Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Δευτέρα 2 Μαΐου 2016

«Παραγωγικότητα» «εργατικός έλεγχος» και άλλα φούμαρα (Μέρος Β’)

του Βασίλη Σαμαρά
Δημοσιεύτηκε στην Προλεταριακή Σημαία στις 8/7/1983

ΠΟΥ ΒΡΙΣΚΟΝΤΑΙ ΣΗΜΕΡΑ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ

Η αναφορά στην κρίση που μαστίζει το σύστημα, είναι σήμερα κοινός τόπος για κάθε πλευρά. Φυσικά, ο τρόπος που αναφέρεται κανείς σ' αυτήν διαφέρει, στη βάση της ταξικής - πολιτικής σκοπιάς από την οποία βλέπει τα πράγματα.
Το τελευταίο διάστημα η αστική φιλολογία αναφέρεται στην «ανάκαμψη» που αρχίζει, ή ακόμα και στις προοπτικές που υπάρχουν. Συχνά πυκνά, αναφέρονται, οι δρόμοι που ανοίγει, η επερχόμενη νέα «τεχνολογική επανάσταση». Ο Α. Παπανδρέου, αρκετά συχνά «επιτιμά» τους Έλληνες βιομηχάνους και τους προτρέπει να «μην χάσουν το τραίνο» αυτής της «επανάστασης».


Το όλο πρόβλημα, έχει βέβαια πολλές πλευρές. Εμάς εδώ μας ενδιαφέρει το εξής:
Η «επερχόμενη τεχνολογική επανάσταση» προβάλλεται περίπου σαν πανάκεια και βασικά θεωρείται ότι ή άνοδος της παραγωγικότητας που θα επιφέρει, αποτελεί και τη λύση του προβλήματος. Πόση αλήθεια και πόσο ψέμα υπάρχουν σε όλα αυτά;
Η συλλογική που αναπτύσσεται -ιδιαίτερα στον Ευρωπαϊκό χώρο- αφορά στο εξής.
Προώθηση επενδύσεων στον 3ο κόσμο (ή Νότο). Συγκέντρωση και ανάπτυξη στις Μητροπόλεις των στρατηγικών Βιομηχανιών. Και φυσικά θα παραμένει υπό τον έλεγχό τους η τεχνολογία, η κίνηση κεφαλαίων κ.λπ. Έτσι θα ‘χουμε μια αναπαραγωγή του παγκόσμιου συστήματος, με τους υπάρχοντες διαχωρισμούς, σε χώρες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, αλλά πλέον σε ένα ανώτερο επίπεδο. (Ο Α.Π. όταν μιλάει για την αναγκαιότητα «νια μην χαθεί το τραίνο» ευελπιστεί να συμπεριληφθεί η χώρα μας στην «λέσχη» των χωρών της πρώτης κατηγορίας. Άλλο όμως η επιθυμία και άλλο η πραγματικότητα).
Το σχήμα φαίνεται θαυμάσιο, λογικότατο και «ωφέλιμο» για όλους, έτσι που να απορεί κανείς ποιοι είναι οι «ανόητοι» που βάζουν εμπόδια, ποιες είναι οι «σκοτεινές δυνάμεις» που αντιτάσσονται στη «γενική» πρόοδο, πού βρίσκεται, τέλος πάντων, το πρόβλημα.
Ας προσπαθήσουμε να δούμε.

Υπάρχει άραγε κάποιο πρόβλημα τεχνολογίας;
Εδώ πρέπει να πούμε τα εξής.
- Σε σημαντική μερίδα κόσμου υπάρχει μια σύγχυση στη βάση της οποίας θεωρείται πως ούτε λίγο ούτε πολύ, κάποιες νέες καταπληκτικές εφευρέσεις επίκεινται και όπου να ‘ναι θα ενσκήψουν και θα αλλάξουν τον «ρουν της Ιστορίας».
Εκείνο που πραγματικά υπάρχει είναι ότι πρόκειται για τεχνικές και μεθόδους ήδη γνωστές, και όχι μόνο θεωρητικά ή εργαστηριακά, αλλά και ως ένα βαθμό πρακτικά εφαρμοσμένες σε διάφορες χώρες.
Και δεν θα μπορούσε να συμβαίνει διαφορετικά.
Η νέα τεχνολογία (οι εφευρέσεις) δεν είναι -και δεν ήταν ποτέ- υπερβάσεις του δοσμένου γενικού επίπεδου ανάπτυξης, αλλά αιχμή -κορυφαία έκφραση των δυνατοτήτων που είχαν ήδη δημιουργηθεί στην προηγούμενη φάση.
- Το ζήτημα, βρίσκεται στο πώς, πότε και σε ποια κλίμακα, με ποιους όρους και σε ποιες χώρες θα εφαρμοστεί αυτός ο εκσυγχρονισμός της παραγωγής ή αν θέλετε η αντικατάσταση του παλιού βιομηχανικού εξοπλισμού.
Αυτό βέβαια είναι μια απάντηση και ταυτόχρονα ένα εύλογο ερώτημα, μια άλλη μορφή του αρχικού προβλήματος. Πρόβλημα που ιδιαίτερα απασχολεί την μητρόπολη των μητροπόλεων, δηλαδή τις ΗΠΑ.
- Και εδώ υπάρχει το «παράδοξο», που αποτελεί ταυτόχρονα και μια από τις αιτίες που δημιουργούν βασικές «περιπλοκές» στις προσπάθειες του διεθνούς ιμπεριαλισμού να ξεπεράσει την κρίση. Η αντίφαση ανάμεσα στο να έχουν οι ΗΠΑ την πιο προχωρημένη τεχνολογία σε επίπεδο αιχμής και ταυτόχρονα τον πιο «γερασμένο» ίσως (ανάμεσα στις αναπτυγμένες χώρες) βιομηχανικό εξοπλισμό σε μαζική παραγωγική κλίμακα (εκτός ορισμένων στρατηγικών τομέων).
Θεωρείται γενικά (πρόσφατα το επανέλαβε σε ομιλία του ο Α.Π.) ότι η Ιαπωνία έχει την πιο προχωρημένη τεχνολογία. Αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι ότι ή Ιαπωνία έχει τον πιο μοντέρνο (και με το χαμηλότερο κόστος) βιομηχανικό εξοπλισμό ενώ τα κλειδιά της σύγχρονης τεχνολογίας εξακολουθούν να τα κρατούν κατά βάσιν οι ΗΠΑ.

Το πρόβλημα άρα δεν βρίσκεται στην τεχνολογία. Πού λοιπόν σκοντάφτει;
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς, ότι ναι μεν υπάρχει το αναγκαίο τεχνολογικό επίπεδο, αλλά χρειάζονται επίσης τα ανάλογα κεφάλαια, καθώς επίσης και ο «χρόνος», Δηλαδή ένα αναγκαίο διάστημα όπου θα προωθηθεί η απαραίτητη υποδομή, θα μπουν διαδικασίες επιμόρφωσης στις νέες τεχνικές του εργατικού δυναμικού στο κέντρο και την περιφέρεια, έτσι που να μπορεί να ανταποκριθεί στις νέες παραγωγικές συνθήκες.
Ενώ οι, νέες επενδύσεις δεν πρόκειται να αρχίσουν να αποδίδουν άμεσα. Ας σταθούμε σ’ αυτό. Και εκείνο που έχουμε να παρατηρήσουμε, είναι ότι καν δεν έχει ξεκινήσει μια τέτοια διαδικασία. Αντίθετα παρατηρούμε μια, στασιμότητα, μια αποχή από επενδύσεις ή ακόμα μια διαδικασία «αποεπενδύσεων» δηλαδή κλείσιμο επιχειρήσεων. Κατάσταση που αποτελεί και ένα από τα χαρακτηριστικά της κρίσης. Ακόμα, θα λέγαμε ότι αν ξεκινούσε έστω μια τέτοια διαδικασία σε παγκόσμια κλίμακα, θα «απέδιδε», προτού αρχίσουν να αποδίδουν πραγματικά οι νέες επενδύσεις. Οι προοπτικές που θα διαφαίνονταν θα αναζωογονούσαν συνολικά την καπιταλιστική οικονομία, ενώ αντίθετα αυτό που παρατηρούμε  σήμερα είναι μια φθίνουσα πορεία σε όλες τις κλίμακες. Εν πάση περιπτώσει αν υπήρχε μια τέτοια περίπτωση, αυτό δίνει και μια πρώτη απάντηση στο ζήτημα των διαθέσιμων κεφαλαίων. Αν όντως μπορούν να ‘χουν μια «πολλαπλασιαστική» επίδραση τότε χρειάζονται αρκετά λιγότερα για να μπει μπροστά η διαδικασία, από τα απαιτούμενα για το σύνολο των επενδύσεων.
Αλλά υπάρχει κάτι περισσότερο.
Στα χρόνια που πέρασαν, στην περίοδο της οικονομικής άνθησης (του μπουμ όπως λέγεται) η κεφαλαιοκρατία πραγματοποίησε τεράστια κέρδη. Αυτό δεν είναι κάτι που το λέμε μονάχα εμείς, αλλά που το διακηρύσσουν οι ίδιοι ιδιαίτερα όταν θέλουν να προβάλλουν τις αρετές του συστήματος.
Η Διεθνής κεφαλαιοκρατία έχει συσσωρεύσει τεράστιες ποσότητες κεφαλαίων.
Ποιες είναι οι αιτίες που δεν μπορούν αν «αξιοποιηθούν» αυτά τα κεφάλαια;

Με όλα όσα αναφέραμε βρισκόμαστε με έναν τρόπο στο σημείο που ξεκινήσαμε. Γιατί δε γίνονται επενδύσεις; Γιατί δεν ανοίξει ο δρόμος για έξοδο από την κρίση; Ορισμένως πρέπει να πιάσουμε το ζήτημα κάπως διαφορετικά. Έχουμε αναφερθεί επανειλημμένα στο ζήτημα της κρίσης. Το καπιταλιστικό σύστημα, έχει φρακάρει, αυτό, και μέσα στους ίδιους τους όρους λειτουργίας του. Έχοντας προωθήσει, στα όρια των σημερινών δυνατοτήτων, σχέσεων και συσχετισμών, την εκμετάλλευση τον εργαζόμενων μαζών και των λαών των εξαρτημένων χωρών, αδυνατεί πλέον να πραγματοποιήσει το δεύτερο σκέλος που ολοκληρώνει τη διαδικασία αναπαραγωγής του κεφαλαίου σε ψηλότερο επίπεδο. Με πιο απλά λόγια αδυνατεί να «πουλήσει» αυτά που αγόρασε από τους εργαζόμενους (κρίση υπερπαραγωγής).

Σε μια τέτοια περίπτωση, δυο είναι γενικά οι τρόποι διεξόδου, που πραχτικά ωστόσο συνδυάζονται σε έναν, με μια ορισμένη προτεραιότητα, ιεράρχηση και σημασία. Ο ένας είναι αυτός που ήδη έχουμε αναφέρει, η άνοδος της συνολικής παραγωγικότητας, με το σχήμα που αναφέραμε, ή με οποιοδήποτε άλλο.
Ο άλλος είναι, η ανακατανομή αγορών. Δηλαδή κάποιοι ιμπεριαλιστές να αρπάξουν τις αγορές των υπόλοιπων, και να ξαναμπεί, μπροστά η όλη κίνηση, μέσα απ' αυτόν τον νέο συσχετισμό.
Πριν συνεχίσουμε σ' αυτά, ας ανοίξουμε εδώ μια παρένθεση. Πέρα από αυτές τις δύο, υπάρχει και μια τρίτη υποεκδοχή.
Να ενταθεί στο μάξιμουμ η εκμετάλλευση των εργαζόμενοι μαζών και των λαών.
Και αυτό είναι που συμβαίνει σήμερα, και δίνει την ψευδαίσθηση της αναζωογόνησης.

Μια δασική έκφραση της κρίσης, είναι η μείωση του οριακού ποσοστού κέρδους, που οδηγεί στη στασιμότητα των επενδύσεων και επιτείνει την κρίση.
Η διεθνής κεφαλαιοκρατία -και της το επιτρέπει αυτό η κυριαρχική της θέση- «αυξάνει» το ποσοστό κέρδους, καθηλώνοντας τις αμοιβές των εργαζόμενων, αυξάνοντας τις τιμές των προϊόντων, κλείνοντας επιχειρήσεις χαμηλής αποδοτικότητας, μεταβάλλοντας σε ακόμη πιο εκμεταλλευτική κατεύθυνση τους όρους ανταλλαγών με τον 3ο κόσμο. Έχουμε έτσι τα διάφορα προγράμματα «λιτότητας» από τον Ρήγκαν και τη Θάτσερ μέχρι τον Μιτεράν και τον Παπανδρέου, και από τον Κόλ μέχρι τον Καντάρ και τον Τσαουσέσκου.

Έτσι έχουμε την κρίση στους κόλπους του ΟΠΕΚ και άλλων αντίστοιχων οργανισμών. Βεβαίως σε μια τέτοια βάση, κάποιες επενδύσεις γίνονται «συμφέρουσες», και κάτι «αρχίζει να κινείται».
Πολύ απέχει ωστόσο αυτό από του να αποτελεί πραγματική προοπτική, και στην πραγματικότητα με αυτόν τον τρόπο το σύστημα πριονίζει τα ποδάρια του.
Αν από τη μια πλευρά μεγαλώνει το ποσοστό κέρδους, συμπιέζοντας το κόστος παραγωγής σε βάρος των εργαζόμενων μαζών, από την άλλη, η ίδια αυτή διαδικασία έχει ως αποτέλεσμα την παραπέρα μείωση της αγοραστικής δύναμης των εργαζόμενων και των χωρών του Νότου. Αυτό δε σημαίνει τίποτε άλλο από το ότι σύντομα η κεφαλαιοκρατία θα ξαναβρεθεί στο ίδιο πρόβλημα και μάλιστα με δυσμενέστερους όρους.
Ένα νόημα θα μπορούσαν ίσως να ‘χουν όλα αυτά. Τη δημιουργία κάποιων προϋποθέσεων στον κάθε ιμπεριαλιστικό σχηματισμό, για να μπορέσει να υπερκεράσει, να εκτοπίσει τους άλλους ανταγωνιστές του. Ποιος όμως θα προλάβει;
Αλλά εδώ πρέπει να επιστρέψουμε στο άλλο ζήτημα, στις δυο εκδοχές που αναφέραμε.

Ο δρόμος για μια διέξοδο από την κρίση, για τη «μετάβαση» σ' αυτή τη νέα φάση που τόσο ωραία σχεδιάζεται από διάφορους επιτελείς και θεωρητικούς του συστήματος, περνάει υποχρεωτικά μέσα από την ανακατανομή των αγορών, την ανακατανομή των ρόλων ανάμεσα στους διάφορους ιμπεριαλιστικούς σχηματισμούς.
Μια τέτοια διαδικασία μετάβασης -αν υποθέταμε ότι μπορεί να υπάρξει αυτόνομα- θα σήμαινε έτσι κι αλλιώς ανακατατάξεις δυνάμεων, και ανακατανομή ρόλων, και αγορών. Τί σημαίνει αυτό; Σημαίνει με απλά λόγια, ότι κάποιες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, θα περάσουν στη δεύτερη ή και παρακάτω κατηγορία. Και δεν υπάρχει βέβαια ιμπεριαλιστική δύναμη που θα μπορούσε να αποδεχτεί «ομαλά» κάτι τέτοιο. Τέτοια ζητήματα, στη συνολική τους έκφραση, ποτέ δεν μπορούν να αποτελέσουν αντικείμενα διαπραγμάτευσης και «συμφωνίας».
Έτσι η οικονομική (τεχνολογική, εκσυγχρονιστική κ.λπ.) «άμιλλα» παίρνει όλο και πιο πολύ τα πραγματικά της χαρακτηριστικά, δηλαδή του ανταγωνισμού που γίνεται ολοένα και πιο άγριος. Ενώ στη πορεία παίρνουν όλο και μεγαλύτερο βάρος τα πολιτικοστρατιωτικά στοιχεία αυτού του ανταγωνισμού.

Αν παρατηρήσουμε τις εξελίξεις, θα δούμε ότι τα όσα αναφέραμε εκφράζονται σε μια σειρά πράγματα και καταστάσεις (βλέπε άρθρα σε Π.Σ.).
Ο ανταγωνισμός των διάφορων ιμπεριαλισμών μεταξύ τους, είναι ολοφάνερος και λυσσαλέος. Η κρίση έχει αγκαλιάσει το σύνολο των διεθνών σχέσεων σ' όλα τα επίπεδα.
Για να αναφερθούμε συνοπτικά.
- Η περίοδος της «ύφεσης» ανάμεσα στις δυο υπερδυνάμεις, έχει δώσει τη θέση της σε μια περίοδο οξύτατου ανταγωνισμού, με αποτέλεσμα την κρίση συνολικά στις σχέσεις Ανατολής - Δύσης, στην οποία δεν είναι μόνο οι υπερδυνάμεις, αλλά έχει μπλεχτεί το σύνολο των χωρών των δύο μπλοκ.
- Οξύτατες είναι οι αντιθέσεις ΗΠΑ - ΕΟΚ και παρά τις συναντήσεις στα  Ουίλιαμσμπουργκ και αλλού, καμιά πραγματική προσέγγιση απόψεων δεν έχει γίνει και η κρίση στις σχέσεις τους είναι ολοφάνερη, άσχετα αν δεν έχει εκδηλωθεί σ' όλο το βάθος και την έκτασή της.
- Οι σχέσεις ανάμεσα στους -όπως λέγονται- Βορρά και Νότο, παρ' όλο που ο Βορράς επιβάλλει πάντα τις «απόψεις» του δεν μπορούν πλέον να αποδώσουν αυτά που προσδοκά το σύστημα.

Στη σημερινή φάση, οι ΗΠΑ βρίσκονται σε επίθεση, και προσπαθούν να επιβάλουν διάφορους όρους, και συσσωρεύουν προϋποθέσεις, που θα τους επιτρέψουν, να ασκήσουν έναν κυριαρχικό ρόλο στην πορεία, ανάλογο ίσως με αυτόν που είχαν μετά τον 2ο παγκόσμιο πόλεμο, μέχρι να στραπατσαριστούν στο Βιετνάμ.

Μπαίνει εδώ ένα ερώτημα. Η πολιτική των ΗΠΑ, οι προϋποθέσεις που συσσωρεύουν, στα επίπεδα που αναφέρθηκαν (βασικά στο οικονομικό) αρκούν για να δώσουν τον συσχετισμό που θέλουν;
Η δικιά μας γνώμη, είναι ότι κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει. Όσο κι αν στριμώχνονται -και στριμώχνονται- Σοβιετικοί και Ευρωπαίοι, είναι πάντα σε θέση, τουλάχιστον να «παρακολουθούν» τις ΗΠΑ, πράγμα, που σε οποιαδήποτε περίπτωση δεν διαφοροποιεί (ή διαφοροποιεί πολύ λίγο) τον σημερινό συσχετισμό. Βεβαίως εκείνοι που θα συνεχίσουν να πληρώνουν είναι οι λαοί και οι μικρές χώρες, αλλά αυτό δεν λύνει το σημερινό πρόβλημα του συστήματος, με αποτέλεσμα το αδιέξοδο να παραμένει.
Στο επίπεδο αυτό μπορούν να συσσωρεύονται όροι και προϋποθέσεις, αλλά οι «λύσεις» οι ανακατατάξεις, γίνονται μόνο στο πολιτικοστρατιωτικό πεδίο. Και αν πρόκειται για ιδιαίτερα κρίσιμα ζητήματα, μόνον στο στρατιωτικό πεδίο.
Και το πρόβλημα σήμερα για τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είναι παραπάνω από κρίσιμο.
Η ίδια η πραγματικότητα δείχνει άλλωστε πού έχει φτάσει το πρόβλημα. Ο ανταγωνισμός έχει πάρει τη θερμή του έκφραση σε μια σειρά περιοχές του κόσμο. Και σ' ό,τι αφορά τις δυο υπερδυνάμεις, είναι τα πράγματα τόσο γνωστά, ώστε να μην χρειάζεται να αναφερθούμε.
Τέτοιου είδους έκφραση, όμως, έχει πάρει σε ορισμένες περιπτώσεις ακόμη και ο ανταγωνισμός ΗΠΑ - ΕΟΚ. Για παράδειγμα, είναι γνωστό πια σήμερα ότι χώρες της ΕΟΚ ενίσχυσαν (μέχρι με όπλα) τους Σαντινίστας και το Φαραμπούντο Μαρτί στο Σαλβαδόρ, χωρίς βέβαια αυτό να αναιρεί το δίκαιο του αγώνα τους. (Δεν ήταν αυτό άλλωστε το κύριο στοιχείο αυτής της πάλης)

Για να συνοψίσουμε. Το ζήτημα δεν είναι η παραγωγικότητα αλλά η ανακατανομή. Χωρίς λύση αυτής της «εκκρεμότητας» δεν μπορεί να ξεμπλοκάρει το σύστημα. Κι ένα τέτοιο ζήτημα δε λύθηκε ποτέ ομαλά, αλλά πάντα αναμέτρηση.
Αυτό κάνει και τον κίνδυνο του πολέμου ολοένα και μεγαλύτερο. Ενώ είναι παραπάνω από βέβαιο ότι θα πολλαπλασιαστούν οι τοπικές αναμετρήσεις, όπου θα γίνονται μερικές ανακατανομές. Κάτι τέτοιο μπορεί να παρατείνει μια κατάσταση, αλλά συνολική οριστική λύση στο πρόβλημα δεν πρόκειται να δώσει.
Από την άποψη αυτή, είναι καθαρό, ότι οι λαοί πρέπει να αντιταχτούν και να παλέψουν ενάντια τόσο στα μέτρα λιτότητα ή ανόδου της «παραγωγικότητας» όσο και να αναπτύξουν την πάλη τους ενάντια στην προοπτική να γίνουν κρέας στα κανόνια.
Από την άλλη μεριά η ανατροπή του συστήματος και το πέρασμα στο σοσιαλισμό πραγματικά θα απελευθέρωνε τεράστιες παραγωγικές δυνάμεις κι εκεί θα πρέπει να στοχεύει η προοπτική μας.

ΟΙ ΕΠΙΔΙΩΞΕΙΣ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ
Μέσο σ’ αυτό το ασφυκτικό γενικό πλαίσιο, κινείται και η λογική της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ. Οι δυσμενείς διεθνείς συνθήκες επιδρούν και στην χώρα μας. Αν αυτό ισχύει για κάθε χώρα μέσα στα πλαίσια του διεθνούς καπιταλιστικού συστήματος, ισχύει με πολύ πιο δυσμενείς όρους για τη δικιά μας χώρα.
Οι όροι που προσδιορίζουν κάτι  τέτοιο είναι:
- Ο εξαρτημένος χαρακτήρας της χώρας μας. Αν στα πλαίσια της χρίσης και του ανταγωνισμού οι ιμπεριαλιστές, προσπαθούν να φορτώσουν βάρη ο ένας στον άλλον, αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για τις μικρές και εξαρτημένες χώρες, και μάλιστα μονόπλευρα.
- Ο μεταπρατικός χαρακτήρας της οικονομίας. Είναι αλήθεια ότι η βιομηχανία στην Ελλάδα αναπτύχθηκε σημαντικά από το 50 και δώθε. Ωστόσο και με αυτούς τους όρους, ο χαρακτήρας και η θέση της Ελληνικής οικονομίας δεν άλλαξαν. Η βιομηχανία δεν ήταν παρά το παράρτημα (άτυπα αλλά και τυπικά πολλές φορές) των μονοπωλιακών δυτικών συγκροτημάτων. Και αυτό γίνεται φανερό σήμερα στις συνθήκες της κρίσης.

Μέσα σ' αυτές τις συνθήκες με τα πολιτικά χαρακτηριστικά που διαμόρφωσε η Ελληνική αστική τάξη και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι, η πολιτική τους ήταν και είναι μια πολιτική εξάρτησης, και ξενοδουλείας.
Η παγκόσμια κατάσταση όπως εξελίσσεται, παρ' ότι τους προ-καλεί σοβαρότερα προβλήματα από πριν, όχι μόνο δεν δυναμώνει τις τάσεις «ανεξαρτητοποίησης», αλλά αντίθετα, τις εξαναγκάζει να υποτάσσονται ακόμη περισσότερο, να εξαρτούν τις τύχες τους από την όλο και μεγαλύτερη πρόσδεση, στις επιλογές των μεγάλων ιμπεριαλιστικών κέντρων.
- Αν ρίξουμε μια σύντομη ματιά στο πού βρίσκονται σήμερα τα πράγματα, σε σχέση με τα διάφορα ζητήματα που αφορούν αυτή την υπόθεση, η εικόνα είναι αρκετά καθαρή. Όχι μόνο δε φεύγουμε από την ΕΟΚ, αλλά ήδη «προοδεύουμε» σ' αυτήν. (Τιμή και Δόξα!) Τα ίδια σε σχέση με το ΝΑΤΟ, ενώ η συμφωνία για τις βάσεις σκάλωσε απλά σε κάποιες διατύπωσε. Οι παραχωρήσεις στο κεφάλαιο διαδέχονται η μια την άλλη, ενώ ολοένα και σκληρύνει η στάση απέναντι στον λαό.

Μέσα σε αυτούς, τους όρους και με αυτήν την πολιτική η κυβέρνηση καλεί τον λαό στην «μάχη της παραγωγικότητας».
Ας δούμε:
Τα όσα σε συντομία αναφέρθηκαν δίνουν ως ένα βαθμό και την απάντηση, γιατί η παραγωγικότητα στη χώρα μας είναι χαμηλότερη από την αντίστοιχη των ευρωπαϊκών χωρών, γιατί η τεχνολογία είναι χαμηλή και η αντίστοιχη έρευνα ανύπαρκτη.
Άλλωστε και μόνο τις ΠΑΣΟΚικές τοποθετήσεις να πάρουμε, είτε τις παλιότερες ή και τωρινές ακόμα (όταν θέλουν να δημαγωγήσουν) λένε ορισμένα πράγματα.
- Η εξαρτημένη, η «περιφερειακή» (όπως θα ‘λεγε ο Ανδρέας) ανάπτυξη έχει υποχρεωτικά χαμηλότερο επίπεδο (γενικά και από άποψη παραγωγικότητας) από το Μητροπολιτικό.
Ενώ η τεχνολογία, δεν παραχωρείται, παρά αυτή που χρειάζεται για να λειτουργήσουν οι αντίστοιχες επενδύσεις.

Όταν έτσι έχουν τα πράγματα, δυο δρόμοι υπάρχουν. Ή θα προχωρήσει η χώρα σε έναν ανεξάρτητο δρόμο ανάπτυξης ή θα κινηθεί στα ίδια λίγο πολύ πλαίσια που κινήθηκε ως τα σήμερα.
Για την πρώτη λύση, θεμελιακή προϋπόθεση, είναι να πάρει πραγματικά ο λαός την εξουσία και, μέσα σε νέες σχέσεις, να βάλλει μπροστά τον δύσκολο και όχι σύντομο («εδώ και τώρα» και άλλα φαιδρά) δρόμο της αυτόνομης ανάπτυξης.
Για τη δεύτερη λύση οι συνταγές είναι γνωστές. Εκείνο που χρειάζεται εδώ να υπογραμμιστεί, είναι ότι δεν υπάρχει η «τρίτη λύση». Τα όσα λέγονται δηλαδή περί «χειρισμών» και άλλων «ευφυών κινήσεων» που θα λύσουν το πρόβλημα, είναι απλώς βλακείες, όταν δεν είναι ξεδιάντροπες προσπάθειες εξαπάτησης του λαού. Οι ελιγμοί (και οι πιο «ευφυείς») το πολύ που μπορούν να κάνουν, είναι μικροβελτιώσεις στο δοσμένο πλαίσιο συσχετισμών.
Οι συσχετισμοί όμως αλλάζουν με άλλους τρόπους.
Με πορδές δεν βάφονται αυγά.

Η κυβέρνηση έχει κάνει την επιλογή της. Την γνωστή με τις, όπως τις είπαμε, γνωστές συνταγές.
Οι εκκλήσεις για «αύξηση της παραγωγικότητας» είναι στάχτη στα μάτια.
- Πραγματική αύξηση της παραγωγικότητας μέσα στις δοσμένες συνθήκες (του καπιταλιστικού συστήματος) θα σήμαινε κάποιες επενδύσεις με πιο προχωρημένη τεχνολογία. (Τουλάχιστον σε σχέση με το επίπεδο της ελληνικής βιομηχανίας).
Αλλά τέτοιες δεν μπορούν να γίνουν. Όσο κι αν ξεζουμίσει τον ελληνικό λαό δεν μπορεί, και να καλύψει τις «τρέχουσες ανάγκες», και να συγκεντρώσει επιπλέον τα απαραίτητα κεφάλαια. Άλλωστε πανηγυρικά έχει παραιτηθεί από μια τέτοια προοπτική. (Βλέπε δέσμες οικονομικών μέτρων - αρχές ‘82, όπου οι επενδύσεις υψηλής τεχνολογίας αναβάλλονται για το... μέλλον).
- Έτσι ο μόνος δρόμος που μένει για κάτι τέτοιο, είναι το... ξένο κεφάλαιο. Το οποίο βεβαίως, πρώτον θα κάνει μόνο -αν κάνει και όσο κάνει- τις επενδύσεις που το συμφέρουν και θα εισάγει μόνο την αντίστοιχη απαραίτητη τεχνολογία. Και δεύτερον, «απαιτεί» τους πιο συμφέροντες γι' αυτό όρους και τις «εγγυήσεις» που αυτό θεωρεί απαραίτητες.
Και τις εγγυήσεις αυτές τις παρέχει πλέον αφειδώς η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ.
- Από την άλλη μεριά «τρέχει» και δεν σηκώνει αναβολή, το πρόβλημα στήριξης της ντόπιας κεφαλαιοκρατίας. Η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ, προσπαθώντας να «περισώσει» ό,τι προλαβαίνει, προσπαθεί να «τονώσει την ανταγωνιστική» της θέση στα πλαίσια της διεθνούς αγοράς, ρίχνοντας όλα τα βάρη στο λαό, (π.χ. καθήλωση αμοιβών - εντατικοποίηση). Και αυτό το ονομάζει κατ' ευφημισμόν «αύξηση της παραγωγικότητας».
- Τόσο οι εγγυήσεις στο ξένο κεφάλαιο, όσο και η προσπάθεια στήριξης της ντόπιας κεφαλαιοκρατίας συναντώνται σε μια σειρά μέτρα, τα οποία ραγδαία το τελευταίο διάστημα προωθεί η κυβέρνηση.
Έχουμε επανειλημμένα αναφερθεί σ' αυτά, γι’ αυτό και θα τα αναφέρουμε συνοπτικά.

Τα μέτρα πού πήρε η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ για την «αύξηση της παραγωγικότητας».
- Την εισοδηματική πολιτική που καθήλωσε και «ετεροχρόνισε» (ζήσε Μάη) τις αμοιβές των εργαζομένων. Αυτό σε συνδυασμό με τον πληθωρισμό και την υποτίμηση, κατέβασε τις πραγματικές αμοιβές των εργαζομένων στο μισό.
- Ταυτόχρονα κατοχύρωσε αυτή την πολιτική με τον νόμο που απαγορεύει τις αυξήσεις.
- Το περιβόητο πλέον άρθρο 4 με το οποίο απαγορεύει την απεργία στους δημόσιους οργανισμούς και επιχειρήσεις και με προοπτική να προχωρήσει σε ανάλογες ρυθμίσεις και στον ιδιωτικό τομέα.
- Το νόμο για την Ναυτιλία με τον οποίο έδωσε στους εφοπλιστές ό,τι ζητούσαν με αποτέλεσμα να ανοίξει η όρεξή τους και να ζητάνε κι άλλα.
- Προσέφερε ασυδοσία στους εργοδότες στο θέμα των απολύσεων, ενώ μαγειρεύεται και μέτρο που θα τους απαλλάσσει και από την υποχρέωση να καταβάλλουν αποζημιώσεις.
- Προσέφερε μια σειρά «κίνητρα» και ευνοϊκές ρυθμίσεις στο κεφάλαιο για να «επενδύσουν».
- Συγκάλυψε όλα τα σκάνδαλα, τις κλεψιές, τις απάτες, τη ληστεία του ελληνικού λαού από ξένους και ντόπιους αετονύχηδες.
- Από την άλλη μεριά, προωθεί μέτρα για την κατοχύρωση όλων αυτών και απέναντι στις διεκδικήσεις των εργαζομένων. Προχώρησε στον έλεγχο του συνδικαλιστικού κινήματος (απανωτές κρατικές παρεμβάσεις), δημιούργησε ένα ασφυκτικό νομικό πλαίσιο, προχώρησε σε δίκες, ενάντια σε συνδικαλιστές και τελευταία, άρχισε να στέλνει ενάντια σε απεργούς την αστυνομία και έπεται συνέχεια.

- Και παράλληλα βομβαρδίζει τον ελληνικό λαό από τα κρατικά μέσα «ενημέρωσης» και από τον φιλικό της τύπο, με μια εμετική προπαγάνδα ενάντια στις «συντεχνιακές διεκδικήσεις» και υπέρ της «αύξησης της παραγωγικότητας» δηλαδή της εντατικοποίησης της δουλειάς και της μείωσης των αμοιβών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου