Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Κυριακή 8 Μαΐου 2016

100 χρόνια από τη γέννηση του Μπέρτολτ Μπρεχτ - Ένα μικρό αφιέρωμα στη ζωή και το έργο του

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Έναυσμα» το 1998



Ο Μπέρτολτ Μπρεχτ γεννήθηκε στις 10 Φλεβάρη του 1898 στο Άουγκσμπουργκ της Βαυαρίας. Η μητέρα του, Σοφία, καταγόταν από το Μέλανα Δρυμό:
"...Εγώ ο Μπέρτολτ Μπρεχτ, είμαι απ τους μέλανες δρυμούς.
Η μάνα μου στις πολιτείες μ έφερε όταν ήμουν ακόμα στην κοιλιά της.
Μα των δρυμών η παγωνιά θα μείνει έντος μου ως να πεθάνω..."(1)

Ο πατέρας του, Μπέρτολτ-Φρίντριχ Μπρεχτ διηύθυνε μια βιοτεχνία χαρτιού. Εύπορη οικογένεια:
"Σαν πλουσιόπαιδο μεγάλωσα,
οι γονείς μου κολάρο μου φόρεσαν,
μ’ έμαθαν υπηρέτες να 'χω
και μου διδάξανε την τέχνη να δίνω διαταγές.
Όταν μεγάλωσα όμως, κι ολόγυρα μου κοίταξα,
δε μ' άρεσαν οι άνθρωποι της τάξης μου,
ούτε να διατάζω και να μ’ υπηρετούν.
Τότε, την τάξη μου απαρνήθηκα
και για συντρόφους πήρα τους ταπεινούς ανθρώπους..."(2)



Μαθητής ακόμα στο γυμνάσιο (1908-1916) δημοσιεύει τα πρώτα του κείμενα στο περιοδικό του σχολείου του και στην τοπική εφημερίδα. Ο αρχισυντάκτης της, μάλιστα, θα διηγηθεί πολύ αργότερα για τον Μπρεχτ:
"...Ανήκε ήδη στην Αριστερά... Δίψαγε για ζωή, ήταν οξυδερκής, πνεύμα ανήσυχο, δεν ενέδιδε σε συναισθηματισμούς... είχε γράψει μια έκθεση με φιλειρηνικό περιεχόμενο που παρ' ολίγο να του στοιχίσει την αποβολή του από το σχολείο..."



Το 1917 γράφεται στο τμήμα λογοτεχνίας φιλοσοφικής σχολής του πανεπιστημίου του Μονάχου. Το 1918 αρχίζει τις σπουδές του στην ιατρική, ενώ την ίδια χρονιά επιστρατεύεται ως νοσοκόμος. Παράλληλα, παρακολουθεί και βοηθά, χωρίς να παίρνει ενεργό μέρος, το κίνημα των Σπαρτακιστών. Με το δεύτερο θεατρικό του έργο "Ταμπούρλα μέσα στη νύχτα" (1918-1920) απομακρύνεται οριστικά από τη δεσπόζουσα λογοτεχνική τάση της εποχής του, τον εξπρεσιονισμό, και στρέφεται προς την πραγματικότητα. Το 1919 ο Μπρεχτ κρατάει τη θεατρική στήλη της σοσιαλιστικής -και αργότερα κομμουνιστικής- εφημερίδας του Άουγκσμπουργκ "Λαϊκή βούληση". Το Νοέμβρη του 1923 γίνεται το αποτυχημένο πραξικόπημα των Χίτλερ και Λούντεντορφ.

Το όνομα του Μπρεχτ περιλαμβάνεται στη λίστα των ατόμων που θα συλλαμβάνονταν μετά την επιβολή του πραξικοπήματος.
Εκεί γύρω στο 1927 ο Μπρεχτ κάνει την πιο αποφασιστική στροφή στη σταδιοδρομία του. Όπως λέει ο ίδιος σε μια συνέντευξη του:
"...Για ένα καινούργιο θεατρικό έργο που έγραφα, μου χρειάστηκε σαν φόντο το χρηματιστήριο εμπορευμάτων του Σικάγου. Σκέφτηκα πως με μια έρευνα ανάμεσα στους ειδικούς θα μπορούσα να συγκεντρώσω τις πληροφορίες που χρειαζόμουν. Τα πράγματα ήρθαν αλλιώτικα. Κανένας, ούτε γνωστοί οικονομολόγοι ούτε επιχειρηματίες (...) μπόρεσαν να μου εξηγήσουν ικανοποιητικά τη λειτουργία ενός χρηματιστηρίου εμπορευμάτων. Μου δημιουργήθηκε η εντύπωση ότι αυτά που συνέβαιναν εκεί μέσα ήταν τελείως ανεξήγητα, που σημαίνει ότι ήταν ασύλληπτα από τη λογική, που σημαίνει πάλι ότι ήταν κοινώς παράλογα. Ο τρόπος που γινόταν η κατανομή του σιταριού στον κόσμο ήταν ακατανόητος... Το έργο που προγραμμάτιζα δε γράφτηκε τελικά, αντί γι αυτό άρχισα να διαβάζω το Μαρξ, κι έτσι διάβασα Μαρξ για πρώτη φορά. Τότε ζωντάνεψαν πραγματικά και οι δικές μου σκόρπιες πρακτικές εμπειρίες και εντυπώσεις".

Ο Μπρεχτ γίνεται μαρξιστής και η μαρξιστική ιδεολογία διαποτίζει όλο του το έργο, τη μεθοδολογία, και τις θεωρητικές απόψεις του για το θέατρο και την τέχνη. "...Γιατί το ερώτημα, πώς είναι δυνατό γεγονότα και καταστάσεις που τις συναντάμε κάθε μέρα γύρω μας, που τις θεωρούμε φυσικές και αυτονόητες, να είναι ανεξήγητες, αφύσικες και παράλογες δεν μπορεί ν' απαντηθεί παρά μόνο με την επιστράτευση της μαρξιστικής διαλεκτικής. Στις αρχικές αυτές διαπιστώσεις θα στηρίξει ο Μπρεχτ, μερικά χρόνια αργότερα, ένα από τα κλειδιά της θεατρικής μεθοδολογίας του: το παραξένισμα. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε εδώ ότι το παραξένισμα δεν είναι όρος θεατρικός, αλλά φιλοσοφικός που ο Μπρεχτ τον μεταφέρει στο θέατρο... Το παραξένισμα επιδιώκει ν' αποκαλύψει το κοινωνικά παράλογο, το αφύσικο σε φαινόμενα και καταστάσεις της καθημερινής ζωής που το αποξενωμένο, το αλλοτριωμένο μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία άτομο έχει συνηθίσει να τις αποδέχεται σαν φυσικές και οικείες. Η καθημερινότητα είναι αναπόσπαστο στοιχείο του παραξενίσματος, είναι μια από τις προϋποθέσεις του. Μόνο που το αφύσικο δεν το αποκαλύπτει επεξηγηματικά, αλλά δηκτικά, δηλαδή με το ξάφνιασμα που πολλές φορές το πετυχαίνει τραβώντας το παράλογο φαινόμενο, μα και την αλλοτριωμένη ματιά του ατόμου, στην ακραία τους συνέπεια". Έτσι, το παραξένισμα "...έρχεται να βοηθήσει (το άτομο) να δει το γεγονός (...) σαν αποτέλεσμα διαδικασιών που πηγάζουν από μια ταξική κοινωνία, δηλαδή παράλογο και αφύσικο στο βαθμό που η κυρίαρχη τάξη και η ιδεολογία της, σε μια ταξική κοινωνία, προκαθορίζουν το γεγονός και το κατευθύνουν. (...) μπορεί πια να τοποθετηθεί διαλεκτικά απέναντι στο γεγονός και η στάση που παίρνει συντελεί στην "ιστορικοποίηση" του γεγονότος, για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο του Μπρεχτ, με την έννοια ότι το άτομο κρίνει και αξιολογεί το συγκεκριμένο γεγονός μέσα από τους νόμους και τη δυναμική μιας ταξικής κοινωνίας". (3)

Εκείνη την περίοδο ο Μπρεχτ γράφει τις "Ιστορίες του κ. Κόυνερ - η διαλεκτική σαν τρόπος ζωής" (ο υπότιτλος είναι αποκαλυπτικός για την ουσία του έργου) απ' όπου και το παρακάτω απόσπασμα.
"Ο κ. Κόυνερ έβαλε τα παρακάτω ερωτήματα: …Κάθε πρωί ο γείτονας μου ακούει μουσική από 'να γραμμόφωνο. Γιατί ακούει μουσική; Γιατί γυμνάζεται, καθώς μαθαίνω. Και γιατί γυμνάζεται; Γιατί του χρειάζεται δύναμη, καθώς μου λένε. Καλά, και γιατί του χρειάζεται η δύναμη; Γιατί πρέπει να νικήσει τους εχθρούς του στην πόλη, καθώς λέει. Γιατί πρέπει να νικάει τους εχθρούς του; Γιατί θέλει να φάει, καθώς μαθαίνω.
Όταν ο κ. Κόυνερ τα άκουσε όλα αυτά, ότι δηλαδή ο γείτονας του άκουγε μουσική για να γυμνάζεται, γυμναζόταν για να είναι δυνατός, ήθελε να 'ναι δυνατός για να νικάει τους εχθρούς του, νικούσε τους εχθρούς του για να τρώει, έβαλε τούτο το ερώτημα: Καλά, γιατί τρώει;"
Η υιοθέτηση της μαρξιστικής διαλεκτικής οδηγεί τον Μπρεχτ στην εγκατάλειψη της αριστοτελικής μορφής του θεάτρου, ενώ ταυτόχρονα αναπτύσσει τις απόψεις του για το επικό θέατρο με το οποίο και θέλει να ασχοληθεί.
Ο ίδιος ο Μπρεχτ διατυπώνει ως εξής τις βασικές διαφορες μεταξύ αριστοτελικής και επικής μορφής θεάτρου:



Δραματική μορφή
-δρα
-συμπαρασύρει το θεατή στη σκηνική δράση
-αναλώνει τη δραστηριότητα του
-του καθιστά δυνατά συναισθήματα
-ο θεατής εισάγεται σε κάτι
-ο θεατής ταυτίζεται, συμπάσχει
-ο αμετάβλητος άνθρωπος

Επική μορφή
-αφηγείται
-κάνει το θεατή παρατηρητή
-ξυπνάει την ικανότητα του για δράση
-του εκβιάζει αποφάσεις
-ο θεατής τοποθετείται απέναντι σε κάτι
-ο θεατής στέκεται αντίκρυ, μελετά·
-ο μεταβλητός και μεταβαλλόμενος άνθρωπος


Για τον Μπρεχτ, ο ηθοποιός "πρέπει να αποκαλύπτεται και να αποκαλύπτει μ’ ένα ασυνεχές παίξιμο και μέσα στις αντιφάσεις της πραγματικότητας, τον "ήρωα" που αναδεικνύει επί σκηνής, όσο και τις καταστάσεις μέσα στις οποίες διαδραματίζονται όσα ιστορούνται επί σκηνής.
...Στο θέατρο του Μπρεχτ, το κάθε όλο συγκροτείται από μερικότερα στοιχεία, εκούσια κατατμημένα, τα οποία ο θεατής, συμμετέχοντας σαν ενεργητικός θεατής, πρέπει να συναρμολογήσει κατά την παράσταση για να συλλάβει το πραγματικό περιεχόμενο του έργου." (4)

Και σε μια συνέντευξη που έδωσε το 1926 στο "Φιλολογικό Κόσμο", έλεγε:
"Ο μεταβαλλόμενος εξωτερικός κόσμος αναγκάζει τον άνθρωπο σε μια συνεχή εσωτερική αναδιάρθρωση. Το αμετάβλητο Εγώ ειν' ένας μύθος. Ο άνθρωπος ειν' ένα άτομο, που διαρκώς γκρεμίζεται και ανακατασκευάζεται εκ νέου".
Στη δεκαετία του '30 που ο φασισμός άπλωνε τα φτερά του στην Ευρώπη, ο Μπρεχτ θεωρούσε πως "κι η τέχνη πρέπει, σ’ αυτούς τους καιρούς των αποφάσεων ν’ αποφασίσει" (5) γιατί σε σκοτεινούς καιρούς

"...Δε θα λένε: ήτανε σκοτεινοί καιροί.
Θα λένε: γιατί σώπαιναν οι ποιητές τους;" (6)

Αυτός, λοιπόν, δεν σώπασε. Κατήγγειλε τον φασισμό, όχι γενικά και αόριστα, αλλά "σαν καπιταλισμό στην πιο ωμή και καταπιεστική του μορφή, σαν τον πιο θρασύ και τον πιο δόλιο καπιταλισμό" (7). Γιατί, "αν θέλει κανείς να γράψει με επιτυχία την αλήθεια για τις κακές συνθήκες, πρέπει να τη γράψει έτσι που να διακρίνονται οι, όχι αναπόφευκτες, αιτίες τους. Μιας και φανούν τα -όχι αναπόφευκτα- αίτια, μπορούν πια να πολεμηθούν οι κακές συνθήκες... Αυτοί που είναι αντίπαλοι του φασισμού χωρίς να ‘ναι αντίπαλοι του καπιταλισμού, αυτοί που παραπονιόνται για τη βαρβαρότητα που αιτία τάχα έχει τη βαρβαρότητα την ίδια, μοιάζουν μ’ ανθρώπους που θέλουν το μερτικό τους απ’ το αρνί χωρίς όμως να σφαχτεί το αρνί. Θέλουν να φάνε το κρέας, να μη δουν όμως τα αίματα. Αυτοί θα ικανοποιηθούν αν ο χασάπης πλύνει τα χέρια του προτού φέρει το κρέας στο τραπέζι. Δεν είναι κατά των σχέσεων ιδιοκτησίας, που προκαλούν τη βαρβαρότητα, παρά μονάχα κατά της βαρβαρότητας, υψώνουν τη φωνή εναντίον της, κι αυτό το κάνουν από χώρες όπου κυριαρχούν οι ίδιες σχέσεις ιδιοκτησίας, όπου όμως οι χασάπηδες πλένουν ακόμα τα χέρια τους προτού φέρουν το κρέας στο τραπέζι." (8)
"... Την αλήθεια όμως δεν μπορεί κανείς να τη "γράψει". Πρέπει να τη γράψει σε κάποιον, που να έχει κάτι να την κάνει... Πρέπει να την πούμε σ' εκείνους που υποφέρουν πιο πολύ απ' όλους κάτω απ’ τις σημερινές σχέσεις ιδιοκτησίας, που έχουν το πιο δυνατό συμφέρον για την αλλαγή τους, στους εργάτες, και σ’ εκείνους που μπορούμε να οδηγήσουμε στους εργάτες σαν συμμάχους, γιατί στην πραγματικότητα δεν έχουν ούτε κι εκείνοι ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, όσο κι αν παίρνουν μερίδιο απ’ τα κέρδη... Ένας τρόπος παρατήρησης, λοιπόν, που τονίζει ιδιαίτερα το παροδικό, είναι καλό μέσο για να δώσει κουράγιο στους καταπιεσμένους... Οι εξουσιαστές έχουν ισχυρή αποστροφή στις μεγάλες αλλαγές. Θα θελαν όλα να μείνουν όπως είναι, τουλάχιστο για χίλια χρόνια. Το καλύτερο θα ‘ταν το φεγγάρι να 'μενε ακίνητο κι ο ήλιος να μην προχωρούσε πια! Τότε, κανέναν δε θα τον έπιανε πείνα και δε θα γύρευε να φάει για βράδυ." (9)

Γι’ αυτές του τις απόψεις διώχτηκε απ' το χιτλερικό καθεστώς, τα θεατρικά του έργα απαγορεύτηκαν στη Γερμανία, τα βιβλία του κάηκαν και, τέλος, το Φλεβάρη του 1933 εξορίστηκε αυτός και η οικογένεια του. Όταν, μάλιστα, το 1935 ταξιδεύει στη Μόσχα, του αφαιρείται και η γερμανική ιθαγένεια. Η εξορία του θα διαρκέσει 15 χρόνια: μέσω Πράγας και Βιέννης στην Ελβετία, τη Σουηδία και τη Φινλανδία. Μετά στις Ενωμένες Πολιτείες και πάλι στην Ελβετία προτού επιστρέψει στο Βερολίνο. Σ' αυτά τα δεκαπέντε χρόνια, χωρίς χρήματα, χωρίς θέατρο, ζώντας σε χώρες που δεν μίλαγε τη γλώσσα τους, ο Μπρεχτ θα γράψει πάνω από δέκα θεατρικά έργα, πολλά ποιήματα, θεωρητικά κείμενα και μυθιστορήματα.

Στα έργα της εξορίας ο Μπρεχτ καλεί στην απόρριψη αυτής της κοινωνίας που είναι υπεύθυνη για την καταπίεση του ατόμου, για την οποία όμως ο θεατής ή ο αναγνώστης, οφείλει να αναγνωρίσει και τη δική του ευθύνη.
"Όποιος δεν ασχολείται με τον εαυτό του φροντίζει ν' ασχολούνται οι άλλοι μ' αυτόν. Είναι ή δούλος ή άρχοντας. Ο δούλος κι ο άρχοντας δε διαφέρουν σχεδόν καθόλου, εκτός για δούλους και γι’ άρχοντες, είπε ο κ. Κόυνερ ο στοχαστής." (10)

"Σαν κουραστείς κι αποκοιμηθείς
κανείς δε θα σε ξυπνήσει πια να πει:
Σήκω, το φαί ειν' έτοιμο.
Γιατί να υπάρχει έτοιμο φαί;
Σαν δε θα μπορείς άλλο να τρέχεις,
θα μείνεις ξαπλωμένος. Κανείς
δε θα σε ψάξει για να πει:
έγινε επανάσταση. Τα εργοστάσια
σε περιμένουν.
Γιατί να' χει γίνει επανάσταση;
Όταν πεθάνεις θα σε θάψουν
είτε φταις που πέθανες είτε όχι.
Λες:
Πολύν καιρό αγωνίστηκες. Δε μπορείς
άλλο πια
ν αγωνιστείς.
Άκου λοιπόν:
Είτε φταις είτε όχι:
Σαν δεν μπορείς άλλο να παλέψεις,
θα πεθάνεις." (11)

Όμως ο Μπρεχτ, κυνηγήθηκε όχι μόνο από το φασιστικό καθεστώς της Γερμανίας, αλλά και από το υποτιθέμενο... δημοκρατικό των Ενωμένων Πολιτειών της Αμερικής. Ο Μακαρθισμός έχει εξαπολύσει ένα "κυνήγι μαγισσών" ενάντια σε όσους υπάρχει έστω και η παραμικρή υπόνοια ότι είναι δημοκράτες, προοδευτικοί ή ακόμα χειρότερα, αριστεροί ή κομμουνιστές. Έτσι, στις 30 Οκτώβρη του 1947, μετά από έξι χρόνια παραμονής του στις ΕΠΑ, ο Μπρεχτ ανακρίνεται από την Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών στην Ουάσιγκτον, μέλος της οποίας ήταν και ο Ρίτσαρντ Νίξον. Ο Μπρεχτ αντιμετωπίζει την επιτροπή με τη γνωστή του ειρωνική διάθεση απέναντι στην εξουσία και με "τόση πονηριά που η μετάδοση (της αλήθειας) να μην μπορεί ν’ ανακαλυφτεί και να εμποδιστεί από τον εχθρό". (12). Όπως είπε τότε κάποιος από τους φίλους του για την ανάκριση: "ήταν σαν οι πίθηκοι να υπόβαλαν σε εξέταση ένα ζωολόγο".
Το 1948 εγκαθίσταται στη Ζυρίχη, θέλει να πάει στο Βερολίνο, αλλά οι σύμμαχοί του αρνούνται τη βίζα που χρειάζεται για να διασχίσει τη Γερμανία. Τελικά, με ένα τσέχικο διαβατήριο πηγαίνει στην Πράγα κι από κει φτάνει στο Ανατολικό Βερολίνο στις 22 Οκτώβρη του ίδιου χρόνου.

"Τις δυσκολίες των βουνών τις ξεπεράσαμε.
Τώρα έχουμε να αντιμετωπίσουμε
τις δυσκολίες των πεδιάδων".

Το Σεπτέμβρη του 1949 ιδρύει τον δικό του θίασο, το Μπερλίνερ Ανσάμπλ.
Στις 26 Σεπτεμβρίου του 1951 γράφει μια Ανοιχτή επιστολή στους γερμανούς συγγραφείς και καλλιτέχνες. Ως συγγραφέας προτείνει τα εξής:
"Πλήρη ελευθερία του βιβλίου, υπό έναν περιορισμό.
Πλήρη ελευθερία του θεάτρου, υπό έναν περιορισμό.
Πλήρη ελευθερία των καλών τεχνών υπό έναν περιορισμό.
Πλήρη ελευθερία της μουσικής, υπό έναν περιορισμό.
Πλήρη ελευθερία του κινηματογράφου, υπό έναν περιορισμό.
Ο περιορισμός: καμία ελευθερία για γραπτά και έργα τέχνης που εξυμνούν τον πόλεμο ή τον παρουσιάζουν ως αναπόφευκτο, και για εκείνους που υποστηρίζουν το μίσος μεταξύ των λαών."

Στις αρχές Μαΐου του 1956 νοσηλεύεται στο νοσοκομείο με βαριά γρίπη.
Ο Μπρεχτ πεθαίνει στις 14 Αυγούστου, λίγο πριν από τα μεσάνυχτα, από έμφραγμα του μυοκαρδίου, στο σπίτι του στο Βερολίνο.
Κηδεύεται στις 17 Αυγούστου στο νεκροταφείο του Ντοροτεενφρίντχοφ, κοντά στον τάφο του Χέγκελ.
Στις 18 Αυγούστου, γίνεται τιμητική εκδήλωση για τη μνήμη του στο Μπερλίνερ Ανσάμπλ. Μίλησαν ο Γκέοργκ Λούκατς, ο Βάλτερ Ούλμπριχτ και ο Γιοχάννες Μπέχερ όπου ανάφεραν μεταξύ άλλων:
"...Ποιος από τους συγγραφείς μας μπόρεσε να συνδέσει πλούτο σκέψης και λαϊκή απλότητα έκφρασης; Ποιος μπόρεσε να μιλήσει με τόση τρυφερότητα για την τραχύτητα αυτού του κόσμου; Ποιος μπόρεσε να είναι συγχρόνως τόσο ισχυρογνώμων και τόσο απαλός και να δώσει μια τέτοια σκληρότητα στις λέξεις της τρυφερότητας;... Μήπως δεν υπήρξε πάντα ο καλύτερος σύντροφος μας και για τους νέους ένας πιστός φίλος που ποτέ δεν τους διέψευσε;"

Αντί επιλόγου
Μπέρτολτ Μπρεχτ: το έργο του, πάνω από 13.000 σελίδες, περιλαμβάνει θεατρικά έργα, ποιήματα, πεζά, θεωρητικά κείμενα για το θέατρο, τον κινηματογράφο, την τέχνη, τη λογοτεχνία, μελέτες, σχόλια, σημειώσεις, ημερολόγια. Μα πάνω απ' όλα και μαζί μ' αυτά, το έργο του ήταν ότι:

"...στάθηκε στον απλό λαό ανάμεσα,
και του εξήγησε
πως τόνε κοροϊδεύουν. Και προμάντευε
τι θα γίνει, γιατί
ήξερε καλά τα σχέδια τους
(χαμένη δεν πήγε δα η εκπαίδευσή του).
Τα λατινικά του πουλημένου τους
παπαδαριού
τα μεταφράζει λέξη - λέξη στην απλή τη
γλώσσα, και τότε βλέπεις μονομιάς τι κουραφέξαλα
είναι. Κατεβάζει
τη ζυγαριά της δικαιοσύνης τους και δείχνει
πώς είναι κάλπικα τα ζύγια της. Και οι
χαφιέδες τους τρέχουνε
και τους λένε
πως κάθεται μαζί με τους κατατρεγμένους
που ετοιμάζουν επανάσταση.
…………………..

Όπου κι αν πάει, στιγματισμένος είναι
στων δυνατών τα μάτια. Μα οι αδύναμοι
διαβάζουν τα εντάλματα και
άσυλο του δίνουν, λέγοντας:
Εσένα, σε κυνηγάνε
για δίκαιο σκοπό". (13)

Εξάλλου, το είπε και ο ίδιος ο Μπρεχτ, ένα χρόνο πριν από το θάνατο του:

"Δε χρειάζομαι ταφόπετρα, εγώ
Αλλ' αν εσείς χρειάζεστε μια για μένα,
θα ήθελα κει πάνω να γραφτεί:
"Έκανε προτάσεις. Εμείς
πράξη τις κάναμε".
Μια τέτοια επιγραφή
θα ‘ταν τιμή για όλους μας." (14)

Παραπομπές
1. Μπρεχτ, "Για το φτωχό Μπ. Μπ"
1921 - 1922
2. Μπρεχτ, "Δίκαια κυνηγημένος" 1938
3. Πέτρος Μάρκαρης, από την εισαγωγή του στο βιβλίο του Μπρεχτ "Ιστορίες του κ. Κόυνερ"
4. Παναγιώτης Σκούφης, από την εισαγωγή του στο βιβλίο του Μπρεχτ "Τα όπλα της κυρά - Καρράρ"
5. Άτιτλο κείμενο από το βιβλίο "Πολιτικά κείμενα του Μπέρτολτ Μπρεχτ"
6. Μπρεχτ, "Σε σκοτεινούς καιρούς" 1937
7. Μπρεχτ, "Πέντε δυσκολίες για να γράψει κανείς την αλήθεια"
8. το ίδιο
9. το ίδιο
10. Μπρεχτ, "Ιστορίες του κ. Κόυνερ"
11. Μπρεχτ, "Ακούμε: Δε θέλεις πια να δουλέψεις μαζί μας" 1935
12. όμοια με 7,8,9
13. Μπρεχτ, "Δίκαια κυνηγημένος" 1938

14. Μπρεχτ, "Δε χρειάζομαι ταφόπετρα" 1955

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου