Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2016

D-Day ή πώς ξαναγράφεται η ιστορία

του Βασίλη Σαμαρά
Προλεταριακή Σημαία φ. 275, 18-6-1994

Και «μελέτησε», λέει, επισταμένα ο Κλίντον την Ιστορία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Και θα πρέπει να του έγινε και εντατικό φροντιστήριο για το τι θα πει, γιατί αυτά που «έπρεπε» να πει, μόνο η πραγματική Ιστορία «δεν θα έπρεπε» να είναι. Το γιατί συνδέεται με το περιεχόμενο που θέλησαν να δώσουν στη φιέστα, και πάνω απ’ όλα με το προκλητικό και θρασύτατο αποκλεισμό της Ρωσίας από τις εκδηλώσεις.

Οι στόχοι του «εορτασμού» γίνονται έτσι προφανείς και σχεδόν διάφανοι. Σε πρώτη ματιά, στο στόχαστρο βρίσκεται η Ιστορία. Ωστόσο, οι κύριες αιτίες βρίσκονται σε σημερινές επιδιώξεις των ιμπεριαλιστών της Δύσης (κύρια των ΗΠΑ), τις οποίες καλείται να υπηρετήσει η διαστροφή της Ιστορίας. Ο αποκλεισμός της Ρωσίας έχει αυτός καθαυτός ένα διπλό περιεχόμενο. Αποτελεί κατ’ αρχήν έκφραση μιας πολιτικής που θέλει αποκλεισμό της Ρωσίας από τα τεκταινόμενα στην Ευρώπη (και τον κόσμο) παρά τις αγωνιώδεις και γλοιωδέστατες προσπάθειες του Γέλτσιν και της συμμορίας του να γίνουν αποδεκτοί στο «κλαμπ». (Από μια άποψη, παίρνουν την ανταμοιβή που τους αξίζει). Ωστόσο, υπάρχει και η άλλη πλευρά. Η πρόκληση-αναγνώριση του ρόλου της Ρωσίας θα δημιουργούσε διάφορους συνειρμούς. Ποιος ήταν αυτός ο πόλεμος; Ποιοι τον δημιούργησαν και γιατί; Ποιος ο ρόλος καθένα σ’ αυτόν; Και, πάνω απ’ όλα, ποιος ο ρόλος της σοσιαλιστικής τότε Σ.Ε. και του «καταραμένου» Στάλιν; (Αλήθεια, «υπήρξε» ποτέ αυτή η χώρα ή μήπως πρόκειται για ονειροφαντασία και μάταια θα την αναζητούμε σε λίγα χρόνια στα βιβλία της «Ιστορίας»;).


Οι Δυτικοί, ωστόσο, και ιδιαίτερα οι Αμερικανοί, επείγονται να «τακτοποιήσουν» άμεσα το ζήτημα στη βάση των σημερινών τους επιδιώξεων. Το όλο ζήτημα έχει περίπου, όπως στις χολιγουντιανές ταινίες που κατακλύζουν τις οθόνες και τα κανάλια: υπήρχαν οι «κακοί» αλλά «ευτυχώς» υπήρχαν και οι «καλοί» Αμερικάνοι, που με τη βοήθεια κάποιων Άγγλων, Γάλλων κ.λπ. «απελευθέρωσαν» την Ευρώπη από τους «κακούς» και ταυτόχρονα -και εδώ είναι το ζουμί της υπόθεσης- την «προφύλαξαν» και από τους άλλους, τους «ακόμη πιο κακούς». Έτσι «απλά»!
Όσο για τους Γερμανούς, θα βρεθεί και γι’ αυτούς μια θέση στην «Ιστορία». Δηλαδή, στη σημερινή μοιρασιά της Ευρώπης και του κόσμου. Αρκεί να θυμούνται και να παίρνουν υπόψη την «ιεραρχία». Θα παρελάσει, λοιπόν, το γαλλογερμανικό σώμα κάτω από την αψίδα του Θριάμβου στο Παρίσι. Για σήμερα αυτό είναι «αρκετό». Αργότερα βλέπουμε. Η Ιστορία, όμως, επιμένει να υπάρχει  με βάση τα πραγματικά γεγονότα που χαρακτήρισαν την  πορεία της. Πολύ σύντομα εδώ μερικές υπενθυμίσεις.
Τα πραγματικά δεδομένα του πολέμου δείχνουν ότι η κύρια σύγκρουση, αυτή που έκρινε την έκβαση του πολέμου στο στρατιωτικό πεδίο, ήταν η σύγκρουση της Βερμαχτ με τον Κόκκινο Στρατό. «Δεν αναγνωρίζεται πάντοτε στη Δύση ο βαθμός που ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ήταν, ουσιαστικά, ένας ρωσογερμανικός πόλεμος. Το 1943 ήταν ο Τσόρτσιλ εκείνος που  παρατηρούσε ότι οι Δυτικοί ”αψιμαχούσαν” με έξι μονάχα γερμανικές μεραρχίες ενώ οι Ρώσοι αντιμετώπιζαν 185» (Ντ. Χόροβιτς).
Η μεγάλη καμπή του πολέμου συντελέστηκε στο Στάλινγκραντ και η «πιο μεγάλη μέρα» ήταν η μέρα που ο Φον Πάουλους παραδινόταν στον Κόκκινο Στρατό. Και αυτό είναι κάτι που αναγνωρίζεται απ’ όλους, είτε πρόκειται για στρατιωτικούς (Γερμανούς ή οποιουσδήποτε άλλους) είτε ιστορικούς συγγραφείς.
Όταν γίνεται η απόβαση στη Νορμανδία, ο πόλεμος έχει κιόλας κριθεί στο στρατιωτικό πεδίο. «Στις 3-8-43 γίνεται η επίθεση του Κόκκινου Στρατού στο Χάρκοβο. Αυτή ακριβώς τη στιγμή, η κατάπληξη και σχεδόν ο πανικός κυριεύει τους πολιτικούς και στρατιωτικούς ηγέτες της Γερμανίας… Ο Γκέμπελς εγκαταλείπει για μια στιγμή τη μάσκα της φανατισμένης αισιοδοξίας και εκμυστηρεύεται στον Γκουντέριαν ότι θα πρέπει να ‘βλεπαν από τώρα τους Ρώσους να φτάνουν στο Βερολίνο… ο Γερμανικός στρατός είναι πλέον ένας στρατός σκυθρωπός, ένας στρατός νικημένος ήδη και κατά τρόπο αθεράπευτο, που περιμένει ένα καινούριο χτύπημα» (Ρ. Καρτιέ, «Ιστορία του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου»).
Και ακριβώς γι’ αυτό έγινε η απόβαση. Η απόβαση που δεν έγινε όταν χρειαζόταν, έγινε όταν, στρατιωτικά τουλάχιστον, δεν είχε να προσφέρει πολλά πράγματα. Πολύ περισσότερο έγινε για να μην αφεθεί ο Κόκκινος Στρατός να νικήσει μόνος του. Ακόμη χειρότερα, για να διαμορφωθούν οι όροι εκείνοι που θα επέτρεπαν στη Δύση να στραφεί ενάντια στη Σ. Ε. Ενάντια στη χώρα που ήδη είχε πληρώσει με εκατομμύρια νεκρούς στον πόλεμο.
Αλλά υπάρχουν κι άλλα. Και αρκετά μάλιστα, «περίεργα». Και αναφερόμαστε στον τρόπο που αντιμετώπισαν οι Γερμανοί την απόβαση και το 2ο Μέτωπο. Γύρω από το ζήτημα αυτό έχουν καλλιεργηθεί διάφοροι μύθοι. Για την «πιο μεγάλη μέρα του πολέμου». Για το «τείχος του Ατλαντικού». Για τον «καλύτερο στρατηγό» (Ρόμελ), στον οποίο ο Χίτλερ ανέθεσε την άμυνα της Δύσης κ.λπ. Τα πραγματικά γεγονότα, όμως, λένε άλλα. Ας αναφέρουμε μερικά χαρακτηριστικά απ’ αυτά.
Το περίφημο «τείχος» συγκροτούνταν από ελάχιστες και τις πιο αδύναμες μονάδες της Βέρμαχτ. «Στη Δύση στέλνονταν οι τραυματίες του ανατολικού μετώπου, οι υπερήλικες, οι μονάδες διοικούνταν από αξιωματικούς με ένα χέρι, πόδι ή μάτι. Υπήρχε ολάκερη μεραρχία που της έστελναν ειδικό ψωμί γιατί αποτελούνταν εξολοκλήρου από στομαχικούς ενώ αποσυρόταν και πήγαινε στην Ανατολή κάθε αξιόλογη μονάδα. Η Ανατολή αντλούσε από τη Δύση τα πιο ρωμαλέα της στοιχεία και έστελνε για αντικατάστασή τους ρετάλια» (Ρ. Καρτιέ).
Κατά γενική παραδοχή (μέχρι και του ίδιου του Μπράντλεϊ), αν τις πρώτες μέρες της απόβασης ο Χίτλερ κινούσε τις θωρακισμένες μεραρχίες που είχε στη Β. Γαλλία (τις μοναδικές αξιόλογες μονάδες που υπήρχαν στη Δύση), είναι περίπου βέβαιο ότι θα πετούσε τους «συμμάχους» στη θάλασσα.
Τον Δεκέμβρη του ’44, μεταφέροντας ελάχιστες αξιόλογες μονάδες από την Ανατολή, επιχειρεί την αντεπίθεση στις Αρδέννες. Το αμερικανικό μέτωπο ανατρέπεται στο σύνολό του και ενώ πανικός καταλαμβάνει τα δυτικά επιτελεία, ξαφνικά σταματάει την επίθεση και ξαναστέλνει την 6η θωρακισμένη στρατιά στο ανατολικό μέτωπο.
Θα μπορούσαμε να αναφέρουμε μια σειρά ακόμα γεγονότα, την περίπτωση της γέφυρας του Ρεμάγκεν κ.ά. Όσο για το μύθο του Ρόμελ -έτσι για την ιστορία- ας αναφέρουμε ότι υπήρχε μια πλειάδα ικανότερων στρατιωτικών (Μάνσταϊν, Γκουντέριαν κ.ά.) που, φυσικά, πολεμούσαν στο ανατολικό μέτωπο.
Θα αναφερθούμε σε έναν μόνο ακόμη μύθο, που ανασύρθηκε ξανά το τελευταίο διάστημα και καλλιεργείται έντονα (κάτι πρέπει να βρουν για να πουν, διάολε!): αυτό των «νέων όπλων» του Χίτλερ, τη δημιουργία των οποίων «πρόλαβε» η απόβαση. Οι περίφημοι V1 και V2 μπορεί να τρομοκρατούσαν τους αμάχους του Λονδίνου (όταν κατάφερναν να βρουν πού είναι το Λονδίνο) αλλά δεν είχαν, και κανείς δεν τους έδινε, την παραμικρή στρατιωτική αξία. Όσον αφορά το ατομικό πρόγραμμα της Γερμανίας, είναι από καιρό γνωστό πως βρισκόταν πολύ πίσω από το αμερικανικό, ακόμη και από το σοβιετικό.
Σε όλα αυτά, υπάρχουν κάποια πράγματα που μπορεί να δει κανείς και κάποιες σκέψεις που μπορεί να κάνει. Στρατιωτικά ο πόλεμος είχε κριθεί αλλά πολιτικά όχι. Η βέβαιη πλέον, όπως διαγραφόταν, συντριβή της Γερμανίας, η ισχυροποίηση της θέσης και του ρόλου της Σ.Ε., οδήγησε πολλούς στο να αρχίσουν να σκέφτονται μήπως είναι ώρα να «ξαναγυρίσει» ο πόλεμος στην κοίτη για την οποία είχε αρχικά «προγραμματιστεί». Περισσότερο απ’ όλους βέβαια, και με πιο επείγοντα τρόπο, οι Γερμανοί, που στην αναστροφή των συμμαχιών έβλεπαν τη μοναδική ελπίδα να αποφύγουν την καταστροφή. Αλλά και στη Δύση αναπτύσσονταν παρόμοιες σκέψεις και ήδη υπήρχαν επαφές με τη γερμανική αντιπολίτευση (βλέπε και το «ιταλικό μοντέλο παράδοσης») και με τα «γερμανικά επιτελεία του δυτικού μετώπου, που στο σύνολό τους κολυμπούσαν στη συνομωσία» (Ρ. Καρτιέ). Αυτός ήταν και ο λόγος που οι Σοβιετικοί, παρ’ ότι δεν αγνοούσαν τις προθέσεις των Δυτικών, επέμεναν στο άνοιγμα του Δεύτερου Μετώπου.
Αν τα προηγούμενα ωστόσο, εξηγούν την απροθυμία των γερμανών στρατηγών να πολεμήσουν ενάντια στους συμμάχους, χρειάζεται να δοθεί μια εξήγηση στη στάση του ίδιου του Χίτλερ. Το ότι και ο ίδιος και οι επιτελείς του προσέβλεπαν και αυτοί στην αναστροφή των συμμαχιών, είναι ιστορικά βεβαιωμένο από πολλές πηγές. Κάποιες κινήσεις του, ωστόσο, μας οδηγούν σε κάποιες παραπέρα σκέψεις. Τείνουμε να διαμορφώσουμε την πεποίθηση ότι ο Χίτλερ όχι μόνο δεν αντιμετώπισε αποφασιστικά την απόβαση αλλά μάλλον τη «χρειαζόταν». Αυτό που φαίνεται να υπολόγιζε είναι πως η παρουσία των δύο στρατών (Δύσης και Σοβιετικών) στην ευρωπαϊκή ήπειρο, ο «αγώνας δρόμου» ανάμεσά τους, θα πυροδοτούσε τις ήδη υπαρκτές αντιθέσεις, τις οποίες γνώριζε πολύ καλά πως υπάρχουν. Ταυτόχρονα, και κατά περίπτωση (βλέπε αντεπίθεση στις Αρδέννες), προσπαθούσε να ασκήσει πίεση στους Δυτικούς, «υπενθυμίζοντάς» τους ότι είχε ακόμα τη στρατιωτική δυνατότητα να τους βγάλει έξω από το ευρωπαϊκό παιχνίδι. Μόνο που για τον ίδιο τον Χίτλερ ήταν πια αργά. Όσο του ήταν αδύνατον πολιτικά να «αφήσει» την Ευρώπη στους Σοβιετικούς πετώντας τους Αμερικανούς στη θάλασσα, άλλο τόσο αδύνατο στους Δυτικούς να συμμαχήσουν με τον ίδιο τον Χίτλερ. Δεν ξέρουμε τι θα μπορούσε να γίνει αν πετύχαινε η απόπειρα του Στάουφενμπεργκ αλλά η αποτυχία της άφησε τα πολιτικά δεδομένα ως είχαν και τα γεγονότα να τραβούν το δρόμο τους. Λίγο αργότερα (’45-’47) και με άλλους όρους και δεδομένα, θα γινόταν αυτό που ονειρευόταν ο Χίτλερ, οι επιτελείς του και η γερμανική αστική αντιπολίτευση.
D-Day, λοιπόν, ή πως διαστρέφεται η Ιστορία στα μέτρα των σημερινών σχεδίων των ιμπεριαλιστών της Δύσης.


Σημείωση: Τα περισσότερα στοιχεία γι’ αυτό το κείμενο πάρθηκαν από την μπροσούρα «Γιάλτα ή Πότσνταμ», στην οποία παραπέμπουμε τον αναγνώστη που θα ήθελε να γνωρίσει πιο ολοκληρωμένα την άποψή μας. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου