Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

Ταξικός ο χαρακτήρας της επίθεσης στο ασφαλιστικό. Οι εργαζόμενοι διεκδικούν αυτό που τους ανήκει


  
του Βασίλη Σαμαρά
Δημοσιεύτηκε στην Προλεταριακή Σημαία, φυλ. 584, στις 3/11/2007



Η εργατική τάξη και συνολικά ο εργαζόμενος λαός βρίσκονται αντιμέτωποι με τη νέα κλιμάκωση της επίθεσης του κεφαλαίου και της κυβέρνησής του ενάντια στα δικαιώματά του. Στο επίκεντρο της επίθεσης σήμερα τα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων.
Απέναντι σ’ αυτή την επίθεση ο εργαζόμενος λαός το μόνο που έχει, αυτό που μπορεί και πρέπει να αντιτάξει είναι η αντίσταση, η πάλη του. Η συγκροτημένη μαζική και αποφασιστική αντιπαράθεσή του με τις δυνάμεις του συστήματος.



Θεμελιώδεις προϋποθέσεις για την αποτελεσματική διεξαγωγή αυτού του αγώνα αποτελούν η κατανόηση της ουσίας του προβλήματος που αντιμετωπίζει και ταυτόχρονα ο χαρακτήρας της πάλης που έχει να διεξάγει. Πολύ περισσότερο που οι δυνάμεις του συστήματος αλλά και πολλοί «πρόθυμοι σύμμαχοί» του αυτή την πραγματικότητα προσπαθούν να συσκοτίσουν, να αποπροσανατολίσουν τον κόσμο, να παραλύσουν τις αντιδράσεις του.

Η πραγματικότητα που βιώνουμε

Το πρώτο και θεμελιώδες που οφείλουμε να κατανοήσουμε είναι πως βρισκόμαστε (και όχι μόνο στη χώρα μας) εν μέσω μιας σκληρής και ανελέητης ταξικής σύγκρουσης. Μιας σύγκρουσης που την οξύνει η επίθεση που αναπτύσσει το κεφάλαιο εδώ και πολλά χρόνια ενάντια στην εργατική τάξη και συνολικά τις εργαζόμενες μάζες. Μια επίθεση που την κλιμακώνει με τον πιο αδίστακτο τρόπο. Οχι από «στενοκεφαλιά» όπως αυταπατώνται ορισμένοι, ούτε και από «κακία», αλλά από το πιο αδυσώπητο κίνητρο. Το συμφέρον. Ταυτόχρονα επειδή θεωρεί ότι οι συνθήκες και οι συσχετισμοί τού επιτρέπουν να πάρει την ιστορική ρεβάνς από το νικημένο προλεταριάτο. Σ’ αυτή τη σύγκρουση δεν υπάρχουν «διαφυγές» και «ενδιάμεσες» λύσεις. Αυτή τη σύγκρουση η εργατική τάξη ή θα την χάσει ή θα την κερδίσει.
Στόχους του κεφαλαίου αποτελούν: Η επιβολή ενός νέου εργασιακού μεσαίωνα. Η καθολική αποσυγκρότηση-υποταγή του προλεταριάτου. Η κατάργηση όλων των δικαιωμάτων και κατακτήσεων του εργαζομένου λαού. Ενταση της εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Ολοκληρωτική ανατροπή της σχέση που διέπει την κατανομή του εισοδήματος σε βάρος της εργατικής τάξης και υπέρ του κεφαλαίου. Υποβάθμισης του βιοτικού επιπέδου του εργαζόμενου λαού έως και σε επίπεδα «αδιαφορίας» για την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης (όρα και «εισαγωγή» του έτοιμου και αφοπλισμένου εργατικού δυναμικού). Την παραχώρηση όλου του πεδίου οικονομικής-κερδοσκοπικής δράσης στο κεφάλαιο.
Κεντρικό άξονα της επίθεσης αποτελεί η κατεύθυνση ανατροπής των εργασιακών σχέσεων. Του δικαιώματος στη δουλειά. Του οχτάωρου. Των συλλογικών συμβάσεων. Της επιβολής ανεξέλεγκτων απολύσεων κ.λπ., κ.λπ. Δηλαδή ο «αφοπλισμός» της εργατικής τάξης από τη σχέση πάνω στην οποία θεμελιώνεται η συγκρότησή της. Η αναίρεση του πεδίου όπου οικοδομούνται οι δυνατότητες διαμόρφωσης όρων διεκδίκησης δικαιωμάτων και κατοχύρωσης κατακτήσεων.
Μέρος και έκφραση αυτής της συνολικής επίθεσης αποτελεί και η επίθεση στο ασφαλιστικό δικαίωμα. Κεντρικό στοιχείο της επίθεσης αποτελεί η αποσύνδεση του ασφαλιστικού δικαιώματος από την εργασιακή σχέση, η κατάργησή του σαν δικαίωμα που είναι αναπόσπαστα δεμένο με την ιδιότητα του εργαζόμενου σαν τέτοιου. Η «απαλλαγή» του κράτους (δηλαδή του κεφαλαίου) από την ευθύνη (και τα κόστη) του ασφαλιστικού ζητήματος. Η μετατροπή του σε «ατομικό» πρόβλημα που «οφείλει» να το αντιμετωπίζει ο εργαζόμενος με βάση τους όρους της «αγοράς». Ταυτόχρονα και με αυτόν τον τρόπο δημιουργείται και ένα νέο πεδίο δράσης και κερδοφορίας για τα όρνεα των ασφαλιστικών εταιρειών. Οσο γι’ αυτούς που δεν θα μπορούν να λειτουργήσουν «ανταποδοτικά», ο Καιάδας. Το «επικουρικό» της «ελεήμονος» διάθεσης των αρχιερέων του φαρισαϊσμού. Οι «φιλόπτωχες» κυρίες.
Αυτές τις κατευθύνσεις το κεφάλαιο και οι κυβερνήσεις του σκοπεύουν να τις προωθήσουν μέχρι το τέλος.
Αυτό, ανεξάρτητα από μορφές, μεθοδεύσεις, τακτικές και χρονοδιαγράμματα που μπορεί να χρησιμοποιήσουν.
Ως προς αυτό ας μην υπάρχουν αυταπάτες.

Οι εργαζόμενοι διεκδικούν αυτό που τους ανήκει

Ενα από τα ζητήματα που δημιουργούν σύγχυση και που, ανάλογα με την περίπτωση, χρησιμοποιείται είτε με αυτόν είτε με εκείνο τον τρόπο, αφορά το διανεμόμενο εισόδημα. Ποιο είναι αυτό, από πού προέρχεται και πώς κατανέμεται. Εχει καμιά βάση η φιλολογία που αναπτύσσεται, πως οι συνταξιούχοι αποτελούν απλώς ένα «βάρος» που επωμίζεται η τρέχουσα παραγωγική-οικονομική διαδικασία; Κατ’ αρχάς να γίνεται κατανοητό (γιατί και εδώ υπάρχει άφθονη σύγχυση) πως αυτό που κατανέμεται-διανέμεται δεν είναι το εισόδημα ούτε το 1980, του 1990 ή του 2000. Είναι κατά βάσιν το εισόδημα που δίνει η τρέχουσα οικονομική διαδικασία (του ενεστώτος οικονομικού έτους). Το εισόδημα αυτό παράγεται από τη δουλειά των εργαζόμενων με βάση το επίπεδο της παραγωγικότητας που έχουν κατακτήσει και της παραγωγικής υποδομής που χρησιμοποιούν, αξιοποιούν. Δηλαδή το πραγματικό κεφάλαιο ή, με μια άλλη διατύπωση, τον πραγματικό πλούτο που έχει στη διάθεσή της μια οικονομία, μια κοινωνία.
Από πού προέρχεται αυτός ο πλούτος, αυτή η παραγωγική υποδομή, αυτό το επίπεδο παραγωγικότητας; Κάθε κοινωνία, ανεξάρτητα κοινωνικού συστήματος βασίζει την ύπαρξή της στη δουλειά του εργαζόμενου λαού.
Το παραγόμενο προϊόν κατανέμεται: α) Στο μέρος που καταναλώνεται. Τροφή, ένδυση, στέγαση κ.λπ. των μελών αυτής της κοινωνίας. β) Στο μέρος που προορίζεται για την αναπλήρωση, αποκατάσταση της φθοράς που έχουν υποστεί κατά την παραγωγική διαδικασία οι παραγωγικές υποδομές. γ) Στο μέρος που διατίθεται για την επέκταση της παραγωγικής βάσης, τις «καθαρές», με μια άλλη διατύπωση, επενδύσεις. δ) Τα κόστη διαφόρων άλλων λειτουργιών μπορούν είτε να αντιμετωπιστούν σαν ιδιαίτερες κατηγορίες είτε να ενταχθούν σ’ αυτές τις τρεις βασικές. Λ.χ. η έρευνα, η παιδεία, στην κατηγορία των επενδύσεων, την άνοδο της παραγωγικότητας κ.λπ.
Αυτά ισχύουν σε κάθε κοινωνία ανεξάρτητα ειδικότερων χαρακτηριστικών, μορφών ιδιοκτησίας, τρόπων διανομής του προϊόντος και αξιοποίησης του υπερπροϊόντος.
Σ’ αυτά βασίζεται το ότι το εισόδημα του 2007 είναι μεγαλύτερο από το εισόδημα του 2000 λ.χ., ακόμη μεγαλύτερο από αυτό του 1990 και πολύ μεγαλύτερο από εκείνο του 1980 ή του 1970.
Το πρώτο και θεμελιώδες συμπέρασμα που βγαίνει από τα προηγούμενα είναι πως αυτός ο πλούτος δεν ανήκει στην αστική τάξη που τον έχει ιδιοποιηθεί βίαια άδικα και καταχρηστικά, αλλά συνολικά στον εργαζόμενο λαό. Σ’ αυτή τη βάση, οι εργαζόμενοι (συνταξιούχοι κ.λπ.) δεν διεκδικούν κάτι από την «περιουσία» των αστών αλλά αυτό που τους ανήκει, αυτό που έχει παρακρατηθεί από τον πλούτο που οι ίδιοι έχουν παράξει. Το δικαίωμα αυτό είναι καθολικό, αφορά όλο τον εργαζόμενο λαό και δεν εξαρτάται ούτε από το τι υποστηρίζει το κεφάλαιο, μήτε καν από το αν και πόσα ένσημα τούς έχουν επικολληθεί ή πόσα τους έχουν κλέψει. Συναρτάται με την ίδια την ιδιότητά τους ως εργαζομένων, την θέση τους στην παραγωγική διαδικασία, τον ρόλο τους στην παραγωγή αυτού του πλούτου. Κάθε άλλη άποψη είναι παραπλανητική, είναι αντιδραστική.
Το δεύτερο, πως η αντιμετώπιση του ασφαλιστικού προβλήματος, τα ασφαλιστικά δικαιώματα των εργαζομένων δεν είναι και δεν μπορεί να είναι «ατομική» υπόθεση. Αυτό συνδέεται και συναρτάται με τον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής. Στο καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να έχει επιβληθεί η ιδιοποίηση του παραγόμενου προϊόντος (από τους καπιταλιστές) αλλά αυτό δεν αναιρεί τον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγικής, οικονομικής διαδικασίας. (Αυτή άλλωστε είναι και η βασική αντίφαση του συστήματος). Με απλά λόγια δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει παραγωγικό-οικονομικό υποκείμενο που να λειτουργεί αποκομμένο και ανεξάρτητα από το συνολικό παραγωγικό πλέγμα από τη συνολική οικονομική διαδικασία. Ο κάθε εργαζόμενος λειτουργεί ενταγμένος σ’ αυτή τη συνολική διαδικασία, συμβάλλει μέσα από αυτή την ένταξή του στην παραγωγή του συνολικού πλούτου και στον ίδιο λόγο δικαιούται αυτό που του ανήκει είτε σαν ενεργός εργαζόμενος είτε σαν απόμαχος της δουλειάς. Στην ίδια βάση, η απαίτησή αυτή δεν απευθύνεται στον άλφα ή βήτα κεφαλαιοκράτη αλλά συνολικά στην τάξη που διαχειρίζεται κυριαρχικά αυτή την κοινωνικού χαρακτήρα παραγωγική, οικονομική διαδικασία. Ακόμη πιο συγκεκριμένα στον συλλογικό εκφραστή της κυρίαρχης τάξης, το αστικό κράτος.

Ζήτημα ταξικής αναμέτρησης

Στη συγκεκριμένη καπιταλιστική κοινωνία που ζούμε η παραγωγική, οικονομική λειτουργία κυριαρχείται, καθορίζεται, διευθύνεται, διαχειρίζεται από το κεφάλαιο, την αστική τάξη, το κράτος, τις κυβερνήσεις τους. Αυτά αποτελούν και τη βάση όλων όσων απορρέουν από αυτήν. Σ’ αυτή την ίδια κυριαρχική βάση, το κεφάλαιο με τις κυβερνήσεις του διαχειρίζεται το παραγόμενο προϊόν, την κατανομή, την διανομή, την χρήση του. Η κατανομή πραγματοποιείται στη βάση μιας λογικής που θέλει να δίνεται το ελάχιστο δυνατό στον εργαζόμενο λαό και το μεγαλύτερο μέρος να το ιδιοποιείται η αστική τάξη και να το χρησιμοποιεί κατά την κρίση της είτε για την δική της πολυτελή διαβίωση και αποθησαυρισμό είτε στην διαδικασία διευρυνόμενης αναπαραγωγής του κεφαλαίου -της. Ως προς αυτό δεν υπάρχει ένα «αντικειμενικό» κριτήριο που αυταπατώμενοι αναζητούν ορισμένοι.
Και αν ακόμη το υποθέταμε θεωρητικά οι πραγματικές τάσεις του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής ωθούν πάντα προς μια ορισμένη κατεύθυνση. Πολύ περισσότερο ισχύει αυτό στην περίοδο που διανύουμε, όπου στη βάση των εξελίξεων των τελευταίων δεκαετιών -όπου ιδιαίτερη σημασία είχε η υποχώρηση, η ήττα του εργατικού, κομμουνιστικού κινήματος- έχουν κυριαρχήσει οι πιο άγριες και επιθετικές τάσεις του κεφαλαίου. Εδώ άλλωστε βρίσκεται και η εξήγηση στο γιατί σήμερα, με πολύ περισσότερο πλούτο και μεγαλύτερη παραγωγικότητα απ’ ό,τι πριν από 20-30 χρόνια, το μερίδιο της εργατικής τάξης μειώνεται αντί να αυξάνεται και συνολικά επιδεινώνεται η θέση της. Οι ίδιες αυτές διαπιστώσεις δίνουν και την απάντηση και στο πώς διεκδικεί η εργατική τάξη και συνολικά ο εργαζόμενος λαός αυτά που του ανήκουν. Η απάντηση δεν βρίσκεται στον «διάλογο» και σε «προτάσεις» που στοχεύουν στην «εκλογίκευση» των παραγόντων του συστήματος και στην «ορθολογική» του λειτουργία. Βρίσκεται και μόνο στο πεδίο της αναμέτρησης της σύγκρουσης με το κεφάλαιο και κρίνεται από το επίπεδο συγκρότησης και αποφασιστικότητας της εργατικής τάξης και συνολικά των εργαζόμενων μαζών.
Σ’ αυτή την αναμέτρηση το κεφάλαιο προχωρεί έχοντας ξεκαθαρισμένους τους στόχους του, χωρίς ενδοιασμούς και αποφασισμένο να προχωρήσει μέχρι το τέλος χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα (και είναι πολλά) που έχει στη διάθεσή του. Ταυτόχρονα γνωρίζει ότι, παρά την οπισθοχώρηση του κινήματος, θα συναντάει την όλο και πιο σκληρή αντίσταση των εργαζομένων.
Ετσι έχουμε τον διαρκή προπαγανδιστικό βομβαρδισμό. Την κινδυνολογία για την «κατάρρευση των ταμείων» και τις «αντοχές της οικονομίας». Τα θεωρήματα περί «ανταποδοτικότητας» και «συνευθύνης» των εργαζομένων. Τις «αναλογιστικές μελέτες». Σ’ αυτή την λογική προτείνει «διάλογο». Ζητάει «συμμετοχή» και «προτάσεις».
Στην πραγματικότητα το κεφάλαιο ούτε θέλει, ούτε διατίθεται να κάνει κανέναν διάλογο. Ακριβώς επειδή έχει συγκεκριμένους στόχους και δεν τους παζαρεύει. Δεν θέλει και ούτε περιμένει καμιά «πρόταση» από κανέναν. Εχει τις δικές του.
Αυτό που επιδιώκει είναι να δημιουργήσει συμμαχίες, να ουδετεροποιήσει δυνάμεις. Καλεί σε «διάλογο» όσους προθυμοποιούνται να το βοηθήσουν προσδοκώντας κάποια ανταλλάγματα. Ζητάει «προτάσεις» απ’ όσους αυταπατώνται ή αναζητούν προσχήματα συνθηκολόγησης.
Ταυτόχρονα προσπαθεί να αποπροσανατολίσει, να δημιουργήσει σύγχυση στον κόσμο. Να δημιουργήσει ρήγματα στο μέτωπο της λαϊκής αντίστασης και πάλης. Να αφοπλίσει, ακινητοποιήσει τον λαϊκό παράγοντα. Τίποτε άλλο.

Ο κυνισμός ως «επιχείρημα»

Ας δούμε ωστόσο κάποια από τα θεωρήματα, τα ιδεολογήματα που χρησιμοποιούνται.
Περί «ανταποδοτικότητας» και «αντοχών της οικονομίας» λοιπόν. Φυσικά και αποτελεί θράσος να μιλάν οι κεφαλαιοκράτες για αναγκαιότητα «ανταποδοτικότητας» των εργαζομένων. Ακριβώς επειδή οι εργαζόμενοι όχι απλώς έχουν ήδη «ανταποδώσει» αλλά είναι οι πραγματικοί δημιουργοί όλου του υπαρκτού πλούτου, που δεν αποτελεί παρά την συγκεκριμένη μορφή της υπεραξίας που έχουν παράξει. Αυτής που τους έχει παρακρατηθεί πρώτα και κύρια στο πεδίο της παραγωγής, όπου οι εργαζόμενοι πληρώνονται ένα μόνο μέρος της αξίας που παράγουν. Αυτής που -επιπρόσθετα- υπεξαιρείται με διάφορους άλλους τρόπους. Τις εισφορές, τις κρατήσεις, τους φόρους, την ακρίβεια, τα χρηματιστηριακά κόλπα και ό,τι άλλο μπορεί να ανακαλύψει η απληστία του κεφαλαίου.
Αντίθετα, είναι αυτοί -οι κεφαλαιοκράτες- που μόνο κέρδη έχουν αποκομίσει από την λειτουργία της οικονομίας, από την δουλειά των εργαζομένων. Αυτά ακριβώς τα κέρδη επιδιώκουν να αυξήσουν, διευρύνοντας τα όρια «ανταποδοτικότητας» καταλήστευσης των εργαζομένων.
Με ανάλογη λογική τίθεται το ζήτημα των αντοχών της οικονομίας. Αυτή λοιπόν η οικονομία έχει ως φαίνεται κάποιες «ιδιοτροπίες» σε σχέση με το πώς εκδηλώνει τις αντοχές της. Σύμφωνα λοιπόν με δικά τους στοιχεία, τα κέρδη των τραπεζών, των μεγάλων επιχειρήσεων των κεφαλαιοκρατών εν γένει έχουν πολλαπλασιαστεί. Αυτά τα «αντέχει» η οικονομία. Τους μισθούς, ωστόσο, και τις συντάξεις των πεντακοσίων και των εφτακοσίων ευρώ «δεν τις αντέχει» και «πρέπει» να συμπιεστούν κι άλλο, όπως προτείνει αναίσχυντα ο κ. Γκαργκάνας. Η λογική τους είναι «απλή» όσο και θρασεία. Εχουμε λοιπόν την οικονομία «μας». Αφαιρούμε απ’ αυτήν τα τεράστια κέρδη των κεφαλαιοκρατών. Τα διάφορα επίσης υπέρογκα κόστη διασφάλισης της κυριαρχίας του κεφαλαίου. Τις δαπάνες τής -προκλητικά- πολυτελούς διαβίωσης της μεγαλοαστικής τάξης. Αφού λοιπόν τα βάλουμε όλα αυτά «στην άκρη», μετά καλούμε τους «ειδικούς» οι οποίοι μετά από εμβριθή μελέτη «διαπιστώνουν» ότι η οικονομία «δεν αντέχει». Ορίστε, δείτε και μόνοι σας! Ο στόχος αυτής της αλχημείας, ο ίδιος. Η παραπέρα ένταση της εκμετάλλευσης, καταλήστευσης των εργαζομένων.
Ανάλογα κίνητρα, λογική και στόχους έχει και η φιλολογία περί «συνευθύνης» των εργαζομένων στη δημιουργία του προβλήματος, την «κατάρρευση των ταμείων» κ.λπ., κ.λπ.
Οπως αναφέραμε και προηγούμενα, αυτή η συνολική υπεραξία (το συνολικό υπερπροϊόν) το διαχειρίζεται με κυριαρχικό τρόπο το κεφάλαιο, η αστική τάξη, το κράτος τους, οι κυβερνήσεις τους. Αν το μέρος που προορίζεται για αναπαραγωγή και διεύρυνση της παραγωγικής βάσης δεν προσδιορίστηκε και δεν επενδύθηκε στο επίπεδο και με τον τρόπο που θα ‘ταν αναγκαίος για να αποδώσει παραγωγικά, από τους μόνους που δεν μπορεί να ζητιέται «συν-ευθύνη» είναι οι εργαζόμενοι.
Αν ένα μεγάλο μέρος αυτού του προϊόντος «επενδύθηκε» σε καταθέσεις σε ξένες τράπεζες, σε σαλέ στις ελβετικές Αλπεις, σε βίλες και σε κότερα, αν σπαταλήθηκε σε δαπάνες πολυτελείας, αποτελεί πρόκληση να ζητιούνται τα ρέστα από τους εργαζόμενους.
Αν σωρεύτηκε σε πλούτο που μετατράπηκε σε περιουσία παλιών και νέων («σοσιαλιστικών») τζακιών, αποτελεί ανήκουστο θράσος να ζητιούνται «θυσίες» από εργαζόμενους και συνταξιούχους των 600 και 700 ευρώ. Και αν κάποιοι που ανερυθρίαστα μοστράρονται ως «αριστεροί» συνηγορούν στα προηγούμενα ατιμάζοντας την έννοια της Αριστεράς, αργά ή γρήγορα θα πάρουν την απάντησή που τους αρμόζει.
Οσο για την υποτιθέμενη ή και πραγματική με μια έννοια «κατάρρευση των ταμείων» θα μπορούσαμε ίσως να αρκεστούμε σ’ αυτά που ήδη αναφέρει ακόμη και ο αστικός τύπος ως προς τις αιτίες. Από την μη καταβολή των εργοδοτικών εισφορών, την ελλιπή κρατική χρηματοδότηση, μέχρι τα πρόσφατα «δομημένα ομόλογα» κ.λπ., κ.λπ. Εμείς ωστόσο θα θέλαμε εδώ να σταθούμε σ’ αυτό που συμπυκνώνει την ουσία του πράγματος (αλλά και απαντάει στα διάφορα θεωρήματα).
Το δικαίωμα των εργαζομένων στην ασφάλιση δεν υφίσταται σε αναφορά και μόνο με το τι τους «αναγνωρίζει» το σύστημα ότι έχουν συνεισφέρει. Τις εισφορές, τις κρατήσεις, τα αποθεματικά των ταμείων κ.λπ., κ.λπ. Υφίσταται στη βάση της θέσης τους στην παραγωγική διαδικασία και του ρόλου τους στον σχηματισμό του συνολικού πλούτου της κοινωνίας.
Σ’ αυτή τη βάση η διεκδίκησή τους δεν διαμορφώνεται σε σχέση με κάποιους υπολογισμούς λογιστικού τύπου αλλά σε αναφορά με όλο το «σώμα» υπεραξίας που έχει παρακρατήσει, υφαρπάξει και έχει ιδιοποιηθεί το κεφάλαιο. Σ’ αυτήν ακριβώς τη βάση αποτελεί πλήρες και καθολικό δικαίωμα όλων των εργαζομένων.

«Αναλογιστική» τρομοκρατία

Στα πλαίσια της ίδιας ιδεολογικής τρομοκρατίας επιστρατεύονται και οι διάφορες αναλογιστικές μελέτες. Ο μαλθουσιανισμός στην «αναλογιστική» του παραλλαγή. Σε πενήντα χρόνια, λοιπόν, θα ανοίξουν οι πύλες της κολάσεως, θα γίνει μια άλλου είδους Αποκάλυψη, θα καταρρεύσει το ασφαλιστικό σύστημα. Ως φαίνεται, μετά τις αντοχές της οικονομίας και το ασφαλιστικό σύστημα έχει περίεργες ιδιότητες. Σύμφωνα, λοιπόν, με τους αναλυτές μας, έχει ήδη καταρρεύσει από χτες, καταρρέει στις μέρες μας, θα καταρρεύσει σε δέκα χρόνια, θα ξανακαταρρεύσει σε είκοσι, θα ματαξανακαταρρεύσει σε πενήντα. Στο μεταξύ, αυτό που ήδη έχει καταρρεύσει είναι η αξιοπιστία τους. Σε μια εξίσωση έχουμε τα δεδομένα της και αναζητούμε το αποτέλεσμα. Αν ξεκινήσουμε ανάποδα, αν δώσουμε στους παράγοντες της εξίσωσης όποιες τιμές θεωρούμε κατάλληλες, τότε μπορούν να μας δώσουν όποιο αποτέλεσμα έχουμε ήδη προαποφασίσει.
Κάπως έτσι γίνεται και εδώ. Με τον αυθαίρετο προσδιορισμό των δεδομένων. Την ακόμη πιο αυθαίρετη προέκτασή τους σε βάθος έως και πενήντα χρόνων. Και αλά ούνο αλά ντούε, ιδού του επιθυμητό «συμπέρασμα». Να μειωθούν οι συντάξεις. Να αυξηθούν τα όρια ηλικίας. Να καταργηθούν τα βαρέα και ανθυγιεινά. Να αναλάβουν επιπρόσθετα βάρη οι εργαζόμενοι, κ.λπ., κ.λπ.
Αλήθεια με ποια κριτήρια προσδιορίζονται τα δεδομένα του μέλλοντος; Το επίπεδο της παραγωγικότητας; Οι οικονομικές και κοινωνικές τάσεις;
Αλλά ας επιστρέψουμε στο παρόν. Γιατί όπως πάντα, εδώ βρίσκεται το πραγματικό πρόβλημα. Στο τι θα γίνει τώρα και στα αμέσως επόμενα χρόνια. (Και είναι ακριβώς ίδιο με αυτό που θα ‘χουμε και σε πενήντα χρόνια -αν υποθέσουμε ότι θα έχουμε και τότε καπιταλισμό- για να βάλουμε κι αυτόν τον παράγοντα).
Γιατί το ζήτημα είναι και θα παραμείνει πρόβλημα διανομής του παραγόμενου προϊόντος. Ανάμεσα στην αστική τάξη και τον κόσμο της εργασίας. Αφορά την σύγκρουση του κεφαλαίου με την εργατική τάξη και με αυτό ακριβώς το αντικείμενο. Μια σύγκρουση που, με βάση τους σημερινούς συσχετισμούς, το κεφάλαιο θεωρεί ότι μπορεί να την κερδίσει και να καθορίσει έτσι και τους όρους για τα επόμενα χρόνια.
Ακριβώς σ’ αυτό έχουμε ν’ απαντήσουμε.

Ενα ιδιαίτερο ζήτημα

Σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη αυτής της αναμέτρησης παίζει η κατανόηση των δεδομένων του ασφαλιστικού συστήματος, όπως αυτό υπάρχει σήμερα. Τα αντιφατικά του στοιχεία. Επειδή η όποια κατοχύρωση του ασφαλιστικού δικαιώματος, δεν έχει -και δεν θα μπορούσε να έχει- την απλή και καθαρή μορφή με την οποία κατοχυρώθηκε λ.χ. στις κάποτε σοσιαλιστικές χώρες.
Οι μορφές, με τις οποίες υφίσταται, αποτελούν έκφραση και προϊόν μιας ολάκερης ιστορικής διαδρομής της ταξικής πάλης. Φέρουν, από τη μια, τα αποτυπώματα της πάλης της εργατικής τάξης για κατοχύρωση του ασφαλιστικού της δικαιώματος (και όχι μόνο). Από την άλλη, τις προσπάθειες, τις μεθοδεύσεις του κεφαλαίου, να αρνηθεί αυτό το δικαίωμα, να το υπονομεύσει, να θέσει όρους και υποθήκες περιορισμού ή και κατάργησής του, όπως συμβαίνει σήμερα.
Η ύπαρξη ενός τέτοιου αντιφατικού πλέγματος, πέρα από τις συγχύσεις που δημιουργεί, διαμορφώνει ταυτόχρονα κι ένα πεδίο που διευκολύνει την προώθηση ρεφορμιστικών απόψεων. Τη διατύπωση «προτάσεων διεξόδου» σ’ ένα γήπεδο που καθορίζεται ολοκληρωτικά από τους όρους του συστήματος.
Οσο μας αφορά, η ύπαρξη μιας τέτοιας κατάστασης σημαίνει κατ’ αρχάς δύο πράγματα. Οτι η πάλη των εργαζομένων δεν μπορεί ούτε να προσπεράσει ούτε να αγνοήσει αυτές τις μορφές. Ταυτόχρονα, πως δεν μπορεί επίσης να στηρίζει τις διεκδικήσεις της σ’ αυτές και μόνο υπερεκτιμώντας τη σημασία τους.
Στα πλαίσια αυτού του κειμένου θα περιορίσουμε την αναφορά μας σε μια και μόνο -αλλά βασική- πλευρά του όλου θέματος.
Στο υπάρχον ασφαλιστικό σύστημα εμπεριέχονται μορφές νομικής κατοχύρωσης του ασφαλιστικού δικαιώματος κατηγοριών των εργαζομένων. Ασφαλώς και οι εργαζόμενοι επ’ ουδενί δεν θα πρέπει να «παραιτηθούν» από αυτές, ασφαλώς και θα πρέπει να τις αξιοποιήσουν. (Από το Σύνταγμα έως οποιαδήποτε άλλη νομική μορφή κατοχύρωσης). Ταυτόχρονα, ωστόσο, θα πρέπει να παίρνεται υπ’ όψιν αυτό που πραγματικά συμβαίνει. Γιατί, αν υπάρχει μια «κατάρρευση» στις μέρες μας, αυτή αφορά το νομικό πλέγμα κατοχύρωσης των εν γένει εργατικών δικαιωμάτων και κατοχυρώσεων. Αυτό δεν ήρθε σαν αποτέλεσμα μιας εξέλιξης της «νομικής επιστήμης», αλλά σαν έκφραση ανατροπών στον ταξικό-πολιτικό συσχετισμό σε βάρος της εργατικής τάξης. Σ’ αυτό το πεδίο κρίνονταν πάντα, σ’ αυτό θα κριθεί τελικά και τώρα. Και θα κριθεί σε ευθεία συνάρτηση με το επίπεδο συγκρότησης και αποφασιστικότητας της εργατικής τάξης και συνολικά των εργαζόμενων μαζών.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου