Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2018

50 χρόνια αναγέννηση



Ομιλία του Βασίλη Σαμαρά, στην εκδήλωση για τα 50 χρόνια από την έκδοση του περιοδικού «Αναγέννηση», που διοργάνωσαν οι εφημερίδες «Προλεταριακή Σημαία» και «Λαϊκός Δρόμος» στις 20 Οκτώβρη 2014 στο θέατρο Ακροπόλ, στην Αθήνα.

Αγαπητοί σύντροφοι-συντρόφισσες, συναγωνιστές-συναγωνίστριες και φίλοι
Η εκδήλωση αυτή είναι αφιερωμένη στα 50 χρόνια από την έκδοση της «Αναγέννησης». Μια έκδοση που σηματοδότησε τη γέννηση του μ-λ κινήματος στη χώρα μας, στα πλαίσια μια συνολικής προσπάθειας σε παγκόσμια κλίμακα.
Σαφώς και είναι κατ’ αρχάς μια εκδήλωση τιμής. Μια εκδήλωση που θέλει να τιμήσει όλους εκείνους τους κομμουνιστές που όρθωσαν το ανάστημά τους απέναντι στη ρεβιζιονιστική στροφή. Εκείνους που αγωνίστηκαν για την υπεράσπιση της τιμής και της προσφοράς του κομμουνιστικού κινήματος και του σοσιαλισμού, την υπεράσπιση του Στάλιν. Σ’ εκείνους που ανέλαβαν τον αγώνα για την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος στη βάση των εργατικών, επαναστατικών, κομμουνιστικών αρχών και κατευθύνσεων.



Ταυτόχρονα, ωστόσο, είναι και μια ευκαιρία για να δούμε τι ήταν αυτό το κίνημα, τι πάλεψε, τι πρόσφερε, τι κατάφερε, τι άφησε. Όχι για να κάνουμε απλώς μια ιστορική καταγραφή, αλλά -πρώτα και πάνω απ’ όλα- για να δούμε ποια συμπεράσματα μπορούμε να βγάλουμε και το τι μας δείχνουν αυτά για τη διαμόρφωση των δικών μας κατευθύνσεων.
Ας προσπαθήσουμε να τα βάλουμε σε μια σειρά. Το 1953 πεθαίνει ο Στάλιν. Στα ηγετικά κλιμάκια του ΚΚΣΕ και της Σοβιετικής Ένωσης ξεσπάει οξύτατη αντιπαράθεση ανάμεσα σε τάσεις και δυνάμεις για το προς τα πού και πώς θα πορευτεί η Σοβιετική Ένωση και, κατ’ ακολουθίαν, το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα.
Στην αντιπαράθεση αυτή επικρατεί τελικά ο συνασπισμός των δύο πτερύγων του ρεβιζιονισμού που εξέφραζαν, αντίστοιχα, τις δύο μερίδες της αναδυόμενης Νέας Αστικής Τάξης (ΝΑΤ) στη Σοβιετική Ένωση.
Έτσι, τα πράγματα οδηγήθηκαν στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, το 1956, που επικύρωσε τη νίκη τους. Μια νίκη που ολοκληρώθηκε το 1957, καθώς -με τη συνδρομή των τανκς του Ζούκοφ- εξουδετερώθηκε η ομάδα Μολότοφ, Μαλένκοφ (ο Μπέρια είχε δολοφονηθεί «εγκαίρως»).
Το 20ο Συνέδριο σηματοδότησε την ανατροπή της κομμουνιστικής κατεύθυνσης στο ΚΚΣΕ και το άνοιγμα του δρόμου για την καπιταλιστική παλινόρθωση στη Σοβιετική Ένωση. Ταυτόχρονα, αποτέλεσε την αφετηρία αντίστοιχων κινήσεων και ανατροπών και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Κινήσεις οι οποίες βρήκαν δυνάμεις στήριξης σε αυτές τις χώρες και σε κομμουνιστικά κόμματα, αλλά, επίσης, και δυνάμεις που αντιδράσανε και εναντιώθηκαν σ’ αυτές τις ανατροπές.
Ιδιαίτερο βάρος και σημασία είχε η αντίδραση του ΚΚ Κίνας και του ΚΕ Αλβανίας με τους Μάο Τσετούγκ και Εμβέρ Χότζα. Μια αντίδραση που προοδευτικά έπαιρνε όλο και οξύτερες μορφές, για να κορυφωθεί και να πάρει χαρακτηριστικά ανοιχτής ρήξης και αντιπαράθεσης στις αρχές της δεκαετίας του 1960. Μια αντιπαράθεση που αφορούσε βασικά ζητήματα του κομμουνιστικού κινήματος:
- Την υπεράσπιση του Στάλιν, όπου η λάσπη που εξαπολύθηκε ενάντιά του χρησιμοποιήθηκε, από τη μια, για την εκκαθάριση αυτών που αντιδρούσαν μέσα στο ΚΚΣΕ, τη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες και κομμουνιστικά κόμματα, και, από την άλλη, σαν άνοιγμα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
- Το ζήτημα της δικτατορίας του προλεταριάτου, όπου -μέσα από τα ιδεολογήματα του «παλλαϊκού» κόμματος και του «παλλαϊκού» κράτους- προωθούνταν η δικτατορία της ρεβιζιονιστικής Νέας Αστικής Τάξης.
- Το ζήτημα της επανάστασης στις καπιταλιστικές χώρες, όπου -με το ιδεολόγημα του «ειρηνικού»-κοινοβουλευτικού δρόμου- προωθούνταν η συμφιλίωση-υποταγή των κομμουνιστικών κομμάτων και της εργατικής τάξης, στις αστικές τάξεις αυτών των χωρών.
- Το ζήτημα των σχέσεων με τις ιμπεριαλιστικές χώρες, όπου -στο όνομα της ειρηνικής συνύπαρξης- ανοίγει ο δρόμος για τη συνεργασία της Σοβιετικής Ένωσης με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και σε βάρος των λαών.
Πάνω στη βάση αυτής της αντιπαράθεσης δημιουργήθηκαν κομμουνιστικά, μαρξιστικά-λενινιστικά κόμματα σε μια σειρά χώρες, που συγκρότησαν το μαρξιστικό-λενινιστικό ρεύμα στο κίνημα. Η δημιουργία του έδωσε σημαντική ώθηση στο επαναστατικό, κομμουνιστικό κίνημα, ιδιαίτερα στις χώρες του τρίτουκόσμου ή -καλύτερα- στις «ζώνες των θυελλών» όπως αναφέρονταν.
Κομβικό σημείο στην πορεία του κινήματος αποτέλεσε η έκρηξη της Μεγάλης Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης (ΜΠΠΕ) στην Κίνα. Ένα κίνημα που έθεσε τα πιο ουσιαστικά των προβλημάτων που αντιμετώπιζε η σοσιαλιστική οικοδόμηση και το κομμουνιστικό κίνημα στο επίκεντρο των προβληματισμών και των αναζητήσεων. Μια προσπάθεια που κινητοποίησε εκατομμύρια εργαζομένων και νεολαίας στην Κίνα και που -όχι τυχαία- είχε μεγάλη απήχηση σε όλο τον κόσμο. Ένα κίνημα που -ανεξάρτητα από το αν μπόρεσε να φτάσει στην νίκη- αποτέλεσε (και θα συνεχίσει να αποτελεί) σημείο αναφοράς για τους κομμουνιστές του σήμερα και του αύριο.
Το γεγονός, ωστόσο, είναι ότι η ΜΠΠΕ δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί. Μετά, μάλιστα, το θάνατο του Μάο έχουμε την ολοκληρωτική ανατροπή και στην Κίνα, την άνοδο στην εξουσία των ρεβιζιονιστών με τον Τενγκ Χσιάο-πινγκ. Μια ανατροπή που εκφράστηκε τόσο στο εσωτερικό της Κίνας όσο και στους διεθνείς της προσανατολισμούς.
Στο εσωτερικό, η σύλληψη αυτών που συκοφαντικά χαρακτηρίστηκαν σαν «Συμμορία των τεσσάρων» αποτέλεσε την αφετηρία για την εκκαθάριση των κομμουνιστικών δυνάμεων στο ΚΚ Κίνας και τον κρατικό μηχανισμό. Εξαπολύθηκε μια εκτεταμένη και διαρκής εκστρατεία συκοφάντησης της ΜΠΠΕ και των επιτευγμάτων της, μια εκστρατεία στην οποία συμμετείχαν πρόθυμα τα ΜΜΕ του καπιταλιστικού κόσμου, των ρεβιζιονιστικών χωρών και κάθε λογής οπορτουνιστές σε όλο τον κόσμο. Προχώρησαν σε μια πολιτική ανατροπής των σοσιαλιστικών κατακτήσεων, ενίσχυσης των αστικών τάσεων και δυνάμεων, στο άνοιγμα του δρόμου για την αστική παλινόρθωση και στην Κίνα.
Στο διεθνές πεδίο είχαμε τον προσανατολισμό της Κίνας σε μια κατεύθυνση συνεργασίας με το δυτικό-αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, μέσα από την φόρμα της «θεωρίας των τριών κόσμων». Πέρα από τη σύγχυση που προκάλεσε η απόδοση της πατρότητας της στο Μάο, η ουσία βρισκόταν αλλού: η πραγματική θέση της κινέζικης ηγεσίας βασιζόταν στην εκτίμηση ότι η αμερικανική υπερδύναμη βρισκόταν σε καθοδική πορεία, ενώ η σοβιετική σε ανοδική. (Τέτοια διορατικότης!) Ο κύριος εχθρός, συνεπώς, ήταν η ανερχόμενη σοβιετική υπερδύναμη, πράγμα που δικαιολογούσε τη συνεργασία όχι μόνο με τον «τρίτο» και «δεύτερο» κόσμο των ευρωπαίων ιμπεριαλιστών, αλλά και με την «κατερχόμενη» υπερδύναμη των ΗΠΑ. Μια συνεργασία που εκφράστηκε σε πολλούς τομείς, με χαρακτηριστική την περίπτωση του Αφγανιστάν.
Οι εξελίξεις αυτές είχαν σοβαρές αρνητικές επιπτώσεις στην πάλη των λαών σε όλο τον κόσμο, και ολέθριες για το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα το οποίο στις καπιταλιστικές χώρες (εκτός εξαιρέσεων) ουσιαστικά διαλύθηκε, ενώ κράτησε καλύτερα σε ορισμένες χώρες του τρίτου κόσμου.
Πριν, ωστόσο, αναφερθούμε συνολικότερα σε όλα αυτά, ας σταθούμε στο πώς επέδρασαν στο ελληνικό κομμουνιστικό κίνημα.
Το ΚΚΕ είχε την «τιμή», την «τύχη», αλλά και την ατυχία, να δεχτεί πρώτο την επίθεση των σοβιετικών ρεβιζιονιστών και μάλιστα πριν το 20ο Συνέδριο. Αυτοί, εκμεταλλευόμενοι το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των ελλήνων κομμουνιστών βρίσκονταν ως πολιτικοί πρόσφυγες στη Σοβιετική Ένωση και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες, προχώρησαν πραξικοπηματικά στην καθαίρεση του ΓΓ του ΚΚΕ, Ν. Ζαχαριάδη, και τοποθέτησαν ως «ηγεσία» τους εγκάθετούς τους Κολιγιάννη και Παρτσαλίδη. Στο πραξικόπημα αυτό αντέδρασε η κομμουνιστική συνείδηση και το παρτιζάνικο ατσάλι της μεγάλης πλειοψηφίας των ελλήνων κομμουνιστών, παρά τις δύσκολες συνθήκες, τις πιέσεις και τις διώξεις που αντιμετώπισαν.
Ανάλογη αντίδραση υπήρξε και στο εσωτερικό της Ελλάδας, στις φυλακές, στις εξορίες, στις παράνομες οργανώσεις του ΚΚΕ, στις οργανώσεις της ΕΔΑ. Γενικότερα, αντιδράσεις που οδήγησαν στη δημιουργία μαρξιστικών-λενινιστικών οργανώσεων στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες και την έκδοση της Αναγέννησης στη χώρα μας το 1964. Κινήσεις οι οποίες σηματοδότησαν τη δημιουργία του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος στη χώρα μας.
Και εδώ, χωρίς να παραγνωρίζουμε τη συμβολή των χιλιάδων κομμουνιστών εδώ και στην προσφυγιά χρειάζεται ωστόσο να σημειώσουμε τον ιδιαίτερο ρόλο και συμβολή κομμουνιστών σαν τον «παππού» Πολύδωρο Δανιηλίδη, τον Γιάννη Χοντζέα (που φέτος συμπληρώνονται 20 χρόνια από τον θάνατό του) και τον Ισαάκ Ιορδανίδη που έχουμε τη χαρά και την τιμή να βρίσκεται εδώ μαζί μας.
Με την έκδοση της «Αναγέννησης» άνοιξε μια περίοδος συνολικής αντιπαράθεσης με το ρεβιζιονισμό-ρεφορμισμό και πάνω στο σύνολο των ζητημάτων του κινήματος. Μια αντιπαράθεση που άσκησε σημαντική επίδραση στο χώρο της Αριστεράς και έδωσε τη δυνατότητα σημαντικών παρεμβάσεων. Στον εργατικό χώρο, στο χώρο της νεολαίας -με τη δημιουργία και της ΠΠΣΠ (Προοδευτική Πανσπουδαστική Συνδικαλιστική Παράταξη), αλλά και συνολικότερα, φθάνοντας στη δημιουργία της ΣΠΑΚ (Συνεπής Πολιτική Αριστερή Κίνηση) και με στόχο μια ευρύτερη πολιτική παρέμβαση.
Το Απριλιανό πραξικόπημα του 1967 αποτέλεσε χτύπημα και για το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα. Μια σειρά μέλη και στελέχη συλλαμβάνονται και στέλνονται στις εξορίες. Αυτοί που κατόρθωσαν να διαφύγουν τη σύλληψη προχωρούν με τον Γιάννη Χοντζέα στη δημιουργία της ΟΜΛΕ, ενώ με το «Γράμμα από την Ελλάδα» δίνεται ώθηση στη συγκρότηση και πάλη του ΑΜΕΕ, μιας οργάνωσης με σημαντική δράση στις ευρωπαϊκές χώρες. Οι συλλήψεις του 1969 αποτέλεσαν σημαντικό χτύπημα για την οργάνωση και τη δράση των Ελλήνων μαρξιστών-λενινιστών. Παρ’ όλα αυτά, συνέχισαν τη δράση τους, με σημαντική τη συμβολή τους στην εξέγερση του Πολυτεχνείου.
Η πτώση της δικτατορίας τον Ιούλη του 1974 δίνει τη δυνατότητα της ανάπτυξης πολύπλευρης δράσης των μαρξιστών-λενινιστών σε όλα τα μέτωπα πάλης. Ταυτόχρονα, σημαντική εξέλιξη υπήρξε η ενοποίηση της ΟΜΛΕ και της ΜΛΟ των πολιτικών προσφύγων, τον Οκτώβρη του 1974.
Ήδη, ωστόσο, τα προβλήματα που είχαν τεθεί για το διεθνές μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα απασχολούσαν και το ελληνικό. Με βάση αυτά, το ιδρυτικό συνέδριο του ΚΚΕ(μ-λ) το 1976 αποτέλεσε ταυτόχρονα και μια διαδικασία διάσπασης. Έτσι, από τις δυνάμεις της ΟΜΛΕ μαζί με το ΚΚΕ(μ-λ) εμφανίστηκε και Μ-Λ ΚΚΕ.
Τα επίδικα της αντιπαράθεσης-διάσπασης υπήρξαν, σε γενικές γραμμές, η στάση απέναντι στις εξελίξεις στην Κίνα, η θεωρία των τριών κόσμων, το ζήτημα του κύριου εχθρού στην Ελλάδα, αλλά και το πώς αντιλαμβανόταν η κάθε πλευρά την ανάπτυξη και την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος.
Παρ’ όλα αυτά, οι έλληνες μαρξιστές-λενινιστές συνέχισαν τη δράση τους. Αναφερόμενος ειδικότερα στο ΚΚΕ(μ-λ) -το οποίο συσπείρωσε την πλειοψηφία των μελών- αυτό ανέπτυξε μια σημαντική δράση σε όλα τα μέτωπα και γνώρισε μια αντίστοιχα σημαντική ανάπτυξη, ενώ το Μ-Λ ΚΚΕ συνέχισε το δικό του δρόμο.
Συνέχισε, ωστόσο, να βρίσκεται και αυτό -το ΚΚΕ(μ-λ)- αντιμέτωπο με τα ζητήματα που είχαν τεθεί συνολικά για το κίνημα και στα οποία δεν κατόρθωσε να δώσει ολοκληρωμένα τις απαντήσεις που απαιτούνταν. Έτσι, έγινε και αυτό ευάλωτο σε πιέσεις και επιδράσεις τάσεων και ρευμάτων που ήδη αναπτύσσονταν. Τάσεις ενδοτισμού στις απόψεις του ΚΕΑ, συμπόρευσης με το ρεύμα ΠΑΣΟΚ, επιδράσεις από το ρεύμα της αυτονομίας. Η ανεπάρκεια, η απροθυμία τής τότε καθοδήγησης, δημιούργησαν μια διαλυτική κατάσταση.
Απέναντι σε μια τέτοια εξέλιξη, στελέχη και μέλη του ΚΚΕ(μ-λ) πήραν την πρωτοβουλία να προχωρήσουν στη συνδιάσκεψη ανασυγκρότησης του ΚΚΕ(μ-λ) το 1982. Μια νέα και -εκ των πραγμάτων- μικρότερη οργάνωση, η οποία -ωστόσο- κατόρθωσε να αντιμετωπίσει την πίεση του αφόρητα αντικομουνιστικού κλίματος που κυριαρχούσε στο χώρο της ευρύτερης Αριστεράς τη δεκαετία του 1980-1990, αλλά και του κλίματος της ήττας και της παράδοσης άνευ όρων που κυριάρχησε μετά τις ανατροπές του 1989-1991.
Αν το κατόρθωσε, όπως και άλλες οργανώσεις κομμουνιστικής και μαρξιστικής-λενινιστικής αναφοράς που αντιστάθηκαν στη λαίλαπα, το οφείλει στη στήριξή της στις αρχές του κομμουνιστικού κινήματος, στις καταβολές και τις ρίζες της στο ελληνικό επαναστατικό κίνημα. Ταυτόχρονα, καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της φυσιογνωμίας των χαρακτηριστικών και των «αντοχών» του ΚΚΕ(μ-λ) είχε η συνεχής προσπάθεια παρέμβασης στα μέτωπα της ταξικής πάλης, η κατεύθυνση σύνδεσης με το λαό και τα προβλήματά του, καθώς και οι συγκεκριμένες προσπάθειες να δοθούν απαντήσεις στα ζητήματα που είχαν τεθεί για το κίνημα.
Αλλά εδώ νομίζω ότι πρέπει να περάσουμε σε μια συνολικότερη θεώρηση του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος. Τι έδωσε, τι μας άφησε, τι έχουμε να διδαχτούμε από την πορεία και την πάλη του.
Το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα γεννήθηκε μέσα από τις αρετές, αλλά και τις αδυναμίες, του εργατικού, επαναστατικού, κομμουνιστικού κινήματος και χαρακτηρίστηκε αντίστοιχα απ’ αυτές.
Το εργατικό, επαναστατικό, κομμουνιστικό κίνημα υπήρξε προϊόν και έκφραση της σύζευξης του εργατικού κινήματος με τα σοσιαλιστικά οράματα των λαών, και με βασικούς θεωρητικούς συντελεστές αυτής της σύνδεσης τους Μαρξ-Ένγκελς και τους κομμουνιστές της εποχής τους.
Σαν τέτοιο, ενσάρκωσε τις προαιώνιες προσδοκίες των κολασμένων της γης για μια κοινωνία δικαίου. Προσέδωσε σ’ αυτές υλική υπόσταση, τις μετέτρεψε σε πολιτική δύναμη που έβαλε σαν στόχο της να αλλάξει τον κόσμο. Και σε σημαντικό βαθμό το κατόρθωσε. Η Οκτωβριανή Επανάσταση και η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Ρωσία δεν ήταν απλά και μόνο μια νίκη των ρώσων εργατών, των μπολσεβίκων, του ρωσικού λαού. Ήταν, ταυτόχρονα, μια νίκη των λαών πάνω σε προαιώνιους φόβους, προλήψεις και δεισιδαιμονίες. Μια νίκη που κατέδειξε τη δύναμη των λαών απέναντι σ’ ένα σύστημα που φάνταζε μέχρι τότε παντοδύναμο. Μια νίκη που σημάδεψε την είσοδο των λαών στο προσκήνιο της Ιστορίας, ανοίγοντας ένα νέο δρόμο για την ανθρωπότητα. Ένα δρόμο που το εργατικό, επαναστατικό, κομμουνιστικό κίνημα τον βάδισε μαχόμενο για δεκαετίες, αναμετρούμενο διαρκώς με τις λυσσασμένες επιθέσεις των δυνάμεων του συστήματος, αλλά και με μύριες άλλες δυσκολίες και προβλήματα.
Μόνο που σε κάποιο σημείο της αυτή η ένδοξη πορεία ανακόπηκε. Τις κύριες αιτίες γι’ αυτήν την αρνητική εξέλιξη (και όσο τουλάχιστον μας αφορά) δεν τις αναζητούμε σε εξωτερικούς παράγοντες. Θεωρούμε ότι κατά κύριο λόγο βρίσκονται στα νέα προβλήματα και δυσκολίες που η ίδια η ανάπτυξη αυτού του κινήματος και η εξέλιξη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης ανέδειξε. Προβλήματα που δεν μπόρεσαν να απαντηθούν ολοκληρωμένα με βάση τα θεωρητικά, ιδεολογικά, πολιτικά και εμπειρικά φορτία που διέθετε έως τότε.
Αυτή μας η εκτίμηση δεν εμπεριέχει κανενός είδους μομφή και καμιά μεμψιμοιρία. Έχουμε πλήρη την επίγνωση ότι το εργατικό, επαναστατικό, κομμουνιστικό κίνημα ανέλαβε να φέρει σε πέρας ένα τιτάνιο έργο· ότι αυτό που επιχείρησε ήταν να αλλάξει την τροχιά της Ιστορίας, όπως αυτή είχε τροχιοδρομηθεί για χιλιάδες χρόνια. Μπορούμε, μάλιστα, να πούμε (αποτιμώντας τις εξελίξεις στην ιστορική τους διάσταση) ότι πέτυχε πάρα πολλά. Όπως και να ‘χει, ήταν στο έδαφος αυτών των αδυναμιών που πάτησε η ανάπτυξη ρεβιζιονιστικών, νεοαστικών δυνάμεων και τους έδωσε τη δυνατότητα να ανοίξουν το δρόμο της παλινόρθωσης.
Στα ζητήματα αυτά επιχείρησε να δώσει απαντήσεις η ΜΠΠΕ στην Κίνα. Πριν όμως αναφερθούμε σ’ αυτό, χρειάζεται να σταθούμε λίγο στα χαρακτηριστικά της αντιπαράθεσης στο ΚΚΣΕ από τη μεριά του ΚΚ Κίνας και του ΚΕ Αλβανίας, και τα οποία αποτέλεσαν τη βάση συγκρότησης του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, αυτή η αντιπαράθεση επικεντρώθηκε στο ζήτημα Στάλιν, στο ζήτημα της δικτατορίας του προλεταριάτου, του ειρηνικού περάσματος, της ειρηνικής συνύπαρξης. Πολύ σωστά έπραξαν οι επαναστάτες κομμουνιστές και αντιπαρατέθηκαν με βάση αυτά τα ζητήματα. Πολύ σωστά υπεράσπισαν τον Στάλιν, την τιμή και την προσφορά του κομμουνιστικού κινήματος και του σοσιαλισμού, τις θέσεις με βάση τις οποίες βάδισε μέχρι τα τότε. Μόνο που αυτό δεν αρκούσε πλέον, με βάση τις απαιτήσεις που είχαν αναδειχτεί. Όπως και να ’χει, αυτά αποτέλεσαν την ιδεολογική και πολιτική βάση συγκρότησης του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος, των δυνατοτήτων, αλλά και των ορίων του.
Εκ των πραγμάτων, δεν συμπεριέλαβε τα στοιχεία που ανέδειξε αργότερα η ΜΠΠΕ. Τα όρια αυτής της αντιπαράθεσης και αυτών των εξελίξεων και διαμορφώσεων επιχείρησε να τα σπάσει η ΜΠΠΕ στην Κίνα. Η ΜΠΠΕ επανάφερε βασικά ζητήματα της μαρξιστικής-λενινιστικής αντίληψης στο επίκεντρο των εξελίξεων. Ζητήματα που θεωρητικά είχαν ήδη θέσει οι Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν και που, ως ένα βαθμό, επιχείρησε να αντιμετωπίσει ο Στάλιν στα «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού». Η ΜΠΠΕ προσέδωσε σε αυτά τα ζητήματα συγκεκριμένη μορφή, συνδέοντάς τα με τα συγκεκριμένα προβλήματα που είχε αναδείξει η σοσιαλιστική οικοδόμηση και η ταξική πάλη που διεξαγόταν στα πλαίσιά της. Ταυτόχρονα, τα έθεσε σαν ζητήματα ενεργητικής αντιμετώπισής τους από την εργατική τάξη, την αγροτιά, τη νεολαία και συνολικά τις λαϊκές μάζες:
- Το ζήτημα ότι ο κομμουνισμός δεν είναι ένα μοντέλο στο οποίο οφείλει να προσαρμοστεί η κοινωνία, αλλά μια διαδικασία επαναστατικού μετασχηματισμού της σε κομμουνιστική κατεύθυνση, και η οποία εκτείνεται σε μια ολάκερη ιστορική περίοδο.
- Την άποψη ότι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού δεν είναι υπόθεση κάποιων ειδικών, αλλά της πλήρους και ολοκληρωτικής αρμοδιότητας της εργατικής τάξης.
- Την άποψη ότι η ταξική πάλη συνεχίζεται σε όλη αυτήν την περίοδο της δικτατορίας του προλεταριάτου.
- Την άποψη ότι το βασικό ζήτημα αφορά το συνεχή μετασχηματισμό των παραγωγικών σχέσεων και στην κατεύθυνση άμεσου ελέγχου της οικονομικής βάσης από τον κόσμο της δουλειάς.
Κινητοποίησε, στη βάση αυτών των κατευθύνσεων, εκατομμύρια ανθρώπων οι οποίοι κινήθηκαν ενεργητικά, μάχιμα, σε όλα τα πεδία, αναζητώντας απαντήσεις επαναστατικού χαρακτήρα στα ζητήματα που είχαν τεθεί.
- Στο πεδίο της παραγωγής, τόσο οι εργάτες στα εργοστάσια όσο και οι αγρότες στις κομμούνες τους ενεργοποιήθηκαν, αναπτύσσοντας τη δημιουργικότητα και εφευρετικότητά τους, και αναζητώντας μορφές παραγωγικών σχέσεων που να αποτελούν το -όλο και πιο σταθερό- θεμέλιο της δικτατορίας του προλεταριάτου και της «αρμοδιότητας» των εργαζόμενων λαϊκών μαζών.
- Στις σχολές, στα πανεπιστήμια και συνολικά στο χώρο του εποικοδομήματος, αναζητώντας μορφές κατάρτισης που να υπηρετούν και να διασφαλίζουν την προώθηση αυτών των σχέσεων
- Στο πεδίο της ταξικής πάλης, ανοίγοντας ιδεολογικό και πολιτικό μέτωπο ενάντια στις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που εμφορούνταν από ρεβιζιονιστικές, νεοαστικές αντιλήψεις και αναπαρήγαγαν αστικές σχέσεις στην κινέζικη κοινωνία.
Ταυτόχρονα, με αυτά τα πεπραγμένα, η ΜΜΠΕ κατέδειξε την ανεξάντλητη ζωτικότητα του εργατικού, επαναστατικού, κομμουνιστικού κινήματος. Τη δυνατότητα να βρει «μέσα του» τις δυνάμεις που μπορούν να αναζητήσουν και να βρουν δρόμο προς το μέλλον. Κατέδειξε ότι αυτοί οι δρόμοι υπάρχουν! Ότι αυτό το φωτεινό μέλλον είναι, κατ’ αρχάς, υπόθεση κατανόησης της ουσίας των προβλημάτων που είχαν αναδειχτεί και ζητούσαν απαντήσεις. Πάνω απ’ όλα, ότι είναι ζήτημα ενεργητικής αντιμετώπισης από την εργατική τάξη και τις λαϊκές μάζες, ότι είναι ζήτημα ταξικής πάλης.
Βέβαια (και όπως είναι ήδη δεδομένο) αυτή η προσπάθεια δεν ολοκληρώθηκε· η ΜΠΠΕ νικήθηκε τελικά. Άφησε, όμως, όλες εκείνες τις παρακαταθήκες τις οποίες οφείλουμε να μελετήσουμε, να αφομοιώσουμε, να στηριχτούμε σ’ αυτές, να τις εντάξουμε στη διαδικασία διαμόρφωσης της σημερινής φυσιογνωμίας και πολιτικής γραμμής του κομμουνιστικού κινήματος.
Το γεγονός, πάντως, είναι ότι οι ρεβιζιονιστικές, νεοαστικές δυνάμεις (και οριστικά μετά το θάνατο του Μάο) πήραν την εξουσία και άνοιξαν το δρόμο στην καπιταλιστική παλινόρθωση στην Κίνα. Το χτύπημα ήταν μεγάλο για την κινέζικη εργατική τάξη, το λαό, την υπόθεση του σοσιαλισμού στην Κίνα. Συνολικότερα, ήταν το δεύτερο μεγάλο χτύπημα για την υπόθεση του σοσιαλισμού στον κόσμο και την πορεία του εργατικού, επαναστατικού, κομμουνιστικού κινήματος.
Ειδικότερα, για το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα οι επιπτώσεις ήταν καταλυτικές. Γνώρισε τη μεγαλύτερη και -με μια έννοια- την τελική κρίση στην πορεία του. Ως προς τους όρους και τις αιτίες αυτής της κρίσης αυτές μπορούν να αναζητηθούν:
- Πρώτο, στο σοκ μιας και ακόμη μεγάλης ήττας που αντικειμενικά κλόνισε πολύ κόσμο.
- Δεύτερο, στην απώλεια του κόμματος-οδηγού, ιδιαίτερα για οργανώσεις που μπορεί να διακήρυτταν πομπωδώς τη ρήση του Μάο «να στηριζόμαστε στις δικές μας δυνάμεις», πολύ λίγο ωστόσο την είχαν αφομοιώσει και ακόμη λιγότερο είχαν διαμορφώσει τα χαρακτηριστικά τους στη βάση μιας τέτοια άποψης.
-Τρίτο και κρισιμότερο, στο πόσο μελετήθηκαν, αφομοιώθηκαν και γίνανε υπόθεση γραμμής αυτά που έθεσε η ΜΠΠΕ. Ένα ζήτημα που συνδέεται άμεσα και με τις σημερινές ανάγκες και απαιτήσεις.
Στο ζήτημα αυτό τα μαρξιστικά-λενινιστικά κόμματα και οργανώσεις, πέρα από ύμνους και το ανέμισμα των κόκκινων βιβλιαρίων, ελάχιστα έπραξαν. Έτσι, βρεθήκανε αφοπλισμένα μπροστά στη νέα κατάσταση και πολλά από αυτά εκφυλίστηκαν ή και διαλύθηκαν. Χαρακτηριστική η αντίδραση του ΚΕ Αλβανίας που στράφηκε «προ τα πίσω», ανοίγοντας -μάλιστα μέτωπο ενάντια στην ΜΠΠΕ και τον Μάο.
- Το τέταρτο αφορά τη θεωρία των τριών κόσμων, η οποία -όπως αναφέρθηκε- είχε άμεση σχέση με τους διεθνείς προσανατολισμούς της κινέζικης ρεβιζιονιστικής ηγεσίας. Τη σύγχυση που προκάλεσε η απόδοσή της στον Μάο, άλλες οργανώσεις την ξεδιάλυναν άμεσα και άλλες σε μια πορεία. Υπήρξαν, ωστόσο, και πολλές που συνέχισαν να την υιοθετούν και, κατά την άποψή μας, όχι από σύγχυση πλέον, αλλά από ξεκάθαρο οπορτουνισμό. Αποτέλεσε το ιδεολογικό περικάλυμμα σε κατευθύνσεις συνεργασίας με τη σοσιαλδημοκρατία, αλλά και τις αστικές τάξεις των χωρών τους. Το αποτέλεσμα ήταν ο πλήρης εκφυλισμός όσων από αυτές δεν ανέστρεψαν πορεία.
Συνοψίζοντας:
Αυτό που γέννησε το μ-λ κίνημα ήταν η αναγκαιότητα της πάλης για την υπεράσπιση της επαναστατικής κατεύθυνσης απέναντι στη ρεβιζιονιστική στροφή.
Τα ζητήματα στη βάση των οποίων αντιπαρατέθηκε αποτέλεσαν την αρχική βάση συγκρότησής του. Μόνο που αυτό δεν αρκούσε πλέον. Αυτό που ετίθετο ήταν ένα ιστορικό καθήκον ευρύτερων διαστάσεων. Στο ζήτημα αυτό επιχείρησαν να δώσουν απάντηση ο Μάο με την ΜΠΠΕ. Μια προσπάθεια που δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί, αφήνοντας -ωστόσο- σημαντικές παρακαταθήκες.
Από την άλλη μεριά, το μ-λ κίνημα δεν μπόρεσε να πάρει τη σκυτάλη και να προχωρήσει παραπέρα. Το ζήτημα συνεχίζει να παραμένει ανοιχτό και να ζητάει τις απαντήσεις του.
Ας δούμε, λοιπόν, πώς διαμορφώνεται η κατάσταση, ποια ζητήματα θέτει, ποιες απαντήσεις απαιτεί.
Διανύουμε την περίοδο μιας μεγάλης αναμέτρησης. Της αναμέτρησης ανάμεσα στις δυνάμεις του συστήματος, από τη μια, και του κόσμου της δουλειάς, συνολικά των λαών, από την άλλη. Μια αναμέτρηση που η έκβασή της θα κρίνει τη μορφή του κόσμου για όλη την επόμενη ιστορική περίοδο.
Ταυτόχρονα, και στο έδαφος αυτής της αναμέτρησης, εξελίσσεται -οξυνόμενος διαρκώς- ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Στην πραγματικότητα, βρισκόμαστε μπροστά σε μια γενικευμένη κρίση του συστήματος. Μια κρίση που στις μέρες μας εμφανίζεται μέσα από τη μορφή της σύμπλεξης της οικονομικής κρίσης με την διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων, και κορυφώνεται σε έναν ανταγωνισμό για το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Έναν ανταγωνισμό που παροξύνεται συνεχώς, που εκδηλώνεται πλέον έως και με (έμμεσες για την ώρα) πολεμικές αναμετρήσεις, αλλά και με ορατό τον κίνδυνο γενικότερης ανάφλεξης.
Όσον αφορά τις αιτίες αυτής της κατάστασης, αυτές βρίσκονται -κατ’ αρχάς- στην ίδια τη φύση του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος. Το ερώτημα είναι στη βάση ποιων όρων μπόρεσε να αναπτύξει τις επιθετικές του τάσεις στην κλίμακα που γνωρίζουμε στους καιρούς μας. Όσο μας αφορά, αυτοί οι όροι συνδέονται με:
- τις συνέπειες της παλινόρθωσης της ήττας,
- την αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης σαν κορμού ισχύος της λαϊκής πάλης,
- την αποσύνθεση του κομμουνιστικού κινήματος σαν οδηγητικής δύναμης του επαναστατικού αγώνα,
- τη φθορά του σοσιαλιστικού οράματος στις συνειδήσεις των λαϊκών μαζών που επέφερε η παλινόρθωση,
- τη διάλυση των μετώπων πάλης των λαϊκών μαζών.
Αυτή η σχέση πραγμάτων ορίζει και το πρόβλημα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε, αλλά και το πού βρίσκονται οι απαντήσεις.
Η κατάσταση, όπως διαμορφώνεται, οδηγεί στις πιο αρνητικές των εξελίξεων -όσον αφορά τις συνθήκες ζωής των λαών, τα δικαιώματά τους, το ίδιο το δικαίωμα στη ζωή- αλλά και μεγαλύτερους κινδύνους συνολικά για τον κόσμο. Άλλωστε, το βλέπουμε, το ζούμε καθημερινά στις εφιαλτικές συνθήκες που διαμορφώνει για το λαό μας η κυριαρχία των δυνάμεων του συστήματος, η προώθηση της πολιτικής του ντόπιου κεφάλαιου και των ιμπεριαλιστικών κηδεμόνων του.
Αυτές οι εξελίξεις οδηγούν όλο και περισσότερο στη διαμόρφωση όρων αμφισβήτησης-ΑΡΝΗΣΗΣ του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος στις συνειδήσεις ευρύτερων λαϊκών μαζών, σε όλο τον κόσμο και ανεξάρτητα των μορφών που παίρνει αυτή η αμφισβήτηση. Αναδείχνεται, με όλο και πιο έντονο τρόπο, η αναγκαιότητα αντιμετώπισης της επίθεσης του συστήματος, ανάσχεσης-ανατροπής της πορείας που έχει δρομολογήσει η κυριαρχία των δυνάμεών του. Ενισχύονται οι τάσεις αναζήτησης συνολικής διεξόδου που να δίνει ολοκληρωμένη απάντηση στο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι λαοί, ανεξάρτητα και πάλι των μορφών που παίρνει αυτή η αναζήτηση.
Το πρόβλημα εδώ βρίσκεται στο ότι οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να δώσουν τις αναγκαίες απαντήσεις και διεξόδους, δεν βρίσκονται σε εκείνο το επίπεδο συγκρότησης που θα τις έκανε ικανές να ανταποκριθούν αποτελεσματικά και ολοκληρωμένα στις απαιτήσεις που έχουν αναδειχτεί. Μόνο που, επειδή στην πολιτική (όπως, άλλωστε, και στη φύση) τα «κενά» δεν διατηρούνται, έρχονται να τα καλύψουν άλλες δυνάμεις και άλλες μορφές μετατροπής της άρνησης σε θέση υποτιθέμενης «διεξόδου». Απλώς και ενδεικτικά αναφέρω:
- Απόψεις και προτάσεις που αναζητούν την απάντηση στην «εκλογίκευση» του συστήματος από δυνάμεις του ίδιου του συστήματος.
- Απόψεις και τάσεις που αναζητούν δυνάμεις μεταρρύθμισης, κεϋνσιανού ή όποιου άλλου χαρακτήρα, στα πλαίσια του συστήματος πάντα.
- Αναπτύσσονται τάσεις που ερωτοτροπούν έως και με την ιδέα στήριξης σε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις απέναντι σε άλλες, και όπου η εξιδανίκευση του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού βρίσκεται σε περίοπτη θέση.
- Προβάλλεται σαν μορφή διεξόδου η πολιτική αστικών τάξεων μικρότερων χωρών που, συναλλασσόμενες με ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αναζητούν το δικό τους ρόλο.
- Ταυτόχρονα, μέσα από τη συνθετότητα των παγκοσμίων εξελίξεων, επανέρχονται στα προσκήνιο και φεουδαρχικές μισοαστικές δυνάμεις (τύπου Ιράν) που -εκμεταλλευόμενες τα αντισιωνιστικά, αντιδυτικά, αντιιμπεριαλιστικά αισθήματα του λαού- επιχειρούν να πλασαριστούν σαν βασικές δυνάμεις της περιοχής τους. Ή -ακόμη χειρότερα- στην πιο αντιδραστική και απεχθή τους μορφή, φεουδαρχικές δυνάμεις τύπου Σαουδικής Αραβίας και Εμιράτων, που επιχειρούν να εκμεταλλευτούν τα θρησκευτικά και αντιδυτικά αισθήματα των λαϊκών μαζών για να συνδιαλλαγούν επωφελώς με… τη Δύση.
- Όσο για τις δυνάμεις της ευρύτερης Αριστεράς, αυτές συνεχίζουν να περιστρέφονται γύρω από οπορτουνιστικές, έως αδιέξοδες, κατευθύνσεις. Κουβαλώντας τα χαρακτηριστικά που έχουν διαμορφώσει δεκαετίες ρεφορμιστικής κυριαρχίας, αλλά και τα αποτυπώματα της ήττας, ούτε θέλουν ούτε και μπορούν να δώσουν διέξοδο στην αντίσταση και την πάλη των λαών, που αδιάκοπα εκδηλώνεται σε κάθε γωνιά της γης. Οι φωτεινές εξαιρέσεις επαναστατικών κινημάτων (όπως του ΝΕΠΑΛ, της Ινδίας κ.ά.) δείχνουν τόσο τη δυνατότητα των κομμουνιστικών ιδεών να συνεγείρουν και να συσπειρώνουν τις λαϊκές μάζες όσο και τη δύναμη της λαϊκής πάλης. Από την άλλη μεριά, ωστόσο, και πέρα από τα προβλήματα που και αυτά τα κινήματα αντιμετωπίζουν, το ζήτημα είναι ότι οι τάσεις και δυνάμεις που διαμορφώνουν τους παγκόσμιους συσχετισμούς και την τροχιά των εξελίξεων στον κόσμο, εξακολουθούν να είναι οι δυνάμεις του συστήματος.
Σ’ αυτές τις διαπιστώσεις εμπεριέχονται κατ’ αρχάς και οι απαντήσεις.
Θεωρούμε ότι η απάντηση στα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι λαοί μπορούν να δοθούν μόνο από δυνάμεις που βρίσκονται και λειτουργούν «έξω» και ενάντια στο σύστημα.
Ότι η μόνη πραγματική και ολοκληρωμένη διέξοδος για τους λαούς βρίσκεται στην ανατροπή αυτού του συστήματος και την οικοδόμηση μιας άλλης, μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Ταυτόχρονα, εκτιμούμε ότι αυτά μπορούν να συντελεστούν μόνο υπό τον όρο διαμόρφωσης ορισμένων βασικών προϋποθέσεων.
Ας γίνω πιο συγκεκριμένος.
Θεωρούμε ότι καμιά πραγματική απάντηση στα ζητήματα που θέτει η παγκόσμια κατάσταση δεν μπορεί να δοθεί ερήμην της εργατικής τάξης. Οι μεγάλες ανατροπές που απαιτούν οι καιροί μπορούν να πραγματοποιηθούν μόνο από κινήματα που έχουν τη βάση τους και αντλούν τη δύναμή τους από κοινωνικές δυνάμεις.
Τέτοιου χαρακτήρα και δυνατοτήτων δύναμη αποτελεί η εργατική τάξη.
- Με βάση το πραγματικό γεγονός ότι αποτελεί δύναμη με κοινότητα χαρακτηριστικών συμφερόντων και προοπτικών παγκοσμίων διαστάσεων.
- Με βάση την αγεφύρωτη αντίθεσή της με το κεφάλαιο και την αστική τάξη, η οποία την καθιστά βασική, σταθερή και αποφασιστική δύναμη επαναστατικής ανατροπής.
- Με βάση τη θέση της στην παραγωγή και την κοινωνία, που την καθιστά βασική παραγωγική δημιουργική οικονομική δύναμη.
Χαρακτηριστικά που αποτελούν τη βάση της συγκρότησης και αυτοπεποίθησής της, τόσο σαν δύναμης ανατροπής όσο και σαν φορέα οικοδόμησης της νέας κοινωνίας.
Σε διαλεκτική συνάρτηση με το προηγούμενο, η ανασύσταση-ανασυγκρότηση συνολικά του εργατικού, επαναστατικού, κομμουνιστικού κινήματος.
Επειδή η ολοκληρωμένη συγκρότηση της τάξης δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά σε πλήρη συνάρτηση με την ιδεολογική και πολιτική της συγκρότηση.
Αντίστοιχα, επειδή η συγκρότηση της ιδεολογικής και πολιτικής της πρωτοπορίας δεν μπορεί να γίνει παρά σε πλήρη ανάπτυξη της σχέσης της με την τάξη στο πεδίο της ταξικής πάλης.
Και βέβαια, επειδή η κομμουνιστική κοσμοαντίληψη, θεωρία, ιδεολογία και πολιτική έχει αποδείξει έμπρακτα ότι χαρακτηρίζεται από την πλήρη, καθολική και απόλυτη αντίθεσή της στο καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Και ακόμα, από τη δυνατότητά της να οργανώνει, να συγκροτεί τη λαϊκή πάλη και να την καθοδηγεί νικηφόρα, όπως άλλωστε το έχει αποδείξει στην ιστορική της διαδρομή.
Ταυτόχρονα, και μέσα στα πλαίσια αυτής της πάλης, η αναγκαιότητα αποκατάστασης του σοσιαλιστικού οράματος στις συνειδήσεις των λαϊκών μαζών. Ο μετασχηματισμός της ΑΡΝΗΣΗΣ του συστήματος σε ΘΕΣΗ για το σοσιαλισμό, η ανάδειξη της σοσιαλιστικής προοπτικής σε προσδοκία των λαών. Για την ορμή και αποφασιστικότητα που μπορεί να προσδώσει ένα τέτοιο όραμα στη λαϊκή πάλη, για την ενοποιητική του δύναμη. Και ακόμη, για την αντιπαραβολή της σε αποπροσανατολιστικές ή και αντιδραστικές υποτιθέμενες «διεξόδους» που προωθούνται από διάφορες πλευρές.
Σε σχέση με την σημασία όλων αυτών (και πέρα από όποια άλλα επιχειρήματα θα μπορούσαν να αναπτυχθούν) δεν έχουμε παρά να δούμε την πορεία της ανθρωπότητας των δύο τελευταίων αιώνων:
- Τις εναλλαγές σε βασικά δεδομένα, εκφράσεις και τάσεις της κοινωνικής και πολιτικής ζωής, σε προοδευτική ή αντιδραστική κατεύθυνση.
- Προώθησης η περιορισμού των κοινωνικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων.
- Διεύρυνσης ή συρρίκνωσης των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών.
- Ανόδου ή περιορισμού της αυθαιρεσίας των μηχανισμών του συστήματος.
- Ενίσχυσης ή καταστρατήγησης του δικαιώματος των λαών, εθνών και χωρών, στην ανεξαρτησία απέναντι στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις.
- Ή ακόμη, το πότε ενισχύονταν οι τάσεις εξανθρωπισμού της κοινωνικής ζωής και το ποτέ είχαμε την κυριαρχία του σκοταδισμού, της υποκουλτούρας, της πολτοποίησης και της βαρβαρότητας που χαρακτηρίζει την εποχή μας.
Αυτό που θα διαπιστώσουμε είναι η ουσιαστική συνάρτηση αυτών των εναλλαγών με το επίπεδο συγκρότησης της εργατικής τάξης, με το αν το εργατικό, επαναστατικό, κομμουνιστικό κίνημα βρισκόταν σε περίοδο συγκροτημένης, ενεργής, επαναστατικής παρέμβασης στα τεκταινόμενα ή σε φάση οπισθοχώρησης, αποσυγκρότησης και ήττας όπως σήμερα.
Αναμφισβήτητη, συνεπώς, η αναγκαιότητα αντιμετώπισης αυτών των κρίσιμων ζητημάτων. Το ζήτημα είναι πώς, σε ποια βάση και από ποιους;
Η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί παρά μόνο στη βάση των σημερινών απαιτήσεων. Και για να είμαι πιο συγκεκριμένος: αυτό που έχουμε να αντιμετωπίσουμε είναι οι συνέπειες της ήττας. Ταυτόχρονα, οφείλουμε να έχουμε ξεκαθαρισμένο τον κρίσιμο ρόλο που έπαιξε σε μια τέτοια εξέλιξη η παλινόρθωση. Τις καταλυτικές συνέπειες που είχε στην αποσυγκρότηση του κινήματος της απογοήτευσης των λαϊκών μαζών, της δυσπιστίας τους απέναντι στη σοσιαλιστική προοπτική, την κυριαρχία των αστικών, μικροαστικών, ρεβιζιονιστικών, ρεφορμιστικών και οπορτουνιστικών απόψεων και αντιλήψεων.
Αποτελεί, συνεπώς, καθοριστικής σημασίας ζήτημα η αντιμετώπιση των όρων, των συνθηκών και των αιτιών της παλινόρθωσης, αλλά και συνολικά της ήττας· η αντιμετώπιση των αδυναμιών, ανεπαρκειών και λαθών που υπήρξαν και που οδήγησαν στην αναστροφή πορείας και την ήττα.
Μια τέτοια κατεύθυνση καθόλου δεν έχει το χαρακτήρα άρνησης ή απόρριψης της προσφοράς αυτού του κινήματος. Αντίθετα, θεωρούμε πως ένας βασικός όρος για την αντιμετώπιση των ζητημάτων που έχουν τεθεί είναι η υπεράσπιση αυτού που υπήρξε το κομμουνιστικό κίνημα, η προβολή αυτών που προσέφερε στις εργαζόμενες λαϊκές μάζες και συνολικά στην ανθρωπότητα. Η ανάδειξη και στήριξη αρχών αντιλήψεων και απόψεων που το καταξίωσαν και το έκαναν ικανό να πραγματοποιήσει τις επαναστατικές, προοδευτικές τομές που επέφερε στην κοινωνική εξέλιξη.
Σ’ αυτά που μας προσέφερε στηριζόμαστε και με αυτά σαν αφετηρία προχωράμε. Ταυτόχρονα, ωστόσο, κατανοούμε ότι, για να μπορέσουμε να δώσουμε συνέχεια στην πορεία αυτού του κινήματος, οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε τις αδυναμίες που εμφάνισε. Και για να είμαι πιο συγκεκριμένος: Για να πεισθούν οι λαϊκές μάζες ότι ο σοσιαλισμός είναι η διέξοδός τους, για να ξανακάνουν το σοσιαλισμό δική τους υπόθεση, ο πρώτος όρος είναι να δοθούν πειστικές εξηγήσεις για τους όρους και τις αιτίες της παλινόρθωσης και, ταυτόχρονα, για τη δυνατότητα αντιμετώπισής τους.
Η συγκρότηση της εργατικής τάξης δεν μπορεί να ολοκληρωθεί, αν η εργατική τάξη δεν κατανοήσει και χωνέψει τους όρους και τις αιτίες της ήττας της, αν δεν τους αντιμετωπίσει και τους μετασχηματίσει σε θέσεις που να την συγκροτούν και να την τοποθετούν ξανά στο βάθρο του ρόλου και της προοπτικής της.
Η ανασύσταση-ανασυγκρότηση του εργατικού, επαναστατικού, κομμουνιστικού κινήματος δεν μπορεί να γίνει με παράκαμψη αυτών των ζητημάτων, σαν να μην υπήρξαν, χωρίς την αντιμετώπιση των απαιτήσεων που θέτουν ή με απαντήσεις από το συρτάρι.
Δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ταξικής πάλης, αν δεν ενσωματώσει τα συμπεράσματα, τα διδάγματα από όλη αυτήν την πορεία στη διαμόρφωση της σημερινής του φυσιογνωμίας, των προσανατολισμών και της πολιτικής του γραμμής.
Ταυτόχρονα και παράλληλα με όλα αυτά, αν δεν αναπτυχθεί ένα διαρκές και αδιάλλακτο, ιδεολογικό και πολιτικό μέτωπο ενάντια στις αστικές, μικροαστικές, ρεφορμιστικές και οπορτουνιστικές αντιλήψεις και πολιτικές, αν δεν πεταχτεί στα σκουπίδια όλη η ιδεολογική και πολιτική σαβούρα που έχει φορτώσει στο κίνημα και το παγιδεύει η -για δεκαετίες- κυριαρχία των ρεφορμιστικών και οπορτουνιστικών αντιλήψεων και δυνάμεων.
Αν τα όσα αναφέρθηκαν αποτελούν τους όρους ολοκληρωμένης αντιμετώπισης των ζητημάτων που έχουν τεθεί, η βάση, η αφετηρία, ο εκ των ουκ άνευ όρος για την ανταπόκριση στις απαιτήσεις που έχουν τεθεί, βρίσκεται στο πεδίο της ταξικής πάλης.
Είναι σ’ αυτό το πεδίο που -κατά πρώτο και κύριο λόγο- «παράγονται» οι όροι ΑΡΝΗΣΗΣ του συστήματος ή -αλλιώς- η «πρώτη ύλη» της διαδικασίας μετασχηματισμού της σε ΘΕΣΗ, στην ανάδειξη του σοσιαλιστικού οράματος σε προσδοκία των λαϊκών μαζών. Στην οργή που προκαλεί η επίθεση στα βασικά τους δικαιώματα, στο ίδιο το δικαίωμά τους στην ζωή· στις αναζητήσεις που ενεργοποιεί η διαπίστωση ότι δεν έχουν να περιμένουν τίποτε καλό από αυτό το σύστημα.
Η βάση για τη συγκρότηση της εργατικής τάξης βρίσκεται στην ανειρήνευτη αντίθεσή της με το κεφάλαιο και την αστική τάξη· στο πεδίο της καθημερινής της σύγκρουσης με τους όρους και τις συνθήκες λειτουργίας του καπιταλιστικού συστήματος· στο πεδίο της αντίστασης και των αγώνων που αναπτύσσει απέναντι στην επίθεση του κεφαλαίου.
Σ’ αυτό το ίδιο πεδίο είναι που -κατά κύριο λόγο- θα ανασυσταθεί-ανασυγκροτηθεί το εργατικό, επαναστατικό, κομμουνιστικό κίνημα σαν επαναστατική δύναμη: στο πεδίο της αναμέτρησης με τον καπιταλισμό και τον ιμπεριαλισμό· της ανάπτυξης των σχέσεων και των δεσμών του με την εργατική τάξη και το λαό, μέσα σε πλαίσια και με όρους πάλης.
Σ’ αυτό το πεδίο θα αναδειχτούν οι πρωτοπόροι αγωνιστές, οι κομμουνιστές που έχει ανάγκη η εποχή μας. Αυτοί που θα συγκροτήσουν την επαναστατική, κομμουνιστική πρωτοπορία της εποχής μας, την ατσαλωμένη μέσα στη φωτιά της ταξικής πάλης, βρίσκονται ανάμεσα στους εργάτες που θα πρωτοστατήσουν στους απεργιακούς αγώνες που έρχονται· στους νεολαίους που θα ματώσουν στους δρόμους· στους φτωχούς αγρότες που μπαίνουν στο δρόμο του αγώνα.
Είναι όλοι εκείνοι που ίσως και να μην γνωρίζουν ακόμα το ρόλο που τους μέλλεται να αναλάβουν. Όμως, υπάρχουν, βρίσκονται εκεί έξω και θα αναδείχνονται ολοένα και περισσότεροι, ολοένα και πιο αποφασισμένοι, ολοένα και πιο συνειδητοποιημένοι για το πώς και προς τα πού πρέπει να πορευτούν.
Σ’ αυτήν την κατεύθυνση κινούμαστε. Αυτός είναι ο ρόλος των δυνάμεων που αναφέρονται στον κομμουνισμό, στο μαρξισμό-λενινισμό, που θέλουν να υπηρετήσουν την υπόθεση της εργατικής τάξης και συνολικά των λαών. Είναι -πρώτα και πάνω απ’ όλα- να αγωνιστούν με όλες τους τις δυνάμεις για την προώθηση αυτών των στόχων, για την εκπλήρωση αυτών των επιδιώξεων, για τη διαμόρφωση αυτών των όρων.
Μόνο σε μια τέτοια βάση θα μπορέσουν να αποτελέσουν τον κρίκο σύνδεσης των παραδόσεων, των αρχών, των απόψεων και αντιλήψεων του κομμουνιστικού κινήματος με αυτό που γεννιέται μαχόμενο στους δρόμους της ταξικής πάλης.
Και μόνο σε μια τέτοια βάση θα μπορέσουν να υψωθούν και οι ίδιες στο επίπεδο των σημερινών απαιτήσεων. Και είναι αυτό που θα προσδιορίσει και τη δική τους θέση και ρόλο σ’ αυτό που κυοφορεί η αναπτυσσόμενη ταξική πάλη.
Όσο μας αφορά, σ’ αυτές τις κατευθύνσεις κινούμαστε, με βάση αυτές διαμορφώνουμε την πολιτική μας γραμμή και προσανατολισμούς μας, σ’ αυτές εντάσσουμε τις πολιτικές και τακτικές μας επιλογές, τις συμμαχίες και συνεργασίες, όπως αυτή της Λαϊκής Αντίστασης-ΑΑΣ, με βάση αυτές προσδιορίζουμε τους φίλους και τους εχθρούς του λαού.
Με πλήρη την επίγνωση ότι καμιά κατεύθυνση, καμιά απόφαση, καμιά πολιτική γραμμή δεν μπορεί να πάρει πραγματική υπόσταση και «υλική» πολιτική ισχύ, αν δεν δοκιμαστεί στην αναμέτρησή της με τις δυνάμεις του συστήματος· αν δεν επαληθεύσει τις δυνατότητες της να εξοπλίζει τις λαϊκές μάζες στον αγώνα που διεξάγουν· αν δεν εμβαπτιστεί στις διαθέσεις αντιλήψεις και δυνατότητες των λαϊκών μαζών και δεν «τροποποιηθεί» απ’ αυτές·αν δεν προικιστεί με την εκρηκτική δύναμη που μόνο η κίνηση των μαζών μπορεί να της προσδώσει
Αυτός είναι ο ρόλος, αυτή και η ευθύνη μας. Και θα ήθελα να προσθέσω κάτι σε σχέση μ’ αυτό το τελευταίο:
Πολλές φορές, όλοι μας αποδίδουμε στους ρεβιζιονιστές, ρεφορμιστές και κάθε είδους οπορτουνιστές την ευθύνη για την άσχημη κατάσταση στην οποία βρίσκεται το κίνημα. Και το ότι όλοι αυτοί έχουν τις ευθύνες τους είναι αναμφισβήτητο. Άλλο τόσο -και όπως ήδη αναφέρθηκε- «αναμφισβήτητη» είναι και η αναγκαιότητα ενός διαρκούς και αδιάλλακτου ιδεολογικού-πολιτικού μετώπου απέναντι στη ρεφορμιστική σαβούρα. Ωστόσο, οφείλουμε να έχουμε ξεκαθαρισμένο ότι άλλου είδους και χαρακτήρα είναι οι ευθύνες αυτών και άλλες οι δικές μας.
Ρεβιζιονιστές, ρεφορμιστές, οπορτουνιστές υπήρχαν, υπάρχουν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν. Και δεν μπορούμε να περιμένουμε τίποτε άλλο απ’ αυτούς, πέρα από το να λειτουργήσουν, κινηθούν και δράσουν ρεβιζιονιστικά, ρεφορμιστικά, οπορτουνιστικά. Η ευθύνη των απαντήσεων στα προβλήματα που έχουν τεθεί στο κίνημα, η ευθύνη για την ανταπόκριση στις απαιτήσεις της ταξικής πάλης, η ευθύνη για την αντιμετώπιση των συνεπειών της ήττας και το πέρασμα του κινήματος σε μια άλλη φάση, ανήκει μόνο σ’ αυτούς που θέλουν να την αναλάβουν. Στους κομμουνιστές του σήμερα και του αύριο. Είναι σίγουρα ένας δρόμος μακρύς και δύσκολος. Αλλά, αν ήταν εύκολος, σε τι θα χρειαζόμασταν;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου