Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Σάββατο 24 Μαρτίου 2018

Για τις θέσεις του ΚΚΕ στο θέμα της παλινόρθωσης και του σοσιαλισμού. Β. Για τα ζητήματα σοσιαλιστικής οικοδόμησης



του Βασίλη Σαμαρά
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Αντίθεση» Νο 5, τον Ιούνιο του 2010



ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

Με ανάλογο τρόπο αντιμετωπίζει η ηγεσία του ΚΚΕ το ζήτημα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και της πορείας προς τον κομμουνισμό. Αν επιχειρούσαμε να συνοψίσουμε το σχήμα πορείας, θα λέγαμε ότι κατά βάση στηρίζεται στη λεγόμενη «αντιαγοραία» κατεύθυνση (όπως η ηγεσία του ΚΚΕ την ορίζει), απαλλαγμένη από τις «αγοραίες» παρεμβολές και τα ανάλογα στοιχεία που στην πορεία της ενσωμάτωσε αυτή η κατεύθυνση. Τώρα, το πόσο επέδρασε ο τρόπος ερμηνείας της παλινόρθωσης στη διαμόρφωση ενός τέτοιου σχήματος ή αντίστροφα, θα το προσπεράσουμε. Θα σημειώσουμε μόνο δύο πράγματα που ίσως και να αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.



Το κεντρικό στοιχείο, κατά την άποψή μας, στον τρόπο ερμηνείας της παλινόρθωσης από την ηγεσία του ΚΚΕ είναι η κραυγαλέα αποσιώπηση του ρόλου της κοινωνικής δύναμης που αποτέλεσε το φορέα της παλινορθωτικής διαδικασίας. Από την άλλη μεριά, το πώς αντιμετωπίζει το ζήτημα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, τα προβλήματά της, οι λύσεις που βλέπει να δίνονται, με ποιους τρόπους και από ποιους αναδεικνύει και ενισχύει την «αρμοδιότητα» δυνάμεων που έχουν ή μπορεί να πάρουν ανάλογα χαρακτηριστικά.
Βασικά στοιχεία της αντίληψης με την οποία αντιμετωπίζουμε τα ζητήματα που τίθενται και της αντίστοιχης κριτικής στις θέσεις του ΚΚΕ αποτελούν: Η αντιμετώπιση της πορείας σοσιαλιστικού-κομμουνιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας σαν μια μακρόχρονη ιστορικού χαρακτήρα διαδικασία κοινωνικών μετασχηματισμών. Το ότι αυτή η διαδικασία δεν αφορά τη διαμόρφωση της κοινωνίας στη βάση ενός μοντέλου στο οποίο οφείλει αυτή να προσαρμοστεί, αλλά τον επαναστατικό μετασχηματισμό της σε κομμουνιστική κατεύθυνση. Σ’ αυτή τη βάση, το προχώρημα σε μια τέτοια κατεύθυνση δεν αποτελεί στη βασική του πλευρά ζήτημα σχεδιασμού με «επιστημονικά» κ.λπ. κριτήρια και προδιαγραφές, αλλά πρώτα και πάνω απ’ όλα ζήτημα ταξικής πάλης.
Αυτές οι παραδοχές καθορίζουν το ότι το ζήτημα του προσδιορισμού του φορέα αυτής της κοινωνικής μετεξέλιξης, δηλαδή της εργατικής τάξης, δεν εξαντλείται στη ρητορική του αναφορά. Χρειάζονται πολύ πιο ουσιαστικοί προσδιορισμοί του ρόλου, της σχέσης της με τις άλλες κοινωνικές δυνάμεις και φορείς (κράτος, κόμμα κ.λπ.) του σοσιαλιστικού σχηματισμού. Ή αλλιώς τον ουσιαστικό προσδιορισμό της δικτατορίας του προλεταριάτου σαν υπόθεση που αφορά πρώτα και πάνω απ’ όλα το ίδιο το… προλεταριάτο.

ΤΟ «ΕΔΑΦΟΣ» ΤΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ

Σε σχέση με το πρώτο (το μακροχρόνιο της πορείας μετασχηματισμού)χρειάζεται καταρχάς να διευκρινιστούν -σε συντομία έστω- ορισμένα πράγματα. Πρώτο και κύριο, ποια η αφετηρία αυτής της διαδικασίας, ποιο το έδαφος πάνω στο οποίο κινείται. Όσο μας αφορά, η αφετηρία είναι η επαναστατική ανατροπή της κυριαρχίας της κεφαλαιοκρατικής αστικής τάξης και συνακόλουθα η διαμόρφωση της πρωταρχικής πολιτικής, οικονομικής, κοινωνικής, σοσιαλιστικής βάσης. Μια άποψη που μας διαφοροποιεί και μας διαχωρίζει από ρεφορμιστικές αντιλήψεις που τοποθετούν την αφετηρία των σοσιαλιστικών (λέμε τώρα) μετασχηματισμών μέσα στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος, θεωρώντας ότι μπορεί να μεταρρυθμιστεί, μετεξελιχθεί.
Ο προσδιορισμός της αφετηρίας και του «εδάφους» έχει σημασία και από μια άλλη πλευρά. Υπάρχει πλήθος προσεγγίσεων του ζητήματος (από τ’ αριστερά ή υποτίθεται) που επιλέγουν να σχεδιάσουν τον κομμουνισμό «που ονειρεύονται» (στην κυριολεξία) «υπερβαίνοντας», αγνοώντας ή και μηδενίζοντας τις προσπάθειες σοσιαλιστικής οικοδόμησης που έχουν υπάρξει. Αφορά μια ολάκερη και πολύμορφη κατηγορία αυτή η τάση, αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μας εδώ. Οπωσδήποτε χρειάζεται μια σύντομη τοποθέτηση και περισσότερο για να αποσαφηνίσουμε το πώς αντιλαμβανόμαστε το ζήτημα από τη μεριά μας. Σε όλους αυτούς δεν έχουμε να προσφέρουμε κανέναν ιδανικό κομμουνισμό και καμιά ιδεατή κοινωνία. Το μόνο που «διαθέτουμε» είναι αυτό που έδωσε η ταξική πάλη και οι αγώνες της εργατικής τάξης στη συγκεκριμένη ιστορική τους διαδρομή. Πάνω σ’ αυτήν και μόνο σ’ αυτήν τη βάση αντιμετωπίζουμε τα ζητήματα.
Το ΚΚΕ δεν ανήκει σ’ αυτήν την κατηγορία. Λόγω προέλευσης και επιλογών προσπαθεί να κινείται στο έδαφος του σοσιαλισμού που έχει υπάρξει και με τον τρόπο που αντιλαμβάνεται το ζήτημα. Εμφανίζει ωστόσο και εκλεκτικές συγγένειες με αυτούς τους τρόπους θεώρησης στα ζητήματα, λ.χ., του «μοντέλου» του σχεδιασμού βάσει «επιστημονικών» κριτηρίων αντί της ταξικής πάλης κ.λπ. Στις τοποθετήσεις της βεβαίως μετά το 1989-1991 η ηγεσία του ΚΚΕ αποδέχεται -ρητορικά- την έννοια της συνέχισης της ταξικής πάλης στο σοσιαλισμό. Ας μην ξεχνάμε ωστόσο ότι αυτή η ηγεσία έχει διαμορφωθεί στη βάση αντιλήψεων που απέρριπταν σαν αντιμαρξιστικές τις «μαοϊκές απόψεις» περί συνέχισης της ταξικής πάλης. Αντιλήψεις στις οποίες στρατεύτηκε και υπηρέτησε μάχιμα η ηγεσία του ΚΚΕ για δεκαετίες. Τώρα αν αυτές τις «καινοφανείς» για τις αντιλήψεις τους απόψεις δεν κατάφεραν ακόμα να τις αφομοιώσουν ή απλώς δεν θέλουν να τις αποδεχτούν στην ουσία τους, ας τ’ αφήσουμε για την ώρα αναπάντητο.

ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ ΤΟΥ ΧΑΡΑΚΤΗΡΑ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΑΣ

Στις τοποθετήσεις του ΚΚΕ γίνεται αποδεκτό πως η πορεία μετάβασης στον κομμουνισμό αποτελεί μια μακροχρόνια ιστορική περίοδο. Η τοποθέτηση αυτή χρησιμοποιείται κυρίως για την αντίκρουση απόψεων που με βάση την παλινόρθωση υποστηρίζουν τα περί «ουτοπίας» του σοσιαλιστικού οράματος κ.λπ. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις απαντούν -και σωστά- πως η παλινόρθωση αποτελεί ένα πισωγύρισμα σ’ αυτή τη μακροχρόνια διαδικασία που περιλαμβάνει πολλές καμπές, άλματα και πισωγυρίσματα κ.λπ. Μόνο που αυτή η διάσταση του ζητήματος έχει και άλλες πολύ ουσιαστικές πλευρές τις οποίες προσπερνούν οι απόψεις του ΚΚΕ ή ακόμη και τις αναιρούν. Ακριβώς επειδή ο τρόπος που αντιλαμβάνεται η ηγεσία του την «πορεία προς τον κομμουνισμό» δεν αντιστοιχεί και δεν απαντάει στα προβλήματα που αναδεικνύονται στο πλαίσιο αυτής της μακροχρόνιας ιστορικής διαδικασίας.
Ας δούμε ορισμένες τοποθετήσεις της. «Ο σοσιαλισμός είναι η πρώτη βαθμίδα του κομμουνιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, δεν είναι αυτόνομος σχηματισμός, είναι ο ανώριμος πρώιμος κομμουνισμός». «Είναι λαθεμένη η προσέγγιση που υποστηρίζει την ύπαρξη “μεταβατικών κοινωνιών” τόσο σε σχέση με τον καπιταλισμό όσο και σε σχέση με το σοσιαλισμό. Στη βάση αυτής της θεώρησης ερμηνεύεται λαθεμένα η ανάπτυξη καπιταλιστικών σχέσεων στην Κίνα και το Βιετνάμ ως μεταβατική “πολυτομεακινή” κοινωνία». Ή, όπως λέγεται, το «στρίβειν» διά της… Κίνας. Το ζήτημα του μεταβατικού ή όχι χαρακτήρα αυτών των κοινωνιών ουδεμία σχέση έχει με τα συμβαίνοντα στην Κίνα λ.χ. Αλλά, μια και τέθηκε, ας το ξεκαθαρίσουμε. Όπως από χρόνια πολλά υποστηρίζουμε, στην Κίνα όντως υπάρχει μια πορεία μετάβασης. Μια διαδικασία -μετά το «μάθημα»-πάθημα της ΣΕ- ελεγχόμενης μετάβασης στον… καπιταλισμό. Και είναι η ηγεσία του ΚΚΕ που οφείλει να ξεκαθαρίσει τη θέση της απέναντι σ’ αυτά που εξελίσσονται στην Κίνα υπό την καθοδήγηση του «αδελφού» ΚΚ Κίνας. Τώρα, σε ποιους απαντάει μ’ αυτό το εύρημα η ηγεσία του ΚΚΕ είναι ένα ερώτημα.
Ίσως στον… Λένιν. Στον ίδιο το «Ριζοσπάστη», όπου στις 24/01/10 δημοσιεύεται κείμενο του Λένιν στο οποίο αναφέρεται: «Θεωρητικά δεν χωράει αμφιβολία πως ανάμεσα στον καπιταλισμό και τον κομμουνισμό υπάρχει μια ορισμένη μεταβατική περίοδος. Η περίοδος αυτή δεν μπορεί παρά να συγκεντρώνει τα γνωρίσματα ή τις ιδιότητες και των δύο συστημάτων κοινωνικής οικονομίας. Η μεταβατική αυτή περίοδος δεν μπορεί παρά να είναι μια περίοδος πάλης ανάμεσα στον καπιταλισμό που πεθαίνει και τον κομμουνισμό που γεννιέται […] Όχι μόνο για έναν μαρξιστή αλλά για κάθε μορφωμένο άνθρωπο που ξέρει λίγο πολύ τη θεωρία της εξέλιξης δεν μπορεί παρά να είναι αυτονόητη η ανάγκη μιας ολόκληρης ιστορικής εποχής που θα έχει τα διακριτικά αυτά γνωρίσματα της μεταβατικής περιόδου».
Πιο πιθανό μάλλον είναι να απαντάει σε ανάλογες απόψεις στο εσωτερικό του ΚΚΕ και που άλλωστε διατυπώθηκαν και στο αντίστοιχο κείμενο του 1995 όπου διαβάζουμε: «Υιοθετήθηκαν θεωρίες που είτε δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα είτε απλούστευαν τα θεωρητικά θέματα οικοδόμησης του σοσιαλισμού, π.χ. θεωρίες που πρόβαλλαν τη γρήγορη μετάβαση στον αναπτυγμένο σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό, υποτιμώντας το σύνθετο, μακροχρόνιο χαρακτήρα της μεταβατικής περιόδου». Ακόμη, στο ίδιο κείμενο (του 1995): «Η λαϊκή συμμετοχή και ο κοινωνικός έλεγχος της σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας αποδείχτηκε ότι δεν είναι εύκολη υπόθεση καθώς το σοσιαλιστικό σύστημα χωρίζεται ιστορικά από την κομμουνιστική αυτοδιοίκηση». Ακόμη, στην εισαγωγή της Ε. Μπέλλου στην έκδοση των «Οικονομικών προβλημάτων του σοσιαλισμού» του Στάλιν, αναφέρεται «[…] της σοσιαλιστικής κοινωνίας σαν κατώτερης βαθμίδας αυτού του νέου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού σαν το μακρόχρονο επαναστατικό μεταβατικό πέρασμα από τον παλιό στον νέο τρόπο παραγωγής».
Μπορούμε συνεπώς να πούμε ότι η πρόσφατη απόπειρα του ΚΚΕ βρίσκεται σε ορισμένα σημεία «πίσω» και από παλιότερες (1995) τοποθετήσεις του. Το πιο πιθανό είναι ότι, διακρίνοντας τους «κινδύνους» και τα ζητήματα που ίσως άνοιγαν τέτοιου είδους προσεγγίσεις, προσπαθεί να τα «συμμαζέψει» ώστε να περιορίσει τους όποιους προβληματισμούς σε ελεγχόμενα όρια. Όπως και να ’χει, αυτό που κυρίως έχει σημασία είναι η ουσία του ζητήματος.
Αυτόνομος λοιπόν ή όχι ο κοινωνικός σχηματισμός που διαμορφώνει η επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού, πόσο αυτόνομος και πόσο όχι; Όσο με αφορά, με μια έννοια και είναι και «δεν είναι». Είναι αυτόνομος επειδή απλούστατα δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός που να μην είναι «αυτόνομος», να μην ορίζεται δηλαδή «από τον εαυτό του». Πιο συγκεκριμένα, από τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που έχει αναδείξει η επανάσταση, τις κοινωνικοοικονομικές ανατροπές που έχει επιφέρει, τις παραγωγικές, οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές σχέσεις που έχουν διαμορφωθεί στη βάση αυτών των ανατροπών. Αυτός είναι, αυτά τα δεδομένα του και δεν έχει να «παραγγείλει» άλλα από πουθενά. Με βάση αυτά θα πορευτεί.
Η -σχετική- αίρεση αυτής της αυτονομίας συνδέεται και πάλι με τα πραγματικά δεδομένα. Βασικά με το γεγονός ότι πρόκειται για έναν σχηματισμό νέο και μάλιστα πρωτοφανέρωτο στην ιστορία. Δεν συνέβη ποτέ και δεν μπορεί να συμβεί οι πρωταρχικές μορφές συγκρότησης ενός σχηματισμού να είναι και οι τελικές, ούτε στο σύνολό του ούτε όσον αφορά τις δυνάμεις που τον συγκροτούν και τις σχέσεις που διαμορφώνονται στο πλαίσιό του. Εξ αντικειμένου εμπεριέχονται στοιχεία της «παλιάς» κατάστασης, συνυπάρχοντας και με τα «φύτρα» της νέας. Αυτό σημαίνει ότι αυτός ο σχηματισμός δεν θα παραμείνει «στάσιμος», αλλά θα εξελιχθεί προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση.

ΘΕΩΡΙΕΣ ΚΑΙ ΜΟΝΤΕΛΑ

Το ότι η πορεία μετασχηματισμού της κοινωνίας σε κομμουνιστική κατεύθυνση είναι μια μακρόχρονη διαδικασία ιστορικού κοινωνικού χαρακτήρα θέτει ορισμένα δεδομένα και αναδεικνύει σημαντικά ζητήματα. Ταυτόχρονα και σημαντικές διαφορές στον τρόπο αντιμετώπισης αυτών των ζητημάτων, με κρίσιμο, θα λέγαμε, το ζήτημα του φορέα αυτού του μετασχηματισμού. Βεβαίως, στις τοποθετήσεις των περισσότερων μαρξιστικών(και μαρξιζόντων), ως φορέας προσδιορίζεται η εργατική τάξη. Ωστόσο υπάρχουν σοβαρά ερωτήματα πάνω στο εάν πραγματικά ή και πώς το εννοεί ο καθένας.
Πάνω στα ζητήματα που τίθενται υπήρξαν -και υπάρχουν- πολλές και πολλών μορφών «παρανοήσεις» ή και στρεβλώσεις. Προσεγγίσεις ιδεαλιστικού χαρακτήρα που στην πραγματικότητα οδηγούν αλλού από εκεί που υποτίθεται στοχεύουν αυτοί που τις επιχειρούν. Υπάρχουν, λ.χ., πολλές προσεγγίσεις και σε ποικιλία μορφών που το ζήτημα του κομμουνισμού το αντιμετωπίζουν στη βάση προδιαγεγραμμένων σχημάτων. Κι ας λέει ο Μαρξ ότι ο κομμουνισμός δεν είναι ένα μοντέλο στη βάση του οποίου οφείλει να διαμορφωθεί η κοινωνία, αλλά ο επαναστατικός μετασχηματισμός της σε κομμουνιστική κατεύθυνση. Κι ας επαναλαμβάνουν με στόμφο και οι ίδιοι αυτή τη φράση του Μαρξ για να προχωρήσουν αμέσως μετά σε σχεδιασμούς «ιδανικών κομμουνισμών», δείχνοντας πόσο λίγο ή και καθόλου έχουν αντιληφθεί την ουσία του ζητήματος.
Άλλες τόσες είναι οι προσεγγίσεις που αγκιστρώνονται στο ζήτημα της «θεωρίας». Αν η θεωρία μελετήθηκε με πληρότητα, αν κατανοήθηκε σωστά, αν εφαρμόστηκε με συνέπεια, αν διαστρεβλώθηκε κ.λπ. κ.λπ. Μόνο που τέτοια θεωρία δεν υπήρξε και ούτε θα μπορούσε να υπάρξει πριν τα προβλήματα που θέτει η σοσιαλιστική οικοδόμηση αρχίσουν να τίθενται συγκεκριμένα στην πράξη.
Ανάλογου χαρακτήρα «παρανοήσεις» εκδηλώνονται και σε αναφορά με το ζήτημα της αντιμετώπισης των οικονομικών νόμων και των εν γένει «νομοτελειών» που διέπουν την κίνηση των πραγμάτων. Το ζήτημα της επιστήμης, της «επιστημονικότητας», των σχεδιασμών στα οποία κατά κόρον αναφέρεται η «σχολή» στην οποία έχει εντρυφήσει και με τα δόγματα της οποίας έχει διαμορφώσει τις αντιλήψεις της η ηγεσία του ΚΚΕ. (Αλλά και πολλοί άλλοι που όλως παραδόξως νομίζουν ότι κινούνται σε αντίθετο ρεύμα). Το ίδιο και σε σχέση με ένα από τα πιο κρίσιμα ζητήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης. Το ζήτημα των παραγωγικών σχέσεων «στον κομμουνισμό», που κάποιοι (και όχι μόνο η ηγεσία του ΚΚΕ) τις αντιμετωπίζουν σαν να τις έχουν στο τσεπάκι και δεν έχουν παρά να σχεδιάσουν την εφαρμογή τους.
Αυτές οι ιδεοληψίες βρίσκονται στη βάση αντιλήψεων και τάσεων «προγραμματισμού» της διαδικασίας μετασχηματισμού στην ιστορική της διαδρομή. Είναι απαραίτητο εδώ να διευκρινίσουμε ένα ζήτημα προς αποφυγήν παρανοήσεων ή «παρανοήσεων». Με το προηγούμενο δεν εννοούμε καθόλου την άποψη διαμόρφωσης κατευθύνσεων, σχεδίων, προγραμμάτων στη βάση συγκεκριμένων επιδιώξεων, στόχων και χρονοδιαγραμμάτων, την αναγκαιότητα των οποίων θεωρούμε αυτονόητη. Εννοούμε αντιλήψεις «προγραμματισμού» της κοινωνικής εξέλιξης και της ιστορίας, πράγμα που είναι απλώς αδιανόητο και ταυτόχρονα θεμελιώδης στρέβλωση αντίληψης των πραγμάτων.
Αλλά, αν η γνώση (με την πλήρη και ουσιαστική έννοια) των νόμων της οικονομίας και γενικά της κίνησης των πραγμάτων ήταν τόσο απλή υπόθεση και αν τις κομμουνιστικές παραγωγικές σχέσεις τις είχαμε στο συρτάρι, τότε θα είχαμε όλα τα βασικά δεδομένα διαμόρφωσης της θεωρίας την οποία –όπως, υποτίθεται, αποδέχεται και η ηγεσία του ΚΚΕ- δεν διαθέτουμε. (Και δεν θα αναγκαζόταν κι εκείνος ο Στάλιν να λέει πως στο κεφάλαιο αυτό «ξεκινάμε από το μηδέν»). Αλλά η αναίρεση -στην ουσία της- αυτής της άποψης είναι το λιγότερο. Ταυτόχρονα έχουμε και την -έμμεση αλλά ουσιαστική- απόρριψη της άποψης για το μακροχρόνιο αυτής της ιστορικής πορείας. Ακόμη περισσότερο, την αναίρεση της άποψης για συνέχιση της ταξικής πάλης στο σοσιαλισμό. Ούτε είναι άλλωστε τυχαίο ότι η άποψη περί συνέχισης της ταξικής πάλης αντιμετωπιζόταν από όλους αυτούς και επί δεκαετίες σαν μια «μαοϊκή παραξενιά». Το ότι αναγκάστηκαν να την εισάγουν στις θέσεις τους (όχι όλοι) δεν σημαίνει κιόλας ότι την έχουν αποδεχτεί ή έχουν κατανοήσει το τι σημαίνει ως προς τη θεώρηση του συνόλου των ζητημάτων. Από εκεί και πέρα, το ότι μια τέτοια αναίρεση υποβαθμίζει και τη σημασία του φορέα (και παρά τους όρκους στο όνομά της), το ρόλο της εργατικής τάξης είναι η αναπόφευκτη συνέπεια μιας τέτοιας λογικής .

Η ΠΟΡΕΙΑ ΜΕΤΑΒΑΣΗΣ ΚΑΙ ΤΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΘΕΤΕΙ

Σε σχέση με όλα αυτά το μόνο που θα ’χαμε να πούμε σ’ αυτό το σημείο είναι το εξής. Από άποψη ουσίας και στην ιστορική της διάσταση η παλινόρθωση στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες δεν ήταν τίποτε άλλο από την αρνητική έκβαση της ταξικής πάλης στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που η θριαμβευτική πορεία της με την πραγματοποίηση της Οκτωβριανής Επανάστασης και η σοσιαλιστική οικοδόμηση στη συνέχεια αποτελούσαν εκφράσεις νικηφόρας έκβασης της ταξικής πάλης και με φορέα την εργατική τάξη. Η ιστορική εξέλιξη δεν έχει να μας δώσει άλλον τρόπο και όσο μας αφορά δεν έχουμε άλλο δρόμο να βαδίσουμε. Θεωρούμε χρήσιμη εδώ και για την καλύτερη κατανόηση των ζητημάτων που τίθενται την παράθεση ενός αποσπάσματος από τις απόψεις του Λένιν στο «Κράτος και Επανάσταση».
 «Όλη η θεωρία του Μαρξ αποτελεί εφαρμογή της θεωρίας της εξέλιξης –στην πιο συνεπή, ολοκληρωμένη και πλούσια σε περιεχόμενο μορφή της- στον σύγχρονο καπιταλισμό. Είναι φυσικό ότι ο Μαρξ έβαλε το ζήτημα της εφαρμογής αυτής της θεωρίας και στην επικείμενη χρεοκοπία του καπιταλισμού και στη μελλοντική ανάπτυξη του μελλοντικού κομμουνισμού. Ποια στοιχεία λοιπόν μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για να βάλουμε το ζήτημα της μελλοντικής ανάπτυξης του κομμουνισμού. Η βάση είναι ότι προέρχεται από τον καπιταλισμό. Ιστορικά αναπτύσσεται στον καπιταλισμό, είναι αποτέλεσμα ενεργειών μιας κοινωνικής δύναμης που τη γέννησε ο καπιταλισμός. Δεν υπάρχει στον Μαρξ καμιά σκιά προσπάθειας να συντάξει ουτοπίες, να μαντέψει στα κούφια εκείνα που δεν μπορεί να είναι γνωστά. Ο Μαρξ βάζει το ζήτημα του κομμουνισμού όπως θα έβαζε ο φυσιοδίφης το ζήτημα της ανάπτυξης, λ.χ., μιας νέας βιολογικής παραλλαγής, μια και ξέρουμε γι’ αυτήν ότι γεννήθηκε με τον τάδε τρόπο και ότι μεταβάλλεται προς την τάδε καθορισμένη κατεύθυνση […] Ανάμεσα από ποιους σταθμούς, με ποια πρακτικά μέτρα θα βαδίσει η ανθρωπότητα προς αυτόν τον ανώτερο σκοπό, αυτό είναι ένα ζήτημα που δεν το ξέρουμε και δεν μπορούμε να το ξέρουμε. Έχει όμως σημασία να ξεκαθαρίσουμε στον εαυτό μας πόσο άμετρα ψεύτικη είναι η συνηθισμένη αστική αντίληψη ότι τάχα ο σοσιαλισμός είναι κάτι το νεκρό, το κοκαλωμένο, μια για πάντα δοσμένο, ενώ στην πραγματικότητα μόνο από το σοσιαλισμό θα αρχίσει η γοργή, η αληθινή, η πραγματική μαζική κίνηση προς τα εμπρός σε όλες τις περιοχές της κοινωνικής και ατομικής ζωής, με τη συμμετοχή της πλειονότητας του πληθυσμού και κατόπιν με τη συμμετοχή όλου του πληθυσμού»
Ας δούμε ωστόσο πώς τοποθετείται απέναντι σ’ αυτά τα ζητήματα η ηγεσία του ΚΚΕ.
«Η πάλη για τη θεμελίωση και ανάπτυξη της νέας κοινωνίας συντελείται από την επαναστατική εργατική εξουσία με καθοδηγητικό πυρήνα της το Κομμουνιστικό Κόμμα, που συνειδητά δρα με βάση τους νόμους κίνησης της σοσιαλιστικής κομμουνιστικής κοινωνίας. Ο άνθρωπος, γινόμενος κυρίαρχος των κοινωνικών διαδικασιών, περνάει βαθμιαία από το βασίλειο της αναγκαιότητας στο βασίλειο της ελευθερίας. Από εδώ απορρέει ο ανώτερος ρόλος του υποκειμενικού παράγοντα σε σχέση με όλους τους προηγούμενους κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς, όπου η ανθρώπινη δράση κυριαρχείται από την αυθόρμητη επιβολή των κοινωνικών νόμων στη βάση των αυθόρμητα αναπτυσσόμενων σχέσεων παραγωγής» (Σημείο 21).
«Είναι λάθος η άποψη ότι η πραγματική κοινωνικοποίηση προϋποθέτει την πλήρη κατάργηση του διαχωρισμού επιτελικής και εκτελεστικής εργασίας. Επίσης, λανθασμένη είναι η θέση ότι διαφοροποιείται η “κρατικοποίηση” μέσων παραγωγής εκ μέρους της δικτατορίας του προλεταριάτου από την κοινωνικοποίηση. Οι θέσεις αυτές τείνουν να αμφισβητήσουν το ρόλο της δικτατορίας του προλεταριάτου ως εργαλείου της ταξικής πάλης […]»(Σημείο 5).
Ορισμένες πρώτες παρατηρήσεις πριν προχωρήσουμε στο πιο ουσιαστικό μέρος του ζητήματος. Η ηγεσία του ΚΚΕ, καθώς το συνηθίζει, τσουβαλιάζει απόψεις και απόψεις. Καταρχάς είναι καθαρό ότι η κρατικοποίηση -των βασικών τουλάχιστον- μέσων παραγωγής είναι παραπάνω από αναγκαία. Αποτελεί σε πρώτη φάση τον μοναδικό τρόπο που διαθέτει η εργατική τάξη για να απαλλοτριώσει την κυριαρχία της αστικής τάξης στον παραγωγικό οικονομικό τομέα. Είναι το πρώτο και αποφασιστικό βήμα, αλλά όχι και το «τελευταίο». Είναι η πρώτη στοιχειώδης μορφή κοινωνικοποίησης, αλλά όχι η τελική και ολοκληρωμένη. Γι’ αυτό άλλωστε και ο Στάλιν (στα «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού») αναφέρει πως «η μεταβίβαση στην ιδιοκτησία του κράτους δεν είναι η μοναδική και ακόμα δεν είναι και η καλύτερη μορφή εθνικοποίησης, όπως σωστά λέει ο Ένγκελς στο Αντι-Ντύρινγκ».
Δεύτερον, δεν μπορούμε να θεωρούμε αυταπόδεικτο πως κάθε κρατικοποίηση σημαίνει και έκφραση της «δικτατορίας του προλεταριάτου». Ας μην ξεχνάμε ότι στην κρατική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής στηρίχτηκε για δεκαετίες (μετά το 1956) η κυριαρχία της ιντελιγκέντσιας και η Νέα Αστική Τάξη που αναδύθηκε μέσα από αυτήν. Χώρια που κρατικοποιήσεις γίνονται κατά καιρούς και από την αστική τάξη στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος. Υπάρχουν λοιπόν κρατικοποιήσεις και κρατικοποιήσεις.
Ας συνεχίσουμε.
«Η κατανομή τμήματος της σοσιαλιστικής παραγωγής “σύμφωνα με την εργασία” (που ως προς τη μορφή μοιάζει με την εμπορευματική ανταλλαγή) είναι αποτέλεσμα της καπιταλιστικής κληρονομιάς. Ο νέος τρόπος παραγωγής δεν την έχει αποβάλει, γιατί δεν έχει ακόμα ανάλογα αναπτύξει την ανθρώπινη παραγωγική δύναμη και τα μέσα παραγωγής στις αναγκαίες διαστάσεις με ευρύτατη χρησιμοποίηση της νέας τεχνολογίας» (Σημείο 7)
«Το καθήκον να αναπτύσσονται οι κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής-κατανομής προϋποθέτει την ανάπτυξη της θεωρίας του επιστημονικού κομμουνισμού από το KK, συνειδητοποιώντας τις νομοτέλειες κίνησης του κομμουνιστικού κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού με την αξιοποίηση της επιστημονικής εργασίας για τους ταξικούς σκοπούς» (Σημείο 21)
Απόψεις που τις είχαμε ήδη συναντήσει και στην ανάλογη προσπάθεια του 1995 όπου σε σχέση με τις αιτίες παλινόρθωσης αναφέρεται πως «μειώθηκε η ικανότητα των κομμουνιστικών κομμάτων να στηρίζουν τις αποφάσεις τους σε επιστημονικά δεδομένα». Μόνο που τα κομμουνιστικά κόμματα δεν είναι επιστημονικά ινστιτούτα, αλλά όργανα ταξικής πάλης, αλλά ας συνεχίσουμε.
«Ο καταμερισμός εργασίας στα κοινωνικοποιημένα μέσα παραγωγής γίνεται με βάση το σχέδιο που οργανώνει την παραγωγή και προσδιορίζει τις αναλογίες της […] Ο Κεντρικός Σχεδιασμός εκφράζει τη συνειδητή αποτύπωση αντικειμενικών αναλογιών της παραγωγής και κατανομής, καθώς και την προσπάθεια για την ολόπλευρη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Γι’ αυτό το λόγο, δεν πρέπει να κατανοείται ως τεχνοοικονομικό εργαλείο, αλλά ως κομμουνιστική σχέση παραγωγής και κατανομής, που συνδέει τους εργαζόμενους με τα μέσα παραγωγής, τους σοσιαλιστικούς οργανισμούς. Συμπεριλαμβάνει συνειδητή σχεδιασμένη επιλογή κινήτρων και στόχων στην παραγωγή και αποβλέπει στη διευρυνόμενη ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών…» (Σημείο 6).
Παρακάτω και συνειδητοποιώντας ίσως και σε κάποιο βαθμό ότι πιθανά να «ξέφυγαν» κάπως, συμπληρώνουν:
«Οι νομοτέλειες του Κεντρικού Σχεδιασμού δεν ταυτίζονται με το κάθε φορά σχέδιο, στο οποίο θα πρέπει να αποτυπώνονται επιστημονικά αυτές οι αντικειμενικές αναλογίες»
Αναζητώντας ανάλογους τρόπους προσέγγισης των ζητημάτων σταθήκαμε στις «βάσεις του μαρξισμού-λενινισμού» των Κοούζινεν, Αρμπάτοφ κ.ά. αστέρων της ρεβιζιονιστικής θεωρητικής παραγωγής στη βάση της οποίας διαμόρφωσε τις αντιλήψεις της και η ηγεσία του ΚΚΕ. Διαβάζουμε λοιπόν εκεί:
«Με την καθιέρωση της κοινωνικής ιδιοκτησίας οι νόμοι της καπιταλιστικής οικονομίας παύουν να δρουν. Η νέα μορφή ιδιοκτησίας δημιουργεί και τους δικούς της, τους νέους αντικειμενικούς νόμους. Ανάμεσα σε αυτούς τους νόμους ιδιαίτερα σοβαρή θέση κατέχει ο νόμος της σχεδιομετρικής αναλογικής ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας […] Η ουσία του νόμου συνίσταται στο ότι η ομαλή λειτουργία της σοσιαλιστικής οικονομίας απαιτεί να υπάρχουν καθοριστικές σχέσεις-αναλογίες μεταξύ των διαφόρων κλάδων της. Συνίσταται επίσης στο ότι ο καθορισμός και η διατήρηση αυτών των αναλογιών μπορεί και πρέπει να γίνονται σχεδιομετρικά (αρμονικά), δηλαδή να είναι αποτέλεσμα της συνειδητής δράσης του κράτους και των οργάνων του σχεδιοποίησης»
Μπορούμε να πάμε και στον ίδιο τον Χρουστσόφ και σ’ αυτά που αναφέρει στην εισήγησή του στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1961):
«Το ΚΚΣΕ σαν κόμμα του επιστημονικού κομμουνισμού προβάλλει και λύνει τα προβλήματα της κομμουνιστικής οικοδόμησης ανάλογα με τη δημιουργία και την ωρίμανση των υλικών και πνευματικών προϋποθέσεων […] Το Κόμμα κοιτάζει προσεκτικά στο μέλλον, αποκαλύπτει μπροστά στο λαό επιστημονικά θεμελιωμένους δρόμους πορείας προς τα εμπρός […] Η αύξηση του ρόλου του κόμματος καθορίζεται […] από την αυξανόμενη σημασία της θεωρίας του επιστημονικού κομμουνισμού και της δημιουργικής ανάπτυξης και προπαγάνδισής του».

ΠΕΡΙ ΤΩΝ ΝΟΜΩΝ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ

Αλλά ας πάμε ακόμη πιο πίσω, στο σημείο καμπής των εξελίξεων. Το ζήτημα του πώς προχωράει παραπέρα η σοσιαλιστική κοινωνία είναι αυτό που αναδείχτηκε στη σοβιετική πραγματικότητα και προβλήθηκε (με όποιον τρόπο έγινε αυτό) στις συζητήσεις του 1951. Απέναντι σ’ αυτά, όπως κιόλας έχει αναφερθεί, αναπτύχθηκαν δύο απόψεις και μια «τρίτη» (Στάλιν).Σε σχέση με τους νόμους της οικονομίας, τις νομοτέλειες που διέπουν την κίνηση των πραγμάτων και κάτω από ποιους όρους διαμορφώνονται οι παραγωγικές σχέσεις και όσον αφορά το θεωρητικό μέρος του πράγματος: «Είχαμε την τάση που υποστήριζε την προσαρμογή των οικονομικών επιλογών στους νόμους της οικονομίας». Μια τέτοια διατύπωση του ζητήματος ωστόσο συσκότιζε την ουσία της άποψής τους. Το κρίσιμο και ουσιώδες στην περίπτωσή τους ήταν ότι αποδέχονταν (θεωρούσαν) σαν οικονομικούς νόμους αντικειμενικής υπόστασης και ισχύος αυτούς που «αναγνώριζε» σαν τέτοιους η αστική πολιτική οικονομία.
Από την άλλη μεριά, είχαμε εκείνους οι οποίοι θεωρούσαν ότι μπορούσαν να αγνοήσουν τους νόμους κίνησης της οικονομίας, να τους ελέγξουν απόλυτα, να τους αναμορφώσουν ή ακόμα και να «δημιουργήσουν» νέους στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής οικονομίας (οι κατά ΚΚΕ «αγοραίοι» και «αντιαγοραίοι»). Έτσι, και ως προς το διά ταύτα, η πρώτη τάση υποστήριζε την προώθηση σχέσεων και κινήτρων που να «ανταποκρίνονται στις ανάγκες της οικονομίας» και της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Στην ουσία, την προώθηση σχέσεων καπιταλιστικού χαρακτήρα στη σοσιαλιστική κοινωνία. Η δεύτερη υποστήριζε την υπαγωγή στο κράτος της κεντρικής διεύθυνσης, σχεδιασμού και ιδιοκτησίας όλων των επιχειρήσεων, παραγωγικών μονάδων, κατανομών, λειτουργιών και ρυθμίσεων, με στόχο και πάλι την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων κ.λπ.
Ο Στάλιν αντιτίθεται αποφασιστικά (όχι όμως και ολοκληρωμένα) και στις δύο αυτές τάσεις. Χρησιμοποιεί μάλιστα οξύτατους χαρακτηρισμούς όταν αναφέρεται σε «αξιοθρήνητους μαρξιστές» τόσο για τη μια όσο και την άλλη αντίληψη. Θεωρεί καταρχάς αδιανόητη την υποταγή στους καπιταλιστικούς οικονομικούς νόμους στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής οικονομίας. Πάνω απ’ όλα αντιτίθεται με τον πιο κάθετο τρόπο στην αντιμετώπιση της εργατικής δύναμης σαν «εμπορεύματος» και με βάση το νόμο της αξίας, μια και η σοσιαλιστική επανάσταση αυτό είχε σαν κεντρικό της στόχο. Την κατάργηση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και γενικότερα ανθρώπου από άνθρωπο. Ταυτόχρονα και απαντώντας στην άλλη τάση αναφέρει: «Οι νόμοι της πολιτικής οικονομίας αντανακλούν νομοτελειακές εξελίξεις που πραγματοποιούνται ανεξάρτητα από τη θέληση των ανθρώπων» και συνεχίζει λέγοντας πως «ούτε δημιουργούνται ούτε διαμορφώνονται από τη θέληση των ανθρώπων». Ακόμη, και σε σχέση με τις αναφορές στον Ένγκελς, λέει: «Ο Ένγκελς ονομάζει αυτή την ελευθερία “γνώση της αναγκαιότητας”». Και συνεχίζει: «Όπως είναι φανερό, η διατύπωση του Ένγκελς δεν είναι με κανέναν τρόπο υπέρ εκείνων που νομίζουν ότι μπορεί κανείς να καταστρέψει τους υπάρχοντες οικονομικούς νόμους και να δημιουργήσει καινούριους».
Με ανάλογο τρόπο τοποθετείται και σε άλλο σημείο:
«Λένε ότι η ανάγκη της ισόμετρης (αναλογικής) ανάπτυξης της οικονομίας δίνει τη δυνατότητα στη σοβιετική εξουσία να εκμηδενίζει τους οικονομικούς νόμους που υπάρχουν και να δημιουργήσει καινούριους. Αυτό είναι ολότελα λάθος». Απαντώντας μάλιστα σε κάποιες απόψεις, προχωρεί ακόμη παραπέρα. «Βασικός οικονομικός νόμος του σοσιαλισμού είναι η ικανοποίηση των διαρκώς αναπτυσσόμενων αναγκών της κοινωνίας». Και προσθέτει: «Δεν είναι βασικός οικονομικός νόμος του σοσιαλισμού ο νόμος της ισόμετρης αναλογικής ανάπτυξης της λαϊκής οικονομίας […] ούτε η σχεδιοποίηση που είναι αντανάκλαση αυτού του νόμου».

Καταλυτικός είναι ο Στάλιν στην κριτική του στις απόψεις Γιαροσένκο και στην οποία -καθόλου τυχαία- η ηγεσία του ΚΚΕ «ξεχνάει» και να αναφερθεί καν. «Θεωρεί (λέει ο Στάλιν για τον Γιαροσένκο) ότι το κύριο πρόβλημα της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού συνίσταται όχι στο να μελετά τις σχέσεις παραγωγής των ανθρώπων της σοσιαλιστικής κοινωνίας αλλά στο να επεξεργάζεται και να αναπτύσσει μια επιστημονική θεωρία οργάνωσης των παραγωγικών δυνάμεων στην κοινωνική παραγωγή, τη θεωρία της ισομετρικής ανάπτυξης της λαϊκής οικονομίας». Ακόμη: «Ο Γιαροσένκο διακηρύσσει πανηγυρικά ότι ο κομμουνισμός είναι η ανώτατη επιστημονική οργάνωση των παραγωγικών δυνάμεων στην κοινωνική παραγωγή».
Ταυτόχρονα οι παρεμβάσεις του Στάλιν χαρακτηρίζονται έντονα από το στοιχείο της αναζήτησης απαντήσεων που να υπερβαίνουν τις απόψεις και των δύο αντιτιθέμενων πλευρών. Αναφερόμαστε στην επιμονή του να δια-χωρίζει την κρατικοποίηση από την εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση. Στην απόρριψη της άποψης ότι ο νόμος της ισόμετρης αναλογικής ανάπτυξης και σχεδιασμού της παραγωγής καταργεί τους νόμους της οικονομίας. Στην άποψη για αναγκαιότητα ανάπτυξης «συστήματος ανταλλαγών». Η πιο σημαντική ίσως παρέμβασή του στο κεφάλαιο αυτό εκφράστηκε: α) Με την άποψή του για την αναγκαιότητα εξέλιξης των παραγωγικών σχέσεων σε κομμουνιστική κατεύθυνση. β) Με την επιμονή του στο ότι προχώρημα στον κομμουνισμό δεν νοείται «χωρίς σοβαρές αλλαγές στην κατάσταση της εργατικής τάξης».
Σε σχέση με όλα αυτά μπορεί πλέον κανείς να αντιληφθεί γιατί η ηγεσία του ΚΚΕ «ξέχασε» να αναφερθεί στην κριτική στις απόψεις Γιαροσένκο. Οι αναλογίες αντιλήψεων είναι αρκετά εμφανείς. Θα μπορούσε βέβαια να ισχυριστεί ότι σε αντίθεση με τον Γιαροσένκο δίνει ιδιαίτερη σημασία στην ανάπτυξη των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και να παραθέσει ανάλογες αναφορές στις θέσεις της. Μόνο που η αντίθεση αυτή είναι πλασματική ακόμη κι αν υποθέσουμε ότι δεν γίνεται πλήρως και ουσιαστικά αντιληπτή. Για τον Γιαροσένκο, λ.χ., το ζήτημα των παραγωγικών σχέσεων «κλείνει» με την «ενσωμάτωσή» τους στις παραγωγικές δυνάμεις και την υπαγωγή όλων των παραγωγικών οικονομικών παραμέτρων στην κεντρική, σχεδιοποιημένη «επιστημονικά», οργάνωση της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Για την ηγεσία του ΚΚΕ η υποτιθέμενη ανάπτυξη των παραγωγικών σχέσεων σε κομμουνιστική βάση ολοκληρώνεται («κλείνει»)επίσης με την υπαγωγή όλων των παραγωγικών οικονομικών παραμέτρων(λειτουργιών, επιχειρήσεων κ.λπ.) στην κεντρικά και επιστημονικά σχεδιοποιημένη λειτουργία της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής οικονομία.
Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι από μια άποψη πήγε πίσω και από προσεγγίσεις που είχε αποτολμήσει το 1995, όπου διαβάζουμε:
«Δεν έγινε δυνατό σε όλη την πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης να συνδυαστεί ο κεντρικός σχεδιασμός με τη λαϊκή πρωτοβουλία, να καλλιεργηθεί στο λαό το αίσθημα της διαχείρισης της σοσιαλιστικής ιδιοκτησίας. Από τη δεκαετία του ’70 το πρόβλημα εντάθηκε, πήρε οξεία μορφή».
Ή ακόμη και από αυτά που σημειώνει η Ε. Μπέλλου (μέλος τότε της ιδεολογικής επιτροπής του ΚΚΕ και σήμερα του ΠΓ) στην εισαγωγή της έκδοσης των «Οικονομικών Προβλημάτων του Σοσιαλισμού» του Στάλιν:
«Αναδεικνύεται η ανάγκη γνώσης των νομοτελειών που δρουν ανεξάρτητα από τη θέληση όχι μόνο γενικά των ανθρώπων αλλά και του ίδιου του κόμματος και των κρατικών οργάνων της σοσιαλιστικής εξουσίας σ’ όλη την επαναστατική μεταβατική περίοδο προς τον κομμουνισμό».
Όσο με αφορά, και είμαι απόλυτος σ’ αυτό, πλήρης και «τελική» γνώση των νόμων κίνησης των πραγμάτων (και αντίστοιχα πλήρης έλεγχός τους κ.λπ.) ούτε υπήρξε, ούτε υπάρχει, ούτε θα υπάρξει ποτέ. Κανένα υποκείμενο δεν μπορεί και ούτε θα μπορέσει ποτέ να βγει «έξω» και «πάνω» από την αντικειμενική πραγματικότητα και τους νόμους που διέπουν την κίνησή της. Αυτό που μπορεί είναι να προσπαθεί να τους «γνωρίσει», να τους λαμβάνει υπόψη και να τους χρησιμοποιεί όσο και όπως μπορεί (η κατά Ένγκελς «γνώση της αναγκαιότητας»). Ο «βαθμός ελευθερίας» συναρτάται καταρχάς με το βαθμό γνώσης αυτών των νόμων, ένα πρόβλημα ας πούμε επιστημονικού χαρακτήρα. Με δεδομένο ωστόσο ότι η αντικειμενική πραγματικότητα και ο βαθμός που την κατανοούμε κινούνται, καταπώς λέει και ο Ένγκελς, σε δύο ευθείες που συγκλίνουν συνεχώς χωρίς να συμπίπτουν ποτέ, θα πρέπει αλλού να αναζητήσουμε τον κρίσιμο παράγοντα που οδηγεί σ’ αυτήν ή εκείνη την ερμηνεία της αντικειμενικής πραγματικότητας και των νόμων που διέπουν την κίνησή της.

Η ΤΑΞΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΩΝ «ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ» ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αν ξαναγυρίσουμε στις συζητήσεις του 1951, θα δούμε ορισμένα πολύ χαρακτηριστικά και ταυτόχρονα διαφωτιστικά στοιχεία του ζητήματος. Ανάμεσα στις δυο τάσεις της ιντελιγκέντσιας (τους «αγοραίους» και τους «αντιαγοραίους» κατά ΚΚΕ) υπήρξε πλήρης διάσταση απόψεων στο θεωρητικό, «επιστημονικό» πεδίο. Το «παράδοξο» του πράγματος βρίσκεται στο ότι αυτές οι δύο πτέρυγες ενώθηκαν αποφασιστικά (και καθοριστικά για την πορεία του σοσιαλισμού και συνολικά του κινήματος) ενάντια στη σταλινική, κομμουνιστική άποψη. Η βάση αυτής της ενότητας δεν ήταν βέβαια -και είναι προφανές ότι δεν θα μπορούσε να ήταν- «επιστημονικού» χαρακτήρα. Είχε έναν ολοκάθαρα ταξικό χαρακτήρα και εξέφραζε την αντίθεση της ιντελιγκέντσιας (και των δύο πτερύγων της) στην εργατική τάξη, τη διάθεσή της να κυριαρχήσει πάνω στην εργατική τάξη και τους λαούς της ΣΕ. Ακόμη και το κυριότερο κοινό τους στοιχείο στο θεωρητικό πεδίο, δηλαδή η πρωτοκαθεδρία που έδιναν (και οι δύο) στο ζήτημα των παραγωγικών δυνάμεων σε σχέση με την προώθηση των παραγωγικών σχέσεων, συνδεόταν με αυτήν την αντίθεση. Αλλά ούτε και οι μεταξύ τους διαφορές και αντιθέσεις είχαν έναν «καθαρά» θεωρητικό και επιστημονικό χαρακτήρα. Εξετάζοντας τους δρόμους και τα πεδία διαμόρφωσης αυτών των τάσεων, βλέπουμε ότι αναπτύχθηκαν σε δύο βασικά τομείς. Η μία στο κυρίως οικονομικό πεδίο (διευθυντικό προσωπικό επιχειρήσεων κ.λπ.) και η άλλη κατά κύριο λόγο στο πεδίο του κρατικού-κομματικού μηχανισμού.
Αντικειμενικά η υλική πραγματικότητα που η κάθε πλευρά βίωνε επιδρούσε στη διαμόρφωση των ιδιαίτερων αντιλήψεων και απόψεών της. Ταυτόχρονα ωστόσο υπήρχε και ένας σαφής ανταγωνισμός για το ποια πλευρά θα πάρει το πάνω χέρι στο σχηματισμό εξουσίας που επιδίωκαν. Το ποια, συνεπώς, «επιστημονική» άποψη θα υπερίσχυε είχε σαφή σχέση με το ποια πλευρά θα ενίσχυε τη θέση της στο πλαίσιο αυτού του ανταγωνισμού. Έναν ανταγωνισμό που τον είδαμε άλλωστε να εκδηλώνεται με διάφορες μορφές μέχρι την ολοκλήρωση της παλινόρθωσης.
Ωστόσο, αυτό που κυριάρχησε στη φάση εκείνη ήταν η κοινή τους αντίθεση απέναντι στην εργατική τάξη, η κοινή τους «αγωνία» να απαλλαγούν από το «σταλινικό βραχνά» που τους έφραζε το δρόμο. Σ’ αυτή την -ταξική- βάση ενώθηκαν, σ’ αυτήν κινήθηκαν, και όταν, μετά το θάνατο του Στάλιν, εξέλιπε και το τελευταίο εμπόδιο, προχώρησαν στην τελική έφοδο και την «αποσταλινοποίηση» του συστήματος. Εδώ βρίσκονται οι απαντήσεις όσον αφορά την ουσία του ζητήματος και εδώ τις αναζητούμε. Στο πεδίο της ταξικής πάλης, όπου άλλωστε κρίθηκε τόσο η άνοδος όσο και η οπισθοχώρηση (και τελικά η ήττα) της σοσιαλιστικής κατεύθυνσης και συνολικά του κινήματος. Τα υπόλοιπα περί «επιστημονικότητας» κ.λπ. τα αφήνουμε στην ηγεσία του ΚΚΕ.

ΓΙΑ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΩΝ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

Κεντρική θέση στο ζήτημα που μας απασχολεί εδώ έχει το πρόβλημα των παραγωγικών σχέσεων και βέβαια και των συναρτήσεών του. Αν αυτές οι σχέσεις ήταν εκ των προτέρων γνωστές και δεδομένες, δεν είναι ότι δεν θα υπήρχε πρόβλημα, αλλά ότι αυτό θα ήταν άλλο. Το πρόβλημα που έχει να αντιμετωπίσει η σοσιαλιστική οικοδόμηση και η πορεία προς τον κομμουνισμό είναι ολότελα διαφορετικό. Έχει σαν βάση του το ότι αυτές οι ζητούμενες σχέσεις δεν είναι ούτε γνωστές ούτε δεδομένες. Υπήρξαν βέβαια κάποιες προσεγγίσεις, αλλά στο πεδίο αυτό, όπως αναφέρει και ο Στάλιν, «ξεκινάμε από το μηδέν».
Η αφετηρία του προβλήματος βρίσκεται στον τρόπο με τον οποίο γεννιέται το σοσιαλιστικό σύστημα. Αυτός είναι ουσιωδώς διαφορετικός στο ζήτημα που μας απασχολεί από τον τρόπο που δημιουργήθηκε, λ.χ., το καπιταλιστικό σύστημα. Με βάση τα χαρακτηριστικά και τον τρόπο λειτουργίας του φεουδαρχικού συστήματος, αφήνονταν περιθώρια στη γέννηση, λειτουργία και ανάπτυξη της αστικής τάξης -εννοείται σε ορισμένη κλίμακα πάντα- και στη διαμόρφωση σχέσεων καπιταλιστικού χαρακτήρα. Έτσι, όταν η αστική τάξη ανατρέπει τη φεουδαρχία έχει συγκεκριμένες σχέσεις πάνω στις οποίες να πατήσει και να τις αναπτύξει παραπέρα, ενώ ταυτόχρονα έχει και η ίδια διαμορφώσει (στον ανάλογο βαθμό) τα χαρακτηριστικά και τη συγκρότησή της και σε διαλεκτική πάντα σχέση με τη διαμόρφωση αυτών των παραγωγικών σχέσεων.
Αντίθετα, στις συνθήκες του καπιταλισμού δεν υπάρχουν περιθώρια ανάπτυξης σχέσεων σοσιαλιστικού χαρακτήρα. Η βασική αιτία για να περιοριστούμε σ’ αυτό- βρίσκεται στο ότι ο καπιταλιστής (σε αντίθεση με τον φεουδάρχη) συνδέεται άμεσα (βρίσκεται «μέσα») στην παραγωγική οικονομική διαδικασία. Κάθε απόπειρα αλλαγής σ’ αυτό το πεδίο τον βρίσκει άμεσα αντιμέτωπο, οδηγεί σε αντιπαράθεση στο κεντρικό και ανώτερο επίπεδο, την αντίθεση αστικής-εργατικής τάξης. Μια αντιπαράθεση που η εργατική τάξη μπορεί να την αντιμετωπίσει αποτελεσματικά μόνο όταν είναι «έτοιμη» γι’ αυτήν, όταν μέσα από μια πορεία αγώνων έχει κατορθώσει να συγκροτηθεί σ’ αυτό το ανώτερο επίπεδο.
Αυτή η σχέση πραγμάτων δίνει και μια πρώτη απάντηση στο ερώτημα μεταρρύθμιση ή επανάσταση. Στο ότι δηλαδή η πραγματική και ολοκληρωμένη «μεταρρύθμιση» στη βάση των συμφερόντων των εργαζόμενων λαϊκών μαζών δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί παρά μόνο μέσα από την επαναστατική ανατροπή της κυριαρχίας της κεφαλαιοκρατικής αστικής τάξης. Αυτή η ανατροπή, εφόσον πραγματοποιηθεί, απαντάει σε ορισμένα αποφασιστικής σημασίας ζητήματα χωρίς τα οποία δεν μπορεί να ανοίξει ο δρόμος για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό της κοινωνίας. Απαλλοτριώνει την πολιτική κυριαρχία της αστικής τάξης, συντρίβοντας το αστικό κράτος. Ταυτόχρονα με την κρατικοποίηση βασικών τομέων της οικονομίας απαλλοτριώνει την οικονομική και συνακόλουθα την κοινωνική κυριαρχία της αστικής τάξης. Αυτά αποτελούν τα πρώτα και αποφασιστικά βήματα, αλλά ταυτόχρονα και όχι αρκετά για να απαντηθεί ολοκληρωμένα το ζήτημα που αυτές οι ίδιες οι ανατροπές θέτουν. Το συνολικό μετασχηματισμό της κοινωνίας.
Αυτή η πορεία μετασχηματισμού αντιμετωπίζει δύο βασικά και αποφασιστικής σημασίας ζητήματα. Το πρώτο αφορά το ζήτημα των παραγωγικών σχέσεων, όπως ήδη αναφέρθηκε. Το δεύτερο, σε συνάρτηση με το προηγούμενο, το επίπεδο, η μορφή, ο χαρακτήρας της συγκρότησης της εργατικής τάξης. Η εργατική τάξη συγκροτείται καταρχάς στο πλαίσιο του καπιταλιστικού συστήματος και στη βάση της αγεφύρωτης αντίθεσής της με την κεφαλαιοκρατική αστική τάξη. Αναζητεί την πλήρη χειραφέτησή της στην ασυμβίβαστη πάλη της ενάντιά της. Διεκδικεί τον ηγετικό ρόλο στην παραγωγή, την οικονομία και συνολικά στην κοινωνία μέσα από την επαναστατική ανατροπή της κυριαρχίας της αστικής τάξης. Δεν έχει ωστόσο διαμορφώσει (και αντικειμενικά δεν θα μπορούσε) όρους, δομές και μορφές(άμεσης και όχι μόνο έμμεσης-πολιτικής) διεύθυνσης της παραγωγής και της οικονομίας. Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να γίνει παρά μόνο σε συνάρτηση με ανάλογη διαμόρφωση παραγωγικών σχέσεων που να της αντιστοιχούν. Ή, όπως και στις θέσεις του ΚΚΕ αναφέρεται:
«Κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση η εργατική τάξη σταδιακά και όχι ενιαία αποκτά τη δυνατότητα να έχει ολοκληρωμένη γνώση των διαφορετικών τμημάτων της παραγωγικής διαδικασίας, της επιτελικής δουλειάς, ουσιαστικό ρόλο στην οργάνωση της εργασίας»
Αυτή η σχέση πραγμάτων θέτει πολλά σοβαρά και σύνθετα ζητήματα. Ζητήματα που ελάχιστη σχέση έχουν (όσον αφορά τον πυρήνα του ζητήματος) με το επίπεδο ανάπτυξης της χώρας όπου πραγματοποιείται η επανάσταση. Συνδέονται με το επίπεδο διαμόρφωσης των παραγωγικών σχέσεων σοσιαλιστικού χαρακτήρα και το αντίστοιχο επίπεδο συγκρότησης της εργατικής τάξης. Ζητήματα δηλαδή που θα υφίστανται στο ακέραιο ακόμα και για την πιο αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα στον κόσμο. Όταν λοιπόν η ηγεσία του ΚΚΕ (και πολλοί άλλοι) δίνουν τον αποφασιστικό ρόλο στο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, δείχνουν πόσο λίγο έχουν κατανοήσει την ουσία του ζητήματος. (Ή πόσο «δεν θέλουν» να την κατανοήσουν).
Σ’ αυτήν τη μακρόχρονη ιστορική περίοδο επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, οι δύο πλευρές της συνάρτησης (παραγωγικές σχέσεις και επίπεδο συγκρότησης της εργατικής τάξης) μπορούν να αναπτύσσονται σε διαλεκτική σχέση μεταξύ τους. Σε μια σχέση όπου η ανάπτυξη της μιας πλευράς θα στηρίζει και θα προωθεί την άλλη και αντίστροφα. Ταυτόχρονα, και επειδή στην πραγματική ζωή το ζήτημα θα κρίνεται «την κάθε στιγμή», ο κρίσιμος παράγοντας αυτή την κάθε στιγμή θα είναι η ικανότητα της εργατικής τάξης να υπερασπίζεται την «αρμοδιότητά» της.
Απέναντι σ’ αυτά τα τόσο σημαντικά προβλήματα η ηγεσία του ΚΚΕ στέκεται σχεδόν σαν να μην έχει τρέξει τίποτα στον κόσμο. Σαν να μην έχει υπάρξει η παλινόρθωση, να μην έχουν μεσολαβήσει οι τεράστιες ανατροπές που έχουν συντελεστεί, σαν να μην έχουν υπάρξει οι γνωστές συνέπειες για το κίνημα και συνολικά την υπόθεση των λαών. Αντιμετωπίζει -όπως ήδη αναφέρθηκε- το ζήτημα του μετασχηματισμού των παραγωγικών σχέσεων σαν να τις έχει έτοιμες και στο τσεπάκι. Τις ταυτίζει με την κρατικοποίηση των πάντων (που αυθαίρετα την ταυτίζει με την ολοκληρωμένη κοινωνικοποίηση), βάζει μπροστά το «σχέδιο» και προχωράει ολοταχώς προς τον… κομμουνισμό. Το μόνο που καταρχάς θα ’χαμε να πούμε σε σχέση με μια τέτοια λογική είναι πως όποιος νομίζει ότι ξοφλάει τόσο εύκολα με τόσο σύνθετα ζητήματα ή αυταπατάται ή εξαπατά.
Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Το πρώτο και βασικό εδώ είναι ότι στη βάση μιας τέτοιας λογικής αποσυνδέεται το ζήτημα των παραγωγικών σχέσεων από αυτό του φορέα αυτών των σχέσεων. Μόνο που σε κανένα κοινωνικό σύστημα οι παραγωγικές σχέσεις δεν στέκονται «στον αέρα». Εκφράζουν και εκφράζονται, προσδιορίζουν και προσδιορίζονται, στηρίζουν και στηρίζονται σε μια συγκεκριμένη κάθε φορά κοινωνική δύναμη, σε μια τάξη. Η αντιμετώπιση της διαμόρφωσής τους σαν πρόβλημα «επιστημονικού»-τεχνικού χαρακτήρα και σχεδιασμών αποπροσανατολίζει, συγκαλύπτει το γεγονός ότι η διαμόρφωση και ανάπτυξη αυτών των σχέσεων αποτελεί στην κύρια πλευρά του ζήτημα ταξικής πάλης.
Αυτή η «αποσύνδεση» στο πεδίο της θεωρίας καθόλου δεν σημαίνει ότι ισχύει και στην πραγματική ζωή. Στην πράξη οι σχέσεις διαμορφώνονται κάτω από την επίδραση συγκεκριμένων κάθε φορά κοινωνικών δυνάμεων.(Έως και σε βάση αντιπαράθεσης-σύγκρουσης μεταξύ τους). Μια τέτοια αντίληψη απλώς αποπροσανατολίζει και αδρανοποιεί την εργατική τάξη ως προς το ρόλο της σ’ αυτό το πεδίο και το αφήνει ελεύθερο στην επίδραση άλλων δυνάμεων. Όπως άλλωστε συνέβη και όπως θα ξανασυμβεί αν αυτή η αντίληψη δεν ανατραπεί.

ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΙ ΚΑΙ ΑΝΑΛΟΓΙΕΣ

Κεντρικό στοιχείο αυτής της λογικής, η θεώρηση του κεντρικού σχεδιασμού της οικονομικής ζωής σαν της κατεξοχήν κομμουνιστικής παραγωγικής σχέσης, η αναγωγή του σε πεμπτουσία του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής. Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση μιας τέτοιας θεώρησης έχει ο τρόπος που γίνεται αντιληπτό το ζήτημα των «αναλογιών» στην παραγωγή και την οικονομία (τι θα παραχθεί, σε ποιες ποσότητες, από ποιους, με ποιους τρόπους, πώς θα κατανεμηθούν οι πόροι, οι παραγωγικές δυνάμεις κ.λπ.). Και είναι αυτό που κατά την αντίληψη αυτή απαντάει στην «αναρχία» του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής κ.λπ. κ.λπ.
Εδώ χρειάζεται καταρχάς να προσδιοριστούν με πιο επαρκή τρόπο ορισμένα ζητήματα. Δεν είμαστε απόλυτα ακριβείς, λ.χ., όταν λέμε ότι το καπιταλιστικό σύστημα λειτουργεί απλώς «άναρχα». Το κεφάλαιο κάνει κι αυτό τους σχεδιασμούς του και μάλιστα όχι μόνο σε επίπεδο επιχειρήσεων αλλά και κεντρικά. Οι κρατικοί προϋπολογισμοί, ο ρυθμιστικός ρόλος των κεντρικών τραπεζών ή και άμεσα του κράτους, τα διάφορα κρατικά προγράμματα κ.ά. αποτελούν συγκεκριμένες εκφράσεις του πράγματος. Ταυτόχρονα η αναγκαιότητα τήρησης των «σωστών» αναλογιών (και ας προσπεράσουμε εδώ το μηχανιστικό χαρακτήρα και τη στατικότητα του σχήματος θεώρησης αυτού του ζητήματος) ισχύει τόσο για τη σοσιαλιστική όσο και για την καπιταλιστική οικονομία. Πόσω μάλλον που η παραβίασή τους και στη βάση των αναπόφευκτων εγγενών αντιφάσεων στην κάθε περίπτωση προκαλούν μικρές ή μεγάλες (ανάλογα) κρίσεις. Κρίσεις που δεν εκδηλώνονται μόνο στον καπιταλισμό, αλλά με το δικό τους τρόπο και στη δική τους κλίμακα και στη σοσιαλιστική οικονομία, όπως άλλωστε συνέβη και ιδιαίτερα στην περίοδο που συνεχίζει να θεωρεί σοσιαλιστική το ΚΚΕ (μετά το1956). Μόνο που όποιος πιστεύει ότι αυτό οφείλεται στην ελλιπή επιστημονική προσέγγιση των οικονομικών δεδομένων (ή ότι οι καπιταλιστές δεν χρησιμοποιούν την επιστήμη) απλώς δεν έχει αντιληφθεί ουσιαστικά στοιχεία της οικονομικής λειτουργίας μιας κοινωνίας.
Οι διαφορές, και μάλιστα θεμελιακού χαρακτήρα, βρίσκονται αλλού. Στον καπιταλισμό η ρύθμιση των αναλογιών, ας πούμε, ανατίθεται -καθώς λέγεται- στην αγορά. Στην προσφορά και τη ζήτηση. Μόνο που το κρίσιμο και αποφασιστικό στοιχείο εδώ βρίσκεται σ’ αυτό που καθορίζει την «προσφορά» και καναλιζάρει τη «ζήτηση». Στις «εσωτερικές» παραγωγικές οικονομικές σχέσεις που διέπουν τη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος. Στην κυριαρχία της κεφαλαιοκρατικής αστικής τάξης πάνω στην εργατική και τη μετατροπή της εργατικής δύναμης σε εμπόρευμα. Στην παρακράτηση και «διαχείριση» από τη μεριά της τής υπεραξίας. Στην ανάδειξη του κέρδους σε πυρήνα και κινούσα δύναμη του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Και, για να σταθούμε σ’ αυτό που κύρια εδώ μας ενδιαφέρει, η «ρύθμιση των αναλογιών» δεν επιχειρείται στη βάση τού τι χρειάζεται να παραχθεί, των αναγκών (ή αλλιώς της «πραγματικής ζήτησης»), αλλά του τι είναι αυτό που μπορεί να αποφέρει το άμεσο μέγιστο δυνατό κέρδος στους καπιταλιστές. Όλα τα άλλα έρχονται δεύτερα.
Εδώ βρίσκεται και μια θεμελιώδης διαφορά. Ο σοσιαλισμός έχει σαν πυρήνα της ύπαρξής του την κατάργηση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και συνολικά την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Όσον αφορά την οργάνωση της παραγωγής και γενικότερα της οικονομικής ζωής, έχει σαν αντικείμενό της την ικανοποίηση των διευρυνόμενων ανθρώπινων αναγκών στη βάση των αναπτυσσόμενων παραγωγικών δυνατοτήτων (ο βασικός οικονομικός νόμος του σοσιαλισμού κατά Στάλιν).Το πώς υλοποιούνται ωστόσο αυτά στο πεδίο της παραγωγής, της οικονομίας και συνολικά της κοινωνίας είναι ένα ξεχωριστό πρόβλημα. Το να θεωρεί κανείς ότι αυτό αντιμετωπίζεται και μάλιστα με πληρότητα με βάση την κεντρική σχεδιοποίηση και μόνο, κάνει το λιγότερο λάθος. Το να ανακαλύπτει στη χρήση των ηλεκτρονικών υπολογιστών τη λυδία λίθο που θα επιτρέπει την ακριβή αποτύπωση των «αντικειμενικών αναλογιών» και άρα… κ.λπ. αγγίζει τα όρια της φαιδρότητας.
Αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι δεν χρειάζεται η σχεδιοποίηση (κεντρικά ή κατά τομείς κ.λπ.). Ίσα ίσα. Μόνο που πρέπει να θεωρείται και να αντιμετωπίζεται σαν αυτό που κατά βάση είναι. Ένα όργανο τεχνοοικονομικού κυρίως χαρακτήρα, προσαρμοσμένο στις ανάγκες της σοσιαλιστικής οικονομίας. Όπως η κρατικοποίηση των μέσων παραγωγής είναι αναγκαία αλλά δεν ταυτίζεται με την πλήρη κοινωνικοποίηση, έτσι και η σχεδιοποίηση είναι αναγκαία αλλά δεν μπορεί να ανάγεται στην καθαυτή «κομμουνιστική» παραγωγική σχέση. Το αν θα λειτουργήσει προς αυτήν ή εκείνη την κατεύθυνση δεν καθορίζεται ούτε από μόνο το γεγονός της ύπαρξής της ούτε από το πόση «επιστημονικότητα» χαρακτήρισε την κατάρτισή της. Καθορίζεται (και στο σοσιαλισμό) από τις «εσωτερικές» παραγωγικές, οικονομικές, κοινωνικές σχέσεις και συσχετισμούς που διέπουν τόσο το χαρακτήρα και την κατεύθυνση της σχεδιοποίησης όσο και τη συνολική λειτουργία της σοσιαλιστικής οικονομίας.
Για να το θέσουμε πιο συγκεκριμένα και πιο απλά. Η ΣΕ λειτούργησε στη βάση των σχεδιασμών (κεντρικών και κατά τομείς) τόσο μέχρι το 1956 όσο και στα χρόνια που ακολούθησαν. Τι αλήθεια νομίζει κανείς ότι καθόρισε τις επιλογές και τις κατευθύνσεις αυτών των σχεδίων τόσο στη μια όσο και στην άλλη περίοδο; Μήπως η επιστήμη, που ασφαλώς χρησιμοποιήθηκε και στις δύο περιπτώσεις; Να θεωρήσουμε ότι υπάρχουν διαφορετικές επιστήμες ή διαφορετικές αναγνώσεις της επιστήμης; Ή να το αποδώσουμε μήπως στην έλλειψη ηλεκτρονικών υπολογιστών; Και επειδή προφανώς υπήρξαν διαφορετικές αναγνώσεις της επιστήμης (ή «επιστήμης»), το αποφασιστικό κριτήριο που καθόρισε τόσο το είδος της ανάγνωσης όσο και -κυρίως- την κατεύθυνση των σχεδιασμών, θα πρέπει να το αναζητήσουμε και πάλι αλλού.
Καμία επιστήμη (όσο κι αν είναι πάντα χρειαζούμενη) δεν μπορεί ποτέ να υποκαταστήσει τη ζώσα πραγματικότητα μιας κοινωνίας. Και σε καμία περίπτωση αυτή η ζώσα πραγματικότητα δεν μπορεί να υπαχθεί ολότελα στους όρους κάποιου σχεδιασμού. Θα εξελιχθεί κατά κύριο λόγο με βάση «τον εαυτό της», δηλαδή τις πραγματικές σχέσεις στη βάση των οποίων λειτουργεί, τις σχέσεις και τους συσχετισμούς ανάμεσα στις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, που μέρος και έκφρασή τους αποτελούν άλλωστε και αυτοί οι σχεδιασμοί. Έτσι άλλωστε έγινε στην πράξη και έτσι θα συνεχίσει να γίνεται.

ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ

Σε σχέση μ’ αυτό θα μπορούσαμε να αναφερθούμε ακόμη και σε προβληματισμούς που αναπτύχθηκαν στο πλαίσιο του ΚΚΕ αλλά μείνανε στα μισά του δρόμου.
«Με άλλα λόγια, η επέκταση και κυριαρχία του νέου τρόπου παραγωγής δεν αποτελεί μονόπρακτο έργο. Γίνεται στα πλαίσια μιας μακρόχρονης επαναστατικής μεταβατικής περιόδου με ποικιλία φάσεων, καμπών, στροφών ανόδου ή και οπισθοδρόμησης. Οι αρχές της δεκαετίας του ’50 κυοφορούν μια νέα φάση από την εξέλιξη της οποίας θα προκύψει νέο σημείο στροφής είτε μιας νέας ώθησης για το πέρασμα προς τον κομμουνισμό είτε στασιμότητας και οπισθοδρόμησης». (Ε. Μπέλλου, εισαγωγικό σημείωμα στο έργο του Στάλιν για τα «Οικονομικά Προβλήματα του Σοσιαλισμού»).
Αλλά ας δώσουμε το λόγο στον ίδιο τον Στάλιν.
«Πώς να εξηγήσουμε αυτήν την ιδιομορφία (της διατήρησης ορισμένων προσοσιαλιστικών μορφών); Το ζήτημα είναι ότι στις σοσιαλιστικές συνθήκες η οικονομική ανάπτυξη γίνεται όχι μέσω μιας σειράς επαναστατικών ανατροπών αλλά μιας σειράς βαθμιαίων αλλαγών, όπου το παλιό δεν καταργείται απλώς πέρα για πέρα αλλά αλλάζει η φύση του σύμφωνα με το καινούριο, διατηρώντας μονάχα τη μορφή του, και το καινούριο δεν καταργεί απλώς το παλιό αλλά διεισδύει μέσα στο παλιό, αλλάζοντας τη φύση του, τις λειτουργίες του, όχι καταστρέφοντας τη μορφή του αλλά χρησιμοποιώντας την για την ανάπτυξη του καινούριου. Έτσι έχουν τα πράγματα όχι μόνο με τα εμπορεύματα αλλά και με τα χρήματα μέσα στην οικονομική μας κυκλοφορία όπως επίσης και με τις τράπεζες που χάνοντας τις παλιές τους λειτουργίες και αποκτώντας καινούριες διατηρούν την παλιά μορφή η οποία χρησιμοποιείται στο σοσιαλιστικό καθεστώς […] Αν εξετάσουμε το ζήτημα από την τυπική του άποψη, μπορεί να καταλήξουμε στο λαθεμένο συμπέρασμα ότι οι κατηγορίες του καπιταλισμού διατηρούν την ισχύ τους στη δική μας οικονομία[…] αν το εξετάσουμε μαρξιστικά και στη βάση της διάκρισης μορφής και περιεχομένου, τότε το συμπέρασμα είναι ότι από τις παλιές κατηγορίες του καπιταλισμού διατηρήθηκε σ’ εμάς κατά κύριο λόγο η μορφή, η εξωτερική εμφάνιση, αλλά στην ουσία άλλαξαν σ’ εμάς ριζικά σύμφωνα με τις απαιτήσεις της ανάπτυξης της σοσιαλιστικής λαϊκής οικονομίας».
Ποιο είναι το ζήτημα που κατά την εκτίμησή μας -κυρίως- θέτει εδώ ο Στάλιν. Ότι «οι μετασχηματισμός των σχέσεων δεν γίνεται εφάπαξ, αλλά σε μια πορεία, όπου το νέο (σοσιαλιστικό) περιεχόμενο εκτοπίζει το παλιό»(Β. Σαμαράς, «Η Αριστερά απέναντι στον εαυτό της»). Αναφέρεται, με άλλα λόγια, στο πώς αντιλαμβάνεται (μετά από μια εμπειρία τριάντα και πλέον χρόνων σοσιαλιστικής οικοδόμησης) τη διαδικασία διαμόρφωσης-ανάπτυξης των νέων, των σοσιαλιστικών, κομμουνιστικών σχέσεων.
Ας περάσουμε ωστόσο στο πώς αντιλαμβανόμαστε αυτό το ζήτημα από τη δική μας μεριά.
«Οι βασικές επαναστατικές ανατροπές και μετασχηματισμοί δημιουργούν μια νέα βάση, νέα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα, νέο “περιβάλλον”. Αποτελούν την πρώτη-βασική, τη στοιχειώδη μορφή των νέων σοσιαλιστικών σχέσεων που ανατρέπουν την κυριαρχία των παλιών, που τις εκτοπίζουν, περιορίζουν, καταστρέφουν, χωρίς ωστόσο να μπορούν να διαμορφωθούν άμεσα στην ολοκληρωμένη (κομμουνιστική) τους μορφή. Δηλαδή την πλήρη καθολική και ουσιαστική κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, και συνολικά της οικονομίας, την πλήρη καθιέρωση της “αρμοδιότητας” της εργασίας σε όλες τις εκδηλώσεις της οικονομικής και κοινωνικής ζωής, από την παραγωγή μέχρι τον πολιτισμό, την πλήρη, καθολική και ουσιαστική ηγεμονία της εργατικής τάξης, του κόσμου της εργασίας, την εξαφάνιση της διάκρισης πνευματικά και χειρωνακτικά εργαζομένων κ.λπ.
»Αυτό σημαίνει ότι και στις νέες συνθήκες επιβιώνουν μορφές, κατηγορίες, σχέσεις της παλιάς κοινωνίας και εδώ θα πρέπει να υπογραμμισθεί το εξής. Δεν επιβιώνουν μόνο ως μορφή, ως ένα άδειο κέλυφος (αν ήταν έτσι θα ’χε ελάχιστη σημασία) αλλά ως ένα βαθμό και σαν περιεχόμενο. Ακόμη περισσότερο, και στις νέες σχέσεις, στις νέες μορφές που καθιερώνονται, επιβιώνει, “διεισδύει” -και πάλι ως ένα βαθμό και με έναν τρόπο- το παλιό περιεχόμενο (όχι μόνο το νέο στο παλιό αλλά και το παλιό στο νέο). Αυτά σημαίνουν, συνεπάγονται δύο διαφορετικής κατεύθυνσης πράγματα. Στις νέες συνθήκες, στις προσοσιαλιστικές μορφές που επιβιώνουν έχουν αποδυναμωθεί ο καπιταλιστικός χαρακτήρας και περιεχόμενό τους. Το “περιβάλλον” στο οποίο πλέον λειτουργούν δεν τις ευνοεί, δεν τις τροφοδοτεί, δεν τις ενισχύει, δεν τους προσφέρει πεδίο δράσης, αλλά η όλη λειτουργία τους καθορίζεται -και περιορίζεται- από την κυριαρχία του σοσιαλιστικού συστήματος. Από την άλλη μεριά […] στις σοσιαλιστικές μορφές και σχέσεις που έχουν καθιερωθεί επιβιώνουν ως ένα βαθμό προσοσιαλιστικές επιδράσεις και χαρακτηριστικά […]
»Σε μια τέτοια βάση θεωρούμε ότι ο μετασχηματισμός των παραγωγικών (και όχι μόνο) σχέσεων δεν είναι κάτι που γίνεται εφάπαξ, αλλά μια συνεχής διαδικασία συνολικά και στο “σώμα” τής κάθε σχέσης ξανά και ξανά για μια ολάκερη ιστορική περίοδο. Στην ίδια πάντα λογική θεωρούμε ότι αυτό δεν αποτελεί ένα τεχνοκρατικό, ένα ζήτημα επεξεργασίας (που κι αυτό βέβαια χρειάζεται) αλλά στην κύρια πλευρά του ένα (σύνθετο) ζήτημα ταξικής πάλης που συνεχίζεται. Με τον ίδιο πάντα τρόπο αυτό σημαίνει ότι πράγμα-τι (ιδιαίτερα στην πρώτη φάση) δεν υπάρχουν σχέσεις “καθαρά” σοσιαλιστικές ή καθαρά αστικές, αλλά πως ο τέτοιος ή αλλιώτικος χαρακτήρας τους προσδιορίζεται από τη σχέση τους με τη συνολική κίνηση και την πορεία της ταξικής πάλης […]
»Αυτή η διαδικασία στην κύρια, την πιο ουσιαστική πλευρά της είναι ζήτημα καθημερινής πραγμάτωσης, βήμα το βήμα, στην κάθε σχέση, στο κάθε πεδίο ξανά και ξανά, νέο πάνω στο νέο που θα υλοποιεί τις νέες σχέσεις σε όλο και πιο προωθημένη μορφή, σε όλο και ανώτερο επίπεδο και σε καθολική κλίμακα, στην κάθε μορφή και σχέση αλλά και σ’ όλες τους τις αλληλοσυνδέσεις, αλληλεξαρτήσεις, αλληλοπροσδιορισμούς και αλληλεπιδράσεις […]Αυτό ωστόσο καθόλου δεν σημαίνει ότι παύει να είναι πλέον μια οικονομική, κοινωνική διαδικασία και μετατρέπεται σ’ ένα πρόβλημα “κατάλληλων” πολιτικών αποφάσεων και αντίστοιχης ρυθμιστικής αρμοδιότητας κάποιου οργάνου. Δεν σημαίνει ότι αποτελεί -στην κύρια πλευρά του- ζήτημα ενός προγραμματισμού ο οποίος μπορεί να υποκαταστήσει την κοινωνική εξέλιξη. Δεν σημαίνει καθόλου ότι καταργείται ο “χρόνος” που πρέπει να βιώσουν προτού ολοκληρωθούν οι νέες σχέσεις, ότι οι “βιολογικές παραλλαγές που εξελίσσονται σε μια ορισμένη κατεύθυνση” μπορεί με τις κατάλληλες ορμόνες να θεριέψουν μεμιάς και να μας δώσουν τους καρπούς τους» (Β. Σαμαράς, «Η Αριστερά απέναντι στον εαυτό της»).
Και για να συνοψίσουμε. Αυτή η διαμόρφωση-εξέλιξη των παραγωγικών σχέσεων ούτε στον καπιταλισμό γίνεται τόσο «αυθόρμητα» (όπως αναφέρεται στις θέσεις του ΚΚΕ) ούτε στο σοσιαλισμό τόσο «σχεδιασμένα». Γίνεται κατά κύριο λόγο στη βάση και με όρους ταξικής πάλης. Όσον αφορά το σκέλος των παραγωγικών δυνάμεων, η ανάπτυξή τους (ως το πιο «ευκίνητο» μέρος της συζυγίας), αναδεικνύοντας τις αντιφάσεις ή το παρωχημένο των υπαρχουσών σχέσεων, οξύνει περισσότερο τις αντιθέσεις και την πάλη για την αναδιαμόρφωσή τους στη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Μια πάλη που στο πλαίσιο του καπιταλισμού διεξάγεται με όρους κυριαρχίας της κεφαλαιοκρατικής αστικής τάξης, ενώ στο πλαίσιο της μεταβατικής σοσιαλιστικής κοινωνίας με βάση εντελώς διαφορετικούς όρους και συσχετισμούς. Αυτό δεν αναιρεί το ρόλο και τη δράση των υποκειμένων. Ίσα ίσα, τους υπογραμμίζει. Ταυτόχρονα ωστόσο προσδιορίζει το χαρακτήρα και τα ιστορικά κάθε φορά όρια της παρέμβασής τους. Από την άποψη αυτή, το καθοριστικό στη διαμόρφωση αυτών των σχέσεων δεν είναι η «επιστημονική» τους επεξεργασία αλλά το «αποτύπωμα» που αφήνει κάθε φορά ο όλο και πιο ενεργός ρόλος της εργατικής τάξης στο πλαίσιο αυτής της ταξικής πάλης, με όποιες μορφές και όρους αυτή συνεχίζεται.
Σ’ αυτή τη βάση, η αναγωγή του κεντρικού σχεδιασμού σε πεμπτουσία του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής και η αντίληψη δυνατότητας «σχεδιοποίησης» της εξέλιξης των παραγωγικών σχέσεων έχει μια κρίσιμη συνέπεια. Με αυτήν τη λογική δεν έχουμε πλέον ένα όργανο σχεδιοποίησης στη βάση των κάθε φορά αναγκών της σοσιαλιστικής οικονομίας-κοινωνίας, αλλά μια μετατόπιση της «αρμοδιότητας της αρμοδιότητας». Δηλαδή την υποκατάσταση του φορέα τού κοινωνικού μετασχηματισμού (της εργατικής τάξης) από ένα κέντρο «προγραμματισμού της ιστορίας». Και εδώ βρίσκεται το μάλλον σημαντικότερο ζήτημα. Γι’ αυτό και θα μας απασχολήσει κάπως ιδιαίτερα

ΓΙΑ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΦΟΡΕΑ

Για το ζήτημα του φορέα, στο σημείο 23 των θέσεων του ΚΚΕ αναφέρεται:
«Η εργατική τάξη, ως ο φορέας των κομμουνιστικών σχέσεων που δημιουργούνται, ως ο συλλογικός ιδιοκτήτης των κοινωνικοποιημένων μέσων παραγωγής, είναι η μόνη τάξη που μπορεί να ηγηθεί της πάλης για την ολοκληρωτική κυριαρχία των κομμουνιστικών σχέσεων, την “εκμηδένιση” των τάξεων και την “απονέκρωση” του κράτους».
Έχουμε εδώ μια τοποθέτηση που, σ’ αυτήν ή εκείνη την παραλλαγή της, μπορεί να τη συναντήσει κανείς σε θέσεις σειράς μαρξιστικών τάσεων (και σε δικές μας). Το ζήτημα ωστόσο βρίσκεται πέρα από μια τοποθέτηση που είναι γενικά αποδεκτή σε χώρους που αναφέρονται στον κομμουνισμό. Βρίσκεται στο πώς αντιλαμβάνονται όλοι αυτοί την ουσία του ζητήματος, τι ακριβώς εννοούν και πώς αυτό εκφράζεται στο σύνολο των τοποθετήσεών τους. Εμάς εδώ θα μας απασχολήσει η περίπτωση του ΚΚΕ.
Να ξεκινήσουμε λέγοντας ευθέως και χωρίς περιφράσεις την εκτίμησή μας, που άλλωστε έχει γίνει λίγο-πολύ αντιληπτή από τα όσα αναφέραμε στις προηγούμενες σελίδες μας. Έχουμε λοιπόν την άποψη ότι η ηγεσία του ΚΚΕ αυτό που βλέπει στην πραγματικότητα σαν φορέα του κομμουνιστικού μετασχηματισμού (και ό,τι εννοεί μ’ αυτό) είναι το κόμμα-κράτος και στην πραγματικότητα -το αντιλαμβάνεται ή όχι- το κράτος. Ταυτόχρονα και με βάση το σύνολο των δεδομένων του ζητήματος, εμείς «πίσω» απ’ αυτό το κράτος διακρίνουμε το ιδιαίτερο βάρος και σημασία που παίρνει (ξανά) ο ρόλος της ιντελιγκέντσιας ή «εργαζόμενης διανόησης» ή όπως αλλιώς την ονομάσουμε. Μια τέτοια εκτίμηση τη στηρίζουμε καταρχάς στη συγκάλυψη -από την ηγεσία του ΚΚΕ- του ρόλου που έπαιξε αυτό το κοινωνικό στρώμα στη διαδικασία της παλινόρθωσης. Στην αποσιώπηση του ότι αυτή η κοινωνική δύναμη διαμορφώθηκε και ανδρώθηκε στο πλαίσιο του κρατικού-κομματικού μηχανισμού και των αντίστοιχων οικονομικών μηχανισμών (κεντρικού σχεδιασμού, διευθυντικού προσωπικού επιχειρήσεων κ.λπ.). Στην υποβάθμιση του γεγονότος ότι ο ρεβιζιονισμός, η ιντελιγκέντσια και η Νέα Αστική Τάξη στην οποία αυτή εξελίχθηκε στήριζαν για δεκαετίες την κυριαρχία τους πάνω στην εργατική τάξη και τους λαούς της ΣΕ ακριβώς στο κράτος, το «κόμμα» και εν γένει τους μηχανισμούς οικονομικής, κρατικής, κοινωνικής εξουσίας. Στην παράκαμψη του ότι αυτό το μπλοκ εξουσίας διαμόρφωσε όλα αυτά τα χρόνια μια ολάκερη «κομμουνιστική» (ρεβιζιονιστική) ιδεολογία σαν θεωρητικό ιδεολογικό στήριγμα της κυριαρχίας του. Ακριβώς επειδή στοιχεία αυτής της ιδεολογίας συνεχίζουν να χαρακτηρίζουν τις αντιλήψεις της ηγεσίας του ΚΚΕ. Πέρα από όσα ήδη αναφέραμε, ας δώσουμε ένα ακόμα χαρακτηριστικό απόσπασμα.
«Το κόμμα […] είναι η ανώτερη μορφή κοινωνικοπολιτικής οργάνωσης, η καθοδηγητική και κατευθυντήρια δύναμη της σοβιετικής κοινωνίας. Το κόμμα καθοδηγεί τη μεγάλη δημιουργική δραστηριότητα του σοβιετικού λαού, προσδίδει οργανωμένο, σχεδιασμένο, επιστημονικά θεμελιωμένο χαρακτήρα στον αγώνα για την επιτυχία του τελικού σκοπού. Τη νίκη του σοσιαλισμού».
Όχι, το απόσπασμα δεν είναι από τις θέσεις του ΚΚΕ. Είναι από την εισήγηση του Χρουστσόφ στο 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Ταυτόχρονα σ’ αυτή την εκτίμηση μας οδηγεί το σύνολο των τοποθετήσεων του ΚΚΕ, όπου πλήθος αναφορών συνθέτουν μια συγκεκριμένη αντίληψη για το ζήτημα που εδώ μας απασχολεί. Παρ’ όλο που ήδη έχουμε παραθέσει σειρά αποσπασμάτων από αυτές τις θέσεις, θεωρούμε χρήσιμο να παραθέσουμε μερικά ακόμη πριν προχωρήσουμε παρακάτω.
«Η κοινωνικοποίηση στο σοσιαλισμό, όπως και όλη η οργάνωση της οικονομίας και κοινωνίας, πραγματοποιείται μέσω του κράτους της εργατικής τάξης, υπό την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος, το οποίο στηρίζεται στην κινητοποίηση των εργατικών μαζών, στον εργατικό έλεγχο»(Σημείο 5).
«Ο νομοτελειακός ρόλος του Κόμματος στη διαδικασία της σοσιαλιστικής θεμελίωσης και ανάπτυξης εκφράζεται στην καθοδήγηση της εργατικής εξουσίας, στην κινητοποίηση μαζών για τη συμμετοχή σε αυτήν. Η εργατική τάξη συγκροτείται ως ηγετική δύναμη της νέας εξουσίας, πάνω απ’ όλα με το Κόμμα της» (Σημείο 21).
«Η ταξική συνείδηση στο σύνολο της εργατικής τάξης δε διαμορφώνεται αυθόρμητα και ενιαία. Η άνοδος της κομμουνιστικής συνείδησης των μαζών της εργατικής τάξης καθορίζεται πρώτα απ’ όλα από την ενίσχυση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής και από το επίπεδο της εργατικής συμμετοχής, με την καθοδήγηση του ΚΚ που είναι ο κύριος φορέας διείσδυσης της επαναστατικής συνείδησης στις μάζες […] Η συνείδηση της πρωτοπορίας οφείλει να βρίσκεται πάντα πιο μπροστά από τη συνείδηση που διαμορφώνουν μαζικά στην εργατική τάξη οι οικονομικές σχέσεις. Από εδώ προκύπτει και η αναγκαιότητα το ίδιο το Κόμμα να έχει υψηλή θεωρητική, ιδεολογική στάθμη και ατσάλωμα […]» (Σημείο 21)
Πέρα από αυτό καθαυτό το περιεχόμενο αυτών των τοποθετήσεων, εμπεριέχουν και αυτό στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε. Μια τάση μετατόπισης της «αρμοδιότητας» από την τάξη στο κόμμα. Στις απόψεις της αυτές η ηγεσία του ΚΚΕ -όπως επίσης έχουμε αναφερθεί- πάει πίσω και από ορισμένες προσεγγίσεις που αποπειράθηκε το 1995, όπου διαβάζουμε:
«Η διόγκωση του συγκεντρωτισμού σε βάρος της δημοκρατίας προκάλεσε σοβαρές παρενέργειες στην οικονομική ανάπτυξη, στην ικανοποίηση των συλλογικών συμφερόντων, έγινε παράγοντας εξασθένισης της υπεράσπισης του σοσιαλιστικού συστήματος». Και ακόμη:
«[…] παραβιάσεις και αποκλίσεις που συνοψίζονται στην ποιότητα της σχέσης των εργαζομένων με τη σοσιαλιστική ιδιοκτησία, την προσέλκυση των εργαζομένων στην άσκηση της λειτουργίας της εξουσίας σε αρμονική σχέση με την αυξανόμενη σημασία της κεντρικής διεύθυνσής της». Επίσης:
«Υποτιμήθηκε η πολυπλοκότητα της διαδικασίας για καλλιέργεια σοσιαλιστικής συνείδησης μέσα από την άμεση ενεργητική συμμετοχή στην επίλυση των προβλημάτων της οικοδόμησης, της διεύθυνσης των κοινωνικών και πολιτικών υποθέσεων».
Τώρα, αν απλώς «υποτιμήθηκε» ή κάποιοι (η διευθύνουσα ρεβιζιονιστική ελίτ) αυτήν ακριβώς την ενεργό συμμετοχή ήθελαν να αποτρέψουν με κάθε τρόπο, ας το συμπεράνει ο καθένας.

ΜΙΑ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗ ΚΑΙ ΕΝΑ ΕΡΩΤΗΜΑΤΙΚΟ

Από την άλλη μεριά, οφείλουμε να επισημάνουμε στις θέσεις του ΚΚΕ ορισμένες προσεγγίσεις που -τουλάχιστον- προβληματίζουν, μια και δείχνουν να κινούνται σε κατεύθυνση που δεν εναρμονίζεται και τόσο με όσα εκτίθενται στο κύριο και βασικό μέρος των εκτιμήσεών του.
Λέει στο σημείο 24:
«Στο πρώτο Σύνταγμα της PΣOΣΔ και στο πρώτο Σύνταγμα της EΣΣΔ του1924 (καθώς και στα Συντάγματα των Δημοκρατιών του 1925), η σχέση κρατικού μηχανισμού–μαζών πραγματοποιούνταν μέσω της έμμεσης εκλογικής αντιπροσώπευσης των εργαζομένων με την παραγωγική αρχή οργάνωσης των εκλογών. Το εκλογικό δικαίωμα κατοχυρωνόταν μόνο στους εργαζόμενους (όχι γενικώς στους πολίτες)». 
Και ακόμη, και πάλι από το σημείο 24:
«Με το Σύνταγμα του 1936 καθιερώθηκε η άμεση αντιπροσώπευση, στη βάση της εδαφικής αρχής (εκλογική μονάδα έγινε η περιφέρεια και η αναλογία εκπροσώπησης με βάση τον αριθμό κατοίκων). Καταργήθηκε η διεξαγωγή των εκλογών στις εκλογικές συνελεύσεις και καθιερώθηκε η διεξαγωγή τους μέσω εκλογικών τμημάτων. Γενικεύτηκε το εκλογικό δικαίωμα με την καθολική μυστική ψηφοφορία». 
Επίσης από το ίδιο σημείο: 
«Η κριτική προσέγγιση αυτών των αλλαγών εστιάζεται στην ανάγκη να μελετηθεί παραπέρα η λειτουργική υποβάθμιση της παραγωγικής μονάδας ως πυρήνα οργάνωσης της εργατικής εξουσίας λόγω της κατάργησης της παραγωγικής αρχής και της έμμεσης εκλογής μέσω συνεδρίων και συνελεύσεων».
Ταυτόχρονα παρατίθεται απόσπασμα από την εισήγηση του Ζντάνοφ στην Ολομέλεια της ΚΕ του ΠΚΚ(μπ) το Φλεβάρη-Μάρτη του 1937, που επιχειρηματολογεί για την αναγκαιότητα αυτών των αλλαγών. 
«[…] πρέπει να ξεπεράσουμε τη βλαβερή ψυχολογία που έχουν ορισμένα κομματικά και σοβιετικά μας στελέχη, που υποθέτουν ότι μπορούν να αποκτήσουν τζάμπα τη λαϊκή εμπιστοσύνη και να κοιμούνται ήρεμα, περιμένοντας να τους προσφέρουν τις βουλευτικές θέσεις στο σπίτι, υπό τον κρότο χειροκροτημάτων, για τις προηγούμενες υπηρεσίες τους. Κατά τη μυστική ψηφοφορία δεν γίνεται να πάρεις εμπιστοσύνη τζάμπα. […] Έχουμε ένα σημαντικό στρώμα στελεχών στις κομματικές και τις σοβιετικές οργανώσεις που θεωρούν ότι το καθήκον τους τελειώνει, στην ουσία, όταν εκλεγούν στο Σοβιέτ. Αυτό μαρτυρεί ο μεγάλος αριθμός υπευθύνων που δεν προσέρχεται στις ολομέλειες των Σοβιέτ, στις βουλευτικές ομάδες και τα τμήματα των Σοβιέτ μας, που αποφεύγουν να εκπληρώνουν βασικές βουλευτικές υποχρεώσεις. Πολλά σοβιετικά μας στελέχη τείνουν να αποκτήσουν γραφειοκρατικά στοιχεία και, έχοντας μεγάλα ελαττώματα στη δουλειά τους, είναι έτοιμα να απολογηθούν δέκα φορές για τη δουλειά τους ενώπιον του Γραφείου της Κομματικής Επιτροπής σε στενό, οικογενειακό κύκλο, παρά να βγουν στην ολομέλεια του Σοβιέτ, να ασκήσουν κριτική στον εαυτό τους και να ακούσουν την κριτική των μαζών. Νομίζω ότι το γνωρίζετε εξίσου καλά με μένα». 
Και καταλήγει στις θέσεις του το ΚΚΕ: 
«Πυρήνες της εργατικής εξουσίας θα είναι οι παραγωγικές μονάδες, οι τόποι εργασίας στους οποίους θα ασκείται και ο εργατικός κοινωνικός έλεγχος της διεύθυνσης». 
Εδώ, και σε σχέση με τα προηγούμενα, αναδεικνύονται δύο κυρίως ζητήματα. Το ένα αφορά αυτό καθαυτό το πρόβλημα και πώς αντιμετωπίζεται. Το δεύτερο, ποιο βάρος έχει αυτή η προσέγγιση και με ποιον τρόπο και σε ποιο βαθμό χαρακτηρίζει τις θέσεις του ΚΚΕ. Όσο μας αφορά και ανεξάρτητα από το τι εννοείται στις θέσεις του ΚΚΕ: Αντιμετωπίζουμε με τον πιο θετικό τρόπο τη συγκρότηση της εργατικής τάξης στη βάση των παραγωγικών μονάδων. Αυτό στη δική μας αντίληψη συνδέεται καταρχάς με την αναγκαιότητα η εργατική τάξη να πραγματοποιεί συνεχώς βήματα ως προς τον άμεσο έλεγχο από τη μεριά της τής παραγωγικής διαδικασίας και το πώς διαμορφώνονται οι σχέσεις στο πλαίσιό της και όχι μόνο τον «έλεγχο της διεύθυνσης». Ταυτόχρονα το εντάσσουμε στη βάση της γενικότερης κατεύθυνσης για αυτόνομη συγκρότηση της εργατικής τάξης σε όλα τα επίπεδα και με διάφορες μορφές (από τα πιο στοιχειώδη μέχρι το ανώτερο-πολιτικό). Από την άλλη μεριά, δεν θεωρούμε ότι αυτό αντιστρατεύεται απαραίτητα και σε κάθε περίπτωση το γενικό εκλογικό δικαίωμα. Όπως θα αναφερθούμε και παρακάτω, το συνδέουμε με το πώς αντιμετωπίζει κάθε φορά η εργατική τάξη τις άλλες κοινωνικές δυνάμεις του σοσιαλιστικού σχηματισμού.
Ταυτόχρονα θεωρούμε ότι ανήκει στα ζητήματα που χρειάζονται παραπέρα διερεύνηση και μελέτη, πολύ περισσότερο που πιστεύουμε πως, πέρα από αυτήν ή εκείνη τη θεωρητική προσέγγιση, το πρόβλημα θα τίθεται κάθε φορά στη βάση συγκεκριμένων πραγματικών δεδομένων και θα ζητάει ανάλογου χαρακτήρα απαντήσεις. Άλλωστε η εισήγηση του Ζντάνοφ (και οι αλλαγές που πραγματοποιήθηκαν το 1936), ανεξάρτητα από το πώς τις αξιολογεί κανείς, μας δείχνει τις αντιφάσεις, τα προβλήματα, ακόμα και στρεβλώσεις που εμφανίστηκαν και στις ως τότε μορφές συγκρότησης. Τώρα, αν ο Ζντάνοφ (και φυσικά και ο Στάλιν) διέκρινε από τα τότε τις τάσεις διαμόρφωσης μιας «εργατικής αριστοκρατίας» σε παράλληλη τροχιά και με κατεύθυνση σύγκλισης με ανάλογες τάσεις στο πεδίο της εν γένει «εργαζόμενης διανόησης», αυτό είναι ένα ζήτημα που χρειάζεται παραπέρα διερεύνηση.
Ως προς το ποια θέση έχουν αυτές οι προσεγγίσεις στις εκτιμήσεις του ΚΚΕ, υπάρχουν εδώ και πάλι δύο ερωτήματα. Το πρώτο αφορά το τι ακριβώς εννοεί και πώς αντιλαμβάνεται ουσιαστικά την αντιμετώπιση του ζητήματος που θέτει. Το δεύτερο αφορά το ποιο βάρος έχουν και πόσο χαρακτηρίζουν τη συνολική τοποθέτηση του ΚΚΕ στο ζήτημα που μας απασχολεί. Σε σχέση με το πρώτο, θα αποφύγουμε ερμηνείες που έτσι κι αλλιώς είναι παρακινδυνευμένες και που μπορεί να αποδειχθούν αυθαίρετες. Μια συσχέτιση θα μπορούσε -ίσως- να γίνει με τη θέση που θέτει σαν «ζήτημα μελλοντικής μελέτης» προβλήματα όπως «οι μορφές οργάνωσης της εργατικής συμμετοχής […]η σχέση τους με τον Κεντρικό Σχεδιασμό […] την εξέλιξη των Σοβιέτ ως μορφή δικτατορίας του προλεταριάτου» κ.ά. Αλλά και πάλι τίθεται το ερώτημα. Αν σε τόσο σημαντικά ζητήματα δεν έχει καταλήξει (και δεν το θεωρούμε καθόλου «αμάρτημα» αυτό μια και όντως σε πολλά ζητήματα χρειάζεται παραπέρα μελέτη), πώς γίνεται να εμφανίζει ένα έτοιμο ολοκληρωμένο και «τελειωμένο» σχέδιο πορείας προς τον κομμουνισμό;
Σε σχέση με το δεύτερο σημείο μπορούμε να είμαστε περισσότερο σαφείς. Ανεξάρτητα από το τι εννοεί εδώ η ηγεσία του ΚΚΕ, το στίγμα και η ουσία της αντίληψής της βρίσκονται σ’ αυτά που χαρακτηρίζουν το σύνολο των τοποθετήσεών της και διαμορφώνουν τη συλλογιστική και τον προσανατολισμό της. Έχοντας αναφερθεί αρκετά στα περισσότερα απ’ αυτά, μπορούμε εδώ να είμαστε αρκετά σύντομοι και επιγραμματικοί όσον αφορά την παράθεση των στοιχείων που συνθέτουν την αντίληψή της.
Αναφερόμαστε στην ουσιαστική αμφισβήτηση -παρά τη ρητορική αποδοχή- του μακροχρόνιου ιστορικού κοινωνικού χαρακτήρα του μετασχηματισμού της μεταβατικής σοσιαλιστικής κοινωνίας. Την άρνηση του μεταβατικού χαρακτήρα αυτής της κοινωνίας και συνακόλουθα της ταξικής πάλης που συνεχίζεται στο πλαίσιό της παρά την -ρητορική και πάλι- αποδοχή της. Την αντίληψη της πορείας προς τον κομμουνισμό στη βάση -ουσιαστικά- ενός προδιαγεγραμμένου, προσχεδιασμένου μοντέλου και συνεπώς δυνατότητας σχεδιοποίησης και προγραμματισμού αυτής της πορείας. Ειδικότερες εκφράσεις και στοιχεία αυτής της αντίληψης αποτελούν:
Η θεώρηση των οικονομικών νόμων και των νομοτελειών που διέπουν την κίνηση των πραγμάτων σαν κάτι πλήρως γνωστό από τα πριν, δεδομένο και απόλυτα ελέγξιμο.
Η αντίληψη που θέλει τον υποκειμενικό παράγοντα διαχρονικά κυρίαρχο («έξω» και «πάνω») των ιστορικών κοινωνικών διαδικασιών και παραμέτρων.
Η θεώρηση των (κομμουνιστικών) παραγωγικών σχέσεων σαν κάτι γνωστό και δεδομένο εκ των προτέρων.
Η αποσύνδεση της ύπαρξης -διαμόρφωσης- ανάπτυξης αυτών των σχέσεων από τις κοινωνικές δυνάμεις -αμοιβαίας- στήριξης, η αποσύνδεση από το ρόλο της εργατικής τάξης και της ταξικής πάλης.
Η διάσταση που -αντίθετα- δίνει στη δυνατότητα διαμόρφωσης αυτών των σχέσεων μέσω της «επιστήμης», της γνώσης των νόμων, νομοτελειών κ.λπ.
Η διάσταση που, γενικότερα και σε αναφορά με όλα τα ζητήματα, δίνει στο ρόλο και το ειδικό βάρος της επιστημονικότητας σε σχέση με αυτό της ταξικής πάλης.
Η ταύτιση της κρατικοποίησης με την πλήρη κοινωνικοποίηση και πραγμάτωση σχέσεων κομμουνιστικού χαρακτήρα.
Η αναγωγή της κεντρικής σχεδιοποίησης και ισόμετρης ανάπτυξης στον απόλυτο -ουσιαστικά- νόμο της σοσιαλιστικής οικονομίας που εκμηδενίζει όλους τους άλλους.
Η αναγωγή αυτού του σχεδιασμού στην κατεξοχήν κομμουνιστική παραγωγική σχέση, σε πεμπτουσία του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής.
Η διάσταση που δίνει στο πλαίσιο αυτού του σχεδιασμού στο ζήτημα των αναλογιών και κυρίως η μηχανιστική στατική θεώρησή του.
Η βαρύτητα που δίνει ως προς τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του κόμματος στην «επιστημονικότητα» απέναντι στη σχέση του με την τάξη και την ταξική πάλη.
Ο αντιδιαλεκτικός τρόπος με τον οποίο αντιλαμβάνεται τη σχέση πρωτοπορίας (κόμματος)-τάξης. Ένα πρόβλημα σοβαρό τόσο «πριν» όσο και, πολύ περισσότερο, μετά το πάρσιμο της εξουσίας, όπου παίρνει και κρίσιμο χαρακτήρα.
Η άνεση με την οποία προσπερνάει το ζήτημα της συγκέντρωσης αρμοδιοτήτων-εξουσιών σε ένα και μοναδικό κέντρο εξουσίας (κράτος-κόμμα).Και μάλιστα υπερθεματίζει. Ανάγει τον τρόπο κομματικής λειτουργίας (δημοκρατικός συγκεντρωτισμός) σε αρχή λειτουργίας της κοινωνίας και… πάει κι αυτό. «Λύθηκε»!
Όλα αυτά συγκλίνουν και συνθέτουν μια αντίληψη «προγραμματισμού της ιστορίας». Ο οποίος προγραμματισμός ευλόγως θα αναλαμβάνεται από τους ειδικούς, τους γνώστες των νόμων της οικονομίας και των νομοτελειών, εν γένει τους ικανούς να σχεδιάζουν «επιστημονικά». (Άσε που θα ξέρουν πλέον και από ηλεκτρονικούς υπολογιστές). Δηλαδή το κοινωνικό στρώμα που θα διαμορφώνεται και θα αναδεικνύεται σαν ελίτ της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Ή, όπως λέμε, εδώ ήρθαμε.

ΥΠΟΘΕΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ

Το ζήτημα του φορέα δεν εξαντλείται στη διακήρυξη πως η εργατική τάξη είναι ο φορέας της πορείας προς τον κομμουνισμό. Με βάση τα δεδομένα του προβλήματος χρειάζονται πιο συγκεκριμένοι προσδιορισμοί. Πολύ περισσότερο που αναφερόμαστε σ’ ένα πεδίο που έχει εμφανίσει νέα και σύνθετα προβλήματα. Ας εξηγηθούμε περισσότερο.
Την επανάσταση πραγματοποιεί η εργατική τάξη, συγκροτημένη ολόπλευρα μέχρι το ανώτερο πολιτικό επίπεδο (κόμμα) και σαν κύρια δύναμη ενός ευρύτερου μετώπου σύμμαχων κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων, συγκροτημένων σε δύναμη ανατροπής. Αυτή η συγκρότηση έχει πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο του προηγούμενου -καπιταλιστικού- καθεστώτος, στη βάση των αντιθέσεων που το χαρακτήριζαν, στο πεδίο της ταξικής πάλης και με τους όρους και τις προδιαγραφές αυτής της πάλης.
Το ίδιο κατά βάση μπλοκ δυνάμεων πραγματοποιεί (όχι χωρίς πιθανές αντιφάσεις, αντιθέσεις και διαχωρισμούς) τους πρωταρχικούς μετασχηματισμούς σοσιαλιστικού χαρακτήρα. Απαλλοτριώνοντας την πολιτική, οικονομική και κοινωνική κυριαρχία της αστικής τάξης, διαμορφώνει την πρωταρχική βάση του νέου -σοσιαλιστικού- σχηματισμού. Αυτή η εξέλιξη θα μπορούσε να θεωρηθεί και μια κατά κάποιον τρόπο «προέκταση» της επαναστατικής διαδικασίας και πάλης και στη βάση των όρων που αυτή διαμορφώθηκε και πραγματοποιήθηκε. Των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που την κίνησαν, των στόχων και των επιδιώξεων στη βάση των οποίων αναπτύχθηκε, των ζητημάτων που τέθηκαν προς απάντηση στην ημερήσια διάταξη.
Ταυτόχρονα οι ίδιοι αυτοί μετασχηματισμοί, οι ανατροπές που συντελούνταν, δημιουργούν εντελώς νέα δεδομένα, νέα προβλήματα που θέλουν τις «δικές τους» πλέον απαντήσεις. Θέτουν τους όρους στη βάση των οποί-ων ανοίγεται η μακρόχρονη, ιστορικού, κοινωνικού χαρακτήρα περίοδος μετασχηματισμού της κοινωνίας σε κομμουνιστική κατεύθυνση. Το άνοιγμα μιας τέτοιας περιόδου σε συνδυασμό με τα νέα δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί θέτει σειρά ζητημάτων. Το λιγότερο, την αναγκαιότητα επαναπροσδιορισμών, μια αντίληψη που απουσιάζει από τις θέσεις που αναπτύσσει η ηγεσία του ΚΚΕ. Δεν είναι ένα ακαδημαϊκό ζήτημα ούτε απλά και μόνο θεωρητικό. Το έχει θέσει ήδη με δραματικό για την υπόθεση των λαών τρόπο η παλινόρθωση, η ήττα. Από την άποψη αυτή, είναι ένα ζήτημα που συνδέεται άμεσα με -σημερινές- πολιτικές απαιτήσεις του κινήματος.
Το πρώτο και θεμελιώδες που πρέπει να προσδιοριστεί αφορά το ποιος είναι ο φορέας αυτού του μετασχηματισμού. Όταν από τη μεριά μας λέμε πως ο φορέας είναι η εργατική τάξη, αυτό δεν γίνεται επειδή έτσι είθισται στη μαρξιστική φιλολογία. Το εννοούμε στη βάση μιας συγκεκριμένης αντίληψης και το αντιλαμβανόμαστε με έναν ορισμένο τρόπο. Όταν μιλάμε για έναν συνολικό επαναστατικό μετασχηματισμό της κοινωνίας, αναφερόμαστε σε μια εξέλιξη που εκτείνεται σε μια ολάκερη ιστορική περίοδο, σύνθετη και πολύπλευρη, που αγκαλιάζει και αφορά όλα τα πεδία και όλους τους τομείς και δραστηριότητες της οικονομικής πολιτικής και κοινωνικής ζωής, όλα τα ζητήματα, από τα πιο «μικρά», μέχρι τα πιο μεγάλα. Μια διαδικασία που αναπόφευκτα θα εμφανίζει καθημερινά και σ’ όλη τη διάρκειά της νέα και «απρόβλεπτα» προβλήματα.
Ένα τέτοιο έργο μπορεί να είναι υπόθεση μόνο μιας κοινωνικής δύναμης, μιας τάξης. Μόνο μια τάξη μπορεί από τη φύση της (ως κοινωνική δύναμη) να λειτουργεί άμεσα καθημερινά σε όλα τα πεδία, σε όλα τα σημεία και αρμούς της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Κανένας άλλος οργανισμός δεν έχει και δεν μπορεί να έχει αυτά τα χαρακτηριστικά και αυτές τις δυνατότητες. Αν, όπως έλεγε ο Λένιν, μόνο μια τάξη μπορεί να ανατρέψει μια τάξη, αυτό που ισχύει και εδώ είναι πως μόνο μια τάξη στη συνολική, μακρόχρονη και πολύπλευρη κίνησή της μπορεί να μετασχηματίσει μια κοινωνία. Μόνο μια κοινωνική δύναμη, μια τάξη μπορεί να λειτουργεί καθημερινά εφ’ όλης της ύλης με επιμονή, προσήλωση και αποφασιστικότητα σε μια ορισμένη κατεύθυνση.
Αυτή η κοινωνική δύναμη δεν μπορεί να είναι άλλη από την εργατική τάξη, τη βασική παραγωγική, δημιουργική δύναμη της κοινωνίας. Μια τάξη που από τη φύση της (ως εργατική) δεν μπορεί να μετατραπεί σε εκμεταλλευτική (ως τάξη) γιατί δεν της χρειάζεται κάτι τέτοιο, γιατί δεν της χρειάζεται κανένα «κέρδος» και καμιά «ιδιοκτησία» και τίποτε πέρα από αυτά που δικαιωματικά της ανήκουν. Μια τάξη που τα ιδιαίτερα ταξικά συμφέροντά της αποτελούν ταυτόχρονα και συμφέροντα όλης της κοινωνίας. Αυτά είναι τα χαρακτηριστικά που καθιστούν την εργατική τάξη φορέα του σοσιαλιστικού, κομμουνιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας και καμιά δύναμη δεν μπορεί να την υποκαταστήσει σ’ αυτό το ρόλο.
Ο πρωταρχικός, ο θεμελιώδης όρος για να φέρει σε πέρας η εργατική τάξη ένα τέτοιο έργο είναι η αυτόνομη συγκρότησή της. Μια συγκρότηση που μπορεί να περιλαμβάνει από τις πιο απλές μορφές μέχρι τις πιο σύνθετες, ανώτερες-πολιτικές. Δεν θα σχεδιάσουμε εδώ ποιες μορφές και χαρακτηριστικά θα ’χει αυτή η συγκρότηση. Μπορούμε μόνο να επισημάνουμε τα εξής. Είναι αναγκαίο να πραγματοποιείται στη βάση των νέων δεδομένων που θα εμφανίζει η νέα σοσιαλιστική πραγματικότητα. Αυτό δεν σημαίνει ότι απορρίπτονται συλλήβδην όλες οι μορφές συγκρότησης της προηγούμενης περιόδου. Θα πρέπει ωστόσο να είναι κατανοητό ότι αυτές διαμορφώθηκαν σε μια άλλη περίοδο, σε άλλες συνθήκες, στη βάση διαφορετικού τύπου και χαρακτήρα αντιθέσεων και με αντίστοιχες στοχεύσεις. Όλα αυτά έχουν αλλάξει, έχουν διαφοροποιηθεί, έχουν τροποποιηθεί σ’ αυτόν ή εκείνο το βαθμό. Να αναφερθούμε μόνο σε μία αλλά κρίσιμη μεταβολή. Το κομμουνιστικό κόμμα, λ.χ., από κόμμα αμείλικτα διωκόμενο από τις δυνάμεις της αντίδρασης έχει μετατραπεί σε κόμμα εξουσίας. Αυτή είναι μια ποιοτική μεταβολή που δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται σαν να μην έχει αλλάξει τίποτε. 

ΓΙΑ ΤΗ ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ ΜΕ ΤΙΣ ΑΛΛΕΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ 

Ένα βασικό ζήτημα που έχει να αντιμετωπίσει σ’ αυτή της την πορεία η εργατική τάξη αφορά τη σχέση που διαμορφώνει με τις άλλες κοινωνικές δυνάμεις του σοσιαλιστικού σχηματισμού. Αναφερόμαστε στην αγροτιά, την εργαζόμενη διανόηση και, πιθανά σε κοινωνίες με σημαντικό ποσοστό μικροαστικής τάξης, και με αυτήν ή τμήματά της. Αυτό που μπορεί από γενική θεωρητική άποψη να ειπωθεί είναι πως με αυτές τις κοινωνικές δυνάμεις θα συμμαχήσει, θα συμπορευτεί αλλά και θα έρθει σε αντίθεση ή και θα συγκρουστεί στην πορεία του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας. Πέρα απ’ αυτό, το πρόβλημα είναι λιγότερο θεωρητικό και περισσότερο πραγματικό και συνδεμένο με το πώς τίθεται κάθε φορά το ζήτημα. Σ’ αυτή τη βάση, του «πραγματικού», θα θέλαμε να σταθούμε λίγο περισσότερο στο ζήτημα της σχέσης με την εργαζόμενη διανόηση (ιντελιγκέντσια).
Στην εισήγησή του για το νέο Σύνταγμα (1936) ο Στάλιν αναφέρεται σε δύο τάξεις, την εργατική και την αγροτική, που η συμμαχία τους αποτελεί τη βάση της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Όσον αφορά την εργαζόμενη διανόηση, υποστηρίζει πως δεν είναι τάξη αλλά κοινωνική κατηγορία που προέρχεται από όλα τα κοινωνικά στρώματα και βρίσκεται στην υπηρεσία της εργατικής τάξης και του σοσιαλισμού. Θεωρητικά είναι έτσι. Στην πραγματικότητα ωστόσο και καθώς το γνωρίζουμε πλέον καλά, τα πράγματα ήταν και εξελίχθηκαν πολύ διαφορετικά. Ας εξηγηθούμε περισσότερο.
Στο καπιταλιστικό σύστημα η «εργαζόμενη διανόηση» (ας κρατήσουμε τον όρο) είναι όντως και με την πλήρη έννοια «υπάλληλος» της κεφαλαιοκρατικής αστικής τάξης. Μόνο που αυτό συναρτάται με την ύπαρξη μιας αστικής τάξης πλήρως αναπτυγμένης, συγκροτημένης και -πραγματικά- κυρίαρχης σε όλα τα πεδία και ταυτόχρονα με ένα σύστημα πλήρως διαμορφωμένο και δομημένο στα μέτρα της. Στο σοσιαλισμό και στη φάση που εξετάζουμε, η εργατική τάξη δεν είναι ακόμα σε θέση να αναλάβει άμεσα, ολοκληρωμένα και κυριαρχικά τη διεύθυνση της παραγωγής, των κατανομών κ.λπ. Σ’ αυτή τη βάση η εργαζόμενη διανόηση αναλαμβάνει εκ των πραγμάτων έναν ιδιαίτερο, έναν αυξημένο ρόλο. Αυτό είναι αντικειμενικό και δεν μπορεί να ξεπεραστεί ούτε εύκολα ούτε τεχνητά. Παραφράζοντας τον Στάλιν, θα λέγαμε ότι είναι ο «φόρος υποτέλειας» που πληρώνει η εργατική τάξη και για όσον καιρό θα υφίσταται μια τέτοια σχέση.
Δεν παύει ωστόσο να αποτελεί πρόβλημα και μάλιστα κρίσιμων διαστάσεων, όπως άλλωστε έχει αποδειχτεί από την ιστορία. Η απάντηση σ’ αυτό έχει έναν πρωταρχικό όρο και μερικούς ακόμα. Ο πρωταρχικός είναι η «αναγνώριση» του προβλήματος σαν τέτοιο που είναι. Στις θέσεις της η ηγεσία του ΚΚΕ όχι μόνο το συγκαλύπτει αλλά και το εξωραΐζει. Διερευνώντας, υποτίθεται, τους όρους που οδήγησαν στη στροφή, ρίχνει όλο το «θεωρητικό» της βάρος στο ρόλο της εμπορευματικής παραγωγής και ούτε λίγο ούτε πολύ στο «συντηρητισμό» της αγροτιάς. Πρόκειται βέβαια για υπαρκτά προβλήματα. Μόνο που η διάσταση που τους δίνεται είναι για να αποπροσανατολίσει. Γιατί τη «στροφή» και το 20ό Συνέδριο δεν το πραγματοποίησαν ούτε οι δυνάμεις της εμπορευματικής παραγωγής ούτε βέβαια η αγροτιά. Ήταν οι δυνάμεις στο ρόλο των οποίων δεν θεωρεί σκόπιμο να αναφερθεί η ηγεσία του ΚΚΕ και οι οποίες αποτέλεσαν το φορέα και της στροφής και της παλινόρθωσης. Αντίθετα, τις ανάγει, στην ουσία, στη δύναμη που θα αναλάβει ξανά να καθοδηγήσει -«επιστημονικά»- την πορεία προς τον κομμουνισμό.
Η τέτοια «αναγνώριση» του προβλήματος συνεπάγεται την αναγκαιότητα η εργατική τάξη να έχει πλήρη επίγνωση και να επαγρυπνεί απέναντι στις συνέπειες και τους κινδύνους που εμπεριέχει αυτή η σχέση πραγμάτων. Να προσπαθεί διαρκώς να διαμορφώνει όρους που να τη διαφοροποιούν συνεχώς και μέχρι το ολοκληρωτικό ξεπέρασμά της. Που θα μεταφέρουν διαρκώς αρμοδιότητες στην άμεση δικαιοδοσία της εργατικής τάξης στο παραγωγικό, οικονομικό και πολιτικό πεδίο, που θα εξελίσσουν τις παραγωγικές, οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις στη βάση της εργατικής, κομμουνιστικής αντίληψης πραγμάτων. Ταυτόχρονα, και επειδή μια τέτοια «μεταφορά» θα συναντά αναπόφευκτα αντιδράσεις από τις δυνάμεις που θα περιορίζονται οι αρμοδιότητες και ο ρόλος τους, να είναι από κάθε άποψη έτοιμη να υπερασπίσει αυτήν την κατεύθυνση με όρους ταξικής πάλης.

ΓΙΑ ΤΗΝ ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΤΑΞΗΣ ΜΕ ΤΟ ΚΟΜΜΑ

Όσον αφορά τη σχέση της τάξης με το κόμμα. Αναφερθήκαμε στην αναγκαιότητα η εργατική τάξη να συγκροτείται σε αυτόνομη βάση και μέχρι το ανώτερο-πολιτικό επίπεδο. Όσον αφορά το τι μας έχει δώσει η εμπειρία, η μορφή συγκρότησης τάξη-κόμμα έδειξε ότι ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις της ταξικής πάλης στο πλαίσιο του καπιταλισμού αλλά και στην πραγματοποίηση της επαναστατικής ανατροπής. Ακόμη, στη βάση της ίδιας σχέσης και με το ίδιο «φορτίο» προώθησε αποτελεσματικά τα καθήκοντα διαμόρφωσης της πρωταρχικής σοσιαλιστικής βάσης.
Αυτό που -σε συντομία- μπορούμε να πούμε εδώ σε σχέση με αυτό το θέμα είναι ότι αυτή η μορφή συγκρότησης έδειξε ότι ανταποκρίνεται αποτελεσματικά στα καθήκοντα που της τέθηκαν σ’ αυτή την περίοδο. Από την άποψη αυτή, αποτελεί μια κατάκτηση της εργατικής τάξης και σαν τέτοια πρέπει να αντιμετωπίζεται. Θεωρούμε συνεπώς εντελώς λαθεμένες τις απόψεις εκείνες που με βάση την ήττα, την παλινόρθωση κ.λπ. απορρίπτουν την αναγκαιότητα του κόμματος ταυτίζοντας εξ αρχής την ύπαρξή του με γραφειοκρατικούς μηχανισμούς στους οποίους μπορεί να εξελιχθεί. Στην πραγματικότητα πρόκειται για απόψεις αφοπλισμού της εργατικής τάξης απέναντι στην κυριαρχία και τους τερατώδεις μηχανισμούς του συστήματος. Αυτό που εμείς βλέπουμε με βάση τις ίδιες εξελίξεις είναι η αναγκαιότητα να ενσωματωθούν στη σημερινή φυσιογνωμία και γραμμή του κομμουνιστικού κινήματος τα στοιχεία που μας δίνει η εμπειρία τόσο της θετικής όσο και της αρνητικής εξέλιξης της ταξικής πάλης του προηγούμενου αιώνα.
Αρκετά διαφορετικά μπαίνει το ζήτημα σε αναφορά με τη μακρόχρονη περίοδο που ανοίγεται στη συνέχεια. Πολύ περισσότερο όταν έχουμε σαν δεδομένο ότι στο διάστημα αυτό το κόμμα-κράτος αποτέλεσε το θερμοκήπιο διαμόρφωσης, συνένωσης και ανάπτυξης των δυνάμεων του ρεβιζιονισμού και της παλινόρθωσης. Το πρώτο, και πάλι, η αναγνώριση του προβλήματος. Σε συνάρτηση με αυτό, η αναγκαιότητα επαναπροσδιορισμού της σχέσης στη βάση των νέων δεδομένων. Στην πραγματικότητα, αυτή η αναγκαιότητα επαναπροσδιορισμών «γεννιέται» αμέσως μετά το πάρσιμο της εξουσίας. Ωστόσο δεν ήταν δυνατόν να γίνει άμεσα και ολοκληρωμένα αντιληπτή και κατανοητή καθώς τα πραγματικά δεδομένα και οι αντίστοιχες δυνατές απαντήσεις δεν αναδεικνύονται παρά σε μια πορεία. Άλλωστε, πρακτικές εκφράσεις ενός τέτοιου επαναπροσδιορισμού σ’ εκείνη τη φάση δύσκολα θα μπορούσαν να υπάρξουν και πιθανά όχι χωρίς σοβαρές συνέπειες.
Δεν έχει νόημα και ούτε είναι στη λογική μας το να επιχειρήσουμε το «σχεδιασμό» αυτής της σχέσης επί χάρτου. Έχουμε την άποψη ότι «τελικά» διαμορφώνονται κυρίως στη βάση των κάθε φορά πραγματικών δεδομένων. Σ’ αυτή τη διαμόρφωση ωστόσο έχουν το ρόλο τους οι κινούσες ιδέες, το φορτίο αντιλήψεων με βάση τις οποίες αντιμετωπίζεται το ζήτημα. Σ’ αυτό το πεδίο, και πέρα από όσα ήδη έχουμε αναφέρει, μπορούμε να διατυπώσουμε ορισμένες ακόμα απόψεις.
Είναι αναμφισβήτητο ότι η συγκρότηση της εργατικής τάξης και για αυτήν την περίοδο δεν ολοκληρώνεται παρά με την πραγματοποίησή της και στο ανώτερο-πολιτικό της επίπεδο και ανεξάρτητα με τη μορφή που θα πάρει αυτή η σχέση. Αυτό συνδέεται σε καθοριστικό βαθμό με την άποψη για συνέχιση της ταξικής πάλης και σ’ αυτήν την περίοδο. Με το ότι η πολιτική θα συνεχίσει να αποτελεί συμπυκνωμένη έκφραση της ταξικής πάλης. Με το ότι στο πεδίο της πολιτικής πάλης, και όπως άλλωστε έχει δείξει η ιστορία, κρίνονται αποφασιστικής σημασίας ζητήματα και εξελίξεις.
Θα πρέπει να είναι καθαρό ότι το κόμμα δεν ταυτίζεται με την τάξη. Αποτελεί όργανό της, έκφραση και παράγοντα της συγκρότησής της, είναι διαλεκτικά συνδεδεμένη η ύπαρξή τους, αλλά δεν ταυτίζονται. Οι όροι που προσδιορίζουν την ύπαρξή τους, τα θεμέλιά τους είναι διαφορετικά. Την τάξη την ορίζει η θέση της στην παραγωγή, την κοινωνία και της διαμορφώνει αντίστοιχα -πάγια- χαρακτηριστικά ανεξαρτήτως ιδεολογικών και πολιτικών διακυμάνσεων. Τα «θεμέλια» του κόμματος, η ύπαρξη και ο ρόλος του συντίθενται κυρίως στη βάση ιδεολογικών και πολιτικών όρων και συνεπώς περισσότερο μεταβλητά. Αυτό σημαίνει ότι η σχέση τάξης-κόμματος δεν είναι εξ ορισμού δεδομένη και αμετακίνητη (όπως περίπου εμφανίζεται στις θέσεις του ΚΚΕ) αλλά υπόκειται στις επιδράσεις της ταξικής πάλης. Είναι μια σχέση που εκ των πραγμάτων επαληθεύεται και επιβεβαιώνεται (ή όχι) κάθε φορά.
Με αυτήν την έννοια, το πρόβλημα του κόμματος, της διαμόρφωσης, της φυσιογνωμίας και του ρόλου του βρίσκεται -θα λέγαμε- «έξω» απ’ αυτό. Καταφεύγουμε σ’ αυτήν την παραδοξολογία για να υπογραμμίσουμε τη διαφοροποίησή μας από απόψεις (και όχι μόνο του ΚΚΕ) που θέτουν το ζήτημα διαφορετικά και, κατά την άποψή μας, αποπροσανατολιστικά. Απόψεις που ανάγουν σε λυδία λίθο της διατήρησης της επαναστατικής φυσιογνωμίας του κόμματος τη μόρφωση, τη θεωρητική κατάρτιση, τη διαπαιδαγώγηση, την πολιτική ανάδειξης στελεχών, την τήρηση του δημοκρατικού συγκεντρωτισμού κ.λπ. Ζητήματα που οπωσδήποτε έχουν και πρέπει να αντιμετωπίζονται σωστά, μόνο που έτσι παραλείπεται η πλέον ουσιώδης πλευρά του ζητήματος. Η σχέση που διαμορφώνει το κόμμα με την τάξη και την ταξική πάλη. Άλλωστε, και το αν αντιμετωπίζονται τα ζητήματα που προαναφέρθηκαν σε επαναστατική ή οπορτουνιστική κατεύθυνση είναι άμεση συνάρτηση αυτής της σχέσης. Αυτή η σχέση, που η κύρια συμπυκνωμένη της έκφραση είναι η πολιτική γραμμή του κόμματος, είναι αυτή που διαμορφώνει την επαναστατική (ή όχι) φυσιογνωμία και κατεύθυνσή του.
Ως προς το χαρακτήρα της σχέσης τάξης-κόμματος. Αν λέγαμε ότι η σχέση αυτή είναι διαλεκτική, είναι βέβαιο ότι θα προσέτρεχαν να συμφωνήσουν άπαντες οι αναφερόμενοι στη μαρξιστική αντίληψη πραγμάτων. Άλλο τόσο βέβαιο είναι πως θα την εννοούσαν ο καθένας με το δικό του τρόπο. Και το πρόβλημα βέβαια δεν είναι ο «τρόπος» του καθένα, αλλά οι «παρανοήσεις» έως και στρεβλώσεις που χαρακτηρίζουν ορισμένες απόψεις. Ας αναφερθούμε σε ορισμένες απ’ αυτές.
Γνωστή και αρκετά διαδεδομένη η άποψη για την ιδεολογία που εισάγεται «απ’ έξω» στην εργατική τάξη. Μόνο που στα δικά μου αφτιά ηχεί πολύ παράξενα να «εισάγεται» στην εργατική τάξη η ιδεολογία της… εργατικής τάξης. (Από ποιον κόσμο ιδεών προέρχεται άραγε;) Η ιδεολογία της εργατικής τάξης προέρχεται από εκεί που «παράγεται», στα βασικά, τα θεμελιακά της στοιχεία. Από την ίδια την εργατική τάξη και στη βάση της αντίθεσής της με την κεφαλαιοκρατική αστική τάξη και το σύστημα εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Αυτά είναι που ανασυντίθενται και «επιστρέφουν» όχι «διδακτικά» αλλά σε μια σχέση διαρκούς επικοινωνίας -διαλεκτική- ανάμεσα στην πρωτοπορία και την τάξη της. Και πάντα στο πεδίο και με όρους ταξικής πάλης.
Αλλά με ανάλογο τρόπο τίθεται και το ζήτημα της ίδιας της πρωτοπορίας. Πόθεν προέρχονται τα πρωτοπόρα στοιχεία που τη συγκροτούν, σε ποιο πεδίο και με ποιον τρόπο αναδεικνύονται; Προφανώς -και στο βασικό τους μέρος- από την ίδια την τάξη και στη βάση των όρων (αντιθέσεων)που προαναφέρθηκαν. Διαμορφώνονται στη βάση ιδεολογικών και πολιτικών αντιλήψεων που αντανακλούν και εκφράζουν αυτές τις αντιθέσεις και αναδεικνύονται στο πλαίσιο της ταξικής πάλης. Ισχύει και εδώ η ίδια διαλεκτική σχέση. Τα πρωτοπόρα στοιχεία, συγκροτούμενα, δίνουν μεγαλύτερη ώθηση και αποτελεσματικότητα στον αγώνα της τάξης και ταυτόχρονα «τροφοδοτούνται» συνεχώς και σε όλα τα πεδία από τη διαρκή -διαλεκτική- σχέση τους με την τάξη και την ταξική πάλη.
Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίζουμε και το ζήτημα της συγκρότησης των πρωτοπόρων στοιχείων στο ανώτερο-πολιτικό επίπεδο, το κόμμα. Είναι άραγε μπροστά ή πίσω από την τάξη; Διδάσκει ή διδάσκεται; Καθοδηγεί ή καθοδηγείται; Χρησιμοποιείται συχνά η διατύπωση πως η εργατική τάξη είναι το «σώμα» και το κόμμα ο νους και η καρδιά. Αν μια τέτοια έκφραση μπορεί ίσως να «συγχωρεθεί» στο φιλολογικό πεδίο, είναι πέρα για πέρα λάθος το να αντιλαμβανόμαστε με τον ίδιο τρόπο και την ουσία του ζητήματος. Όπως μας έχει δείξει η ιστορία της ταξικής πάλης, το κόμμα μπορεί να βρεθεί «μπροστά», αλλά μπορεί και πίσω από την τάξη. Τόσο πολύ μάλιστα ώστε να μην μπορεί πλέον ούτε να «διδαχτεί» ούτε να «καθοδηγηθεί» και να επανέλθει. Θεωρούμε πως για να μπορεί το κόμμα να ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις του ρόλου του θα πρέπει να βρίσκεται σε διαρκή (διαλεκτική και πάλι) σχέση επικοινωνίας με την τάξη και πάντα με όρους ταξικής πάλης. Όχι μόνο με την έννοια της στήριξης στο «σώμα» της τάξης απ’ όπου θα αντλεί δύναμη ως άλλος Ανταίος, καθώς αναφέρει ο Στάλιν, αλλά και (όπως και πάλι ο Στάλιν αναφέρει) να διδάσκεται από την πολύπλευρη εμπειρία της εργατικής τάξης και ταυτόχρονα να αναβαπτίζεται και να ανανεώνεται ως πρωτοπορία της. Αν αυτό ισχύει επί καπιταλιστικής κυριαρχίας, όπου η πρωτοπορία αναδεικνύεται στο πυρακτωμένο εργαστήρι μιας πολύ σκληρής ταξικής επαναστατικής πάλης, το ίδιο και περισσότερο ισχύει για την περίοδο που το κόμμα βρίσκεται στην εξουσία.
Συνοψίζοντας σε σχέση με όλα τα προηγούμενα, αυτό που θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε είναι ότι δεν πρόκειται για μια εφάπαξ διαδικασία που οδηγεί σε μια «τελική» διαμόρφωση. Αυτό που έχουμε είναι μια διαρκής διαλεκτική σχέση που αφορά τόσο τη διαμόρφωση της ιδεολογίας και της ανάδειξης των πρωτοπόρων στοιχείων όσο και τη συγκρότηση του κόμματος και της πολιτικής του. Θα λέγαμε μάλιστα ότι κάτι ανάλογο ισχύει, αλλά σε αντίθετη κατεύθυνση, ακόμη και εκεί που δεν «αναγνωρίζεται» αυτή η σχέση. Στην ταξική πάλη δεν υπάρχουν περίκλειστοι και αυτοεξελισσόμενοι οργανισμοί. Όλοι λειτουργούν -το αντιλαμβάνονται ή όχι- σε σχέση αλληλεπίδρασης με την πολιτική και κοινωνική πραγματικότητα που τους περιβάλλει. Έτσι εξελίσσονται σε επαναστατική κατεύθυνση, στη βάση της σχέσης που προαναφέρθηκε, είτε σε διαφόρων μορφών οπορτουνιστικές στρεβλώσεις.
Όσο για τη «διδακτική» αντίληψη της ηγεσίας του ΚΚΕ για τη σχέση κόμματος-τάξης, αυτή δεν είναι απλά μια θεωρητική παρέκκλιση, ούτε αφορά μόνο το πώς αντιλαμβάνεται την οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Είναι μια βαθιά ριζωμένη αντίληψη -αστική στην ουσία της- που αφορά τόσο την ιδέα που έχει για τον εαυτό της όσο και την υποτίμηση των λαϊκών μαζών. Μια αντίληψη που έχει άμεσες σημερινές πολιτικές εκφράσεις. Που μάλιστα αδυνατεί να την «ελέγξει» όταν την πιάνει η προεκλογική πρεμούρα ή η μετεκλογική απογοήτευση. Όταν μέμφεται, μαλώνει ή και «απειλεί» το λαό γι’ αυτά που «θα πάθει» αν δεν ενισχύει εκλογικά το ΚΚΕ. Για τις ευθύνες του (του λαού, όχι της ηγεσίας του ΚΚΕ) για το εκλογικό και κυβερνητικό αποτέλεσμα. Δεν αναγνωρίζει άραγε η ηγεσία του ΚΚΕ ότι το να’ παιρνε δυο-τρεις ή και πέντε εκατοστιαίες μονάδες παραπάνω δεν θα άλλαζε σε τίποτε τις τύχες του λαού; Το γνωρίζει. Δεν γνωρίζει ότι σε άλλο πεδίο και στη βάση άλλης κατεύθυνσης βρίσκονται οι απαντήσεις; Δεν θέλει να το γνωρίζει. Και ακριβώς επειδή δεν θέλει να αναλάβει τις ευθύνες της, βολεύεται στην πόζα του δασκάλου που νουθετεί τους ανεπίδεκτους μαθήσεως μαθητές του. Τόσο φωτισμένη πρωτοπορία.

ΣΧΕΣΗ ΚΟΜΜΑΤΟΣ-ΚΡΑΤΟΥΣ

Το κόμμα δεν ταυτίζεται με το κράτος. Αποτελούν δυο εντελώς διαφορετικού χαρακτήρα οργανισμούς, με άλλες βάσεις συγκρότησης, άλλα στοιχεία διαμόρφωσης, άλλους όρους. Ο διαχωρισμός αυτός ισχύει και ανεξάρτητα από το πώς διαμορφώνονται κάθε φορά οι σχέσεις κόμματος-κράτους. Ακόμα δηλαδή και όταν το κόμμα ασκεί -μέσω του κράτους- εξουσία. Χρειάζεται ακόμα να διευκρινίσουμε τα εξής.
Η σύμπλεξη κόμματος-κράτους στα πρώτα χρόνια μετά την επανάσταση στη Ρωσία υπήρξε μια εκ των πραγμάτων αναγκαία επιλογή. Μια επιλογή που πάνω της στηρίχτηκε η προώθηση και θεμελίωση της πρωταρχικής σοσιαλιστικής βάσης (όχι πάντως και χωρίς παρενέργειες). Αυτό, στη δική μας τουλάχιστον αντίληψη, δεν σημαίνει ότι μας δίνει και το μοντέλο της σχέσης κόμματος-κράτους για όλη τη μεταβατική περίοδο μετασχηματισμού της κοινωνίας. Η ταύτιση κόμματος-κράτους έχει -σε οποιαδήποτε περίπτωση- μια βασική αρνητική συνέπεια. Την απορρόφηση του κόμματος από το κράτος, την εξαφάνιση, στην ουσία, του κόμματος, ακόμη και αν αυτό εμφανίζεται «υπαρκτό» και κυρίαρχο. Την αποστέρηση δηλαδή της εργατικής τάξης από το πολιτικό της όργανο, τον πολιτικό της αφοπλισμό στο πλαίσιο μιας ταξικής πάλης που συνεχίζεται.
Το πρώτο που χρειάζεται να υπογραμμιστεί σε σχέση με τα προηγούμενα είναι η αναγκαιότητα επαναπροσδιορισμού της σχέσης κόμματος-κράτους στη μεταβατική περίοδο. Ένας επαναπροσδιορισμός που συνδέεται άμεσα με το πώς διαμορφώνονται οι σχέσεις της εργατικής τάξης με τις άλλες κοινωνικές δυνάμεις αλλά και τη σχέση της τάξης με το κράτος. Ανεξάρτητα πάντως από το πώς και στη βάση ποιων συγκεκριμένων δεδομένων θα διαμορφώνεται κάθε φορά η σχέση κόμματος-κράτους, ένα πράγμα θα πρέπει να είναι καθαρό. Η διαφύλαξη της ανεξάρτητης συγκρότησης και λειτουργίας του κόμματος και του ρόλου του σαν πολιτικού οργάνου της εργατικής τάξης.

Η ΣΧΕΣΗ ΤΗΣ ΤΑΞΗΣ ΜΕ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ

Για τη σχέση της εργατικής τάξης με το κράτος και το ζήτημα του κράτους καθαυτό έχουν γραφεί πάρα πολλά και καθόλου τυχαία. Πρόκειται για ζήτημα τόσο σύνθετο όσο και αποφασιστικής σημασίας. Εμείς εδώ θα σταθούμε σε πλευρές και εκφράσεις του ζητήματος και κύρια σε αναφορά με απόψεις που το αντιμετωπίζουν με λαθεμένο τρόπο (και δεν εννοούμε μόνο το ΚΚΕ). Όσο για τη συνολική και πλήρη απάντηση στο όλο θέμα, νομίζουμε πως ανήκει στα ζητήματα που χρειάζεται να μελετηθούν περισσότερο και πιο ολοκληρωμένα. Το πρώτο που έχουμε να κάνουμε είναι να αντιμετωπίσουμε τα ζητήματα με βάση τα χαρακτηριστικά που πραγματικά αυτά έχουν και όχι με βάση αυτά που νομίζουμε ή «θέλουμε» να έχουν. Για να είμαστε συγκεκριμένοι:
Τι σημαίνουν -και ανεξάρτητα από το πώς τις αξιολογεί κανείς- όλες αυτές οι θέσεις (και όχι μόνο του ΚΚΕ) περί υπαγωγής των πάντων στην κρατική ιδιοκτησία, την κρατικοποίησή τους;
Τι σημαίνει η ανάθεση στο κράτος του κεντρικού σχεδιασμού, της ρύθμισης της παραγωγής, των κατανομών, της διανομής;
Τι σημαίνει η υπαγωγή στην κεντρική κρατική αρμοδιότητα όλων των οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων;
Και ας συνυπολογίσουμε στα προηγούμενα την αρμοδιότητά του σε ζητήματα άμυνας, ασφάλειας και διοίκησης εν γένει.
Κι ας προσπεράσουμε προς στιγμήν τον τρόπο και τη λογική με την οποία τα θέτει και τα αντιμετωπίζει η ηγεσία του ΚΚΕ. Ότι δηλαδή αποτελούν «κοινωνικοποίηση», ανάπτυξη «κομμουνιστικών παραγωγικών σχέσεων» και πεμπτουσία της «Δικτατορίας του Προλεταριάτου».
Μας ενδιαφέρει καταρχάς -αλλά και κατά κύριο λόγο- το τι σημαίνουν και με βάση μια άλλη οπτική, μια άλλη αντιμετώπιση και στη βάση ακόμη και σημαντικά «συγκρατημένης» (σε σχέση με την αντίληψη του ΚΚΕ)εφαρμογής της πολιτικής της κρατικοποίησης. Σημαίνει ότι για μια ορισμένη περίοδο η εργατική τάξη «εκχωρεί» στο κράτος σημαντικές αρμοδιότητες, το «εξουσιοδοτεί» ως προς την αντιμετώπιση σοβαρών προβλημάτων του σοσιαλιστικού σχηματισμού. Χρειάζεται εδώ να διευκρινιστεί το εξής. Αυτή η εκχώρηση αρμοδιοτήτων δεν έχει -για την περίοδο που εξετάζουμε-τον «τεχνικό» και μόνο, ας πούμε, χαρακτήρα που θα έχει σε μια άλλη, προχωρημένη φάση ανάπτυξης της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Αποτελεί στην πράξη και σε σημαντικό βαθμό εκχώρηση και εξουσιών. Αυτή η εκχώρηση έχει σαν βάση της το γεγονός ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να αναλάβει άμεσα, ολοκληρωμένα και καθολικά τη διεύθυνση, οργάνωση της παραγωγής, των κατανομών, της διανομής και εν γένει την οργάνωση της κοινωνίας και του… κράτους. Συνδέεται άμεσα με το πώς και σε ποια βάση διαμορφώνει τις σχέσεις της με τις άλλες κοινωνικές δυνάμεις του σοσιαλιστικού σχηματισμού. Ειδικότερα και όπως ήδη αναφέρθηκε, με την εκχώρηση αρμοδιοτήτων στην «εργαζόμενη διανόηση». Με αυτή την έννοια, στη σχέση της εργατικής τάξης με το κράτος αντανακλάται και εκφράζεται και η σχέση της με τις άλλες κοινωνικές δυνάμεις του σοσιαλιστικού σχηματισμού. Μια σχέση που επιδρά και στο πώς διαμορφώνεται η πολιτική λειτουργία και συγκρότηση των οργάνων πολιτικής αρμοδιότητας και εξουσίας.
Πώς αντιμετωπίζει ένα τέτοιο πρόβλημα η εργατική τάξη, πώς διασφαλίζεται απέναντι στις συνέπειες και τους κινδύνους μιας τέτοιας εκχώρησης; Να διευκρινίσουμε εδώ ότι, σύμφωνα τουλάχιστον με τη δική μας αντίληψη, πλήρης διασφάλιση στο πλαίσιο της ταξικής πάλης ούτε υπήρξε ποτέ ούτε θα υπάρξει. Η αναζήτηση εκείνου του «μοναδικού» τρόπου απόλυτης διασφάλισης οδηγεί σε στρέβλωση της σκέψης και συνακόλουθα σε στρεβλά αποτελέσματα, όπως άλλωστε έχει φροντίσει να μας δείξει η ιστορία. Από εκεί και πέρα ισχύουν καταρχάς και γι’ αυτό το ζήτημα τα όσα αναφέραμε για τη σχέση της εργατικής τάξης με την εργαζόμενη διανόηση.
Πρώτον, η αναγνώριση του προβλήματος. Η αντίληψη που βαφτίζει τις κρατικοποιήσεις κοινωνικοποιήσεις, ολοκλήρωση των κομμουνιστικών παραγωγικών σχέσεων και πεμπτουσία της δικτατορίας του προλεταριάτου συσκοτίζει, αποπροσανατολίζει, αφοπλίζει. Άμεση συνέπεια του προηγούμενου, η αναγνώριση του ζητήματος της εκχώρησης αρμοδιοτήτων σαν αναγκαίας υποχώρησης, σαν μιας κατάστασης που οφείλει να ξεπεραστεί σε μια πορεία και πιθανότατα σε βάση και με όρους ταξικής πάλης.
Το πιο πρώτο απ’ το πρώτο, όπως έχει κιόλας αναφερθεί, η αυτόνομη συγκρότηση της εργατικής τάξης σε διάφορες μορφές και επίπεδα και πάνω απ’ όλα η συγκρότησή της στο ανώτερο-πολιτικό επίπεδο (κόμμα).
Η διαμόρφωση και παγίωση μιας αντίληψης που δεν θα επιτρέπει την απορρόφηση του κόμματος από το κράτος. Αυτή η εκχώρηση αρμοδιοτήτων δεν σημαίνει καθόλου ότι η εργατική τάξη επιτρέπει την αυτονόμηση του κράτους ή όποιας άλλης δύναμης απέναντι στη δική της «αρμοδιότητα της αρμοδιότητας».
Αποφασιστικής σημασίας στο κεφάλαιο αυτό, η συγκρότηση των οργάνων πολιτικής εξουσίας και ελέγχου και η πολιτική λειτουργία στο πλαίσιο του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού. Σε σχέση με το ζήτημα αυτό έχουν δοθεί στην πράξη δύο βασικά απαντήσεις. Σε μια πρώτη περίοδο, όπως ήδη αναφέρθηκε, το δικαίωμα εκλογής των πολιτικών οργάνων εξουσίας το είχαν οι εργαζόμενοι, ενώ με το Σύνταγμα του 1936 καθιερώνεται καθολική ψηφοφορία. Η απάντηση στο αν είναι σωστή η μία ή η άλλη επιλογή δεν είναι εύκολη. Όσο μας αφορά, θα αποφύγουμε να δώσουμε μια «τελική» απάντηση σε ένα ζήτημα που είναι τόσο σημαντικό όσο και σύνθετο. Κλίνουμε προς την άποψη που ήδη αναφέραμε, ότι οι δύο επιλογές δεν αποκλείουν απαραίτητα η μία την άλλη και πιθανά να μπορούσαν να συνυπάρξουν σε μια ορισμένη σχέση μεταξύ τους. Αυτή μας η απόκλιση συνδέεται με την άποψη ότι το πραγματικό ερώτημα βρίσκεται περισσότερο «πίσω» από την αρχική διατύπωσή του. Αφορά το πώς η εργατική τάξη διαμορφώνει τις σχέσεις της με τις άλλες κοινωνικές δυνάμεις του σοσιαλιστικού σχηματισμού. Ή αλλιώς το πώς διασφαλίζει (ενισχύει) την ηγεμονία της χωρίς να έρχεται σε άμεση και πρόωρη ρήξη με τις άλλες κοινωνικές δυνάμεις.
Οπωσδήποτε και ανεξάρτητα από το ποιες απαντήσεις θα δοθούν στα προηγούμενα, το ζήτημα του πώς και σε ποια κατεύθυνση θα εξελιχθεί η πορεία μετασχηματισμού της κοινωνίας στη μεταβατική περίοδο θα κριθεί στην πραγματική ανάπτυξη των δυνατοτήτων της εργατικής τάξης να ηγεμονεύει όλο και περισσότερο, όλο και πιο πραγματικά στο πεδίο της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Ακριβώς επειδή η υπόθεση του μετασχηματισμού της κοινωνίας στην ιστορική διάσταση του ζητήματος δεν είναι υπόθεση σχεδιασμού ή κάποιων οργάνων, αλλά υπόθεση μιας κοινωνικής δύναμης, της εργατικής τάξης, και με όρους ταξικής πάλης, όποια μορφή κι αν αυτοί πάρουν σ’ αυτήν την πορεία.

Η ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΠΟΥ ΕΚΡΙΝΕ ΤΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ 

Ανακεφαλαιώνοντας και συνδέοντας τις δυο πλευρές του ζητήματος που μας απασχολεί (ερμηνεία παλινόρθωσης-κατευθύνσεις οικοδόμησης) με τη λογική της ηγεσίας του ΚΚΕ. Όπως αναφέραμε, στις συζητήσεις του 1951αντιπαρατέθηκαν δύο απόψεις και μια τρίτη (Στάλιν). Στην πραγματικότητα και ανεξάρτητα με το ποιες μορφές πήρε, αυτό που κορυφώθηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1950 ήταν η αντιπαράθεση ανάμεσα στην επαναστατική, κομμουνιστική κατεύθυνση από τη μια και τη ρεβιζιονιστική από την άλλη, ανάμεσα στην εργατική τάξη από τη μια και τη Νέα Αστική Τάξη που εκκολαπτόταν στο πλαίσιο της ιντελιγκέντσιας από την άλλη. Αυτή ήταν η κύρια αντιπαράθεση, όχι μόνο -και όχι κυρίως- σε σχέση με το πώς εμφανίστηκε σ’ αυτές τις συζητήσεις αλλά βασικά με το πώς εκφραζόταν σε τάσεις, κατευθύνσεις και δυνάμεις στο πλαίσιο του σοσιαλιστικού σχηματισμού. Δευτερεύοντα χαρακτήρα -τουλάχιστον για τη φάση εκείνη- είχε η αντίθεση ανάμεσα στις δυο πτέρυγες του ρεβιζιονισμού, και γι’ αυτό άλλωστε συνενώθηκαν ενάντια στην επαναστατική, κομμουνιστική κατεύθυνση.
Το γεγονός ότι στο γράμμα των αποφάσεων «συμφώνησαν» όλοι με τις απόψεις του Στάλιν δεν αναιρεί ούτε αυτήν την πραγματικότητα ούτε αυτό που ήταν το κρίσιμο πλέον. Ότι αυτή η αντιπαράθεση είχε ήδη κριθεί σε βάρος της εργατικής τάξης με βάση τους όρους που είχαν διαμορφωθεί και το κύριο εμπόδιο που είχε απομείνει ήταν το αξεπέραστο εκείνη την περίοδο κύρος του Στάλιν. Έτσι, οι δύο πτέρυγες του ρεβιζιονισμού ελίχθηκαν και μετά το θάνατο του Στάλιν πέρασαν στην τελική επίθεση.
Η ηγεσία του ΚΚΕ προσπερνάει το πραγματικό ζήτημα που τέθηκε, την πραγματική αντίθεση, την πραγματική αντιπαράθεση, και αναδεικνύει σαν τέτοια τη δευτερεύουσα, την αντίθεση ανάμεσα στις δυο πτέρυγες του ρεβιζιονισμού. Αποκτά έτσι τη δυνατότητα -έτσι νομίζει- να ανακηρύξει τη μία οπορτουνιστική, την άλλη κομμουνιστική (με τις αδυναμίες της έστω) και «φυσικά» δεν έχει πλέον παρά να επιλέξει τη δεύτερη. Το ότι χρειάζεται να κάνει και κάποιες λαθροχειρίες, κάποιες διαστρεβλώσεις, να εμφανίσει φαινόμενα «αμνησίας» (περίπτωση Γιαροσένκο), αυτό δεν αποτελεί πρόβλημα για τη λογική με την οποία έχει μάθει να κινείται. Μπορεί πλέον να σχεδιάσει και να προγραμματίσει την πορεία προς τον κομμουνισμό, να «κλείσει» το όλο θέμα και να απαλλαγεί από την ανάγκη να δίνει απαντήσεις σε ερωτήματα που τίθενται πιεστικά τόσο από τα μέλη του ΚΚΕ όσο και από την ίδια την εξέλιξη της ταξικής πάλης. Αμ δε!
Το μόνο πλέον που χρειάζεται να «υπενθυμίσουμε» εδώ είναι πως αυτή η κατεύθυνση που προωθεί η ηγεσία του ΚΚΕ δεν είναι απλά λαθεμένη. Δεν έχει, κυρίως, καμία πραγματική υπόσταση. Είναι απαραίτητο να διευκρινίσουμε εδώ ότι μ’ αυτό δεν εννοούμε ούτε τη γραμμή «λαϊκής εξουσίας, λαϊκής οικονομίας» κ.λπ. ούτε την πολιτική γραμμή στη βάση της οποίας κινείται πραγματικά το ΚΚΕ. Αυτά αφορούν μιαν άλλη συζήτηση και κατά καιρούς έχουμε αναφερθεί και σ’ αυτά. Αναφερόμαστε στο -αναμορφωμένο, τροποποιημένο- μπρεζνιεφικό μοντέλο σοσιαλισμού που στην ουσία διαμορφώνουν οι θέσεις του ΚΚΕ. Αυτό το μοντέλο αποτέλεσε ιστορική ιδιομορφία που διαμορφώθηκε μέσα από την εκτροπή της σοσιαλιστικής πορείας για να οδηγηθεί εκεί που οδηγήθηκε. Και φυσικά ούτε η ηγεσία του ΚΚΕ μπορεί να φαντάζεται ότι μπορεί να επαναληφθεί ακριβώς η ίδια πορεία. Εκείνο που μάλλον δεν αντιλαμβάνεται είναι ότι δεν υπάρχει κανένας δρόμος από τον καπιταλισμό στον μπρεζνιεφισμό. Αυτό που μπορεί να υπάρξει -και θα υπάρξει- είναι η ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος από την εργατική τάξη και το πέρασμα στη σοσιαλιστική κοινωνία. Για κάτι τέτοιο ωστόσο προϋποτίθεται η συνολική ανασύσταση-ανασυγκρότηση του εργατικού, επαναστατικού, κομμουνιστικού κινήματος. Μια ανασυγκρότηση που θα πραγματοποιηθεί στη βάση των σημερινών αντιθέσεων και στο έδαφος της ταξικής πάλης. Ταυτόχρονα, και για να μπορέσει να ολοκληρωθεί, θα πρέπει να ενσωματώσει στη σημερινή φυσιογνωμία και κατεύθυνση τα διδάγματα από τις νίκες και τις ήττες του κινήματος και ειδικότερα την παλινόρθωση. Και αυτά που προσφέρει σε μια τέτοια κατεύθυνση η ηγεσία του ΚΚΕ όχι μόνο δεν βοηθούν αλλά αντίθετα συσκοτίζουν και αποπροσανατολίζουν 

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Πέρα από τα προηγούμενα, τα οποία αφορούν τα βασικά ζητήματα που θέλαμε να θέσουμε, θα θέλαμε έστω σε συντομία να αναφερθούμε σε ορισμένες τοποθετήσεις χαρακτηριστικές του πώς η ηγεσία του ΚΚΕ αντιμετωπίζει τα ζητήματα. Αναφέρεται, λ.χ., στο σημείο 9: 
«Οι εξελίξεις, επίσης, δε δικαιώνουν τη συνολική στάση του “μαοϊκού” ρεύματος απέναντι στη σοσιαλιστική οικοδόμηση στην EΣΣΔ, το χαρακτηρισμό της EΣΣΔ ως σοσιαλιμπεριαλιστικής […] αλλά και την ασυνέπεια στα ζητήματα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην Κίνα».
«Έτσι, KK (Κομμουνιστικά Κόμματα) επέλεξαν πολιτική συμμαχιών και με δυνάμεις της αστικής τάξης, αυτές που χαρακτηρίστηκαν ως “εθνικώς σκεπτόμενες”, σε διάκριση από τις λεγόμενες “ξενόδουλες”. Τέτοιες αντιλήψεις επικράτησαν και σε εκείνο το τμήμα του κομμουνιστικού κινήματος που κατά τη διάσπαση της δεκαετίας του 1960 προσανατολιζόταν στο KK Κίνας και που συγκρότησε το μαοϊκό ρεύμα» (Σημείο 29).
«Έτσι, ενισχύθηκε, άμεσα ή έμμεσα, η ιμπεριαλιστική πίεση πάνω στα σοσιαλιστικά κράτη, αξιοποιώντας, μεταξύ άλλων, τόσο το ρεύμα του ευρω-κομμουνισμού όσο και του τροτσκισμού και του μαοϊσμού που, με τον έναν ή άλλον τρόπο, στον έναν ή άλλο βαθμό, στήριξαν τις ιμπεριαλιστικές επιθέσεις κατά της EΣΣΔ και άλλων σοσιαλιστικών κρατών». (Από το ίδιο Σημείο 29) 
Το όλο «κόλπο» που χρησιμοποιεί συστηματικά η ηγεσία του ΚΚΕ (τόσο πριν όσο και μετά το 1991) είναι το «σουμάρισμα». Τσουβαλιάζεις ευρωκομμουνισμό, τροτσκισμό, μαοϊσμό, βάζεις ίσα κι όμοια Μάο και Τενγκ και μετά έχεις το ελεύθερο να λες ό,τι θες. Κι όπου χρειάζεται, επιστρατεύεις και τις συνήθεις λαθροχειρίες.
Ας εξηγηθούμε.
1. Η ηγεσία του ΚΚΕ γνωρίζει πολύ καλά πως όταν η κλίκα Κολιγιάννη-Παρτσαλίδη (από την οποία προέρχεται) επέλεξε την «πολιτική συμμαχιών» με την «εθνική αστική τάξη», οι μαοϊκοί της Ελλάδας άνοιξαν μέτωπο ενάντια σ’ αυτή την κατεύθυνση και συνολικά ενάντια στο ρεβιζιονισμό-ρεφορμισμό.
2. Γνωρίζει επίσης ότι τη στροφή της Κίνας με τον Τενγκ Χσιάο Πινγκ και την «απομαοποίηση» που ακολούθησε τη χαιρέτισαν τότε τόσο το ΚΚΣΕ όσο και το ΚΚΕ. Αντίθετα, αντιτάχθηκαν σ’ αυτήν οι μαοϊκοί τόσο στην Κίνα (και διώχτηκαν γι’ αυτό, όπως ακριβώς και οι σταλινικοί στη ΣΕ μετά το 20ό Συνέδριο) όσο και στη χώρα μας.
3. Αν κάθε κριτική, ανεξαρτήτως χαρακτήρα, περιεχομένου και στόχων, στο έκτρωμα που διαμόρφωσαν οι Χρουστσόφ-Μπρέζνιεφ-Γκορμπατσόφ μπορεί να χαρακτηριστεί «στήριξη των ιμπεριαλιστικών επιθέσεων ενάντια στις σοσιαλιστικές χώρες», τότε η δική της -έστω κολοβή και κατ’ επίφαση-κριτική και αυτοκριτική θα μπορούσε να χαρακτηριστεί με τον ίδιο τρόπο.
4. Σε σχέση με την «ασυνέπεια του ΚΚ Κίνας» όσον αφορά τα ζητήματα της «σοσιαλιστικής οικοδόμησης» στην Κίνα, το ερώτημα η ηγεσία του ΚΚΕ θα πρέπει να το απευθύνει στον εαυτό της. Μετρά δεκαετίες και είναι ξεκάθαρη πλέον για τον καθένα η πορεία της Κίνας προς τον καπιταλισμό, και η ηγεσία του ΚΚΕ ακόμη το «σκέφτεται».
5. Όσο για το αν οι εξελίξεις δικαιώνουν ή όχι τη «συνολική στάση του μαοϊκού ρεύματος», εδώ πια τι να πει κανείς. Αλλά αν δεν δικαιώνουν την κριτική του μαοϊκού ρεύματος, τότε ποιον δικαιώνουν; Μήπως την τάση της ηγεσίας του ΚΚΕ και των άλλων ρεβιζιονιστικών τάσεων και ρευμάτων;
6. Η παγκόσμια αντιδραστική συμμαχία που υπήρξε μια ορισμένη περίοδο (και που με έναν τρόπο συνεχίζεται) είναι αυτή που συνένωσε τους ιμπεριαλιστές της Δύσης με τους ρεβιζιονιστές της ΣΕ και της Κίνας, αλλά και σειρά ρεβιζιονιστικών, οπορτουνιστικών τάσεων και ρευμάτων (ανάμεσά τους και η τότε ηγεσία του ΚΚΕ) ενάντια στη Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση (ΜΠΠΕ) στην Κίνα.
Ας κάνουμε λοιπόν την υπόθεση και ας δεχτούμε (που δεν το δεχόμαστε)ότι η ηγεσία του ΚΚΕ (και πολλοί άλλοι), με βάση τις αντιφάσεις, τις αδυναμίες ή ακόμη τις αναπόφευκτες σε συνθήκες γενικού αναβρασμού υπερβολές, δεν αντιλήφθηκε τότε το τι ακριβώς συνέβαινε. (Είναι που «δεν μελετούσε» κιόλας). Σήμερα, ωστόσο, με βάση τις εξελίξεις στην Κίνα, την ουσία και το χαρακτήρα των οποίων κατανοούν ακόμα και οι πιο απλοί των ανθρώπων, δεν υπάρχει ούτε κόκκος δικαιολογίας για όσους συνεχίζουν να καμώνονται πως δεν αντιλαμβάνονται ποιοι αναμετρήθηκαν τότε με ποιους και ποιο ήταν το διακύβευμα. Αυτό που υπάρχει είναι μόνο μια αξιοθρήνητη τάση κουκουλώματος των πραγματικών ζητημάτων που τέθηκαν στο κίνημα, η αυταπάτη ότι μπορεί να αποφύγει τις απαντήσεις που οφείλει.
Μόνο που ματαιοπονεί. Όπως ήδη έχουμε αναφέρει, τα προβλήματα που θέτει η ζωή και η ταξική πάλη δεν μπορεί να τα αποφύγει τελικά κανείς. Πολύ περισσότερο που έχουμε μπει σε μια περίοδο όλο και πιο σκληρής ταξικής αναμέτρησης σε όλα τα πεδία. Μια περίοδο όπου οι απαιτήσεις της ταξικής πάλης όχι μόνο θα δοκιμάσουν τους πάντες, αλλά και θα σαρώσουν καθετί ψεύτικο, σάπιο και οπορτουνιστικό. Ως προς αυτό, ας μην υπάρχει η παραμικρή αμφιβολία σε κανέναν. Το μόνο ερώτημα που υπάρχει αφορά το αν η εργατική τάξη και οι λαοί μπορέσουν να οικοδομήσουν έγκαιρα και αποτελεσματικά τους όρους της απάντησής τους. Αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου