Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Σάββατο 10 Μαρτίου 2018

Το ζήτημα του χρέους και το χρέος του κινήματος. Το πραγματικό αντικείμενο της συζήτησης


του Βασίλη Σαμαρά
Δημοσιεύτηκε στην Προλεταριακή Σημαία φυλ. 644 στις 26/06/2010
  
Το τελευταίο διάστημα έχει ανοίξει μια συζήτηση γύρω από το ζήτημα του χρέους και το πώς αντιμετωπίζεται. Στο πλαίσιο της ίδιας συζήτησης διαμορφώνεται, προβάλλεται και προωθείται μια συγκεκριμένη πολιτική γραμμή αντιμετώπισης του ζητήματος. Αυτό που φάνηκε ως αφετηρία και παράγοντας ώθησης μιας τέτοιας συζήτησης και κατεύθυνσης ήταν οι τοποθετήσεις και απόψεις αυτών που προβλήθηκαν ως «αριστεροί οικονομολόγοι». Η εκτίμησή μας είναι διαφορετική. Θεωρούμε πως κινούσα δύναμη ήταν η πολιτική λογική που ανέκαθεν χαρακτήριζε ορισμένες πολιτικές δυνάμεις. Αυτή ήταν που αναζήτησε τη στήριξη ορισμένων πολιτικών απόψεων και προτάσεων στις αναλύσεις των «αριστερών οικονομολόγων» και όχι αντίστροφα. Από την άποψη αυτή, το πραγματικό ζήτημα που τίθεται είναι ακριβώς αυτό. Το ζήτημα της πολιτικής γραμμής. Το αν η πολιτική γραμμή που διαμορφώνεται με βάση αυτές τις αντιλήψεις μπορεί να απαντήσει στο πρόβλημα του κινήματος, κι αν όχι, με ποια πολιτική γραμμή μπορεί και πρέπει να κινηθεί. Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι.

Σαν «σημαία» της πρότασης -που για μας δεν είναι παρά η σημερινή παραλλαγή παλαιότερων- προβάλλεται το ζήτημα του δημόσιου χρέους και ειδικότερα αυτό που αφορά τις οφειλές προς τα «έξω». Σε σχέση με τα όσα αναφέρονται για τη σημασία και το ρόλο που έχει (το χρέος), πώς δημιουργήθηκε, πώς λειτουργεί κ.λπ. δεν θα πούμε τίποτε εδώ. Με τα περισσότερα απ' όσα αναφέρονται συμφωνούμε. Αλλωστε, εδώ και πολλά χρόνια έχουμε τοποθετηθεί συγκεκριμένα και αναλυτικά σε όλα αυτά τα ζητήματα. Μάλιστα, ειδικότερα για το ζήτημα της ΟΝΕ και του ευρώ είχαμε αντιμετωπίσει έως και τις ειρωνείες όλων αυτών που σήμερα ξεσπαθώνουν ενάντιά τους. Ασε πια για το ζήτημα της εξάρτησης.
Αν χρειάζονται εδώ κάποιες διευκρινίσεις, αφορούν το ζήτημα του χρέους. Οχι από άποψη ουσίας, μιας και οι απόψεις μας έχουν διατυπωθεί εδώ και καιρό, αλλά κυρίως απέναντι σε έναν δημαγωγικό τρόπο αντιμετώπισής τους.
Μα καλά, είστε ενάντια στη διαγραφή του χρέους, έχετε δηλαδή την άποψη πως πρέπει να συνεχίσουμε να πληρώνουμε, τάχα «απορούν» κάποιοι κ.λπ. κ.λπ. Το όλο σκηνικό θυμίζει κάποια ανάλογα παλιότερα. Οπως εκείνο με το «φέρτε πίσω τα κλεμμένα». (Αλήθεια, το θυμούνται αυτοί που το πρόβαλαν με τόσο πάθος;) Το «να πληρώσει το κεφάλαιο». «Να φορολογηθεί το κεφάλαιο» κ.λπ. Αξιοσημείωτο μάλιστα ότι έχουν βρει το ακριβές ποσοστό φορολόγησης (45%) στο οποίο συμπίπτουν από δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς μέχρι το… ΚΚΕ. Και τι να απαντήσει κανείς σε τέτοιες «απορίες» του αέρος. Και τότε όπως και τώρα το ζήτημα ήταν και παραμένει: στη βάση ποιας πολιτικής γραμμής αντιμετωπίζεται το πρόβλημα.
Ως προς το ζήτημα του χρέους, απλώς να θυμίσουμε συνοπτικά την άποψή μας. Δεν αναγνωρίζουμε κανένα «χρέος». Αντίθετα υποστηρίζουμε ότι: Δεν είναι η εργατική τάξη που χρωστάει στο κεφάλαιο, αλλά το αντίθετο. Δεν χρωστάει τίποτα η χώρα μας στους ιμπεριαλιστές της ΕΕ, αλλά το ανάποδο. Δεν χρωστάνε οι φτωχές χώρες στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, αλλά το αντίστροφο. Αυτά αποτελούν τη βάση όχι μόνο της θεώρησής μας αλλά και των πολιτικών κατευθύνσεων που διαμορφώνουμε. Εχουμε ταυτόχρονα, ωστόσο, πλήρη επίγνωση ότι αποτελεί εντελώς άλλο ζήτημα το πώς η γενική θεώρηση των πραγμάτων μετασχηματίζεται σε πολιτική γραμμή και στόχους πάλης.
Η «εξωτερική» ώθηση εσωτερικών μορφοποιήσεων
Εχει μια ορισμένη σημασία να αποσαφηνίσουμε ότι, κατά την εκτίμησή μας, μια βασική ώθηση για το ξαναζέσταμα τέτοιων απόψεων και πολιτικών προτάσεων ήρθε «απ' έξω». Ηδη πριν και κυρίως μετά το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, έχει ανοίξει σε παγκόσμια κλίμακα μια συζήτηση από οικονομολόγους, πολιτικούς αναλυτές και παράγοντες του συστήματος με αντικείμενο την αντιμετώπισή της. Ακόμη πιο έντονα άρχισαν να τίθενται τα ζητήματα όταν τα μέτρα που πάρθηκαν (και που βασικά στόχευαν στη διάσωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος) όχι μόνο δεν έδωσαν απάντηση αλλά αναπαρήγαγαν το πρόβλημα και μάλιστα σε διαστάσεις επικίνδυνες συνολικά για το σύστημα.
Ενισχύθηκαν, έτσι, οι απόψεις και οι τάσεις που ζητούν πρόσθετα μέτρα, προτάσεις και κινήσεις που αφορούν: Την προώθηση πολιτικών στήριξης της πραγματικής οικονομίας και της ζήτησης. Αναπροσαρμογές στις διεθνείς συναλλαγές, ανταλλαγές και προστασία τους από τον… «προστατευτισμό»! Επαναρύθμιση των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Έλεγχο του χρηματοπιστωτικού συστήματος (βλέπε και μέτρα Ομπάμα, Μέρκελ, παρεμβάσεις της ΕΚΤ κ.λπ.).
Ειδικότερα σε σχέση με το ζήτημα του (παγκόσμιου) χρέους, όλο και περισσότεροι αναλυτές αλλά και πολιτικοί παράγοντες αρχίζουν να το θεωρούν σαν μια θηλιά στο λαιμό του συστήματος που εμποδίζει τη λειτουργία, ανάπτυξη και αναπαραγωγή του. Εμφανίζονται, έτσι, ενισχυμένες οι τάσεις εκείνες που ζητούν όχι μόνο αναπροσαρμογές αλλά έως και διαγραφή του χρέους ως όρο για να 'ρθει η οικονομική λειτουργία στα ίσα της. Βεβαίως το πρόβλημα, κατά την άποψή μας, δεν είναι απλά και μόνο οικονομικό, αλλά πολιτικό στην κύρια πλευρά του και είναι σ' αυτό το πεδίο που θα κριθεί τελικά και η τύχη αυτών των προτάσεων.
Αυτά είναι που δημιουργούν εκείνο το κλίμα που ενεργοποιεί για άλλη μια φορά τα αντανακλαστικά και τις διαθέσεις συγκεκριμένων τάσεων, δυνάμεων και παραγόντων και στη χώρα μας. Δυνάμεων που εξακολουθητικά, αμετακίνητα και αμετανόητα αναζητούν συνταγές ταχύρρυθμης ανάπτυξης και πολιτικές προτάσεις που θα τους επιτρέψουν να «κόψουν δρόμο» προς το πολιτικό προσκήνιο.
Μια τέτοια πρόταση εκτίθεται, και μάλιστα με αρκετή σαφήνεια, σε κείμενο του -εκ των «αριστερών οικονομολόγων»- Δημήτρη Καζάκη. Την επιλέγουμε επειδή θεωρούμε ότι εμπεριέχει όλα τα βασικά πολιτικά στοιχεία όλων των παραλλαγών στις οποίες καταλήγουν οι διάφορες πολιτικές δυνάμεις με βάση τις ιδιαίτερες αντιλήψεις και κυρίως τις «ανάγκες» της καθεμιάς.
Τι λέει αυτή η πρόταση σε χοντρές γραμμές. (Στη συνέχεια θα αναφερθούμε περισσότερο). Αρνηση πληρωμής του εξωτερικού χρέους, στην οποία άρνηση αφήνει και κάποια παράθυρα. Ρύθμιση του εσωτερικού. Εξοδος από ΟΝΕ, αλλά όχι από ΕΕ. Εθνικοποίηση τραπεζών και επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας. Συνέχιση δανεισμού από το εξωτερικό, αλλά στη βάση μόνο επενδυτικών αναγκών εθνικής σημασίας. Κατάργηση της συμφωνίας με ΕΕ και ΔΝΤ. Χάραξη εθνικής αναπτυξιακής πολιτικής. Αναδιανομή εισοδημάτων υπέρ των εργαζομένων κ.λπ. κ.λπ.
Μια τέτοια πρόταση και ανεξάρτητα από το πώς την αξιολογεί κανείς είναι σαφές ότι κινείται εντός των πλαισίων του συστήματος και μάλιστα εντός της ΕΕ. Πέραν αυτού, υπάρχει ένα ακόμη κρίσιμο ζήτημα. Αν δεν μιλάμε για το… μέλλον αλλά για προτάσεις που θέλουν να δώσουν απαντήσεις άμεσου χαρακτήρα (και ακριβώς σαν τέτοια προβάλλει αυτή η πρόταση), ποια είναι η κυβέρνηση που θα υλοποιήσει αυτά τα πλάνα; Και επειδή είναι προφανές ότι δεν μπορεί να συγκροτείται από τις δυνάμεις της… εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, επειδή δεν αρκεί ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ και επειδή ο λογαριασμός δεν βγαίνει ακόμα κι αν ρίξει το δικό του βάρος το ΚΚΕ (αν υποθέσουμε ότι θα αποδεχτεί μια τέτοια πρόταση), τότε σε ποιες πολιτικές δυνάμεις προσβλέπουν; Ο Αλαβάνος, λ.χ., δεν έχει ενδοιασμούς και το θέτει ευθέως. Στη δική του πρόταση περιλαμβάνει και δυνάμεις «της Αριστεράς» του ΠΑΣΟΚ. Εκείνοι που «διαφωνούν» με τον Αλαβάνο πού προσβλέπουν;
Αδυνατώντας και κυρίως μη θέλοντας να δώσουν μια ευθεία απάντηση όσοι κινούνται στον αστερισμό τέτοιων αντιλήψεων και προτάσεων καταφεύγουν ως συνήθως σε τεχνάσματα.
Αρχίζουν έτσι οι διορθώσεις, τροποποιήσεις, «διευκρινίσεις», η επένδυση με διάφορα επαναστατικά, η επιστράτευση από τον Μαρξ μέχρι τον… Φ. Κάστρο και όλα με μια επιχειρηματολογία που απαντάει σε οτιδήποτε μπορεί να φανταστεί κανείς αλλά όχι στο ζητούμενο. Η ουσία του πράγματος ωστόσο δεν αλλάζει και το πρόβλημα παραμένει στο ακέραιο. Αυτό που τίθεται προς συζήτηση είναι πρώτα και πάνω απ' όλα το ζήτημα της πολιτικής γραμμής και όχι τα συνοδευτικά της. Οπως και να 'χει, εμείς θα δώσουμε τις απαντήσεις μας τόσο σ' αυτό όσο και στα άλλα. Ας δούμε λοιπόν τι λέει το κείμενο του ΔΚ που τιτλοφορείται «Διευκρινιστικές απαντήσεις για την αναδιάρθρωση του χρέους».
Η πολιτική πρόταση διά χειρός Δημήτρη Καζάκη

«Η μονομερής άρση πληρωμής του χρέους είναι σίγουρο ότι δεν μπορεί να συμβεί εντός ΟΝΕ».
«Μια οικονομία που θέλει να ορθοποδήσει ειδικά μετά από μια τέτοια ενέργεια… έχει ανάγκη το εθνικό της νόμισμα».
«Αυτό συνεπάγεται αυτόματη έξοδο και από την ΕΕ; Οχι απαραίτητα»
«Το σίγουρο είναι ότι από τη στιγμή που η Ελλάδα αποφασίσει να προχωρήσει σε μονομερή άρνηση πληρωμής του χρέους και αποχωρήσει από τη ζώνη του ευρώ, τότε θα δούμε πρωτοφανείς εξελίξεις σ' όλες τις χώρες της ΕΕ». Κι έτσι και κάνει και κατά τον κομμουνισμό, εκεί να δεις!
«Η εθνικοποίηση των βασικών τραπεζών με πρώτη και κύρια την Τράπεζα της Ελλάδος μπορεί να γίνει χωρίς το κράτος να πληρώσει τίποτε (…) Στο βαθμό που οι τράπεζες δεν έχουν να πληρώσουν, το κράτος κάλλιστα μπορεί να προχωρήσει σε μετοχοποίηση των οφειλών τους, παίρνοντας το ”πακέτο των μετοχών” αυτών των τραπεζών στα χέρια του». Όπως βλέπετε, υπάρχουν προβλέψεις για όλα.
«Με την εθνικοποίηση των βασικών τραπεζών και της Τραπέζης της Ελλάδος όλες οι τράπεζες που λειτουργούν στην Ελλάδα θα αναγκαστούν να προσαρμοστούν σε νέους κανόνες χρηματοπιστωτικής πολιτικής (…) Θα αναγκαστούν να διοχετεύσουν ρευστότητα σε επιχειρήσεις (κυρίως μικρομεσαίες) και νοικοκυριά με όρους κάθε άλλο παρά σαράφικους σε περιβάλλον πλήρους διαφάνειας που δεν επιτρέπει κερδοσκοπίες και φούσκες». Οχι παίζουμε! Οσο για κάποιες ιδιωτικές τράπεζες που δεν θα αντέξουν στο νέο περιβάλλον, «το μόνο που μπορεί και πρέπει να κάνει το κράτος είναι αφενός να θεσπίσει ρήτρες ελέγχου και ποινές που θα αποτρέπουν τη δόλια πτώχευση και αφετέρου να εγγυηθεί σε κάθε περίπτωση τις λαϊκές καταθέσεις που βρίσκονται στα χέρια αυτών των τραπεζών». Ε, άμα θέσει και ρήτρες, τότε εντάξει.
Μια τέτοια εξέλιξη θα επιτρέψει, κατά τον ΔΚ, τη ρύθμιση χρεών εσωτερικού χαρακτήρα και, όσον αφορά την «αποπληρωμή των δανείων του εξωτερικού, θα εκτιμηθεί κατά περίπτωση…». Λογικά πράγματα, μην το παρακάνουμε κιόλας!
«Γενικά μια οικονομία σε παραγωγική ανάπτυξη δεν έχει ανάγκη εξωτερικού δανεισμού, η εσωτερική τραπεζική αγορά στο βαθμό που λειτουργεί αναπτυξιακά μπορεί κάλλιστα να ικανοποιήσει τις δανειακές ανάγκες επιχειρήσεων και κράτους». Θα πείτε τώρα, πότε κιόλας προφτάσαμε να φτάσουμε σε τέτοια επίπεδα παραγωγικής ανάπτυξης; Μωρέ, δώσε μου εμένα μολύβι και χαρτί και φτάνω και σ' αυτά κι ακόμα παραπέρα. Μόνο που, ως φαίνεται, αυτές οι δανειακές ανάγκες δεν καλύπτονται και τόσο -κατά τον ΔΚ πάντα- από την εσωτερική αγορά. Εχει όμως και γι' αυτό απαντήσεις. «Μόνο όταν πρόκειται για πολύ μεγάλα επενδυτικά σχέδια είναι πιθανό να χρειαστούν δανειακά κεφάλαια από το εξωτερικό. Σ' αυτήν την περίπτωση το κράτος μπορεί ν' απευθυνθεί στη διεθνή αγορά για χρηματοδότηση του συγκεκριμένου επενδυτικού σχεδίου είτε μέσα από διακρατικές συμφωνίες είτε μέσα από συμπράξεις με πολυεθνικές που θα εξασφαλίζουν και τη μεταφορά της τεχνογνωσίας της χώρας είτε με απευθείας χρηματοδότηση από διεθνείς τράπεζες χωρίς τη διαμεσολάβηση της αγοράς ομολόγων κ.ο.κ. Τρόποι υπάρχουν πολλοί. Το βασικό είναι η σωστή μελέτη και εφαρμογή του επενδυτικού σχεδίου ώστε η υλοποίησή του να εξασφαλίσει και την αποπληρωμή των δανειακών». Αν μάλιστα αυτή η μελέτη και εφαρμογή ανατεθεί σε σωστούς οικονομολόγους και δη αριστερούς, τότε έχουμε εξασφαλιστεί πλήρως.
Παρακάτω ο ΔΚ προχωράει περισσότερο. «Κανείς απ' τους ”μεγάλους” δεν θα ρισκάρει οικονομικό πόλεμο ή αποκλεισμό της χώρας». Τώρα πούθε αντλεί αυτή τη σιγουριά, ας το αφήσουμε. Εχει όμως και την απάντηση. «Ιδίως αν η χώρα εξετάσει άμεσα τη δυνατότητα στρατηγικών συμμαχιών στο επίπεδο της οικονομίας αλλά και της στρατιωτικο-πολιτικής συνεργασίας με τις χώρες της περιοχής, με τη Ρωσία, την Κίνα κ.ο.κ.». Και άλλες αγαθοεργές δυνάμεις, θα μπορούσαμε να προσθέσουμε από τη μεριά μας.
Αυτό που έχουμε εδώ, όπως κιόλας αναφέρθηκε, δεν είναι τίποτε άλλο από μια πολιτική πρόταση που κινείται εντός των πλαισίων του συστήματος και εντός ΕΕ. Αν αυτό είναι προφανές, άλλο τόσο προφανές είναι το πρόβλημα που δημιουργείται για τους φορείς τέτοιων απόψεων και ειδικότερα για τις πολιτικές οργανώσεις που απευθύνονται σ' έναν συγκεκριμένο κόσμο. Από γενική άποψη, σ' αυτόν τον κόσμο ενυπάρχουν τάσεις διαφορετικών αποκλίσεων. Υπάρχει ένας κόσμος που τείνει στην αναζήτηση άμεσων και υποτίθεται εφικτών και ρεαλιστικών λύσεων και που ηχούν ευχάριστα στ' αφτιά του τέτοιες προτάσεις που «κόβουν δρόμο». Από την άλλη μεριά, ωστόσο, υπάρχει κι ένας άλλος κόσμος που ψάχνει πιο ριζοσπαστικές ή και επαναστατικές απαντήσεις. Αν λοιπόν αυτή η πρόταση, ως αυτή καθαυτή, καλύπτει την πρώτη τάση, χρειάζεται και την κατάλληλη επένδυση ώστε να γίνει αποδεκτή και από τη δεύτερη. Δύο σε ένα λοιπόν και «ό,τι κάτσει» ανάλογα με τον κάθε φορά αποδέκτη.
Αντιφάσεις, συγχύσεις και αυταπάτες
Λέει, λ.χ., ο ΔΚ: «Καταρχάς η άρνηση πληρωμής του χρέους δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη μαχητική υποστήριξη του λαού (…) Φανταστείτε μια κυβέρνηση που θα βγει και, αντί να ανακοινώσει περικοπές σε μισθούς, συντάξεις κ.λπ., να πει ότι αρνείται να πληρώσει τους ξένους δανειστές…» Μωρέ, εμείς μπορούμε να φανταστούμε τι θα γίνει σε μια τέτοια περίπτωση, αλλά αυτή την κυβέρνηση δεν μπορούμε να φανταστούμε. Είναι προφανές ότι ο ΔΚ έχει μεγαλύτερη φαντασία από εμάς. Γι' αυτό όχι μόνο φαντάζεται μια τέτοια κυβέρνηση, αλλά τη βλέπει κιόλας να «στέλνει στο διάολο τον ”μηχανισμό στήριξης” της ΕΕ και του ΔΝΤ (…) μια κυβέρνηση που θα ξεσηκώσει το λαό (…) μια κυβέρνηση που δεν θα κοροϊδεύει τον κόσμο (…) μια κυβέρνηση που θα γκρεμίσει τα στεγανά του κράτους και θα ανοίξει τις πόρτες της εξουσίας σε κάθε πολίτη, σε ολόκληρο το λαό». Το ότι βάζει το κάρο πριν από τα βόδια (την κυβέρνηση που «ανοίγει δρόμους» στο λαό) πιθανόν και να το αντιλαμβάνεται. Οπωσδήποτε αυτό δεν θεραπεύεται με την αναφορά ότι «Σ' αυτήν ακριβώς τη δύναμη και την αποφασιστικότητα του ίδιου του λαού στηρίζεται η πρόταση για άρνηση της πληρωμής του χρέους». Αντίθετα, τόσο αυτή όσο και οι πατριωτικές σάλτσες που ακολουθούν μάλλον υπογραμμίζουν τη σύγχυσή του (και αυτή είναι η επιεικής εκδοχή).
Το στοιχείο της σύγχυσης υπογραμμίζεται και από την αντιφατικότητα των αναφορών του και σε ορισμένα κρίσιμα ζητήματα. Γράφει, λ.χ., «θα έχει κόστος μια τέτοια πορεία; Φυσικά θα έχει. Ομως μιλάμε για άλλου είδους κόστος, άλλου είδους δυσκολίες. Είναι άλλης τάξης ζήτημα οι δυσκολίες που θα υπάρξουν στην προσπάθεια του λαού να γλιτώσει από την καταστροφή, να κατοχυρώσει τη δουλειά του με όρους σταθερότητας και αξιοπρέπειας (…) και άλλης τάξης ζήτημα οι δυσκολίες και αδιέξοδα που πηγάζουν από μια πολιτική που μετατρέπει τους Ελληνες σε “κούληδες” της ΕΕ και του ΔΝΤ…». Πράγματι, έτσι είναι. Στην περίπτωση που υπάρξει μια κυβέρνηση (όχι βέβαια με τον τρόπο που φαντάζεται ο ΔΚ, αλλά με τον μοναδικό τρόπο που μπορεί να υπάρξει μια τέτοια κυβέρνηση) που ανάμεσα σε άλλα θα «σβήσει» μονοκοντυλιά και τα «χρέη», τότε πράγματι ο λαός και η χώρα θα αντιμετωπίσουν σοβαρά προβλήματα. Μόνο που, όπως και ο ΔΚ αναφέρει, θα 'ναι άλλης τάξης και κυρίως στη βάση μιας άλλης προοπτικής. Αυτό και σαφές και κατανοητό είναι. Εκείνο που είναι «ακατανόητο» είναι πως λίγες μόνο γραμμές προηγούμενα ο ΔΚ κινείται σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση. Γράφει, λ.χ., «ποιος θα τολμήσει να πειράξει μια κυβέρνηση που θα έχει ξεσηκώσει το λαό στη μάχη για την υπεράσπιση της χώρας του, της ίδιας της επιβίωσής του;» Εχει στ' αλήθεια τέτοιες αυταπάτες; Φαίνεται πως έχει, και όχι μόνο. Γιατί λίγο μετά συνεχίζει: «Κανείς σήμερα δεν έχει τη δυνατότητα να την απομονώσει (τη χώρα μας). Κανείς δεν διαθέτει τέτοια δύναμη. Είναι τόσο ρευστή η κατάσταση στην παγκόσμια αγορά και οικονομία, που κανείς από τους “μεγάλους” δεν θα ρισκάρει οικονομικό πόλεμο ή αποκλεισμό της χώρας. Ιδίως αν η χώρα εξετάσει τη δυνατότητα στρατηγικών συμμαχιών…» (με Ρωσία, Κίνα κ.ο.κ., όπως αναφέρεται σε απόσπασμα που ήδη παραθέσαμε). Τελικά θα 'χουμε ή δεν θα 'χουμε σοβαρά προβλήματα σε μια τέτοια εκδοχή των πραγμάτων; Ας αποφασίσει. Τι λέει, πού απευθύνεται, τι προτείνει.
Σε ποιον αιώνα «ανήκουν» οι άμεσες εργατικές διεκδικήσεις
Το ότι η ενίσχυση και ο εξωραϊσμός αυτής της πρότασης με τέτοιου είδους επιχειρήματα δεν είναι αρκετά για να μπορέσει να «περπατήσει» το αντιλαμβάνονται και οι φορείς της. Κύρια αντιλαμβάνονται ότι ο κόσμος στον οποίο απευθύνονται δεν είναι και τόσο διατεθειμένος να την αποδεχτεί ως τέτοια που πραγματικά είναι. Ετσι επιχειρούν διάφορες παρεμβάσεις μέσα και από απαντήσεις σε κριτικές που δέχτηκαν για να τη στηρίξουν. Θεμιτό βεβαίως. Μόνο που τα επιχειρήματά τους δείχνουν πολλές φορές σαν να αφορούν ένα «άλλο» ζήτημα από αυτό που πραγματικά τίθεται.
Κάτι ανάλογο πράττει σε δεύτερο κείμενό του ο ΔΚ, απαντώντας κύρια σε κριτική που ασκήθηκε από μεριάς «Ριζοσπάστη» αλλά και θέτοντας ζητήματα που ούτως ή άλλως αφορούν το θέμα που εδώ μας απασχολεί. Κεντρική θέση στην επιχειρηματολογία του έχει η ανάδειξη της σημασίας, της κρισιμότητας που έχει το ζήτημα του χρέους. (Επιστρατεύει μάλιστα γι' αυτό από τον Μαρξ μέχρι τον Φ. Κάστρο). Ταυτόχρονα διαμαρτύρεται για την ταύτιση που επιχειρείται της άποψης για αναδιαπραγμάτευση του χρέους με εκείνην της πλήρους άρνησής του. Και όσον αφορά το τι λέει ή δεν λέει ο «Ρ», δεν είναι δικό μας θέμα εδώ.
Οσον αφορά τη δική μας άποψη, ήδη αναφερθήκαμε. Θα θέλαμε όμως να σταθούμε λίγο σ' αυτή τη δεύτερη πλευρά που θέτει ο ΔΚ. Αλήθεια, μια πολιτική που θα κινείται εντός των πλαισίων του συστήματος και εντός ΕΕ, που θα «εκτιμήσει» την αναγκαιότητα και το εύρος αποπληρωμής των δανείων εξωτερικού, που θα συνεχίσει να δανείζεται από την «αγορά» και θα συνεργάζεται έως και με πολυεθνικές, πώς νομίζει ότι μπορεί να λειτουργήσει στον πραγματικό κόσμο; Για να μην κοροϊδευόμαστε λοιπόν η -υπαρκτή νοηματικά- διαφορά ανάμεσα στην άποψη αναδιαπραγμάτευσης και διαγραφής του χρέους στην πράξη απλώς θα εξαφανιστεί. Ασε δηλαδή που κάπου του «ξεφεύγει» και η άποψη για «μερική έστω ικανοποίηση του αιτήματος ως εφαλτήριο για νέες μεγαλύτερες κατακτήσεις» κ.λπ. Τώρα, πόσο «μερική» και τι είδους «εφαλτήριο» μπορεί να αποτελέσει κάτι τέτοιο, ας το αφήσουμε.
Βασικό χαρακτηριστικό σ' αυτό το δεύτερο κείμενο ή και ανάλογων τοποθετήσεων από άλλες πλευρές είναι η προσπάθεια να επενδυθεί αυτή η πρόταση με στοιχεία που να μπορούν να την εμφανίζουν σαν έκφραση των απαιτήσεων της λαϊκής πάλης, όργανο προώθησης του κινήματος και σε τελευταία ανάλυση σαν κάτι άλλο από αυτό που πραγματικά είναι. Χρειάζεται λοιπόν να ξεκαθαριστούν και αυτές οι πλευρές και πάντα σε αναφορά με αυτό που παρ' όλα αυτά παραμένει το κυρίως ζήτημα.
Ας ξεκινήσουμε και πάλι παραθέτοντας ορισμένα χαρακτηριστικά αποσπάσματα από το κείμενο του ΔΚ. «Από πότε το εργατικό και λαϊκό κίνημα δεν οφείλει να έχει άμεσες προτάσεις με σκοπό να χαλιναγωγηθεί το κεφάλαιο ακόμα και μέσα στα γενικά πλαίσια του καπιταλισμού; Από πού προκύπτει ότι με τον αγώνα της η εργατική τάξη δεν μπορεί να επιβάλει ακόμα και πάνω στο γενικό έδαφος του καπιταλισμού μέτρα και κανόνες ενάντια στο κεφάλαιο;» «Οσο στενεύει κανείς τον ορίζοντα της πάλης και των αιτημάτων της εργατικής τάξης τόσο την καταδικάζει σε εκδηλώσεις απόγνωσης, γενικής διαμαρτυρίας και σε μάχες για την τιμή των όπλων». «Πώς είναι δυνατόν κλασικά τρεϊντγιουνιονιστικά αιτήματα από τον 19ο αιώνα για μισθούς, εργασία, φορολογία και δαπάνες να θεωρούνται αντιμονοπωλιακή πολιτική;»
Εδώ δεν μπορούμε να αποφύγουμε έναν πρώτο σχολιασμό. Ώστε του 19ου αιώνα οι διεκδικήσεις για μισθούς και εργασία για τον κύριο Καζάκη; Αυτό δείχνει καταρχάς δύο πράγματα. Πρώτον, το πώς αντιλαμβάνεται την πραγματική κατάσταση στον κόσμο. Δεύτερο, το ποια επαφή (δεν) έχει με τα πραγματικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν σήμερα οι εργαζόμενοι. Αν πάμε μάλιστα παρακάτω, θα συναντήσουμε και κάποιο τρίτο. Το πόσο αφορολόγητα μπορεί να λέει και τούτο και το άλλο με βάση τις ανάγκες της στιγμής. «Στόχος ενός λαϊκού εργατικού κινήματος δεν είναι να προβάλει την ανάγκη του σοσιαλισμού ή της επανάστασης, αλλά να απαντά στα πιο άμεσα και ζωτικά προβλήματα του απλού κόσμου από τη σκοπιά των συμφερόντων του, να βελτιώνει τη θέση της εργατικής τάξης και των άλλων εργαζόμενων στρωμάτων». Εμείς θα συμφωνήσουμε μ' αυτά, παρ' όλη την «ανησυχία» μας μπας και διολισθαίνουμε έτσι στον τρεϊντγιουνιονισμό και τον… 19ο αιώνα. Αλλά ας συνεχίσουμε.
«Με ποιον βασικό μοχλό επιχειρείται σήμερα η πρωτοφανής επίθεση στην εργατική τάξη και στον υπόλοιπο λαό; Δεν είναι το δημόσιο χρέος αυτός ο βασικός μοχλός;» Οντως χρησιμοποιείται πλέον ως βασικός μοχλός της επίθεσης. Πάντως, δεν ξέρουμε αν το έχει αντιληφθεί ο ΔΚ, όμως η επίθεση στην εργατική τάξη μετράει ήδη τρεις δεκαετίες και θα συνεχιστεί ούτως ή άλλως με ή χωρίς το μοχλό του χρέους.
«Δεν είναι το δημόσιο χρέος σήμερα που επιτρέπει και στον πιο πολιτικά καθυστερημένο εργάτη να καταλάβει άμεσα και πρακτικά την εκμεταλλευτική φύση του συστήματος αλλά και τον ιμπεριαλιστικά εξαρτημένο χαρακτήρα του;» Ο ΔΚ θα πρέπει να ξέρει ότι ακόμη και ο «πιο πολιτικά καθυστερημένος εργάτης» την εκμεταλλευτική φύση του συστήματος την αντιλαμβάνεται άμεσα, καθημερινά και από την πρώτη στιγμή. Είναι εντελώς άλλο ζήτημα το ποια πολιτική και «πρακτική» στάση υιοθετεί ανάλογα με τις συνθήκες. Οσο για το δεύτερο, δεν γνωρίζουμε τι άποψη είχε επί του θέματος ο ΔΚ, είναι όμως οπωσδήποτε παρήγορο το ότι στο χώρο που κυρίως απευθύνει την πρότασή του θέτει το ζήτημα της εξάρτησης. «Ετσι σπρώχνει αντικειμενικά τις πολύ πλατιές μάζες όχι απλά στην κοινωνική διαμαρτυρία… αλλά στο να αρχίσουν σιγά σιγά να συνειδητοποιούν την ανάγκη ότι χρειάζεται να ξεμπερδέψουν μια και καλή με το ίδιο το σύστημα (…) Αυτό αντιπροσωπεύει το αίτημα της άρνησης πληρωμής του χρέους και της εξόδου από το ευρώ». Αίτημα; Προς ποιον; Πιθανά να πρόκειται απλά για λεκτική παραδρομή. Αν όχι, θα θέλαμε να διευκρινίσουμε ότι η άρνηση δεν μπορεί να είναι αίτημα προς κανέναν. Είναι απλώς άρνηση.
Αναζητώντας «παράπλευρες» στηρίξεις
Στη συνέχεια ο ΔΚ επιστρατεύει τον Μαρξ. «Είδαμε πως οι δημοκράτες θα έρθουν στην εξουσία με το επόμενο κίνημα, πως θα αναγκαστούν να προτείνουν λιγότερο ή περισσότερο σοσιαλιστικά μέτρα (…) Στην αρχή του κινήματος οι εργάτες δεν θα μπορούν ακόμη να προτείνουν απευθείας κομμουνιστικά μέτρα. Ομως μπορούν. Να εξαναγκάσουν τους δημοκράτες να παρέμβουν σε όσο το δυνατόν περισσότερες σφαίρες (…) θα πρέπει να οδηγήσουν τις προτάσεις των δημοκρατών οι οποίοι σε κάθε περίπτωση δεν θα δράσουν με επαναστατικό αλλά με τυπικά ρεφορμιστικό τρόπο στα άκρα…».
Εμείς εδώ δεν θα πούμε τίποτα για το 1850. Εχουμε να πούμε όμως κάτι για το σήμερα. Βλέπει αλήθεια ο ΔΚ κάποιους «δημοκράτες» οι οποίοι θα πάρουν κάποια «σοσιαλιστικά» μέτρα, κι ας κατεβάσουμε τον πήχη κι ας πούμε απλώς δημοκρατικά ρεφορμιστικά και αντινεοφιλελεύθερα μέτρα, ώστε να τους «εξαναγκάσουμε» να προχωρήσουν περισσότερο και πιο αποφασιστικά; «Υποψιαζόμαστε» ότι κάτι βλέπει, αλλά γι' αυτό θα αναφερθούμε παρακάτω.
Συνεχίζοντας ο ΔΚ αναφέρεται στο «Μανιφέστο 2» των Σοβιέτ της Πετρούπολης του 1905 με εμπνευστή του τον Τρότσκι και με το οποίο «προειδοποιούσε το διεθνές κεφάλαιο να μη δώσει άλλα δάνεια στο τσαρικό καθεστώς γιατί η δημοκρατία που θα ανατρέψει τον τσάρο δεν θα αναγνωρίσει τα χρέη του». Εχει στ’ αλήθεια την άποψη ο ΔΚ ότι αυτό που μας χρειάζεται είναι να «προειδοποιήσουμε» το κεφάλαιο και προς τι; Να το «φοβίσουμε» μήπως; Μόνο που το κεφάλαιο δεν έχει κανενός είδους αυταπάτες. Λειτουργεί υπολογίζοντας μόνο τα πραγματικά δεδομένα και τους πραγματικούς συσχετισμούς και δεν δίνει δεκάρα τσακιστή για φανταστικές «προειδοποιήσεις» και «απειλές» του αέρος. Αλλά ας συνεχίσουμε.
«Ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι γνώριζαν πολύ καλά ότι το ζήτημα της εξουσίας για τις μάζες δεν τίθεται αφ’ εαυτού του, από μόνο του ως σύνθημα, αλλά πρώτα και κύρια μέσα από την πάλη για τα αιτήματα εκείνα που έχει αναδείξει η ίδια η εργατική τάξη, για τα αιτήματα δηλαδή που απαντούν άμεσα και πρακτικά από τη σκοπιά των συμφερόντων της στα προβλήματα που έχει μπροστά της η εργατική τάξη με τους όρους που καταλαβαίνει η ίδια η εργατική τάξη και όχι η όποια αυτοανακηρυγμένη «πρωτοπορία» της». Πάρα πολύ σωστά. Το ερώτημα είναι το τι αντιλαμβάνεται ο ίδιος ο ΔΚ όταν μιλάει για αιτήματα που απαντούν άμεσα και πρακτικά στα προβλήματα της εργατικής τάξης. Απτόητος ωστόσο συνεχίζει: «Κι ένα από τα προβλήματα αυτά, από τα πλέον σοβαρά, ήταν η χρεοκοπία του τσαρισμού και η δανειακή του εξάρτηση από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές χώρες. Επρόκειτο για ένα ζήτημα που ουσιαστικά επισκιαζόταν μόνο από τον παγκόσμιο πόλεμο και τις καταστροφικές συνέπειές του». Ναι, βέβαια, υπήρχε βλέπεις και αυτή η λεπτομέρεια. Αλλά το πιο ουσιαστικό βρίσκεται εκεί που θέλει να οδηγήσει το ζήτημα ο ΔΚ με άλλοθί του τον… Λένιν. «Ετσι έθετε το ζήτημα τότε ο Λένιν, με τον ίδιο τρόπο μπαίνει κι από εμάς σήμερα. Η άρνηση της πληρωμής του δημόσιου χρέους απαντάει θετικά από τη σκοπιά της εργατικής τάξης στην ανάγκη να τραβηχτεί η μεγάλη μάζα στον αγώνα για άμεσα δημοκρατικά μέτρα, όπως είναι η έξοδος από το ευρώ, οι εθνικοποιήσεις τραπεζών και βασικών τομέων της οικονομίας, η αναδιανομή πλούτου και εισοδημάτων υπέρ των εργαζόμενων κ.ο.κ., τα οποία κάτω από την επίδραση της ταξικής πάλης μπορούν να ανοίξουν το δρόμο για την επαναστατική ανατροπή. Μόνο έτσι, δηλαδή, μόνο μέσα από άμεσα μεταβατικά ή ενδιάμεσα μέτρα μπορεί να τεθεί θέμα εξουσίας με όρους μαζών, με όρους αληθινής και όχι εικονικής εργατικής τάξης».
Εδώ έχουμε απ' όλα και για όλους. Και άρνηση πληρωμών, και τρόπους τραβήγματος της μεγάλης μάζας στον αγώνα, και άνοιγμα δρόμου για την επαναστατική ανατροπή, και θέμα εξουσίας. Κυρίως όμως έχουμε το «πέρασμα» από τις διεκδικήσεις που αναδεικνύει η ίδια η εργατική τάξη και απαντούν στα άμεσα προβλήματά της (που είναι και κάπως του «19ου αιώνα») στα μεταβατικά και ενδιάμεσα, δηλαδή στην καθαυτή πολιτική πρόταση του ΔΚ και των συν αυτώ.
Δεν θα συνεχίσουμε άλλο με αυτές τις ιστορικές αναφορές τόσο για λόγους οικονομίας αυτού του κειμένου όσο και γιατί νομίζουμε ότι τα βασικά ζητήματα που αφορούν αυτή τη συζήτηση έχουν ήδη τεθεί. Ταυτόχρονα έχουμε μια ορισμένη άποψη για τον τρόπο που αντιμετωπίζονται ορισμένα πράγματα. Ποιο είναι άραγε το αντικείμενο της συζήτησής μας και ποιο το πεδίο στο οποίο κινούμαστε; Είναι μήπως η Ευρώπη του 1850 και το ζήτημα που ετίθετο (όπως ετίθετο) τότε; Είναι η Ρωσία του 1905 ή του 1917, είναι ο κόσμος μετά την κρίση του 1929 ή είναι η κατάσταση στη χώρα μας και συνολικά στον κόσμο το 2010;
Ας εξηγηθούμε λίγο περισσότερο και προς αποφυγή κάθε παρανόησης. Η μελέτη των κλασικών, των έμπειρων της ταξικής πάλης και συνολικά της ιστορίας είναι από τα πιο σημαντικά και αναγκαία πράγματα που οφείλουμε να κάνουμε. Κάτι τέτοιο διευρύνει τον ορίζοντα της σκέψης μας, των γνώσεών μας, ακονίζει το κριτήριό μας. Δεν μας δίνει όμως έτοιμες απαντήσεις σε κανένα ζήτημα και σε καμία απολύτως περίπτωση δεν υποκαθιστά το αντικείμενο που έχουμε να αντιμετωπίσουμε. Ο,τι κι αν κάνουμε, όσες αναδρομές και οπουδήποτε τις επιχειρήσουμε, αυτό θα στέκει εκεί μπροστά μας αμετακίνητο, με τα δικά του δεδομένα και θα ζητάει τις «δικές» του και πρωτότυπες απαντήσεις. Βρισκόμαστε λοιπόν στον κόσμο του 2010 και με τα προβλήματα που αυτός θέτει έχουμε να λογαριαστούμε.
Ποιο ζήτημα τίθεται πραγματικά
Αν λοιπόν αυτό είναι το πεδίο στο οποίο κινούμαστε, εκείνο που χρειάζεται πλέον να ξεκαθαριστεί είναι για ποιο πράγμα συζητάμε. Ποιο το επίμαχο ζήτημα που τίθεται με όλα αυτά. Τίθεται λοιπόν ζήτημα εξουσίας (αντικαπιταλιστικής ανατροπής, σοσιαλισμού, κομμουνισμού κ.λπ.); Λαϊκής εξουσίας είτε στη βάση της λογικής και της πρότασης του ΚΚΕ, λ.χ., είτε οποιασδήποτε άλλης; Μιας άλλης διακυβέρνησης «μέσα από την ανατροπή της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ», όπως το θέτει το ΝΑΡ λ.χ.; Το αν πρέπει «να χαλιναγωγηθεί το κεφάλαιο» ή το πώς αναπτύσσεται το κίνημα στις δυσμενείς συνθήκες; Για το ζήτημα της Αριστεράς και αν μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών και υπό ποιους όρους;
Και το ζήτημα δεν είναι βέβαια αν μπορεί και πρέπει να τα συζητάμε. Και μπορεί και πρέπει και είναι αναγκαίο. Ούτε το αν μπορούν να τίθενται σε βάση διακηρύξεων που αφορούν τους γενικούς στόχους, τις κατευθύνσεις και τους προσανατολισμούς του κινήματος. Το πρόβλημα βρίσκεται στον προσδιορισμό τού ποιο είναι αυτό που τίθεται σαν ζήτημα ημερήσιας διάταξης, σαν πλαίσιο άμεσων στόχων που προσδιορίζουν και τη γραμμή πάλης του κινήματος.
Αν επιμένουμε σ' αυτό το ξεκαθάρισμα είναι γιατί ο τρόπος με τον οποίο τίθενται τα ζητήματα από διάφορες πλευρές μόνο σύγχυση προδίδει (και καλλιεργεί) - και αυτό είναι το λιγότερο. Στο υπόβαθρο αυτής της σύγχυσης -και παρά τις βροντερές αντικαπιταλιστικές, αντισυστημικές και επαναστατικές κορόνες- θεωρούμε πως βρίσκονται οι αυταπάτες που συνεχίζουν να έχουν πολλοί για το χαρακτήρα του συστήματος. Η «ευκολία», δηλαδή ο καιροσκοπισμός με τον οποίο αντιμετωπίζουν τα προβλήματα του κινήματος. Η εμμονή στην αναζήτηση «ταχύρρυθμων λύσεων» χωρίς να μπορούν (επειδή μάλλον δεν θέλουν) να διδαχτούν από τα τόσα μαθήματα που συνεχώς μας δίνει η πραγματικότητα.
Για μας είναι καθαρό ότι η όλη συζήτηση και η «κινητικότητα» του τελευταίου διαστήματος περιστρέφεται γύρω από ένα ζήτημα. Μια πολιτική πρόταση που ανεξάρτητα από το πώς την ενδύει η κάθε πλευρά έχει μια συγκεκριμένη στόχευση, χαρακτήρα και περιεχόμενο. Μια άλλη διακυβέρνηση εντός του δοσμένου πλαισίου, με πτώση της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ κ.λπ. Αναφερθήκαμε ήδη σ' αυτήν. Μόνο που εμφανίζει ορισμένα προβλήματα και ιδιαίτερα σε σχέση με το πώς και πόσο μπορεί να γίνει αποδεκτή σαν τέτοια από τον κόσμο στον οποίο απευθύνονται. Πώς να διαχωριστεί, λ.χ., από άλλες προτάσεις «σωτηρίας της χώρας», όπως του Αλαβάνου, του ΣΥΝ, της «ανανεωτικής πτέρυγας». Εδώ μέχρι κι ο Μητσοτάκης προτείνει κυβέρνηση «εθνικής (αστικής) ενότητας». Ετσι επιστρατεύονται διάφορες απόψεις, θέσεις και επιχειρήματα στήριξης και διαχωρισμού. Ας σταθούμε λίγο σ' αυτά.
Γράφει, λ.χ., ο ΔΚ ότι το κίνημα πρέπει να έχει άμεσες προτάσεις «με σκοπό να χαλιναγωγηθεί το κεφάλαιο». Η διατύπωση μας θυμίζει βέβαια εκείνη την παλιά θέση του ΚΚΕ για τον «περιορισμό της ασυδοσίας των μονοπωλίων», αλλά ας το προσπεράσουμε. Προτιμούμε να σταθούμε στην άποψη ότι «στόχος ενός λαϊκού και εργατικού κινήματος δεν είναι να προβάλει την ανάγκη του σοσιαλισμού ή της επανάστασης, αλλά να απαντά στα άμεσα και ζωτικά προβλήματα του απλού κόσμου…». Ή ακόμη όταν αναφέρεται στην πάλη «για τα αιτήματα εκείνα που έχει αναδείξει η ίδια η εργατική τάξη (…) τα προβλήματα που έχει μπροστά της (…) και με όρους που καταλαβαίνει η ίδια η εργατική τάξη». Θα 'λεγε λοιπόν κανείς ότι με αυτόν ή εκείνο τον τρόπο έχουμε, βρε αδερφέ, εδώ μια πρόταση πάλης για τα άμεσα και ζωτικά προβλήματα του λαού κ.λπ.
Μόνο που είναι ο ίδιος ο ΔΚ που φροντίζει να υπονομεύσει, να αναιρέσει μια τέτοια πρόταση αν υποθέσουμε ότι υπήρξε σαν τέτοια. Οταν αυτές τις άμεσες διεκδικήσεις του εργαζόμενου λαού τις χαρακτηρίζει σαν τρεϊντγιουνιονιστικά αιτήματα και του 19ου αιώνα. Αλήθεια, ποια ζητήματα νομίζει πως τίθενται σήμερα «με όρους που καταλαβαίνει η εργατική τάξη», αν όχι τα προβλήματα του μεροκάματου, των αμοιβών, της σταθερής δουλειάς (δηλαδή του δικαιώματος στη δουλειά), της σύνταξης και γενικότερα της ασφάλειας κ.λπ. κ.λπ.; Ακόμη περισσότερο υπάρχει και η πολιτική διάσταση αναίρεσης μιας τέτοιας κατεύθυνσης. Οταν μας καλεί να «φανταστούμε» μια κυβέρνηση που «θα ξεσηκώσει το λαό», που «θα ανοίξει τις πόρτες της εξουσίας στο λαό» κ.λπ., απλά μας δείχνει το πώς αντιλαμβάνεται τα πράγματα. Επειδή στη δική μας αντίληψη δεν είναι η «κυβέρνηση» (πόθεν προερχόμενη άραγε;) που «θα ξεσηκώσει το λαό», αλλά είναι η πάλη του λαού που θα μπορούσε (όταν, εάν και εφόσον) να οδηγήσει στην ανάδειξη μιας τέτοιας κυβέρνησης. Στην πραγματικότητα, εδώ δεν έχουμε τίποτε άλλο από μια διαφορετική διατύπωση της άποψης για «ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών με κινηματική στήριξη».
Για το ζήτημα της εξουσίας
Για το ζήτημα της εξουσίας. Γράφει, λ.χ., ο ΔΚ: «Ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι γνώριζαν πολύ καλά ότι το ζήτημα της εξουσίας για τις μάζες δεν τίθεται αφ’ εαυτού, από μόνο του ως σύνθημα, αλλά πρώτα και κύρια μέσα από την πάλη για τα αιτήματα…». Εχει και άλλες ανάλογου χαρακτήρα αναφορές, ενώ κάποιοι άλλοι προχωρούν ακόμα περισσότερο και πιο βροντερά. Αναφέραμε και προηγούμενα ότι η άποψη πως τίθεται από τον ΔΚ σ' αυτό το σημείο είναι σωστή. Το ερώτημα είναι άλλο. Θέτει ο ΔΚ ή οποιοσδήποτε άλλος ή νομίζουν πως τίθεται σήμερα ζήτημα εξουσίας, αντικαπιταλιστικής ανατροπής, σοσιαλισμού, κομμουνισμού κ.λπ.; Και δεν εννοούμε βέβαια γενικά θεωρητικά ή σε επίπεδο διακήρυξης προθέσεων και κατευθύνσεων. Αν το θέταμε έτσι, πράγματι η βαρβαρότητα του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος, τα αδιέξοδα που το ίδιο αντιμετωπίζει, οι κίνδυνοι που δημιουργούνται έτσι για την ανθρωπότητα έχουν αναδείξει το δίλημμα σοσιαλισμός ή βαρβαρότητα. Είναι όμως αυτό για το οποίο μιλάμε εδώ; Αυτό στο οποίο έχουμε να απαντήσουμε είναι το αν αυτή η γενική κατεύθυνση τίθεται σαν ζήτημα ημερήσιας διάταξης, σαν πολιτικός στόχος που μπορεί και πρέπει να προωθηθεί άμεσα.
Και εδώ απαιτούνται οι πιο καθαροί λογαριασμοί. Το ζήτημα της εξουσίας δεν είναι από εκείνα που τα θέτεις «ολίγον». Ή τα θέτεις ή δεν τα θέτεις. Αν τίθεται και εφόσον τεθεί τέτοιο ζήτημα, τα πάντα «υποτάσσονται» σ' αυτό. Ολα τα ζητήματα, όλες οι θέσεις, όλες οι κινήσεις παίρνουν τη σημασία τους σε αναφορά με τις αναγκαιότητες που θέτει η προώθηση ενός τέτοιου στόχου. Εάν λοιπόν και εφόσον τίθεται από τον οποιονδήποτε ένα τέτοιο ζήτημα, το πρώτο που έχει να κάνει είναι να το ξεκαθαρίσει. Ετσι ώστε η όλη συζήτηση να επικεντρωθεί και να περιστραφεί γύρω από αυτό το ζήτημα. Ποιο νόημα έχει δηλαδή να συζητάμε για τούτο και για κείνο αν έχουμε να απαντήσουμε σε ένα ζήτημα που η σημασία και κρισιμότητά του υπερβαίνει και θέτει σε δεύτερη μοίρα όλα τα άλλα;
Φαίνεται όμως πως «έχει». Γράφει, λ.χ., ο ΔΚ: «Μόνο έτσι, δηλαδή μόνο μέσα από άμεσα μεταβατικά ή ενδιάμεσα μέτρα μπορεί να τεθεί θέμα εξουσίας με όρους μαζών, με όρους αληθινής και όχι εικονικής εργατικής τάξης». Ανάλογου τύπου διατυπώσεις και προσεγγίσεις του ζητήματος μπορούμε να συναντήσουμε σε θέσεις άλλων. Για να σταθούμε σ' αυτό που παραθέσαμε. Φαινομενικά ο στόχος είναι η εξουσία και τα ενδιάμεσα μέτρα το μέσον. Στην πραγματικότητα και με βάση το σύνολο των τοποθετήσεων (και όχι μόνο του ΔΚ) και των πολιτικών αντιλήψεων που αποπνέουν, έχουμε το ακριβώς αντίθετο. Την προώθηση αυτής που χαρακτηρίζεται σαν «μεταβατική» λύση, ενώ οι αναφορές σε ζητήματα εξουσίας κ.ά. χρησιμεύουν ως παράπλευρη στήριξη της συγκεκριμένης πολιτικής πρότασης.
Μια πρόταση αποπροσανατολιστική-καιροσκοπική
Ας έρθουμε λοιπόν σ' αυτήν που άλλωστε είναι και εκείνη που πραγματικά προωθείται από διάφορες πλευρές. Το όλο θέμα πάνε να το εμφανίσουν σαν κάποιοι να θέλουν μια κυβέρνηση η οποία θα αρνηθεί το χρέος και θα βγει από την ΟΝΕ. Θα εθνικοποιήσει τις τράπεζες και τους τομείς εθνικής σημασίας. Θα ακολουθήσει εθνική αναπτυξιακή πολιτική. Θα προχωρήσει σε αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των φτωχότερων στρωμάτων. Θα κατοχυρώσει το δικαίωμα στη δουλειά και την ασφάλιση για όλους. Θα ανοίξει τις πόρτες της εξουσίας για το λαό και τον εργατικό έλεγχο. Και κάποιοι άλλοι δεν το θέλουν αυτό αλλά θέλουν οι αθεόφοβοι να μείνουν τα πράγματα ως έχουν. Το «δίλημμα» είναι απλώς ψεύτικο και καθόλου αθώο. Τέτοιου είδους κυβέρνηση ούτε υπάρχει ούτε μπορεί να υπάρξει με βάση τις δοσμένες συνθήκες, τους πραγματικούς συσχετισμούς, την -επιεικώς- ανεπάρκεια της Αριστεράς. Αυτό δεν είναι κάτι που διαφεύγει της αντίληψης όσων προωθούν μια τέτοια πρόταση.
Ετσι έχουμε μια ακόμη γραμμή «άμυνας» και υπεράσπισής της. Το ζήτημα (η πρόταση) τίθεται, λέει, σε σύνδεση με τη δυναμική των εξελίξεων, την πάλη του λαού που θα πιέσει, θα διαμορφώσει όρους, θα εξαναγκάσει κ.λπ. Ο Π. Παπακωνσταντίνου μάλιστα προχωράει ακόμη περισσότερο. Διαβάζουμε λοιπόν στο «ΠΡΙΝ» στις 13/06/10: «Ποτέ άλλοτε μετά το 1941 το ταξικό πρόβλημα αυτής της κοινωνίας δεν ταυτίζεται τόσο με το εθνικό πρόβλημα αυτής της χώρας. Όπως τότε έτσι και τώρα η αστική τάξη εμφανίζεται ανίκανη να δώσει οποιαδήποτε προοπτική».
Να επισημάνουμε για άλλη μια φορά ότι αυτό που είναι ξεκάθαρο είναι πως αυτή την πρόταση δεν την τοποθετούν στο… μέλλον, αλλά σαν άμεση απάντηση στο πρόβλημα του λαού και της χώρας και μέσα στο τρέχον πολιτικό διάστημα. Τι άλλο σημαίνει δηλαδή η θέση για πτώση της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ και μια σειρά ανάλογου χαρακτήρα και στόχευσης θέσεις; Αλλά ας το προσπεράσουμε κι αυτό κι ας πάμε στο άλλο. Αν λοιπόν η αστική τάξη δεν είναι ικανή να δώσει προοπτική, είναι άραγε η Αριστερά που διαθέτουμε; Το μόνο που θα πούμε εδώ είναι ότι τα χτυπήματα ενάντια στην εργατική τάξη και συνολικά το λαό δίνονται απανωτά και με όλο και μεγαλύτερη ένταση εδώ και κάποιες δεκαετίες. Απέναντι σ' αυτά, οι δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά εμφανίστηκαν όχι μόνο ανεπαρκείς στο να δώσουν τις αναγκαίες απαντήσεις, αλλά και σταθερά αρνούμενες να αναλάβουν τις ευθύνες τους απέναντι στις απαιτήσεις της ταξικής πάλης.
Αλλά και πέρα απ’ αυτό ή μάλλον σε πλήρη συνάρτηση με το προηγούμενο. Ακόμα κι αν υποθέταμε ότι μια τέτοια πρόταση ανταποκρίνεται -ως προοπτική εννοείται- σε αντικειμενικές αναγκαιότητες, εμείς έχουμε πολύ καθαρό ένα πράγμα. Μια πολιτική γραμμή δεν «στέλνεται» στο λαό ούτε τηλεφωνικά ούτε με e-mail! Προϋποθέτει δέσιμο, ρίζες στο λαό και πάνω απ' όλα σαν εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση το να έχει κερδηθεί η εμπιστοσύνη του. Το να έχει δηλαδή πεισθεί ο λαός ότι μπορεί να υπολογίζει στη συνέπεια, στη συνέχεια, τη σταθερότητα, την επιμονή, τη μαχητικότητα, την αντοχή των πολιτικών δυνάμεων που τον καλούν να στηρίξει τις προτάσεις τους. Αλλο τόσο καθαρό είναι για μας πως έχουμε να διανύσουμε πολύ δρόμο ακόμα μέχρι να φτάσουμε σ' αυτό το επίπεδο. Τα άλλα είναι απλώς του αέρος.
Με αυτούς λοιπόν τους όρους, μια τέτοια πρόταση το μόνο που κάνει είναι να αποπροσανατολίζει τον κόσμο. Τον «παίρνει» από το πεδίο στο οποίο έχει τη δική του πρόσβαση και ήδη μάχεται σ' αυτό. Το πεδίο των διεκδικήσεων που ο ίδιος ο εργαζόμενος λαός «έχει αναδείξει και με όρους που τις κατανοεί». Το πεδίο όπου μπορεί να αναπτύξει την πάλη του και να συγκροτήσει τις δυνάμεις του. Τον «στέλνει» να «αγωνιστεί» σ' ένα πεδίο που ορίζεται απόλυτα από αστικές (μήτε καν τις ρεφορμιστικές) δυνάμεις. Ενα πεδίο στο οποίο ούτε έχει ούτε μπορεί να αλλάξει τίποτα, παρά μόνο να χρησιμοποιηθεί στις μανούβρες της μιας ή της άλλης αστικής δύναμης. Μια πρόταση που αποπροσανατολίζει, που αφοπλίζει το κίνημα, μια πρόταση καιροσκοπική.
Η δική μας άποψη
Η έκταση που έχει πάρει αυτό το κείμενο δεν επιτρέπει μια αναλυτική αναφορά στην κατάσταση που διαμορφώνεται στην Ελλάδα και τον κόσμο, τα προβλήματα που θέτει για τους λαούς και ποιοι οι δρόμοι αντιμετώπισής τους. Παραπέμποντας λοιπόν σε ήδη υπαρκτές αναλυτικές τοποθετήσεις μας, περιοριζόμαστε εδώ στην αναφορά ορισμένων σημείων και μάλιστα σε «τηλεγραφικό» στυλ.
Βρισκόμαστε σε μια περίοδο όπου αναπτύσσεται με ολοένα και μεγαλύτερη ένταση και σε όλο και μεγαλύτερη έκταση και βάθος η επίθεση του κεφαλαίου και συνολικά του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος ενάντια στην εργατική τάξη και συνολικά τους λαούς. Η επίθεση αυτή έχει ξεκινήσει εδώ και δεκαετίες. Οφείλεται στην ίδια τη φύση του συστήματος. Αποφασιστικό ρόλο στη γιγάντωσή της έπαιξε η ήττα του κινήματος και η παλινόρθωση. Καθοριστικό ρόλο στις μορφές που παίρνει έχει η γενικευμένη κρίση του συστήματος.
Η γενική κρίση του συστήματος αποτελεί έκφραση της σύμπλεξης της οικονομικής κρίσης με τη διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων που συντελείται με όρους ενός όλο και οξυνόμενου ανταγωνισμού ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Τα συμπεράσματα στα οποία οδηγούμαστε με βάση τα προηγούμενα αλλά και όσα παραλείψαμε. Η επίθεση στην εργατική τάξη και συνολικά στους λαούς θα συνεχιστεί οποιαδήποτε τροπή κι αν πάρουν τα πράγματα στο πεδίο των σχέσεων ανάμεσα στις δυνάμεις του συστήματος, καθώς συνδέεται με πάγιες κοινές τους επιδιώξεις. Το ίδιο ισχύει και όσον αφορά την ένταση της πίεσης στις εξαρτημένες χώρες και με στόχο την παγίωση, διεύρυνση των όρων εκμετάλλευσής τους. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις θα συνεχιστεί λυσσαλέος και σε όλα τα πεδία. Το οικονομικό, το πολιτικό, το στρατιωτικό.
Σε σχέση με την κατάσταση στη χώρα μας και πάλι παραλείποντας πολλά. Η βάση ύπαρξης του χρέους, όπως ισχύει σε κάθε σχέση ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων-εξαρτημένων χωρών, είναι οι άνισες ανταλλαγές. Η υπερδιόγκωσή του, αποτέλεσμα της «πολλαπλασιαστικής» λειτουργίας του μηχανισμού υφαρπαγής που λέγεται χρηματοπιστωτικό σύστημα. Η υποβάθμιση της παραγωγικής υποδομής και των δυνατοτήτων της χώρας συνδέεται άμεσα με τον εξαρτημένο, κομπραδόρικο χαρακτήρα της αστικής τάξης της χώρας μας. Οι αρνητικές συνέπειες του πράγματος μεγεθύνθηκαν στο έπακρο με τη σύνδεση με την ΕΕ.
Σ' αυτή τη βάση μπορούμε να πούμε, και καθόλου αυθαίρετα, ότι δεν «χρωστάμε» αλλά μας χρωστάνε.
Σε σχέση ειδικότερα με το χρέος και τη συμφωνία κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ. Αυτό που επιχειρείται δεν είναι η διαμόρφωση όρων συνολικής εξόφλησης. Κάτι τέτοιο ούτε μπορεί ούτε επιδιώκεται να γίνει, ούτε σε σχέση με το ελλαδικό ούτε το παγκόσμιο χρέος. Αυτό που επιχειρείται είναι η διασφάλιση της συνέχισης ροής πραγματικών αξιών «εκ των κάτω προς τα άνω». Από τους εργαζόμενους στο κεφάλαιο. Από τις εξαρτημένες χώρες στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις. Στην περίπτωση της χώρας μας ειδικότερα, προς τις μητροπόλεις της ΕΕ, όπου «χρωστάμε» και περισσότερα.
Από την άποψη αυτή, μπορούμε να πούμε πως αυτό που επιδιώκεται δεν είναι η «εξόφληση» του χρέους αλλά η αναπαραγωγή του στο διηνεκές.
Αυτό ακριβώς επιχειρούν να υλοποιήσουν, διασφαλίσουν τα μέτρα που προωθούνται. Οι ελαστικές σχέσεις εργασίας, οι μειώσεις αμοιβών και συντάξεων. Η «ρύθμιση» του ασφαλιστικού. Οι ιδιωτικοποιήσεις πλουτοπαραγωγικών τομέων.
Οσον αφορά την ελληνική αστική τάξη και το πολιτικό της προσωπικό (με ολοφάνερη πλέον την έλλειψη οποιουδήποτε έρματος σ' αυτούς που το απαρτίζουν), ευνόητο είναι ότι θα προτιμούσαν τη διατήρηση ή και αναβάθμιση της θέσης τους στο πλαίσιο της ΕΕ και συνολικά του συστήματος. Αποδέχονται ωστόσο αυτές τις ρυθμίσεις με στόχο τις μικρότερες δυνατές απώλειες και προσφέροντας αντιπαροχή το λαό και τη χώρα.
Σ' αυτή τη βάση. Το αν και όποτε γίνει επαναρύθμιση, αναδιαπραγμάτευση του χρέους (χωρίς να αποκλείεται εντελώς η συγκαλυμμένη ή και ανοιχτή πτώχευση) ή ακόμα το αν αναγκαστεί η αστική τάξη σε έξοδο από την ΟΝΕ, αυτό ελάχιστα θα εξαρτηθεί από δικές της επιλογές και περισσότερο από την τροπή που θα πάρουν οι εξελίξεις στο ευρωπαϊκό και γενικότερα το παγκόσμιο ταμπλό. Ανεξάρτητα πάντως από τα προηγούμενα, ένα πράγμα είναι βέβαιο. Η επίθεση ενάντια στην εργατική τάξη και συνολικά το λαό θα συνεχιστεί σε οποιαδήποτε από αυτές τις περιπτώσεις. Αυτό συνδέεται με πάγιες επιδιώξεις τόσο της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας όσο και των ιμπεριαλιστών πατρώνων της. Δεν πρόκειται να σταματήσει, δεν πρόκειται να συναντήσει κανένα φραγμό παρά μόνον αυτόν που μπορεί να ορθώσει ο εργαζόμενος λαός και η νεολαία με την πάλη τους. Πάνω σ' αυτό ας μην υπάρχουν κανενός είδους αυταπάτες.
Με βάση συνεπώς όλα αυτά και ως προς την αντιμετώπισή τους από τη μεριά του λαού. Ας ξεκινήσουμε από το «τέλος». Η απάντηση στην τροχιά που 'χουν πάρει οι εξελίξεις δεν μπορεί να δοθεί παρά μόνο με τη συγκρότηση των λαϊκών δυνάμεων και σε επίπεδα που να είναι ικανές να αντιπαρατεθούν, αναμετρηθούν αποτελεσματικά με τις δυνάμεις του συστήματος. Με βάση την ήττα, την αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης, την ανεπάρκεια των δυνάμεων της Αριστεράς, έκφραση μιας διαδικασίας αποσύνθεσης δεκαετιών, βασικός όρος για κάτι τέτοιο είναι η πάλη για την ανασύσταση, ανασυγκρότηση του εργατικού, επαναστατικού, κομμουνιστικού κινήματος.
Αυτές οι κατευθύνσεις δεν μπορούν να υλοποιηθούν και να πάρουν υπόσταση παρά μόνο στο πεδίο της ταξικής πάλης, όπως αυτή διεξάγεται στη βάση των πραγματικών αντιθέσεων και των συγκεκριμένων προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενες λαϊκές μάζες και η νεολαία. Τα προβλήματα δηλαδή και τις αντίστοιχες διεκδικήσεις «που έχει αναδείξει η ίδια η εργατική τάξη… και με τους όρους που αυτή καταλαβαίνει». Την ανάδειξη και προώθηση μέσα από αυτή την πάλη σαν βασικού στόχου της απόρριψης της συμφωνίας κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ. Τίποτε δεν μπορεί να προωθηθεί και να πάρει οποιαδήποτε υπόσταση, ούτε η ανακοπή της επίθεσης του συστήματος, ούτε η συγκρότηση του κόσμου που αγωνίζεται, ούτε η απάντηση στο πρόβλημα της Αριστεράς, ούτε η διαμόρφωση όρων προοπτικής, αν δεν πατήσει πάνω σ' αυτά.
Αν προωθούμε σαν άμεσο καθήκον την υποστήριξη και τον πολλαπλασιασμό των εστιών αντίστασης, την οικοδόμηση του Μετώπου Αντίστασης μέσα από την Κοινή Δράση, δεν είναι επειδή μας αρκούν τα «ολίγα», όπως διατείνονται ορισμένοι, αλλά το ακριβώς αντίθετο. Είναι επειδή έχουμε πλήρη επίγνωση ότι η προώθηση των ευρύτερων στόχων του κινήματος δεν είναι υπόθεση φαεινών και προγραμμάτων αέρος-αέρος, αλλά μπορεί να πάρει υπόσταση μόνο πατώντας πάνω στο στέρεο έδαφος της ταξικής πάλης που ήδη διεξάγει ο εργαζόμενος λαός και η νεολαία της χώρας μας.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου