Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2018

Η σύνδεση με την εργατική τάξη θεμελιακός όρος για την προώθηση της πάλης μας

του Βασίλη Σαμαρά
Από την εισήγηση στη 2η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ(μ-λ)
Δημοσιεύτηκε στην Προλεταριακή Σημαία φυλ. 31, στις 7/10/1983


ΚΕΦ 1

Ένα σημαντικό πρόβλημα της οργάνωσης είναι (και ήταν πάντα) η σύνδεση με την εργατική τάξη. Αυτό είναι ένα θεμελιακό ζήτημα για μια οργάνωση που θέλει και προσπαθεί να είναι κομμουνιστική.
…Για μας δεν υπάρχει δρόμος (προσανατολισμός) για μια πολιτική οργάνωση (ή κόμμα) έξω από αυτόν που την συνδέει με τα προβλήματα, τις ανάγκες, την πάλη των μαζών και ιδιαίτερα της εργατικής τάξης.


Κάθε άλλος προσανατολισμός που θα αποσυνδέει πρακτικά από αυτή τη σχέση είναι βέβαιο ότι θα αποπροσανατολίσει την οργάνωση, θα την οδηγήσει ή στη συνθηκολόγηση με την αστική τάξη (όποιο ρούχο κι αν φορέσει αυτή η συνθηκολόγηση) ή στη διάλυση.
Αν μια τέτοια αντίληψη ορίζει τον βασικό προσανατολισμό μας, η ίδια αντίληψη χαρακτηρίζει τη στάση μας και προς μια σειρά άλλες πλευρές.

ΚΕΦ 2

Η σύνδεση με την εργατική τάξη είναι αναγκαία από κάθε άποψη. Είναι αναγκαία από πολιτική άποψη ανάπτυξης της οργάνωσης, προώθησης της αξιοπιστίας της αλλά ακόμη και από την άποψη της ανάγκης για προχώρημα στη θεωρία.

Χαρακτήρας της δουλειάς μας

Η εισήγηση αυτή είναι συνέχεια μιας προσπάθειας που έχει αρχίσει εδώ και μερικούς μήνες (βασικά με την οργανωτική αναδιάρθρωση).
Η άποψη για μια τέτοια κατεύθυνση είναι ακόμη παλιότερη και αποτέλεσε ένα από τα στοιχεία της πάλης μας στα πλαίσια του κόμματος, αν και δεν είχαν πάρει και πολύ συγκεκριμένη μορφή οι διάφορες πλευρές της, οι δρόμοι για την πραγματοποίησή της. Θα μπορούσαμε μάλιστα να πούμε ότι ακόμη και σήμερα, ένα μικρό μόνο μέρος έχουμε καλύψει αυτών των αναγκών.
Είναι καθαρό λοιπόν ότι αυτή η προσπάθεια δεν τελειώνει εδώ αλλά χρειάζεται πολύ δουλειά ακόμα στην παραπέρα πορεία μας. Δύο βασικά προβλήματα ή αν θέλετε κατηγορίες προβλημάτων) έχουμε να λύσουμε.
Το πρώτο είναι να κατανοήσει η οργάνωση όσο γίνεται καλύτερα και να πείθεται για τη σημασία και την αναγκαιότητα μιας τέτοιας κατεύθυνσης και το δεύτερο τού πώς γίνεται, πώς υλοποιείται μια τέτοια δουλειά.

Κεντρικές κατευθύνσεις

Προώθηση των κεντρικών πολιτικών στόχων. Το τι κάνουμε (προσπαθούμε να κάνουμε) μια δουλειά ενός κάποιου ειδικού χαρακτήρα καθόλου δεν σημαίνει ότι παραιτούμαστε από την προώθηση των κεντρικών πολιτικών καθηκόντων. Η προώθηση αυτή είναι συνεχής, στην πρώτη γραμμή και σε κάθε περίπτωση. Εκείνο που θα διαφοροποιείται, θα ‘ναι οι τρόποι, οι μορφές που θα προωθούμε αυτά τα καθήκοντα, ζήτημα που θα προσπαθήσουμε να αντιμετωπίσουμε στο κεφάλαιο της τακτικής και του στυλ δουλειάς μας.
…Κεντρικό μας πολιτικό μέτωπο στο κεφάλαιο αυτό και βάση της δουλειάς μας για μια ολάκερη περίοδο που πάνω της θα οικοδομείται γενικότερα η πάλη μας είναι η πάλη ενάντια στον κίνδυνο αποσυγκρότησης της εργατικής τάξης. Παρόμοιο κίνδυνο αντιμετωπίζουν και άλλα στρώματα του εργαζόμενου λαού. Εκτιμούμε ωστόσο ότι η πορεία τους (προς τα πάνω ή προς τα κάτω) θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την πορεία του προλεταριάτου.
…Η άποψή μας αυτή αποτελεί απόρροια της εκτίμησής μας, για την επίθεση που δέχεται το εργατικό κίνημα και γενικότερα η εργατική τάξη στις μέρες μας καθώς και για την αποδυνάμωση που έχουν υποστεί τα στοιχεία που την συγκροτούν σαν τάξη με συνείδηση της θέσης και του ρόλου της και συγκροτούσαν το εργατικό κίνημα και ακόμη περισσότερο το κομμουνιστικό κίνημα. Η επίθεση που δέχεται τείνει (και καταβάλλεται και συνειδητή προσπάθεια από μεριάς αντιδραστικών) να την αποσυγκροτήσει σε όλα τα επίπεδα.
…Στο συνδικαλιστικό επίπεδο με την έννοια του χτυπήματος της αντίληψης της αγωνιστικής διεκδίκηση; των εργατικών δικαιωμάτων. Η όλη προσπάθεια αστών, σοσιαλδημοκρατίας και ρεφορμιστών τείνει να αναιρέσει να θέσει σε «αχρηστία» την αντίληψη ότι η εργατική πάλη μπορεί να πετύχει λύσεις στα προβλήματα των εργατών. Η χρήση της ανοιχτής κρατικής βίας σε συνδυασμό με μια σειρά αποπροσανατολιστικές απόψεις, συγκλίνουν σε μια τέτοια κατεύθυνση.
Στο πολιτικό επίπεδο. Κεντρικό πρόβλημα εδώ και καθοριστικό για μια σειρά ζητήματα, η απουσία  πολιτικών κομμάτων της εργατικής τάξης. Η επικράτηση του ρεβιζιονισμού στο κομμουνιστικό κίνημα, η αδυναμία του μ-λ κινήματος να δώσει τη συνέχεια παρ’ όλη την αναλαμπή της ΜΠΠΕ έχει αφήσει ένα κενό που ακόμη δεν έχει καλυφθεί. Η κατάσταση αυτή  έχει δώσει τη δυνατότητα στην αστική τάξη να περάσει σε μια επίθεση σε παγκόσμια κλίμακα. Παρ’ όλη τη βαθειά κρίση που αντιμετωπίζει, το «παιχνίδι» εξακολουθεί να παίζεται ανάμεσα σε διάφορες αστικές μερίδες, παραδοσιακές ή νεοαστικές (ρεβιζιονισμός ιδιαίτερα με τη μορφή που έχει στις χώρες που είναι εξουσία) χωρίς η εργατική τάξη να μπορεί να παρέμβει ασκώντας έναν αυτόνομο πολιτικό ρόλο στο κεντρικό πολιτικό πεδίο με αποτέλεσμα να διασπάται ακολουθώντας (παθητικά έστω) αυτήν ή την άλλη πλευρά. Ας σημειώσουμε ότι η κατάσταση αυτή, πέρα απ’ αυτό (την αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης) δημιουργεί σοβαρούς κινδύνους για το σύνολο των εργαζόμενων μαζών, αλλά και της ανθρωπότητας ολάκερης. Τα βάρη της κρίσης φορτώνονται ανεμπόδιστα σχεδόν στις πλάτες των λαών, ενώ οι αντιθέσεις τους οδηγούν τους αστούς να βαδίζουν ακάθεκτοι (χωρίς να είναι «ενεργό» -γιατί υπαρκτό είναι πάντα- το εσωτερικό «δέος») σε πολεμικές αναμετρήσεις.
Στο ιδεολογικό επίπεδο η παλινόρθωση στις σοσιαλιστικές χώρες κλόνισε στις εργατικές μάζες την πεποίθηση για τη δυνατότητα οικοδόμησης της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Αποτέλεσμα η αστική τάξη να έχει περάσει σε μια ευρείας κλίμακας επίθεση που βρικολακιάζουν αντιδραστικές αντιλήψεις που είχαν χρεοκοπήσει μπροστά στη μαρξιστική και κομμουνιστική ιδεολογία ενώ σε ανάλογο ρόλο σε άλλους βέβαια τόνους παίζουν οι ρεβιζιονιστές και οι απόψεις τους. Η ουσία πάντως είναι ότι η εργατική τάξη βομβαρδίζεται κυριολεκτικά με μια σειρά αντιδραστικές αντιλήψεις, χωρίς να υπάρχει υπολογίσιμη οργανωμένη αντίσταση.
Η επίθεση στα προηγούμενα επίπεδα και τα αποτελέσματά της ανοίγουν το δρόμο για επίθεση ενάντια στην ίδια την τάξη, στις βασικές ιδέες, στις αντιλήψεις, για κοινότητα και ενιαιότητα των συμφερόντων της. Αν η προώθηση της αντίληψης της συνεργασίας των τάξεων είναι η μια πλευρά του νομίσματος, η άλλη πλευρά είναι ακόμα πιο επικίνδυνη στο βαθμό που βρει έδαφος και αρχίσει να περνάει. Το πέρασμα ανταγωνιστικών αντιλήψεων ανάμεσα σε ομάδες εργαζομένων, η προώθηση του ατομισμού στις πιο χυδαίες μορφές του στον κάθε εργάτη ξεχωριστά αποτελούν θανάσιμο κίνδυνο συνολικά για την εργατική τάξη.
Όσον αφορά πια το οργανωτικό επίπεδο, στο βαθμό που προωθείται η αποσυγκρότηση στα προηγούμενα επίπεδα, η εργατική οργάνωση, τόσο στο συνδικαλιστικό όσο και στο πολιτικό (κόμμα) επίπεδο.
Και τόσο περισσότερο θα ανοίγεται ο δρόμος για «δραστικότερες» επιθέσεις ενάντια στις εργατικές οργανώσεις και γενικότερα στην εργατική πάλη.

Ο κίνδυνος αποσυγκρότησης της εργατικής τάξης έχει έναν δρόμο αντιμετώπισης: την πάλη για τη συγκρότησή της

Η εργατική τάξη, το εργατικό κίνημα συγκροτούνται στην πάλη για τους άμεσους αλλά και τους απώτερους στόχους τους, στην πάλη για την προώθηση των κεντρικών πολιτικών καθηκόντων και στην πάλη για τα «μικρά» καθημερινά προβλήματα. Ένας τέτοιος άξονας πάλης έρχεται πολύ κοντά, σχεδόν συγχωνεύεται με την κεντρική μας κατεύθυνση σαν οργάνωση (ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος). Αυτό δεν είναι απλά συμπτωματικό, αλλά καθρεφτίζει τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα στα δύο προτσές.
Βασικές κατευθυντήριες αντιλήψεις (οι ειδικότεροι άξονες πάλης) και ιδιαίτερα για τη σημερινή φάση θα πρέπει να είναι:
Η πάλη για την εδραίωση και κατοχύρωση της αντίληψης για το ασυμβίβαστο των ταξικών αντιθέσεων για την ιδιαιτερότητα των συμφερόντων, αλλά και της ιστορικής προοπτικής της εργατικής τάξης.
Η προώθηση στην όσο γίνεται πιο πλατειά και μαζική κλίμακα, της πάλης για τα άμεσα προβλήματα που αντιμετωπίζει η εργατική τάξη και γενικότερα οι εργαζόμενες μάζες. Έχουμε τη γνώμη ότι στη φάση αυτή, εδώ βρίσκεται ο κρίκος τόσο για τη δικιά μας προσπάθεια σύνδεσης όσο για να αρχίσει να μπαίνει σε κίνηση η εργατική τάξη. Και είναι θεμελιώδες ζήτημα να κινείται η εργατική τάξη. Η κίνησή της είναι και «θώρακας» απέναντι στις επιθέσεις αλλά και αφετηρία για το ανέβασμα της πάλης σε άλλη ποιότητα. Ενώ αντίθετα η αδράνειά της είναι το ευνοϊκό έδαφος όπου μπορούν να αναπτυχθούν όλα τα άνθη του κακού.
Να υπερασπίσουμε τη σημασία αλλά και την αξιοπιστία της εργατικής οργάνωσης, θεωρητικά και πρακτικά από τις πιο απλές μορφές οργάνωσης μέχρι το κόμμα.
Η πάλη στους προηγούμενους άξονες θα ‘ναι πολύ πιο ουσιαστική και αποτελεσματική αν συνοδευτεί από το άνοιγμα μετώπου ενάντια σ’ όλες τις αστικές και ρεβιζιονιστικές απόψεις ιδεολογικές αντιλήψεις και ρεύματα.
Ταυτόχρονα θα πρέπει να προσπαθήσουμε να επεξεργαστούμε μια τακτική που να συνδυάζει με τον καλύτερο τρόπο τις απαιτήσεις του κινήματος με τις σημερινές μας δυνατότητες.
Μια σημαντική πλευρά της τακτικής μας, ιδιαίτερα σήμερα που δεν έχουμε την επιθυμητή εξοικείωση με το χώρο στον οποίο κατευθυνόμαστε, αποτελεί η επεξεργασία όσο μπορούμε καλύτερα ενός στυλ δουλειάς που να μας φέρνει κοντά στον κόσμο και όχι να μας απομακρύνει απ’ αυτόν.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Για τα άμεσα προβλήματα

ΚΕΦ 1
Άμεσα προβλήματα είναι αυτά που γεννά καθημερινά το καπιταλιστικό σύστημα στους εργάτες και που απαιτούν άμεσες λύσεις.
Αν θέλουμε ν’ απαριθμήσουμε τα άμεσα προβλήματα θα διαπιστώσουμε ένα πλήθος προβλημάτων που αγκαλιάζουν όλους τους τομείς της ζωής και δουλειάς των εργαζομένων.
Τα άμεσα προβλήματα πηγάζουν απ’ τη βασική αντίθεση της κοινωνίας της αντίθεσης κεφαλαίου-εργασίας, είναι αποτέλεσμα της αντίθεσης αυτής του καπιταλιστικού συστήματος, περιστρέφονται γύρω απ’ τον άξονα της ταξικής πάλης όπως αυτή αναπτύσσεται στον καπιταλισμό.
Αφορούν τους όρους πούλησης της εργατικής δύναμης (εμπόρευμα) στο κεφάλαιο, τους όρους διατήρησης και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης σαν ιδιόρρυθμο εμπόρευμα στον καπιταλισμό. (Οι όροι πούλησης της εργατικής δύναμης σε τελική ανάλυση καθορίζονται απ’ τους όρους διατήρησης και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης). Έτσι οι όροι διατήρησης και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης διαμορφώνονται σύμφωνα με τις ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας και της καπιταλιστικής κοινωνίας. Αυτό είναι η μία όψη του ζητήματος.
Η εργατική τάξη στον καπιταλισμό δεν υπάρχει μόνο με την ιδιότητα της εργατικής δύναμης σαν εμπόρευμα αλλά και με την ιδιότητά της σαν νεκροθάφτης του καπιταλισμού. Ετσι τα άμεσα προβλήματα της εργατικής τάξης αφορούν και τους όρους ανάπτυξης της πάλης της εργατικής τάξης μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα, πάλης που στρέφεται ενάντια στο σύστημα και προκαλεί την ανατροπή του. Αφορούν λοιπόν και τους όρους διατήρησης και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα σύμφωνα με τις ανάγκες της εργατικής τάξης να διεξάγει την πάλη ενάντια στο σύστημα. Αυτή είναι η άλλη όψη του ζητήματος.
Αυτό δεν σημαίνει ότι η αστική τάξη αναγνωρίζει αυτό το δικαίωμα στην εργατική τάξη. Δεν σημαίνει ακόμη ότι τα αποτελέσματα της πάλης για τα άμεσα προβλήματα θα έφταναν κάποτε να αναιρέσουν τους καπιταλιστικούς νόμους. Σημαίνει, ωστόσο, ότι στο πεδίο των άμεσων προβλημάτων διεξάγεται μια οξύτατη ταξική πάλη με διαφορετικά συγκρουόμενα ταξικά συμφέροντα. Η πάλη αυτή βέβαια έχει κάποια «όρια».
α) Εφόσον θα διατηρείται το κυριαρχικό δικαίωμα της αστικής τάξης να εφαρμόζει και να λειτουργεί το καπιταλιστικό σύστημα.
β) Η εργατική τάξη μπορεί να κερδίζει κάποιους καλύτερους όρους για την πούληση της εργατικής δύναμης (που πάντα παραμένει ιδιόρρυθμο εμπόρευμα) κα μπορεί, κι αυτό έχει την κύρια σημασία, να κατακτά καλύτερες θέσεις σε σχέση με την πολιτική θέση στην καπιταλιστική κοινωνία που είναι η θέση πάλης ενάντια στο σύστημα.
…Το κομμουνιστικό κίνημα έχει χαράξει μια πολιτική παρέμβασης και καθοδήγησης της πάλης των εργατών για τα άμεσα προβλήματα. Συμμετέχοντας και πρωτοστατώντας στην πάλη αυτή για τη διεκδίκηση και λύση των άμεσων προβλημάτων, επιδιώκει να εντάσσει την πάλη αυτή στα πλαίσια του στρατηγικού του στόχου. Αυτή είναι μια πολιτική αναμφισβήτητα σωστή.
Αλλά υπάρχει και η άλλη όψη. Το ίδιο και η αστική τάξη θεωρεί πεδίο παρέμβασής της τα άμεσα προβλήματα. Η παρέμβαση της αστικής τάξης στο πεδίο αυτό στηρίζεται σε υλικά δεδομένα. Εφόσον οι λύσεις που μπορούν να δοθούν είναι μεταρρυθμίζει που η ίδια τελικά θα αναγκαστεί να κάνει, γρήγορα αντιλήφθηκε ότι δεν συμφέρει να τις «χαρίζει» στο κομμουνιστικό κόμμα. Η αστική τάξη χρησιμοποιεί όλα τα μέσα καταπίεσης που διαθέτει, το κράτος, την αστυνομία, την ανοιχτή βία και καταστολή για να αντιμετωπίζει τις ταξικές συγκρούσεις στο πεδίο των άμεσων προβλημάτων. Εκτός απ’ αυτά παρεμβαίνει με πολλούς άλλους τρόπους για να αποσπάσει οφέλη για τον εαυτό της. Παρεμβαίνει ιδεολογικά, πολιτικά και στις πρακτικές λύσεις που δίνονται.

ΚΕΦ. 4
Επικρατεί η άποψη ότι η κατάσταση της εργατικής τάξης βελτιώθηκε μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, σε μια περίοδο που αντιστοιχεί με μια άνθηση του καπιταλισμού και ότι έγιναν κάποιες παραχωρήσεις, μικροβελτιώσεις κ.λπ. Είναι αναμφισβήτητο ότι την περίοδο αυτή δημιουργήθηκε το μεγαλύτερο στρώμα εργατικής αριστοκρατίας. Όμως για την εργατική τάξη οι όροι πούλησης της εργατικής δύναμης μπορούμε να πούμε ότι βελτιώθηκε; Σύμφωνα με τον Μαρξ, ο μισθός αντιστοιχεί σε κάποιες ώρες εργασίας που είναι κοινωνικά απαραίτητες για τη διατήρηση και αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Οι υπόλοιπες ώρες δουλείας, μέχρι να σχολάσει ο εργάτης παράγουν υπεραξία για τον καπιταλιστή. Όταν η εντατικοποίηση της δουλειάς, αλλά και η «παραγωγικότητα οξύνουν μέσα στο ίδιο ωράριο τότε 1) αυξάνεται η υπεραξία που καρπούται ο καπιταλιστής, 2) μειώνονται αντίστοιχα οι απαραίτητες κοινωνικά ώρες για να διατηρηθεί στη ζωή και να αναπαραχθεί ο εργάτης.
Το τι είναι κοινωνικά απαραίτητο για τη διατήρηση και αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης μεταβάλλεται από την ίδια την εξέλιξη της κοινωνίας. Η καπιταλιστική κοινωνία και οικονομία, η βιομηχανική εξέλιξη και εμπορευματική παραγωγή μεγαλώνει την εξάρτηση των ατόμων απ’ την κοινωνία, οι συνέπειες της καπιταλιστικής δομής και οργάνωσης δημιουργούν νέες πρωταρχικές ανάγκες. Ετσι το «κόστος» διατήρησης και αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης μεγαλώνει αντίστοιχα.
Οι όροι πούλησης της εργατικής δύναμης μέσα σ’ αυτή την εξέλιξη δεν μπορούμε να πούμε ότι «βελτιώθηκε» αλλά το σωστό θα ‘ταν ότι προσαρμόστηκαν στην εξέλιξη της ίδιας της καπιταλιστικής κοινωνίας.
Στη βάση της άποψης ότι «η κατάστασης της εργατικής τάξης βελτιώθηκε» στηρίζονται σήμερα διάφορα επιχειρήματα για να πείσουν τους εργάτες ότι «πρέπει να υποστούν το μαρτύριο της κρίσης για να ξεπεραστεί αυτή» γιατί όταν θα ξεπεραστεί θα «βελτιωθεί» πάλι η κατάστασή της.
Ο τομέας των «κοινωνικών παροχών» είναι επίσης ένας άλλος τομέας που απαιτεί ανάλυση. Υπάρχει π.χ. το ΙΚΑ και ο ΟΑΕΔ που χρηματοδοτούνται απ’ τις κρατήσεις των μισθών. Ένα ζήτημα είναι ότι ένα μέρος μόνο των πόρων διαθέτονται γι α «παροχές» στους εργαζόμενους ενώ ένα άλλο δεσμεύεται απ’ την Τράπεζα της Ελλάδας με χαμηλό τόκο.
Έτσι ο μύθος των «κοινωνικών παροχών» αποδείχνεται μια καπιταλιστική επιχείρηση-διαχείριση ενός μέρους αυτού που παράγει η εργατική τάξη (η παραγωγική τάξη της κοινωνίας).
…Αν για την ίδια περίοδο εξετάσουμε τους όρους διεξαγωγής της ταξικής πάλης, θα δούμε ότι για την εργατική τάξη έγιναν δυσμενέστεροι. Οι εργατικές οργανώσεις διαβρώθηκαν απ’ τους χειρότερους εχθρούς της εργατικής τάξης, από ανθρώπους της εργατικής αριστοκρατίας, ενώ οι εργάτες εκτοπίστηκαν στο περιθώριο. Η «ταξική» πάλη κρίνεται στα δικαστήρια. Τα δικαιώματα που είχαν κατακτηθεί στον αγώνα και στη συνείδηση των εργατών φθάρθηκαν και εξευτελίστηκε η σημασία τους. Ενώ παράλληλα η κρατική παρέμβαση έχει αποκτήσει τέτοια δικαιώματα που φαντάζουν απαραβίαστα. Η αστική τάξη, με ειδικές συμφωνίες, με ειδικό νομικό καθεστώς και με ανθρώπινο δυναμικό καταφέρνει να διευθετεί τα ζητήματα δίνοντας και τις πρακτικές λύσεις που επιλέγει. Έχει σε πολλές περιπτώσεις αυτή την πρωτοβουλία των κινήσεων και καταφέρνει να ασκεί μια συνολική πολιτική και τακτική, φροντίζοντας να μεταθέτει τα προβλήματα ή να τα απομονώνει και να τα ελέγχει έτσι το τελικό αποτέλεσμα.
Η βασική φιλοσοφία της ΑΤΑ είναι η εξασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης με ελεγχόμενες απ’ το κεφάλαιο αυξήσεις στην ονομαστική αξία των μισθών. Οι αυξήσεις της ΑΤΑ διατηρούν σε κάποια επίπεδα την αγοραστική αξία των εργαζομένων απέναντι στις πληθωριστικές τάσεις της καπιταλιστικής οικονομίας και τις ανατιμήσεις των βασικών ειδών άμεσης κατανάλωσης.
Σα μέθοδος η ΑΤΑ αντικατέστησε ή συμπλήρωσε το θεσμό των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των συλλογικών συμβάσεων και πιο συγκεκριμένα την μέθοδο της κρατικής παρέμβασης των Διαιτητικών Δικαστηρίων, κ.ά. Έτσι όταν στην Ελλάδα κατακρίνεται ο ν.3239 της υποχρεωτικής διαιτησίας από την «εκσυγχρονισμένη» αστική τάξη γίνεται αναφορά στη Δ. Ευρώπη όπου δεν ισχύει απόλυτα αυτός ο θεσμός. Ωστόσο έχει αντικατασταθεί από τον θεσμό της ΑΤΑ εδώ και πολλά χρόνια. Οι αστοί οικονομολόγοι έχουν κάνει τους υπολογισμούς τους και αποδείχνουν ότι σε περίοδες άνθισης της καπιταλιστικής οικονομίας ο θεσμός της ΑΤΑ συμφέρει γιατί απ’ τη μια ελέγχει απόλυτα το ύψος των μισθολογικών αναπροσαρμογών σε χαμηλότερα επίπεδα απ’ ότι τον ελέγχει ο θεσμός των «ελεύθερων» συλλογικών διαπραγματεύσεων απ’ την άλλη κοστίζει λιγότερα γιατί αποφεύγονται οι απεργίες και οι κοινωνικές συγκρούσεις.
Σε περίοδες όμως κρίσης σαν τη σημερινή δεν ικανοποιεί ούτε η ΑΤΑ αφού οι καπιταλιστές επιδιώκουν το πάγωμα στην ονομαστική αξία των μισθών και τη μείωση. Έτσι έχει πάψει να υποστηρίζεται από πολλές κυβερνήσεις της Δ. Ευρώπης αναβάλλεται ή δεν εφαρμόζεται πια καθόλου.
Στην Ελλάδα η υποστήριξη της ΑΤΑ (και διεκδίκηση) άρχισε από τους ρεφορμιστές των «Κ»ΚΕ και του ΠΑΣΟΚ (ωστόσο υποστηρίχτηκε και από μερίδα της δεξιάς). Διατυπωμένη σαν θέση υπάρχει στις αποφάσεις της ΓΣΕΕ εδώ και πολλά χρόνια. Έτσι η κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ (και όχι μόνο αυτή, αλλά και μια μερίδα της ΝΔ) είχαν «δεσμευτεί» στις διακηρύξεις τους για θεσμοθέτηση της ΑΤΑ. Η έναρξη της εφαρμογής (ή της απόπειρας εφαρμογής) συνέπεσε με την κατακόρυφη καμπή της κρίσης στην Ελλάδα και στον κόσμο. Γι’ αυτό κι έχουμε τις ανακολουθίες και τους ελιγμούς της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ.
Η πιο σημαντική επίπτωση της εφαρμογής της ΑΤΑ σήμερα είναι το πάγωμα των συλλογικών συμβάσεων.
Είναι πι σημαντικό ακόμη και από την ετεροχρονισμένη ΑΤΑ και από τα ΔΤΚ του κράτους.
Ακόμη το βασικό μεροκάματο είναι 625 δραχμές όπου προστίθεται το διορθωτικό ποσό, η ΑΤΑ του Μάη 1982, του Σεπτέμβρη του 82 η μισή του Γενάρη 83 και η άλλη μισή του Μάη 83 κ.ο.κ.
Το γεγονός ότι ο βασικός μισθός παραμένει 625 σημαίνει ότι το ζήτημα αυτό παραμένει ανοιχτό σε μια στιγμή που οι μισθοί έχουν αρχίσει ανεπίσημα να πέφτουν κι από την ονομαστική τους αξία.
Και το ΠΑΣΟΚ μας έχει συνηθίσει σε «εκπλήξεις». Ακόμη δίνει το δικαίωμα της αυθαιρεσίας στην εξέλιξη των μισθών σύμφωνα με την ΑΤΑ εφόσον εξακολουθεί να εφαρμόζεται.

Ανεργία

Από διάφορα στατιστικά στοιχεία που έχουν βγει στο φως της δημοσιότητας η ανεργία στην χώρα μας κυμαίνεται από 8-16% που είναι ήδη ένα πολύ μεγάλο ποσοστό και που συνεχώς ανεβαίνει. Οι άνεργοι αυτοί δεν επιδοτούνται στην πλειοψηφία τους (ένα 3% για λίγους μήνες).
Η ανεργία είναι μεγαλύτερη στη Θεσσαλονίκη και μετά στην Αθήνα και ακλουθούν άλλα επαρχιακά κέντρα.
Σε απόλυτους αριθμούς η συντριπτική πλειοψηφία των ανέργων είναι συγκεντρωμένοι σε Αθήνα και  Θεσσαλονίκη. Οι αρνητικές πιέσεις της ανεργίας εκδηλώνονται στις βασικές εργατικές μάζες των δύο βιομηχανικών κέντρων και είναι αρκετά σημαντικό στοιχείο για τα προβλήματα του εργατικού κινήματος. Εφόσον το εργατικό κίνημα είχε κάποια αγωνιστική αντίδραση στις επιπτώσεις της κρίσης, ο όγκος των ανέργων θα μπορούσε να ήταν ο καλύτερος σύμμαχος στους εργατικούς αγώνες με το να θέσει το κοινωνικό πρόβλημα στις ευρύτερες διαστάσεις του. Όμως, άμεσα αυτή η προϋπόθεση δεν υπάρχει.
Λύση -με την ολοκληρωτική έννοια- στο πρόβλημα των ανέργων μέσα στο καπιταλιστικό σύστημα δεν υπάρχει. Το πρόβλημα με την εργατική τάξη δε λύνεται και όπως είπαμε οι συνέπειές του αγκαλιάζουν το σύνολο της εργατικής τάξης. Επομένως είναι ένα ζήτημα που ενδιαφέρει άμεσα όλους τους εργαζόμενους.
Ωστόσο η αντιμετώπιση των συνεπειών της ανεργίας για την εργατική τάξη είναι αποκλειστικά ζήτημα της εργατικής τάξης και πιο συγκεκριμένα του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος.
Οι καπιταλιστές ενδιαφέρονται για την ανεργία να την ανεβάζουν ή να τη μειώνουν όταν θέλουν κι όσο τους επιτρέπει το καπιταλιστικό σύστημα για λόγους εντελώς διαφορετικούς για συμφέρον του ίδιου του κεφαλαίου  αποκλειστικά και ποτέ βέβαια γιατί νοιάζονται για τους καημένους τους ανέργους. Επομένως:
απορρίπτουμε τις προτάσεις των ρεφορμιστών για «αντιμετώπιση της ανεργίας», για «πόρους για παραγωγικές επενδύσεις», για «βοήθεια στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις» και τα υπόλοιπα, τους απορρίπτουμε γιατί 1) δεν επιδιώκουν να λύσουν το πρόβλημα της ανεργίας αλλά το πρόβλημα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. 2) Επιδιώκουν αντίθετα να μεγαλώσουν τις επιπτώσεις της ανεργίας στους εργαζόμενους με πάγωμα των μισθών κ.λπ. 3) Προσπαθούν αν αποπροσανατολίσουν τους εργάτες από το πραγματικό τους πρόβλημα και να τους στρέψουν στη λογική του πώς θα επιζήσουν οι καπιταλιστές (μικροί-μεσαίοι- ή «κοινωνικοποιημένες» πολυεθνικές βιομηχανίες).

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ
ΚΕΦ 1
Ένα βασικό κεφάλαιο είναι να κατανοήσουμε πώς παλεύει η εργατική τάξη, για τη λύση των προβλημάτων της. Πώς οργανώνει την πάλη της, ποιες οι μορφές πάλης, πώς εκδηλώνονται, πώς αναπτύσσονται κ.λπ.
Χρειάζεται να παρακολουθήσουμε, να μελετήσουμε, να μάθουμε αυτές τις μορφές, τη γέννηση, την πορεία, τα χαρακτηριστικά, τις αλληλοσχέσεις τους.
Δουλειά δικιά μας δεν είναι να εφεύρουμε τίποτα μορφές πάλης που θα τις φέρουμε από το φεγγάρι αλλά να μελετήσουμε του τρόπους με τους οποίους ήδη παλεύει η εργατική τάξη. Να δούμε το περιεχόμενό τους, τις τάσεις που περιέχουν, να κάνουμε αξιολόγηση, επιλογές, να προκρίνουμε και να αναδείξουμε αυτές που θα θεωρήσουμε ότι ανοίγουν δρόμους, να ανασυνθέσουμε και ακόμη παραπέρα να συνθέσουμε στο πολιτικό επίπεδο. Στην ουσία, οι τρόποι που παλεύει η εργατική τάξη περιέχουν βασικά στοιχεία του επιπέδου που βρίσκεται (από ιστορική και κοινωνική άποψη) η εργατική τάξη, τους νόμους της κίνησης και συνειδητοποίησής της αλλά και βασικά στοιχεία της προοπτικής της, της δυνατότητας δηλαδή να ανασυντεθεί αυτή η πάλη στο ανώτατα επίπεδο.
Εξυπακούεται, ότι το πέρασμα σε ένα τέτοιο επίπεδο, (ανώτερο) σημαίνει ότι δεν παίρνουμε τις διάφορες μορφές αυτούσιες, δεν ακολουθούμε απλά την εργατική τάξη αλλά αναλύουμε και συνθέτουμε, σε ανώτερη, σε πιο προχωρημένη μορφή. Απέχουμε ωστόσο αρκετά από αυτό το σημείο. Βρισκόμαστε σε σημείο που χρειάζεται να μάθουμε και χρειάζεται να μάθουμε πολλά. Στο να κατακτήσουμε μια τέτοια γνώση θα δυσκολευτούμε σίγουρα και έχουμε δρόμο να κάνουμε. Πρέπει ωστόσο να ξεκινήσουμε.
…Όσον αφορά τα δύο βασικά επίπεδα οργάνωσης (συνδικαλιστικό- πολιτικό) θα θέλαμε να σταθούμε στο βασικό ζήτημα της σχέσης ανάμεσά τους.
Οι «συγγένειες» είναι τόσες. αλλά και οι διαφορές τους υπαρκτές ώστε αρκετές φορές να δημιουργείται σύγχυση αλλά και να προωθείται συγκεκριμένα αυτή η σύγχυση από μεριάς αστών και ρεφορμιστών, με στόχο τον αποπροσανατολισμό, τον εγκλωβισμό της εργατικής πάλης στα πλαίσιά τους.
…Η βασική λογική με την οποία κινείται η αστική τάξη και οι φορείς της στα συνδικάτα είναι η «απολίτικη». «Όχι πολιτικοποίηση» των συνδικάτων κ.λπ. (στο δεύτερο τους δίνουν όπλα και οι ρεφορμιστές, ιδιαίτερα του «Κ»ΚΕ αλλά σ’ αυτό θα αναφερθούμε στη συνέχεια). Με τις απόψεις αυτές και την αντίστοιχη πρακτική, προσπαθεί απλούστατα να διασφαλίσει το μονοπώλιο στο πέρασμα της δικής της πολιτικής γραμμής στα συνδικάτα. Γιατί το «όχι πολιτική στα συνδικάτα» συνοδεύεται από …[λείπει κείμενο]… δηλαδή της υποταγής της εργατικής τάξης, κοντολογίς της διατήρησης αυτού που υπάρχει. Δηλαδή τη διαιώνιση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και της κυριαρχίας της αστικής τάξης
…Όσον αφορά τους ρεφορμιστές, εκεί θα βρούμε «υλικά» από κάθε λογής παρέκκλιση. Συμβαίνει μ’ αυτούς -εκτός των άλλων- να έχουν μια προέλευση από το κομμουνιστικό κίνημα και να θέλουν αν εκμεταλλεύονται και σήμερα αυτήν την προέλευσή τους. Έτσι σε κάποιες γωνιές των απόψεών τους μπορεί να ανακαλύψουμε ξεχασμένες και κάποιες φράσεις που ανήκαν κάποτε σε κάποιες σωστές απόψεις. Η σημερινή τους ωστόσο αντίληψη βρίσκεται στη «δημιουργική ανάπτυξη» αυτών των απόψεων με δάνεια κάθε λογής από την αστική ιδεολογία και πρακτική, προωθώντας αντιθετικές, πολλές φορές, αντιλήψεις και ενέργειες. Στην πραγματικότητα όλα αυτά δεν είναι και τόσο «αντιφατικά» αν τα δούμε από την πολιτική σκοπιά του πράγματος. Το προτσές ανάπτυξης του εργατικού κινήματος έχει ορισμένους όρους. Αν το (πολιτικό) επαναστατικό κίνημα προσπαθεί να τους καταλαβαίνει και να τους προωθεί είναι επειδή τα δύο προτσές είναι το ένα συνάρτηση του άλλου και η κίνησή τους είναι -πρέπει να είναι- εναρμονισμένη.
…Διαφορετικά μπαίνει το ζήτημα για τους ρεφορμιστές. Η δική τους πολιτική προοπτική έχει ολότελα διαφορετικούς όρους και το εργατικό κίνημα θέλουν να το υποτάσσουν σ’ αυτήν την πολιτική. στη βάση αυτή όχι μόνο δεν προσπαθούν να παίζουν τον ρόλο (τον πολιτικό) που ωθεί την ανάπτυξη του εργατικού κινήματος ολόπλευρα και σε όλο το ανώτερο επίπεδο αλλά τους είναι αναγκαίο να εμποδίζουν πολλές φορές και οπωσδήποτε να στρεβλώνουν αυτή την ανάπτυξη. Η αντιφατικότητα λοιπόν των ενεργειών τους έχει σαν αντιστάθμισμα ότι από τις ενέργειες αυτές «αθροίζουν» από την κάθε μια κέρδη στο πολιτικό επίπεδο.
Οσο για το αν μπλοκάρεται μ’ αυτόν τον τρόπο η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος αυτό δεν ήταν ποτέ πρόβλημά τους. Πρόβλημα είναι για το επαναστατικό κίνημα το οποίο δεν αθροίζει «κέρδη» αλλά αποτελεί κέρδος για το ίδιο αυτή καθ’ αυτή η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και οι διάφορες ενέργειες παρέμβασης κ.λπ., δε βλέπονται αθροιστικά αλλά στη διαλεκτική τους συνάρτηση.

ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ ΤΗΣ ΠΑΛΗΣ

Η εργατική πάλη, από την ώρα που εκδηλώνεται πρακτικά στο κοινωνικό πεδίο, έχει σαν βασικό της χαρακτηριστικό ότι αναδείχνει, φέρνει στο προσκήνιο τη βασική αντίθεση της καπιταλιστικής κοινωνίας, την αντίθεση ανάμεσα στην εργατική τάξη και την αστική τάξη. Αυτό ισχύει σε οποιαδήποτε περίπτωση, σε όποια κλίμακα κι αν εκδηλώνεται αυτή η πάλη και όσο κι αν λειτουργούν αποπροσανατολιστικές επιρροές και παραμορφωτικά στοιχεία. Ισχύει ακόμα κι όταν κυριαρχήσουν αυτά τα στοιχεία (αστικές και ρεφορμιστικές επιδράσεις) και την εκτρέψουν από αυτούς που πρέπει να είναι οι στόχοι της, εμποδίσουν την ανάπτυξη - εξέλιξή της ή και την αναστείλουν τελείως.
Ακόμη και στην περίπτωση αυτή το στοιχείο αυτό υπάρχει. Η τυχόν επικάλυψή του από περισσότερα αρνητικά, κάνει αρνητικό το συνολικό αποτέλεσμα, δεν μπορεί να αναιρέσει ωστόσο, το πραγματικό γεγονός της ύπαρξης αυτού του στοιχείου από τη στιγμή που υπάρξει πραγματική έκφραση της εργατικής πάλης. Γιατί υπάρχει και έχει τις επιδράσεις του ακόμα και όταν δεν είναι καθόλου εμφανές κάτι τέτοιο.
Η αξιοποίηση τους βέβαια, το να μην ξεπερνιούνται και αντισταθμίζονται με τελικό αρνητικό αποτέλεσμα, από τις αρνητικές επιδράσεις, είναι ένα άλλο ζήτημα.
Έχει σχέση με μια σειρά όρους, και βασικός ανάμεσα τους ο ρόλος του υποκειμενικού παράγοντα. Αυτό προσδιορίζει και ορισμένες βασικές στάσεις απέναντι στο ζήτημα από κάβε πλευρά, (η βασική στάση του καθένα υπάρχει παρά το ότι υπάρχουν και «παραλλαγές»).
Βασική στάση της αστικής τάξης είναι η αποτροπή. Η λογική …[λείπει κείμενο]… και διαπραγματεύσεις ανάμεσα κατά την άποψή της όχι στους εργαζόμενους και τους εργοδότες αλλά ανάμεσα στους «συνεργάτες της παραγωγικής διαδικασίας». Προωθεί αυτή τη στάση της και στο ιδεολογικό επίπεδο (προπαγάνδα κ.λπ.) και στο συνδικαλιστικό με τους «συνδικαλιστές» της και την κρατική παρέμβαση και καθαρά κατασταλτικά με το νομικό πλαίσιο και την αστυνομία.
Η βασική στάση των ρεφορμιστών είναι αφ’ ενός η αποτροπή και αφ’ ετέρου, και λόγω του ειδικού ρόλου που έχουν επωμιστεί, η «προώθηση» -όταν δε γίνεται διαφορετικά- απόλυτα ελεγχόμενων και περιχαρακωμένων από κάθε άποψη «κινητοποιήσεων». Περιχαρακωμένων και οργανωτικά και από άποψη στόχων και από άποψη κλιμάκωσης και προοπτικής.
Η βασική επαναστατική στάση συνίσταται στο να προωθεί την πρακτική εκδήλωση της εργατικής πάλης. Με δεδομένη ωστόσο την ύπαρξη μιας σειράς προβλημάτων (σαν αυτά που αναφέραμε και πολλά άλλα) θα πρέπει να συμπληρώνεται -χωρίς βεβαίως ποτέ να αναιρείται σαν βασικός προσανατολισμός- από μια ουσιαστική εκτίμηση των δεδομένων που υπάρχουν κάθε φορά. Οφείλουμε να προωθούμε αυτή την πάλη αλλά οφείλουμε ταυτόχρονα να την προφυλάσσουμε από το προβοκάρισμα, από τη φθορά της στη συνείδηση των μαζών.
Έχοντας αυτό το βασικό χαρακτηριστικό η προώθηση της εργατικής πάλης περιέχει ταυτόχρονα …[λείπει κείμενο]…
Η αντιπαράθεση π.χ. με την εργοδοσία, έχει όπως είπαμε το χαρακτηριστικό ότι καταδείχνει τη βασική αντίθεση της καπιταλιστικής κοινωνίας. Η παραπέρα προώθηση, η όξυνση αυτής της αντιπαράθεσης, καταδείχνει τον ταξικό χαρακτήρα του κράτους το οποίο σε κάποια στιγμή παρεμβαίνει ανοιχτά και προς όφελος βεβαίως της αστικής τάξης.
Από την άποψη αυτή η πλευρά αυτής της εργατικής πάλης (η πρακτική προώθηση) έχει έναν κατ’ εξοχήν πολιτικό χαρακτήρα μέσα στη γενικότερη εργατική συνδικαλιστική πάλη. Και αποτελεί βασικό στοιχείο τής συνολικής επαναστατικής διαπαιδαγώγησης της εργατικής τάξης και επομένως θα πρέπει να αντιμετωπίζεται με την ανάλογη σημασία και την ανάλογη ευθύνη.
Ο διαπαιδαγωγικός της χαρακτήρας (με την επαναστατική έννοια) προεκτείνεται και μέσα στην εξέλιξή της αναδείχνοντας μερικά πολύ ουσιαστικά πολιτικά στοιχεία. Καταδείχνει τα όρια των διεκδικήσεων (με την πολιτική και όχι την τακτική έννοια) τον χαρακτήρα τους μέσα στα πλαίσια του συστήματος και αναδείχνει την αναγκαιότητα της σύζευξής τους με την πολιτική πάλη, την προώθηση της πολιτικής πάλης αυτής καθ’ αυτής.
Ταυτόχρονα έχει διαπαιδαγωγικό χαρακτήρα από την άποψη της συσσώρευσης συγκεκριμένης πείρας για τη διεξαγωγή τής ταξικής πάλης, καθώς και από καθαρά αγωνιστική άποψη.

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

Η κρατική παρέμβαση

ΚΕΦ. 1

Στην πάλη της η εργατική τάξη αντιμετωπίζει την οξύτατη αντίθεση της αστικής τάξης. Η εξήγηση βρίσκεται στη θέση που έχουν στην κοινωνία οι δύο τάξεις. Η αστική τάξη την προνομιακή της θέση στην κοινωνία την οικοδομεί πάνω στην εκμετάλλευση των εργαζόμενων μαζών και βασικά της εργατικής τάξης και σε καμιά περίπτωση δεν πρόκειται να παραιτηθεί οικειοθελώς από ένα τέτοιο προνόμιο, από τη θέση δηλαδή που κατέχει στην κοινωνία. Αντίθετα την υπερασπίζει λυσσαλέα και με κάθε τρόπο. Κατοχυρώνει, υπερασπίζει και αναπαράγει αυτή τη θέση, με βασικό της όπλο την οργάνωσή της σε κράτος, σε μηχανισμούς, θεσμούς, πλέγμα εξουσίας.
Οι δυο αυτές σχέσεις, εκμετάλλευση και εξουσία είναι η μια συνάρτηση της άλλης και δεν μπορούν να εννοηθούν ξεχωριστά. Αυτό που έχει δηλαδή να αντιπαλέψει η εργατική τάξη, είναι σε τελική ανάλυση, ενιαίο και αδιαίρετο. Από την άποψη αυτή, οι αντιλήψεις (οι ρεφορμιστικές διαφόρων παραλλαγών) της σταδιακής «μεταβολής» δεν πατάνε πουθενά, παρά μόνο σε θεωρητικές κατασκευές, που δεν αντιστοιχούν, .καθόλου σ' αυτό που υπάρχει στην πραγματικότητα.
Στη βάση αυτή, η αστική τάξη όχι μόνο υπερασπίζεται την ταξική της θέση αλλά αυτή η υπεράσπιση δεν έχει όρια και δεν έχει και κανένα φραγμό (όπως κιόλας το ‘χει δείξει και η ιστορία). Έχοντας μάλιστα στα χέρια της όλους τους μηχανισμούς εξουσίας, είναι ταυτόχρονα σε θέση να εφαρμόζει στην πράξη τη θέληση της αυτή και θα συνεχίζει να την εφαρμόζει για όσο διάστημα και στον αντίστοιχο βαθμό που η εργατική τάξη δεν ισχυροποιείται και μέχρι του σημείου να την ανατρέψει.
Η προσπάθεια αυτή της αστικής τάξης εκφράζεται με διαφορετικούς τρόπους. Γενικά μπορούμε να τη διακρίνουμε σε μέτρα καταναγκασμού και καταστολής και δεύτερο σε μέτρα χειραγώγησης (αποπροσανατολισμού κ.λπ.).
Τον καταναγκασμό αυτόν (που αυτό είναι το θέμα μας σ’ αυτό το μέρος της εισήγησης) μπορούμε να τον διακρίνουμε: Στον οικονομικό καταναγκασμό στην -ανοιχτή- κρατική καταστολή και στην παρέμβαση στο συνδικαλιστικό κίνημα. Ενώ σε μια ειδική μορφή κρατικής -αστικής- παρέμβασης που προωθείται τελευταία είναι οι διάφορες μορφές «συνδιοίκησης», οι «κοινωνικοποιήσεις» κ.λπ.

Κεφ. 2
Μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα να σταθούμε στην παρέμβαση στο συνδικαλιστικό κίνημα, καθώς -και στη συνέχεια- στην παρέμβαση που οικοδομεί τους όρους και τους θεσμούς της ταξικής συνεργασίας. Τόσο γιατί συνδέονται άμεσα με το θέμα μας, όσο και γιατί συνδέονται με ζητήματα που ιδιαίτερα σήμερα θα συναντήσουμε στην πάλη μας. Θεωρούμε σκόπιμο να αναφερθούμε (όσον αφορά το πρώτο ζήτημα) στις παρεμβάσεις στο συνδικαλιστικό κίνημα από το 1974 και δώθε στο βαθμό που είναι πολύ χαρακτηριστικές και αγκαλιάζουν όλο σχεδόν το φάσμα των προβλημάτων που περιλαμβάνει το συγκεκριμένο ζήτημα.

1. Από το 74 μέχρι το 77

Κυβερνητική πολιτική

Μετά τη μεσολάβηση της αλλαγής της 23 Ιούλη 74 η κυβέρνηση Καραμανλή επέβαλε ένα καθαρά αντιλαϊκό και αντεργατικό καθεστώς. Βασικά μέτρα της κυβέρνησης Καραμανλή στρέφονταν ενάντια στην εργατική τάξη. Πέρα από την πολιτική της λιτότητας η κυβέρνηση Καραμανλή έβαλε σ’ εφαρμογή τα σχέδιά της για την ακινητοποίηση και τον έλεγχο των εργατικών σωματείων.
Αμέσως μετά την «αλλαγή» και για ένα μακρύ χρονικό διάστημα διατηρούνταν ο στρατιωτικός νόμος. Η διατήρηση του στρατιωτικού νόμου ήταν ενδεικτική των προθέσεων της κυβέρνησης να συγκρατηθεί ο λαϊκός παράγοντας.
Στις 14/09/1974 εκδόθηκε το ΝΔ 42 «για την αποκατάσταση των συνδικαλιστικών ελευθεριών και τη ρύθμιση συναφών θεμάτων». Με τις διατάξεις αυτού του Νομοθετικού Διατάγματος δινόταν η δυνατότητα στους εγκάθετους της χούντας να εξαφανίσουν κάθε επιβαρυντικό στοιχείο της θητείας τους και ταυτόχρονα δημιουργούνταν … [λείπει κείμενο] … κατάθεση των σωματείων στους νέους διορισμένους εργατοπατέρες.
Με άλλες διατάξεις του ΝΔ καθορίζονταν ο χρόνος διεξαγωγής των εκλογών για τις διοικήσεις των σωματείων. Στην πράξη αυτό μεταφράστηκε με το να γίνουν εκλογές 15 μήνες σχεδόν μετά τις πρώτες κοινοβουλευτικές εκλογές. Αυτή η χρονική διάρκεια κρίθηκε αναγκαία απ’ την κυβέρνηση για να μπορέσει να τακτοποιήσει μια σειρά εκκρεμότητες σε άλλα ζητήματα, εναρμονίζοντας έτσι τις γενικότερες αντιλαϊκές της δραστηριότητες με τον έλεγχο των εργαζομένων, μέσω των διορισμένων και υποταγμένων στην πολιτική της διοικήσεως. Οι διορισμένες αυτές διοικήσεις είχαν εκ του νόμου το δικαίωμα να προβαίνουν σε υπογραφές συμβάσεων εργασίας «νομιμοποιώντας» έτσι την πολιτική της λιτότητας για τους εργαζόμενους.
Στη συνέχεια με το νόμο 6/74 «περί του τρόπου διενέργειας των αρχαιρεσιών» η κυβέρνηση επιχειρεί τον άμεσο έλεγχο του συνδικαλιστικού κινήματος. ο απόλυτος έλεγχος της κυβέρνησης εξασφαλίζονταν μέσα από την «ανώτερη εφορευτική επιτροπή» τα μέλη των οποίων διορίζονταν με βάση τον 42/74 και με κριτήριο την υιοθέτηση του πνεύματος της «εθνικής ομοψυχίας» που διακήρυσσε ο Καραμανλής. Βέβαια οι υπηρεσίες των διορισμένων για την εκπλήρωση των κυβερνητικών στόχων γινόταν με το αζημίωτο μέσω της Εργατικής Εστίας.
Ψηφίζεται ο νόμος 89/76 με τον οποίο στερούνται τα σωματεία που είχαν διαλυθεί από τη χούντα το δικαίωμα να πάρουν μέρος στα εργατικά συνέδρια των ανώτερων συνδικαλιστικών οργάνων. Αναβλήθηκαν οι αρχαιρεσίες στα Εργατικά Κέντρα για να τεθούν κάτω από τον έλεγχο της κυβέρνησης.
Τέλος η κυβέρνηση ψήφισε το νόμο 330/76 με σκοπό να ποινικοποιήσει και να καταστείλει τους απεργιακούς αγώνες των εργαζομένων και να πετύχει την «κατάργηση της ταξικής πάλης» που διακήρυξε ο Λάσκαρης.
Αν όλο το νομοθετικό πλέγμα επέτρεπε στην κυβέρνηση την παρέμβαση στον τρόπο οργάνωσης και στη μορφή του συνδικαλιστικού κινήματος με στόχο τον απόλυτο έλεγχο η ωμή καταστολή αποτελούσε το βασικό τρόπο αντιμετώπισης των εργατικών κινητοποιήσεων. Ο αντεργατικός νόμος 330 θεωρούσε έγκυρη μια απεργία όταν κηρυσσόταν από ανεγνωρισμένο σωματείο. Η απεργία δηλαδή έπρεπε να έχει την κάλυψη του σωματείου διαφορετικά ο εργοδότης μπορούσε να απολύσει το προσωπικό χωρίς καμιά αποζημίωση. Έτσι, με βάση τον 330 χτυπήθηκαν οι απεργιακές επιτροπές που με βάση αυτά τα όργανα κηρύχτηκαν στη φάση εκείνη σχεδόν όλες οι απεργίες. Ο 330 υποχρέωνε ένα τμήμα των εργατών να εργάζεται κατά τη διάρκεια της απεργίας σαν προσωπικό ασφαλείας που καθόριζε ο εργοδότης. Ένα σημαντικό λοιπόν κομμάτι των εργαζομένων δεν έπαιρνε μέρος στην απεργία. Τέλος ο 330 απαγόρευε στους απεργούς να εναντιωθούν στους απεργοσπάστες και κατοχύρωνε νομικά τον απεργοσπαστισμό.
Σ’ όλη αυτή την περίοδο η κυβερνητική πολιτική μπορεί να συνοψιστεί στην προσπάθεια:
-Ελέγχου της μορφής και λειτουργίας του συνδικαλιστικού κινήματος που εξασφαλίζονταν με ένα αντεργατικό νομικό πλέγμα και με το διορισμό των υποτακτικών στην κυβέρνηση εργατοπατέρων.
-Καταστολή και δυσφήμιση του συνδικαλιστικού κινήματος με φανερό στόχο την επιβολή της πολιτικής της λιτότητας.
Τόσο η διοίκηση της ΓΣΕΕ όσο και τα Εργατικά Κέντρα και οι ομοσπονδίες στάθηκαν σ’ όλη αυτή τη διάρκεια πιστοί υπηρέτες της εργοδοσίας και της κυβέρνησης.

Η κατάσταση μετά το ‘77

Όλο όμως το νομικό πλέγμα και τα μέτρα καταστολής των προηγούμενων χρόνων δεν αρκούν για να κρατήσουν την απεργιακή αγωνιστική ορμή του ’76-77. Έτσι η κυβέρνηση Καραμανλή απαγορεύει με γνωμοδότηση του εισαγγελέα Αθηνών το δικαίωμα των απεργών να χρησιμοποιούν το πεζοδρόμιο!
Η απεργία μετά απ’ όλα αυτά «επιτρέπεται». Εκτός και αν ήταν αντισυνταγματική, εκτός κι αν ήταν πολιτική, εκτός αν θίγει την οικονομία του κράτους, εκτός αν δεν είναι σύμφωνη με τις διατάξεις του 330, εκτός αν δεν έχουν τηρηθεί όλες οι νόμιμες διαδικασίες κ.λπ. Οι δε απεργοί δεν μπορούσαν να μένουν μέσα στους χώρους δουλειάς γιατί θεωρείται κατάληψη, δεν μπορούσαν να στέκονται κι έξω από την πόρτα γιατί θα παρεμπόδιζαν τους άλλους εργαζόμενους (τους απεργοσπάστες), δεν μπορούσαν να διαδηλώνουν στους δρόμους γιατί εμποδίζουν την κυκλοφορία, δεν μπορούσαν όμως να μένουν και στα πεζοδρόμια σύμφωνα με τη γνωμάτευση του εισαγγελέα.
Στα μέσα του ’78 σε περίοδο έντονης οικονομικής κρίσης και απεργιακών κινητοποιήσεων, η όξυνση των λεγόμενων «εθνικών ζητημάτων» έρχεται να βάλει τη σφραγίδα της στην πολιτική σκηνή. Μπροστά στη λαϊκή αγανάκτηση και εναντίωση στα αμερικανικά ιμπεριαλιστικά σχέδια η κυβέρνηση ψηφίζει μαζί με την εθνική παράταξη» το «αντιτρομοκρατικό» νέο 509.
Στόχος του λεγόμενου αντιτρομοκρατικού νόμου ήταν ξεκάθαρα οι αγώνες της εργατικής τάξης, των εργαζόμενων μαζών, της προοδευτικής νεολαίας.
Η εκτίμηση όλης αυτή της περιόδου γενικότερα θα μας έδινε χρήσιμα συμπεράσματα από κάθε πλευρά. Αποτελεί ωστόσο μια ιδιαίτερη δουλειά που δεν μπορεί να γίνει στα πλαίσια αυτής της εισήγησης. Θέλουμε ωστόσο να σημειώσουμε μερικά πράγματα που τα θεωρούμε σημαντικά.
-Υπάρχει ένα κρίσιμο διάστημα μετά το ’74 όπου στην ουσία διαμορφώνεται ο νέος πολιτικός χάρτης της χώρας. Οι μάζες, μετά την πτώση της δικτατορίας κατέβαιναν στους δρόμους προωθώντας την ανάπτυξη του ρόλου τους. Ο έλεγχος του εργατικού κινήματος ήταν σημαντικό ζήτημα για τη σταθεροποίηση της κυριαρχίας της αστικής τάξης και του αντίστοιχου πολιτικού σχηματισμού (ΝΔ-Καραμανλής). Ο έλεγχος αυτός επιτεύχθηκε βασικά χάρη στις υπηρεσίες των ρεφορμιστών, που καθήλωσαν το εργατικό κίνημα ελπίζοντας να γίνουν αποδεκτοί από την αστική τάξη (μέχρι υπουργεία περίμεναν εσωτερικού και Φλωράκηδες). Αυτή ήταν και η μέγιστη υπηρεσία τους στην αστική τάξη μετά την μεταπολίτευση και βεβαίως από την όλη η μέγιστη προδοσία της λαϊκής υπόθεσης.
Μετά τη σταθεροποίησή της η αστική τάξη και με φόντο μια κρίση που προχωρούσε απειλητικά περνάει σε μια γενικευμένη επίθεση ενάντια στην εργατική τάξη και τον εργαζόμενο λαό γενικότερα (330, «αντιτρομοκρατικός» και άλλα πολλά). Οι ρεφορμιστές και πάλι στηρίζουν αυτή την πολιτική ψελλίζοντας απλά κάποιες «διαμαρτυρίες» για το θεαθήναι.
-Το ίδιο διάστημα εκδηλώνεται ένα ολάκερο κύμα απεργιακών αγώνων της εργατικής τάξης. Βασικές παρατηρήσεις που μπορούμε να κάνουμε:
Οι απεργιακοί αυτοί αγώνες ξεσπούν κατά βάσιν παρά τη θέληση των ρεφορμιστών (και πολλές φορές ενάντιά τους), ενώ οι πιο μαχητικές από αυτές γίνανε στα σωματεία (ή επιτροπές) που συνδέονταν άμεσα με τους εργαζόμενους στους τόπους δουλειάς (όχι κλαδικά).
Συμπέρασμα γι α μας. Το εργατικό κίνημα μπορεί να αναπτυχθεί και μπορεί όχι μόνο χωρίς τη «βοήθεια» των ρεφορμιστών, αλλά ακριβώς ενάντια και ξεπερνώντας αυτή τη «βοήθεια» και το ρόλο τους.
Η τελική εξέλιξη όλων αυτών των αγώνων δεν ήταν η παραπέρα ανάπτυξη του εργατικού κινήματος αλλά αντίθετα υπήρξε καθήλωση και πισωγύρισμα. Πέρα από τον ρόλο αστών και ρεφορμιστών που θα πρέπει να θεωρείται δεδομένος, το βασικό εδώ ζήτημα ήταν ότι όλοι αυτοί οι αγώνες δεν μπόρεσαν να συνενωθούν, να δυναμώσουν στην ένωση μεταξύ τους, να συντεθούν στο επίπεδο εκείνο που θα μπορούσε να εκφράσει την ενιαία θέληση και πάλη της εργατικής τάξης. Καθοριστικός παράγοντας εδώ η απουσία κόμματος της εργατικής τάξης που να έχει και να μπορεί να αναπτύξει αντίστοιχες δυνατότητες. Το συμπέρασμα εδώ για μας είναι καθαρό.
Στη συνέχεια και σαν αποτέλεσμα όλων αυτών επιτείνεται η σύγχυση, μεγαλώνει η απογοήτευση, απομαζικοποιούνται τα σωματεία. Δέχεται σοβαρά πλήγματα η εμπιστοσύνη των εργατών στην πάλη τους και με τη «συμβολή» και μιας σειράς άλλων παραγόντων (από τις ρεφορμιστικές απόψεις μέχρι το κύμα εκείνο των ολόιδιων «αντιρεφορμιστικών» απόψεων) εναποτίθεται όλες οι ελπίδες στο ΠΑΣΟΚ και ογκώνεται πλέον ένα ρεύμα της «αλλαγής» αλλά αυτό είναι άλλο κεφάλαιο.

Κεφ. 3

Με την άνοδο στην κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ πλάι στις παλιές μέθοδες, που συνεχίζουν να χρησιμοποιούνται και να «βελτιώνονται» προστίθενται και μερικές καινούριες μέθοδες που έχουν χρησιμοποιηθεί ήδη στις καπιταλιστικές χώρες, χωρίς να διαφοροποιούν στο ελάχιστο την ουσία του συστήματος, αλλά αντίθετα το ενισχύουν. Σπέρνουν σύγχυση στην εργατική τάξη, την αποπροσανατολίζουν ως προς τα πραγματικά συμφέρονται και διεκδικήσεις της και προσπαθούν να περάσουν την αντίληψη της «συνυπευθυνότητας» για την πορεία του συστήματος. Ας δούμε το ζήτημα αυτό μέσα από ορισμένα μέτρα που προώθησε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ


Εκσυγχρονισμός και ενίσχυση του ΚΜΚ

Ένας από τους στόχους που προωθείται από την κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ με την ψήφιση του νόμου για τις κοινωνικοποιήσεις και για τα εποπτικά συμβούλια αποτελεί ο εκσυγχρονισμός του καπιταλιστικού συστήματος και η βελτίωση-ενίσχυση του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία του κμκ.
Τα πυρά των δύο αυτών νομοσχεδίων καθώς και άλλων που έχουν αναγγελθεί (ΕΣΥγείας, νομοσχέδιο για τους δημόσιους υπαλλήλους) έχουν δυο βασικούς στόχους: 1) Τη σωστή και γρήγορη λειτουργία του δημόσιου τομέα, τον περιορισμό-εξαφάνιση της γραφειοκρατίας, 2) τον έλεγχο της ροής του τραπεζιτικού κεφαλαίου, τον έλεγχο και σταμάτημα των προβληματικών επιχειρήσεων καθώς επίσης την αύξηση της παραγωγής και της αποδοτικότητας των επιχειρήσεων.
…Σ’ όλη αυτή τη δομή των εποπτικών συμβουλίων και των διοικήσεων «των κοινωνικοποιημένων επιχειρήσεων» είναι χαραγμένος ο ταξικός χαρακτήρας του κράτους. Και δεν θα μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Τα όργανα αυτά ταυτόχρονα με την εξασφάλιση της παραγωγής έρχονται να εξασφαλίσουν και την αναπαραγωγή των υλικών και κοινωνικών όρων ύπαρξης της κρατικής ιδιοκτησίας προϋπόθεση της οποίας αποτελεί η εκμετάλλευση των εργαζομένων.
Όσον αφορά το δεύτερο στόχο, δηλαδή τον έλεγχο του τραπεζικού κεφαλαίου, τον προσανατολισμό των δανειοδοτήσεων, σε «παραγωγικούς τομείς» και γενικότερα την ενίσχυση του κρατικού φορέα στην οικονομία, θριαμβολογεί στην εισηγητική έκθεση του νόμου για τα εποπτικά συμβούλια λέγοντας ότι υλοποιεί για πρώτη φορά το σύνταγμα άρθρο 106 του 1975.  «Προς εδραίωσιν της κοινωνικής ειρήνης και προστασίαν του γενικού συμφέροντος το κράτος προγραμματίζει και συντονίζει την οικονομική δραστηριότητα εν τη χώρα, επιδιώκον την εξασφάλισιν της οικονομικής αναπτύξεως όλων των τομέων της εθνικής οικονομίας…».
…Στην καλύτερη περίπτωση λοιπόν αυτό που προσπάθησε να επιχειρήσει το ΠΑΣΟΚ δεν ήταν παρά ο εκσυγχρονισμός των κρατικών θεσμών εξουσίας προς την κατεύθυνση της πορείας συγκεντρωτισμού του κεφαλαίου.
Αναφέρεται «στην καλύτερη περίπτωση» γιατί πέρα από τη φάση έντονης διεθνούς και εσωτερικής κρίσης υπάρχει και η ελληνική ιδιαιτερότητα στη διαμόρφωση της ιστορικής συνείδησης του κεφαλαίου και της αστικής τάξης.
Ετσι μετά τις έντονες διαμαρτυρίες του ΣΕΒ ο Παπανδρέου μιλάει για «σύγχυση» που επικρατεί στο θέμα Εποπτικών Συμβουλίων. «Οι αποφάσεις τους είναι συμβουλευτικές και προς τα κάτω προς τον τομέα και προς τα πάνω δηλαδή το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και την κυβέρνηση γενικότερα. Και πάνω απ’ όλα τα εποπτικά συμβούλια δεν αφορούν επιχειρήσεις. Εδώ είναι η μεγάλη σύγχυση. Αφορούν κλάδους. Κλάδους που μπορούν να έχουν και ένα γεωγραφικό περιορισμό» (Παπανδρέου 13 Ιούνη, τρεις μέρες δηλαδή μετά την κατάθεση το νομοσχεδίου στη Βουλή).
Η σύγχυση προφανώς δεν υπήρχε στα κεφάλαια των βιομηχάνων. Αυτό τουλάχιστον αποδεικνύουν οι τροποποιήσεις που έγιναν πριν την ψήφιση του νομοσχεδίου, όπου:
-Απαλείφεται κάθε αναφορά στο κείμενο της λέξης «έλεγχος».
-Εξαφανίζεται το δικαίωμα των εποπτικών συμβουλίων να «εξετάζουν τις πιστωτικές ανάγκες των εποπτευόμενων επιχειρήσεων και να εισηγούνται για χρηματοδότησή τους».
-Νομοθετείται ότι θα δημιουργηθεί ένα μόνο εποπτικό συμβούλιο για το σύνολο του κλάδου Μεταλλείων-Ορυχείων ότι δεν θα δημιουργηθούν εποπτικά συμβούλια για μεμονωμένες επιχειρήσεις και ότι για να συσταθεί νέο εποπτικό συμβούλιο χρειάζεται νέο νομοσχέδιο.
Η σχετική αυτονομία του κράτους απέναντι στα μονοπώλια είναι «σχετική» ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο ο κανόνας της «κυριαρχίας των μονοπωλίων» πάνω στο κράτος είναι ο γενικός.

Συνδιαχείριση-«Εργατικός έλεγχος»

…Μια τεράστια φιλολογία έχει αναπτυχθεί τον τελευταίο καιρό πάνω στα λεγόμενα ζητήματα «συνδιαχείρισης» συμμετοχής δηλαδή των εργαζομένων μιας επιχείρησης στη διοίκηση και στις αποφάσεις και πάνω στον «εργατικό έλεγχο».
Το «παράδοξο» όλης αυτής της ενορχηστρωμένης καμπάνιας είναι ακριβώς ότι είναι «ενορχηστρωμένη». Ότι δηλαδή κατευθύνεται πολύ συγκεκριμένα από τα κυβερνητικά κλιμάκια, προσκρούεται εξίσου θορυβώδικα από μια μερίδα του κεφαλαίου, γίνεται δεκτή σαν αναγκαίο μέτρο κοινωνικής εξισορρόπησης από μια άλλη μερίδα του κεφαλαίου ή τέλος γίνεται αποδεκτή κριτικά με στόχο την προώθηση της «πραγματικής συνδιαχείρισης» κ.λπ.
Πάντως φαίνεται πως ο εργαζόμενος κόσμος δεν τα συζητά είτε γιατί δεν τα πιστεύει είτε γιατί είναι επίμονα απασχολημένος με τα «μίζερα» προβλήματα «μισθού» ή «απολύσεων» κ.λπ. Αλλιώς δεν εξηγείται πώς τόσος βρασμός στα κυβερνητικά κλιμάκια δεν μεταδίδεται ούτε με μειωμένη ένταση στα συνδικάτα στους χώρους δουλειάς αλλά σταματά στους κυβερνητικούς εντολοδόχους στα φερέφωνα της κυβέρνησης ή του κεφαλαίου ή των ρεφορμιστών στο συνδικαλιστικό κίνημα. Κακό σημάδι αυτό για τον κοσμάκη γιατί όπου δεν πίπτει «αμπελοφιλοσοφία συνδιαχείρισης» πίπτει «άρθρο 4».
Γι’ αυτό εξάλλου βρίσκονται το ένα κοντά στο άλλο στο ίδιο νομοσχέδιο για τις κοινωνικοποιήσεις.
…Σήμερα το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση εξασκώντας μέρος της κρατικής εξουσίας έρχεται να διαχειριστεί την κρίση με την προώθηση ενεργειών, νομοσχεδίων και στη συγκεκριμένη περίπτωση τους νόμους για την «κοινωνικοποίηση» και τα «εποπτικά συμβούλια» που αναφέρονται στον εργατικό έλεγχο.
Προσπαθεί δηλαδή μέσα από την κρίση να επιτύχει δύο βασικά πράγματα:
1) Να επαναπροσδιορίσει την κρατική παρέμβαση μέσα στην οικονομική δραστηριότητα.
2) Μια και οι κρατικοί μηχανισμοί που χρησιμεύουν για να εγκλωβίσουν το συνδικαλιστικό κίνημα αποδείχθηκαν αναποτελεσματικοί, το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να συνδυάσει μια επιμελημένη δράση κατασταλτικών μηχανισμών και νέων μεθόδων για τον αφοπλισμό του συνδικαλιστικού κινήματος.
Οι «νέες» αυτές τεχνικές συνοψίζονται στις έννοιες «συνδιαχείριση» και «εργατικός έλεγχος» προσπαθώντας έτσι το ΠΑΣΟΚ να απαλύνει τις κοινωνικές αντιθέσεις, με το να καταστήσει συνυπεύθυνο το συνδικαλιστικό κίνημα στην προσπάθεια εύρεσης διεξόδου από την κρίση.
Αυτή είναι η ουσία της πρότασης ΠΑΣΟΚ που βρίσκεται σε απόλυτη συμφωνία με τις ρεφορμιστικές κρατικιστικές απόψεις του ρεβιζιονιστικού «Κ»ΚΕ και όχι μόνο αυτό.
Πράγματι οι προτάσεις αυτές δεν είναι «νέες» έχουν από παλιά (β Διεθνή) μορφοποιηθεί από ξεσκολισμένους ρεφορμιστές και που ξαναβγαίνουν σήμερα στην επιφάνεια -σε μια φάση κρίσης του κεφαλαιοκρατικού συστήματος- από τους ίδιους τους αστούς.
Η ΕΟΚ πρόκειται να προτείνει σύντομα στα κράτη μέλη τη θεσμοθέτηση της συμμετοχής των εργαζομένων στη διοίκηση των επιχειρήσεων. Ο ΓΓ της οικονομικής και κοινωνικής επιτροπής της ΕΟΚ αναφέρει ότι ο θεσμός αυτός μπορεί να αποδεχτεί κοινωνικά ωφέλιμος αρκεί να υπάρξει «καθιέρωση κοινής γλώσσας που θα ξεκινάει από δεδομένα κοινής αποδοχής και αναγνώρισης» ανάμεσα σε εργαζόμενους και εργοδότες.
«Το δικαίωμα ιδιοκτησίας μετασχηματίζεται διαλεκτικά σε δικαίωμα για τον έναν να ιδιοποιείται την εργασία του άλλου και σε καθήκον για τον άλλον να σέβεται το προϊόν της δικής του εργασίας ή τη δική του εργασία σαν αξίες που ανήκουν σε έναν άλλον» (Μαρξ, Grundrisse). Αυτό ακριβώς σημαίνει κοινή αποδοχή και αναγνώριση.
Συνεπώς καπιταλιστές και ρεφορμιστές προσπαθούν με βάση αυτές τις διαπιστώσεις να αφοπλίσουν πολιτικά το συνδικαλιστικό κίνημα απομακρύνοντας, παραλείποντας τις άμεσες οικονομικές διεκδικήσεις του, που όπως αναφέρεται και αλλού σ’ αυτή την περίοδο κρίσης η πάλη για τις διεκδικήσεις αυτές παίρνει μια έκταση πολιτική τέτοιου βαθμού που ξεπερνά τα όρια ενός συγκεκριμένου κλάδου που αγωνίζεται.
Προσπαθούν να το αφοπλίσουν ιδεολογικά προσανατολίζοντας το συνδικαλιστικό κίνημα στην προοπτική της ταξικής συνεργασίας.

Μέρος πέμπτο

Κεφάλαιο 1

α) Βασικό μέσο στήριξης της αστικής κυριαρχίας και της εκμεταλλευτικής σχέσης είναι η βία που ασκεί το κράτος της αστικής τάξης. Αυτή η βία θα πρέπει να τη διακρίνουμε σε δυο της στάδια. Στην τρομοκρατία που ασκείται διαρκώς και με χίλιους τρόπους, εμφανείς και «αφανείς» και στην «καθαρή» ας το πούμε έτσι μορφή βίας, που είναι και το «έσχατο» μέσο. (Όταν λέμε έσχατο μέσο δεν το εννοούμε μόνον όταν αυτό ασκείται καθολικά και σ’ όλη την κλίμακα της κοινωνίας -π.χ. επιβολή δικτατορίας- αλλά και σε επιμέρους περιπτώσεις. Και εκεί υπάρχει πάντα μια κλιμάκωση ανάλογα με τις συνθήκες, μέχρι να οδηγηθεί το πράγμα στην ανοιχτή χρήση βίας).
β) Αν αυτή είναι η πραγματική σχέση που καθορίζει τη μορφή, την ουσία και το περιεχόμενο της αστικής κοινωνίας, βασικό μέλημα της αστικής τάξης είναι να τη συγκαλύπτει. Διαφορετικά η ταξική πάλη (ανεξάρτητα από τη μορφή που θα είχε αυτό) θα βρισκόταν μόνιμα στα οξύτερά της σημεία. Κάτι τέτοιο και δεν θα απέδιδε στην αστική τάξη αυτό που προσδοκά απ’ τη θέση της (απώλειες στο οικονομικό πεδίο) και θα βρισκόταν ανά πάσα στιγμή στον κίνδυνο να ανατραπεί.
Ανάμεσα σ’ αυτή την «έσχατη» λύση διαμορφώνει ολάκερα πλέγματα αντιλήψεων, ρεύματα, ιδεολογικές και πολιτικές τάσεις. Αυτό το «σώμα» παράγεται μέσα απ’ τις ίδιες τις δομές και τη λογική του συστήματος αλλά επίσης τροφοδοτείται, συντηρείται, αναπαράγεται και αναπτύσσεται και με συνειδητό τρόπο απ’ τη μεριά της αστικής τάξης. Κατά κύριο λόγο, αυτό το πλέγμα ιδεών και αντιλήψεων περιστρέφεται γύρω απ’ τη λογική της συγκάλυψης της ταξικής πραγματικότητας της καπιταλιστικής κοινωνίας.
γ) Μέσα στην εργατική τάξη που ζει στα πλαίσια αυτής της κοινωνίας, διαμορφώνονται και διοχετεύονται μια σειρά αστικές αντιλήψεις που αποτελούν σοβαρό εμπόδιο για τη συνειδητοποίησή της, το τράβηγμά της στην πάλη, το σωστό της προσανατολισμό. Αυτά τα εμπόδια, αυτό το «φράγμα» υπάρχει πάντα, παντού, στις μεγαλύτερες και τις πι μικρές προσπάθειες. Υπάρχει ακόμα και εκεί που δεν φαίνεται καθαρά.
δ) Οσο και αν προσπαθεί η αστική τάξη να συντηρήσει την αντίληψη ότι τα πράγματα καλώς έχουν και ότι έτσι είναι το «κανονικό» και δεν χρειάζεται να αλλάξει η πραγματικότητα είναι πάντα πιο δυνατή. Στη βάση αυτή αποτελεί νομοτέλεια η αναζήτηση από το λαό γενικότερων δρόμων αλλαγής (πέρα δηλαδή από τη διεκδικητική πάλη). Πιο συγκεκριμένα η σύνδεση των επιθυμιών και διεκδικήσεων του λαού με την πολιτική. Συνειδητά ή ενστικτώδικα συλλαμβάνει ότι τα πράγματα κρίνονται κατά βάση «κάπου ψηλά» και στην ουσία με το δικό του τρόπο, αγγίζει το πολιτικό πρόβλημα, το πρόβλημα της εξουσίας. Σ’ αυτό «βοηθάν» με τον τρόπο τους και οι ίδιες οι ενδοαστικές αντιθέσεις, άλλο αν ταυτόχρονα δίνουν και μια διαστρεβλωμένη άποψη για το πώς έχει πραγματικά το πρόβλημα. Ενώ καθοριστικό ρόλο παίζει βέβαια σ’ αυτό το ζήτημα η παρέμβαση του υποκειμενικού παράγοντα. Στη βάση αυτή και με όρους που αναφέραμε, διαμορφώνονται ιδεολογικοπολιτικά κομμάτια. Οι δυο βασικές κατευθύνσεις είναι αυτή που υπερασπίζει το σύστημα και τη δοσμένη τάξη πραγμάτων και η κατεύθυνση της επαναστατικής ανατροπής του συστήματος. Ενώ ανάμεσά τους διαμορφώνονται ενδιάμεσες τάσεις, που επιδιώκουν αλλαγές στα πλαίσια του συστήματος (σοσιαλδημοκρατία-ρεφορμισμός κ.λπ.). Στην πραγματικότητα αποτελούν το «μαξιλάρι» ανάμεσα στις δυο κατευθύνσεις που δεν αφήνει να φανεί καθαρά η πραγματικότητα της οξύτατης αντίθεσης που υπάρχει στην κοινωνία. Από την άποψη αυτή το βασικό σ’ αυτές είναι ότι έτσι βοηθάν στη διατήρηση αυτού που υπάρχει. Αποτελούν καθοριστικό εμπόδιο στο να γίνει κατανοητή η πραγματικότητα και συνεπώς να αναπτυχθεί το κίνημα. Πολλές φορές είναι σ’ αυτή την κατεύθυνση που πρέπει να συγκεντρώσουμε τις προσπάθειες της ιδεολογικής πάλης στο βαθμό που οι απόψεις αυτές καλύπτουν πολλές φορές ζητήματα που δεν μπορούν να καλύψουν οι «καθαρές» αστικές απόψεις, έχοντας χρεοκοπήσει στη συνείδηση του κόσμου.

Κεφ. 2

Οι ιδέες και αντιλήψεις που χρειάζεται να χτυπηθούν από τη μεριά μας αγκαλιάζουν όλο το φάσμα της ζωής και της ταξικής πάλης, από τα πιο γενικά ζητήματα μέχρι τα πιο ειδικά. Ετσι είναι πολύ δύσκολο ακόμη και να απαριθμηθούν απλώς. Πολύ περισσότερο σε ορισμένα ζητήματα …[λείπει κείμενο]… να αντικρουστούν με μια ανάλογη επιχειρηματολογία (θα θέλαμε τόμους και τόμους). Στη βάση αυτή θα περιοριστούμε εδώ στο να αναφερθούμε σε ορισμένα ζητήματα προσπαθώντας να θίγουμε εκείνα που περισσότερο και πιο άμεσα ενδιαφέρουν την πολιτική μας δουλειά με στόχο να δώσουμε μια κατεύθυνση, μια λογική με την οποία πρέπει να αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα.
Σε ένα πρώτο επίπεδο διακρίνουμε αντιλήψεις που στόχο έχουν να περάσουν την αντίληψη της «ανωτερότητας» της αστικής τάξης απέναντι στους εργαζόμενους, να δικαιολογήσουν την ξεχωριστή κοινωνική της θέση, να περάσουν στην εργατική τάξη την αντίληψη της υποταγής. Ορισμένες απ’ αυτές έχουν κι ένα συγκαλυμμένο τρομοκρατικό χαρακτήρα (πέρα από ιδέες και θεσμούς που έχουν ανοιχτά τρομοκρατικό χαρακτήρα στις οποίες αναφερόμαστε σε  άλλο κεφάλαιο).
Χαρακτηριστική είναι η αντίληψη για την παντοδυναμία, για το «άτρωτο» του αστικού κράτους. Βέβαια αυτό το «άτρωτο» συντρίφτηκε μια για πάντα στα 1917 και από τότε μέχρι σήμερα έχει δεχτεί αρκετά στραπάτσα. Γι’ αυτό άλλωστε και χρειάζονται ολοένα και περισσότερα, ολοένα και πιο βελτιωμένα  ιδεολογικά εφευρήματα στο άλλο επίπεδο. Δεν παύει ωστόσο η αντίληψη αυτή να χρησιμοποιείται και μάλιστα να έχει και τα αποτελέσματά της.
…Η άποψη ότι οι «μεγάλοι» (δηλαδή οι αστοί) είναι αρμόδιοι και ικανοί για τα μεγάλα και σοβαρά ζητήματα ενώ οι εργάτες είναι άξιοι μόνο για να δουλεύουν, προσπαθεί να περάσει ανοιχτά την αντίληψη της υποταγής. Ταυτόχρονα περιέχει μια διαστρέβλωση σ’ ένα θεμελιώδες ζήτημα. Στο ζήτημα που αφορά το ρόλο των τάξεων στην κοινωνία. Που σύμφωνα με τη Μ-Λ θεωρία, η εργατική τάξη είναι η παραγωγική τάξη της κοινωνίας και θα πρέπει συνεπώς να έχει και το καθοδηγητικό ρόλο ενώ η αστική τάξη έχει πια ένα παρασιτικό ρόλο, τον οποίο διαιωνίζει, συντηρώντας και αναπαράγοντας τους όρους της κυριαρχίας-της, μπλοκάροντας έτσι συνολικά το προχώρημα της κοινωνίας.
Η άποψη αυτή προωθείται με τρόπους που περιέχουν και το στοιχείο του εξαναγκασμού και του ιδεολογικού αποπροσανατολισμού. Η κυριαρχία στα μέσα παραγωγής, σε συνδυασμό με τον έλεγχο πάνω στο κράτος, καθηλώνουν την εργατική τάξη σ’ έναν εκτελεστικό ρόλο, τέτοιο που δε την αφήνει να αναπτύξει τις πραγματικές-της δυνατότητες σ' όλα τα επίπεδα.
Το σύστημα της εκπαίδευσης, ο κατακερματισμός της παιδείας είναι ταυτόχρονα και όρος αναπαραγωγής αυτών των ρόλων. Ο «σεβασμός» της ιεραρχίας (που αν δε γίνεται «σεβαστός» πίπτει ράβδος), η αντίληψη της δήθεν «αξιοκρατίας», η αντίληψη του ότι «έτσι είναι το κανονικό» κ.α., αποτελούν πλευρές ή παραλλαγές της βασικής άποψης και του επιδιωκόμενου σκοπού.

ΚΕΦ. 3

Αποτελούν ένα ολόκληρο φάσμα οι απόψεις, οι αντιλήψεις και οι πρακτικές που προσπαθούν να συγκαλύψουν το αγεφύρωτο των ταξικών αντιθέσεων της καπιταλιστικής κοινωνίας και ακόμη παραπέρα, αυτές που καλούν τις τάξεις σε «συνεργασία», δηλαδή, καλούν την εργατική τάξη να υποταγεί στα συμφέροντα της αστικής τάξης.
... Η άποψη, γενικότερα, ότι «έχουμε δημοκρατία», πέρα από το στόχο της συγκάλυψης που κι αυτή υπηρετεί, έχει και ένα ακόμη πολύ συγκεκριμένο και πολύ σημαντικό περιεχόμενο. (Εδώ δεν αναφερόμαστε στο τι αποτέλεσε στην ιστορική της πορεία η έννοια της Δημοκρατίας, και τι αποτέλεσε για την αστική τάξη σε αναφορά με τη συγκρότησή της σαν τάξη, που είναι ένα οπωσδήποτε ευρύ θέμα και δε μπορεί να πιαστεί εδώ).
Η αστική τάξη, λοιπόν, αντιλαμβάνεται ότι, έτσι ή αλλιώς, δε μπορεί να κρατάει εσαεί και πλήρως ακινητοποιημένη την εργατική τάξη. Μια φροντίδα της πλέον είναι να θέτει υπό έλεγχο την κίνηση της εργατικής τάξης.
Η αποδοχή, λ.χ. απ' τη μεριά της εργατικής τάξης, των όρων της αστικής δημοκρατίας σημαίνει ότι αποδέχεται να θέσει την πάλη της σ' ένα πλαίσιο και να την κινήσει με όρους που δεν μπορούν να υπηρετήσουν τους στόχους της και την προοπτική της αλλά μόνο την αστική τάξη. Από την .άποψη αυτή ο «δημοκρατικός δρόμος» των ρεβιζιονιστών είναι ο δρόμος που οδηγεί απ' ευθείας και εκ του ασφαλούς, στην αγκαλιά της αστικής τάξης. Και ο μόνος δημοκρατικός δρόμος για το λαό είναι ο δρόμος της επανάστασης και οι αντίστοιχες ενέργειες που την οικοδομούν σε μια πορεία.
... Η πάλη μας σ' αυτό το μέτωπο (καθώς και γενικά στο ιδεολογικό μέτωπο) θα πρέπει να στοχεύει στην ανάδειξη, τεκμηρίωση και θεμελίωση εκείνων των στοιχείων που διαμορφώνουν την ιδιαίτερη ταξική συνείδηση της εργατικής τάξης, τέτοιας που να ανταποκρίνεται στα πραγματικά της χαρακτηριστικά, στα ταξικά της συμφέροντα και στην ιστορική της προοπτική.

ΚΕΦ. 5

Όλες αυτές (και όσες δεν αναφέραμε) λαθεμένες αντιλήψεις αποτελούν την ιδεολογική βάση για τη διαμόρφωση διάφορων ιδεολογιών, πολιτικών ρευμάτων και αντίστοιχων κομμάτων. (Πρέπει να σημειώσουμε το εξής. Δεν υπάρχει ακριβής αλλά γενικού χαρακτήρα αντιστοιχία ανάμεσα σε ιδεολογικοπολιτικά ρεύματα και οργανωμένα κόμματα, όπως το ίδιο συμβαίνει και σε σχέση με τα ταξικά συμφέροντα, τις τάξεις ή τα στρώματα που εκφράζουν αυτά τα ρεύματα).
Έτσι έχουμε διάφορες ιδεολογικοπολιτικές τάσεις. Την τάση ανοιχτής υποστήριξης του συστήματος (τις διάφορες παραλλαγές της αστικής δημοκρατίας). Την σοσιαλδημοκρατία, το ρεφορμισμό στις διάφορες παραλλαγές-του, τον αναρχισμό, το φασισμό (την αναζήτηση του «σωτήρα») κ.λπ. Στην Ελλάδα σήμερα, βασική επιρροή έχουν οι τάσεις που εκπροσωπούνται από τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και το «Κ»ΚΕ. Εκεί πρέπει να οικοδομήσουμε τα βασικά μας μέτωπα, χωρίς να παραλείπουμε να κάνουμε προσπάθειες για την αντιμετώπιση και των άλλων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου