για τον καπιταλιστή» Και άρα η ύπαρξή αυτών των αυτοματοποιημένων εργοστασίων δεν συνεπάγεται και την επέκτασή ή πολύ περισσότερο τη γενίκευσή τους, μιας και η χρησιμοποίησή τους συναντά σαν όριο το κεφάλαιο, τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και τους νόμους του[56]. Που είναι η «επιστημονικοποίηση» (όπως την εννοούν οι θεωρητικοί της ΕΤΕ) της παραγωγής εδώ;
Η ανάπτυξη της Χημείας πχ ωθήθηκε όχι μόνο να μειώνεται ο κύκλος ωρίμανσης των φυσικών προϊόντων (που ήταν μια μονάδα μέτρησης της περιστροφής του κεφαλαίου, περιστροφή: ο χρόνος από την στιγμή που το κεφάλαιο σαν χρήμα παίρνει τη μορφή του εμπορεύματος  μέχρι την πώλησή του για να πάρει ξανά τη μορφή χρήμα) αλλά και από την ανάγκη του κεφαλαίου α) να εξασφαλίζει μια σταθερότητα εφοδιασμού σε πρώτες ύλες (πχ συνθετικό καουτσούκ), α) να παράγονται νέες πρώτες ύλες, για την παραγωγή νέων προιόντων, με νέες χρήσιμες ιδιότητες γ) τη μείωση του χρόνου και του κόστους μεταφοράς αφού οι πρώτες ύλες μπορούν να παράγονται συνθετικά κοντά στους τόπους παραγωγής νέων προιόντων, αντί να εισάγονται από μακριά (το καουτσούκ είναι πάλι ένα τυπικό παράδειγμα). «Χημικοποιείται» ο τρόπος παραγωγής ή το κεφάλαιο όχι μόνο ή απλά χρησιμοποιεί τις ανακαλύψεις της Χημείας αλλά κατευθύνει την έρευνα στο τομέα της Χημείας προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις που έχουν να κάνουν με το «καταραμένο» προτσές υφαρπαγής ολοένα και μεγαλύτερης υπεραξίας; [57]
Η ανάπτυξη της πυρηνικής φυσικής προωθήθηκε για τις πολεμικές ανάγκες και το στρατηγικό μονοπώλιο, εν μέσω του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, ή απλά έτσι συνέπεσαν τα δύο γεγονότα; Ακόμα και ο «αθώος» και «ουδέτερος» ηλεκτρονικός υπολογιστής και γενικότερα ο κλάδος της ηλεκτρονικής στον Β’ ΠΠ και στις ιμπεριαλιστικές πολεμικές ανάγκες για γρήγορη και αξιόπιστη ανάλυση στρατιωτικών δεδομένων, χρωστά την ανάπτυξή του. Όπως και η «κούρσα» των τελευταίων δεκαετιών με το διαδίκτυο και τις on line ανταλλαγές οικονομικών πληροφοριών δεν είχε σαν κίνητρο τον «μηδενισμό του χρόνου» για την ανακατανομή των, ήδη παραγμένων, υπεραξιών μεταξύ των παγκόσμιων χρηματιστικών μεγαθηρίων;
Αντίστοιχα η ανάπτυξη του τομέα της μοριακής βιολογίας και της γενετικής μηχανικής, σε μια κατεύθυνση που βιάζει τους όρους ύπαρξης της φύσης με τα κάθε είδους μεταλλαγμένα, αλλά και τους σπόρους που τους ελέγχουν μονοπώλια μετρημένα στα δάχτυλα του ενός χεριού, δεν έχουν να κάνουν τόσο ή μόνο με την ανάγκη του κεφαλαίου να υπερπηδήσει τα όρια που βάζει η φύση στην μάζα των παραγόμενων προϊόντων και άρα και στις πρώτες ύλες που χρειάζεται ο καπιταλισμός όσο και κυρίως με τον παγκόσμιο ανταγωνισμό και την κατάχτηση νέων αγορών πλήρως εξαρτημένων από αυτά τα μονοπώλια(για τις περισσότερες πια καλλιέργειες στην Ελλάδα οι αγρότες αγοράζουν κάθε μα κάθε χρόνο νέους σπόρους οι οποίοι αναπτύσσονται με τη χρήση συγκεκριμένων λιπασμάτων και προστατεύονται με τη χρήση πάλι συγκεκριμένων φυτοφαρμάκων, που όλα τα προμηθεύονται «ελεύθερα» μεταξύ τεσσάρων-πέντε μονοπωλιακών γιγάντων-κυρίως αμερικάνικων).     
Κάτι τελευταίο: οι ανάγκη του κεφαλαίου να ιδιοποιηθεί την επιστήμη και την τεχνική της εφαρμογή, οδήγησε στην ανάπτυξη του τομέα «Έρευνα και Ανάπτυξη», σε ξεχωριστό μηχανισμό. Αυτός ο μηχανισμός που στα σημερινά ιμπεριαλιστικά κράτη ελέγχεται και χρηματοδοτείται βασικά από το κράτος, άσχετα εάν η διαδικασία λαμβάνει χώρα σε Ερευνητικά Ιδρύματα που έχει στήσει το Πανεπιστήμιο ή σαν Τομείς Έρευνας που έχουν συγκροτήσει μεγάλα μονοπώλια,  είναι σήμερα βιομηχανοποιημένος σε μεγάλο βαθμό. Σ’ αυτόν τον τομέα ένα μεγάλο πλήθος από «επιστημονικά και τεχνικά εργαζόμενους» ούτε ξέρει που χρησιμεύει η επιμέρους εργασία που του έχουν αναθέσει. Έτσι αν από τη μία η φύση της δουλειάς του και η θέση του είναι διαφορετική από του εργάτη, παράλληλα δεν έχει μετατραπεί στον «ολοκληρωμένο άνθρωπό» της ΕΤΕ, αλλά είναι και αυτός υπό την κυριαρχία του κεφαλαίου. Το ίδιο-όσον αφορά τη θέση-ισχύει και για τα τεχνικά στελέχη στην παραγωγή. Ξαναγυρίζοντας στον Τομέα Έρευνα και Ανάπτυξη να σημειώσουμε επιπλέον πως δίνουν την δυνατότητα στο κεφάλαιο και πάνω από όλα στο ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο, να κατευθύνει τις επιστημονικές ανακαλύψεις και τις τεχνολογικές εφαρμογές τους (για την κατασκευή νέων μηχανών, που να βοηθούν την κυκλοφορία του κεφαλαίου, να «λύνουν» το πρόβλημα των πρώτων υλών, να μειώνουν τον χρόνο ανταλλαγής και κυκλοφορίας τους, όσα αναφέραμε και άλλα που δεν μπορέσαμε πριν) μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα των ανταγωνιστών. Από αυτό που παράγεται εκεί σαν γνώση και τεχνική, το τι, που και πότε θα χρησιμοποιηθεί από τις τεχνικές εφαρμογές εξαρτιέται πάντα από ευρύτερους οικονομικούς και πολιτικούς όρους.

 Γ2. Για την εκπαίδευση[58]

Η αστική τάξη αναπτυσσόμενη οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά μέσα στα σπλάχνα της φεουδαρχικής κοινωνίας κατέχτησε και χρησιμοποίησε τον θεσμό του μεσαιωνικού Πανεπιστημίου και το έκανε φρούριο μέσα από το οποίο εξόρμησε ιδεολογικά απέναντι στην φεουδαρχία. Στη πορεία η επικράτησή της, έδωσε στη παλιά μορφή (Πανεπιστήμιο) ένα νέο περιεχόμενο. Το Πανεπιστήμιο, έπρεπε να στηρίζει και να αναπαράγει την αστική κυριαρχία και μάλιστα σε ένα περιβάλλον που συνοδεύονταν όλο και πιο πολύ από την κοινωνική και πολιτική παρουσία της εργατικής τάξης. Παράλληλα τόσο κάτω από την πίεση της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων όσο και κάτω από την δική της ανάγκη, συγκρότησε σε μια πορεία την εκπαίδευση σαν ξεχωριστό μηχανισμό σε σχέση νε την παραγωγή.
Ο δομικός χωρισμός της εκπαίδευσης από την παραγωγή, είχε την αιτία του στον χωρισμό και την αντίθεση πνευματικής κα χειρωνακτικής εργασίας που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό. Η αστική τάξη είχε την ανάγκη ενός ξεχωριστού μηχανισμού που από τη μια να μεταλαμπαδεύει τις αξίες, την ιδεολογία της στις μάζες της νεολαίας, να καλλιεργεί την υποταγή, το σεβασμό στην ιδιοκτησία κλπ, πριν την ένταξή της στην παραγωγή και από την άλλη θα κατένειμε τη νεολαία σε καθορισμένους κοινωνικούς ρόλους (ταξικές θέσεις) αναπαράγοντας έτσι την ταξική διαστρωμάτωση της αστικής κοινωνίας.
Η ανάγκη συγκρότησης λοιπόν του εκπαιδευτικού μηχανισμού, πέρα από την πάλη των εργατών γα το δικαίωμα στη μόρφωση των παιδιών τους και την πάλη ενάντια στην παιδική εργασία, έδρασαν συμπληρωματικά οι ίδιες οι διευρυμένες ανάγκες του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής για ένα επίπεδο μόρφωσης και ιδεολογικής κατεργασίας των εργατών που δεν καλύπτονταν από άξεστα και αμόρφωτα πλάσματα όπως διαμορφώνονταν τα παιδιά της εργατικής τάξης ζώντας μέσα σε άθλιες συνθήκες που πετιούνταν στην παραγωγή από τα μικράτα τους.
Από την άλλη και μιλάμε πάντα για αυτούς που θα εντάσσονταν στην εργατική τάξη, ο καταμερισμός εργασίας που προχωρούσε, απαιτούσε την ύπαρξη  ειδικευμένης εργασίας δίπλα στην ανειδίκευτη. Έπρεπε λοιπόν να δοθεί στον νεολαίο ένα σώμα γνώσεων για να μπορέσει να ασκήσει στενά ένα επάγγελμα αλλά μια ομάδα ομοειδών επαγγελμάτων. Ένα μέρος της γνώσης που είχε αποσπαστεί από τον εργάτη, έπρεπε να του δοθεί πίσω. Η γνώση που «επιστρέφονταν» όμως, δεν ήταν απλά λειψή, αλλά προσαρμοσμένη στα αστικά πλαίσια, έτσι που να εξασφαλίζει την κυριαρχία του κεφαλαίου μέσα στο εργοστάσιο (αυτός διευθύνει, εμείς οι εργάτες δεν ξέρουμε από αυτά), παράλληλα πάντα με την  ιδεολογική της λειτουργία. Γιατί η εκπαίδευση έπρεπε να αναπαράγει την αντίθεση πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας από την οποία γεννήθηκε. Ταυτόχρονα μέσω της (επαγγελματικής) εκπαίδευσης η αστική τάξη ήθελε να μετριάσει την αντίθεση μεταξύ της ανάγκης του κάθε ξεχωριστού κεφαλαίου για εργατική δύναμη με συγκεκριμένη ειδίκευση, και των γενικών συμφερόντων του κεφαλαίου για «αλλαγή στην εργασία, τη ροή της λειτουργία, την ολόπλευρη κινητικότητα του εργάτη» σαν αναγκαία συνθήκη για την καλή λειτουργία του συστήματος. Αντίθεση που δεν μπορεί να λυθεί στον σημερινό τρόπο παραγωγής. 
 Πιο εύκολα είναι τα πράγματα όταν αφορούν νεολαίους που θα καταλάμβαναν στελεχικές θέσεις είτε στην παραγωγή,  είτε εκπαιδευτικό, νομικό, πολιτικό εποικοδόμημα. Εκεί ήταν αυτονόητη η ύπαρξη ειδίκευσης στην εκπαίδευσή τους, για να εκτελούν καθήκοντα διαχείρισης, επίβλεψης, ελέγχου στην παραγωγή, να γίνουν «ιμάντες μεταβίβασης» των αστικών γνώσεων, να συμβάλλουν στη γενική λειτουργία του αστικού εποικοδομήματος.
Ένα δεύτερο χαρακτηριστικό της αστικής εκπαίδευσης είναι πως έχει σαν φορέα της το κράτος. Επειδή Ακριβώς η εκπαίδευση επιτελεί ένα σημαντικό ιδεολογικό και κατανεμητικό ρόλο, και με στόχο να προασπίσει το γενικό κεφαλαιοκρατικό συμφέρον, ανήκει στο κράτος η αρμοδιότητα καθορισμού των στόχων της εκπαίδευσης, της δομής του εκπαιδευτικού συστήματος, του περιεχομένου των παρεχόμενων γνώσεων, το νομικό πλαίσιο της, τις ώρες λειτουργίας, τα συστήματα επιλογής. Και αυτό άσχετα από το γεγονός πως μερικά ιδρύματα (σχολεία, τμήματα πανεπιστημιακά κλπ) είναι δημόσια ή τα λειτουργεί ιδιώτης.
Ένα επίσης χαρακτηριστικό της είναι πως κάτω από την «ισοτιμία» στο σύστημα αξιολόγησης των εκπαιδευομένων, κάτω από την βαθμολογία, η εκπαίδευση κρύβει την αναπαραγωγή των ταξικών διαφορών και την κατανομή που εν τέλει κάνει της νεολαίας στον καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας. Έτσι προσπαθεί να εμφανίζεται σαν «ουδέτερη» απέναντι στο λαό και τη νεολαία, μιας και δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να καταγράφει τις «επιδόσεις» και άρα αντικειμενικά να προσδιορίζει το ποιος θα προχωρήσει ή όχι. Στην ίδια κατεύθυνση λειτουργεί και ο χωρισμός της εκπαίδευσης σε βαθμίδες.   Δεν είναι τυχαίο πως παρά τις διαφορές που υπάρχουν όσον αφορά το χρόνο κάθε βαθμίδας ο διαχωρισμός ακολουθεί την εξής δομή: στοιχειώδη, μέση, ανώτατη. Στο πρώτο επίπεδο εκπαιδεύεται όλη η μάζα της νεολαίας για να μάθει στοιχειώδεις «δεξιότητες» απαραίτητες για την κοινωνική της ένταξη παράλληλα με σημαντικά στοιχεία της κυρίαρχης ιδεολογίας. Το ίδιο και στο Γυμνάσιο (σε άλλες χώρες αυτή η βαθμίδα ανήκει στην στοιχειώδη και αυτή είναι και η τάση των κυβερνώντων εδώ). Έτσι όσοι από τους μαθητές «δεν παίρνουν τα γράμματα» θα βγουν στην παραγωγή σαν ανειδίκευτοι εργάτες ή θα ακολουθήσουν το οικογενειακό επάγγελμα έχοντας τα μίνιμουμ απαραίτητα στοιχεία για να ενταχθούν ομαλά στον κοινωνικό καταμερισμό. Στο Λύκειο (Μέση) έχουμε μια ένταση της ιδεολογικής κατεργασίας του μαθητικού δυναμικού και εκμάθηση του των αρχών βασικών φυσικών και κοινωνικών επιστημών. Ο μαθητής προετοιμάζεται είτε για την κατάληψη(παλιότερα) μιας κατώτερης θέσης, που όμως απαιτεί ένα παραπάνω βαθμό εκπαίδευσης, είτε διεκδικεί την είσοδό του στο Πανεπιστήμιο. Πρέπει λοιπόν να «εκπαιδευτεί» κατάλληλα και να αποδειχθεί «άξιος» για την επόμενη βαθμίδα.
Στην κατεύθυνση ανταπόκρισης στον καταμερισμό της εργασίας που απαιτεί ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής, παράλληλα με την αναπαραγωγή της αντίθεσης χειρωνακτικής και πνευματικής εργασίας λειτουργεί και ο χωρισμός της εκπαίδευσης σε γενική και επαγγελματική. Και εδώ το σύστημα καλύπτεται πίσω από τις «επιδόσεις» για να εμφανίσει σαν αντικειμενική μια καθ όλα ταξική λειτουργία. Την προώθηση μιας μεγάλης μάζας νεολαίας στον μελλοντικό ρόλο του νέου εργατικού δυναμικού. Ενώ η ανώτερη τεχνική εκπαίδευση προορίζεται για την εκπαίδευση των «κατώτερων αξιωματικών» των εργοστασίων, της διοίκησης και σε φανερή διάκριση με τους «ανώτερους αξιωματικούς» που βγάζει το Πανεπιστήμιο. Να σημειώσουμε εδώ πως και η λεγόμενη «κοινωνική κινητικότητα», δηλαδή η δυνατότητα ενός παιδιού από την εργατική τάξη να φτάσει στο πανεπιστήμιο, χρησιμοποιείται από το εκπαιδευτικό σύστημα και το αστικό κράτος σαν απόδειξη της «αντικειμενικότητάς του. Κάνοντας πως δεν βλέπει πως η εκπαιδευτική πυραμίδα εκφράζει με τον ακριβώς αντίστροφο τρόπο την πληθυσμιακή κατανομή των τάξεων στην αστική κοινωνία. 
Ο εκπαιδευτικός μηχανισμός, έτσι σαν καθολικός μηχανισμός που παρεμβαίνει επί μακρόν στη υπό ένταξη στους διάφορους κοινωνικούς ρόλους νεολαία για να την πλάσει σύμφωνα με τις αστικές αξίες, αναδεικνύεται σαν ο κυρίαρχος ιδεολογικός μηχανισμός του κράτους και σαν καθοριστικός ενεργητικός παράγοντας που όχι μόνο αναπαράγει τις αρχικές ανισότητες αλλά τις διευρύνει με σκοπό την διευρυμένη παραγωγή εργατική τάξης, των κατώτερων, μέσων και ανώτερων στελεχών στην παραγωγή  και στη διοίκηση.
Ένα ακόμη χαρακτηριστικό της εκπαίδευσης σαν στοιχείο του εποικοδομήματος είναι πως καθυστερεί σε σχέση με την παραγωγή, καλείται συνεχώς να προσαρμόζεται στα νέα δεδομένα που εκεί δημιουργούνται, γιατί η παραγωγή στον καπιταλισμό είναι «άναρχη». Άρα δεν είναι δεδομένο κάθε φορά το ποιες ανάγκες και που πρέπει να καλυφθούν. Αυτό εκφράζεται πχ με το γεγονός της αναντιστοιχίας μεταξύ του μορφωτικού επιπέδου και της θέσης που τελικά καταλαμβάνει στην παραγωγή ένας νεολαίος(ή που δεν καταλαμβάνει καθόλου). Στη χώρα μας αυτή η αντίφαση βρίσκεται σε κάποιες κλίμακες πάνω διότι το εγγενές στο καπιταλισμό πρόβλημα της «αναρχίας» στην παραγωγή, πολλαπλασιάζεται από το γεγονός πως οι πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις στη χώρα καθορίζονται απ έξω. Οπότε δεν είχε και δεν έχει τη δυνατότητα να κάνει έναν εκπαιδευτικό σχεδιασμό αντίστοιχο ας πούμε με αυτόν που κάνει η Γερμανία, και που της επιτρέπει όχι να εξαλείφει την αντίφαση αλλά να την μετριάζει σε ελεγχόμενα πλαίσια.
Αν αυτά γίνονται υπό ας πούμε κανονικές συνθήκες, τα πράγματα αλλάζουν όταν ο καπιταλισμός βρίσκεται σε συνθήκες ολόπλευρης κρίσης που αντανακλάται και σαν κρίση στην εκπαίδευση. Επειδή θα γίνει εκτενής συζήτηση στα δεδομένα της τελευταίας περιόδου να τονίσω μόνο τα εξής. Η εκπαιδευτική κρίση στη χώρα σέρνονταν εδώ και καιρό. Κρίση ιδεολογικού ρόλου, κρίση κατανεμητική, κρίση δηλαδή που αγκάλιαζε όλες τις λειτουργίες του εκπαιδευτικού εποικοδομήματος. Κρίση που παρά τα κύματα της επίθεσης που έχουν ζήσει μαθητές, φοιτητές και εκπαιδευτικοί τα προηγούμενα χρόνια, και τις επιτυχίες που κατέγραφαν οι πολιτικές της αστικής τάξης, όχι μόνο δεν έλεγε να κοπάσει αλλά διευρύνονταν. Η τελευταία περίοδος έδωσε τη δυνατότητα στους κρατούντες να ανοίξουν το ζήτημα αντιμετώπισης της κρίσης αυτής με άλλους όρους, αλλά και επιτάχυνε την ανάγκη να ανοίξουν το εκπαιδευτικό ζήτημα.  Με δύο λόγια: σε συνθήκες μαζικής συμπίεσης μικροαστικών στρωμάτων, γενικευμένων αλλαγών στις σχέσεις εργασίας,  ποιοτικής αναβάθμισης των σχέσεων εξάρτησης από τον ιμπεριαλισμό κλπ υπάρχει αδήριτη ανάγκη όλο το εκπαιδευτικό εποικοδόμημα να αντιστοιχηθεί κατά το δυνατόν σ’ αυτές τις αλλαγές αλλά και να τις στηρίξει-προωθήσει. Έτσι βρισκόμαστε μέσα σε μια διαδικασία που ήδη απλώνει την αμορφωσιά και εκτινάσσει τους ταξικούς φραγμούς σε πρωτόγνωρα επίπεδα και για όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, μετακυλύει το κόστος της εκπαίδευσης στους εκπαιδευόμενους όχι κυρίως για οικονομικούς λόγους αλλά για να λειτουργήσουν ταξικά και αποθαρρυντικά, κλιμακώνει την προσπάθεια συμπληρωματικότητας της εκπαίδευσης ως προς τις ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές επιταγές, προσδένοντας την με τον πιο απόλυτο τρόπο την εκπαίδευση στις ανάγκες των δυτικοευρωπαίων ιμπεριαλιστών να ανταγωνιστούν τις ΗΠΑ, αλλά και να καταχτήσουν μια άλλη θέση (ο καθένας ξεχωριστά αλλά και μέσω του κοινού οχήματος) στα παγκόσμια πράγματα. Αντιμετωπίζουμε τελικά μια προσπάθεια πλήρους αντιδραστικής μετάλλαξης του δημόσιου σχολείου και του δημόσιου Πανεπιστημίου, που μπροστά της οι προηγούμενοι νόμοι, αν και προετοίμασαν την σημερινή επίθεση, θα μοιάζουν  παιδικό παιχνίδι.    

 

Δ.  Κάτι σαν επίλογος

Επειδή το τμήμα της τοποθέτησης που αφορά το πολιτικό εποικοδόμημα υπήρχαν κάποιες βασικές αναφορές στη δική μας στάση, εδώ θα περιοριστώ, και με αυτή θα κλείσω, με μια αναφορά σε βασικές κατευθυντήριες γραμμές αντιμετώπισης της γνώσης, της επιστήμης, της εκπαίδευσης.  
Η γνώση είναι δύναμη γι αυτόν που την κατέχει. Απέναντι στην γνώση όπως μας προσφέρεται σήμερα μέσα από τις επιστήμες και τον θεσμό της εκπαίδευσης, πρέπει να έχουμε μια κριτική στάση. Που συνίσταται από τη μια στο να διεκδικούμε το δικαίωμα στη μόρφωση, έχοντας ταυτόχρονα πλήρη επίγνωση πως αυτού του είδους η γνώση είναι περιορισμένη μέσα στα αστικά πλαίσια. Ανοίγοντας μέτωπο τόσο απέναντι στην αμορφωσιά και στην απέχθεια προς τη γνώση που επιβάλλει η αστική τάξη, όσο και απέναντι στην αντιμετώπιση της επιστήμης σαν το εργαλείο καλυτέρευσης της ζωής των ανθρώπων είτε στην αντιμετώπιση της σαν ουδέτερη και ξεκομμένη από την κοινωνική και ταξική πραγματικότητα(επιστημονισμός). Το που πέφτει κάθε φορά το βάρος της πολεμικής ή της κριτικής αφήστε να το κρίνει η ίδια η ζωή.
Εκείνη η γνώση όμως που μας προσφέρεται απλόχερα και μας περιμένει να αδράξουμε την ευκαιρία είναι αυτή που προέρχεται από την ταξική πάλη. Απέναντι στον «ολοκληρωμένο επιστήμονα» εμείς δεν θα αντιτάξουμε την άγνοια και την αμάθεια. Αλλά το γεγονός πως ένας νεολαίος και πολύ περισσότερο ένας νεολαίος που θέλει να είναι αγωνιστής και αριστερός, «ολοκληρώνεται» όταν συμμετέχει στους αγώνες της νεολαίας και του λαού του, και όταν εντάσσει όσα γνωρίζει και όσα θα γνωρίσει σ΄ αυτή την πάλη.     


ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

[Έναυσμα για μια πιο αναλυτική τοποθέτηση απέναντι στην ΕΤΕ. Μια αναφορά στο βιβλίο του Μπ. Κοριά «Επιστήμη, Τεχνική και Κεφάλαιο» 1984 Εκδόσεις Α/συνέχεια.]
Ο Μπ. Κοριά συνοψίζοντας τις θέσεις του Ρίχτα, που πρώτος παρουσίασε με τον πιο καθαρό τρόπο την θεωρία της ΕΤΕ, σημειώνει:
«Θέση αρ.1: Η εποχή μας ζει το γεγονός της ΕΤΕ που αντικατέστησε τη βιομηχανική επανάσταση (από δω και πέρα σε συντομία ΒΕ) – από την άποψη των αρχών που διέπουν την παραγωγή, αυτή η αντικατάσταση είναι επίσης αντικατάσταση με την ΑΥΤΟΜΑΤΗ ΑΡΧΗ- της ΜΗΧΑΝΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ.
Θέση αρ. 2: Στην ουσία της η ΕΤΕ συνίσταται στο γεγονός πως μια ΝΕΑ ΣΧΕΣΗ αποκαθίσταται ανάμεσα στην ΕΠΙΣΤΗΜΗ και τη ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ- κάνοντας την επιστήμη μια ΑΜΕΣΗ Παραγωγική Δύναμη (ΠΔ) και στο εξής την ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΠΔ.
Θέση αρ. 3: Αυτή η είσοδος της επιστήμης στην παραγωγή έχει σαν αποτέλεσμα την εισαγωγή μιας ΝΕΑΣ ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΤΗΤΑΣ στο προτσές εργασίας, στην «ανάπτυξη» των κοινωνιών και στους νόμους εξέλιξης της ανθρωπότητας».
Τώρα με τη σειρά μας θα προσπαθήσουμε να συνοψίσουμε τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει ο Μπ. Κοριά αναλύοντας στη βάση του βιβλίου του Ρίχτα, το τι εμπεριέχουν αυτές οι θέσεις:
 Από τη Θέση αρ. 1 συνάγονται τα εξής: Από τη μια η ΒΕ στηρίζεται στη μεγάλη βιομηχανική παραγωγή, αναστατώνει αδιάκοπα τα μέσα εργασίας, και ο εργάτης είναι το θεμέλιο της παραγωγής στο βαθμό που εξυπηρετεί τις μηχανές (αλλοτριωμένη εργασία), η ΕΤΕ στηρίζεται στη μεγάλη αυτοματοποιημένη παραγωγή (κυβερνητικοποίηση, χημικοποίηση, πυρηνικοποίηση, ρομποτοποίηση, της παραγωγής), αναστατώνει και το μέσο και το αντικείμενο της εργασίας και τη μεταξύ τους σχέση, «δημιουργεί μια ολόκληρη αυτόνομη τεχνική της παραγωγής», τοποθετεί τον άνθρωπο στο περιθώριο της άμεσης παραγωγής. Μάλιστα η ΕΤΕ δεν μπορεί, μιας και προωθεί την περίπλοκη εργασία, να αναπτυχθεί πλέρια παρά με την ολοκληρωμένη ανάπτυξη του ανθρώπου και των δημιουργικών του ικανοτήτων.  
Από τη Θέση αρ. 2 συνάγονται τα εξής: Πρώτον, η επιστήμη γίνεται στο εξής ΑΜΕΣΗ και η ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΙΚΗ παραγωγική δύναμη. Η επιστήμη επιβάλλει την λογική της στην βιομηχανία. Η σχέση μεταξύ Επιστήμης και Βιομηχανίας εννοούνται χωρίς αντίθεση. Δεύτερον, η βιομηχανία «επιστημονικοποιείται», τα μέχρι τότε προτσές εργασίας μετατρέπονται σε «επιστημονικά» προτσές και στο βαθμό που η προώθηση των τεχνικών εξαλείφει τις περιορισμένες φυσικές και πνευματικές δυνάμεις του ανθρώπου από την άμεση παραγωγή» δίνει στο εξής μια εσωτερική τεχνική ενότητα στην παραγωγή».
Από τα Θέση αρ. 3 συνάγονται τα εξής:  Ενώ η ΒΕ στηρίζεται στην εκτατική, η ΕΤΕ στηρίζεται στην εντατική ανάπτυξη. Γράφει ο Ρίχτα: «Με την ανάπτυξη της τεχνολογικής εφαρμογή της επιστήμης,… το προτσές αυτοαξιοποίησης και συσσώρευσης του κεφαλαίου παύει να αποτελεί, σε ένα καθαρά οικονομικό πεδίο, τον όρο της γενικής προόδου της παραγωγής». Άρα τα αυτόματα συμπλέγματα μηχανών καταργούν ή τείνουν να καταργήσουν το νόμο της αξίας (αυτή η θέση είναι κεντρική, όπως αναφέρει και ο Κοριά, σε όλους τους ιδεολόγους του «νέο- καπιταλισμού» ή της «μετα- βιομηχανικής» κοινωνίας). Εμφανίζονται έτσι τα σημάδια νέου τύπου ανάπτυξης («εντατικό» μοντέλο) που διαθέτει «…νόμους και εσωτερικές σημασίες ολότελα νέες και πρωτότυπες», και του αντιστοιχεί «μια νέα πολιτική οικονομία θεμελιωμένη στην οικονομία του χρόνου». Και «τέλος» μιας και «οι παραγωγικές σχέσεις δεν είναι παρά μια μορφή κίνησης των παραγωγικών δυνάμεων» και αφού «η δυναμική και η δομή των παραγωγικών δυνάμεων»  αναστατώνονται από την επιστήμη και την τεχνολογική της εφαρμογή, αλλάζουν και οι παραγωγικές σχέσεις (που όμως είναι πριν απ’ όλα και κύρια ταξικές σχέσεις). Έτσι σε αντίθεση με τη μαρξιστική θεωρία της ταξικής πάλης και της επανάστασης, όπως βεβαιώνει και ο ίδιος ο Ρίχτα, δημιουργούνται «νέα κέντρα βαρύτητας» που οδηγούν την επανάσταση σε «νέα επίπεδα» που εκφράζουν «ποιοτικό μετασχηματισμό των παραγωγικών δυνάμεων όπως και των κοινωνικών και ανθρώπινων σχέσεών τους»!
Αυτές οι θέσεις συμπληρώνονται με την θεώρηση πως η ΕΤΕ «παρεκτρέπεται» στον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό και τα αποτελέσματά της «χρησιμοποιούνται άσχημα» ή και ενάντια στους εργαζόμενους, και παραπέρα η ΕΤΕ σαν να «παγώνει», συγκρατιέται από το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Αρκεί, να ξεφλουδίσουμε, το καπιταλιστικό περίβλημα για να εμφανιστούν οι κομμουνιστικές σχέσεις, που «συγκρατιούνται». Τι να ξεκινάμε τώρα «από το μηδέν», εδώ ο καπιταλισμός ή όπως θέλετε να τον πείτε, στη φάση της ΕΤΕ έχει φτιάξει τις σχέσεις που μας περιμένουν να τις ξεπαγώσουμε.
Εδώ με τη σειρά μας πρέπει να επισημάνουμε πως σήμερα οι θιασώτες της θεωρίας της «μετα-βιομηχανικής» εποχής βρίσκονται στον αέρα, μιας και έχουμε την πλήρη εκδήλωση όλων των πραγματικών χαρακτηριστικών του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού ενάντια στην εργατική τάξη και τους λαούς. Μόνο που σε όσους από τα αριστερά τσίμπησαν τους αντιστοιχεί μια στοιχειώδης αυτοκριτική και ανάληψη ενός σοβαρού μεριδίου ευθύνης για τα όσα τόσα χρόνια υποστήριζαν και προπαγάνδιζαν, συμβάλλοντας στον ιδεολογικό, πολιτικό και οργανωτικό αφοπλισμό εργατών, λαών και νεολαίας. Έτσι π.χ. το κυρίως σώμα αυτών των αντιμαρξιστικών αντιλήψεων, κοινό στο ρεβιζιονισμό (ορθόδοξο και ευρωκομμκουνιστικό) το οποίο μεταλαμπαδεύτηκε και στα διάφορα «νεομαρξιστικά» ρεύματα (από την αυτονομία και τις Συσπειρώσεις έως τον «ολοκληρωτικό καπιταλισμό» του ΝΑΡ) το συναντάμε  δύο δεκαετίες τώρα στον πυρήνα της άποψης των ΕΑΑΚ περί «επιχειρηματικού πανεπιστημίου», στη αναγόρευση των φοιτητών και της νεολαίας στη νέα εργατική τάξη, που διέστρεψε πλήρως τα μέτωπα στα οποία έπρεπε να απαντήσει το φοιτητικό κίνημα και συντέλεσε στον αφοπλισμό του απέναντι στην καταιγιστική επίθεση του συστήματος που …επιμένει να κινείται με την καπιταλιστική λογική. Εδώ επίσης –για όσους θα ισχυριστούν πως δεν είχαν αυτή την άποψη- ισχύει πως η «σιωπή» για καιρό είναι είτε συμφωνία είτε οπορτουνισμός. Και δεν γνωρίζω ειλικρινά ποιο από τα δύο είναι το χειρότερο…  
Ξαναγυρνώντας στο επίδικο, απέναντι στην παραπάνω αντίληψη του Ρίχτα, ο Μπ. Κοριά εκθέτει με πολλές αναφορές στον Μαρξ μια άλλη αντιθετική προς τον Ρίχτα και τους ιδεολόγους της ΕΤΕ (μέσα στους οποίους, αν και δεν ταιριάζει με το «σάβουαρ βιβρ» θα το αναφέρω, περιλαμβάνονται και οι εκδότες του βιβλίου του!) θεώρηση που έχει ως εξής:
Α) Η ενότητα του προτσές εργασίας και του προτσές αξιοποίησης:
Στον καπιταλισμό –λέει ο Μαρξ- «το ίδιο το προτσές εργασίας εμφανίζεται μόνο σαν μέσο του προτσές αξιοποίησης, ακριβώς όπως η αξία χρήσης του προιόντος μόνο σαν φορές της δικής του ανταλλακτικής αξίας. Η αυτό- αξιοποίηση του κεφαλαίου- η δημιουργία υπεραξίας- είναι άρα ο καθοριστικός, ο κυρίαρχος και ο πάνω απ’ όλα εκτεινόμενος σκοπός του καπιταλιστή, το απόλυτο κίνητρο και περιεχόμενο των πράξεων του…»[59] και
«…Αν εξετάσουμε το προτσές παραγωγής κάτω από δύο διαφορετικές οπτικές γωνίες 1) σαν προτσές εργασίας και 2) σαν προτσές αξιοποίησης, τότε ήδη εμπεριέχεται μέσα σ’ αυτά ότι είναι μόνο ένα  μοναδικό, αδιαίρετο προτσές εργασίας. Δεν γίνεται δύο φορές εργασία, μία φορά για σκόπιμη δημιουργία προϊόντος, αξιών χρήσης, για μετατροπή των μέσων παραγωγής σε προϊόντα, και την άλλη φορά για τη δημιουργία αξίας και υπεραξίας, για την αξιοποίηση της αξίας»[60].
Β) Στη διάρκεια μιας μακρόχρονης ιστορικής περιόδου περνάμε από τη τυπική στην πραγματική υπαγωγή του προτσές εργασίας στο κεφάλαιο.
«Το κεφάλαιο υπάγει (αρχικά) στον εαυτό του ένα δοσμένο, υπαρκτό προτσές εργασίας, άρα πχ εργασία χειροτεχνικού είδους, εκείνο τον τρόπο γεωργίας, που αντιστοιχεί στη μικρή, ανεξάρτητη γεωργική οικονομία»[61] και στη βάση αυτού του δοσμένου τρόπου εργασίας «υπεραξία μπορεί να παραχθεί μέσα από παράταση του χρόνου εργασίας, άρα με τον τρόπο της απόλυτης υπεραξίας. Αυτή σαν μοναδική μορφή παραγωγής υπεραξίας αντιστοιχεί στην τυπική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο»[62].
Έπειτα το κεφάλαιο καταχτά τα στοιχεία του προτσές εργασίας και τα μετασχηματίζει. Η πραγματική υπαγωγή «…συνοδεύει μια πλήρη επανάσταση»[63]. Έτσι «υπαγμένο πραγματικά» το προτσές   εργασίας χαρακτηρίζεται από μια γιγαντιαία ανάπτυξη «μηχανολογικού εξοπλισμού, (…), συνειδητή εφαρμογή των φυσικών επιστημών, μηχανικής, χημείας κλπ για συγκεκριμένους σκοπούς, τεχνολογία κλπ., όπως και με την σε όλα αυτά αντίστοιχη εργασία σε μεγάλη κλίμακα»[64]. Κι όπως η παραγωγή της απόλυτης υπεραξίας αντιστοιχεί στην τυπική υπαγωγή, «…εκείνη της σχετικής υπεραξίας αντιστοιχεί στην πραγματική υπαγωγή»[65].
Έτσι, όπως αναφέρει ο Κοριά, ενώ ο Μαρξ δείχνει πως η «επιστημονικοποίηση» δεν μπορεί να κατανοηθεί – με την ανάπτυξή της και με τη μη ανάπτυξή της, με τις καθυστερήσεις της- παρά μονάχα σε αναφορά με το προτσές αξιοποίησης του κεφαλαίου, ο Ρίχτα ξεκινά από την «επιστημονικοποίηση»  και με τη βοήθεια της ΕΤΕ διαπιστώνει πως δεν υπάρχει νόμος συσσώρευσης του κεφαλαίου!
Γ) Όσον αφορά τις περίπλοκες αυτοματοποιημένες μηχανές (το δυνατό σημείο του Ρίχτα μιας και στηρίζεται σε κείμενα του Μαρξ που τα παρουσιάζει επιλεκτικά) ο Μαρξ πράγματι αναφέρει πως «… η εργασία παύει να είναι το καθοριστικό στοιχείο… μειώνεται σ’ ένα ρόλο απαραίτητο βέβαια, αλλά υποδεέστερο σε σχέση με τη γενική επιστημονική δραστηριότητα, με την τεχνολογική εφαρμογή των φυσικών επιστημών, κλπ»[66]. Όμως ταυτόχρονα προσδιορίζει τα όρια ισχύος αυτών των προτάσεων λέγοντας πως «το κεφάλαιο δεν χρησιμοποιεί τις μηχανές παρά μονάχα στο βαθμό που επιτρέπουν στον εργάτη να του αφιερώνει το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του… Χάρη σ’ αυτές η αναγκαία διάρκεια για την παραγωγή ενός καθορισμένου αντικειμένου να μειώνεται στο μίνιμουμ αλλά αποκλειστικά έτσι που ένα μάξιμουμ εργασίας να αξιοποιεί ένα μάξιμουμ αντικειμένων»[67]. Έτσι περιγράφει την αντίφαση από τη μια «το κεφάλαιο να τείνει να μειώνει στο μίνιμουμ τη ζωντανή εργασία, αν όχι να την εξαλείφει σε ορισμένα μέρη της συνεχούς παραγωγής (επομένως σκεφτείτε το αυτό το όνειρο για το κεφάλαιο, εμπορεύματα να παράγονται δίχως εργάτες, επομένως δίχως μισθούς και απεργίες!)»[68] και από την άλλη «να αξιώνει να μετράει τις γιγαντιαίες κοινωνικές δυνάμεις που έτσι δημιουργήθηκαν, σύμφωνα με τον κανόνα του εργάσιμου χρόνου, και να τις περισφίγγει μέσα σε στενά όρια, αναγκαία για τη διατήρηση σαν αξία της ήδη παραγμένης αξίας…»[69].  Και ο Μαρξ καταλήγει: «Όλα αυτά δείχνουν τον παραλογισμό του Λόντερνταλ που βλέπει στο πάγιο κεφάλαιο (τα αυτοματοποιημένα συμπλέγματα μηχανών του Ρίχτα: επισήμανση του Κοριά) μια αυτόνομη πηγή αξίας ανεξάρτητα από το χρόνο εργασίας».
Τελικά όλες οι προσπάθειες αναθεώρησης του μαρξισμού, εκκινούν ή καταλήγουν στην αναθεώρηση της λύδιας λίθου της οικονομικής του ανάλυσης για τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, του νόμου της αξίας. Γιατί με βάση αυτόν, ερμηνεύεται η παραγωγή υπεραξίας από την εργατική τάξη την οποία ιδιοποιείται το κεφάλαιο με τη μορφή κερδών. Σ’ αυτόν τον νόμο τελικά στηρίζεται το γεγονός του εκμεταλλευτικού χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος και της ανειρήνευτης αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας, άρα εκεί εδράζεται και η ανάγκη επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού. Όμως και παρά τους αρνητικούς συσχετισμούς δύναμης αλλά και ιδεών, η πραγματικότητα θα διαψεύδει τους επίδοξους αρνητές της επαναστατικής θεωρίας και πράξης!


Πίνακας περιεχομένων






[1]  Α) Από την επίσκεψη του Πάπα στην Πορτογαλία στις 13 /5/2010:
Παρά τα σκάνδαλα παιδεραστίας και κακοποίησης ανηλίκων που συγκλονίζουν εδώ και μήνες την καθολική εκκλησία, η επίσκεψη του Πάπα Βενέδικτου του 16ου στην Πορτογαλία συγκέντρωσε πάνω από μισό εκατομμύριο πιστών στην πόλη Φάτιμα που τον άκουσαν να αναφέρεται κυρίως στο θέμα των αμβλώσεων και των γάμων ομοφυλοφίλων, ως τις μεγαλύτερες προκλήσεις των ημερών μας.
Ο Ποντίφικας παραβρέθηκε σε λειτουργία για να τιμηθούν οι πρώτες πιθανολογούμενες εμφανίσεις της Παρθένου στις 13 Μαΐου του 1917 στην πόλη Φάτιμα.
Ο Πάπας είπε μεταξύ άλλων στην ομιλία του προς τους πιστούς: «Οι πρωτοβουλίες που έχουν ως στόχο στην προστασία των θεμελιωδών αξιών της ζωής (από τη στιγμή της σύλληψης) και της οικογένειας, που βασίζεται σε έναν άρρηκτο γάμο ανάμεσα σε ένα άνδρα και μια γυναίκα, θα βοηθήσουν να δοθούν απαντήσεις σε ορισμένες από τις πιο ύπουλες και επικίνδυνες προκλήσεις, που σήμερα αντιτάσσονται στο κοινό καλό».
Πρόσθεσε δε ότι οι αμβλώσεις και οι γάμοι των ομοφυλοφίλων είναι «οι πιο σοβαρές και οι πλέον δόλιες» προκλήσεις του σήμερα.
Β) Σχετικά με τη θεωρία του Δαρβίνου και την ελληνική κοινωνική πραγματικότητα:
Βάσει έρευνας που πραγματοποιήθηκε το 2006 από το περιοδικό «New Scientist», σχεδόν οι μισοί Έλληνες αμφισβητούν την εξελικτική θεωρία. Μόνο το 54% συμφωνεί μαζί της, ενώ το 29% υποστηρίζει πως ο Δαρβίνος δεν είχε δίκιο και το υπόλοιπο 18% απλά, δεν γνωρίζει. Σε επίπεδα αποδοχής της θεωρίας του Δαρβίνου η Ελλάδα ξεπερνά μόνο τις ΗΠΑ και την Τουρκία. Ειδικότερα για τις ΗΠΑ, η διαμάχη της εξελικτικής θεωρίας έρχεται σε σύγκρουση μο δημοφιλή «ευφυή σχεδιασμό», σύμφωνα με τον οποίο κάποια ανώτερη μορφή νοημοσύνης κινεί τα νήματα στο Σύμπαν.
Οι Έλληνες μαθητές μέχρι το 1999, με εξαίρεση όσους φοιτούσαν στη Β’ Δέσμη ουδέποτε διδάχτηκαν τη θεωρία της εξέλιξης του ανθρώπου(σ.σ. αξίζει να σημειωθεί ότι τα σχετικά κεφάλαια του σχολικού βιβλίου της βιολογίας που αναφέρονταν στο Δαρβίνο και τη θεωρία του μετακινήθηκαν...στο τέλος του βιβλίου, ώστε να μην προλαβαίνουν οι καθηγητές να τα διδάσκουν, μετά από σχετική παρέμβαση -ποιας άλλης;- της Εκκλησίας). Μετά το 2000, κανένας μαθητής δεν διδάσκεται όχι μόνο την εξέλιξη του ανθρώπου αλλά και γενικά την εξελικτική θεωρία.  
Γ) Από τη νέα δίκη του Δαρβίνου στις ΗΠΑ:
Η νέα δίκη του Δαρβίνου», στον αποχαιρετισμό της δεύτερης χιλιετίας, γίνεται αυτή τη φορά στις
πολιτισμένες και πρωτοπόρες επιστημονικά ΗΠΑ, καθώς το Συμβούλιο Μέσης Εκπαίδευσης της
Πολιτείας του Κάνσας «αποφάσισε» την κατάργηση στα προγράμματα των εξετάσεων
οποιασδήποτε αναφοράς στη δαρβινική θεωρία της εξέλιξης.
Οι ΗΠΑ βέβαια έχουν «παράδοση» σε τέτοιες σκοταδιστικές και αντιδραστικές αποφάσεις, καθώς
δεν είναι η πρώτη φορά που «δικάζεται» και «καταδικάζεται» ο Δαρβίνος. «Η δίκη του πιθήκου»,
που αναφέρεται στην καταδίκη του Σκόουτς, καθηγητή γυμνασίου (πλήρωσε 100 δολάρια), που
έγινε το 1925 στο Ντέιτον του Τενεσί, επειδή δίδαξε τη θεωρία της εξέλιξης, οδήγησε την Πολιτεία
του Τενεσί να κηρύξει παράνομη τη διδασκαλία κάθε θεωρίας που δεν συμβάδιζε με τον
δημιουργισμό.
Και παρ' όλο που το εφετείο αθώωσε τον Σκόουτς, για τυπικούς νομικούς λόγους και λεπτομέρειες,
είχε ήδη καταγραφεί επισήμως μια έντονη διαμάχη μεταξύ της φιλελεύθερης και
φονταμενταλιστικής ερμηνείας της Βίβλου, γεγονός το οποίο επιβεβαιώθηκε αργότερα και σε
άλλες πολιτείες της Αμερικής, όπως λ.χ. στη Λουιζιάνα, όπου απαγορεύτηκε η διδασκαλία της
εξέλιξης στα σχολεία, εκτός αν διδασκόταν συγχρόνως και η «επιστήμη της δημιουργίας».
Ανάλογη υπήρξε και η αντίδραση στο Αρκανσο, που πέρασε έναν νόμο σύμφωνα με τον οποίο
έπρεπε τα σχολεία να αντιμετωπίζουν ισορροπημένα την επιστήμη της δημιουργίας και την
επιστήμη της εξέλιξης.
Και ενώ το ομοσπονδιακό δικαστήριο απεφάνθη το 1982 ότι η επιστήμη της δημιουργίας δεν είναι
επιστήμη, θέση που υποστηρίζεται και από τη θεώρηση και τα κριτήρια τα οποία πρέπει να
ικανοποιεί μια επιστήμη (π.χ. πειραματική διάψευση ή επαλήθευση μιας επιστημονικής υπόθεσης,
προϋπόθεση που δεν μπορεί να ισχύσει στην περίπτωση του δημιουργισμού), το 1995 ψηφίστηκε
νόμος στην Αλαμπάμα σύμφωνα με τον οποίο απαιτούνταν από τα σχολεία να προσθέτουν ένα
αυτοκόλλητο στα βιβλία της βιολογίας για να γνωρίζουν οι μαθητές ότι η εξέλιξη είναι
αμφισβητούμενη θεωρία, η οποία παρουσιάζεται από εκείνους που θέλουν να εξηγήσουν την
εμφάνιση των ειδών. (από άρθρο του Στ. Ν. Αλαχιώτη)


[2] Απόφαση της ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΚ για την προέλευση της ζωής και την σχετική διαπάλη στην Κίνα την περίοδο της ΜΠΠΕ:
«Το ζήτημα της προέλευσης της ζωής υπήρξε πρωταρχικό ζήτημα στην πάλη ανάμεσα στον ματεριαλισμό και τον ιδεαλισμό. Οι ιδεαλιστές διατείνονται ότι η ζωή έχει δημιουργηθεί από τον Θεό, ενώ οι ματεριαλιστές νομίζουν ότι είναι αποτέλεσμα εκατομμυρίων χρόνων κίνησης, εξέλιξης, ανάπτυξης των ανόργανων και αδρανών υλικών. Ο γερμανός επιστήμονας Φρίντριχ Βόλερ, όταν πέτυχε το 1823 τη συνθετική ουρία, να μετατρέψει, δηλαδή, την ανόργανη σε οργανική ύλη, έδειξε για πρώτη φορά στην  ιστορία ότι δεν υπήρχε ανυπέρβλητος φραγμός ανάμεσα στην ανόργανη και οργανική ύλη. Ήταν ένα καινούριο άλμα που πέτυχε ο άνθρωπος στη γνώση της ζωής και ένα τρομερό χτύπημα στον ιδεαλισμό. Σήμερα ποι οι Κινέζοι επιστήμονες πέτυχαν τη σύνθεση μιας πρωτεΐνης, έδωσαν μια καινούρια και περιφανή απόδειξη για την ορθότητα της ματεριαλιστικής διαλεκτικής θεωρίας η οποία σχετίζεται με την προέλευση της ζωής (,,,)»
 Μεγάλη πάλη έγινε ανάμεσα στους επιστήμονες της παλιάς σχολής με τις καπιταλιστικές ιδέες και της καινούριας με τις σοσιαλιστικές. Όταν γίνονταν οι έρευνες, έλεγαν πως είναι τυχοδιωκτισμός ή όνειρα κι ότι οι μεγάλες κορυφές παγκόσμιας φήμης δεν αποτολμούσαν να επιχειρήσουν τέτοιες προσπάθειες. Κι όταν ακόμα πέτυχε το πείραμα, πάλι δεν δέχτηκαν να το αναγνωρίσουν» (Μπεάτα Κιτσίκη, «Πως γνώρισα τους Κόκκινους Φρουρούς»)

[3] Για σχολές μηχανολογίας που είχαν διαλυθεί και συγχωνευτεί με βιομηχανικές μονάδες όπου φοιτητές, καθηγητές, μηχανικοί, εργάτες και τεχνικοί συνυπάρχουν:
«Εκεί όλοι παράγουν, μαθαίνουν και δημιουργούν με τη σειρά τους και μετά ξεπηδούν ομάδες παραγωγής που μπορούν να ξεκινήσουν καινούρια κοινόβια παραγωγής και μάθησης» («Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα»)
Αλλά και στις κολεκτίβες της υπαίθρου:
«Συχνά το εκπαιδευτικό συγκρότημα περιλαμβάνει (στις μεγάλες αγροτικές κομμούνες) μια γεωργική σχολή, ένα γεωργικό πειραματικό και ερευνητικό σταθμό για καινούριους σπόρους, για καλύτερα ζευγαρώματα κ.λπ» (Ο Κινέζικος Δρόμος για το Σοσιαλισμό).
[4] Ο Μάο Τσε Τούνγκ για τις … προοπτικές των Παν/μιων:
Είναι ακόμα αναγκαίο να έχουμε πανεπιστήμια. Εδώ δεν αναφέρομαι κυρίως σε σχολές επιστημών και μηχανολογίας. Ωστόσο είναι πολύ ουσιώδες να μικρύνουμε το χρόνο της σχολικής εκπαίδευσης, να επαναστατικοποιήσουμε την παιδεία, να έχει προβάδισμα η προλεταριακή πολιτική και να πάρουμε το δρόμο που πήρε η Βιομηχανία κατασκευής Εργαλείων της Σανγκάης για την εκγύμναση των τεχνικών από τις τάξεις των εργατών. Οι φοιτητές και οι φοιτήτριες  θα πρέπει να διαλέγονται ανάμεσα από τους εργάτες/εργάτριες, αγρότες/ αγρότισσες που έχουν πρακτική εμπειρία και θα πρέπει να επιστρέψουν στην παραγωγή ύστερα από μερικά χρόνια μελέτης» ( «Αποσπάσματα από λόγους στην Πολιτιστική Επανάσταση»).
[5] Ο Μάο Τσε Τούνγκ για το ζήτημα της διεύθυνσης στην εκπαίδευση:
«Για να αποτελειώσουμε την προλεταριακή επανάσταση στην Εκπαίδευση πρέπει να αναλάβει τη διεύθυνση η εργατική τάξη, πρέπει να ενδιαφερθούν για την υπόθεση οι εργατικές μάζες και να πραγματοποιήσουν σε στενή συνεργασία με τους αγωνιστές του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού, την τριπλή επαναστατική ενότητα, συγκεντρώνοντας και τα δραστήρια στοιχεία που, ανάμεσα στους φοιτητές, τους καθηγητές και τους εργαζόμενους στα σχολεία, είναι αποφασισμένοι να προωθήσουν μέχρι τέλους την προλεταριακή επανάσταση στην εκπαίδευση. Οι Ομάδες Εργατικής Προπαγάνδας πρέπει να μείνουν για πολύ στα σχολεία και να παίρνουν μέρος σε όλα τα καθήκοντα του αγώνα-κριτική-μετασχηματισμός. Πρέπει ακόμα να διευθύνουν για πάντα τα σχολεία. Στην ύπαιθρο πρέπει να ασχοληθούν με τα σχολεία οι πρώην φτωχοί και μεσαίοι αγρότες του κατώτερου στρώματος που είναι οι πιο σταθεροί σύμμαχοι της εργατικής τάξης». («Σχολείο για τις μάζες στην Κίνα»).
[6] Μια γεύση των αντιθέσεων. (Οι υποστηρικτές του καπιταλιστικού δρόμου βέβαια δεν εξαντλούνταν στους διανοούμενους. Ήταν η πλειοψηφία του Π.Γ. του κόμματος, πλειάδα στελεχών του σε όλη τη χώρα, κορυφαία κρατικά στελέχη, όπως ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Λιού Σάο Σι κ.λπ).
 «… Όλοι αυτοί που θεωρούν τους εργάτες σαν μια εξωτερική δύναμη από τις ίδιες τις μάζες, είναι απατεώνες και ξένα στοιχεία προς την εργατική τάξη και για αυτό αυτή έχει απόλυτα δίκιο ασκώντας τη δικτατορία της πάνω σε αυτούς. Υπάρχουν διανοούμενοι που αυτοαποκαλούνται «επαναστάτες προλετάριοι». Αλλά μόλις η εργατική τάξη αγγίξει τα συμφέροντα του μικρού τους «ανεξάρτητου βασιλείου» αμέσως αντιτάσσονται στους εργάτες (…)  «Οι εργάτες δεν ξέρουν τίποτα για την εκπαίδευση» Να πως μιλάνε μερικοί «μεγάλοι διανοούμενοι». Κρατείστε για τον εαυτό σας την υπεροψία των αστών διανοούμενων ! Υπάρχουν δύο τύποι εκπαίδευσης: η αστική και η προλεταριακή εκπαίδευση. Εκείνη που εσείς «ξέρετε» είναι η ψεύτικη γνώση της αστικής τάξης. Κάποιος διδάσκει την επιστήμη και την τεχνική αλλά δεν ξέρει να οδηγήσει και να επισκευάσει ένα αυτοκίνητο. Ένας άλλος διδάσκει φιλολογία αλλά δεν ξέρει να συντάξει ένα άρθρο. Ένας άλλος διδάσκει την αγροτική χημεία αλλά δεν ξέρει πως ρίχνονται τα λιπάσματα. Μήπως δεν συμβαίνουν αυτά τα τόσο γελοία πράγματα; Το προλεταριακό σύστημα εκπαίδευσης που πραγματοποιεί την ενότητα της θεωρίας και της πρακτικής θα εξελιχθεί προοδευτικά μόνο με την άμεση συμμετοχή του προλεταριάτου. Αλλά εσείς είστε πάρα πολύ αμόρφωτοι για να το καταλάβετε…» (Γιάο Βεν Γιουάν, δημοσιευμένο το Φλεβάρη του1968, από το Σχολείο για τις μάζες στην Κίνα).
«… Εν τούτοις, η εργατική διεύθυνση στο σχολείο δεν είναι κάτι εύκολο, δεν είναι μια ειρηνική μετάβαση. Όπως ξέρετε, μέσα στο πανεπιστήμιο μπήκαν 30 χιλιάδες μέλη της προπαγανδιστικής ομάδας της σκέψης του Μάο. Ήσαν πολλοί ε; Παρόλα αυτά θα συναντήσουν πελώρια εμπόδια. Έγιναν και ένοπλες συγκρούσεις ,κατά τις οποίες θα πεθάνουν 5 και θα τραυματιστούν πάνω από 700 εργάτες. Αυτό δείχνει ότι και στη σοσιαλιστική κοινωνία ακόμα δεν υπάρχει η ειρηνική μετάβαση, ότι η αστική τάξη δεν αφήνεται να εκθρονιστεί αυθόρμητα, αλλά αντίθετα συνεχίζει να  προβάλλει μια ολοκληρωτική αντίσταση…» ( από συνέντευξη που έδωσε στα 1976  ο Μα Βέντζχονγκ για τα γεγονότα του κινήματος στο Παν/μιο Κίνγκ-χουά, το1968. «Σχολείο για τις μάζες στην Κίνα»).
[7] Σχετικά με τη συζήτηση για το «αν η τεχνική μπορεί να αντικαταστήσει τη θεωρία» και αν «η θεωρία εξαρτάται από τις εφαρμοσμένες επιστήμες»
«…Ο ολοκληρωτικός και διαφορικός λογισμός ανακαλύφθηκε τρείς αιώνες πριν , μετά από μία τεράστια μαθηματική πρακτική που έτεινε στο να λύσει τα προβλήματα τα σχετικά με την κίνηση των πλανητών και για το μέτρημα της εφαπτόμενης μιας καμπύλης. Και, όμως , σήμερα, αυτή η μέθοδος υπολογισμού είναι ένα μαθηματικό εργαλείο απαραίτητο για την επίλυση των προβλημάτων. Μόνο μέσα από την πρακτική μπορούμε να αποφασίσουμε αν οι θεωρίες των φυσικών επιστημών  είναι ή όχι χρήσιμες, αν έχουν ή όχι κάποια σημασία.( …) Οποιαδήποτε σημαντική επιστημονική ανακάλυψη της παραγωγής, ενισχύει την ικανότητα του ανθρώπου να αναγνωρίζει και να αναλύει τη φύση και μπορεί να συμβάλλει για την άμυνα, τον εμπλουτισμό και την ανάπτυξη της διαλεκτικής ματεριαλιστικής φιλοσοφίας. Για αυτό, μπροστά σε μερικές αρκετά αφηρημένες ειδικότητες, που δεν χρησιμοποιούνται ακόμα, πρέπει να  είμαστε επιφυλακτικοί. Και να μην τις αποκλείουμε με βιασύνη.» (από παρέμβαση του πρύτανη του παν/μιου του Πεκίνου, το 1972. «Σχολείο για τις μάζες στην Κίνα»)

[8] «Ενώ για το μηχανιστικό υλισμό η κοινωνική συνείδηση δεν αποτελεί παρά μόνο μια παθητική αντανάκλαση της υλικής πραγματικότητας, για τον διαλεκτικό υλισμό, η κοινωνική συνείδηση αποτελεί επίσης μια αντανάκλαση, αλλά αυτή η αντανάκλαση είναι ενεργητική, δημιουργική».  «Βασικές Αρχές της Φιλοσοφίας», G. Politzer, Εκδόσεις Αναγνωστίδης.
[9] «Οι εκμεταλλευτές λοιπόν έχουν κάθε συμφέρον και την ανάγκη όχι μόνο από τη δύναμη του κρατικού μηχανισμού αλλά και να παρουσιάζουν το Κράτος στα μάτια των εκμεταλλευομένων σαν μια ανώτερη οντότητα, να εμπνεύσουν στον κόσμο ένα ιερό φόβο για αυτό.
Πρέπει δηλαδή, φαινομενικά τουλάχιστον να τοποθετείται το Κράτος πάνω από την κοινωνία, πάνω από τους κοινωνικούς αγώνες. Πρέπει όλο και πιο πολύ να αποσπάται από την κοινωνία, να περιβάλλεται από μυστήριο, να φαίνεται σαν μια ουράνια δύναμη που μπροστά της κάθε άτομο πρέπει να γονατίζει. (….) Και μόνο όταν δεν είναι πια αυτό δεν ήταν δυνατό να γίνει πιστευτό, κατέφυγαν στο “γενικό συμφέρον ”, που είναι κάτι απροσπέλαστο επίσης στη σκέψη των κοινών ανθρώπων. Να λοιπόν που στηρίζονται οι ιδεαλιστικές θεωρίες για το Κράτος!». «Βασικές Αρχές της Φιλοσοφίας», G. Politzer, Εκδόσεις Αναγνωστίδης, σελ. 542. [οι υπογραμμίσεις δικές μου]

[10] Βασικές Αρχές της Φιλοσοφίας, G. Politzer, Εκδόσεις  Αναγνωστίδης, σελ. 552
[11] Κράτος και Επανάσταση, Β.Ι. Λένιν, Εκδόσεις Θεμέλιο, 1982, σελ.67. 
[12] Β.Ι. Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, Εκδόσεις Θεμέλιο, 1982, σελ.67-68. Η λέξη «ομαλότητα» -που παρεμπιπτόντως σε άλλες εκδόσεις έχει μεταφραστεί ως «τάξη»- αναφέρεται στο κείμενο του Ένγκελς που παρατίθεται αρχικά (σελ. 3). Από αυτόν τον συλλογισμό του Ένγκελς  αστοί και μικροαστοί προσπάθησαν να εξάγουν το συμπέρασμα για το κράτος σαν όργανο συμφιλίωσης των τάξεων. Γι αυτό και πιθανά ο Λένιν χρησιμοποιεί την ίδια λέξη («ομαλότητα»)για να περιγράψει το τι σημαίνει αυτή για τον μαρξισμό.
[13] ό.π. σελ 68.
[14] ό.π. σελ 69. Επισήμανση δική μου: Τα τμήματα του κειμένου που βρίσκονται σε εισαγωγικά είναι αναφορές του Λένιν στην εργασία του Φ. Ένγκελς «Η Καταγωγή  της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους». Τα τμήματα του κειμένου χωρίς εισαγωγικά είναι δικά του.  
[15] Η Αριστερά Απέναντι στον Εαυτό της, Β. Σαμαράς, Εκδόσεις  Προλεταριακή Σημαία,  2006, σελ.32.
[16] Η Αριστερά Απέναντι στον Εαυτό της, Β. Σαμαράς, Εκδόσεις  Προλεταριακή Σημαία,  2006, σελ.32.
[17] Η Καταγωγή  της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους, Φ. Ένγκελς. Παρατίθεται αυτούσιο και στο «Κράτος και Επανάσταση» του Β.Ι. Λένιν, Εκδόσεις Θεμέλιο 1982, σελ 73.
[18] Βασικές Αρχές της Φιλοσοφίας, G. Politzer, Εκδόσεις  Αναγνωστίδης, σελ. 548.
[19] Βασικές Αρχές της Φιλοσοφίας, G. Politzer, Εκδόσεις  Αναγνωστίδης, σελ. 546
[20] «Η Καταγωγή  της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους», Φ. Ένγκελς.
[21] Για αυτό το ζήτημα, μια εκτενής ανάλυση βρίσκεται στο: Η Αριστερά Απέναντι στον Εαυτό της, Β. Σαμαράς, Εκδόσεις  Προλεταριακή Σημαία,  2006, Μέρος Β. Για το σοσιαλισμό.
[22] Β.Ι. Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, Εκδόσεις Θεμέλιο, 1982, σελ. 93. 
[23] Κ. Μαρξ-Φ. Ένγκελς, στον «Πρόλογο στη Γερμανική Έκδοση του 1872» του Κομουνιστικού Μανιφέστου. Αυτή η πρόταση διατυπώνεται σε σχέση με μερικά μέρη του Κομουνιστικού Μανιφέστου που θα πρέπει να διορθωθούν. Οι Μαρξ-Ένγκελς  συνεπείς με τον διαλεκτικό υλισμό που οι ίδιοι θεμελίωσαν, δεν έκαναν σχέδια επί χάρτου αλλά περίμεναν την ίδια την ιστορική πείρα να αναδείξει το «τι λογής πρέπει-από την άποψη της ιστορικής εξέλιξης-  να είναι αυτή η αντικατάσταση του αστικού κράτους από το προλεταριακό». (Β.Ι. Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, σελ.93, 103, 104)  Στο Κομουνιστικό Μανιφέστο αυτό το πεδίο καλύπτεται με μια γενική θεώρηση του ζητήματος:
 «…το πρώτο βήμα στην εργατική επανάσταση είναι η ανύψωση του προλεταριάτου σε κυρίαρχη τάξη, η κατάχτηση της δημοκρατίας.
Το προλεταριάτο θα χρησιμοποιήσει την πολιτική του κυριαρχία για να αποσπάσει βαθμιαία από την αστική τάξη όλο το κεφάλαιο, για να συγκεντρώσει όλα τα εργαλεία παραγωγής στα χέρια του κράτους, δηλαδή του οργανωμένου σε κυρίαρχη τάξη προλεταριάτου,…».   
[24] Β.Ι. Λένιν, Κράτος και Επανάσταση, Εκδόσεις Θεμέλιο, 1982, σελ. 96. Στο απόσπασμα αυτό ξανασυναντούμε την διαλεκτική σχέση βάσης- εποικοδομήματος. Όπως αναφέρει και ο G. Politzer:
«Να λοιπόν τη μας διδάσκει η διαλεκτική: Αν και το Κράτος είναι πάντοτε αντανάκλαση της οικονομικής βάσης, η λύση του προβλήματος του Κράτους, του πολιτικού δηλαδή προβλήματος, πρέπει να προηγείται ιστορικά από τη λύση του προβλήματος της οικονομικής βάσης, στις ανάγκες της οποίας θα πρέπει να ανταποκρίνεται το νέο Κράτος». Βασικές Αρχές της Φιλοσοφίας, G. Politzer, Εκδόσεις Αναγνωστίδης, σελ. 549.
Ταυτόχρονα δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ ότι «το Κράτος δεν μπορεί να επιτύχει στο ρόλο του, εάν οι μάζες δεν παραδεχθούν την άποψη ότι τάχα είναι υπερταξικό. Η υλική δύναμη του Κράτους ως ένα βαθμό στηρίζεται σε ένα στοιχείο καθαρά ιδεολογικό, δηλαδή στο ότι οι μάζες υποτιμούν τη δική τους δύναμη». Βασικές Αρχές της Φιλοσοφίας, G. Politzer, Εκδόσεις Αναγνωστίδης, σελ. 549.

[25] «Στην ίδια κατηγορία θα μπορούσαμε να μάλλον να εντάξουμε το μέρος εκείνο που “διοχετεύεται” με διάφορους τρόπους στα ανώτερα κλιμάκια των διαφόρων μηχανισμών. Με μια έννοια αυτό το κόστος θα μπορούσε να ενταχθεί στο κόστος συντήρησης αυτών των μηχανισμών. Έτσι θα ήταν αν αυτό αποτελούνταν μόνο από την “κανονική” μισθοδοσία. Ωστόσο, παρ’ ότι οι μισθοί των ηγετικών στελεχών είναι πολύ ψηλότεροι από τους αντίστοιχους των εργαζομένων, της υπαλληλίας κλπ, είναι “μικροί” σε σχέση με τις απολαβές της οικονομικής ολιγαρχίας. Η τελευταία, ωστόσο, θεωρεί ζωτικό για τα συμφέροντα και τη κυριαρχία της τον απόλυτο έλεγχο του ηγετικού επιπέδου αυτού του μηχανισμού. Και ο πιο αποτελεσματικός τρόπος γι αυτό είναι αυτά τα ηγετικά στελέχη να αισθάνονται πλήρως αλληλέγγυα, να αισθάνονται μέλη της μεγαλοαστικής τάξης, τόσο από την άποψη των αρμοδιοτήτων τους όσο και από αυτή των απολαβών τους. Έτσι διαμορφώνονται διάφορα κανάλια αύξησης των εσόδων τους, νόμιμα, μισονόμιμα ή ακόμα και “κάτω από το τραπέζι”. Αυτή είναι η βάση και του φαινομένου της διαπλοκής, που δεν είναι η εξαίρεση αλλά ο κανόνας στον καπιταλισμό. Το πρόβλημα δημιουργείται μόνο όταν το φαινόμενο πάρει διαστάσεις που υπονομεύουν την αποδοτική λειτουργία του συστήματος ή όταν – και κυρίως έτσι- η πάντα υπαρκτή αντιπαράθεση των διαφόρων μερίδων του κεφαλαίου 9με τις αντίστοιχες διαπλοκές τους) πάρει οξυμένες διαστάσεις. Τότε έχουν τη δυνατότητα και οι “κοινοί θνητοί” να πάρουν μια ιδέα από αυτό που ούτως ή άλλως πάντα συμβαίνει».  Η Αριστερά Απέναντι στον Εαυτό της, Β. Σαμαράς, Εκδόσεις  Προλεταριακή Σημαία,  2006, σελ.31.
[26] «Πουθενά όμως τα γνωρίσματα του ταξικού χαρακτήρα του αστικού κράτους δεν παρουσιάζονται τόσο καθαρά όσο στο ζήτημα της δικαιοσύνης. (…) οι βάσεις στις οποίες στηρίζεται και που την κατευθύνουν, είναι οι αρχές του αστικού δικαίου, που έχει σαν σκοπό την υπεράσπιση της ατομικής ιδιοκτησίας, την υπεράσπιση δηλαδή του Κεφαλαίου. (…) Το δίκαιο είναι ένα οργανικό στοιχείο του εποικοδομήματος, η νομική έκφραση της επικρατούσας μορφής ιδιοκτησίας που προσπαθεί να την διαιωνίσει, να την ανεβάσει σε απόλυτη αξία, να την δικαιώσει με μια δήθεν “αρχή ”  αιώνια και αμετάβλητη». Βασικές Αρχές της Φιλοσοφίας, G. Politzer, Εκδόσεις Αναγνωστίδης, σελ. 554-555.
[27] «…η αστική δημοκρατία επίσημα δεν ξέρει πια τίποτα για περιουσιακές διαφορές. Σ’ αυτήν ο πλούτος ασκεί έμμεσα την εξουσία του, μα γι αυτό την ασκεί πιο σίγουρα. Από την μια πλευρά, με τη μορφή της άμεσης εξαγοράς των υπαλλήλων,… . Από την άλλη με τη μορφή συμμαχίας κυβέρνησης χρηματιστηρίου,  που γίνεται τόσο πιο εύκολα, όσο περισσότερο αυξαίνουν τα κρατικά χρέη και όσο περισσότερο οι μετοχικές εταιρείες συγκεντρώνουν στα χέρια τους,…, την ίδια την παραγωγή. (…)Και τέλος, η ιδιοκτήτρια τάξη κυριαρχεί άμεσα μέσω του γενικού δικαιώματος ψήφου. (…) Το γενικό δικαίωμα ψήφου είναι έτσι ο δείκτης ωριμότητας της εργατικής τάξης. Περισσότερο δεν μπορεί να είναι και δεν θα είναι ποτέ μέσα στο σημερινό κράτος,…». «Η Καταγωγή  της Οικογένειας, της Ατομικής Ιδιοκτησίας και του Κράτους», Φ. Ένγκελς.
[28] Τα Καινούρια Ρούχα του Βασιλιά, Συλλογικό, Γενική Επιμέλεια: Δημήτρης Παυλίδης, Εκδόσεις Προλεταριακή Σημαία, 2006, σελ. 166. Να σημειώσουμε πως η συλλογική αυτή δουλειά, που καλύπτει σημαντικές πλευρές τόσο του θεωρητικού και πολιτικού πλαισίου, όσο και τις πρακτικές υλοποίησης, της ‘κοινωνίας των πολιτών», των ΜΚΟ, κλπ, μπορεί να βοηθήσει όποιον νιώθει την ανάγκη μιας μεγαλύτερης εμβάθυνσης στα ζητήματα αυτά. 
[29] Τα Καινούρια Ρούχα του Βασιλιά, Συλλογικό, Γενική Επιμέλεια: Δημήτρης Παυλίδης, Εκδόσεις Προλεταριακή Σημαία, 2006, σελ. 130.
[30] Γιατί η επαναστατική κομουνιστική κοσμοαντίληψη δεν διαφωνεί με τον αναρχισμό στην κατάργηση του κράτους. Αλλά στο γεγονός ενώ ο αναρχισμός ονειρεύεται να καταργήσει το κράτος αμέσως μετά την επανάσταση, χωρίς να καταργήσει τους κοινωνικούς όρους που το γέννησαν,  η κομουνιστική αντίληψη θεωρεί πως ανάμεσα στον καπιταλισμό και την αταξική (και άρα χωρίς κράτος) κοινωνία μεσολαβεί μια ολόκληρη ιστορική περίοδος επαναστατικής διαμόρφωσης των όρων για την κατάργηση των τάξεων και την απονέκρωση του κράτους. Γι αυτό και με την ευκαιρία αυτή πρέπει να τονίσουμε πως αποτελεί είτε μέγιστη λαθροχειρία είτε μεγάλη άγνοια του συγγραφέα της παρακάτω πρότασης, πως δηλαδή «ο κλασικός μαρξισμός και ο φιλελευθερισμός συμμερίζονται την άποψη ότι δεν μπορεί να υπάρξει ελευθερία χωρίς την ύπαρξη του κράτους και επομένως υποστηρίζουν πολιτικούς και όχι κοινωνικούς αγώνες» (στο κείμενο της ΑΚ που κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο). Όταν είναι εδώ και πάνω από ένα αιώνα γνωστό ότι για την κομμουνιστική άποψη το  «το προλεταριάτο έχει ανάγκη ακόμα από το κράτος(σ.δ. μετά την επανάσταση), το έχει ανάγκη όχι για την ελευθερία, αλλά για την καθυπόταξη των αντιπάλων του».
[31] Περιοδικό Βαβυλωνία, τεύχος 1, Ιούλιος- Αύγουστος 2011, άρθρο του Φιλήμονα Πατσάκη με τίτλο «Στην ουσία της ύπαρξης», σελ 34.
[32]  Από το κείμενο της ΑΚ για την Άμεση Δημοκρατία που κυκλοφόρησε στο διαδίκτυο (indymedia).
[33] Περιοδικό Βαβυλωνία, τεύχος 1, Ιούλιος- Αύγουστος 2011,άρθρο του Αντώνη Μπρούμα με τίτλο «Η Άμεση Δημοκρατία ως Αυτοθέσμιση», σελ 29.
[34]  Θέσεις για τον Φόϋερμπαχ, Κ. Μαρξ.
[35] Αντίθετα οι κομμουνιστές, όπως αναφέρει και ο Λένιν στο Κράτος και Επανάσταση (σελ.117- 118), Εκδόσεις Θεμέλιο: «Εμείς δεν είμαστε ουτοπιστές. Δεν “ονειρευόμαστε” πως θα τα βγάλουμε πέρα μονομιάς χωρίς καμιά διοίκηση, χωρίς καμιά υποταγή. Αυτά τα αναρχικά ονειροπολήματα, βασισμένα στη μη κατανόηση των καθηκόντων της δικτατορίας του προλεταριάτου, είναι απολύτως ξένα στο μαρξισμό και στη πράξη χρησιμεύουν μόνο για την αναβολή της επανάστασης ίσαμε τότε που θα γίνουν αλλιώτικοι οι άνθρωποι. Όχι, εμείς θέλουμε τη σοσιαλιστική επανάσταση με τους ανθρώπους που έχουμε τώρα, που δε θα μπορέσουν να τα βγάλουν πέρα δίχως υποταγή, δίχως έλεγχο, δίχως “επιστάτες και λογιστές”. Η υποταγή, όμως, πρέπει να γίνει στην ένοπλη πρωτοπορία όλων όσων υφίστανται εκμετάλλευση και όλων των εργαζομένων- στο προλεταριάτο…».
[36] Περιοδικό Βαβυλωνία, τεύχος 1, Ιούλιος- Αύγουστος 2011, άρθρο του Φιλήμονα Πατσάκη με τίτλο «Στην ουσία της ύπαρξης»σελ.35. [υπογραμμίσεις δικές μου]
[37] Περιοδικό Βαβυλωνία, τεύχος 1, Ιούλιος- Αύγουστος 2011, άρθρο του Φιλήμονα Πατσάκη με τίτλο «Στην ουσία της ύπαρξης», σελ 35.
[38] Κ. Μαρξ,[υπογραμμίσεις δικές μου]
[39] Διαβάστε το άρθρο «Άμεση δημοκρατία στην οικονομία» του Δημήτρη Κωνσταντίνου. Περιοδικό Βαβυλωνία, τεύχος 1, Ιούλιος- Αύγουστος 2011, σελ 36-39. Βέβαια όταν ο αρθρογράφος  προσπαθεί αρχικά να προσεγγίσει το πρόβλημα που κατά τη γνώμη του πρέπει να απαντηθεί μέσα από μια σύνθεση (αυτοδιαχείριση της παραγωγής και δημοκρατικό σχεδιασμό της οικονομίας) και παρά τις ιδεοληψίες απέναντι στο σοσιαλισμό, διακρίνει κανείς μια ειλικρινή προσπάθεια να αντιμετωπίσει τα ζητήματα αυτά, έχει ή όχι συνείδηση γι αυτό, στη βάση της υπαρκτής πείρας που συσσώρευσε το επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα. Και δεν είναι ότι οι επισημάνσεις που κάνει είναι εκτός τόπου και χρόνου (η ΜΠΠΕ και ο Μάο έθεσαν αυτές τις πλευρές και κάμποσες ακόμη, μερικές δεκαετίες πίσω).
[40] Από το κείμενο της ΑΚ για την Άμεση Δημοκρατία που κυκλοφόρησε στο διαδίχτυο(indymedia).
[41] Περιοδικό Βαβυλωνία, τεύχος 1, Ιούλιος- Αύγουστος 2011, άρθρο του Φιλήμονα Πατσάκη με τίτλο «Στην ουσία της ύπαρξης», σελ 35.
[42] Έτσι  τελειώνει το άρθρο «Άμεση δημοκρατία στην οικονομία» του Δημήτρη Κωνσταντίνου. Περιοδικό Βαβυλωνία, τεύχος 1, Ιούλιος- Αύγουστος 2011, σελ 36-39. Βλέπετε και οι πιο καλές προθέσεις οδηγούν …στο σύστημα.
[43] Και συνεχίζει το κείμενο «Αυτό ίσχυε και για τον πρωτόγονο άνθρωπο, την προταξική κοινωνία, μόνο που εκεί τον αγώνα για την παραγωγή τον αντικαθιστούσε η πάλη με τα στοιχεία της φύσης και τη γνώση της ταξικής πάλης, οι εμπειρίες από τη συμμετοχή στο φυλογενετικό σύστημα. Τα κενά της φιλοσοφία τα κάλυπταν οι ποικίλες δοξασίες των λαών και το κενό της φυσικής επιστήμης η … μαγεία.
Βεβαίως αυτό που στον πρωτόγονο, αταξικό άνθρωπο θεωρούνταν “φυσικό”, στις ταξικές κοινωνίες ήταν ανάγκη για τις άρχουσες τάξεις να θεοποιηθεί(δουλοκτησία- φεουδαρχισμός) είτε να ανέβει στο βάθρο της κάθαρσης και της αυθεντίας (αστική εποχή)». Δημήτρης Μάνος, Έναυσμα τεύχος 5- Φθινόπωρο 1996, Αφιέρωμα για την ΜΠΠΕ.

[44] Δεν αποτελεί τυχαία η αναφορά μας στους κβαντομηχανιστές και όχι στην κβαντική μηχανική. Γιατί οι ανακαλύψεις και οι πειραματικές επιβεβαιώσεις της κβαντικής μηχανικής δίνουν νέα στοιχεία επιβεβαίωσης του διαλεκτικού υλισμού (ή της υλιστικής διαλεκτικής κατ’ άλλους που προτιμούν να σκιαμαχούν με τον «σταλινισμό» αντί να συζητούν ουσιαστικά). Η εσωτερική αντίφαση των σωματιδίων, η διπλή τους φύση, η διπλή μορφή με την οποία παρουσιάζονται, άλλοτε με τη μορφή του σωματιδίου και άλλοτε με τη μορφή κύματος, όπως και η διπλή φύση του φωτός που ξεδιάλυνε το «μυστήριο» της συμπεριφοράς του σε μια σειρά φαινόμενα, αποτελούν ισχυρές αποδείξεις  της καθολικότητας της αντίφασης που ενυπάρχει σε όλη την αντικειμενική πραγματικότητα. Στο ότι δηλαδή η πάλη των αντιθέσεων, η πάλη μεταξύ των αντίθετων πόλων που ενυπάρχουν στα φυσικά ή κοινωνικά φαινόμενα είναι καθολική και αποτελεί την εσωτερική αιτία εξέλιξης τους.
[45] Η διαπάλη φυσικά συνεχίζεται. Υπάρχουν υλιστές επιστήμονες που λαμβάνοντας υπόψη τις πειραματικές ανακαλύψεις που σχετίζονται με την μεγάλη έκρηξη, την αντιμετωπίζουν σε ένα τελείως διαφορετικό φιλοσοφικό πλαίσιο, αίροντας έτσι και βασικές ανακολουθίες της θεωρίας της μεγάλης έκρηξης, που οφείλονται στην ιδεαλιστική προσέγγιση της Κοσμολογίας. Οφείλω να πω σ’ αυτό το σημείο και τούτο: όσο αντίθετο με έχει βρει η μεγάλη πλειοψηφία των κατά καιρούς πολιτικών δηλώσεων του Ευ. Μπιτσάκη, άλλο τόσο σημαντική θεωρώ την προσφορά του-που ξεπερνά τα ελληνικά σύνορα- στο τομέα της ανάδειξης της υλιστικής διαλεκτικής στη Φύση, από τα λίγα έργα του που έχω μελετήσει και με τις αρκετά λειψές γνώσεις μου στη σύγχρονη φυσική(αν και φυσικός)!
[46] Βέβαια από την άλλη έχει γίνει φανερό πια πως χρησιμοποιούνται επιλεκτικά και στοχευμένα τα στοιχεία της τάδε ή  της δείνα θρησκείας στο εσωτερικό κάθε χώρας, μέσα στα πλαίσια του ενδοιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού αλλά και της επίθεσης του ιμπεριαλισμού ενάντια στους λαούς; Μήπως δεν είναι συνυφασμένη με την ιμπεριαλιστική πολιτική εντός των μητροπόλεων η αίγλη που απολαμβάνουν στη Δύση (με τη βοήθεια των αστέρων του Χόλυγουντ) οι ανατολικές θρησκείες και φιλοσοφίες (βουδισμός κλπ) που κηρύσσουν την παραίτηση από την πάλη, την «καρτερία» και την «ατομική αυτοπραγμάτωση», αλλά και η χρησιμοποίηση τους από τις ΗΠΑ (ειδικά με την περίπτωση του Θιβέτ και του Δαλάι Λάμα) στο στρίμωγμα της Κίνας; Και δεν έχει σχέση η «δαιμονοποίηση» του Ισλάμ που καλλιεργούνταν από την μερίδα Μπους- Τσέινι και τους πληρωμένους κονδυλοφόρους της («η σύγκρουση των πολιτισμών») με την ιδεολογική προετοιμασία των σύγχρονων δυτικών σταυροφοριών;

[47] Δίνεται ένα έναυσμα για μια «βύθιση» στο ζήτημα, στο Παράρτημα που υπάρχει στο τέλος και που όπως και η παράγραφος που ακολουθεί έτσι και αυτό στηρίχθηκε στο βιβλίο του Μπένζαμιν Κοριά, «Επιστήμη, Τεχνική και Κεφάλαιο», Εκδόσεις Α/συνέχεια, 1984. [Φυσικά, εννοείται, ότι η συνόψιση, η προβολή συμπερασμάτων αλλά και κάποιων προεκτάσεων, είτε στο κυρίως κείμενο είτε στο παράρτημα, βαρύνουν τον γράφοντα].
Ο Κοριά βάση για την κριτική του έχει το βιβλίο «Ο Πολιτισμός στο Σταυροδρόμι» του Ρίχτα που εκδόθηκε το 1966 στην Τσεχοσλοβακία. Το βιβλίο αυτό είχε παραγγελθεί από την τσεχοσλοβάκικη Ακαδημία Επιστημών. «Ο Πολιτισμός στο Σταυροδρόμι, αποτελεί μια σημαντική στιγμή της επίθεσης που εξαπολύθηκε- στο ιδεολογικό και θεωρητικό πεδίο- από τους “ντουμπτσεκικούς” και προετοίμασε τον ανοιχτό πολιτικό αγώνα της άνοιξης του 1968», επισημαίνει ο Μπ. Κοριά προσθέτοντας πως «θα έχουν άδικο όσοι θεωρού τον Πολιτισμό στο Σταυροδρόμι σαν ένα καθαρό “τσεχοσλοβάκικο” γεγονός(…) Ο Ρίχτα είναι …από τους πιο συνεπείς “θεωρητικούς” (αν όχι ο κατεξοχήν θεωρητικός) των αλλαγών, που μέσα από την έκφραση της ΕΤΕ ο καπιταλιστικός κόσμος προσπαθεί να καταγράψει και να αναλύσει. Κάτι περισσότερο: έκανε από τη συγκεχυμένη ακόμα έννοια, μια αντίληψη, προτείνοντας από τους μετασχηματισμούς που μπήκαν στην οικονομική ζωή με την ανάπτυξη της τεχνολογικής εφαρμογής της επιστήμης-κύρια από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο- μια συνολική, συνεκτική και συστηματική ερμηνεία».
[48] Όπως αναφέρει και ο Κοριά σε μια παραπομπή (αρ.13, σελ.36-37) στις θέσεις του Ρίχτα, “αυτή  νέα οικονομία χρόνου”  επικαλείται μια νέα οικονομική πολιτική που στο βάθος της απαιτεί την “γενίκευση του επιχειρηματικού πνεύματος…” (σελ.76)  και “…νέα συστήματα διαχείρισης στηριγμένα στη χρησιμοποίηση της αγοράς…” (σελ.97). [υπογραμμίσεις δικές μου]. Εδώ συναντούμε λοιπόν α) τις γενικές επιδιώξεις της σχηματιζόμενης αστικής τάξης για ανάληψη από μέρους της, της πλήρους «αρμοδιότητας» στην παραγωγή και την ολοκλήρωση του παραμερισμού της εργατικής τάξης αλλά και β) την έκφραση των ιδιαίτερων συμφερόντων της μερίδας της που έχει αναπτυχθεί στην παραγωγή – μέσα από την αναφορά στην «αγορά»- και στέκεται απέναντι στους «κρατιστές».
[49] Μπ. Κοριά, « Επιστήμη, Τεχνική και Κεφάλαιο». Εκδόσεις Α/συνέχεια, 1984.
[50] Η Αριστερά Απέναντι στον Εαυτό της, Β. Σαμαράς, Εκδόσεις  Προλεταριακή Σημαία,  2006, σελ. 37, 41, 42. Οι υπογραμμίσεις στο κείμενο είναι δικές μου.
[51] Ο Μπ. Κοριά αναφέρει χαρακτηριστικά πως «σ’ ότι σχετίζεται με την χημεία, πρέπει να γίνει έρευνα αναμφισβήτητα προς την πλευρά της Κομμούνας για να εξηγηθεί το γιατί, παρά την “προώθηση” της Γαλλίας, αυτή δεν ανέπτυξε βιομηχανικά εργαστήρια. Μετά τον τραυματισμό του1870, η αστική τάξη αναγκάστηκε να αναθεωρήσει ορισμένους από τους τρόπους με τους οποίους εξασφαλίζονταν η εξουσία της μέσα από ταξικές συμμαχίες. Ιδιαίτερα η ανάγκη της να τραβάει κοντά της το σύνολο της αγροτιάς για να δημιουργεί κενό γύρω από την “κομμουνάρικη” τάξη, την οδήγησε να παγώσει την ανάπτυξη ορισμένων τμημάτων της χημείας- για παράδειγμα των χρωστικών ουσιών- που δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί παρά μονάχα σε βάρος αγροτικών παραγωγών και τμημάτων της αγροτιάς που ζούσαν απ’ αυτές». Μπ. Κοριά, « Επιστήμη, Τεχνική και Κεφάλαιο». Εκδόσεις Α/συνέχεια, 1984, σελ. 80.
[52] Η Αριστερά Απέναντι στον Εαυτό της, Β. Σαμαράς, Εκδόσεις  Προλεταριακή Σημαία,  2006, σελ.29.
[53] Μπ. Κοριά, « Επιστήμη, Τεχνική και Κεφάλαιο». Εκδόσεις Α/συνέχεια, 1984, σελ.111.
[54] Οι σύντομες αυτές περιγραφές βασίστηκαν στο βιβλίο του Μπ. Κοριά, « Επιστήμη, Τεχνική και Κεφάλαιο». Εκδόσεις Α/συνέχεια, 1984.
[55] «Οι Γιάγκηδες εφεύραν μηχανές για να σπάνε και να συντρίβουν  τις πέτρες. Οι Άγγλοι δεν τις χρησιμοποιούν γιατί “άθλιος” που κάνει αυτή τη δουλειά παίρνει ένα τόσο μικρό μέρος αυτού που του οφείλεται για τη δουλειά αυτή, ώστε η χρησιμοποίηση των μηχανών θα ακρίβαινε το προϊόν για τον καπιταλιστή».   Αλλά και «σε όλες τις  χώρες του παλιού πολιτισμού, η χρησιμοποίηση των μηχανών σε μερικούς βιομηχανικούς κλάδους παράγει σε άλλους μια τέτοια υπεραφθονία εργασίας που η πτώση του μισθού κάτω από την εργατική δύναμη δημιουργεί εδώ εμπόδιο στη χρησιμοποίησή τους και την κάνει περιττή, και συχνά ακόμη και αδύνατη από τη σκοπιά του κεφαλαίου, που το κέρδος του προέρχεται στην πραγματικότητα από τη μείωση όχι της εργασίας που χρησιμοποιεί, αλλά της εργασίας που πληρώνει». Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο. Τα αποσπάσματα υπάρχουν στο βιβλίο του Μπ. Κοριά. Από τα αποσπάσματα φαίνεται πως ο Μαρξ έχει εντοπίσει ήδη το ζήτημα όχι απλά σε διαφορετικές χώρες αλλά και στους βιομηχανικούς κλάδους κάθε ξεχωριστής χώρας  
[56] «Θεωρούμενη αποκλειστικά από την άποψη να γίνει φτηνότερο το προϊόν, η χρησιμοποίηση των μηχανών συναντάει ένα όριο. Η εργασία που δαπανιέται για την παραγωγή τους πρέπει να είναι μικρότερη από την εργασία που θα αντικαθιστά με τη χρησιμοποίησή της». Αλλά όχι μόνο αυτό. «Για τον καπιταλιστή όμως το όριο αυτό είναι στενότερο. Όπως δεν πληρώνει την εργασία αλλά την εργατική δύναμη που χρησιμοποιεί, στους υπολογισμούς του καθοδηγείται από τη διαφορά αξιών ανάμεσα στις μηχανές και τις δυνάμεις εργασίας που μπορούν να αντικατασταθούν». Κ. Μαρξ, Κεφάλαιο. Τα αποσπάσματα υπάρχουν στο βιβλίο του Μπ. Κοριά. Εδώ πια φαίνεται πως ο Μαρξ θεωρεί αυτή την αντίφαση εσωτερική-εγγενής του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής και αξεπέραστη από τον ίδιο.
[57] Οι σύντομες αυτές περιγραφές βασίστηκαν στο βιβλίο του Μπ. Κοριά, « Επιστήμη, Τεχνική και Κεφάλαιο». Εκδόσεις Α/συνέχεια, 1984.
[58] Όλη αυτή η υποενότητα έχε βασιστεί στα κείμενα των Αγωνιστικών Κινήσεων και της Σπουδάζουσας του ΚΚΕ(μ-λ) για την εκπαίδευση, σε άρθρα της Προλεταριακής Σημαίας, και σε μερικά ακόμη βιβλία μεταξύ των οποίων με ένα ιδιαίτερο τρόπο και στο «Εκπαίδευση και Εξουσία» του Γ. Μηλιού. Επίσης να σημειώσουμε πως αυτή  η υποενότητα δεν αναπτύχθηκε αρκετά μιας και στα πλαίσια του Κάμπινγκ που πραγματοποιήθηκε στη Νάξο (δες πρόλογο) υπήρχε αυτοτελής συζήτηση για την εκπαίδευση και τις σύγχρονες εξελίξεις.
[59] Κ.Μαρξ, Αν.Κεφ., σελ.61, Εκδ. Α/συνέχεια
[60] Κ.Μαρξ, Αν.Κεφ., σελ.61, Εκδ. Α/συνέχεια
[61] ο.π. σελ. 103.
[62] ο.π. σελ. 104.
[63] ο.π. σελ. 123.
[64] ο.π. σελ. 107.
[65] ο.π. σελ. 108.
[66] Grudrisse,τ. ΙΙ, σελ. 215.
[67] Grudrisse, σελ. 217.
[68] Μπ. Κοριά, « Επιστήμη, Τεχνική και Κεφάλαιο». Εκδόσεις Α/συνέχεια, 1984, σελ.52.
[69] Grudrisse, σελ. 229.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου