Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Τρίτη 19 Ιουλίου 2016

ΟΡΟΙ ΚΑΙ ΟΡΙΑ ΙΔΙΩΤΙΚΟΠΟΙΗΣΗΣ ΣΤΗΝ ΤΡΙΤΟΒΑΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ. ΟΙ ΔΙΕΘΝΕΙΣ ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΕΡΙΠΤΩΣΗ

του Τάσου Σαπουνά

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Εναυσμα" το 2007





Ας αρχίσουμε με έναν αφορισμό: η εκπαίδευση στο σύνολό της και αν θέλετε τα πιο σημαντικά τμήματά της δεν είναι ούτε πρόκειται να γίνουν μια «επιχειρηματική μονάδα». Με την έννοια να λειτουργούν για τη παραγωγή κέρδους. Μια τέτοια πλευρά μπορεί να είναι, όταν υπάρχει και μιλώντας για το σύνολο της εκπαίδευσης, απλώς μία ακόμα πλευρά της εκπαιδευτικής λειτουργίας. Και πολύ περισσότερο η εκπαίδευση- η τριτοβάθμια μιας και γι αυτήν γίνεται πολύ λόγος, αλλά όχι μόνο αυτή - απέχει όσο η μέρα με τη νύχτα από την έννοια «επιχείρηση» αν κανείς εννοεί μ’ αυτό πως οι φοιτητές έχουν μετατραπεί σε εργάτες που παράγουν υπεραξία! Κάτι που δεν έχει να κάνει με το ποιος -κράτος ή ιδιώτες- χρηματοδοτούν τη λειτουργία της, αλλά με το σημαντικό ιδεολογικό, αναπαραγωγικό και κατανεμητικό για τον καπιταλισμό ρόλο που παίζει η εκπαίδευση. Ακριβώς όμως λόγω αυτού του ρόλου η συμβολή του κράτους-άμεση ή έμμεση- στη λειτουργία της εκπαίδευσης αποδεικνύεται καθοριστική. 

Ωστόσο, και για συγκεκριμένους ιστορικούς και πολιτικούς λόγους, τις τελευταίες δεκαετίες δυναμώνουν εκείνες οι τάσεις επέκτασης των πεδίων κερδοφορίας του κεφαλαίου και σε τομείς όπως η τριτοβάθμια και όχι μόνο εκπαίδευση. Τάσεις που μπερδεύουν αρκετούς και τους οδηγούν σε πλήρως λανθασμένα συμπεράσματα για την εκπαίδευση οπότε και για τους στόχους των κινημάτων που δρουν σε αυτή. 

Διεθνείς τάσεις και ιδιωτικοποίηση

Οι ιστορικοί και πολιτικοί λόγοι ενδυνάμωσης αυτών των τάσεων συνδέονται με μια πορεία οπισθοχώρησης και ήττας του εργατικού κι επαναστατικού κινήματος που «ολοκληρώθηκε» με τις καταρρεύσεις του 89-91 των αποσαρθρωμένων νεοαστικών καθεστώτων του ανύπαρκτου σοσιαλισμού. Μια πορεία στην οποία και από την οποία ενισχύονταν οι πιο αντιδραστικές μερίδες του κεφαλαίου παγκόσμια και στη χώρα μας. Και οι οποίες με το νεοφιλελευθερισμό σαν το αναγκαίο ιδεολογικό και πολιτικό όχημα ζητούσαν επί πινάκι πεδία δράσης που οι ίδιες θεωρούσαν πως είχαν «παραχωρηθεί» προσωρινά στο κράτος. 

Έτσι αναπτύχθηκε όλη η φιλολογία για το «λιγότερο κράτος» που σήμαινε απόσυρση από δραστηριότητες που πριν και για διάφορους λόγους είχαν «χρεωθεί» στο κράτος αλλά ταυτόχρονα σήμαινε περισσότερο κράτος καταστολής, περισσότερο κράτος στο ρόλο ελέγχου του λαού και θεματοφύλακα των «θεσμών». Ταυτόχρονα -και αυτό αφορά το λαό και τα δικαιώματά του- σήμαινε «απόσυρση» του κράτους από την κοινωνική διάσταση ορισμένων λειτουργιών του, δηλαδή αποτίναξη από πάνω του υποχρεώσεων που είχε χρεωθεί απέναντι στο λαό και τη νεολαία. «Λιγότερο κράτος» σήμαινε και σημαίνει και σε σύνδεση με το θέμα που εξετάζουμε πιο συγκεκριμένα:

α) απόσυρση του κράτους από επιχειρηματικές δραστηριότητες που πριν και για λογαριασμό του κεφαλαίου ασκούσε το κράτος σαν συλλογικός καπιταλιστής. Είτε για λόγους κοινωνικών συμμαχιών της άρχουσας τάξης είτε λόγω αδυναμίας των επιμέρους κεφαλαίων να αναλάβουν κάποιους τομείς, είτε λόγω απροθυμίας τους λόγω περιορισμένων και όχι άμεσων κερδών.

β) αποδυνάμωση του κράτους σε τομείς όπως η περίθαλψη και η ασφάλιση και προσφορά των πιο κερδοφόρων φιλέτων τους στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Παράλληλα «προβλέπονταν» η κατακόρυφη αύξηση της συνεισφοράς-όπως χαριτωμένα λένε την αφαίμαξη- των λαϊκών στρωμάτων για παροχή υπηρεσιών που μέχρι πρότινος τους παρέχονταν δωρεάν(για να ακριβολογούμε: πριν τους παρέχονταν χωρίς να τους ζητούν επιπλέον χρήματα από αυτά που είχαν ήδη δώσει μέσω ασφαλιστικών εισφορών και φόρων στο κράτος). 

γ) παραχώρηση-και αυτό μας ενδιαφέρει κύρια- από το κράτος προς το κεφάλαιο τμημάτων εκπαίδευσης που μπορούν να γίνουν και πεδία κερδοφορίας. Λαμβάνοντας πάντα υπόψη τους περιορισμούς-στους οποίους θα αναφερθούμε παρακάτω- που θέτει στο ζήτημα της εκπαίδευσης το ίδιο το …κεφάλαιο είτε σαν μεμονωμένος καπιταλιστής είτε με τη μορφή του κράτους(που λειτουργεί σαν συλλογικός καπιταλιστής-επιχειρηματίας αλλά και σαν εκπρόσωπος των γενικών συμφερόντων του κεφαλαίου).

Όσον αφορά τους περιορισμούς που αναφέραμε αυτοί εδράζονται κατά πρώτο και κύριο λόγο στο ότι η εκπαίδευση δεν υπάρχει για να παράγει υπεραξία αλλά για να παράξει αυτούς που θα συμβάλλουν, με την κατανομή τους στις διάφορες κοινωνικές θέσεις, να παραχθεί η υπεραξία στη καπιταλιστική παραγωγή και να μετατραπεί σε κέρδος. Αλλά και να παράξει –αναπαράξει την αναγκαία, για αυτή τη διαδικασία, κοινωνική διαστρωμάτωση αλλά και ιδεολογία (των κυρίαρχων τάξεων). Με αυτή την έννοια και αν αναγκαστούμε να μεταφέρουμε όρους της παραγωγής στην εκπαίδευση ο φοιτητής-σπουδαστής δεν είναι «ο εργάτης» που παράγει υπεραξία, αλλά το «προϊόν» της εκπαιδευτικής διαδικασίας. Η εκπαίδευση στον καπιταλισμό καλείται σε «λογοδοσία» για το αν «παρήγαγε» αυτά τα «προϊόντα» με τους όρους και τις προδιαγραφές που προστάζει σε κάθε ιστορική συγκυρία το κεφάλαιο. Αν τα «παρήγαγε» με τη «σωστή» ποσότητα για κάθε κοινωνική θέση κλπ. ΄Έτσι παίρνει την «πιστοποίηση» για το ρόλο της. πολύ καλή, μέτρια, κακή κοκ. Κατά δεύτερο εάν συνυπολογίσουμε το κόστος υποδομών, προσωπικού, λειτουργίας και συντήρησης, η εκπαίδευση δεν μπορεί ποτέ να μπει στη λίστα των πιο κερδοφόρων επενδύσεων. Μάλλον αποτελεί μία από αυτές που δεν αποφέρει ούτε εύκολο ούτε γρήγορο κέρδος.

Αυτή όμως η μεταφορά όρων της παραγωγής κα γενικότερα της οικονομίας στην εκπαίδευση είναι που μπερδεύει πολλούς αγωνιστές αλλά και δίνει άλλοθι (και «επιχειρήματα») σε διάφορες ηγεσίες για την διατύπωση των πιο αποπροσανατολιστικών απόψεων. Αυτών που τη δεκαετία του ’90 ήταν στη μόδα και έδρασαν παραλυτικά στο κίνημα(επιχειρηματικό πανεπιστήμιο φοιτητές=εργάτες). Το μόνο ελαφρυντικό τους είναι (εάν είναι…) πως και αυτές οι αναλύσεις είναι απλά η μετεξέλιξη εκείνων των περίφημων για τους φοιτητές στα τέλη του ‘80-όπως ο υποφαινόμενος- αναλύσεων περί των «Πανεπιστημίων Coca Cola» της τότε ενιαίας ΚΝΕ. 

Βέβαια πρέπει να «ομολογήσουμε» ότι η αστική τάξη και οι διανοούμενοί της όταν μιλούν για την εκπαίδευση τις τελευταίες δεκαετίες χρησιμοποιούν πληθώρα τέτοιων μεταφορών. Αυτό όμως που δεν πρέπει να μας διαφεύγει είναι πως αυτό γίνεται ολοφάνερα για να εξυπηρετήσει ιδεολογικούς και πολιτικούς σκοπούς. Θέλουν να νομιμοποιήσουν την επίθεση που διεξάγουν απέναντι στα νεολαιίστικα και λαϊκά δικαιώματα στην εκπαίδευση, να τρομοκρατήσουν ιδεολογικά τη νεολαία και το λαό για το αναπότρεπτο των αντιδραστικών ανατροπών που προωθούν. Για να δώσουμε δύο παραδείγματα η φράση «φοιτητής-πελάτης» χρησιμοποιείται για να εμπεδώσει την «ανάγκη» ο φοιτητής να πληρώνει για τα βιβλία του και τις «εκπαιδευτικές υπηρεσίες»(άλλη μεταφορά) που του προσφέρονται, για να προωθήσει δηλαδή την πολιτική κατάργησης της δωρεάν παιδείας και την επιβολή διδάκτρων. Η λέξη «αποδοτικότητα» φυσικά και δεν αφορά τη ποσότητα της υπεραξίας που παράγει ο φοιτητής ή το συγκεκριμένο ίδρυμα στο από το οποίο απαιτείται να είναι «αποδοτικό» αλλά στο αν διαμορφώνεται και λειτουργεί(ο φοιτητής ή το ίδρυμα) με τα standards που θέλει το κεφάλαιο. 

Αξίζει, τέλος, να τονίσουμε πως ακόμα και τα ιδιωτικά πανεπιστήμια ή κολέγια, οι ιδιωτικές σχολές τεχνολογικού ή/και στενά επαγγελματικού χαρακτήρα, δεν μπορούν παρά να υπηρετούν και αυτά με τη σειρά τους, τις λειτουργίες που έχει γενικά η εκπαίδευση(ιδεολογικές, αναπαραγωγικές-κατανεμητικές). Δηλαδή η λειτουργία τους σαν πεδία κερδοφορίας αποτελεί-για όσες αποτελεί- μία από τις λειτουργίες τους και όχι-απαραίτητα- η κύρια. Επίσης όπως ήδη αποδεικνύεται έχουν μια σημαντικότατη πολιτική λειτουργία παίζοντας το ρόλο «μοχλού», «πολιορκητικού κριού», όσο και ένα ιδεολογικό ρόλο νομιμοποιητικού χαρακτήρα για να προωθηθεί το βασικό : η επίθεση στα δικαιώματα και τις καταχτήσεις της νεολαίας και του εργατικού και λαϊκού κινήματος μέσα στην δημόσια εκπαίδευση. 

Ένας δεύτερος λόγος της ενίσχυσης των τάσεων που προαναφέραμε, ήταν η «έξοδος στην επιφάνεια», ειδικά μετά το 89-91, όλων των αντιθέσεων που πριν «σκεπάζονταν» από τη σύγκρουση των δύο υπερδυνάμεων. Από τη μια η εκφρασμένη θέληση των ΗΠΑ για κατάχτηση της παγκόσμιας κυριαρχίας. Από την άλλη η αναζήτηση από τους Ευρωπαίους αυτόνομων και πιο αναβαθμισμένων ρόλων στα παγκόσμια πράγματα. Όλα αυτά μέσα σε συνθήκες εντεινόμενης οικονομικής κρίσης- έφεραν αναπόφευκτα την κλιμάκωση και σε όλα τα επίπεδα του ανταγωνισμού μεταξύ ΗΠΑ-Ευρωπαίων όσο και μεταξύ των Ευρωπαίων(δηλαδή και για να εξηγούμαστε μεταξύ κύρια Αγγλία, Γαλλίας, Γερμανίας) και όχι μόνο. Ένα από τα πεδία έκφρασής του ανταγωνισμού αυτού στην εκπαίδευση είναι και το ποιος θα κυριαρχήσει στην λεγόμενη «εξαγωγή εκπαιδευτικών υπηρεσιών». Τόσο σαν ένας επιπλέον τρόπος αφαίμαξης, από τον συγκεκριμένο ιμπεριαλιστικό σχηματισμό, μέρος του πλούτου που παράγει ο λαός μιας χώρας, όσο και σαν υποβοηθητικό στοιχείο προβολής, επηρεασμού και επιβολής της «κουλτούρας» του συγκεκριμένου ιμπεριαλισμού. Άλλα πεδία έκφρασης αυτού του ανταγωνισμού στην εκπαίδευση και μάλλον …πιο σοβαρά είναι αυτά που αφορούν τον ανελέητο ανταγωνισμό στην έρευνα, την τεχνογνωσία-τεχνολογία και κατ’ επέκταση στο επιστημονικό δυναμικό και την αλίευση «μυαλών». Γι αυτούς τους τελευταίους λόγους άλλωστε η Ευρωπαϊκή Ένωση και για λογαριασμό των βασικών ιμπεριαλιστικών χωρών που δρουν στα πλαίσιά της επείγεται να οικοδομήσει τον Ενιαίο Χώρο Ανώτατης Εκπαίδευσης.

Ιδιωτική τριτοβάθμια εκπαίδευση: πλαίσιο λειτουργίας, «βάρος» και αντιφάσεις

Κρίσιμο για την εξαγωγή συμπερασμάτων –και ίσως και γι αυτό το προσπερνούν πολλοί- είναι πως «ενσωματώθηκε» στο βασικό εκπαιδευτικό κορμό το ιδιωτικό κομμάτι της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στις χώρες που ήδη λειτουργεί. Σε ποιο πλαίσιο καλέστηκε, καλείται ή θα καλεστεί να λειτουργήσει (σε όσες χώρες δεν υπάρχει). Τι κέρδη έχει. Ποια «βαρύτητα» έχει στο συνολικό εκπαιδευτικό οικοδόμημα και ιδιαίτερα αυτό που καλείται κερδοσκοπικό τμήμα του. Παραπέρα του ποιες είναι οι τάσεις όσον αφορά το σύνολο του τριτοβάθμιου εκπαιδευτικού οικοδομήματος. 

Για τη καλύτερη μελέτη αυτών των τάσεων και δεδομένων είναι πολύ χρήσιμος ο διαχωρισμός που γίνεται-από το ίδιο το σύστημα και τους εκπροσώπους του- μεταξύ μη κερδοσκοπικών και κερδοσκοπικών ιδιωτικών τριτοβάθμιων ιδρυμάτων. Γιατί αντανακλά τα όρια που ο ίδιος ο καπιταλισμός έχει θέσει για το ρόλο και τις λειτουργίες της εκπαίδευσης και που δεν μπορούν να προσπεραστούν ακόμα και από τις τάσεις που σήμερα κυριαρχούν στο πολιτικό και οικονομικό επίπεδο. Αλλά και γιατί αντανακλά γενικά τις αντιφάσεις που αντιμετωπίζει(το σύστημα) όταν πάει να αντιμετωπίσει την εκπαίδευση(καλύτερα κάποια τμήματά της) με σκοπό το κέρδος. Σημειωτέον ότι ο διαχωρισμός που γίνεται μεταξύ κερδοσκοπικών-μη κερδοσκοπικών είναι πως στα δεύτερα τα όποια κέρδη από την δημόσια και ιδιωτική χρηματοδότηση της έρευνας, τις «χορηγίες» και τα δίδακτρα τα διαχειρίζεται κάποιο ίδρυμα ή φορέας και επανεπενδύονται στην έρευνα και γενικά για να αναπτυχθεί το ίδιο το ίδρυμα. 

Τι συμβαίνει στη «χώρα-πρότυπο»;

Όπως φαίνεται στο ΠΙΝΑΚΑ 1 στην χώρα πρότυπο του νεοφιλελευθερισμού και στην πιο ανεπτυγμένη καπιταλιστικά-ιμπεριαλιστικά χώρα του πλανήτη-στις ΗΠΑ-, τα κερδοσκοπικά ιδιωτικά ιδρύματα σαν αριθμός σχολών φτάνουν το 37,44% επί του


ΠΙΝΑΚΑΣ 1
Η ποικιλία των Εκπαιδευτηρίων στις ΗΠΑ
Πανεπιστήμια-κολέγια-σχολές μετα-δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης

Δημόσιες Σχολές
%

Ιδιωτικές Μη Κερδοσκοπικές Σχολές
%


Ιδιωτικές Κερδοσκοπικές  Σχολές
%

Σύνολο
Αριθμός
Σχολών
2.099
32,5

1.941
30,5

2.418
37,44

6.456
Αριθμός Φοιτητών
12.370.079
75,7

3.198.454
19,58

765.701
4,68

16.334.134
Πηγή : Ένθετο «Οικονομία» της «Ελευθεροτυπίας»,  30 Ιουλίου 2006
Η επεξεργασία και η καταγραφή των ποσοστών: δική μας.


συνόλου έναντι του 30,05% των μη κερδοσκοπικών ιδιωτικών ιδρυμάτων και του 32,5% των δημόσιων σχολών. Όμως από την άλλη σε αυτά σπουδάζει μόλις το 4,68% του συνόλου των φοιτητών, έναντι του 19,58% που σπουδάζει στα μη κερδοσκοπικά, και έναντι του επιβλητικού 75,7% που σπουδάζει στις δημόσιες σχολές[1].! Επίσης οι ίδιοι οι ιθύνοντες των ΗΠΑ θεωρούν τις κερδοσκοπικές σχολές κατώτερης και συχνά αμφίβολης ποιότητας «Ακόμα και στις φιλελεύθερες ΗΠΑ αυτά τα ΑΕΙ, τα τελευταία χρόνια, έχουν δεχθεί βροχή μηνύσεων και αγωγών στα δικαστήρια, κυρίως για επιθετικές πολιτικές μάρκετινγκ και αναξιοπιστία των διπλωμάτων τους. Ακόμα και το μεγαλύτερο αμερικάνικο κερδοσκοπικό πανεπιστήμιο, του Φένιξ Αριζόνα, που ανήκει στον όμιλο Apollo, πλήρωσε το 2004 για συμβιβασμό ποσό 9,8 εκατ.δολ. στο υπουργείο Παιδείας των ΗΠΑ»[2]. 



Ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι πως τα μεγαλύτερα και διεθνώς αναγνωρισμένα ιδιωτικά μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια όπως το HARVARD,STANDFORD, YALE, κλπ ενώ έχουν τεράστια έσοδα (δες ΠΙΝΑΚΑ 2) …δεν βγάζουν κέρδος.!! Αντίθετα χρειάζονται διαρκώς δωρεές και επιχορηγήσεις για να λειτουργήσουν. Στο σημείο αυτό επίσης αξιοσημείωτο είναι τόσο για το ποιος έχει και γιατί τον έλεγχο της λειτουργίας της ιδιωτικής εκπαίδευσης όσο και για το που βασίζεται η ύπαρξη της και η διασφάλιση της λειτουργίας της, είναι το γεγονός πως όλα τα προαναφερθέντα Πανεπιστήμια στηρίζονται κατά 30-40% στη κρατική χρηματοδότηση είτε την άμεση (με επιχορηγήσεις) είτε την έμμεση(με ενισχύσεις για ερευνητικά προγράμματα και με γενναίες φοροαπαλλαγές). Χωρίς αυτήν όλα αυτά απλά δεν θα μπορούσαν να υπάρξουν. Πώς να ερμηνεύσουν αυτήν την «αντιοικονομική» αντιμετώπιση των εν λόγω πανεπιστημίων από την πιο δυνατή αστική τάξη στο κόσμο όσοι αντιμετωπίζουν την εκπαίδευση σαν …εργοστάσιο που παράγει υπεραξία και οικονομικά κέρδη;


ΠΙΝΑΚΑΣ 2
Ο τζίρος ιδιωτικών μη κερδοσκοπικών πανεπιστημίων του εξωτερικού
HARVARD
2,99 δις δολάρια
STANDORD
2,9 δις δολάρια
YALE
1,67 δις δολάρια
CALIFORNIA INSTITUTE
OF TECHNOLOGY
2,312 δις δολάρια
COLUMBIA
2,5 δις δολάρια
     Πηγή : Ένθετο «Οικονομία» της «Ελευθεροτυπίας»,  4 Φεβρουαρίου 2007



Μάλιστα μόλις το 20% των εξόδων καλύπτεται από τα δίδακτρα των φοιτητών, ποσοστό που κατεβαίνει ακόμα χαμηλότερα, μιας και συμπεριλαμβάνει και τις χορηγίες απόφοιτων των ιδρυμάτων πολλοί από τους οποίους κατέχουν υψηλές διοικητικές θέσεις σε επιχειρήσεις ή τη κρατική διοίκηση μετά την αποφοίτησή τους. Έτσι καταρρίπτεται η οικονομίστικη λογική που δεν θέλει να αντιληφθεί πως ο κύριος λόγος της επιβολής διδάκτρων στις σπουδές είναι λειτουργία τους σαν ταξικός φραγμός για χιλιάδες –ή αν πρόκειται για τις ΗΠΑ για εκατομμύρια- οικογένειες και τα παιδιά τους και όχι η άντληση εσόδων. Ότι το βασικό είναι η άμεση κατάργηση του κοινωνικού δικαιώματος στη μόρφωση και τις σπουδές και η μετατροπή του-χωρίς το φύλο συκής της «αξιοκρατικής επιλογής»- σε ατομικό προνόμιο και ανάλογα με τη τσέπη του καθένα[3]. 



Και «στας Ευρώπας»;

Στην Ευρώπη, ηπειρωτική και νησιωτική, τα πράγματα είναι ακόμη πιο φανερά. «Το κράτος είναι η βάση της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στην Ευρώπη».[4] Με βάση το ίδιο άρθρο και από στοιχεία του ΟΟΣΑ, σε σύνολο 19 χωρών μελών της ΕΕ, τα δημόσια πανεπιστήμια απορροφούν το 1,1% του ΑΕΠ ενώ τα ιδιωτικά το 0,2%. Επίσης αυτά τα πανεπιστήμια και οι διάφορες σχολές κολεγιακού τύπου, περίπου 140 τον αριθμό, αν και ιδιωτικές για τη λειτουργία τους λαμβάνουν άμεσες κρατικές ενισχύσεις. Μάλιστα στην άλλη μεγάλη χώρα του νεοφιλελευθερισμού, στη Βρετανία, η άμεση κρατική ενίσχυση φτάνει το 75% των εξόδων τους. Επίσης 23 από αυτά τα πανεπιστήμια ανήκουν στην εκκλησία-καθολική ή προτεσταντική- και ειδικά οι σχολές που ανήκουν στη δεύτερη «έχουν αμιγώς θρησκευτικό χαρακτήρα»[5]. 

Το μεγαλύτερο αριθμό ιδιωτικών πανεπιστημίων-σχολών διαθέτει σήμερα η Γερμανία(60 ή 86 σύμφωνα με το «Βήμα» της 15 Ιανουαρίου του 2006), από τα οποία τα περισσότερα είναι μικρής εμβέλειας. Σε αυτά «σε σύνολο 2.020.000 φοιτητών, μόνον οι 65.100 (3,2%) φοιτούν στα ιδιωτικά ιδρύματα[6]. Σημειωτέον ότι δύο σχολές-πανεπιστήμια που έχουν ιδρύσει η αυτοκινητοβιομηχανία Volkswagen και η τηλεπικοινωνιακή εταιρεία Deutsche Telekom εκπαιδεύουν στελέχη που αξιοποιούνται κυρίως από τις ίδιες τις εταιρείες και όχι για άντληση κερδών. Η Ισπανία διαθέτει 22 ιδιωτικά πανεπιστήμια(εκ των οποίων τα 7 ανήκουν στην εκκλησία) έναντι 50 κρατικών. Το 90% των φοιτητών ανήκει στα δημόσια πανεπιστήμια. Στη Γαλλία η συντριπτική πλειονότητα των φοιτητών (83%) βρίσκεται στα δημόσια ενώ υπάρχουν μόλις 14 ιδιωτικά πανεπιστήμια-σχολές. Στην Ιταλία υπάρχουν 10 ιδιωτικά τριτοβάθμια ιδρύματα με «κύρια κατεύθυνση την τροφοδότηση της εγχώριας αγορά με καταρτισμένα στελέχη. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το Πανεπιστήμιο Λουίτζι Μποκόνι, το οποίο είναι από τα μεγαλύτερα πανεπιστήμια της Ιταλίας στον τομέα των οικονομικών…Έχει συνδεθεί άρρηκτα με τις επιδιώξεις της επιχειρηματικής τάξης της Λομβαρδίας και τον ιταλικό πολιτικό κόσμο για περισσότερο από ένα αιώνα»[7]. 

Εξαίρεση στη μέχρι τώρα εικόνα αποτελεί η Πορτογαλία της οποίας τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και κολέγια , από το μηδέν σχεδόν πριν δύο δεκαετίες, σήμερα αποτελούν τα 2/3 των τριτοβάθμιων σχολών, έχοντας το 40% του αριθμού των φοιτητών. Αποτελούνται βέβαια από σχολές χαμηλών λειτουργικών δαπανών, «ενώ έχουν προκαλέσει καθολική λαϊκή δυσαρέσκεια για την ποιότητα των υπηρεσιών τους»[8]. 

Προς τα που θέλουν να οδηγήσουν τις εξελίξεις οι κυρίαρχες τάξεις;

Ακόμα πιο αποκαλυπτικά είναι τα πράγματα όσον αφορά το πλαίσιο στο οποίο καλέστηκε και καλείται να λειτουργήσει το ιδιωτικό κομμάτι της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης για να εξυπηρετήσει τους συνολικούς στόχους των αστικών τάξεων. Το βασικό ζήτημα ήταν και παραμένει η προσαρμογή της δημόσιας τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στους νέους ταξικούς συσχετισμούς. Η αναίρεση όλων των λαϊκών καταχτήσεων που αυτή η εκπαίδευση εμπεριείχε στο εσωτερικό της λόγω των αγώνων λαού και νεολαίας. Η προώθηση του νέου εργασιακού και κοινωνικού μεσαίωνα. 

Έτσι το ιδιωτικό τμήμα της εκπαίδευσης καλείται να παίξει το ρόλο του «παραδείγματος» για τα δημόσια ιδρύματα. Γιατί δεν νοείται ιδιωτικό εκπαιδευτικό ίδρυμα και δωρεάν παιδεία, ιδιωτικό και άσυλο-συνδικαλιστικές ελευθερίες, ιδιωτικό και κοινωνικό δικαίωμα στις σπουδές. Και αφού αυτό είναι το «παράδειγμα»- το «πρότυπο» στο οποίο πρέπει να μοιάσουν τα δημόσια ιδρύματα, αυτά να πιέζονται να προσαρμοστούν στις «νέες εποχές». 

Ο δίαυλος, το εργαλείο για την προώθηση αυτών των στόχων είναι η αξιολόγηση όλων (δημόσιων και ιδιωτικών) των τριτοβάθμιων ιδρυμάτων και η εξάρτηση της χρηματοδότησης τους από αυτήν. Η αξιολόγηση μ’ άλλα λόγια αποτελεί το πλαίσιο εκείνο μέσα στο οποίο θα καταναγκάζονται τα δημόσια ιδρύματα να προσαρμοστούν πλήρως στις μονοπωλιακές επιταγές εάν θέλουν να επιβιώσουν. Κατά συνέπεια θα αποτελεί ρουτίνα η εναγώνια προσπάθεια κάθε δημόσιου ιδρύματος να εξασφαλίσει τη κρατική χρηματοδότηση αλλά και να αποσπάσει «χορηγίες» από «άλλες πηγές» (sic!) για την εξασφάλιση της λειτουργίας του[9] μιας και η κρατική χρηματοδότηση θα είναι έτσι κι αλλιώς κατά κάτι-περισσότερο ή λιγότερο- μικρότερη από αυτή που χρειάζεται... Αυτό σημαίνει πριν απ’ όλα και πάνω απ’ όλα κατάργηση των δικαιωμάτων των φοιτητών στη δωρεάν παιδεία αλλά και η άμεση προσαρμογή των ιδρυμάτων στις επιταγές του κεφαλαίου όσον αφορά την έρευνα, το είδος των αποφοίτων που βγαίνουν, τα (μη) επαγγελματικά δικαιώματά τους, τη μετατροπή τους σε ανακυκλώσιμο υλικό (δια βίου εκπαίδευση) στα χέρια του κεφαλαίου, στην εμπέδωση τελικά από τη νέα γενιά του ρόλου του σύγχρονου δούλου για την οποία την ετοιμάζουν.

Όπως αναφέρεται σε άρθρο για τη Σύνοδο του ΟΟΣΑ στη χώρα μας το περασμένο καλοκαίρι και σε σχέση με τα προτεινόμενα «μοντέλα»-σενάρια για το μέλλον της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης : « “Νέο μοντέλο δημόσιας διαχείρισης” .Το προωθούμενο σύμφωνα με τις πληροφορίες μοντέλο τόσο στο πλαίσιο του ΟΟΣΑ όσο και, σύμφωνα με τις ενδείξεις, σε εθνικό επίπεδο. Βασικό χαρακτηριστικό: Το μεικτό σύστημα χρηματοδότησης(κράτος-ιδιώτες) για τα “αυτόνομα (ή ιδιωτικά εκ νόμου)” Ιδρύματα. Υπάρχει σαφής αναφορά σε δίδακτρα, δεσμούς με βιομηχανία για διεύρυνση πόρων, στοχευμένη ροή κεφαλαίων(ερευνητικά προγράμματα.».

Επίσης στο άρθρο με τον εύγλωττο τίτλο «Δημόσια εκπαίδευση με ιδιωτικές δαπάνες» διαβάζουμε: «Η μείωση των κρατικών δαπανών για την ανώτατη εκπαίδευση, με παράλληλη άνοδο των ιδιωτικών, αποτελεί τη σημαντικότερη τάση διεθνώς, κυρίως στον αγγλόφωνο και στον αναπτυσσόμενο κόσμο, στο πλαίσιο των ευρύτερων διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων που προωθούν το μειωμένο ρόλο του Δημοσίου στις οικονομίες…». Το ίδιο άρθρο συνεχίζει:

«Η μείωση των κρατικών εσόδων αναπληρώνεται από μία ή -συνηθέστερα- από έναν συνδυασμό από τις παρακάτω πηγές εσόδων:

Δίδακτρα: Εισάγεται ο θεσμός των διδάκτρων σε χώρες που είχαν δωρεάν παιδεία ή αυξάνονται σε όσες ήδη το εφαρμόζουν….

Σπουδαστικά δάνεια: Γίνονται όλο και πιο δημοφιλή σε πολλές χώρες, στο πλαίσιο της μετακύλισης του βάρους της χρηματοδότησης στα νοικοκυριά…

Έσοδα από εταιρείες και ιδρύματα: όλο και περισσότερα πανεπιστήμια στο εξωτερικό πουλάνε υπηρεσίες (συμβουλευτικές, ερευνητικές) και πατέντες προιόντων…

Διεθνοποίηση- έσοδα από το εξωτερικό: όλο και περισσότερα ΑΕΙ προσβλέπουν είτε σε εξαγωγές εκπαιδευτικών υπηρεσιών είτε σε εισαγωγές φοιτητών από άλλες χώρες…». 

Η Ελληνική περίπτωση

Σε ένα τέτοιο φόντο επίθεσης του κεφαλαίου διεθνώς και στη χώρα μας αλλά και όξυνσης των ενδοιμπεριαλιστικών αντιθέσεων, δυνάμωναν οι πιέσεις από την γνωστή τριάδα (Αγγλία, Γαλλία και Γερμανία) δια μέσου της Ευρωπαϊκής Ένωσης προς την άρχουσα τάξη και της χώρας μας ώστε να άρει επιτέλους τον αναχρονισμό της απαγόρευσης των ιδιωτικών τριτοβάθμιων ιδρυμάτων. 

Αυτό συνέπεσε και με την ενδυνάμωση στα πλαίσια της αστικής μας τάξης, φιλοδοξιών κάποιων τμημάτων τους (μεσαίας και κάτω θα λέγαμε κατηγορίας) από τη μια να νομιμοποιήσουν-αναβαθμίσουν τα αμφιβόλου – ακόμα και με αστικές προδιαγραφές- αξίας κολέγια και να «δουν» τι μπορεί να αποφέρει-στη τσέπη τους- αυτή η ιστορία. Πάνω από όλα συνέπεσε με τις κοινούς στόχους του κεφαλαίου σε ιμπεριαλιστικές και σε εξαρτημένες χώρες και όσον αφορά τις καταχτήσεις των νέων και των εργαζομένων. Καταχτήσεις-«εκπρόσωποι» μιας επάρατης εφόδου των λαών, καταχτήσεις που το κεφάλαιο θεωρεί πως πρέπει να εκλείψουν στον «γενναίο νέο κόσμο» της σύγχρονης δουλείας που οικοδομεί καθημερινά και σε όλες τις κλίμακες. 

Η όλη διαδικασία έχει ξεκινήσει ακόμα από την οδηγία 48/89 που μετεξελίχθηκε πρόσφατα στην Υπεροδηγία 36/2005. 

«Η υπεροδηγία αυτή αφορά «την αναγνώριση επαγγελματικών προσόντων» για περισσότερα από διακόσια επαγγέλματα και είναι μέρος του διαμορφούμενου «Ευρωπαϊκού Πλαισίου Επαγγελματικών Προσόντων» που αφορά όλη την εκπαίδευση από το δημοτικό(!) έως την ανώτατη εκπαίδευση και που επίσης περιλαμβάνει το «Σύστημα Μεταφοράς και Συσσώρευσης Πιστωτικών Μονάδων» αλλά και το «Συμπλήρωμα Διπλώματος». 

Με την υπεροδηγία 36/2005 συγκεντρώνονται όλες οι προηγούμενες έως τώρα οδηγίες(όπως η περίφημη 48/89) σε μια ενιαία θεσμική ρύθμιση που φιλοδοξεί να αποτελέσει το πρώτο βήμα ενός πλαισίου πιστοποίησης και αναγνώρισης «προσόντων». Ένα δηλαδή «προσοντολόγιο» που θα αντιστοιχεί με την πολιτική κατάργησης των επαγγελματικών δικαιωμάτων και της αντικατάστασής τους από ένα διαρκές κυνήγι-από τη νεολαία-τίτλων και συσσώρευσης «προσόντων» που θα τη καθιστούν απασχολήσιμη έστω και για ένα μικρό χρονικό διάστημα, και άρα θα τη βάζουν στο «πρόγραμμα» δια βίου ανακύκλωσης της μεταξύ ανεργίας και επισφαλούς και χωρίς δικαιώματα εργασίας. 

Σημαντική πλευρά της υπεροδηγίας είναι η προώθηση της επαγγελματικής αναγνώρισης των τίτλων σπουδών που χορηγούν τα συνεργαζόμενα με κολέγια ή πανεπιστήμια των ιμπεριαλιστικών χωρών(κύρια της Βρεττανίας, της Γαλλίας και των ΗΠΑ) «ιδρύματα» μεταδευτεροβάθμιας εκπαίδευσης-κατάρτισης που λειτουργούν σε άλλες χώρες της ΕΕ, όπως στην χώρα μας τα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών(διαδικασία που άρχισε με την οδηγία 48/89). Δημιουργείται ένα συγκεκριμένο πλαίσιο μέσα από το οποίο η κάθε χώρα της ΕΕ υποχρεώνεται να εξετάζει εάν ένα π.χ. ΚΕΣ(για την Ελλάδα)που χρησιμοποιεί το franchising, τη δικαιόχρηση όπως λέγεται, εκπληρώνει τις προυποθέσεις για να του αναγνωριστούν επαγγελματικά οι τίτλοι σπουδών που χορηγεί. 

Η υπεροδηγία ακόμα κι αν δεν ψηφιστεί σε κάθε χώρα μέλος μέσα σε δύο χρόνια, καθίσταται αυτόματα υποχρεωτική για όλες της χώρες της ΕΕ….».[10]

Η προσπάθεια για την αναθεώρηση του άρθρου 16, πέρα από τη γενική σημασία που έχει- με την αναθεώρηση η άρχουσα τάξη θέλει να σηματοδοτήσει το «τέλος εποχής» για το δικαίωμα στις ανώτερες σπουδές και μάλιστα τις δωρεάν για το λαό- έχει και τη πλευρά της άρσης όλων των εμποδίων στη λειτουργία τριτοβάθμιων ιδιωτικών ιδρυμάτων. Και βέβαια ήταν η πρώτη και κυρίαρχη πλευρά και σημασία της αναθεώρησής του άρθρου 16 που ξεσήκωσε μια νεολαιίστικη και λαϊκή θύελλα αντιδράσεων και που ανάγκασε το ΠΑΣΟΚ για λόγους τακτικής να βγει έξω από τη αναθεωρητική συνολικά διαδικασία, με τη Νέα Δημοκρατία μόνη να περιφέρει τα κουρέλια της διαδικασίας αυτής στη βουλή και να τα ψηφίζει… 

Για να ξαναγυρίσουμε στο θέμα μας, από τη σκοπιά που εξετάζουμε το όλο ζήτημα η αναθεώρηση του άρθρου 16 θα δώσει μια ισχυρή ώθηση στην αναβάθμιση της παρουσίας αυτού του ιδιωτικού κομματιού στη τρίτη βαθμίδα.

Γιατί δίνει τη δυνατότητα στους κολεγιάρχες, χωρίς κωλύματα πια, να παίξουν και να κερδοσκοπήσουν με τη θέληση ενός κόσμου για ανώτερες σπουδές και κατοχύρωση μιας καλύτερης επαγγελματικής προοπτικής. Διότι είναι φανερό και δεν αφορά μόνο τα ελληνικά δεδομένα, πως τα κολέγια στα οποία αναφερόμαστε, και στη συντριπτική τους πλειοψηφία, αφορούν «τμήματα χαμηλών απαιτήσεων από την άποψη των υποδομών και του κόστους λειτουργιών τους (όλα τα σχετικά μορφώματα έχουν συγκεκριμένα αντικείμενα σπουδών σχετικά με λογιστική, μάρκετινγκ, ναυτιλιακά, διοίκηση επιχειρήσεων κλπ)και ταυτόχρονα εξασφαλισμένη υψηλή “ζήτηση”, που έχει διαμορφωθεί από τους εκβιασμούς και τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει η νεολαία. Το όλο σχέδιο μπορεί να έχει και ευρύτερες φιλοδοξίες καθώς αυτό το ιδιωτικό δίκτυο (...με διεθνείς αναφορές), μπορεί προοπτικά να στοχεύει όχι μόνο στην απορρόφηση των αποτυχόντων στις εισαγωγικές εξετάσεις αλλά ακόμα και μέρους αυτών που σήμερα βρίσκονται σε αντίστοιχα τμήματα των ΤΕΙ ή/και των ΑΕΙ. Είτε γιατί θα διώκονται από τον πέλεκυ της διαγραφής, είτε γιατί θα μπορούν ίσως πιο γρήγορα και με λιγότερα συνολικά έξοδα να πάρουν κάποιο «επαγγελματικό προσόν» η/και κάποιες “πιστωτικές μονάδες”».[11]

Ήδη και με βάση …τη «βάση του δέκα» την ακαδημαϊκή χρονιά 2006-2007 αυξήθηκε κατά 50% σε σχέση με την προηγούμενη, η εγγραφή σπουδαστών στα εν λόγω κολέγια(δηλαδή τα Κέντρα Ελευθέρων Σπουδών) και ευρύτερα σε ΙΕΚ. 

Μάλιστα με υπολογισμούς που γίνονται αναμένεται με την άρση των εμποδίων, ο τζίρος της όλης ιστορίας από τα 110 εκατομμύρια ευρώ να ανέλθει στα 200 έως και τα 500 (για τους πιο «αισιόδοξους»). 

Βέβαια «η υλοποίηση του σχεδίου δεν προδιαγράφεται ανέφελη. Δεν εννοούμε εδώ την αντίθεση και αντίσταση που προκαλεί στη νεολαία και στο λαό και η οποία θα κλιμακώνεται σε κάθε αποφασιστική καμπή της εφαρμογής του (και τέτοια είναι το «προσχέδιο» του ΥΠΕΠΘ). Αλλά τους καβγάδες που θα ανάψουν για τη μοιρασιά της πίτας μεταξύ των ενδιαφερομένων που εκτός των άλλων θα αντανακλαστούν και στους όρους και τις προδιαγραφές που θα τεθούν για να προχωρήσουν οι «αναγνωρίσεις» και οι εντάξεις των κολλεγίων στον επίσημο εκπαιδευτικό κορμό. Ως προς αυτό υπάρχει και ένα πραγματικό πρόβλημα για το ίδιο το σύστημα συνολικά,- η κατάκτηση ενός «κύρους» και η διαμόρφωση όρων ελέγχου για το όλο δίκτυο. Εξ άλλου οι πάμπολλες και επιτακτικές αναφορές στα ευρωπαϊκά κείμενα περί «διασφάλισης της ποιότητας»,και οι σχετικές με τους μηχανισμούς αξιολόγησης απηχούν και αυτές τις ανησυχίες».[12]

Σχετικά με όλα αυτά θα μας διαφωτίσει κατ’ αρχή μια εικόνα της σημερινής κατάστασης. Στη χώρα μας λειτουργούν 25 κολέγια από τα οποία τα 13 συνεργάζονται με βρεττανικά πανεπιστήμια, τα 2 με γαλλικά και τα 10 με αμερικάνικα, ενώ ο αριθμός σπουδαστών κατά έτος φτάνει στις 25000 περίπου ανά έτος. Από αυτά το μεγαλύτερο μερίδιο στην αγορά έχει το Deree College (28%), ακολουθεί ο «Εκπαιδευτικός Οργανισμός Akto» (10%), το New York College(8%). το ICBS(5-6%), το IST(2,5-3%). Σε σημαντικά μερίδια αγορά κινούνται το Metropolitan College, το City Univercity, το Ελληνοβρετανικό, το BCA και το Alba.[13]

Το πρώτο που παρατηρεί κανείς είναι πως η ιμπεριαλιστική εξάρτηση της χώρας, αφήνει και εδώ τα αποτυπώματά της, με το σύνολο των μεγάλων κολεγίων να συνεργάζονται με ξένα πανεπιστήμια(ή «πανεπιστήμια»). Και από αυτή την άποψη δεν είναι τυχαία η πίεση από την ΕΕ για την άρση όλων των εμποδίων που αφορούν τη λειτουργία ιδιωτικών σχολών κλπ.[14] Ταυτόχρονα το ξένο κεφάλαιο αλλά και γενικά οι δυτικές ιμπεριαλιστικές χώρες θέλουν να χρησιμοποιήσουν τη χώρα μας σαν μεσάζοντα για την παραπέρα διείσδυση τους στις χώρες της ανατολικής Ευρώπης και στο τομέα της εκπαίδευσης. Διαδικασία που θεωρούν-και σωστά-πως θα τους αποφέρει πολλαπλά οφέλη από τα οποία τα λιγότερα είναι τα άμεσα οικονομικά. Διαδικασία πλήρως ενταγμένη στον ανταγωνισμό που μαίνεται εδώ και μια δεκαπενταετία για το ποιος-Ευρώπη ή ΗΠΑ- θα καταχτήσουν αυτές τις χώρες και άρα ποιος θα ωφεληθεί τόσο από τη κατάχτησή τους όσο και από τη λεηλασία τους. 

Από κει και πέρα «ακούγεται» πως θα πρέπει να λειτουργεί κάποιος ελάχιστος αριθμός σχολών(2-3) σε αυτά εάν θέλουν να «αναβαθμιστούν» σε πανεπιστήμια, να μπει πλαφόν στα δίδακτρα, όριο στον αριθμό σπουδαστών και καθηγητών αλλά και έλεγχος των προσόντων των καθηγητών που διδάσκουν σε αυτά, να τεθούν πιο αυστηρές σε σχέση με τώρα προδιαγραφές στις κτιριακές εγκαταστάσεις, τις υποδομές και τον τεχνολογικό εξοπλισμό(όπου χρειάζεται). Είναι φανερό πως η άρχουσα τάξη προσανατολίζεται στη δημιουργία ενός πλαισίου, με την έννοια κάποιων προϋποθέσεων-όρων που πρέπει να εκπληρώνουν τα κολέγια για τη μετονομασία τους σε «πανεπιστήμια». Και αυτό τόσο για την «κατάχτηση ενός κύρους» που πριν αναφέρθηκε όσο και για τον καλύτερο από τη πλευρά του αστικού κράτους ελέγχου του όλου τριτοβάθμιου τοπίου. Μάλιστα οι κολεγιάρχες ήδη προσανατολίζονται στις συμπράξεις ανά δύο ή τρεις για να αντιμετωπίσουν το μελλοντικό θεσμικό πλαίσιο και να μην βρεθούν έξω από το χορό των εκατομμυρίων που θα στηθεί πάνω στα όνειρα των αποκλεισμένων της δημόσιας εκπαίδευσης.

Το πιο σημαντικό ωστόσο είναι αυτό που αφορά το πλαίσιο με την άλλη έννοια μιας συνεχούς διαδικασίας «διασφάλισης ποιότητας», «αξιολόγησης και πιστοποίησης». Όπως και στις υπόλοιπες χώρες αυτή η διαδικασία θεωρείται και είναι η πιο σημαντική για την συνολική αντιδραστική προσαρμογή όλης της τρίτης βαθμίδας. όπως έχουμε ήδη αναφέρει μια τέτοια διαδικασία θα σπρώχνει τα δημόσια ιδρύματα σε μια πορεία νομιμοποίησης, υιοθέτησης και τελικά καθολικοποίησης των ιδιωτικοοικονομικών κριτηρίων σε όλες τις εκφράσεις της λειτουργίας τους και που αφορούν τους εκατοντάδες χιλιάδες φοιτητές και σπουδαστές. Θα σπρώχνει σε μια κατεύθυνση πλήρους εντατικοποίησης των σπουδών με την διακοπή της φοίτησης να αποτελεί ένα διαρκές ενδεχόμενο. Θα σπρώχνει σε μια κατεύθυνση «αποστείρωσης» των δημόσιων ιδρυμάτων από ότι θυμίζει συνδικαλισμό-ελευθερίες- κοινωνική και πολιτική σκέψη και δράση. 

Τελικά τα διακυβεύματα αφορούσαν, αφορούν και θα αφορούν τη δημόσια τριτοβάθμια εκπαίδευση και τα δικαιώματα στις σπουδές-τη δουλειά και τις ελευθερίες της νεολαίας και του λαού σε αυτήν. Εκτός και οι δεκάδες χιλιάδες φοιτητές και σπουδαστές που πλημμυρίζουν τους δρόμους με τις διαδηλώσεις τους έχουν πάθει μαζική παράκρουση…

Παραπομπές

[1] « Μια παραλλαγή των αμιγώς ιδιωτικών ΑΕΙ είναι τα εταιρικά πανεπιστήμια, που ανήκουν σε επιχειρηματικούς ομίλους και παρέχουν πρωτίστως εκπαίδευση στα στελέχη της μητρικής. Σήμερα υπάρχουν μόνο στις ΗΠΑ, πάνω από 2000 τέτοιες σχολές, αν και μερικές, όπως το Hamburger Univercity της Mc Donald’ s, μάλλον δεν αξίζουν το όνομα.» (Ένθετο «Οικονομία» της «Ελευθεροτυπίας», 3 Σεπτεμβρίου 2006). Είναι φανερό-τουλάχιστον για μας-πως αυτά τα «πανεπιστήμια» είναι κατά βάση για την προστασία της μητρικής εταιρίας τόσο όσον αφορά το προσωπικό της όσο και τη τεχνογνωσία της και πολύ λιγότερο –έως καθόλου-αφορά την άντληση κερδών. 

[2] Ένθετο «Οικονομία» της «Ελευθεροτυπίας», 3 Σεπτεμβρίου 2006. 

[3] «Να σημειωθεί ότι το 74% των φοιτητών στα κορυφαία 146 κολέγια των ΗΠΑ προέρχεται από το 25% των ανώτερων, εισοδηματικά, οικογενειών». Στο άρθρο «Για Γέιλ και για κλάματα», σελίδα 18, στην «Ελευθεροτυπία» στις 26 Νοεμβρίου του 2006, 

[4] Ένθετο «Οικονομία» της «Ελευθεροτυπίας», 4 Φεβρουαρίου 2007. 

[5] «Βήμα» της 15 Ιανουαρίου του 2006. 

[6] «Ο μύθος των ιδιωτικών ΑΕΙ» στη στήλη «Ανάλυση στα Γεγονότα» της «Ελευθεροτυπίας» στις 10 Μαρτίου του 2007. 

[7] «Βήμα» της 15 Ιανουαρίου του 2006. 

[8] «Ο μύθος των ιδιωτικών ΑΕΙ» στη στήλη «Ανάλυση στα Γεγονότα» της «Ελευθεροτυπίας» στις 10 Μαρτίου του 2007. 

[9] «Το μήνυμα της επιτυχίας των ΗΠΑ είναι πρωτίστως αυτή η ποικιλία στις πηγές χρηματοδότησης» στο άρθρο «Η σούπερ λίγκα των ΑΕΙ», «Ελευθεροτυπία» 30 Ιουλίου 2006, σελίδα 8 στο ένθετο «Οικονομία». 

[10] Περιοδικό «Έναυσμα» τεύχος 25, Άνοιξη 2006, σελίδα 5. 

[11] «Η επίθεση στην εκπαίδευση και ο νεανικός ξεσηκωμός», μπροσούρα που εκδόθηκε από τις Αγωνιστικές Κινήσεις ΑΕΙ-ΤΕΙ τον Οκτώβρη του 2006, σελίδα 43. 

[12] «Η επίθεση στην εκπαίδευση και ο νεανικός ξεσηκωμός», μπροσούρα που εκδόθηκε από τις Αγωνιστικές Κινήσεις ΑΕΙ-ΤΕΙ τον Οκτώβρη του 2006, σελίδα 43. 

[13] Τα στοιχεία από την «Ελευθεροτυπία» 2 Ιουλίου 2006, σελίδες 46-47. 

[14] «Τα κράτη αυτά δεν θέλουν να χάσουν τη κερδοφόρα “πελατεία” από “αγορές” όπως η Ελλάδα», στην «Ελευθεροτυπία» στις 25 Ιουνίου 2006, σελίδα 8.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου