Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Κυριακή 25 Μαρτίου 2018

Οι βαθιές ρίζες του οπορτουνισμού (Α Μέρος)


του Βασίλη Σαμαρά
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Αντίθεση» Νο 9, τον Οκτώβρη του 2012



Πρόλογος

Στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», όσο ακόμα αυτή κυκλοφορούσε, και στα φύλλα της 13ης και 20ης Νοέμβρη του 2011 δημοσιεύτηκαν διαδοχικά δύο «φάκελοι», όπως ονομάστηκαν δημοσιογραφικά, και με θέμα το ερώτημα «Υπάρχει δημοκρατία στην Ευρώπη;» ο πρώτος και ο δεύτερος μ’ ένα διπλό ερώτημα: «Έχει ζωή η Ευρωζώνη;» και «Έχει θέση η Ελλάδα μέσα σ’ αυτήν;».



Στις στήλες της εφημερίδας παρήλασε ένας γαλαξίας αστεριών της εν γένει διανόησης (της οικονομίας, της πολιτικής, της επιστήμης, της φιλοσοφίας) του ελληνικού, ευρωπαϊκού και διεθνούς στερεώματος. Εξέθεσαν βασικά στοιχεία των απόψεών τους τόσο σε αναφορά με τα ερωτήματα που τους έθεσε η εφημερίδα όσο και σε θέματα ευρύτερου ενδιαφέροντος και σχετιζόμενα με ζητήματα που έθεσαν οι εξελίξεις σε Ελλάδα, Ευρώπη και συνολικά στον κόσμο. Απόψεις που έτσι κι αλλιώς έχουν σημαντικό ενδιαφέρον πολύ περισσότερο επειδή μας δίνουν την δυνατότητα να ανιχνεύσουμε τις αντιλήψεις ενός μεγάλου αριθμού από αυτούς που μετέχουν στην δημόσια συζήτηση.
Θα μπορούσε ίσως να τεθεί το ερώτημα. Και γιατί άραγε θα έπρεπε να ασχοληθούμε ιδιαίτερα με όλους αυτούς και τις απόψεις τους;
Πρώτα απ’ όλα επειδή αποτελούν εκφράσεις ενός φάσματος ιδεών και αντιλήψεων που καθόρισε την «αριστερή σκέψη» στην Ευρώπη (και όχι μόνο) για πάνω από μισό αιώνα. Βεβαίως τον καθοριστικό ρόλο στην προώθηση αυτών των αντιλήψεων στο ευρύτερο πολιτικό πεδίο τον είχαν οι ρεβιζιονιστικές και οι πάσης ποικιλίας ρεφορμιστικές πολιτικές δυνάμεις, αλλά αυτό αποτελεί ένα ιδιαίτερο μεγάλο κεφάλαιο. Έτσι οι απαραίτητες αναφορές στις θέσεις και τον ρόλο αυτών των δυνάμεων γίνονται κύρια στη βάση της σύνδεσής τους με τα ζητήματα που τίθενται εδώ.
Ο κυριότερος λόγος που κάνει αναγκαία την ενασχόληση με αυτές τις αντιλήψεις είναι ότι αυτή η «αριστερή σκέψη» επέδρασε και συνεχίζει να επιδρά στην διαμόρφωση του τρόπου σκέπτεσθαι ευρύτερων κοινωνικών στρωμάτων. (Βασικά μικρομεσαίων αλλά και της νεολαίας). Ας μην γελιόμαστε. Οι αντιλήψεις που κυριαρχούν στο μεγαλύτερο μέρος ακόμη και των πιο πολιτικοποιημένων και ριζοσπαστικών τμημάτων αυτές τις αντιλήψεις έχουν σαν ευρύτερη βάση αναφοράς.
Την ίδια βάση αναφοράς έχουν σε σημαντικό βαθμό ακόμη και σχηματισμοί, ρεύματα και ομαδοποιήσεις που εμφανίζονται ως ριζοσπαστικές, αντιεξουσιαστικές, επαναστατικές, αναρχικές, κομμουνιστικές. Όχι απαραίτητα με πλήρη συνείδηση του πράγματος, καθώς είναι γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος αυτού του κόσμου εκδηλώνει έμπρακτα αγωνιστικές, μαχητικές διαθέσεις. Άλλο τόσο γεγονός είναι ωστόσο ότι αν «ξύσουμε» εκείνο που θα συναντήσουμε ως «πρωτογενές υλικό» είναι αυτές οι αντιλήψεις.
Ας είναι καθαρό. Ενόσω αυτές οι αντιλήψεις συνεχίζουν να καθορίζουν τις σκέψεις, τις αντιλήψεις και τις απόψεις ευρύτερων μαζών και νεολαίας, ενόσω συνεχίζουν να επιδρούν στη διαμόρφωση των πολιτικών θέσεων και να καθορίζουν τις επιλογές ακόμη και εξωκοινοβουλευτικών πολιτικών σχηματισμών, ενόσω συνεχίζουν να μπορούν να επιδρούν αποπροσανατολιστικά ακόμη και στο πεδίο των αγωνιστικών κινητοποιήσεων, τόσο και πιο δύσκολα το κίνημα θα μπορεί να βρει τον δρόμο και τα «πατήματά» του.
Σ’ αυτή τη βάση είναι καθαρό πόσο αναγκαίο είναι το άνοιγμα ενός διαρκούς και επίμονου μετώπου αντιπαράθεσης σε αυτές τις απόψεις και αντιλήψεις.
Σε σχέση με το περιεχόμενο των διαφόρων παρεμβάσεων που δημοσιοποιήθηκαν μπορούν κατ’ αρχάς να γίνουν ορισμένες γενικού χαρακτήρα παρατηρήσεις.
Όσον αφορά την περιγραφή της κατάστασης, γενικά και από την άποψη των συνεπειών που έχουν οι ακολουθούμενες πολιτικές δεν θα ‘χα ούτε και χρειάζεται να προσθέσω πολλά πράγματα.
Ταυτόχρονα έχει μια σημασία να επισημανθεί ότι ορισμένες παρεμβάσεις θίγουν ουσιαστικές πλευρές του όλου ζητήματος και μάλιστα αρκετά εύστοχα. Το ζήτημα είναι ότι αυτό αφορά πλευρές και όχι το συνολικό ζήτημα στις πραγματικές του διαστάσεις και χαρακτηριστικά.
Οι περισσότεροι αρκούνται στην επιφάνεια των πραγμάτων, σε εκφράσεις και αποτελέσματα αυτών που συντελούνται αποφεύγοντας επιμελώς να μπουν στην ουσία.
Τέλος, στο σύνολό τους και ιδιαίτερα όσον αφορά τις προτάσεις αντιμετώπισης της κατάστασης, δείχνουν να μην μπορούν να αποσπαστούν από τις αντιλήψεις που καθορίζουν τη σκέψη τους, να μην θέλουν και να μην μπορούν να ξεφύγουν από το πλαίσιο και τα όρια αποδοχής του «καπιταλιστικού μονόδρομου».
Ορισμένες διευκρινήσεις:
Στις σχετικές παρεμβάσεις τίθεται ένα μεγάλο εύρος ζητημάτων που είναι εκ των πραγμάτων αδύνατο να τοποθετηθεί κανείς στο σύνολό τους. Δύσκολη ακόμη και η κατάταξη, η κατηγοριοποίησή τους και πιθανά «άδικη», όσον αφορά την ιδιαιτερότητα της άποψης που περιέχεται σε κάθε ξεχωριστή παρέμβαση. Έτσι αυτό που επιλέγεται είναι να αντιμετωπισθεί το ζήτημα κατ’ αρχάς στη βάση των θεμάτων που συνδέονται με αυτά. Ειδικότερα:
Στο πώς αντιμετωπίζεται γενικότερα η παγκόσμια κατάσταση.
Πώς αντιμετωπίζεται το ζήτημα ΟΝΕ-ΕΕ.
Πώς τίθεται και στη βάση ποιων απόψεων για το ελληνικό ζήτημα και το πρόβλημα του «χρέους».
Ακόμη για το ζήτημα της δημοκρατίας και των προτάσεων που κατατίθενται για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που έχουν αναδειχτεί.
Μια ακόμη διευκρίνιση που θα ‘θελα να κάνω συνδέεται με το γεγονός της «επανάληψης» ορισμένων εκτιμήσεων που είχα ήδη διατυπώσει σε προηγούμενα κείμενα. Αυτό ίσως είναι κουραστικό για όσους έχουν ήδη διαβάσει αυτά τα κείμενα, είναι όμως αναγκαίο για την κατανόηση των ζητημάτων που τίθενται εδώ. Έτσι ή αλλιώς το κάθε κείμενο χρειάζεται να έχει την δική του αυτοτέλεια.
Ας ξεκινήσουμε αυτή τη διαδρομή, παραθέτοντας κατ’ αρχάς ένα απάνθισμα των απόψεων που εκτίθενται σ’ αυτή τη συζήτηση. Απόψεων που αναφέρονται τόσο στην παγκόσμια κατάσταση όσο και σε σειρά άλλων ζητημάτων.


Κεφάλαιο Α

Δείγματα γραφής

«Το εθνικό κράτος κάμπτεται ενώπιον των δυνάμεων της παγκοσμιοποίησης», γράφει ο Νίκος Παρασκευόπουλος. Και συνεχίζει: «Η κυρίαρχη ”θεϊκή” διάσταση των δυνάμεων της αγοράς ανέτρεψε όλες τις θεσμικές ισορροπίες της παραδοσιακής δημοκρατικής οργάνωσης του κράτους […] Ποια δύναμη έχει το Ευρωκοινοβούλιο ενώπιον του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και των πανίσχυρων αγορών;» Καμία! Μόνο που ο Νίκος Παρασκευόπουλος άργησε πολύ να το αντιληφθεί.
«Η ανάδειξη στα πλαίσια ενός ”αχαλίνωτου καπιταλισμού” τεράστιων ολιγοπωλιακών μονάδων», λέει ο Γιώργος Σωτηρέλης, «γιγάντιες ιδιωτικές εξουσίες, που κινούνται στην γκρίζα ζώνη της παγκοσμιοποίησης και περισφίγγουν, σαν ιστός αράχνης, τα εθνικά κράτη […] Τα αδίστακτα κερδοσκοπικά συμφέροντα, που κινούνται με ιλιγγιώδη ρυθμό προκειμένου να καταστήσουν την πολιτική θεραπαινίδα των αγορών».
«Ο νέος Λεβιάθαν», μας πληροφορεί ο Guinto Rossi, «βρίσκεται στην Γουόλ Στριτ μάλλον παρά στον Λευκό Οίκο. […] Το δημόσιο χρήμα ξοδεύτηκε άφθονα […] προκειμένου να σωθούν οι μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί θεσμοί, οι οποίοι είναι υπερβολικά μεγάλοι για να χρεοκοπήσουν».
Στην «νεοφιλελεύθερη διαχείριση της κρίσης χρέους» αναφέρεται ο Δημήτρης Χριστόπουλος και στο ότι με όσα συντελούνται «ουσιαστικά ακυρώνεται η οποιαδήποτε διεκδίκηση αυτονομίας του πολιτικού έναντι του οικονομικού πεδίου».
Ο Serge Halimi μας πληροφορεί ότι στις 13 Μαΐου του 1996 σε «βραδινό καφέ» στον Λευκό Οίκο συναντήθηκαν ο Κλίντον και το επιτελείο του με τους σημαντικότερους Τραπεζίτες των ΗΠΑ. Εκεί, λέει, αποφασίστηκε η κατάργηση του νόμου Γκλας-Στίγκελ του 1933 που απαγόρευε στις εμπορικές τράπεζες να χρησιμοποιούν τα χρήματα των πελατών τους για να κερδοσκοπούν με διάφορα χρηματοπιστωτικά προϊόντα. Έτσι, και με αντάλλαγμα, καθώς λέει, την χρηματοδότηση της προεκλογικής εκστρατείας του Κλίντον πάρθηκε η απόφαση να «συγχωνευτούν τράπεζες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα, ένωση που είχε ως αποτέλεσμα την μόλυνση της παγκόσμιας οικονομίας από τις χρηματοπιστωτικές τρέλες των Goldman Sachs, Citigroup και Bank of America». Πιθανά τα όσα αναφέρει να συνέβησαν. Η ουσία ωστόσο του πράγματος βρίσκεται στο ότι ούτε ο Κλίντον ούτε οι τραπεζίτες θα μπορούσαν να προχωρήσουν σ’ όλες αυτές τις κινήσεις αν οι συνολικότερες τάσεις και συνθήκες δεν ωθούσαν σε μια τέτοια κατεύθυνση, και είναι σ’ αυτά που βρίσκονται οι απαντήσεις.
«Όχι, ο δήμος δεν είναι αμέτοχος», υποστηρίζει ο Αρις Καζάκος. «Ξέρουμε τους αυτουργούς και τους συνεργούς του εγκλήματος. Και ξέρουμε επίσης ότι το έγκλημα κατά της ανθρωπότητας που τελείται εδώ και δύο περίπου δεκαετίες στον πλανήτη, το έγκλημα του νεοφιλελευθερισμού δεν θα είχε γίνει αν δεν το είχε ανεχτεί και πριμοδοτήσει ο δήμος». Και συνεχίζει: «Να συνειδητοποιήσουμε τη ρίζα του προβλήματος: Η ασύμμετρη, καθότι άνιση, παγκοσμιοποίηση, που βάζει τις χώρες της Δύσης να ανταγωνίζονται τους μισθούς της Κίνας και της Ινδίας, που επιβάλλει τη γενικευμένη φτώχεια ως συνταγή για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, παντού κι όχι μόνο στην Ελλάδα […]».
Ο Αρις Καζάκος «ξέχασε» ότι ήταν οι -ιμπεριαλιστικές για να είμαστε ακριβείς- χώρες της Δύσης, εκείνες που επιβάλανε αυτό που κατ’ ευφημισμόν ονομάστηκε «παγκοσμιοποίηση». Όχι φυσικά για να «χάσουν» αλλά για να προωθήσουν στόχους και συμφέροντά τους όπως έγινε και συνεχίζει να γίνεται. Μια εξέλιξη που χειροκροτήθηκε από το σύνολο σχεδόν της «προοδευτικής» διανόησης και απλώς δεν γνωρίζων αν ο Αρις Καζάκος βρισκόταν ανάμεσά τους. Μπορώ όμως να πω ότι δεν είναι άσχετη με αυτή τη λογική η αναφορά στις ευθύνες του «δήμου». Δηλαδή των λαϊκών μαζών. Αυτή η τάση μετατόπισης ευθυνών είναι πολύ συνηθισμένη στον χώρο της διανόησης και όχι μόνο αυτό. Απ’ εκεί και πέρα είτε με τον «κομψό» τρόπο που χρησιμοποιεί ο Αρις Καζάκος γίνεται αυτό είτε με τον απροκάλυπτο έως χυδαίο που χρησιμοποιούν άλλοι, δεν έχει και μεγάλες διαφορές.
«Αυτό που αναδύεται», γράφει η Judith Butler, «άμεσα και ασυγκράτητα είναι ένας αστερισμός νεο-φιλελεύθερων πρακτικών […] Βασικά ο νεοφιλελευθερισμός λειτουργεί παράγοντας περιττούς πληθυσμούς. Τους εκθέτει στην επισφάλεια […] πολιτικά καθεστώτα που είναι αξεχώριστα από νεοφιλελεύθερες μορφές εξουσίας και λογικής […] κυβερνήσεις, που σύρονται και οδηγούν νεο-φιλελεύθερες οικονομικές μορφές».
Σημαντικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν και απόψεις που αφορούν το πώς εκφράστηκαν αυτές οι τάσεις στο οικονομικό και πολιτικό γίγνεσθαι.
Ο Luce Martelli θεωρεί πως «Η ελληνική και ευρωπαϊκή κρίση προκλήθηκε από μια χρηματοπιστωτική κρίση η οποία οφείλεται στο σορτάρισμα των προϊόντων υψηλού ρίσκου από τις τράπεζες και τις χρηματοπιστωτικές βιομηχανίες».
Ο James K. Galbraith γράφει «Όπως και στις ΗΠΑ, η ευρωπαϊκή τραπεζική κρίση είναι το προϊόν υπερδανεισμού σε αδύναμους δανειολήπτες, συμπεριλαμβανομένης της στεγαστικής αγοράς στην Ισπανία, της εμπορικής κτηματομεσιτικής αγοράς στην Ιρλανδία και του δημόσιου τομέα (εν μέρει για υποδομές) στην Ελλάδα. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες μόχλευσαν για να αγοράσουν τοξικές αμερικανικές υποθήκες και όταν αυτές κατέρρευσαν άρχισαν να ξεφορτώνουν τα αδύναμα κρατικά ομόλογα και να αγοράζουν ισχυρά κρατικά ομόλογα, ανεβάζοντας τις αποδόσεις και οδηγώντας τελικά όλη την ευρωπαϊκή περιφέρεια σε κρίση. Η Ελλάδα ήταν απλά το πρώτο ντόμινο στη γραμμή».
Συνέβησαν και αυτά. Ωστόσο ο James K. Galbraith (ο και «οικονομικός σύμβουλος» του Γ. Παπανδρέου) δεν μας λέει γιατί τα υπερσυσσωρευόμενα κεφάλαια αναζητούσαν δανειοδοτικές (ακόμη και υψηλού ρίσκου) διεξόδους και όχι πραγματικά επενδυτικές και στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας. Παραλείπει να μας πει ότι οι «ισχυροί δανειολήπτες» ήταν ταυτόχρονα (και μάλιστα κατά προτίμησιν) και «δανειστές». Με αυτούς λοιπόν τους όρους τι θα τα κάναν τα κεφάλαια που υπερσυσσωρεύονταν, μούστο; Ή μήπως αν δεν ήταν η Ιρλανδία, η Ελλάδα, η Ισπανία, δεν θα βρίσκονταν άλλες;
Ο Marcello de Cecco γράφει ότι η «έλευση στην Ευρώπη της τρομερής αμερικανικής κρίσης το 2008-2009 υποχρέωσε τα κράτη της Ευρωζώνης να διασώσουν εκείνες τις ευρωπαϊκές τράπεζες που είχαν μετάσχει στην αμερικανική χρηματοπιστωτική κερδοσκοπία ή είχαν προκαλέσει με εύκολα δάνεια κερδοσκοπικές φούσκες στη χώρα τους. Το κόστος αυτών των διασώσεων επιβάρυνε εξ ολοκλήρου τα δημόσια οικονομικά κάθε χώρας».
Οι διαφορές στις προσεγγίσεις, όλων των μετεχόντων στην συζήτηση μειώνονται και σχεδόν εξαφανίζονται όταν φτάνουν στο τι πρέπει να γίνει για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση που έχει δημιουργηθεί και ιδιαίτερα όσον αφορά το ζήτημα της δημοκρατίας όπου καθώς φαίνεται είναι ο κοινός τόπος που «συναντώνται» όλοι τους.
Ίσως η πιο χαρακτηριστική έκφραση των αντιφάσεων που τους «βασανίζουν» βρίσκεται στις απόψεις που διατυπώνει ο Billi Meyer: «Δημοκρατία και καπιταλισμός είναι ασυμβίβαστα», κεραυνοβολεί ο Billi Meyer. Πριν ωστόσο προλάβουμε να χειροκροτήσουμε, έρχεται η συνέχεια. «Η αποκαλούμενη Ευρωπαϊκή Οικονομική Διακυβέρνηση αντιτίθεται στην πραγματική Δημοκρατική Κυβέρνηση της Οικονομίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι αποφεύγουν να προχωρήσουμε σε αυτή τη δημοκρατική διαχείριση, γιατί αυτό θα σήμαινε κάτι που οι αγορές απορρίπτουν: να θέσουν σε εφαρμογή μια πολιτική αρχιτεκτονική, ώστε να ανακτηθούν υπέρ των πολιτών στρατηγικοί τομείς, ανάμεσά τους και ο χρηματοπιστωτικός, και να καθορίσουν έναν οικονομικό προσανατολισμό σχεδιασμένο από και για τους ευρωπαίους πολίτες».
Τελικά είναι ή δεν είναι ασυμβίβαστος ο καπιταλισμός με την δημοκρατία; Μέχρις ότου ωστόσο αποφασίσει ο Billi Meyer, ένα είδος απάντησης μας δίνει ο Erik O. Eriksen: «Η κρίση στην ευρωζώνη υπενθυμίζει […] πόσο μεγάλη πρόκληση είναι η συμφιλίωση της δημοκρατίας με τον καπιταλισμό». Θα έλεγα τι σ’ αυτό συμπυκνώνεται η ουσία των αντιλήψεων όλων τους, ο θεμελιώδης πυρήνας της φιλοσοφίας τους, η άποψη-οδηγός που διαμορφώνει την οπτική τους για το σύνολο των προσεγγίσεών τους. Το πώς θα απαντήσουν στην «πρόκληση» προωθώντας την διαμόρφωση ενός «δημοκρατικού καπιταλισμού» (Και όχι ενός «δημοκρατικού σοσιαλισμού», όπως διατείνονταν κάποτε κάποιοι εξαπατώντας και ταυτόχρονα αυταπατώμενοι). Στον ίδιο καμβά σειρά τοποθετήσεων.
«Πολιτική σημαίνει ριζική αναμόρφωση των εθνικών και υπερεθνικών θεσμών προκειμένου να αντιμετωπισθεί ο «φονταμενταλισμός των αγορών» με πρώτη προτεραιότητα τον δραστικό περιορισμό της στυγνής κερδοσκοπίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος», λέει ο Γιώργος Σωτηρέλης, ενώ ο John Keane συμπληρώνει «ποτέ από το 2007 όταν ξέσπασε η κρίση του καπιταλισμού δεν έχουν συζητηθεί ανοιχτά δημοκρατικά με την συγκατάθεση μιας πλειοψηφίας πολιτών οι κύριες αποφάσεις που πάρθηκαν για την αντιμετώπιση της κρίσης». Μάλιστα. Να αναρωτιέσαι δηλαδή σε ποιον κόσμο νομίζει πως ζει ο John Keane.
«Οι οργανισμοί στους οποίους οι κυβερνήσεις φαίνεται να έχουν παραχωρήσει την οικονομική κυριαρχία, όπως το ΔΝΤ, η ΕΚΤ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή και οι οίκοι αξιολόγησης δεν διαθέτουν κάποια πολιτική νομιμοποίηση», λέει ο Luciano Galino και συμπληρώνει: «Το χρηματοοικονομικό σύστημα που προκάλεσε την κρίση εμφανίζεται μέχρι τώρα ανέγγιχτο από κάθε σοβαρή μεταρρύθμιση».
Ο Jean Paul Fitoussi θεωρεί πως «Για να επιλύσουμε το πρόβλημα χρειάζεται να περιορίσουμε την δύναμη των αγορών και ο μοναδικός τρόπος να το κάνουμε είναι να επιβάλλουμε καθορισμένους κανόνες».
Η Gesine Letzch υπερθεματίζει: «Είναι καιρός να πληρώσουν αυτοί που προξένησαν την κρίση».
H Judith Butler πάει ακόμη παραπέρα «η διάλυση του νεο-φιλελευθερισμού είναι επιτακτική ανάγκη για την ανανέωση της ριζοσπαστικής δημοκρατίας».
Η Rebeka Harms διακηρύσσει ότι «παλεύουμε για αποτελεσματική χρηματοπιστωτική ρύθμιση έτσι ώστε οι τράπεζες να εμπλέκονται λιγότερο συχνά στην καταστροφική κερδοσκοπία και να σταματήσουν να στηρίζονται στην κρατική βοήθεια. […] Παλεύουμε για δικαιότερη φορολογική πολιτική για να γίνει αδύνατη η φοροδιαφυγή. Θέλουμε επίσης οι τράπεζες να συμμετάσχουν στο κόστος της κρίσης μέσω ενός φόρου στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές». Δηλαδή τίνι τρόπω θα «εμπλέκονται λιγότερο συχνά». Ας πούμε Δευτέρα, Τετάρτη, Παρασκευή θα κερδοσκοπούν και Τρίτη, Πέμπτη, Σάββατο θα «συμμετέχουν στο κόστος της κρίσης»; Για την Κυριακή δεν το συζητάμε, θα εκκλησιάζονται.
Η αντιφατικότητα και ανακολουθίες χαρακτηρίζουν ακόμη και παρεμβάσεις που εμπεριέχουν και σοβαρές έως και σημαντικές επισημάνσεις. Όπως λ.χ. του Κώστα Δουζινά ο οποίος γράφει: «Οι Κάνες έδειξαν και το κενό στην καρδιά της Ευρώπης. Οι ευρωπαϊκές ελίτ φοβούνται τα δημοψηφίσματα όπως ο διάβολος το λιβάνι. […] Όλες οι αρχές του δημοκρατικού συντάγματος, από το διαχωρισμό των εξουσιών ως τη δημοκρατική λογοδοσία και τη διαφάνεια της εκτελεστικής εξουσίας, παραβιάζονται βιαίως από την Ε.Ε. […] Όλα αυτά είναι αποτελέσματα της περιθωριοποίησης της πολιτικής από την υποτιθέμενη «αντικειμενική» γνώση των οικονομολόγων, των μάνατζερ και των λογιστών. […] Η συσσώρευση κεφαλαίου δεν βασίζεται πια κυρίως στη δημιουργία υπεραξίας, αλλά στην άντληση προσόδων, με κύρια μορφή τον τόκο και το μίσθωμα σε ατομικό και κρατικό επίπεδο. Εδώ φαίνεται η πραγματική διάσταση του τέλους της πολιτικής και η ριζική επαναδιαπραγμάτευση του κοινωνικού δεσμού. […] Όμως η συσσώρευση κεφαλαίου μέσω προσόδων απαιτεί εκφοβισμό καθώς δεν υπάρχει κάποιο «φυσικό» επίπεδο μισθώματος. Η πίεση των αγορών είναι ένας τρόπος να εξαναγκαστούν οι οφειλέτες είτε να αποδεχτούν την πιο ακραία μείωση των δημοσίων δαπανών είτε να χρεοκοπήσουν».
Την απάντηση στο ζήτημα που θέτει ο Κώστας Δουζινάς την δίνει ο ίδιος και μάλιστα με καίριο τρόπο, όπου γράφει: «Η υπερσυσσώρευση του γερμανικού εμπορικού ισοζυγίου αναζητεί μια επικερδή διέξοδο στον μεσογειακό ήλιο. Οι ελίτ της Ευρώπης ετοιμάζονται για μια νέα αναδιανομή αγοράζοντας σε εξευτελιστικές τιμές τα ασημικά του ελληνικού λαού». Και καταλήγει σ’ αυτά που βλέπει ως διέξοδο και απάντηση στο πρόβλημα. «Η άμεση δημοκρατία του Συντάγματος έδειξε ένα νέο σχεδιασμό στον οποίο το πλήθος μπαίνει στο κέντρο της πολιτικής, μια ιδέα που έχει ωριμάσει παντού και ακολουθείται αυτή τη στιγμή στην Ουάσιγκτον και το Λονδίνο. Αν η δημοκρατία ξεκίνησε στην Αθήνα, η Ελλάδα μπορεί να δημιουργήσει τη σύγχρονη μορφή της που συνδυάζει το αντιπροσωπευτικό και αμεσοδημοκρατικό στοιχείο».
Όπως ήδη ανάφερα, ο ίδιος ο Κώστας Δουζινάς δίνει μια καίρια απάντηση στο ζήτημα, όταν επισημαίνει τις «διεξόδους» που αναζητά η «γερμανική υπερσυσσώρευση». Σ’ αυτά που αναφέρει σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται ο πυρήνας, η ουσία του όλου ζητήματος. Μάλιστα όχι απλά και μόνο του ελληνικού ή γερμανικού -ευρωπαϊκού αλλά όπως αυτό τίθεται -«απαντιέται»- σε παγκόσμια κλίμακα με βάση τις πραγματικές σχέσεις ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων και εξαρτημένων χωρών.
Μόνο που μπλέκεται στις αντιφάσεις του. Δεν είναι ο μόνος. Είναι αρκετοί οι αναλυτές αυτού του φάσματος που ενώ φτάνουν στην ουσία του ζητήματος «βιάζονται» να απομακρυνθούν απ’ αυτήν.
Αυτό που τους «τρομάζει» είναι τα συμπεράσματα στα οποία θα όφειλαν να οδηγηθούν με βάση αυτές τις διαπιστώσεις. Οι πολιτικές απαντήσεις που θα προέκυπταν από αυτά τα συμπεράσματα. Αλλά ας επιστρέψω στον Κώστα Δουζινά.
Μιλώντας λ.χ. για υπερσυσσώρευση κεφαλαίου μέσω προσόδων και όχι υπεραξίας, μπερδεύει κάπως τις μορφές, τις σχέσεις, τα «εργαλεία» αν θέλετε με το «αντικείμενο». Το αντικείμενο είναι παντού και πάντα η υπεραξία και αυτά στα οποία αυτή η υπεραξία πραγματοποιείται. Και σ’ αυτό το ζήτημα έχει (αναφέρει) την απάντηση και επίσης την «προσπερνάει». Σωστά αναφέρει ότι χρησιμοποιείται ο εκβιασμός έτσι ώστε η υπερσυσσώρευση του γερμανικού κεφαλαίου (του γαλλικού, το αγγλικού, του αμερικανικού) ή αλλιώς οι συσσωρευμένες πρόσοδοι να φτάσουν στο «αντικείμενό τους». Τα «ασημικά» της Ελλάδας, δηλαδή την συσσωρευμένη και υλοποιημένη σε συγκεκριμένες δημόσιες επιχειρήσεις υπεραξία του ελληνικού λαού (του πορτογαλικού, του ιρλανδικού, του βουλγαρικού κ.λπ.).
Δεύτερο σε σχέση με το ζήτημα της πολιτικής ή του κράτους και τις σχέσεις τους με τις δυνάμεις της «αγοράς» όπως λέγεται. Να διευκρινίσω εδώ ότι τα όσα αναφέρω στη συνέχεια δεν αφορούν μόνο (ή κυρίως) την άποψη του Κώστα Δουζινά. Περισσότερο την παίρνω σαν αφορμή για να αναφερθώ σ’ ένα ζήτημα που τίθεται στο σύνολο σχεδόν των τοποθετήσεων που δημοσιοποιήθηκαν στην «Ελευθεροτυπία».
Σε σχέση μ’ αυτά λοιπόν υπάρχει μια πρώτη «απορία». Αλήθεια, τώρα ανακάλυψε η ελίτ του πνεύματος την σχέση του κράτους με τα μονοπώλια, τις «αγορές» κ.λπ.; Μα αυτή η σχέση είναι παμπάλαια. Προς τι η αγανάκτηση λοιπόν;
Αλλά όπως όλα, έχει και αυτό την εξήγησή του. Το καπιταλιστικό κράτος ήταν από γεννησιμιού του …καπιταλιστικό. Δηλαδή αποτελούσε την συμπυκνωμένη και ταυτόχρονα οργανωμένη έκφραση της κυριαρχίας της κεφαλαιοκρατικής αστικής τάξης στην κοινωνία. Στην ίδια βάση με το πέρασμα στον ιμπεριαλισμό «προικίστηκε» με τα χαρακτηριστικά του ιμπεριαλιστικού κράτους με βασικό γνώρισμα τη σχέση του με τα ιμπεριαλιστικά πλέον μονοπώλια. Απέναντι σ’ αυτή την μαρξιστική, λενινιστική θεώρηση του ζητήματος αντιπαρατέθηκε (εκτός της αστικής) και η ρεφορμιστική. Η άποψη περί «ουδετερότητας» του κράτους, που απέρριπτε την μαρξιστική και που ιδιαίτερα «απεχθανόταν» την σταλινική διατύπωση περί σύμφυσης κράτους-μονοπωλίων. Μια αντίληψη που όχι «αθώα» (αλλά στη βάση συγκεκριμένων πολιτικών στοχεύσεων) «μπέρδευε» την σχετική αυτονομία του κράτους και της πολιτικής με τον υποτιθέμενο «υπερταξικό» του χαρακτήρα.
Πρόκειται για τον ίδιο κόσμο που στο ξεκίνημα της «παγκοσμιοποίησης» χαιρέτισε την «υποχώρηση του έθνους-κράτους» για να φτάσει σήμερα να αγωνιά μπροστά στην υποχώρηση του έθνους-κράτους απέναντι στις αγορές και τα μονοπώλια.
Θα ‘θελα να τους «καθησυχάσω»! Το έθνος-κράτος θα συνεχίσει να υπάρχει. Βεβαίως θα συνεχίσει να είναι το κράτος της κεφαλαιοκρατικής αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστικών μονοπωλίων. Θα συνεχίσει ωστόσο να έχει τόσο αυτό όσο και η «πολιτική» τον ιδιαίτερο διακριτό τους ρόλο.
Επειδή, πολύ απλά, δεν μπορούν οι «αγορές» (το χρηματιστικό κεφάλαιο, η οικονομία, ο καπιταλισμός) να λειτουργήσουν ερήμην της πολιτικής. Επειδή δεν μπορεί το κεφάλαιο να επιβάλει τους «οικονομικούς του νόμους» και την κυριαρχία του στις εργαζόμενες λαϊκές μάζες χωρίς αστυνομία, δικαστήρια, φυλακές, βουλή, κυβέρνηση, χωρίς δηλαδή το κράτος χωρίς την πολιτική.
Επειδή δεν θα μπορούσαν οι ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις να επιβάλουν τις «τέσσερις ελευθερίες» να ασκούν τις πιέσεις και τους εκβιασμούς τους, να απειλούν και να επεμβαίνουν στρατιωτικά χωρίς τανκς, αεροπλάνα, πυραύλους, αεροπλανοφόρα, δυνάμεις ταχείας αντίδρασης, χωρίς το συγκροτημένο και μάλιστα σε τερατώδη πλέον κλίμακα ιμπεριαλιστικό κράτος. Βεβαίως, όπως έχει κιόλας αναφερθεί, υπάρχουν κράτη και «κράτη». Αυτό είναι που μάλλον τους «μπερδεύει». Επειδή αν κάνουν αυτή την διάκριση (που εμπεριέχει και σειρά απαντήσεων) θα πρέπει και να την ονομάσουν, να την χαρακτηρίσουν. Να χρησιμοποιήσουν δηλαδή την «απαγορευμένη» λέξη ιμπεριαλισμός.
Τέλος και όσον αφορά τις αναφορές του Κώστα Δουζινά στο ζήτημα της ΕΕ, της δημοκρατίας και της αναδημιουργίας στη σύγχρονη μορφή της στην Ελλάδα από το «πλήθος» θα αναφερθώ σε άλλο κεφάλαιο.

Η άρνηση της πραγματικότητας

Αν δούμε το σύνολο των απόψεων που παρατίθενται σ’ αυτό το κεφάλαιο (και όχι μόνο σ’ αυτό) θα παρατηρήσουμε ότι οι απόψεις τους περιστρέφονται γύρω από ορισμένα σχήματα θεώρησης.
Την λεγόμενη «παγκοσμιοποίηση» απέναντι στις δυνάμεις της οποίας υποχωρεί το έθνος-κράτος.
Τον ρόλο που έχουν οι λεγόμενες αγορές, τα μονοπώλια, οι Τράπεζες, το χρηματιστικό κεφάλαιο και οι διεθνείς οργανισμοί και γενικότερα η διαμόρφωση σχέσεων και καταστάσεων που καθιστούν αδύναμες τις απαντήσεις στο εθνικό επίπεδο.
Ιδιαίτερο βάρος δίνεται στον «νεοφιλελευθερισμό» σαν την ιδεολογική (οικονομική) αντίληψη που κυριάρχησε και καθόρισε την πορεία των πραγμάτων και οδήγησε στα αρνητικά φαινόμενα του καιρού μας. Σ’ αυτόν αποδίδεται από άλλους άμεσα και άλλους έμμεσα και η οικονομική κρίση και η κρίση χρέους κ.λπ. Αναφέρονται ακόμα στην υποχώρηση της πολιτικής απέναντι στις αγορές, την υποταγή των κυβερνήσεων στα μονοπώλια, στην ανικανότητα των πολιτικών ηγεσιών που κατά την άποψή τους αποδείχνονται κατώτερες των περιστάσεων.
Όσο για τις απόψεις-προτάσεις διεξόδου αυτές περιστρέφονται γύρω από σχήματα εκλογίκευσης του καπιταλιστικού συστήματος επιστροφής στον Κέινς, ελέγχου των ασύδοτων κερδοσκοπικών τάσεων κ.λπ. με όργανο την αποκατάσταση, ενίσχυση του δημοκρατικού χαρακτήρα του συστήματος. Την αποκατάσταση των δημοκρατικών θεσμών και σχέσεων βλέπουν σαν απάντηση στα ζητήματα που έχουν τεθεί, κι αυτή είναι μια άποψη που την συναντάμε σε όλες τις τοποθετήσεις ανεξαρτήτως των ιδιαιτεροτήτων που έχει η προσέγγιση του καθενός σε άλλα ζητήματα.
Από τη μεριά μου θα ήθελα κατ’ αρχάς να σταθώ σε ορισμένες βασικές ιδέες που διατρέχουν αναδείχνονται και χαρακτηρίζουν το σύνολο των αντιλήψεων που εκτίθενται. Στα ζητήματα της «παγκοσμιοποίησης», του νεοφιλελευθερισμού, του «νεωτερικού καπιταλισμού» και το ζήτημα της δημοκρατίας.
Θεωρώ ότι ο τρόπος, η λογική με την οποία αντιμετωπίζονται αυτά τα ζητήματα καθρεφτίζει και συμπυκνώνει μια ορισμένη θεώρηση της πραγματικότητας, του κόσμου που ζούμε, των προβλημάτων που τον χαρακτηρίζουν, των λύσεων που μπορούν και πρέπει να δοθούν.
Με βάση αυτά αναδείχνεται ένα συνολικό σχήμα θεώρησης. Ο κόσμος (που καθόλου συμπτωματικά στη σκέψη των περισσότερων ταυτίζεται με τις αναπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες) κινούνται στη βάση αυτού που χαρακτηρίστηκε ως «νεωτερικός καπιταλισμός». Δηλαδή μια ανοιχτή δημοκρατική κοινωνία με το κοινωνικό κράτος, τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές διασφαλίσεις των πολιτών κ.λπ. Η παγκοσμιοποίηση διαμόρφωσε ένα έδαφος όπου τέθηκαν υπό κρίσιν (θετικά ή αρνητικά) σειρά σχέσεων και θεσμών. Η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία κυριαρχώντας στους ηγετικούς κύκλους αυτού του κόσμου και πατώντας σ’ αυτό το έδαφος πριόνισε τα ερείσματα του νεωτερικού καπιταλισμού, εξέτρεψε την παγκοσμιοποίηση από τις θετικές στις αρνητικές των κατευθύνσεων που εμπεριείχε και οδήγησε τον κόσμο σ’ όλα αυτά που βιώνουμε. Την κρίση, το χρέος, την ασυδοσία των αγορών, την απαξίωση της πολιτικής, την υποχώρηση, το έλλειμμα δημοκρατίας.
Αυτό που έχουμε με όλα αυτά τα θεωρήματα, ιδεολογήματα και σχήματα θεώρησης του κόσμου είναι στην ουσία μια άρνηση αντιμετώπισης της πραγματικότητας που βιώνουμε. Και για να είμαστε συγκεκριμένοι του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος που κυριαρχεί στον κόσμο και διαμορφώνει την πραγματικότητά του.
Πιο συγκεκριμένα, η εμμονή στο να αποδίδουν τα δεινά του σύγχρονου κόσμου στο ότι απλώς επικράτησε η ιδεολογική οικονομική αντίληψη του νεοφιλελευθερισμού στους ηγετικούς κύκλους, δεν είναι παρά μια έκφραση άρνησης της φύσης και του χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος.
Επειδή η πορεία του καπιταλισμού παντού και πάντα δεν καθορίζεται (και δεν καθορίστηκε εν προκειμένω) από την α ή β οικονομική θεωρία. Καθορίζεται από τα βασικά του χαρακτηριστικά, τις τάσεις, τις ροπές, τις δυναμικές που αναπτύσσονται με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά, τις οικονομικές και πολιτικές δυνάμεις, φορείς αυτών των τάσεων και στα πλαίσια των συσχετισμών που διαμορφώνονται.
Η υιοθέτηση και επιμονή στο θεώρημα της «παγκοσμιοποίησης» δεν εκφράζει παρά την άρνησή τους να δουν και να αντιμετωπίσουν την ιμπεριαλιστική διάσταση του καπιταλιστικού συστήματος. Το ότι ένα τέτοιο έλλειμμα κάνει αδύνατη την ουσιαστική προσέγγιση και ερμηνεία των τεκταινόμενων δεν δείχνει να τους απασχολεί ιδιαίτερα. Είναι μάλιστα χαρακτηριστικό ότι ακόμα και η λέξη ιμπεριαλισμός απουσιάζει παντελώς από το λεξιλόγιό τους σαν να είναι απαγορευμένη. (ή μήπως είναι;)
Η άποψή τους ότι η μορφή που πήρε ο καπιταλισμός μεταπολεμικά στις αναπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες αποτελούσε έκφραση του «νεωτερικού καπιταλισμού» δηλαδή χαρακτηριστικών που ανέπτυξε το σύστημα εξελισσόμενο «αφ εαυτού του». Μια προσέγγιση που αποτελεί άρνηση της ιστορίας ειδικότερα της ιστορίας της ταξικής πάλης και του ρόλου που είχε αυτή στην διαμόρφωση των χαρακτηριστικών του κόσμου.
Αυτές οι εκφράσεις άρνησης της πραγματικότητας συντίθενται στην αναγωγή του όλου προβλήματος σε ζήτημα δημοκρατίας που εμφανίζεται τόσο σαν αιτία όσο και σαν αποτέλεσμα (υποχώρηση, ανεπάρκεια δημοκρατικών θεσμών, έλλειμμα δημοκρατίας) και κυρίως σαν το πεδίο όπου μπορεί να διαμορφωθούν όροι αναστροφής της αρνητικής πορείας των πραγμάτων. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στην «πρόκληση της συμφιλίωσης του καπιταλισμού με τη δημοκρατία» η οποία είναι και αντιπροσωπευτική της στάσης τους απέναντι στα πράγματα. Η αντιμετώπιση του καπιταλισμού ως μονόδρομου» στα πλαίσια του οποίου και μόνο μπορούν να αναζητηθούν λύσεις στα προβλήματα που έχουν τεθεί.


Κεφάλαιο Β

Η ακαταμάχητη γοητεία της… «νεωτερικότητας»

Θεμελιώδες ζήτημα αποτελεί το πώς εκτιμώνται οι όροι στη βάση των οποίων καθορίζονται οι εξελίξεις. Γράφει λ.χ. ο Νίκος Παρασκευόπουλος: «Τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα λαμπρό έργο του πολιτισμού της νεωτερικότητας όχι απλώς παραμερίζονται αλλά χάνουν το νόημά τους». Και τι έπαθε, βρε αδερφέ, αυτός ο πολιτισμός, κρυολόγησε;
Το ζήτημα που αναδείχνεται εδώ, και όχι μόνο με αυτήν την τοποθέτηση, είναι περισσότερο από σοβαρό. Καθρεφτίζει μια αντίληψη πάνω στην ιστορική εξέλιξη και την διαμόρφωση των κοινωνικών φαινομένων που δεν χαρακτηρίζει μόνο τον Νίκο Παρασκευόπουλο αλλά το σύνολο σχεδόν της διανόησης αυτού του φάσματος.
Θα έλεγα μάλιστα πως αποτελεί κεντρικό συστατικό στοιχείο του πυρήνα των αντιλήψεών τους που καθορίζει την οπτική τους στο σύνολο των ζητημάτων. Κοινωνικά φαινόμενα και ανατροπές τέτοιων ιστορικών διαστάσεων είτε αυτό αφορά την κατάκτηση, καθιέρωση αυτών των δικαιωμάτων είτε την αναίρεσή τους δεν συμβαίνουν ως έτυχε, αλλά συντελούνται με έναν και μόνο ορισμένο τρόπο.
Αποτελούν έκφραση και προϊόν συγκρούσεων ανάμεσα σε κοινωνικές, πολιτικές δυνάμεις, καθορίζονται από την έκβαση της ταξικής πάλης και τους συσχετισμούς που αυτή διαμορφώνει στην κοινωνία. Το να ξοφλάει κανείς μ’ ένα τέτοιο ζήτημα με κομψές διατυπώσεις τύπου «νεωτερικού πολιτισμού» δεν αποτελεί τίποτε άλλο από υποκατάσταση της πραγματικότητας από ένα ιδεολόγημα.
Ανάλογου χαρακτήρα αναφορές που άμεσα ή έμμεσα θέτουν το ίδιο ζήτημα, υπάρχουν και σε άλλες τοποθετήσεις εκφράζοντας μια ορισμένη αντίληψη πάνω στην ιστορία και την κίνησή της.
Γράφει λ.χ. ο Γιώργος Σταθάκης: «Οι κοινωνίες σε περιόδους κρίσης χρειάζονται την επαναφορά της πολιτικής. Θέλουν το κράτος να επαναδιατάξει το κοινωνικό σύστημα, να σχηματίσει βιώσιμες κοινωνικές συμμαχίες και να ανοίξει νέους πολιτικούς δρόμους. Αυτό έγινε με το Νιου Ντηλ στην Αμερική την δεκαετία του ’30 αυτό έγινε μεταπολεμικά στην Ευρώπη, αυτό χρειάζεται και σήμερα. Όσο συντομότερα, τόσο καλύτερα». Ας σημειωθεί πως οι αναφορές στο Νιου Ντηλ και την αναγκαιότητα επιστροφής στις οικονομικές αντιλήψεις του Κεϊνς αποτελούν κοινό τόπο όλων τους. Ένα ανάλογο ιστορικού χαρακτήρα ζήτημα θέτει και ο Αρις Καζάκος. Αναφερόμενος στην συνθήκη των Βερσαλλιών μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο θεωρεί πως με τις αβάσταχτες πολεμικές επανορθώσεις που επέβαλαν οι νικητές στην ηττημένη Γερμανία οδήγησαν στην γέννηση τεράτων (πτώση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, άνοδος του Ναζισμού). «Θυμόμαστε επίσης (συνεχίζει ο Αρις Καζάκος) πως αξιοποιήθηκε η εμπειρία αυτή μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όπου η ηττημένη Γερμανία αντιμετωπίστηκε με τον αντίθετο ακριβώς τρόπο. Όχι μόνο ανεστάλη η πληρωμή των πολεμικών αποζημιώσεων στους νικητές αλλά και έγινε γενναίο «κούρεμα» των χρεών της Γερμανίας».
Η επιλεκτική χρησιμοποίηση των ιστορικών γεγονότων αποτελεί πλέον καθεστώς στην περίοδο που διανύουμε. Ο κύριος στόχος μάλιστα αυτής της αναθεώρησης της ιστορίας δεν βρίσκεται στο «χτες» αλλά στο σήμερα. Οι πολιτικοί στόχοι που προωθούνται παίρνουν «βοήθειες» από μια «ιστορία» ξαναγραμμένη στα μέτρα των σχεδιασμών τους. Το πόσο συνειδητά ή ασυνείδητα γίνεται αυτό από τον καθένα είναι ένα ζήτημα. Ας έχουν ωστόσο υπόψη τους όσοι εμφανίζονται να ανήκουν στον προοδευτικό χώρο, ότι χωρίς την δικής τους «συμβολή» όλα αυτά τα εφευρήματα και οι στρεβλώσεις που προωθεί το σύστημα δεν θα μπορούσαν να «περάσουν» στον λαϊκό κόσμο. Θα είχαν λίγο-πολύ την τύχη που είχαν τα εμέσματα των Γεωργαλάδων ή των σύγχρονων επιγόνων τους Αδώνιδων και λοιπών.
Ας περάσω όμως σε μια τοποθέτηση που αγγίζει και πλευρές που συνήθως αποφεύγουν όσοι αναφέρονται σ’ αυτά τα ζητήματα. Τα ερωτήματα είναι πως αν με τον τρόπο που τα θέτει, τα φωτίζει ή τροφοδοτεί την σύγχυση. Αναφέρομαι στην τοποθέτηση του Αντώνη Λιάκου ο οποίος μιλώντας για την «μεταπολεμική Ευρωπαϊκή δημοκρατία» αναφέρεται σ’ αυτήν σαν «μια μεγάλη κατάκτηση του πολιτισμού τόσο σε σχέση με προηγούμενες φάσεις της ευρωπαϊκής ιστορίας όσο και σε σύγκριση με την ανελευθερία και τα αυταρχικά καθεστώτα στις τότε κομμουνιστικές χώρες και στον λεγόμενο τρίτο κόσμο. Αλλά αυτή η μεταπολεμική ευρωπαϊκή δημοκρατία ήταν δυνατή για τρεις κυρίως λόγους. Ο ένας ήταν ότι βασιζόταν στην οικονομική ανάπτυξη. Ο δεύτερος ήταν ότι επωφελούνταν από την σχετικά φθηνή ενέργεια χάρη στην ηγεμονική θέση της Δύσης έναντι του υπόλοιπου κόσμου. Ο τρίτος ήταν ότι το αντίπαλο δέος του κομμουνισμού εξασφάλιζε έναν συμβιβασμό ανάμεσα στον καπιταλισμό και την δημοκρατία στις αγορές και την πολιτική. Ο καπιταλισμός δηλαδή είχε αποδεχτεί την ηγεμονία της πολιτικής». Με ανάλογο τρόπο αναφέρεται και στο γιατί και πώς ανατράπηκαν όλα αυτά εστιάζοντας στην αναίρεση αυτών των τριών στοιχείων. Ταυτόχρονα συνεχίζει με απόψεις και εκτιμήσεις που περισσότερο συνδέονται με το ζήτημα της «παγκοσμιοποίησης» και όπου διαφαίνεται πληρέστερα και ολοκληρωμένα το συνολικό περιεχόμενο και η ουσία των απόψεών του. Σκοπεύοντας να αναφερθώ σ’ αυτές στο αντίστοιχο κεφάλαιο περιορίζομαι σε μια και μόνη παρατήρηση.
Κατά την άποψή μου τόσο η διαμόρφωση της «ευρωπαϊκής μεταπολεμικής δημοκρατίας» αυτής της «μεγάλης κατάκτησης του πολιτισμού» όσο και η αναίρεσή της, συνδέονται άμεσα και καθοριστικά με το «τρίτο στοιχείο». Αυτό της «απειλής». Ο τρόπος που αντιμετωπίζει το όλο ζήτημα ο Αντώνης Λιάκος περισσότερο στοχεύει στο να υποβαθμίσει την σημασία του παρά να το αναδείξει. Αλλά θα επανέλθω σ’ αυτές.
Εδώ βρίσκεται άλλωστε το ζήτημα. Στην προσπάθεια υποβάθμισης αυτού που υπήρξε ο κύριος παράγοντας των εξελίξεων. Δεν είναι μάλιστα καθόλου συμπτωματικό το ότι η συντριπτική πλειοψηφία των τοποθετούμενων φροντίζει να το προσπερνά, να το «αγνοεί» ως να μην υπήρξε. Ακριβώς για να μπορούν να οδηγηθούν και να αναδείξουν μια ορισμένη άποψη. Όπως λ.χ. ο Μιχάλης Σπουρδαλάκης που αφού αναφέρει πως «η αφορμή αυτής της κατάστασης είναι η δημοσιονομική και οικονομική κρίση που έχουν μετατρέψει τις αγορές σε μοναδική πηγή εξουσίας» φροντίζει να βάλει τα πράγματα στη θέση τους μην τυχόν και η σκέψη κάποιων πάρει άλλους δρόμους. «Όμως πρέπει να παραδεχτούμε ότι το δημοκρατικό πολίτευμα πάντα έβρισκε τον τρόπο να εξασφαλίζει -μέσα από σειρά πολιτικών και διοικητικών πρωτοβουλιών- μέσα από σειρά πολιτικών και διοικητικών πρωτοβουλιών και συμβιβασμών- τους όρους κεφαλαϊκής συσσώρευσης και κοινωνικής ευημερίας». Μην ανησυχείτε λοιπόν και κυρίως μην εξεγείρεστε μια και το ίδιο μπορεί να συμβεί και στην περίοδο που διανύουμε. Τώρα αν στο μεταξύ κάποια εκατομμύρια ανθρώπων εξαθλιωθούν, σακατευτούν ή και πεθάνουν, τι να κάνουμε; Η «κεφαλαϊκή συσσώρευση» έχει και τις παράπλευρές(;) απώλειές της.

Η πραγματική ιστορία και πώς αυτή έχει

Εκείνα που μπορούν να καταδείξουν το νόημα αυτών των αναφορών και το τι έρχονται να υπηρετήσουν είναι κατ’ αρχάς τα πραγματικά γεγονότα. Η πραγματική ιστορία έτσι όπως αυτή συνέβη και πιο συγκεκριμένα η ιστορία της ταξικής πάλης στον αιώνα που μας πέρασε. Και είναι ακριβώς αυτό το τελευταίο που χρειάζεται να συσκοτισθεί και όχι τόσο για το «χτες» αλλά κυρίως επειδή στο πεδίο της ταξικής πάλης και μόνο μπορούν να διαμορφωθούν οι όροι των απαντήσεων στα ζητήματα του σήμερα. Μια σύντομη ματιά στις εξελίξεις του πρώτου μισού του 20ου αιώνα μας δείχνει πολύ συγκεκριμένα ορισμένα πράγματα.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση του 1917 αποτέλεσε μια τομή στην παγκόσμια ιστορία. Για πρώτη φορά τέθηκε υπό αίρεση και με τέτοιο καταλυτικό τρόπο η κυριαρχία των αφεντάδων του κόσμου και πιο συγκεκριμένα του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος. Η άμεση αντίδραση των δυνάμεων του συστήματος ήταν οι προσπάθειες να συντρίψουν αυτή την πρωτοφανέρωτη απειλή στη γέννησή της. Με την στρατιωτική επέμβαση στην επαναστατημένη Ρωσία, την περικύκλωση, τον αποκλεισμό, τη δημιουργία όρων ασφυξίας για το νέο καθεστώς. Ταυτόχρονα με την εξαπόλυση κυμάτων βίαιης καταστολής του εργατικού λαϊκού κινήματος στις χώρες τους ώστε να θωρακιστούν απέναντι σε μια εξέλιξη που θα μπορούσε να «μολύνει» τον χώρο κυριαρχίας τους. Δεν είναι άλλωστε καθόλου τυχαίο ότι την ίδια περίοδο είχαμε την άνοδο των φασιστικών τάσεων και δυνάμεων σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες και όχι μόνο σε Ιταλία, Γερμανία, πράγμα που συστηματικά αποσιωπάται.
Ήταν η «ενστικτώδης» αντίδραση ενός συστήματος που δεν είχε συνηθίσει να αμφισβητούν την κυριαρχία του και μάλιστα σε τέτοια κλίμακα και το οδήγησε στο να αναζητήσει στήριξη στις πιο αντιδραστικές του δυνάμεις. Όσο για τον Κέινς, την περίοδο εκείνη δεν ήταν παρά ένας ακόμη από την πλειάδα των οικονομολόγων που διατύπωναν τις απόψεις τους. Αν θεωρήσουμε ότι οι απόψεις του εξέφραζαν τις τάσεις του συστήματος που αναζητούσαν απαντήσεις σε μια άλλη κατεύθυνση, έπρεπε να κυλήσει αρκετό νερό στο αυλάκι πριν υιοθετηθούν (και όχι χωρίς σοβαρές αντιδράσεις) από ηγετικές δυνάμεις του συστήματος στις ΗΠΑ. Να καταδειχτεί και ιδιαίτερα μετά το κραχ το 1922 ότι η ακολουθούμενη έως τότε πολιτική όχι μόνο δεν μπορούσε να απαντήσει στα προβλήματα αλλά και τα όξυνε ενώ ταυτόχρονα μεγέθυνε την «απειλή». Και εκείνο που χρειάζεται να σημειωθεί είναι ότι το Νιου Ντηλ μερική και μόνο έδωσε απάντηση στο ζήτημα. Κατά γενική σχεδόν παραδοχή, η υπερανάπτυξη που εμφάνισαν στην πορεία οι ΗΠΑ περισσότερο οφειλόταν στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Στον «οικονομικό» (εκτός του στρατιωτικού) ρόλο που είχαν σ’ αυτόν με βάση την βιομηχανική τους υποδομή, αλλά και την γεωγραφική τους θέση που διασφάλιζε το απυρόβλητο του εδάφους τους.
Όσον αφορά την Γερμανία, ολοκάθαρη ήταν η σύνδεση της ανόδου του φασισμού (όπως άλλωστε και στην Ιταλία που προηγήθηκε) με την αντιμετώπιση του «κομμουνιστικού κινδύνου». Ούτε είναι άλλωστε τυχαίο ότι επέλεξαν να προσθέσουν στον τίτλο του κόμματός τους το όνομα «σοσιαλιστικό» (εθνικοσοσιαλιστικό). Ακριβώς για να μπορέσουν να διεισδύσουν στην εργατική τάξη, ειδικότερα στα εκατομμύρια των ανέργων που υπήρχαν τότε στην Γερμανία και να φράξουν τον δρόμο στην επιρροή του Κομμουνιστικού Κόμματος.
Δεν θα αγνοήσουμε βέβαια και την άλλη πλευρά του ζητήματος. Το στρίμωγμα της Γερμανίας από την συνθήκη των Βερσαλλιών και τις περιπέτειες της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης. Αυτά που ενίσχυσαν τις τάσεις ρεβάνς του γερμανικού ιμπεριαλισμού και αποτέλεσαν το άλλο σκέλος του ναζισμού (εθνικο-σοσιαλιστικό κόμμα). Και εδώ ωστόσο πρέπει να υπενθυμίσουμε δύο πράγματα. Πρώτο ότι η άνοδος του Ναζισμού στην εξουσία δεν θα μπορούσε να πραγματοποιηθεί χωρίς την υποστήριξη του γερμανικού κεφαλαίου. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Χίτλερ φυλακίστηκε στις αρχές της δεκαετίας του 1920 για να αποφυλακιστεί μετά από ένα διάστημα καθώς το γερμανικό κεφάλαιο επέλεξε να ποντάρει στον ναζισμό σαν την πολιτική δύναμη που θα ξανάβαζε τον γερμανικό ιμπεριαλισμό στο «παιχνίδι».
Δεύτερο, ο επανεξοπλισμός και της χιτλερικής πλέον Γερμανίας δεν θα μπορούσε να προχωρήσει χωρίς την «ανοχή» ή και την υποστήριξη από τις δυτικές αστικές «δημοκρατίες». Αυτές που ευελπιστούσαν ότι οι «λεβέντες Ναζίδες» όχι μόνο δεν θα φράζαν τον δρόμο στον κομμουνισμό αλλά και ενισχυόμενοι θα μπορούσαν να συντρίψουν στρατιωτικά την Σοβιετική Ένωση. Και είναι στη βάση αυτών των επιλογών και ιεραρχήσεων η επαίσχυντη στάση τους στον ισπανικό εμφύλιο και το αίσχος του Μονάχου που ενθάρρυναν την επιθετικότητα του Χίτλερ.
Ακόμη πιο καθαρά εμφανίζεται το ζήτημα σε σχέση με το πώς αντιμετωπίστηκε η Γερμανία μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δεν είναι μόνο ανυπόστατο, αλλά είναι και απλώς αστείο (και ταυτόχρονα αποπροσανατολιστικό) το να λέγεται ότι παρακάμφθηκε το ζήτημα των αποζημιώσεων και «κουρεύτηκε» το γερμανικό χρέος στη βάση τάχα άλλων (σε σχέση με τις αποφάσεις των Βερσαλλιών) οικονομικών αντιλήψεων. Η ιστορική αλήθεια, παρότι θάβεται συστηματικά, δεν σημαίνει ότι δεν …υπάρχει κιόλας. Εδώ και πάλι χρειάζεται να υπενθυμίσουμε κάποια πράγματα. Στη διάρκεια του πολέμου και ενόσω η Γερμανία θεωρούνταν σαν ο κύριος αντίπαλος, στους σχεδιασμούς των ΗΠΑ προβλεπόταν η ολοκληρωτική καταστροφή της Γερμανίας (σχέδιο Μόργκενταου) αλλά και της Ιαπωνίας (κύριος αντίπαλος στον έλεγχο του Ειρηνικού και της ΝΑ Ασίας). Αυτό το νόημα είχαν άλλωστε οι μαζικοί, ισοπεδωτικοί βομβαρδισμοί ακόμη και πόλεων που δεν αποτελούσαν στρατιωτικό στόχο. Της «επιστροφής» τους, όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε εξ επισήμων χειλέων, «στην λίθινη εποχή»!
Αυτό που άλλαξε τους προσανατολισμούς και τις ιεραρχήσεις (με αφετηρία την εποποιία του Στάλινγκραντ) ήταν η διαπίστωση ότι η Σοβιετική Ένωση και συνολικά το εργατικό επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα έβγαιναν εξαιρετικά ενισχυμένα μέσα από τον πόλεμο. Αυτή η πραγματικότητα ήταν που οδήγησε στην αναστροφή των συμμαχιών (που οραματιζόταν ο Χίτλερ αλλά δεν «πρόκανε») και στην απόφαση των ιμπεριαλιστών της Δύσης (βασικά των ΗΠΑ) να ενταχθεί η (δυτική τότε) Γερμανία στο μπλοκ των δυνάμεων «ανάσχεσης του κομμουνισμού». Η απαλλαγή από το άχθος των πολεμικών αποζημιώσεων και επιπλέον η μεγάλη οικονομική της ενίσχυση ήταν απλώς η αυτονόητη συνέπεια μιας τέτοιας πολιτικής επιλογής. Όλα τα άλλα είναι απλώς του αέρος.

«Νεωτερικότητα» ή «Ανάσχεση»

Όπως και στην περίπτωση της Γερμανίας έτσι και στο συνολικότερο οι απαντήσεις βρίσκονται στα πραγματικά ιστορικά δεδομένα.
Πιο συγκεκριμένα στο ζήτημα με το οποίο βρέθηκε αντιμέτωπο το καπιταλιστικό ιμπεριαλιστικό σύστημα αμέσως μετά τον πόλεμο.
Η Σοβιετική Ένωση παρ’ όλες τις καταστροφές που είχε υποστεί όχι μόνο δεν είχε διαλυθεί ή αποδυναμωθεί, αλλά έβγαινε από τον πόλεμο εξαιρετικά ενισχυμένη.
Σε σειρά ευρωπαϊκών χωρών εγκαθιδρύονταν λαϊκοδημοκρατικά καθεστώτα με σοσιαλιστικό προσανατολισμό. Οι επαναστατικές δυνάμεις στην Κίνα προχωρούσαν ακάθεκτες προς τη νίκη, ενώ ανάλογες εξελίξεις συντελούνταν στο Βιετνάμ, την Κορέα και αλλού.
Το εργατικό επαναστατικό λαϊκό κίνημα ενισχυμένο και ατσαλωμένο στους αγώνες της αντίστασης, προωθούσε αποφασιστικά τις διεκδικήσεις του, θέτοντας έως και ζήτημα εξουσίας και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Το εθνικό απελευθερωτικό κίνημα σ’ όλο τον κόσμο εμπνεόμενο από τους αγώνες και τις νίκες του εργατικού κομμουνιστικού κινήματος έσπαζε τις αλυσίδες της αποικιοκρατίας.
Αντίθετα, οι ευρωπαϊκές καπιταλιστικές χώρες έβγαιναν από τον πόλεμο εξαιρετικά αποδυναμωμένες, ακόμη και οι ισχυρότερες από αυτές και νικήτριες στον πόλεμο Αγγλία και Γαλλία.
Σε πολλές ευρωπαϊκές μεταπολεμικές κυβερνήσεις συμμετείχαν οι κομμουνιστές, ενώ σε ορισμένες χώρες (Ελλάδα, Ιταλία και σ’ ένα βαθμό και Γαλλία) έμπαινε και ζήτημα εξουσίας. Ακόμη και στην Αγγλία, η εκλογική ήττα του «πατέρα της νίκης», Τσόρτσιλ, σηματοδοτούσε την στροφή που συντελούνταν στον κόσμο.
Το καπιταλιστικό ιμπεριαλιστικό σύστημα ένιωσε να απειλείται η κυριαρχία του, η ίδια του η ύπαρξη. Έτσι, με επικεφαλής την ισχυρότερη και αλώβητη από τις καταστροφές του πολέμου δύναμη των ΗΠΑ αντέδρασε άμεσα και αποφασιστικά με επιστράτευση όλων των δυνατοτήτων και δυνάμεών του. Πολιτικών, οικονομικών, στρατιωτικών.
Το δόγμα Τρούμαν αποτέλεσε την πολιτική πλατφόρμα αντιμετώπισης του ζητήματος με αιχμή την γραμμή «ανάσχεσης της κομμουνιστικής επέκτασης». Με βάση αυτήν οργανώθηκε η στρατιωτική επέμβαση στην Ελλάδα. Η απειλή στρατιωτικής επέμβασης στην Ιταλία που καθόρισε το εκλογικό αποτέλεσμα το 1948. Οι πιέσεις και οι εκβιασμοί για αποβολή των κομμουνιστών από τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στις οποίες μετείχαν.
Η κρίση του Βερολίνου και η δημιουργία του κράτους της Δυτικής Γερμανίας.
Το σχέδιο Μάρσαλ αποτέλεσε την οικονομική πλευρά του δόγματος Τρούμαν. Μέσω αυτού ενισχύθηκαν οικονομικά (από τις ΗΠΑ) οι καπιταλιστικές δυνάμεις στην Ευρώπη και ανασυστάθηκαν οι μηχανισμοί τους. Η εγκατάσταση αμερικανικών βάσεων και στρατιωτικών δυνάμεων στην Ευρώπη και στη συνέχεια η δημιουργία του ΝΑΤΟ αποτέλεσαν τον στρατιωτικό βραχίονα αυτής της στρατηγικής.
Ωστόσο όλα αυτά ενώ κάλυπταν τα άμεσα προβλήματα που είχαν τεθεί, δεν επαρκούσαν για την αντιμετώπιση του όλου ζητήματος με το οποίο βρισκόταν αντιμέτωπο το καπιταλιστικό ιμπεριαλιστικό σύστημα. Δεν μπορούσε πλέον να κυριαρχεί με τον «παλιό» τρόπο, δεν μπορούσε πλέον να διασφαλίσει και να σταθεροποιήσει την κυριαρχία του σε βάθος χρόνου στις ίδιες τις καπιταλιστικές μητροπόλεις. Οι καπιταλιστικές χώρες δεν μπορούσαν πλέον να συνεχίσουν να λειτουργούν με τους προηγούμενους όρους. Οι ιθύνοντές τους δεν μπορούσαν να δώσουν πειστικές απαντήσεις στους λαούς τους για το πώς γίνεται στις κατά πολύ φτωχότερες και με χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης σοσιαλιστικές χώρες, να προωθούνται αλλαγές που δεν γίνονταν στις κατά πολύ πλουσιότερες και αναπτυγμένες οικονομικά καπιταλιστικές χώρες. Η κατοχύρωση του δικαιώματος στη δουλειά για όλους. Το οκτάωρο-εφτάωρο και το εξάωρο-πεντάωρο για τις βαριές δουλειές. Η πλήρης καθολική και δωρεάν περίθαλψη, ασφάλιση, παιδεία για όλο τον λαό και σειρά άλλων ρυθμίσεων παρόμοιου χαρακτήρα. Πολύ περισσότερο όταν απέναντί τους είχαν ένα συγκροτημένο εργατικό επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα που προωθούσε αυτές τις διεκδικήσεις με την πλατιά απήχηση στις ευρύτερες λαϊκές μάζες αυξάνοντας έτσι την επιρροή του με όλους τους κινδύνους που δημιουργούσε μια τέτοια εξέλιξη για το σύστημα.
Αυτά ήταν που ανάγκασαν τις δυνάμεις του συστήματος να προχωρήσουν σε έναν συνολικό αναπροσανατολισμό της στρατηγικής τους. Αυτά ήταν που οδήγησαν τον ίδιο τον Τσόρτσιλ να δηλώσει πως «πρέπει να μιμηθούμε το σοβιετικό σύστημα υγείας» κ.λπ. Σ’ αυτή την βάση προχώρησαν σε μια πολιτική διεύρυνσης της κοινωνικής βάσης στήριξης του συστήματος με προσπάθειες προσεταιρισμού μεσαίων και μικρομεσαίων στρωμάτων μέσα από παραχωρήσεις στο οικονομικό και κοινωνικό πεδίο. Στην ίδια λογική προχώρησαν σε μερική ικανοποίηση εργατικών λαϊκών διεκδικήσεων σε διάφορα πεδία με στόχο την λείανση των διεκδικητικών αιχμών και ιδιαίτερα την μείωση και ει δυνατόν εξουδετέρωση της επιρροής των κομμουνιστών.
Ανάλογη στόχευση είχαν και τα ανοίγματα και η ανάθεση ρόλων σε ρεφορμιστικές πολιτικές δυνάμεις ώστε να εξουδετερωθούν, ευνουχιστούν οι μαχητικές επαναστατικές διαθέσεις στο λαϊκό κίνημα. Με αυτούς τους όρους οι κεϊνσιανές αντιλήψεις προσέφεραν την οικονομική πολιτική που μπορούσε να υπηρετήσει με λειτουργικό και αποδοτικό τρόπο για το σύστημα αυτές τις κοινωνικές και πολιτικές στοχεύσεις.
Ταυτόχρονα δίνονταν έτσι η διέξοδος στα υπερσυσσωρευμένα αμερικανικά για μια επένδυση με διασφαλισμένη όχι μόνο την οικονομική αλλά και πολιτική, στρατηγική αποδοτικότητα, δηλαδή την επιβολή της αμερικανικής κηδεμονίας στον ευρωπαϊκό χώρο. Αυτός ήταν εντέλει ο «νεωτερικός καπιταλισμός» και αυτοί οι πραγματικοί όροι στη βάση των οποίων διαμορφώθηκε.

Οι διεργασίες στην άλλη πλευρά

Το ερώτημα που τίθεται σε σχέση με αυτά αφορά το γιατί ένα πολύ μεγάλο μέρος της προοδευτικής διανόησης αλλά και πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς υιοθέτησαν αυτό το αστικό ιδεολόγημα και τι τελικά σημαίνει αυτό. Οι εξελίξεις στις καπιταλιστικές χώρες δίνουν μόνο την μια πλευρά της απάντησης, το ένα από τα πεδία όπου διαμορφώθηκαν οι όροι μιας τέτοιας στροφής. Το άλλο και μάλλον το πιο καθοριστικό συνδεόταν με τις εξελίξεις στις σοσιαλιστικές χώρες και την επίδραση που είχαν αυτές συνολικά στο κίνημα και τον κόσμο. Θα είμαι και πάλι αναγκαστικά επιγραμματικός.
Μετά τον πόλεμο και στις αρχές της δεκαετίας του 1950 τέθηκε (βασικά στη Σοβιετική Ένωση) το ζήτημα των δρόμων που έπρεπε να επιλεγούν για το προχώρημα, την ανάπτυξη του σοσιαλισμού. Οι μορφές, τρόποι και δρόμοι που είχαν ακολουθηθεί μέχρι τα τότε είχαν δώσει τα, κατά βάσιν θετικά, αποτελέσματά τους. Δεν επαρκούσαν ωστόσο πλέον για να απαντηθούν τα νέα ζητήματα που είχαν αναδειχθεί και στις νέες συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί.
Στην αντιπαράθεση γραμμών που ακολούθησε επικράτησε (μετά τον θάνατο του Στάλιν) η χρουστσοφική-μπρεζνιεφική κατεύθυνση. Το γιατί και πώς αφορά ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο και όσο με αφορά έχω τοποθετηθεί επανειλημμένα και αναλυτικά. Η ουσία και αυτό που ενδιαφέρει αυτή την συζήτηση. Οι κατευθύνσεις που υιοθετήθηκαν αποδυνάμωναν τα σοσιαλιστικά χαρακτηριστικά της κοινωνίας και ενίσχυαν όλο και περισσότερο σε μια πορεία αστικές τάσεις και προσανατολισμούς.
Από την άλλη μεριά η αντίδραση, οι προσπάθειες των επαναστατών κομμουνιστών δεν κατόρθωναν να δώσουν ολοκληρωμένες απαντήσεις ενώ η πιο προωθημένη, η κορυφαία μορφή που πήρε αυτή η προσπάθεια με τον Μάο και την Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα ηττήθηκε τελικά. Με αυτούς τους όρους άνοιγε όλο και περισσότερο ο δρόμος σε ανατροπές που ενίσχυαν τάσεις και δυνάμεις που οδηγούσαν σε μια ολοκληρωτική παλινόρθωση.
Η μορφή με την οποία εμφανίζονταν, του «δημοκρατικού σοσιαλισμού» τόσο στις -υποτίθεται πλέον- σοσιαλιστικές χώρες όσο και στις καπιταλιστικές από τις εκεί ρεφορμιστικές δυνάμεις απλά συγκάλυπτε αυτό που πραγματικά προωθούνταν. Οι καταρρεύσεις του 1989-1991 και η ολοκλήρωση της παλινόρθωσης αποτέλεσαν την κομβική εξέλιξη που «απελευθέρωσε» όλες τις τάσεις σε Δύση και Ανατολή οδηγώντας στην σύμφυσή τους. Ο σοσιαλισμός είναι μια ουτοπία. Μια άποψη που απάλλαξε τους κάθε λογής ρεφορμιστές από την «υποχρέωση» να αναφέρονται στον σοσιαλισμό και άλλα τέτοια «παρωχημένα». Η μόνη υπαρκτή πραγματικότητα είναι ο καπιταλισμός. Ένας καπιταλισμός μάλιστα που ως «νεωτερικός» (κι ας είχαν ήδη αρχίσει να ανατρέπονται οι όροι που τον μορφοποιούσαν σαν τέτοιο) προσέφεραν στην «αριστερά» τον δρόμο της. Αντί να «παιδεύεται» να βρει δρόμους οικοδόμησης ενός «δημοκρατικού σοσιαλισμού» είχε μπροστά της άμεσα εύκολα γρήγορα κι απλά τον «δημοκρατικό καπιταλισμό». Αυτό ήταν που όριζε πλέον το πεδίο της δράσης της στα πλαίσια ενός καπιταλισμού που έτσι ή αλλιώς αποτελούσε «μονόδρομο».
Το ότι οι εκπρόσωποι του συστήματος θέλουν να «διαγράψουν» και να ξαναγράψουν την ιστορία, δεν σημαίνει ότι αυτή δεν υπήρξε, ότι τα γεγονότα δεν υπήρξαν με έναν μοναδικό και συγκεκριμένο τρόπο.
Όσο για το γιατί αυτοί θέλουν να την «ξεχάσουν» και οι κάθε λογής «προοδευτικοί δεν θέλουν να τους την «θυμίζουμε» θα αναφερθώ αφού δούμε και τις άλλες πλευρές του όλου ζητήματος.


Κεφάλαιο Γ

Εξορκίζοντας τον «νεοφιλελευθερισμό»

Στο σύνολο σχεδόν των δημιολογούντων αυτής της ιδεολογικής περιοχής (τόσο των μετεχόντων στην έρευνα της «Ελευθεροτυπίας» όσο και στους πολύ περισσότερους που δεν ήταν πρακτικά δυνατόν να συμπεριληφθούν σ’ αυτήν) οι αναφορές στον «νεοφιλελευθερισμό» έχουν την τιμητική τους. Σ’ αυτόν λίγο-πολύ αποδίδονται όλα τα δεινά που σήμερα ταλανίζουν την παγκόσμια οικονομία και τον κόσμο ολάκερο.
Ο τρόπος που αντιμετωπίζεται το ζήτημα διαμορφώνει ένα σχήμα θεώρησης.
Ο νεοφιλελευθερισμός εμφανίζεται σαν μια οικονομική θεωρία και αντίληψη που ξεκίνησε από την «Σχολή του Σικάγου» (Τ. Φρίντμαν) στα τέλη της δεκαετίας του 1960-αρχές 1970. Σταδιακά επιβάλει τις απόψεις του στον ακαδημαϊκό χώρο και στους κυρίαρχους κύκλους του κεφαλαίου για να περάσουν από εκεί και να «μεταδοθούν» στις πολιτικές ηγεσίες (αρχικά του αγγλοσαξονικού μπλοκ). Τα think tank του συστήματος αναλαμβάνουν την επεξεργασία τους, την διαμόρφωσή τους σε οικονομικές-πολιτικές κατευθύνσεις και το πλασάρισμά τους στην «κοινή γνώμη». Στην πορεία οι αντιλήψεις αυτές μεταδίδονται στο σύνολο του καπιταλιστικού κόσμου, μέχρι ότου ο «ιός» του νεοφιλελευθερισμού προσβάλει και την θεωρούμενη ως «οχυρό» της άλλης οικονομικής-πολιτικής αντίληψης (του κοινωνικού κράτους κ.λπ.) Ευρώπη. Εκεί είναι το «τέλος». Αυτή η αναίρεση της κεϊνσιανής αντίληψης για την οικονομία σήμαινε ταυτόχρονα και το πριόνισμα του «νεωτερικού καπιταλισμού» με όλα όσα τον συνόδευαν και εκφράζαν. Στην πορεία εξέτρεψε την «παγκοσμιοποίηση» από τον «καλό της» δρόμο και την οδήγησε σε στρεβλή κατεύθυνση. Τα αποτελέσματα ήταν όλα αυτά τα δεινά που έφερε αυτή η εκτροπή. Την ενδυνάμωση των μονοπωλίων και του ρόλου τους, την γιγάντωση του χρηματιστικού κεφαλαίου, την ασύδοτη επέκταση της κερδοσκοπίας, την υπερδιόγκωση του παγκόσμιου χρέους, την κυριαρχία των αγορών. Την υποχώρηση της πολιτικής απέναντι στην παγκοσμιοποιημένη δύναμη των αγορών πρόβλημα που επιτείνεται από την «ανικανότητα» των πολιτικών ηγεσιών. Όλα αυτά που ταυτόχρονα αποτελούν και εμπόδια στην αντιμετώπιση της κρίσης. (Η οποία όταν δεν αντιμετωπίζεται ως περίπου αντικειμενικό γεγονός, αποδίδεται κατά κύριο λόγο σ’ αυτές τις εκτροπές ή και τα δύο). Συνολικά με την επικράτηση του νεοφιλελευθερισμού είχαμε όλες αυτές τις αρνητικές εξελίξεις που τελικά διαμορφώνουν και ένα πρόβλημα δημοκρατίας.

Ο κόσμος ανάποδα

Ο κόσμος με το κεφάλι κάτω. Η αντιστροφή της σχέσης ανάμεσα στην πραγματικότητα και τις θεωρητικές μορφές που την καταγράφουν την «ανασυνθέτουν» στο πεδίο των ιδεών, την εκφράζουν. Που μπορεί να αντεπιδρούν σ’ αυτήν προς την μια ή την άλλη κατεύθυνση αλλά πάντα υποκείμενες στην «δικτατορία» αυτής της πραγματικότητας. Αυτή η αναστροφή ούτε απλώς λαθεμένη είναι ούτε τόσο «αθώα». Υπηρετεί ορισμένες σκοπιμότητες. Όπως ήδη αναφέρθηκε, την άρνηση να αντιμετωπιστεί το καπιταλιστικό σύστημα όπως ακριβώς είναι. Την άρνηση της ιστορίας, την άρνηση της ταξικής πάλης και του ρόλου της σ’ αυτή την ιστορική εξέλιξη.
Για το καπιταλιστικό σύστημα, το ζήτημα δεν είναι (δεν ήταν ποτέ κι ούτε θα είναι) η εφαρμογή της α ή β θεωρίας. Ήταν και παραμένει η αναπαραγωγή του ως συστήματος και ειδικότερα στη βάση της διευρυνόμενης αναπαραγωγής του (πραγματικού) κεφαλαίου.
Κεντρική, βασική τάση η επιδίωξη του άμεσου, μέγιστου δυνατού κέρδους. Αυτή η δύναμη, αυτή και η αδυναμία του. Είναι δύναμή του επειδή αυτή το κινεί και ταυτόχρονα η αδυναμία του επειδή στα επίπεδα παροξυσμού που φθάνει αυτή η επιδίωξη αποτελεί βασικό παράγοντα στην δημιουργία όρων κρίσης.
Για τον ίδιο λόγο η λειτουργία του καπιταλισμού χαρακτηρίζεται από την διαρκή αναζήτηση, διεύρυνση, διαμόρφωση πηγών, δρόμων και όρων κερδοφορίας.

Οι συναρτήσεις του προβλήματος

Αυτά τα χαρακτηριστικά, οι τάσεις και ροπές δεν εμφανίστηκαν με τον νεοφιλελευθερισμό. Είναι σύμφυτες με την ίδια την ύπαρξη και την λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος από τότε που αυτός έκανε την εμφάνισή του στο προσκήνιο της ιστορίας. Εκείνο που κατά καιρούς ή περιπτώσεις διαφοροποιείται είναι οι μορφές, οι τρόποι, η κλίμακα, η ένταση, η ιεράρχηση ενεργοποίησής του. Αυτό υπόκειται σε δύο βασικά συναρτήσεις. Την οικονομική και την κοινωνική-πολιτική. Η οικονομική συνδέεται με το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, τις συνθήκες της αγοράς, τις διακυμάνσεις της κερδοφορίας, άλλα προβλήματα αυτού του πεδίου κ.λπ. Και εννοείται στη συνάρτησή τους με τα κοινωνικά, πολιτικά ζητήματα και αντιδράσεις που εγείρει η μια ή η άλλη επιλογή. Το γεγονός λ.χ. ότι ο αγροτικός χώρος συνδεόταν με τον καπιταλιστικό «κορμό» μιας χώρας σε εμπορευματική κυρίως βάση σχετίζεται κατ’ αρχάς με το επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Από την ώρα που η ανάπτυξη αυτών των δυνάμεων επιτρέπει το πέρασμα της αγροτικής παραγωγής σε καθαρά καπιταλιστική βάση, αναδείχνεται στην πρώτη γραμμή το κοινωνικό-ταξικό πολιτικό ζήτημα. Το αν δηλαδή θα συρρικνωθεί η αγροτιά και με ποιους όρους, θα κριθεί σε βάση αντιπαράθεσης και συσχετισμών (που κατά κανόνα και ιδιαίτερα από τότε που υποχώρησε η «απειλή», το κεφάλαιο επιβάλει τις επιλογές του).
Παρουσιάζει κάποιες αναλογίες αλλά έχει και τις δικές του ιδιαιτερότητες το ζήτημα των δημόσιων επιχειρήσεων (ΔΕΗ, Ύδρευση, Τηλεπικοινωνίες, συγκοινωνίες κ.λπ.). Όλες αυτές έχουν πάντα ένα μεγάλο κόστος υποδομών, αλλά και προϋποθέτουν ένα διάστημα οικοδόμησης και λειτουργίας μέχρις ότου μπορέσουν να καταστούν αποδοτικές και κερδοφόρες.
Ένα κόστος που κατά κανόνα το κεφάλαιο το «αφήνει» στο κράτος, δηλαδή στην κοινωνία, ένα κόστος που το πληρώνουν οι εργαζόμενες λαϊκές μάζες. Από εκεί και πέρα, και πάλι ανάλογα τις συνθήκες και τους συσχετισμούς, το κεφάλαιο διεκδικεί αυτές τις επιχειρήσεις, μεταμορφώνοντας δημόσια αγαθά όπως το νερό λ.χ. σε εμπόρευμα.
Σ’ όλες αυτές τις περιπτώσεις που είναι βέβαια πολύ περισσότερες απ’ όσες αναφέρθηκαν και με τις ιδιαιτερότητές της η κάθε μια, εκείνο που κινεί το κεφάλαιο δεν είναι η α ή β θεωρία, αλλά η τάση αναζήτησης του άμεσου μέγιστου δυνατού κέρδους. Τόσο πιο έντονα όσο η ίδια η λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος με τις αντιφάσεις της προκαλεί πτωτικές τάσεις και πιέσεις στην κερδοφορία και τόσο πιο ασυγκράτητα όσο οι ταξικοί, πολιτικοί συσχετισμοί τού το επιτρέπουν. Η τάση αναζήτησης κέρδους στον καπιταλισμό δεν χρειάζεται καμιά θεωρία και κανένα ιδιαίτερο κίνητρο για να υπάρξει ως τέτοια. Βρίσκεται αφ’ εαυτής σε διαρκή εγρήγορση, βλέπει, ακούει, οσμίζεται, διερευνά αναζητώντας νέες πηγές διαμορφώνοντας όρους και διεκδικώντας νέα πεδία κερδοφορίας. Ακόμη και το μοναδικό «όριο» που γνωρίζει, αυτό των κοινωνικών, ταξικών, πολιτικών συσχετισμών, δεν το αντιμετωπίζει ποτέ σαν στατικό και αμετακίνητο. Προσπαθεί διαρκώς να το ανατρέψει, «μετακινήσει» προς όφελός του, αναζητώντας δρόμους κερδοφορίας ακόμη και εκεί που «δεν υπάρχουν», ανατρέποντας σχέσεις, δομές και συσχετισμούς. Απ’ εκεί και πέρα ανοίγει το κεφάλαιο των αντιθέσεων, των αντιπαραθέσεων, των αναμετρήσεων, η έκβαση των οποίων κρίνει το αν πόσο και σε ποια κατεύθυνση θα κινηθούν τα πράγματα.

Όροι «αδράνειας» και δυνάμεις αντίθεσης

Ως προς αυτό μπορούμε να διακρίνουμε δύο κατά βάσιν πεδία και ένα, ας πούμε, «ενδιάμεσο».
Το ένα αφορά τις, ας πούμε, «εσωτερικές σχέσεις» στα πλαίσια των δυνάμεων του συστήματος.
Το «ενδιάμεσο» αφορά κοινωνικές δυνάμεις που ανάλογα τις συνθήκες, μπορούν να εμφανίζονται και ως «σύμμαχες» λιγότερο ή περισσότερο προσωρινές ή σταθερές.
Το δεύτερο, τη σχέση του συστήματος με την εργατική τάξη και τις πλατιές εργαζόμενες λαϊκές μάζες.
Το ζήτημα τίθεται στη βάση του ότι ο τρόπος που λειτουργεί μια κοινωνία για ένα οποιοδήποτε διάστημα διαμορφώνει κάθε φορά συγκεκριμένες σχέσεις, όρους, δομές.
Αντίστοιχα και σε αμφίδρομη σχέση, διαμορφώνονται δυνάμεις (οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές) που πάνω σ’ αυτές τις σχέσεις στηρίζουν την θέση, τον ρόλο, τα συμφέροντά τους. Το προφανές εδώ είναι ότι καμία δύναμη δεν αποδέχεται με ευχαρίστηση ανατροπές που αναιρούν την θέση και τον ρόλο τους και τόσο πιο οξυμένα όσο περισσότερο θίγονται τα συμφέροντά τους. Εδώ βρίσκονται και οι βασικές αιτίες για τις αντιδράσεις δυνάμεων και παραγόντων ενταγμένων στις δομές του συστήματος όπως ιδιαίτερα έντονα εκφράζονται το τελευταίο διάστημα. Την ίδια βάση έχουν και οι αντιδράσεις μεσοστρωμάτων που θίγονται από τις ανατροπές. Ανατροπές στις οποίες προχωράει το σύστημα καθώς δεν νιώθει πλέον την «απειλή» που το εξανάγκαζε να στηρίζεται και σ’ αυτά τα μεσοστρώματα.
Πολύ περισσότερο ισχύει αυτό σε σχέση με την εργατική τάξη και τις ευρύτερες λαϊκές μάζες. Εκεί βρίσκεται το κύριο και αποφασιστικό μέτωπο. Πρώτον επειδή αυτές οι κοινωνικές δυνάμεις θίγονται περισσότερο και πιο βάναυσα από τις ανατροπές που προωθούνται. Δεύτερο επειδή αυτές οι δυνάμεις ήσαν που συγκροτούσαν το μέτωπο της «απειλής» και είναι οι ίδιες που μπορούν σε μια πορεία να το ξανασυγκροτήσουν.
Εδώ σ’ αυτό το πεδίο διεξάγονται οι πιο σκληρές αναμετρήσεις και στο ίδιο αναμένονται οι ακόμα σκληρότερες και αποφασιστικές. Ακριβώς επειδή στην πραγματική ιστορία, όπως δεν ήταν ο «νεωτερικός καπιταλισμός» που έφερε τις οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές κατακτήσεις και δικαιώματα των εργαζομένων, έτσι δεν ήταν και η αλλαγή των «οικονομικών δογμάτων» που τις ανέτρεψε.
Ήταν οι μακροχρόνιοι και πολλές φορές αιματηροί αγώνες της εργατικής τάξης και των λαϊκών μαζών, ήταν η «απειλή» που συνιστούσαν για το σύστημα το συγκροτημένο εργατικό επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα και η ύπαρξη των σοσιαλιστικών χωρών. Και ήταν η παλινόρθωση σ’ αυτές τις χώρες, η υποχώρηση, η ήττα αυτού του κινήματος που επέτρεψε στο σύστημα να περάσει στην επίθεση ανατροπής αυτών των κατακτήσεων.
Για να το θέσω διαφορετικά, όπως ο κεϊνσιανισμός δεν υιοθετήθηκε επειδή «γοήτευσε» ως θεωρία τους παράγοντες του συστήματος αλλά στη βάση κοινωνικών, πολιτικών, «υλικών» όρων, έτσι και ο νεοφιλελευθερισμός δεν επιβλήθηκε επειδή σαγήνευσε τους ίδιους παράγοντες, αλλά στη βάση της ανατροπής των προηγούμενων «υλικών» όρων και διαμόρφωσης νέων και διαφορετικών.

Αφετηρίες και εξέλιξη της επίθεσης

Ας τα δούμε όλα αυτά πιο συγκεκριμένα. Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 και καθώς η πολιτική και οι επιλογές των «30 ενδιάμεσων χρόνων» πιάνουν τα όριά τους εμφανίζονται πτωτικές τάσεις στα ποσοστά κερδοφορίας του κεφαλαίου. Το πρόβλημα επιτείνεται με την πετρελαϊκή κρίση και την άνοδο της τιμής του πετρελαίου. (Μια άνοδος που «ρυμουλκεί» και μια αντίστοιχη άνοδο στις τιμές των πρώτων υλών).
Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι αν η πτωτική τάση εκφράζει μια βασική αντίφαση στην λειτουργία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, η δεύτερη την συνάρτησή του με την ιμπεριαλιστική διάσταση του καπιταλιστικού συστήματος. Η άμεση αντίδραση του κεφαλαίου εκδηλώνεται με τάσεις (και μέτρα) συμπίεσης του εργατικού κόστους.
Ταυτόχρονα με συντονισμένες και έντονες πιέσεις των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στις πετρελαιοπαραγωγές χώρες για έλεγχο των τιμών αλλά και αύξηση της εξόρυξης πετρελαίου. Καθόλου συμπτωματικά η διοργάνωση τον ίδιο χρόνο (1973) από τις ΗΠΑ του αιματηρού πραξικοπήματος στη Χιλή. Ανέτρεψε την κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου αποκαθιστώντας την κυριαρχία των ΗΠΑ. Απέδωσε ξανά τα ορυχεία χαλκού που «είχε το θράσος» να εθνικοποιήσει ο Αλιέντε στα ιμπεριαλιστικά μονοπώλια. Ταυτόχρονα μετέτρεπε την Χιλή σε πειραματόζωο εφαρμογής των νεοφιλελεύθερων συνταγών. Ένα πραξικόπημα που ξεσήκωνε θύελλα αντιδράσεων σε όλο τον κόσμο.
Την ίδια περίοδο ωστόσο συντελέστηκαν ορισμένες εξελίξεις που στην πορεία έμελλε να αποδειχτούν καθοριστικές. Η επίθεση που ξεκίνησε το κεφάλαιο ενάντια στην εργατική τάξη συνάντησε πολύ πιο υποτονικές αντιστάσεις και αντιδράσεις από αυτές που «φοβόταν». Ένα φαινόμενο που συνδεόταν με την κυριαρχία των ρεβιζιονιστικών ρεφορμιστικών δυνάμεων στο εργατικό και γενικότερα στο λαϊκό κίνημα.
Ταυτόχρονα ανέδειξε και ένα ζήτημα κρίσιμης και αποφασιστικής σημασίας. Την οπισθοχώρηση, την αποδυνάμωση του εργατικού λαϊκού κινήματος, τον ιδεολογικό, πολιτικό και οργανωτικό αφοπλισμό του, όπως και την ολοκληρωτική μετάλλαξη των ρεβιζιονιστικών ρεφορμιστικών πολιτικών δυνάμεων. Εξελίξεις που ανέδειχναν την ανατροπή που ήδη συντελούνταν στο πεδίο των ταξικών, πολιτικών συσχετισμών και προδιέγραφαν την προοπτική μιας γενικότερης οπισθοχώρησης και τελικά μιας συνολικής ήττας.
Της ανατροπής που έμελλε να αποτελέσει τον αποφασιστικό παράγοντα για όλα όσα επακολούθησαν, για όλες τις μετέπειτα εξελίξεις μέχρι τα σήμερα. Αυτό το δεδομένο ήταν που έδωσε τη δυνατότητα στις δυνάμεις του συστήματος να κλιμακώνουν συνεχώς την επίθεσή τους, να ξεδιπλώσουν όλη την γκάμα των στοχεύσεων και επιδιώξεών τους, να διευρύνουν διαρκώς τον ορίζοντα αυτής της επίθεσης

Ένα σύντομο ιστορικό

Χάριν συντομίας και μόνο θα διατρέξω σε συντομία ορισμένα βασικά γεγονότα και εξελίξεις που καθόρισαν την πορεία όσων επακολούθησαν.
Σταθμό σ’ αυτή την πορεία αποτέλεσε η επίθεση της Θάτσερ στους Άγγλους ανθρακωρύχους στις αρχές της δεκαετίας του 1980. Η διαμόρφωση και επιβολή ενός καθεστώτος που αποτέλεσε το μοντέλο αναφοράς για το σύνολο των δυνάμεων του συστήματος σ’ όλες τις χώρες.
Καθοριστική σε μια τέτοια κατεύθυνση υπήρξε και η συμβολή της «άλλης» -υποτίθεται- πλευράς.
Η επίθεση του «μεταρρυθμιστή» Γκορμπατσόφ στην εργατική τάξη της Σοβιετικής Ένωσης και του «αναμορφωτή» Τενγκ στην κινεζική εργατική τάξη έδωσαν την ώθηση στη διαμόρφωση ενός αντεργατικού κινήματος παγκόσμιων διαστάσεων.
Ταυτόχρονα και ήδη στη διάρκεια της δεκαετίας του 1980 η κλιμάκωση της επίθεσης είχε αρχίσει να «αγγίζει» και τους μικρομεσαίους καθώς και να διαμορφώνει το κλίμα, να προετοιμάζει το έδαφος για επέκτασή της στα μεσοστρώματα.
Οι καταρρεύσεις των χωρών του ανατολικού μπλοκ και η διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης (1989-1991) σηματοδότησαν την ολοκληρωτική ανατροπή των παγκόσμιων συσχετισμών σε βάρος των λαών και υπέρ των πιο αντιδραστικών και επιθετικών δυνάμεων του συστήματος.
Αυτό ήταν που έδωσε την δυνατότητα στο κεφάλαιο να θέσει ως στόχο την ολοκληρωτική αναδιαμόρφωση των ταξικών σχέσεων σε βάση απόλυτης κυριαρχίας του πάνω στην εργατική τάξη. Ταυτόχρονα και όπως ήδη αναφέρθηκε, την δυνατότητα στις (δυτικές τότε) ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να προχωρήσουν στην εκστρατεία επανακατάκτησης επαναποικιοποίησης του κόσμου.
Στο πεδίο αυτό και με τους όρους που διαμόρφωσαν στον κόσμο αυτές οι ανατροπές συντελέστηκαν σειρά γεγονότων και εξελίξεων μέχρι τα πράγματα να οδηγηθούν στη σημερινή κατάσταση. Η συνέχιση και το βάθεμα της επίθεσης ενάντια στις λαϊκές μάζες και η επέκτασή της και σε μεσοστρώματα. Οι ιμπεριαλιστικές στρατιωτικές επεμβάσεις σε σειρά χωρών. Η γενικευμένη κρίση του συστήματος. Η όξυνση του ανταγωνισμού ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Το προχώρημα της διαδικασίας αναδιάταξης δυνάμεων με όρους κρίσης και οξυνόμενου ανταγωνισμού. Το κραχ του 2008 και η κρίση χρέους. Το πέρασμα της επίθεσης ενάντια στους λαούς σ’ ένα επίπεδο όπου παίρνει πλέον χαρακτηριστικά «πρωταρχικής συσσώρευσης». Το να θεωρούν κάποιοι ότι αυτές οι κοσμογονικές ανατροπές και οι μεταβολές που ακολούθησαν, συνέβησαν επειδή στους παράγοντες του συστήματος τους «έφεξε» να ακολουθήσουν τα οικονομικά θεωρήματα του Φρίντμαν σημαίνει δύο πράγματα. Είτε είναι αφελείς, οπότε καλά θα κάνουν να κάτσουν στην άκρη τους και όχι να δίνουν «οδηγίες», είτε συνειδητά επιχειρούν να αποπροσανατολίσουν, οπότε θα πρέπει να τους βάλουμε στη θέση τους.

Ζητήματα ευθύνης

Εδώ αναδείχνεται ένα καίριο ερώτημα. Αν έτσι έχουν τα πράγματα, αν αυτές οι εξελίξεις δρομολογούνταν τότε, ποιος όφειλε να είναι ο ρόλος της προοδευτικής διανόησης (της πολιτικής, της οικονομίας, της φιλοσοφίας, του πολιτισμού) και πολύ περισσότερο των αριστερών ή και «κομμουνιστικών» πολιτικών δυνάμεων.
Σε τι συνίσταται αυτός ο ρόλος αν δεν είναι στο να «βλέπουν» αυτά που έρχονται, να τα αναλύουν, να τα εξηγούν;
Ποιο είναι το καθήκον τους αν δεν είναι το να διαφωτίζουν τον λαό σε σχέση με αυτά που τους επιφυλάσσει η κυρίαρχη πολιτική, να τον εξοπλίζουν απέναντι στην επίθεση που δέχεται;
Αν «δεν είδαν» αυτά που έρχονταν, τότε σε τι (και σε ποιον άραγε) χρειάζονται;
Αν είδαν την επελαύνουσα βαρβαρότητα και εσιώπησαν, ποιο το έρμα και η υπόστασή τους;
Αν -όσοι- μίλησαν, αντί να διαφωτίσουν, συσκότισαν και αποπροσανατόλισαν ή ακόμα χειρότερα στήριζαν την πολιτική του συστήματος, ποια εμπιστοσύνη μπορεί να έχει κανείς στα όσα σήμερα προβάλλουν;
Σε συνάρτηση με το προηγούμενο τίθεται και ένα δεύτερο ερώτημα. Γιατί ακόμη και σήμερα, μετά τα όσα έχουν συντελεστεί επιμένουν να ερμηνεύουν τις εξελίξεις με βάση το ιδεολόγημα του νεοφιλελευθερισμού. Η απάντηση βρίσκεται στο ότι αν το αφαιρέσουν θα πρέπει να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα, δηλαδή τον καπιταλισμό όπως ακριβώς είναι. Κάτι τέτοιο ωστόσο θα τους έβγαζε έξω από τα σχήματα θεώρησης της πραγματικότητας που χρησιμοποιούν και με βάση τα οποία οδηγούνται σε συγκεκριμένου χαρακτήρα απαντήσεις.
Έτσι, με βάση αυτά, αν ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια λαθεμένη αντίληψη πραγμάτων που με κάποιο τρόπο επιβλήθηκε στα μυαλά των κυβερνώντων, αυτό σημαίνει πως με τον ίδιο τρόπο μπορεί και να αναιρεθεί.
Αν ο καπιταλισμός με βάση τις λαθεμένες οικονομικοπολιτικές συνταγές εκτρέπεται σε ανορθολογικούς και αδιέξοδους δρόμους αυτό σημαίνει ότι μπορεί να εκλογικευτεί με κάποιες άλλες.
Αν οι πολιτικές ηγεσίες εμφανίζονται ανεπαρκείς και ανίκανες να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα προβλήματα που έχουν τεθεί, δεν έχουμε παρά να αναδείξουμε-εκλέξουμε νέες, ικανές και αντάξιες των απαιτήσεων που έχουν τεθεί.
Σε τελευταία ανάλυση, δεν πρόκειται παρά για ζητήματα δημοκρατίας, η υπεράσπιση της οποίας, η εξάλειψη του «ελλείμματος δημοκρατίας» που έχει δημιουργηθεί θα δώσει και τις απαντήσεις.
Όπως τότε δεν θέλαν να δουν αυτό που έρχεται έτσι και σήμερα επιμένουν να μην θέλουν να δουν τις πραγματικές αιτίες και για τον ίδιο πάντα λόγο. Επειδή κάτι τέτοιο θα οδηγούσε και σε διαφορετικού είδους απαντήσεις.
Μόνο που η πραγματικότητα είναι όχι μόνο επίμονη αλλά και δεν προτίθεται πλέον να «χαριστεί» σε κανέναν. Και είναι αυτή που μας δείχνει καθημερινά ότι ο καπιταλισμός δεν χρειάζεται καμιά θεωρία για να λειτουργεί σαν …καπιταλισμός.
Ότι οι διάφορες θεωρίες δεν αποτελούν στην βασική τους πλευρά και χρήση, παρά το «ρούχο» των κάθε φορά επιδιώξεών του.
Ότι αν «αποβάλλει» από το «σώμα» του σχέσεις και θεσμούς, δικαιώματα και κατακτήσεις του εργαζόμενου λαού είναι επειδή σήμερα έχει απλώς αυτή τη δυνατότητα. Μια δυνατότητα που του την έδωσε η αρνητική για τους λαούς έκβαση της ταξικής πάλης στις δεκαετίες που πέρασαν.
Ότι ο αποφασιστικός όρος γι’ αυτή την αρνητική έκβαση ήταν η υποχώρηση, η ήττα του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος και η παλινόρθωση στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες. Η εξάλειψη της «απειλής» που υποχρέωνε το σύστημα σε υποχωρήσεις.
Και πάνω απ’ όλα επειδή μια τέτοια προσέγγιση του ζητήματος θα οδηγούσε και στα ανάλογα συμπεράσματα. Ότι στο ίδιο πεδίο και με τους αντίστοιχους όρους βρίσκονται και οι απαντήσεις στο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι λαοί.
Στο πεδίο της ταξικής πάλης και με όρο την ανασυγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων και στο επίπεδο τού να γίνουν ικανές να αντιπαρατεθούν αποτελεσματικά στην επίθεση που δέχονται και στην προοπτική της συνολικής αναμέτρησής του με το σύστημα.
Μόνο που μια τέτοια προσέγγιση βρίσκεται έξω από μια λογική που αναζητάει λύσεις μέσα στα πλαίσια και με τους όρους του συστήματος.
Και είναι σ’ αυτές τις αυταπάτες που βρίσκεται ένα σημαντικό πρόβλημα και το οποίο οφείλεται να αντιμετωπισθεί αποφασιστικά.


Κεφάλαιο Δ

Το θεώρημα του κορμοράνου

Αυτό που διαπιστώνει κανείς στις τοποθετήσεις των όσων παρεμβαίνουν σ’ αυτή τη συζήτηση, είναι ότι στο σύνολό τους αναφέρονται στην λεγόμενη παγκοσμιοποίηση σαν το γενικό και αναμφισβήτητο πλαίσιο μέσα στο οποίο συντελούνται οι παγκόσμιες εξελίξεις. Δεν είναι άλλωστε οι μόνοι. Από τότε που τέθηκε σε κυκλοφορία αυτό το αστικό-ιμπεριαλιστικό θεώρημα (την δεκαετία του 1990 από τα think tank του συστήματος και με στόχο την συγκάλυψη-ωραιοποίηση της πραγματικότητας) έγινε αποδεκτό από το σύνολο των δημοσιολογούντων. Ακόμη και από το σύνολο σχεδόν των δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά (πλην Λακεδαιμονίων) και από τον κόσμο της διανόησης.
Στην μεγάλη τους πλειοψηφία μάλιστα το θεώρησαν σαν θετική εξέλιξη. Στην πορεία άρχισαν να εμφανίζονται κάποιες διαφοροποιήσεις. Ορισμένες δυνάμεις άρχισαν να παίρνουν προοδευτικά κάποιες αποστάσεις. Κάποιες άλλες, και ιδιαίτερα το τελευταίο διάστημα, χωρίς να απορρίπτουν την έννοια της «παγκοσμιοποίησης» ως το πλαίσιο μέσα στο οποίο συντελούνται οι εξελίξεις, άρχισαν να βλέπουν σ’ αυτήν και αρνητικές πλευρές, όπως άλλωστε βλέπουμε και σε ορισμένες από τις παρεμβάσεις στις οποίες εδώ αναφέρομαι.
Είναι συνεπώς αναγκαία η αναφορά στο τι πραγματικά συντελέστηκε εκείνη την περίοδο, γιατί παρουσιάστηκε έτσι και γιατί αντιμετωπίστηκε με τον τρόπο που αναφέρθηκε από διάφορες πλευρές. Όχι απλά και μόνο για την ιστορία, αλλά κυρίως επειδή το ζήτημα παραμένει επίκαιρο και καθοριστικό για την «ανάγνωση» των σημερινών δεδομένων και εξελίξεων αλλά και των απόψεων που διατυπώνονται ως προς αυτές.

Η ανατροπή των παγκόσμιων συσχετισμών

Στην περίοδο 1989-1991 συντελέστηκαν συνταρακτικά γεγονότα που έμελλε να σφραγίσουν την πορεία του κόσμου και να διαμορφώσουν όρους και συσχετισμούς, να αναδείξουν τάσεις και δυναμικές που καθόρισαν την πορεία των πραγμάτων μέχρι τα σήμερα και συνεχίζουν να την καθορίζουν.
Οι πλέον καταλυτικές των εξελίξεων συνδέονται με την ολοκλήρωση της παλινόρθωσης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, την κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Μια εξέλιξη που ταυτόχρονα σηματοδοτούσε την ολοκληρωτική ανατροπή των παγκόσμιων συσχετισμών σε βάρος των λαών και υπέρ των πιο αντιδραστικών και επιθετικών δυνάμεων του συστήματος. Μια ανατροπή που ανέδειξε το δυτικό ιμπεριαλιστικό μπλοκ σε δεσπόζουσα δύναμη στον κόσμο και τις ΗΠΑ στη θέση της μοναδικής υπερδύναμης.
Αναφέρθηκα ήδη στο ότι αυτή η ανατροπή έδωσε την δυνατότητα στο κεφάλαιο να βαθύνει και να διευρύνει τους στόχους και τον ορίζοντα της επίθεσής του ενάντια στην εργατική τάξη και συνολικά στις εργαζόμενες λαϊκές μάζες.
Ταυτόχρονα έδωσε την δυνατότητα στις (δυτικές τότε) ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να εξαπολύσουν την εκστρατεία επανακατάκτησης επαναποικιοποίησης του κόσμου. Σ’ αυτό το κεφάλαιο θα σταθώ κυρίως σ’ αυτό το δεύτερο σκέλος.

Η εκστρατεία επανακατάκτησης του κόσμου

Στην περίοδο που αναφέρομαι, ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός είχε ήδη δοκιμάσει τις αντιδράσεις (για πρώτη φορά μετά την ήττα του στο Βιετνάμ) με την στρατιωτική του επέκταση στην μικρή Γρανάδα (1983). Ακολούθησε ένα πολύ πιο σημαντικό βήμα με την στρατιωτική εισβολή στον Παναμά (1989). Μια επέμβαση που πραγματοποιήθηκε σε βάση «αμοιβαίας κατανόησης» με το αντίστοιχο και ταυτόχρονο πραξικόπημα που οργάνωσε ο Γκορμπατσόφ στην Ρουμανία για να απαλλαγεί από τον «δύστροπο» Τσαουσέσκου. (Αυτό που το σύνολο σχεδόν της «αριστεράς» χαιρέτισε ως «επανάσταση»). Μόνο που αυτή η αμοιβαία κατανόηση ήταν βραχύβια. Η στρατιωτική επέμβαση των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων με επικεφαλής τις ΗΠΑ στο Ιράκ («Πόλεμος του Κόλπου», 1991) ήταν αυτή που εγκαινίασε την εκστρατεία επανακατάκτησης του κόσμου (εξαλείφοντας ταυτόχρονα και τα τελευταία υπολείμματα επιρροής στην περιοχή μιας Σοβιετικής Ένωσης που σύντομα θα έπαυε και να υπάρχει ως τέτοια). Τους πραγματικούς στόχους αυτής της επιχείρησης τους διακήρυξε με τον πιο ωμό και απροκάλυπτο τρόπο ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ Μπους (πατήρ) αναφερόμενος στην κατεύθυνση επιβολής μιας Νέας Τάξης Πραγμάτων στον κόσμο. Μια Νέα Τάξη Πραγμάτων που το περιεχόμενό της οριζόταν από την κατεύθυνση επιβολής της κυριαρχίας (οικονομικής, πολιτικής, στρατιωτικής) των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων της Δύσης και πρώτα και κύρια των ΗΠΑ. Οικονομικά εκφράστηκε με την επιβολή των «τεσσάρων ελευθεριών». Την ελευθερία συναλλαγών, διακίνησης κεφαλαίων, επενδύσεων, διακίνησης προσωπικού. «Ελευθερίες» που συγκροτούσαν το πλαίσιο οικονομικής κυριαρχίας των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στον κόσμο και εκμετάλλευσης λαών και χωρών.
Στο πολιτικό με την προώθηση της «δημοκρατίας», δηλαδή την επιβολή καθεστώτων υποταγμένων στη Δύση. Με πιέσεις, εκβιασμούς αλλά και πραξικοπήματα που ορισμένα μάλιστα απ’ αυτά ονομάστηκαν «βελούδινες επαναστάσεις». Μια κατεύθυνση που υπογραμμιζόταν από την επίδειξη ισχύος και αποφασιστικότητας (κυρίως των ΗΠΑ) να επιβάλλουν έως και με την στρατιωτική βία την θέλησή τους. Με αυτόν τον τρόπο αναδείχτηκαν ως «ηγεσίες» σειράς χωρών οι πιο ανερμάτιστες, διεφθαρμένες και ασπόνδυλες πολιτικές δυνάμεις. Ταυτόχρονα για όσες επέμεναν να δυστροπούν, όπως λ.χ. η Γιουγκοσλαβία, υπήρξαν οι ανοιχτές στρατιωτικές επεμβάσεις, προς γνώσιν και συμμόρφωσιν και των υπολοίπων.
Το ότι αυτά που προωθούνταν είχαν έναν ξεκάθαρο ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα και ειδικότερα εκφράζανε τον κυρίαρχο ρόλο των ιμπεριαλιστών της Δύσης ήταν ολοφάνερο. Τώρα το πώς κάποιοι «αριστεροί» κατορθώσανε να «μην το βλέπουν» είναι αυτό που απασχολεί. Ίσως η απάντηση να βρίσκεται σ’ αυτό που είχε πει τότε ο Μάριος Μαρκίδης και μόλις πρόσφατα έτυχε να πληροφορηθώ. «Και λοιπόν, επειδή έπεσε το τείχος σημαίνει ότι εγώ τώρα πρέπει να γίνω παλιάνθρωπος;». Υπήρξε ωστόσο για το σύστημα ένα πρόβλημα ειδικού χαρακτήρα. Η Νέα Τάξη Πραγμάτων ως όρος παρέπεμπε στον ίδιο ακριβώς που είχε χρησιμοποιήσει ο Χίτλερ όταν κατακτώντας την Ευρώπη φιλοδοξούσε να την «αναμορφώσει». Έτσι τα think tank του συστήματος ψάξανε και πλασάρανε έναν πιο εύηχο όρο και που κυρίως δεν θα προκαλούσε τέτοιους συνειρμούς. Αντίθετα θα μπορούσε να λειτουργήσει αποπροσανατολιστικά και με τρόπο που θα εξωράιζε το καθεστώς που οι ιμπεριαλιστές επιχειρούσαν να επιβάλουν στον κόσμο. «Παγκοσμιοποίηση» λοιπόν. Μέχρις εδώ τίποτε το παράξενο. Δεν θα ‘ταν άλλωστε η πρώτη φορά που οι δυνάστες ανθρώπων θα συγκάλυπταν την κτηνωδία τους με όρους που την εξωράιζαν.

Το «τέλος της ιστορίας» και η απογείωση της ανοησίας

Το «παράδοξο» βρίσκεται στην αποδοχή του αστικού ιμπεριαλιστικού θεωρήματος και των ιδεολογημάτων που το συνόδευαν από το σύνολο σχεδόν των δυνάμεων που αναφέρονταν στην αριστερά. Ως φαίνεται, η προβολή που γνώρισε και ο θόρυβος που ξεσηκώθηκε γύρω από την ανοησία του Φουκουγιάμα για το «τέλος της Ιστορίας» άσκησε μια ακαταμάχητη γοητεία πάνω τους. Έτσι μαζί με το «τέλος της Ιστορίας» αναμασήθηκαν και πολλά άλλα παραπλήσιας ανοησίας και κυρίως της ίδιας στόχευσης. Είχαμε έτσι το «τέλος» των ιδεολογιών και των «ουτοπιών». Το τέλος των κάθε είδους «-ισμών» (σοσιαλισμών, κομμουνισμών) αλλά και της διάκρισης αριστεράς-δεξιάς, και κάθε είδους διακρίσεων. Το «τέλος» της εργατικής τάξης (με βάση και την καπιταλιστική «αναδιάρθρωση»), το «τέλος» των τάξεων και πάνω απ’ όλα το «τέλος» της ταξικής πάλης.
Έτσι μ’ αυτούς τους παραμορφωτικούς φακούς εκείνο που «είδανε» σ’ αυτή την «παγκοσμιοποίηση» δηλαδή την επιβολή της ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων ήταν το τέλος του «ψυχρού πολέμου» και των ανταγωνισμών. Του πυρετού των εξοπλισμών και των αναμετρήσεων. Έναν κόσμο ειρήνης να ανοίγεται πλέον μπροστά στην ανθρωπότητα.
Το τέλος του διαχωρισμού της ανθρωπότητας σε «δύο κόσμους». Την εξάλειψη αυτής της «εκτρωματικής παρένθεσης» (του σοσιαλισμού) που άδικα, αναίτια και ανεξήγητα είχε χωρίσει την ανθρωπότητα σε δύο στρατόπεδα. Ένας κόσμος ενότητας, συνεργασίας, ανάπτυξης, ευημερίας, δημοκρατίας και παγκόσμιας πολιτιστικής άνθησης ανοιγόταν πλέον μπροστά μας.
Ένας κόσμος που με το τέλος των κάθε είδους διακρίσεων και διαχωρισμών οδηγούνταν σε μια νέα εποχή, χωρίς σύνορα εθνικά, ταξικά, πολιτικά, πολιτιστικά, ένα «παγκόσμιο χωριό» που τίποτε πλέον δεν θα μπορούσε να διαταράξει την πορεία του προς ένα λαμπρό μέλλον.
Αντιλαμβάνομαι ότι στους νεότερους ιδιαίτερα αναγνώστες όλα αυτά και άλλα που θα αναφερθώ στη συνέχεια θα φαίνονται ίσως εξωπραγματικά και ακατανόητα. Αν -όσοι- έχουν την διάθεση, την υπομονή και τον χρόνο, μπορούν να ανατρέξουν στα γραφόμενα εκείνης της περιόδου, θα τα συναντήσουν σε οχτάστηλα πρωτοσέλιδα εφημερίδων όλου του φάσματος. Σε κείμενα, μπροσούρες και βιβλία άπειρου πλήθους δημοσιολογούντων που ανέλυαν τα τεκταινόμενα αναλυόμενοι ταυτόχρονα σε ύμνους για το φωτεινό μέλλον που ξημέρωνε για την ανθρωπότητα.
Με ανάλογο τρόπο αντιμετωπίζονταν και οι ιδιαίτερες εκφράσεις αυτής της υποτιθέμενης «παγκοσμιοποίησης». Ένα από τα κυριότερα ζητήματα (που σε ευρύτερη διάσταση ήδη απασχολούσε την πολιτική φιλολογία) που τέθηκαν σε συζήτηση ήταν το ζήτημα του έθνους-κράτους, καθώς το «τέλος» διαχώριζε την «παλιά» από τη νέα εποχή. Σήμερα και όπως βλέπουμε στις διάφορες τοποθετήσεις αυτή η «υποχώρηση του έθνους κράτους» απέναντι στις «αγορές» λ.χ. αντιμετωπίζεται από ορισμένους με σκεπτικισμό, έως και σαν αρνητική εξέλιξη. Αντίθετα, εκείνη την περίοδο αντιμετωπιζόταν όχι απλά σαν θετική αλλά έως και με ενθουσιασμό που αυτός ο «αναχρονισμός» (το «έθνος-κράτος») αποχωρεί από το προσκήνιο της ιστορίας για να ανοίξει τον δρόμο σε μια διαδικασία «ενοποίησης της παγκόσμιας κοινότητας». Τόσο τότε όσο και σήμερα βρίσκονταν και βρίσκονται εκτός τόπου και χρόνου.
Δεν σκοπεύω να σπαταλήσω ούτε μισό επιχείρημα περί του αντιθέτου. Θα περιοριστώ να αναφερθώ σ’ αυτό που μπορεί να δει ο καθένας υπό τον όρο ότι δεν εθελοτυφλεί. Ότι στον πραγματικό κόσμο που ζούμε υπάρχουν κράτη και …κράτη. Είδε ποτέ κανείς τους να «γκρεμίζονται» τα σύνορα» των ΗΠΑ ή της Γαλλίας; Να παραβιάζεται η εδαφική τους ακεραιότητα; Να αναιρείται η ανεξαρτησία της Αγγλίας ή της Γερμανίας; Η αυτοτέλεια και η λειτουργία τους ως κράτη (ιμπεριαλιστικά εν προκειμένω) και με την πιο πλήρη έννοια του όρου; Ή μήπως αυτό που έβλεπαν χωρίς να το «βλέπουν» ήταν να παραβιάζονται τα σύνορα, η ανεξαρτησία και η εδαφική ακεραιότητα χωρών που δεν μπορούσαν να τα υπερασπίσουν απέναντι στην ιμπεριαλιστική υπεροπλία και επιθετικότητα;
Με τον ίδιο τρόπο αντιμετωπίστηκαν και οι ειδικότερες εκφράσεις της Νέας Τάξης Πραγμάτων στο πεδίο της οικονομίας.
Η «ελευθερία των συναλλαγών» δεν σήμαινε τίποτε άλλο από την διεύρυνση, κατοχύρωση της -ήδη υπαρκτής- δυνατότητας των ιμπεριαλιστικών χωρών, με δεδομένη την κυρίαρχη θέση τους, την οικονομική τους υπεροχή και τα συγκριτικά τους πλεονεκτήματα να αλώνουν τις αγορές των εξαρτημένων χωρών. Να μεγεθύνουν τα κέρδη τους καταστρέφοντας ταυτόχρονα τις παραγωγικές δυνατότητες αυτών των χωρών.
Η «ελευθερία διακίνησης κεφαλαίων» σήμαινε την διεύρυνση-θεσμοθέτηση της δυνατότητας του κεφαλαίου των ιμπεριαλιστικών χωρών και ειδικότερα του χρηματιστικού (των «αγορών») να μπαινοβγαίνουν στις εξαρτημένες χώρες, να απομυζούν τα όποια κεφάλαια σχηματίζονταν (αλλά και τις οικονομίες των απλών ανθρώπων, όπως έγινε και στη χώρα μας) και να τα μεταφέρουν στις «έδρες» τους.
Η «ελευθερία των επενδύσεων» σήμαινε την θεσμοθέτηση της δυνατότητας των ιμπεριαλιστικών μονοπωλίων να «επενδύουν», δηλαδή να ιδιοποιούνται τις πλουτοπαραγωγικές πηγές και τις κερδοφόρες επιχειρήσεις των εξαρτημένων χωρών, να τις εκμεταλλεύονται ασύδοτα και με τους πιο ληστρικούς όρους. Μετά να «αποχωρούν» έχοντας διαλύσει στο μεταξύ την οικονομική διάρθρωση και τον οικονομικό ιστό αυτών των χωρών.
Το συνολικό αποτέλεσμα της επιβολής αυτών των όρων ήταν το ρήμαγμα σειράς χωρών, η οικονομική τους «ερημοποίηση», μια εξέλιξη που «έδιωχνε» τους ανθρώπους από τη γη τους. Δινόταν έτσι η δυνατότητα στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις να απορροφούν τα πιο ζωντανά, τα πιο δημιουργικά στοιχεία αυτών των χωρών, να στρατολογούν, άκοπα και ανέξοδα, έτοιμα φθηνά εργατικά χέρια και να τα εκμεταλλεύονται ασύδοτα. Αυτό το σύγχρονο δουλεμπόριο γεννήθηκε πάνω στα ερείπια που δημιούργησε ο ιμπεριαλισμός σ’ αυτές τις χώρες και αποτέλεσε την συγκεκριμένη έκφραση της «ελευθερίας διακίνησης προσωπικού».

Στον βυθό της αθλιότητας

Αυτή η οδυνηρή για τους λαούς πραγματικότητα, η «αριστερά» και η «προοδευτική» μας διανόηση συνέχιζε να την αντιμετωπίζει αναμασώντας τα περί δρόμων «ενότητας» που άνοιγε η «παγκοσμιοποίηση» συνεργασίας και αμοιβαίας κατανόησης των λαών για την ανάπτυξη και την ευημερία.
Αλλά εκεί που η στάση τους οδηγήθηκε στην μεγαλύτερη αθλιότητα και «παλιανθρωπιά» ήταν στον τρόπο που στάθηκαν απέναντι στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις. Είτε με την ενεργή στήριξη αυτών των επεμβάσεων, είτε με την λογική των «ίσων αποστάσεων» και πάντα με αποδοχή και αναπαραγωγή των «επιχειρημάτων» της ιμπεριαλιστικής προπαγάνδας. Έτσι δεν ήταν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αυτές που επενέβαιναν αλλά η «παγκόσμια κοινότητα» για να αντιμετωπίσει τις παρεκτροπές που εμφανίζονταν στην πορεία της ανθρωπότητας προς το λαμπρό παγκοσμιοποιημένο της μέλλον. Οι στόχοι των ιμπεριαλιστών δεν ήταν να επιβάλλουν τους όρους και την κυριαρχία τους αλλά η προσπάθεια του «δημοκρατικού κόσμου» να ανατρέψει καθεστώτα που «καταπίεζαν τους λαούς τους». Το ότι δολοφονούσαν χιλιάδες ανθρώπων και κατέστρεφαν την χώρα που επενέβαιναν, το ότι τοποθετούσαν στη συνέχεια ανδρείκελα του χειρότερου είδους, αντιμετωπίζονταν σαν «παράπλευρες απώλειες» και αναπόφευκτες αδυναμίες ενός αξιέπαινου κατά τα άλλα εγχειρήματος.
Έτσι και το κομμάτιασμα της Γιουγκοσλαβίας και το ματοκύλισμα των λαών της, οι κτηνώδεις αμερικανονατοϊκοί βομβαρδισμοί που την ξεθεμελίωσαν υποστηρίχτηκαν σαν επιχειρήσεις της «διεθνούς κοινότητας» με στόχο την «αποτροπή της εθνοκάθαρσης» και την «ειρήνευση» (νεκροταφείου). Με τον ίδιο τρόπο η εκστρατεία στο Αφγανιστάν έγινε αποδεκτή σαν επιχείρηση «αντιμετώπισης της τρομοκρατίας» και «τιμωρίας των ενόχων» για την επίθεση στους δίδυμους πύργους. Αλήθεια όλοι αυτοί που εκστασιάζονταν μπροστά σ’ αυτό που αντιμετώπιζαν σαν επιβολή της «νομιμότητας» και εφαρμογής του διεθνούς δικαίου, είδανε ποτέ ή μπορούν να διανοηθούν αυτή την «διεθνή κοινότητα» να επεμβαίνει για να επιβάλλει το διεθνές δίκαιο στις ιμπεριαλιστικές χώρες; Να αντιμετωπίζει την τρομοκρατία που ανοιχτά και απροκάλυπτα ασκούν διαρκώς ενάντια σε χώρες και λαούς; Να τις «τιμωρεί» για τα απειράριθμα εγκλήματά τους ενάντια στην ανθρωπότητα; (Εντάξει, μια κουβέντα είπα).
Μια τέτοια λογική αντιμετώπισης των πραγμάτων ήταν πλήρως εναρμονισμένη με την άποψη για «κατάργηση της διάκρισης αριστεράς και δεξιάς». Υπήρξαν ωστόσο στα πλαίσιά τους και εκείνοι που θεώρησαν παρατραβηγμένη μια τέτοια άποψη και αποφάσισαν να βάλουν τα πράγματα στη θέση τους. Έτσι ανακήρυξαν σε «αριστερά της εποχής μας» αυτή που συναπαρτιζόταν από τους Κλίντον, Μπλερ, Γκένσερ, Ζοσπέν, Ντ’ Αλέμα και Σημίτη! (Ναι, καλά διαβάσατε).

Οπτικές ανεστραμμένων ειδώλων

Μια ιδιαίτερη αναφορά είναι αναγκαία σε δυνάμεις που ενώ αντιμετώπιζαν κριτικά έως αρνητικά τα μέτρα και τις πολιτικές που υλοποιούσαν η Νέα Τάξη Πραγμάτων (ή «παγκοσμιοποίηση») αποδέχονταν αυτή την «παγκοσμιοποίηση», την θεωρία των «ολοκληρώσεων» κ.λπ. ως αντικειμενική πραγματικότητα που καθόριζε το πλαίσιο και την πορεία των πραγμάτων. Ακόμη περισσότερο. Αναγνωρίζοντάς την σαν αντικειμενική εξέλιξη, την αντιμετώπιζαν και έως θετική-προοδευτική. Ορισμένες προχωρούσαν ακόμη περισσότερο. Εκτιμώντας ότι οι αστικές δυνάμεις με βάση τις αντιφάσεις και αντινομίες του καπιταλιστικού συστήματος εμφανίζονταν «αναποφάσιστες» και ανίκανες να προωθήσουν αυτό το αντικειμενικό προτσές (των ολοκληρώσεων) θεωρούσαν ότι η εργατική τάξη και γενικότερα οι επαναστατικές δυνάμεις να αναλάβουν αυτόν τον ιστορικό ρόλο. Και, εννοείται, με επαναστατικό τρόπο σε σοσιαλιστική, κομμουνιστική κατεύθυνση κ.λπ. Τόσο λαμπρά! Στην πραγματικότητα αυτό που «βλέπαν» δεν ήταν παρά ένα ανεστραμμένο είδωλο του αστικού θεωρήματος της «παγκοσμιοποίησης». Δεν σκοπεύω εδώ να ξανανοίξω μια συζήτηση που οι ίδιες οι εξελίξεις την έχουν κατά κάποιο τρόπο «κλείσει», ούτε είναι αυτές οι απόψεις που αποτελούν το κύριο αντικείμενο αυτού του κειμένου. Η αναφορά μου σ’ αυτές σχετίζεται με ένα και μόνο αλλά καθοριστικής σημασίας ζήτημα.
Παρά τις διαφορές υπάρχει ένας «κοινός τόπος» όπου «συναντώνται» τάσεις, ρεύματα και πολιτικές δυνάμεις. Είναι η άρνηση της ιμπεριαλιστικής διάστασης του καπιταλιστικού συστήματος. Στην πραγματικότητα η άρνηση της θεώρησης του κόσμου όπως αυτός πραγματικά έχει. Όσο ωστόσο είναι αδύνατη η κατανόηση αυτού του κόσμου χωρίς να παίρνονται υπόψη η φύση και ο χαρακτήρας του καπιταλισμού, άλλο τόσο είναι αδύνατη χωρίς να παίρνεται υπόψη η ιμπεριαλιστική του διάσταση. Και μάλιστα όχι σαν «εξωτερικό» φαινόμενο, σαν παράπλευρη έκφραση των λειτουργιών του ή ατελειών κληροδοτημένων από το παρελθόν. Οφείλεται να αντιμετωπίζεται σαν οργανικό και αναπόσπαστο στοιχείο του συστήματος χωρίς το οποίο δεν μπορεί ούτε να λειτουργήσει ούτε καν πλέον να υπάρξει ως τέτοιο.

Σαν «έτοιμοι από καιρό»

Το ερώτημα που τίθεται σε σχέση με τα προηγούμενα αφορά στο γιατί οι πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς και της προοδευτικής διανόησης υιοθέτησαν αυτές τις αντιλήψεις.
Οι αιτίες βρίσκονται σ’ εκείνες που τις οδήγησαν στο να υιοθετήσουν -όπως ήδη αναφέρθηκε- τις απόψεις περί «νεωτερικού καπιταλισμού» στις διάφορες παραλλαγές και εκφράσεις τους. Στην ανάπτυξη αντιλήψεων που από τη μια αμφισβητούσαν την σοσιαλιστική προοπτική και από την άλλη βλέπαν «αρετές» και δυνατότητες μεταρρυθμίσεων στο καπιταλιστικό σύστημα. Στην «σύμφυση» των δύο αντιλήψεων μετά τις καταρρεύσεις του 1989-1991 που «απελευθέρωσαν» τάσεις και αντιλήψεις σε Δύση και Ανατολή. Ο σοσιαλισμός είναι μια «ουτοπία». Το μόνο πεδίο ύπαρξης και δράσης της αριστεράς (της όποιας αριστεράς και της όποιας δράσης της τέλος πάντων) βρίσκεται στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος. Στην αποδοχή του ως «μονόδρομου». Σ’ αυτή τη βάση το ιμπεριαλιστικό θεώρημα της «παγκοσμιοποίησης» βρήκε ένα έτοιμο, ένα στρωμένο έδαφος. Με μια έννοια η υιοθέτησή του υπήρξε η «φυσική» συνέπεια και συνέχεια της αποδοχής του ιδεολογήματος του «νεωτερικού καπιταλισμού».
Με αυτούς τους όρους έγινε αποδεκτό εύκολα, γρήγορα και απλά, καθώς γεφύρωσε εκείνες τις αντιλήψεις με μια αντίστοιχη θεώρηση της νέας πραγματικότητας που διαμορφώνονταν στον κόσμο. Εδώ βρίσκονται και οι εξηγήσεις για την αγνόηση της ιμπεριαλιστικής διάστασης του συστήματος. Παρά τις κραυγαλέες εκφράσεις της ιμπεριαλιστικής πραγματικότητας που κυριαρχεί στον κόσμο, παρά τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις που ρήμαξαν χώρες, παρά τις εκατοντάδες χιλιάδες νεκρών που προκάλεσαν αυτές οι επεμβάσεις. Ακριβώς επειδή η παραδοχή της ύπαρξης του ιμπεριαλισμού, πρώτον θα πέταγε στα σκουπίδια το θεώρημα της «παγκοσμιοποίησης», των «ολοκληρώσεων» και παρόμοια.
Δεύτερο, και εκείνο που μάλλον τους απασχολεί περισσότερο, είναι ότι θα έθετε υπό αίρεση το σύνολο των αντιλήψεων στη βάση των οποίων προσεγγίζουν την πραγματικότητα.
Τρίτο, θα έθετε ζήτημα αναπροσαρμογής πολιτικών απόψεων, πολιτικής γραμμής και πρακτικής στη βάση των απαιτήσεων που θα έθετε μια διαφορετική προσέγγιση. Μια και δεν είναι καθόλου διατεθειμένοι να μπουν σε τέτοιες «περιπέτειες» προτιμούν να εξοστρακίσουν ακόμη και την λέξη ιμπεριαλισμός από το ρεπερτόριό τους.

Το σήμερα ως συνέχεια του χτες

Θα μπορούσε εύλογα κανείς να αναρωτηθεί. Έχουν άραγε τόση σημασία απόψεις που προβλήθηκαν πριν κάποια χρόνια, ώστε να χρειάζονται ιδιαίτερη αναφορά; Πολύ περισσότερο που σήμερα μας απασχολούν πολύ σοβαρά προβλήματα που απαιτούν απαντήσεις; Έχω ακριβώς αυτή την άποψη. Ότι αυτό που κατά κύριο λόγο πρέπει να μας απασχολεί είναι το σήμερα. Μόνο που ταυτόχρονα θεωρώ ότι δεν μπορούμε να κατανοήσουμε ολοκληρωμένα και ουσιαστικά αυτή την σημερινή πραγματικότητα αν την αντιμετωπίζουμε σαν να προήλθε από παρθενογένεση. Επειδή τα δεδομένα του χτες συνεχίζουν να ενυπάρχουν και να καθορίζουν σε σημαντικό βαθμό τα δεδομένα του σήμερα, που με μια έννοια αποτελούν συνέχεια και προέκταση των δεδομένων του χτες.
Και για να το θέσω πιο συγκεκριμένα, επειδή η δραματική κατάσταση, τα προβλήματα που βιώνουν σήμερα οι λαοί έχουν την αφετηρία τους στα όσα συντελέστηκαν στις προηγούμενες περίοδες. Ταυτόχρονα, επειδή η αδυναμία ουσιαστικής, αποτελεσματικής και ολοκληρωμένης απάντησης στην επίθεση που δέχονται έχει άμεση σχέση με απόψεις που κυριάρχησαν επί δεκαετίες. Με αντιλήψεις που αποπροσανατόλισαν, που οδήγησαν στον ιδεολογικό, πολιτικό και οργανωτικό αφοπλισμό των λαϊκών μαζών.
Αλλά ας αποδεχτώ την «ένσταση». Ας έρθουμε στο σήμερα και τις απόψεις που διατυπώνονται από το ίδιο φάσμα δυνάμεων και παραγόντων. Παρά τον χρόνο που μεσολάβησε και παρά -κυρίως- τα όσα έχουν συντελεστεί. Παρά τις πιέσεις που δέχεται και ο δικός τους χώρος -και ρόλος- και που έχουν οδηγήσει σε διαφοροποιήσεις πλευρών και εκφράσεων των απόψεών τους, συνεχίζουν στην ουσία να κινούνται στα ίδια μήκη κύματος.
Επιμένουν να αντιμετωπίζουν την «παγκοσμιοποίηση» σαν το πλαίσιο μέσα στο οποίο κινούνται οι εξελίξεις. Επιμένουν να «μην βλέπουν» την ιμπεριαλιστική διάσταση του συστήματος ενώ σε μεγάλο μέρος τους αποφεύγουν να αναφέρονται ακόμη και στον καπιταλισμό. Αυτή τη βάση έχουν τόσο οι κριτικές που ασκούν σε πλευρές και εκφράσεις των πολιτικών κατευθύνσεων που προωθούνται, όσο και οι προτάσεις στις οποίες καταλήγουν. Προτάσεις που σαν βασικά τους χαρακτηριστικά έχουν: Πρώτον, την παράκαμψη, την άρνηση της πραγματικότητας. Του ότι αυτά που βιώνουμε δεν αποτελούν «εκτροπές» αλλά αυτές καθ’ αυτές εκφράσεις της «παγκοσμιοποίησης» ή και για να είμαστε ακριβείς, της κυρίαρχης σήμερα καπιταλιστικής, ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων. Δεύτερον, την κατεύθυνση «εκλογίκευσης» του συστήματος και επαναφοράς του από τον «ολέθριο» δρόμο στον οποίο το ώθησε ο νεοφιλελευθερισμός και τις «παράλογες» πολιτικές που επέβαλλε.

Ποιος αλήθεια «παραλογίζεται»;

Η ίδια κατεύθυνση χαρακτηρίζει και τις απόψεις, προτάσεις που διατυπώνονται. Σ’ αυτή τη βάση έχουμε προτάσεις ελέγχου του τραπεζοχρηματοπιστωτικού συστήματος, της «ασυδοσίας των αγορών». Στροφής στην πραγματική οικονομία, την προώθηση επενδύσεων και μιας αναπτυξιακής πολιτικής. Προτάσεις «άψογες» λογικά, θεωρητικά και …αφαιρετικά. Τόσο που πολλές φορές «υιοθετούνται» (ρητορικά) ακόμη και από τους κυβερνώντες των ισχυρότερων χωρών. Μόνο που την ίδια στιγμή εφαρμόζουν τα ακριβώς αντίθετα. Ακριβώς επειδή οι αποφάσεις τους δεν βασίζονται σε αφαιρέσεις αλλά στα δεδομένα που διαμορφώνουν οι πραγματικές τάσεις, ροπές και δυναμικές που έχουν αναπτυχθεί στα πλαίσια του συστήματος.
Με ανάλογο τρόπο στο ζήτημα της αντιμετώπισης της «κρίσης χρέους» διατυπώνονται προτάσεις προώθησης μιας πολιτικής αύξησης της ρευστότητας (έκδοση ομολόγων, χρήματος κ.λπ.). Ακόμη περισσότερο, προτάσεις ρύθμισης δραστικού κουρέματος, ενώ ορισμένοι προτείνουν τη συνολική διαγραφή του παγκόσμιου χρέους. Μόνο που το ζήτημα δεν είναι λογιστικού χαρακτήρα ούτε απλά και μόνο οικονομικό. Έχει ταυτόχρονα και πολύ σημαντικές πολιτικές διαστάσεις και άμεση σχέση με ζητήματα στρατηγικής.
Όταν επισημαίνουν στους παράγοντες του συστήματος ότι με την πολιτική της λιτότητας, της αφαίμαξης των λαϊκών εισοδημάτων, χτυπιέται η ζήτηση, παρεμποδίζεται η λειτουργία και ανάπτυξη της οικονομίας, θέτουν ένα υπαρκτό πρόβλημα. Μόνο που προσπερνούν ότι το ζητούμενο σήμερα για το κεφάλαιο δεν είναι το αν θα εφαρμόσει νεοφιλελεύθερη ή -όπως προτείνεται- κεϊνσιανή οικονομική πολιτική αλλά στο πώς θα διαμορφώσει τις ταξικές σχέσεις σε βάση απόλυτης κυριαρχίας του πάνω στην εργατική τάξη.
Την ίδια λογική και αφετηρία έχουν οι μομφές στους πολιτικούς, η κριτική για «υποχώρηση της πολιτικής», ο σκεπτικισμός και η δυσφορία για την «αποδυνάμωση του κράτους» απέναντι στις «αγορές».
Αλήθεια τίνι τρόπω έβγαλαν το συμπέρασμα ότι «υποτάσσεται» η πολιτική και «αποδυναμώνεται» το κράτος. Και σε ποια κατηγορία κρατών αναφέρονται; Όταν όλες οι πολιτικές που ακολουθώνται είναι προϊόν πολιτικών αποφάσεων που παίρνουν πολιτικές ηγεσίες. Όταν η προώθησή τους (εσωτερικά ή υπερποντίως) υλοποιείται από το κράτος και τους μηχανισμούς του, τα σώματα ταχείας αντίδρασης, τους πυραύλους και τα αεροπλανοφόρα.
Και πώς άραγε «περνάει» ως δεδομένο ότι οι «αγορές» δηλαδή το πλέγμα του τραπεζοχρηματοπιστωτικού κεφαλαίου στερείται «ιθαγένειας»; Ότι είναι κάτι αφηρημένο και υπερβατικό που λειτουργεί ερήμην της θέλησης, της πολιτικής και των συμφερόντων των κρατών; Εννοείται φυσικά των ιμπεριαλιστικών κρατών και όχι της Ονδούρας ή της Ουγκάντας. Και πώς άραγε αξιολογούν και σε ποια συμπεράσματα οδηγούνται όταν βλέπουν τις πολιτικές ηγεσίες των ιμπεριαλιστικών χωρών, να αποφαίνονται κάθε τόσο για την αναγκαιότητα της από κοινού επιβολής κανόνων στην λειτουργία και δράση του διεθνούς χρηματοπιστωτικού πλέγματος και την ίδια στιγμή να το τροφοδοτούν αφειδώς με κεφάλαια ακόμη και σε βάρος της πραγματικής οικονομίας; Ή μήπως όταν αναφέρονται στην αναγκαιότητα ανάπτυξης των διεθνών συναλλαγών και καταφέρονται ενάντια στον προστατευτισμό νομίζουν ότι ανακαλύπτουν την Αμερική; Ή μήπως θεωρούν πως όταν ο Ομπάμα, η Μέρκελ, ο Σαρκοζί, ο Κάμερον καταφέρονται με την ίδια ζέση ενάντια στον προστατευτισμό αλλά την ίδια στιγμή τον εφαρμόζουν για λογαριασμό της χώρας τους, ότι λειτουργούν εκτός της «πρέπουσας» λογικής; Αλλά και τι σημαίνει όταν κριτικάροντας την ένταση των εξοπλισμών την αποδίδουν κατά κύριο λόγο ή και μόνο στην πίεση των στρατιωτικών κύκλων και στις βιομηχανίες-προμηθευτές;
Δεν είναι μήπως ένα βολικό σχήμα ερμηνείας που επιτρέπει την παράκαμψη του πραγματικού ζητήματος; Την ιμπεριαλιστική αφετηρία της τάσης υπερεξοπλισμού. Τον ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα των χωρών που υπερεξοπλίζονται. Το ότι συγκροτούν δυνάμεις «ταχείας αντίδρασης» για να επεμβαίνουν και να επιβάλουν τους όρους τους σε άλλες χώρες όπως ήδη έχουν πράξει επανειλημμένα. Το ότι υπερξοπλίζονται για να έχουν βαρύνονται (και στρατιωτικά) λόγο στα πλαίσια τού όλο και εντεινόμενου ανταγωνισμού ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις αλλά και για να ‘ναι όσο μπορούν πιο «έτοιμες» στην περίπτωση που τα πράγματα πάρουν ακόμη πιο επικίνδυνη τροπή.
Όσο λοιπόν παρακάμπτει κανείς τους πραγματικούς όρους στη βάση των οποίων διαμορφώνεται η κατάσταση. Όταν στην ουσία αρνείται να δει την πραγματικότητα τότε μπορεί να εκπονεί «προτάσεις» με τις οποίες μπορούν να «συμφωνούν» όλοι αλλά «όλως παραδόξως» να μην προωθούνται πραγματικά από κανέναν. Ακόμη περισσότερο, να προωθούνται τα ακριβώς αντίθετα. Αν αυτή η αντιφατικότητα θέλει την ερμηνεία της αυτή δεν μπορεί να υπάρξει έξω από την πραγματική εξέταση των πραγματικών δεδομένων. Και εδώ ανακύπτει ένα άλλο πρόβλημα. Το τι σημαίνει αυτή η άρνηση αντιμετώπισης της πραγματικότητας όπως αυτή έχει, το τι σημαίνει αυτή η εμμονή προσέγγισής της από ιδεοληπτικά σχήματα που βρίσκονται έξω από τα πραγματικά δεδομένα. Αλλά ας συνεχίσω.

Σχήματα παρ-ερμηνείας

Στις προηγούμενες σελίδες παράθεσα αποσπάσματα των απόψεων που έχουν διατυπωθεί, κάτι που θα γίνει και στη συνέχεια του κειμένου. Εδώ θα ‘θελα να αναφερθώ ιδιαίτερα στις απόψεις του Αντώνη Λιάκου. Όχι μόνο για τη σχέση τους με τα όσα προαναφέρθηκαν αλλά και γιατί είναι ο μόνος που στην παρέμβασή του έθεσε (όπως το έθεσε) το ζήτημα του «αντίπαλου δέους» σαν παράγοντα των εξελίξεων. Ας την υπενθυμίσω κατ’ αρχάς: «Η μεταπολεμική ευρωπαϊκή δημοκρατία» αυτή η «μεγάλη κατάκτηση του πολιτισμού», όπως την χαρακτηρίζει, έγινε δυνατή για τρεις κυρίως λόγους. Την οικονομική ανάπτυξη. Την σχετικά φθηνή ενέργεια που μπορούσε να διασφαλίζει η Ευρώπη χάρη στην θέση υπεροχής της Δύσης. Το αντίπαλο δέος του κομμουνισμού. Με ανάλογο τρόπο προσδιορίζει τους όρους και αιτίες υποχώρησης, ανατροπής της. Ταυτόχρονα διατυπώνει τις απόψεις του για τα συντελούμενα στο «νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον». «Τι άλλαξε από τότε; Πρώτο, οι αγορές, ως νέος Προμηθέας, αποτίναξαν τα δεσμά του πολιτικού ελέγχου. Σ' αυτό συνέβαλε η κρίση της διευθυνόμενης οικονομίας […] Στη δεκαετία του '70 και του '80, ο «στασιμοπληθωρισμός» ακύρωσε τις παλιές συνταγές. Η «απελευθέρωση» των αγορών έγινε μια παγκόσμια φιλοσοφία […] Την πολιτική αυτή ανέλαβαν να την κωδικοποιήσουν και να την κάνουν νέα οικονομική και πολιτική ορθοδοξία, οι μεγάλοι διεθνείς οργανισμοί όπως η Παγκόσμια Τράπεζα, το ΔΝΤ, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου, αλλά και κομβικές σχολές οικονομικών και πολιτικών σπουδών σε μεγάλα πανεπιστήμια. Με το οριστικό τέλος του κινδύνου εξ Ανατολών και του ψυχρού πολέμου, τελείωσε και ο συμβιβασμός ανάμεσα στις αγορές και τη δημοκρατία».
Και συνεχίζει: «Στο νέο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, και με τις νέες ηλεκτρονικές τεχνολογίες ήταν πολύ δύσκολο να επιβιώσει η δημοκρατία, τουλάχιστον με τη μορφή ενός συμμετοχικού συστήματος αποφάσεων».
«Ακόμη και ο πόλεμος δεν είχε πλέον τα χαρακτηριστικά κράτους εναντίον κράτους, αλλά πλανητικών μηχανών πολέμου, εναντίον κρατών ή δυνάμεων μέσα στα κράτη, όπως στην περίπτωση Αφγανιστάν, Ιράκ, πολέμου εναντίον της τρομοκρατίας».
«Στο νέο αυτό παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον άλλαξε η ισορροπία δυνάμεων και η Δύση έχασε τον προνομιακό της χαρακτήρα. Οι νέες δυνάμεις που αναδύθηκαν, όπως η Κίνα, η Ινδία, οι χώρες της Νοτιοανατολικής Ασίας […] ανταγωνίζονταν πλέον τη Δύση από θέσεις που εξασφάλιζαν μεγαλύτερη οικονομική απόδοση και αποτελεσματικότητα. Πρόκειται για χώρες χωρίς δημοκρατία, χωρίς κοινωνικά δικαιώματα και κοινωνικό κράτος, με πολύ χαμηλότερο βιοτικό επίπεδο, αλλά επίσης με νεανικό πληθυσμό έναντι του γερασμένου της Δύσης, χωρίς την αντίστοιχη εξάρτηση από ταμεία συντάξεων και περίθαλψης. Η Δύση διατηρεί ακόμη την πρωτοπορία στην επιστημονική και τεχνολογική καινοτομία, αλλά για να επιβιώσει είναι υποχρεωμένη να αποδεχτεί ένα κοινωνικό dumping, να χαμηλώσει η ίδια το βιοτικό επίπεδο των κοινωνιών της, να τους αφαιρέσει τα δικαιώματά τους. Αυτά δεν γίνονται χωρίς αναίρεση των κανόνων δημοκρατικής λειτουργίας των κοινωνιών. Αυτό βλέπουμε σήμερα, και η κρίση που ζούμε είναι το κατάλληλο εργαλείο. Γιατί για να υπάρξει δημοκρατία σε μια κοινωνία πρέπει να μπορεί να στέκεται η οικονομία στα πόδια της. Σε συνθήκες κρίσης έχουν οι δανειστές τον πρώτο λόγο, όχι οι πολίτες. Γι' αυτό άλλωστε βλέπουμε να στραπατσάρονται οι θεσμοί, με τον τρόπο που τον είδαμε αυτές τις μέρες».
Η καημένη η Δύση. Τι της έμελλε να πάθει της καψερής. Αλλά ας προσπαθήσουμε να τα βάλουμε σε μια σειρά. Όσον αφορά τους όρους στη βάση των οποίων τέθηκε υπό αίρεση η «μεταπολεμική ευρωπαϊκή δημοκρατία» και όπως αναφέρθηκα ήδη στο κεφάλαιο για τον «νεοφιλελευθερισμό», είχαν τον ρόλο τους τόσο οι πτωτικές τάσεις που εμφανίστηκαν τότε στην κερδοφορία του κεφαλαίου όσο και η άνοδος των τιμών του πετρελαίου (και πρώτων υλών). Ο αποφασιστικός παράγοντας ωστόσο για να αναπτυχθεί η επίθεση του κεφαλαίου και συνολικά των δυνάμεων του συστήματος στην κλίμακα και διάρκεια που γνωρίσαμε, υπήρξε η δραματική ανατροπή των ταξικών, πολιτικών συσχετισμών. (Το στοιχείο της «απειλής» όπως το αναφέρει ο Αντώνης Λιάκος). Αυτό ούτε αναιρείται ούτε μπορεί κανείς να περιορίσει τη σημασία του, με επικού χαρακτήρα διατυπώσεις για «Προμηθείς που ανατινάζουν τα δεσμά τους». (χώρια που ο συμβολισμός είναι ατυχής. Τον Προμηθέα τον αλυσόδεσε ο Δίας επειδή έδωσε τη φωτιά, τη ζεστασιά και το φως της στους ανθρώπους. Οι «αγορές» αυτό που φέρνουν είναι η παγωνιά και το σκοτάδι). Αλλά εδώ περισσότερο θα θελα να σταθώ στις απόψεις του για τη σημερινή κατάσταση.
«Για να επιβιώσει» λοιπόν η Δύση, λέει ο Αντώνης Λιάκος «είναι υποχρεωμένη … να χαμηλώσει η ίδια το βιοτικό επίπεδο των κοινωνιών της, να τους αφαιρέσει τα δικαιώματά τους». Εδώ έχουμε κατά την άποψή μου μια φράση στην οποία συμπυκνώνεται η συλλογιστική και ο προσανατολισμός του Αντώνη Λιάκου. Τώρα αν μια τέτοια άποψη ερμηνεύει ή απλώς προσφέρει άλλοθι στις πολιτικές που ακολουθούνται ας το κρίνει ο καθένας.
Αλλά εδώ χρειάζεται να υπενθυμίσω σε συντομία ορισμένα πράγματα έστω και αν επαναλαμβάνομαι. Πρώτο και κυριότερο. Δεν είναι καμιά Κίνα και καμιά Ινδία, αλλά η Δύση που διαμόρφωσε και επέβαλε τους όρους του παιχνιδιού στη φάση της αδιαφιλονίκητης υπεροχής της, της δεκαετίας του 1990 και επόμενα. (Τους όρους της Νέας Τάξης Πραγμάτων ή «παγκοσμιοποίησης» κατ’ άλλους).
Το ότι αυτή η υπεροχή δεν είναι σήμερα τόσο αδιαφιλονίκητη δεν είναι κάτι για το οποίο χρειάζεται να «θρηνήσουμε». Πολύ περισσότερο που αυτή η υπεροχή της Δύσης (αν την πάρουμε σαν σύνολο και εδώ όντως υπάρχει ένα ερώτημα) συνεχίζει να υπάρχει και να εκφράζεται όχι μόνο στην επιστήμη και την τεχνολογική καινοτομία όπως υποστηρίζει ο Αντώνης Λιάκος αλλά και σε μια σειρά κρίσιμα πεδία.
Της οικονομικής βιομηχανικής υποδομής και των παραγωγικών οικονομικών δυνατοτήτων. Του καθοριστικού της ρόλου στον έλεγχο της κίνησης κεφαλαίων.
Στην «ιεραρχία» της παγκόσμιας αγοράς καθώς είναι αυτή που διακινεί (εξάγει) τα πιο προηγμένα και υψηλής προστιθέμενης αξίας (και συνεπώς κερδοφορίας) προϊόντα. Και βέβαια στο πολιτικό και στρατιωτικό πεδίο. Το να βαφτίζει λ.χ. ο Αντώνης Λιάκος σε «πλανητικές μηχανές πολέμου» τις δυνάμεις των στρατιωτικών ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων δεν αλλάζει στο ελάχιστο το ότι αυτές αποτελούνται από τους στρατούς των ΗΠΑ, της Μ. Βρετανίας, της Γαλλίας.
Με αυτούς τους όρους το να τίθεται θέμα «επιβίωσης» για χώρες όπως οι ΗΠΑ λ.χ., η Γερμανία, η Αγγλία, η Γαλλία κ.λπ. θα ‘ταν πραγματικά αστείο αν δεν ήταν τόσο σοβαρό. Και τι να πούμε δηλαδή για χώρες όπως η Ουγκάντα, η Βολιβία, το Μπαγκλαντές κ.ά.; Ή μήπως να δεχτούμε ότι αυτές «δεν λογαριάζονται»;
Με ανάλογο τρόπο τίθεται το ζήτημα και στην οικονομική του διάσταση. «Δεν μπορεί δηλαδή να σταθεί στα πόδια της» η οικονομία των δυτικών ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων και μπορεί της Ινδίας; Ή μήπως πρέπει να αναφερθώ στην «ανερχόμενη Κίνα» με τις τρομακτικές αντιφάσεις και ανισορροπίες της οικονομίας της, την απουσία εσωτερικής αγοράς, τον μονόπλευρο και συνεπώς ευάλωτο και ευπρόσβλητο προσανατολισμό της; Στις κοινωνικές εντάσεις στο εσωτερικό της που όλο και οξύνονται;
Αλλά για να θέσουμε το ζήτημα στις πραγματικές του διαστάσεις. Οι οικονομίες «της Δύσης» όχι μόνο μπορούν να «σταθούν στα πόδια τους», οι παραγωγικές οικονομικές τους δυνατότητες όχι μόνο μπορούν να αντιμετωπίσουν τις ανάγκες των κοινωνιών τους και των πολιτών τους αλλά είναι κατά πολύ μεγαλύτερες.
Υπό τον όρο βεβαίως ότι θα λειτουργούσαν σε βάση εξυπηρέτησης αυτών των αναγκών και όχι με στόχο την υπερσυσσώρευση κερδών στα χέρια μιας μειοψηφίας. Υπό τον όρο της επιδίωξης ισότιμης συνεργασίας με άλλες χώρες και λαούς και όχι επιβολής της κυριαρχίας τους. Εδώ βρίσκεται το πραγματικό τους πρόβλημα. Μόνο που αυτό το πρόβλημα δεν το αγγίζει, το προσπερνά ο Αντώνης Λιάκος και όχι μόνο αυτός βέβαια.
Το πρόβλημα, όχι απλά και μόνο της Δύσης, αλλά συνολικά πλέον του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος υφίσταται στη βάση της γενικευμένης κρίσης που αντιμετωπίζει. Μιας κρίσης που εμφανίζεται με την μορφή της σύμπλεξης της οικονομικής κρίσης με τη διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων.
Στα πλαίσιά της η επίθεση ενάντια στους λαούς παίρνει τα χαρακτηριστικά μιας συσσώρευσης πρωταρχικού χαρακτήρα καθώς μάλιστα αντιμετωπίζεται και σαν όρος εξόδου του συστήματος από την κρίση και περάσματός του σ’ ένα άλλο επίπεδο. Εδώ βρίσκονται οι αιτίες έντασης της επίθεσης ενάντια στο σύνολο των οικονομικών κοινωνικών, πολιτικών δικαιωμάτων των λαών, ενάντια στο ίδιο το δικαίωμα ζωής και ύπαρξής τους.
Στα ίδια πλαίσια η όξυνση των ανταγωνισμών, το ζήτημα του ποιος-ποιον που έχει πλέον τεθεί στην ημερήσια διάταξη, είναι που διαμορφώνει όρους αδιεξόδου του συστήματος, της αδυναμίας του να βγει από τον φαύλο κύκλο που έχουν δημιουργήσει οι δικές του αντιφάσεις και αντινομίες.
Μη αντιμετωπίζοντας το ζήτημα όπως αυτό πραγματικά έχει (και όχι μόνο ο Αντώνης Λιάκος), επόμενο είναι να αποδίδει το «έλλειμμα δημοκρατίας» στις …νέες τεχνολογίες. Αν βέβαια επιχειρήσει κανείς να αντιπαραβάλει αυτή την άποψη με την -περισσότερο επικρατούσα- πως οι νέες τεχνολογίες, με τα διαδίκτυα και τη δυνατότητα πρόσβασης όλων σ’ αυτά, ευνοούν την εμπέδωση της δημοκρατίας κινδυνεύει να μπερδευτεί. Πολύ περισσότερο αν την συσχέτιζε με την άποψη πως η Δύση αναιρεί τα δημοκρατικά και άλλα δικαιώματα, επειδή «είναι υποχρεωμένη να αποδεχτεί ένα κοινωνικό dumping». Σ’ αυτή την λογική είμαστε, φαίνεται, κι εμείς «υποχρεωμένοι» να αποδεχτούμε την αναίρεση της δημοκρατίας, μιας και «αυτά δεν γίνονται χωρίς αναίρεση των κανόνων δημοκρατικής λειτουργίας των κοινωνιών». Να αποδεχτούμε την κατάργηση των δικαιωμάτων μας σαν «αντικειμενική αναγκαιότητα». Να αρχίσουμε να «νομιμοποιούμε» στις συνειδήσεις μας, την υποβάθμιση της ζωής μας, τον εξανδραποδισμό μας. Λαμπρά! Μόνο που υπάρχουν κι εκείνοι που «διαφωνούν». Οι εργαζόμενες λαϊκές μάζες και η νεολαία. Οι λαοί του κόσμου. Όχι μόνο με τον Αντώνη Λιάκο και όχι μόνο επειδή το ζήτημα της δημοκρατίας δεν είναι πρόβλημα «τεχνολογίας», αλλά -στην κύρια πλευρά του- ζήτημα σχέσεων και συσχετισμών, κοινωνικών, ταξικών, πολιτικών.
Κυρίως επειδή αυτό που βλέπουν να απειλείται δεν είναι μόνο η δημοκρατία, αλλά το ίδιο το δικαίωμά τους στη ζωή. Επειδή δεν έχουν άλλη επιλογή από το να τα υπερασπίσουν αποφασιστικά και μαχητικά. Ταυτόχρονα επειδή για να είναι σωστά προσανατολισμένος ο αγώνας τους και συνακόλουθα αποτελεσματικός αποτελεί πρωταρχική προϋπόθεση να γνωρίζουν τι είναι αυτό που αντιμετωπίζουν, ποιοι βρίσκονται απέναντί τους. Αυτό απαιτεί μια άλλη ουσιαστική ανάγνωση της κατάστασης και στη βάση των πραγματικών της δεδομένων. Ας περάσουμε λοιπόν σ’ αυτό.

Το «χρέος» και τα αδιέξοδα του συστήματος

Υπάρχει, όπως αναφέρθηκε, και μια διαφορετική ανάγνωση της πραγματικότητας. Αυτή που με τη σειρά της οδηγεί σε διαφορετικές εκτιμήσεις, διαπιστώσεις, σε διαφορετικά συμπεράσματα και θέσεις. Ας αναφερθούμε λοιπόν σ’ αυτήν.
Αυτό που δείχνει να απασχολεί πολύ έντονα τόσο τους παράγοντες του συστήματος όσο και όσους συμμετέχουν στην δημόσια συζήτηση είναι το ζήτημα του «χρέους» ή της «κρίσης του χρέους», όπως χαρακτηρίζεται. Καθόλου τυχαία. Όπως σε ορισμένες παρεμβάσεις επισημαίνεται, το ζήτημα του «χρέους» δεν είναι απλά ελληνικό ή μόνο ευρωπαϊκό, αλλά παγκόσμιο. «Όλες οι χώρες χρωστάν», ακόμη και οι «πιο ενάρετες δημοσιονομικά», καθώς διατυπώθηκε. (Μόνο που ενώ «χρωστάν» όλες, κάποιες μόνο πληρώνουν και άλλες κυρίως εισπράττουν). Με τις διαστάσεις που έχει πάρει το πρόβλημα, οι παράγοντες του συστήματος ανησυχούν μπροστά στον κίνδυνο χρεοκοπιών, αλυσιδωτών καταρρεύσεων ή και ενός ακόμη κραχ σαν εκείνο του 2008 ή και μεγαλύτερο. Αν αρκούμασταν στην «φωτογραφία» του προβλήματος η αναγνώρισή του θα ήταν απλή. Αυτό που εμφανίζεται σαν παγκόσμιο «χρέος» (οι τίτλοι, τα ομόλογα, χρεόγραφα, οι κάθε είδους απαιτήσεις (ή «απαιτήσεις») και εν γένει τα κάθε είδους «χαρτιά») είναι πολλαπλάσια του ετήσιου παγκόσμιου προϊόντος. (Πόσες φορές, κανείς πλέον δεν μπορεί να υπολογίσει). Έτσι έχουμε εδώ ένα «θαύμα». Κατά κάποιο μαγικό τρόπο εμφανίζεται ο κόσμος να «χρωστάει» αξίες που δεν έχουν ποτέ παραχθεί και πράγματα που δεν έχουν καν υπάρξει. Έχουμε έτσι ένα παγκόσμιο «χρέος» που είναι απλώς αδύνατο να εξυπηρετηθεί με τους γνωστούς και «κανονικούς» τρόπους.
Το σύστημα βρίσκεται αντιμέτωπο με το ίδιο το δημιούργημά του.
Η εξήγηση του «παράδοξου» βρίσκεται στην ίδια την φύση, τον χαρακτήρα, την λειτουργία του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος. Ειδικότερα στην περίοδο που ζούμε, της γενικευμένης κρίσης που αντιμετωπίζει, έκφραση της οποίας αποτελεί και η «κρίση χρέους». Ταυτόχρονα στους τρόπους, μορφές και μηχανισμούς «παραγωγής» αυτού του «χρέους». Στην σύνδεση όλων αυτών των παραγόντων που στις μέρες μας έχει οδηγήσει την κατάσταση σε επίπεδα παροξυσμού.
Η βάση, οι αφετηριακοί όροι δημιουργίας αυτού του «χρέους» βρίσκεται στο ίδιο το σύστημα, στον κυριαρχικό ρόλο των καπιταλιστικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Αυτόν που τους δίνει την δυνατότητα -και σε σχέση ανατροφοδότησης- να εκμεταλλεύονται λαούς και χώρες. Να διαμορφώνουν -κυριαρχικά- σχέσεις εξάρτησης. Των εργαζομένων από το κεφάλαιο. Των αδύναμων χωρών από τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις. Να έχουμε έτσι το διαστροφικό φαινόμενο, οι εργαζόμενοι που υφίστανται την διαρκή εκμετάλλευση του κεφαλαίου να «χρωστάν» στο …κεφάλαιο. Οι εξαρτημένες χώρες που ληστεύονται επί αιώνες από τους αποικιοκράτες-ιμπεριαλιστές να «χρωστάν» στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις.
Οι αφετηρίες αυτής της σχέσης πραγμάτων βρίσκονται πολύ πίσω. Στις απαρχές της κυριάρχησης του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Στην εποχή της αποικιοκρατίας. Πέρασε πολλές φάσεις και πήρε διάφορες μορφές για να διαμορφωθεί σε μια πορεία σε ένα πλέγμα σχέσεων με συγκεκριμένο ρόλο. Την διασφάλιση συνθηκών μιας -συνεχώς διευρυνόμενης- ροής αξιών «εκ των κάτω προς τα άνω». Από τους εργαζόμενους στο κεφάλαιο. Από τις εξαρτημένες χώρες στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις. Με τις «αναδιαρθρώσεις» και τους «εκσυγχρονισμούς». Με τις «μεταρρυθμίσεις» και τις πολιτικές «εξυγιάνσεις» της οικονομίας. Με την διαιώνιση-διεύρυνση του καθεστώτος των άνισων «ανταλλαγών». Τα «δάνεια» και τις «βοήθειες». Την επιβολή της «ελευθερίας διακίνησης κεφαλαίων, επενδύσεων και ανάπτυξης των συναλλαγών».
Ταυτόχρονα -και αποτελεί αυτό παράγοντα περιπλοκών ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης- σ’ αυτό το πλέγμα σχέσεων εμπλέκονται και οι συναλλαγές ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Μια εμπλοκή που συνδέεται με την λειτουργία και τις αποδόσεις του. Την μοιρασιά της λείας αλλά και τις διαρκείς και ακαταπόνητες προσπάθειες της κάθε δύναμης να κερδίσει σε βάρος των άλλων.
Με το ζήτημα αυτό έχω ασχοληθεί και παλιότερα. Ήδη στα φύλλα της «Προλεταριακής Σημαίας» Νο 182-183 (Μάης-Ιούνης 1990) και σε κείμενο με τίτλο «Να κριτικάρουμε ξανά τον καπιταλισμό», αναφέρω:
«Αν λοιπόν αυτές είναι οι προοπτικές της «κίνησης» του καπιταλιστικού συστήματος, ας σταθούμε λίγο στο τι μπορεί να σημαίνει η «εδραίωσή» του. Ένα ζήτημα για το οποίο επίσης πολύς λόγος γίνεται σήμερα, είναι το ζήτημα των χρεών του 3ου κόσμου. Τονίζεται συνήθως η πλευρά των κινδύνων -υπαρκτών- που συνεπάγεται η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί, για το καπιταλιστικό σύστημα. Ταυτόχρονα αποσιωπάται, το τι είναι αυτά τα χρέη, πώς έχουν δημιουργηθεί, τι σημαίνουν γι’ αυτές τις χώρες.
Το όλο ζήτημα θα μπορούσε να περιγραφεί σαν μια ιστορία «λογιστικών εγγραφών». Π.χ. μια χώρα με τάδε χρέος πρέπει να πληρώσει την ετήσια δόση (τοκοχρεολύσιο). Πραγματοποιεί ένα καινούριο δάνειο. Μπορεί να γίνει και χωρίς να μεταφερθεί και κανένα χρηματικό ποσό. Η τάδε τράπεζα εγγράφει (νέο) δάνειο. Εγγράφει και την «εξόφληση». Και ταυτόχρονα εγγράφει και την αύξηση του χρέους από αυτό το νέο δάνειο, για το οποίο η χρεωμένη χώρα θα πρέπει να πληρώσει μεγαλύτερο τοκοχρεολύσιο (με νέο «δάνειο»). Υπάρχουν και πραγματικές ροές. Τα ποσά που καταλήγουν στις τσέπες των εκπροσώπων της άρχουσας τάξης (πρακτόρων του διεθνούς κεφαλαίου) των χρεωμένων χωρών. Οι πόροι των εξαρτημένων χωρών που μεταφέρονται στις μητροπόλεις για να ισοφαρίζουν τα δάνεια που (δεν) παίρνουν. Τα «δικαιώματα» που αποκτούν και τα διευρύνουν συνέχεια οι ιμπεριαλιστές πάνω στις πλουτοπαραγωγικές πηγές της εξαρτημένης χώρας. Και γενικότερα το αλυσόδεμα αυτών των χωρών, το στραγγάλισμα της οικονομίας τους, η συνολική τους υποθήκευση. Ναι είναι αλήθεια ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι όπως τα περιγράψαμε. Είναι πολύ χειρότερα.
Στην πραγματικότητα, και αν πάρουμε μόνο αυτήν την πλευρά των πραγμάτων, οι ιμπεριαλιστές «κουρεύουν» ένα αρχικό δάνειο που ίσως και να μη δόθηκε ποτέ. Μια τέτοια σχέση πραγμάτων, και σε μια τέτοια (σάπια) βάση, έχει βέβαια και τα «ρίσκα» της. Και αυτά είναι που δημιουργούν τις ανησυχίες που κατά καιρούς εκδηλώνονται σε σχέση με την υπερδιόγκωση του χρέους κάποιων χωρών. Και δεν εννοούμε εδώ την πιθανότητα μιας επανάστασης π.χ. σε κάποια (ή κάποιες) απ’ αυτές τις χώρες. Αλλά τους κινδύνους που συνεπάγεται αυτή η σχέση με βάση τους ίδιους τους καπιταλιστικούς όρους με τους οποίους λειτουργεί. Λέγεται, ότι σε περίπτωση χρεωκοπίας μιας χώρας με μεγάλο χρέος (π.χ. Βραζιλία), κινδυνεύει με κατάρρευση συνολικά το παγκόσμιο τραπεζικό σύστημα. Η άποψη αυτή έχει σίγουρα μέσα της το στοιχείο της υπερβολής. Γνωρίζουμε ότι το καπιταλιστικό σύστημα από το 1929 και δώθε έχει οικοδομήσει αρκετούς μηχανισμούς άμυνας και γι’ αυτές τις περιπτώσεις. Όμως είναι αλήθεια ότι σε μια τέτοια περίπτωση θα προκληθούν αλυσιδωτές αντιδράσεις που πράγματι θα ταρακουνήσουν άσχημα το παγκόσμιο καπιταλιστικό πιστωτικό σύστημα. Και πολλές «περιουσίες» θα γίνουν φύλλο και φτερό. Και βεβαίως εκείνοι που θα κληθούν και πάλι απ’ την αρχή να πληρώσουν το κόστος θα ‘ναι οι μάζες των εκμεταλλευόμενων».
Δεν θεωρώ ότι έλεγα κάτι νέο ή άγνωστο. Οι απόψεις που διατύπωσα τότε στηρίζονταν σε αντίστοιχες που από χρόνια είχε το κομμουνιστικό κίνημα. Αυτό που έκανα ήταν να τις «υπενθυμίσω» σε μια περίοδο που σύμπασα η αριστερά εκστασιαζόταν μπροστά στις νέες και ελπιδοφόρες προοπτικές που ξανοίγονταν για την ανθρωπότητα μετά το «τέλος του ψυχρού πολέμου» και όλα τα σχετικά.

Αντινομίες και αντιφάσεις

Αυτή η σχέση «παρακολουθεί» το καπιταλιστικό, ιμπεριαλιστικό σύστημα από υπάρξεώς του. Η λειτουργία του συνδέεται με τον εκμεταλλευτικό του χαρακτήρα, την κυρίαρχη θέση του στην κοινωνία και τον κόσμο, αλλά και με τις αντιφάσεις, αντινομίες και αντιθέσεις του. Από τη μια με την τάση επιδίωξης του άμεσου μέγιστου δυνατού κέρδους, και από την άλλη με την αδυναμία πραγματοποίησής του (στο όλον) σε συγκεκριμένο κάθε φορά τόπο και χρόνο. Μια αντίφαση που το ωθεί στο να την μετατοπίζει στον χώρο και να την μεταθέτει στον χρόνο. Αυτό εκ των πραγμάτων διαμορφώνει ένα άνοιγμα, μια «ψαλίδα» ανάμεσα σ’ αυτό που εικονίζεται στα «χαρτιά» και σ’ εκείνο που υφίσταται πραγματικά την κάθε στιγμή ή μπορεί να πραγματοποιηθεί. Αυτή η κατάσταση δεν αποτελεί αξεπέραστο πρόβλημα για το σύστημα ενόσω τα πράγματα εξελίσσονται «ομαλά». (Και πάντα με τον όρο ότι η κυριαρχία του παραμένει αδιατάραχτη).
Ενόσω δηλαδή η ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας (ή η συγκεκριμένη πραγματοποίηση κέρδους) «παρακολουθεί» από ελεγχόμενη απόσταση το άνοιγμα της ψαλίδας στον χρόνο. Έτσι ώστε να διατηρείται το (βασικό για την λειτουργία του) στοιχείο της «πίστης» δηλαδή η εμπιστοσύνη ότι μπορεί να συνεχίσει να λειτουργεί και να αποδίδει ανά τακτά διαστήματα εκείνα που προσδοκούν απ’ αυτό οι «αγορές» (Δηλαδή το ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο).
Το πρόβλημα δημιουργείται όταν για διάφορους λόγους είτε η ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας «καθυστερεί» είτε το άνοιγμα μεγεθύνεται ανεξέλεγκτα. Ακόμη περισσότερο και όπως συμβαίνει στις μέρες μας, να συντρέχουν και τα δύο, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να λειτουργήσει-αποδώσει, να δημιουργείται κίνδυνος πανικού (κατάρρευση της «πίστης») και πιθανόν κραχ.
Αυτή η καθυστέρηση της πραγματικής οικονομίας (αλλά και η διάσταση που συνολικά έχουν πάρει τα πράγματα) συνδέεται, αποτελεί έκφραση και αποτέλεσμα της συνολικής κρίσης του συστήματος. Μιας κρίσης που στους καιρούς μας εμφανίζεται με την μορφή της σύμπλεξης της οικονομικής κρίσης με την διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων.
Αφετηριακό ρόλο σ’ αυτό είχαν, όπως ήδη αναφέρθηκε, οι πτωτικές τάσεις στο πεδίο της κερδοφορίας που παρατηρήθηκαν μετά τα «τριάντα ένδοξα χρόνια». Τάσεις που δεν οφείλονταν βέβαια σε «αστοχίες», σε «λαθεμένες πολιτικές» ή στο «κράτος» αλλά στην ίδια την φύση και την λειτουργία του συστήματος. Στην αδυναμία πραγματοποίησης του επιθυμητού κέρδους, με βάση την δεδομένη κάθε φορά ιστορικά, οικονομικά διάρθρωση του κεφαλαίου, τους οικονομικούς, κοινωνικούς και πολιτικούς όρους, εθνικούς και διεθνείς, στα πλαίσια των οποίων λειτουργεί. Αυτό ήταν κατ’ αρχάς που δημιούργησε τάσεις, ροπές, δυναμικές και δυνάμεις «απάντησης» στο πρόβλημα του συστήματος και όχι βέβαια οι θεωρητικές απόψεις του τάδε ή δείνα παράγοντα.
Με τους όρους που υπήρχαν, η συμπίεση του εργατικού κόστους (έναρξη της επίθεσης στην εργατική τάξη) μερική μόνο απάντηση μπορούσε να δώσει στο σύστημα.
Μεγαλύτερες ανάσες έδωσε (στις δυτικές τότε ιμπεριαλιστικές δυνάμεις) η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ (1989-1991). Αυτή που τους έδωσε την δυνατότητα να προχωρήσουν στην εκστρατεία επανακατάκτησης του κόσμου να επεκτείνουν την δράση και κερδοφορία τους σ’ ένα πολύ ευρύτερο πεδίο. Αυτή ωστόσο η «εκτατικού» χαρακτήρα διεύρυνση της κερδοφορίας δεν σήμαινε ότι έδωσε και απάντηση στο πρόβλημα ανάπτυξης της πραγματικής οικονομίας. Εξαίρεση αποτέλεσαν κλάδοι όπως αυτός των Ηλεκτρονικών Υπολογιστών που ωστόσο ούτε μπορούσε να καλύψει το ζήτημα στην συνολική του διάσταση ενώ μετά από ένα διάστημα έπιασε τα όριά του. (Σηματοδότησε ωστόσο την κατεύθυνση προς την οποία υπάρχουν -από οικονομική άποψη- οι απαντήσεις ενεργοποιώντας και αντίστοιχες τάσεις και φιλοδοξίες).
Την δική της επίδραση είχε η ευνοϊκή (για το δυτικό ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο) διαμόρφωση των ταξικών και διεθνών συσχετισμών. Το προσδοκώμενο «παραδεκτό κέρδος από τις επενδύσεις (με απλά λόγια η όρεξη των καπιταλιστών για κέρδη) από 5-7% που ήταν στην δεκαετία του 1970 άρχισε να σκαρφαλώνει σε όλο και υψηλότερα επίπεδα. Τόσο που ήταν απλώς αδύνατο να πραγματοποιείται στο πεδίο της πραγματικής παραγωγής όσο κι αν συμπιέζονταν το εργατικό κόστος, όσο κι αν διευρύνονταν η εκμετάλλευση των εξαρτημένων χωρών.
Αυτός ήταν ο ένας, ο οικονομικός παράγοντας που ενίσχυσε τις τάσεις αναζήτησης μεγαλύτερης κερδοφορίας στο χρηματιστικό πεδίο όπου τα περιθώρια ήταν πολύ μεγαλύτερα. Καθόλου συμπτωματικά την ίδια περίοδο πήρε διαστάσεις και η φιλολογία για την μεγαλύτερη σημασία που αποκτούσε ο τριτογενής τομέας (των «υπηρεσιών» κ.λπ.) σε σχέση με πρωτογενή και δευτερογενή. Η «εκδίκηση» της οικονομίας θα ‘ρχόταν λίγο αργότερα. (Το τι σήμαινε για τη χώρα μας η υιοθέτηση τέτοιων αντιλήψεων το βιώνουμε ήδη).
Υπήρξε ωστόσο και ο άλλος και μάλλον πιο καθοριστικός. Ο πολιτικός παράγοντας. Οι ανατροπές των συσχετισμών του 1989-1991 έδωσαν ένα δεσπόζοντα και σχεδόν κυρίαρχο -για ένα διάστημα- ρόλο στον δυτικό ιμπεριαλισμό. Αυτό πέραν των άλλων πλεονεκτημάτων έδωσε στο -δυτικό- χρηματιστικό κεφάλαιο ένα πολύ ευρύ και ανεξέλεγκτο πεδίο δράσης. Το γεγονός μάλιστα ότι αυτή η δράση αποτέλεσε και όργανο για την διείσδυση και άλωση των οικονομιών σειράς χωρών από τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, έδωσε στο χρηματιστικό κεφάλαιο έναν αέρα ασυδοσίας. Με αυτούς τους όρους στήθηκε ένα πραγματικό πανηγύρι. Με τις «κινήσεις κεφαλαίων» τα διάφορα «παράγωγα προϊόντα» και «μοχλεύσεις», η «οικονομία των χαρτιών» πήρε γιγάντιες και ανεξέλεγκτες διαστάσεις. Αυτό εμπεριέχει κατ’ αρχάς δύο βασικά στοιχεία. Πρώτον δίνει στους κατόχους των «χαρτιών» την δυνατότητα να «εγγράφουν» τεράστια κέρδη. Να «νομιμοποιήσουν» υπέρογκες απαιτήσεις σε βάρος όσων το «χρέος» μεγεθύνεται με τέτοιες μεθοδεύσεις. Σε τέτοια μάλιστα κλίμακα ώστε να ‘ναι απλώς αδύνατο να αποπληρώνονται «κανονικά». Δινόταν έτσι (δίνεται) η δυνατότητα στους «δανειστές» να υποθηκεύουν, να ιδιοποιούνται την παραγωγή των «χρεωστών» (τωρινή και μελλούμενη), τα μέσα παραγωγής, τις πλουτοπαραγωγικές τους πηγές, την ίδια την ζωή των ανθρώπων.
Ταυτόχρονα αυτή η γιγάντωση περιέπλεξε ακόμη περισσότερο τις σχέσεις ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις σ’ αυτό το πεδίο και στις οποίες αναφέρθηκα προηγούμενα. Έθεσε υπό «επανεξέταση» τους κανόνες λειτουργίας του πλέγματος των «αγορών» (δηλαδή της μοιρασιάς). Με τις διαστάσεις ωστόσο που έχει πάρει το πρόβλημα θα ‘ταν πολύ δύσκολο να απαντηθεί, ακόμα κι αν υποθέταμε ότι θα ‘χαν όλη την «καλή θέληση» για κάτι τέτοιο. Πολύ περισσότερο που αυτή η «επανεξέταση» γίνεται σε συνθήκες και με όρους ενός όλο και πιο άγριου ανταγωνισμού.
Το δεύτερο στοιχείο συνδέεται με το ότι τα εγγραφόμενα κέρδη, οι εγγραφόμενες απαιτήσεις θα πρέπει να «πραγματοποιούνται» στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας και των πραγματικών «υλικών» αποκτημάτων (όπως λ.χ. με τις ιδιοποιήσεις που προαναφέρθηκαν). Διαφορετικά δεν έχουν νόημα και περιεχόμενο.
Πιο συγκεκριμένα αυτή η υπερσυσσώρευση που συνεχίζει να συντελείται σε βάρος των εργαζόμενων και συνολικά των λαών, αποτελεί το πρώτο «μισό» της απάντησης. Αποκτάει το ολοκληρωμένο νόημά της (σε καπιταλιστική εννοείται πάντα βάση) και πραγματική υπόσταση, όσο «μεταφράζεται» σε ανάλογης κλίμακας επενδύσεις στο πεδίο της πραγματικής οικονομίας. Και μάλιστα με βάση τα συνολικά δεδομένα που έχουν διαμορφωθεί στο πεδίο των πιο προωθημένων κλάδων.
Δηλαδή σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας και αντίστοιχης κερδοφορίας. ιδιαίτερα σε κλάδους που μπορούν να διασφαλίσουν συγκριτικά πλεονεκτήματα και ηγετική -οικονομικά και όχι μόνο- θέση στην παγκόσμια αγορά. Ταυτόχρονα στο πεδίο εκείνο που θεωρείται πως ανοίγει τον δρόμο για το πέρασμα συνολικά του συστήματος σ’ ένα άλλο επίπεδο ανάπτυξης.

Μια κρίσιμη «συνάντηση»

Μόνο που σ’ αυτό το «σχήμα» υπεισέρχεται και ένας άλλος κρίσιμος παράγοντας. Όπως κατά καιρούς έχω επαναλάβει, επενδύσεις τέτοιου επιπέδου απαιτούν κατ’ αρχάς μια συσσώρευση πλανητικών διαστάσεων (όπως αυτή που ήδη συντελείται). Συνακόλουθα και όπως επίσης συμβαίνει στις μέρες μας χρειάζεται την κατανομή «διαχείρισης» αυτής της συσσώρευσης (των κεφαλαίων). (Προφανής η σχέση αυτού του ζητήματος με τον «πόλεμο κεφαλαίων» που μαίνεται αλλά και την «κρίση χρέους»). Ταυτόχρονα προαπαιτείται και η διασφάλιση αγορών σε αντίστοιχη πλανητική κλίμακα. Ακόμη περισσότερο την διασφάλισή τους σε βάθος χρόνου, μια και οι επενδύσεις τέτοιας κλίμακας χρειάζεται να διανύσουν ορισμένα στάδια. Έρευνα, συσσώρευση, επένδυση, απόσβεση, απόδοση, κερδοφορία.
Μόνο που τέτοιες διασφαλίσεις δεν υπάρχουν στη βάση οικονομικών και μόνο όρων, αλλά απαιτούν και τους αντίστοιχους πολιτικούς και στρατιωτικούς. (Το «πάθημα» της Κίνας στην Λιβύη -και με επιπτώσεις στην ευρύτερη περιοχή- υπήρξε ένα «μάθημα» που οι δυτικοί τουλάχιστον ιμπεριαλιστές το ‘χουν «αφομοιώσει» πριν πολλά χρόνια).
Και εδώ είναι που «συναντιέται» η οικονομία με την πολιτική. Η οικονομική κρίση με την διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων, ως εκφράσεις μια συνολικής κρίσης μετάβασης που αντιμετωπίζει το καπιταλιστικό ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Ως προς αυτή την πλευρά του ζητήματος και πάλι όσο πιο σύντομα μπορώ.
Οι ανατροπές του 1981-1991 έδωσαν όπως αναφέρθηκε, δεσπόζουσα θέση και ρόλο στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Δύσης. Ταυτόχρονα ωστόσο και πέραν όλων των άλλων άνοιξαν -έστω και αν αυτό δεν ήταν τότε «ορατό» για τους περισσότερους- την διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων. Μια διαδικασία που επιταχύνθηκε απότομα με την ενεργοποίηση της στρατηγικής των ΗΠΑ για παγκόσμια κυριαρχία αλλά και τα αδιέξοδα στα οποία τελικά οδηγήθηκε αυτή η στρατηγική. Βασικοί παράγοντες για κάτι τέτοιο υπήρξαν η αντίθεση όλου του κόσμου αλλά και των άλλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Αν η αντίθεση Ρωσίας-Κίνας ήταν αναμενόμενη, ιδιαίτερης σημασίας ήταν η αντίθεση Γαλλίας, Γερμανίας κ.ά. και το ρήγμα που δημιουργήθηκε στα πλαίσια της δυτικής ιμπεριαλιστικής συμμαχίας. Καταλυτικής σημασίας τέλος υπήρξε η αντίσταση του ιρακινού λαού στις δυτικές δυνάμεις κατοχής της χώρας του που ανέδειξε τα αδιέξοδα της στρατηγικής των ΗΠΑ. Εξελίξεις που «αποφλοιώνοντας» την πρότερη εικόνα πραγμάτων και εμφανίζοντας τους πραγματικούς συσχετισμούς στον κόσμο άνοιξαν ολόπλευρα την διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων. Μια εξέλιξη που υπογραμμίζεται από το γεγονός ότι στα ρήγματα που δημιουργήθηκαν στο ιμπεριαλιστικό ταμπλό «διεισδύουν» πλέον διεκδικώντας θέση και ρόλο και δυνάμεις όπως Ινδία, Βραζιλία. Ακόμη περισσότερο, από το ότι φιλοδοξίες «πλασαρίσματος» άρχισαν να εκδηλώνουν και δυνάμεις μικρότερου βεληνεκούς όπως το Ιράν, η Ν. Αφρική, η Ν. Κορέα, η Τουρκία, η Βενεζουέλα.
Εκείνο που γίνεται αντιληπτό είναι ότι μέσα από αυτές -συνολικά τις εξελίξεις, διαμορφώνεται ένας «άλλος» κόσμος, μια νέα διάταξη και «ιεραρχία» δυνάμεων. Αυτό θέτει κατ’ αρχάς ένα ζήτημα επαναπροσδιορισμού της στρατηγικής αλλά και της πολιτικής συμμαχιών για το σύνολο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Ταυτόχρονα οξύνει στο έπακρο τις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς σε όλα τα πεδία καθώς η κάθε ιμπεριαλιστική δύναμη αντιλαμβάνεται ότι το ζήτημα τίθεται πλέον στη βάση του ποιος ποιον.
Εδώ βρίσκονται οι εξηγήσεις για όλα τα «παράδοξα» και τους «παραλογισμούς» που αδυνατούν (δεν θέλουν) να κατανοήσουν όσοι αναλώνονται σε προτάσεις και εκκλήσεις εκλογίκευσης του συστήματος. Αν οι κυβερνήσεις των ιμπεριαλιστικών χωρών κάνουν τις συγκεκριμένες ιεραρχήσεις και επιλογές στην αντιμετώπιση του «χρέους» δεν είναι επειδή υποτάσσονται στα κελεύσματα των «αγορών». Αν περιορίζονται σε μέτρα που απλώς «μεταθέτουν» το πρόβλημα, δεν είναι επειδή δεν αντιλαμβάνονται τον κίνδυνο που αποτελεί -για όλους- το ανεξέλεγκτο άνοιγμα της ψαλίδας και τις συνέπειες ενός πολύ πιθανού κραχ. Είναι επειδή στο πλέγμα των «αγορών» είναι θεμελιωμένα τεράστια -και ανταγωνιστικά- ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Πολύ περισσότερο που με την τροπή που έχουν πάρει τα πράγμα, η έκβαση αυτού του «πολέμου κεφαλαίων» θα έχει καθοριστική επίδραση στην γενικότερη αναδιανομή και αναδιάταξη.
Με ανάλογους τρόπους και «λογική» αντιμετωπίζονται και όλα τα σχετικά ζητήματα, όπως της ανάπτυξης, των συναλλαγών και του προστατευτισμού, των ρυθμίσεων και ελέγχων του πιστωτικού συστήματος κ.λπ.
Όσο για το γιατί δεν προχωρούν οι επενδύσεις και στην κλίμακα που απαιτείται, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι με μια έννοια «προχωρούν». Μόνο που προχωρούν με τον «δικό τους» τρόπο. Η ανάπτυξη των δυνάμεων ταχείας αντίδρασης, ο εξοπλιστικός πυρετός είναι οι μορφές «επένδυσης» που επιλέγουν οι ιμπεριαλιστές με βάση τις συνθήκες και την λογική τους. Όσο για τον τρόπο που αυτές πραγματοποιούνται, είναι οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις με τελευταία την επέμβαση στην Λιβύη. Αν οι επόμενες «επενδύσεις» γίνουν στην Συρία, το Ιράν ή κάπου αλλού μένει να το δούμε.
Το να θεωρεί κανείς ότι η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί μπορεί να αντιμετωπισθεί με εκκλήσεις εκλογίκευσης, ότι το ποιος ποιον που έχει τεθεί σαν ζήτημα για τους ιμπεριαλιστές μπορεί να διευθετηθεί στη βάση προτάσεων ορθολογικής αντιμετώπισής του, σημαίνει ότι απλά βρίσκεται εκτός τόπου και χρόνου. Θεωρώ μάλιστα όχι από αδυναμία προσέγγισης της πραγματικότητας αλλά από έλλειψη διάθεσης να την αντιμετωπίσει όπως αυτή έχει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου