Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Κυριακή 1 Απριλίου 2018

Το ζήτημα της Αριστεράς στη σχέση του με τους πραγματικούς αγώνες



του Βασίλη Σαμαρά
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αντίθεση Νο1, το Νοέμβρη του 2008


ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΑΡΙΣΤΕΡΑΣ
Το ζήτημα της Αριστεράς δεν είναι από εκείνα που μπορούν να απαντηθούν εύκολα, γρήγορα, σ' όλες τους τις διαστάσεις και σ' όλο τους το βάθος. Ιδιαίτερα σήμερα, με βάση τα φορτία της ήττας με τα οποία έχει επιβαρυνθεί. Ακριβώς αυτό, ωστόσο, κάνει μεγαλύτερη και πιο επιτακτική την απαίτηση να απαντηθούν τα ζητήματα που έχουν τεθεί. Και δεν μπορούν να απαντηθούν -έστω στον όποιο βαθμό κάθε φορά- αν δεν τα αντιμετωπίσουμε. Το άνοιγμα αυτής της διαδικασίας σ' αυτή τη λογική υπάγεται και αυτή την κατεύθυνση θέλει να υπηρετήσει.
Σ' αυτό το πλαίσιο εντάσσεται και αυτή η παρέμβαση, παρ' ότι έχει έναν πιο ειδικό χαρακτήρα. Αυτός συνίσταται στο ότι δεν καταπιάνεται γενικά με τα ζητήματα που απασχολούν την Αριστερά, αλλά κυρίως αυτά που αναδείχτηκαν -μέσα από τις πρόσφατες εξελίξεις- στα μέτωπα της ταξικής πάλης. Παρ' όλα αυτά, κρίνεται αναγκαίο να γίνει μια έστω επιγραμματική αναφορά σε ορισμένα βασικά ζητήματα. Όχι για να αναλυθούν ή να επιχειρηματολογηθούν, αλλά απλά και μόνο για να «δηλωθεί» το στίγμα του γράφοντος, το ιδεολογικό και πολιτικό πεδίο αναφοράς στη βάση του οποίου εξετάζονται τα ζητήματα που θέτει.



Για την Αριστερά

Το πρώτο ερώτημα αφορά το για ποια και τι είδους Αριστερά μιλάμε. Τι εννοεί ο καθένας όταν αναφέρεται σ' αυτήν, από ποιες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις τη βλέπει να συγκροτείται, σε ποια βάση, με ποιον τρόπο και για ποιο σκοπό.
Η απάντηση στο ερώτημα βρίσκεται καταρχάς μέσα στα πράγματα. Στην πορεία που ακολουθεί η ανθρωπότητα. Την πραγματικότητα που βιώνει ο κόσμος. Ή, αλλιώς, στη συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης στον κόσμο.
Η Αριστερά θα διαμορφωθεί και θα συγκροτηθεί στη βάση των αντιθέσεων που χαρακτηρίζουν το σημερινό κόσμο. Των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που αντιπαρατάσσονται με βάση αυτές τις αντιθέσεις. Των συγκρούσεων, της διαρκούς ταξικής πάλης που διεξάγεται ανάμεσα σ' αυτές τις δυνάμεις και στη βάση αυτών των αντιθέσεων.
Εδώ και πουθενά αλλού το πεδίο οικοδόμησης της όποιας Αριστεράς. Εδώ και οι απαντήσεις στα ερωτήματα που έχουν τεθεί.
Το περιεχόμενο και ο χαρακτήρας των αντιθέσεων προσδιορίζουν το αν και τι είδους Αριστερά απαιτούν οι καιροί. Συμπληρωματική στο σύστημα, δύναμη διόρθωσης των ατελειών του και μεταρρυθμιστική ή ανατρεπτική-επαναστατική;
Οι κοινωνικές δυνάμεις που αντιπαρατίθενται μας δίνουν και την κοινωνική ταξική βάση της ζητούμενης Αριστεράς και σε αντίθεση με αντιλήψεις που προσβλέπουν σε μια Αριστερά υπερταξική (αταξική).
Συνακόλουθα, με βάση ποια κοσμοαντίληψη βλέπει ο καθένας να συγκροτείται αυτή η Αριστερά, στη βάση ποιας ιδεολογίας και προοπτικών, ποια πολιτική κατεύθυνση θα ορίζει την κίνησή της.
Στην πιο συγκεκριμένη προσέγγιση του ζητήματος βαραίνουν καθοριστικά οι συνθήκες μέσα στις οποίες τίθεται σήμερα το πρόβλημα. Διανύουμε μια περίοδο οξύτατης ταξικής σύγκρουσης ανάμεσα στις δυνάμεις του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος από τη μια και τον κόσμο της δουλειάς  και συνολικά τους λαούς από την άλλη.
Μια περίοδος που χαρακτηρίζεται από την επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη και με στόχο την επαναθεμελίωση των ταξικών σχέσεων σε βάση απόλυτης κυριαρχίας του κεφαλαίου. Την εκστρατεία επανακατάκτησης, επαναποικιοποίησης του κόσμου από μεριάς των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Την παρόξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών για το ξαναμοίρασμα του κόσμου, με όλους τους κινδύνους που συνεπάγεται αυτό για τους λαούς.
Απέναντι σ' αυτές τις εξελίξεις αναπτύσσεται η αντίσταση, η πάλη των λαών. Ωστόσο παραμένει γεγονός ότι αυτή η πάλη διεξάγεται σ' ένα πλαίσιο αρνητικών συσχετισμών για τους λαούς. Συσχετισμών που έχουν διαμορφωθεί με βάση την οπισθοχώρηση, την ήττα του εργατικού κομμουνιστικού κινήματος στη διάρκεια του δεύτερου μισού του αιώνα που μας πέρασε.
Από την άλλη, είναι γεγονός ότι η διαδικασία ανασύνταξης των λαϊκών δυνάμεων που έχει ξεκινήσει έχει ακόμη πολύ δρόμο μπροστά της.
Το πρόβλημα γίνεται πιο σοβαρό αν συνυπολογίσουμε την ανεπάρκεια των δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά, την αδυναμία (μάλλον την «απροθυμία» τους) να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις των καιρών.
Δυνάμεις που κατά βάση συνεχίζουν να κουβαλούν τα ιδεολογικά και πολιτικά χαρακτηριστικά που συνέβαλαν καθοριστικά στην ήττα. Που οδήγησαν στην αποσύνθεση το εργατικό κομμουνιστικό κίνημα και την αποσάθρωση της δύναμης αντίστασης και πάλης συνολικά των λαών. Που διαμόρφωσαν μια Αριστερά προσαρμοσμένη στους όρους, τα όρια και τις απαιτήσεις του συστήματος. Που -το κυριότερο- συνεχίζει να κινείται με την ίδια λογική και τους ίδιους ιδεολογικούς και πολιτικούς προσανατολισμούς.
Ολοφάνερη η αναγκαιότητα ανασύστασης, ανασυγκρότησης μιας Αριστεράς που να μπορεί να ανταποκριθεί τόσο στις άμεσες απαιτήσεις της ταξικής πάλης όσο και σ' αυτές που συνδέονται με την προοπτική του αγώνα των λαών. Δεν είναι μια υπόθεση που μπορεί να πραγματοποιηθεί εύκολα, γρήγορα και απλά. Είναι μια σύνθετη διαδικασία πάλης, ενότητας και διαχωρισμών και ταυτόχρονα μια διαδικασία που χρειάζεται να κάνει τη «διαδρομή» της στο χρόνο και στο πλαίσιο της ταξικής πάλης.
Σε σχέση με όλα αυτά αναδεικνύεται ένα ζήτημα καθοριστικής σημασίας, ιδιαίτερα μάλιστα που αποτελεί τον ιδεολογικό και πολιτικό παρονομαστή σειράς πολιτικών τάσεων, αντιλήψεων, κατευθύνσεων.
Η ολοκλήρωση της παλινόρθωσης, η συνολική ανατροπή των παγκόσμιων συσχετισμών υπέρ των πιο αντιδραστικών δυνάμεων επέβαλαν -ανάμεσα σε άλλα- και την κυριαρχία της αντίληψης πως ο καπιταλισμός είναι «μονόδρομος». Δεν πρόκειται απλά για μια άποψη, ένα ακόμη αστικό θεώρημα. Πρόκειται πλέον για σχέση που καθορίζει την πολιτική του συνόλου σχεδόν των πολιτικών δυνάμεων στον κόσμο. Και δεν εννοούμε βέβαια μόνο τις αστικές. Εννοούμε και αυτές που αναφέρονται στην Αριστερά, ακόμη και πολλές που κατά τα άλλα εμφανίζονται σαν επαναστατικές, κομμουνιστικές. Μια σχέση πραγμάτων που αναπαράγει την απρόσκοπτη κυριαρχία του συστήματος και ταυτόχρονα ανακυκλώνει τη σχέση υποταγής και τα αδιέξοδα της Αριστεράς.
Εδώ έχουμε ένα κρίσιμο ζήτημα και στη βάση του οποίου αναδεικνύεται μια βασική διαχωριστική γραμμή. Είναι φανερό ότι η ανάπτυξη του κινήματος έχει σαν όρο της τη δημιουργία ρωγμών στο πλαίσιο αυτής της κυριαρχίας, στοχεύοντας ταυτόχρονα στη συνολική ανατροπή αυτής της αντίληψης. Άλλο τόσο είναι φανερό πως άλλη «Αριστερά» είναι αυτή που υποτάσσεται στο «μονόδρομο», αποδέχεται τους όρους του και λειτουργεί στο πλαίσιό του και άλλη Αριστερά είναι αυτή που μπορεί και πρέπει να συγκροτηθεί έξω και ενάντια στην κυριαρχία μιας τέτοιας αντίληψης.

ΣΕ ΣΧΕΣΗ ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΤΑΞΙΚΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΕΙΣ

Στη χώρα μας την τελευταία περίοδο εξελίχθηκαν δύο σημαντικές αντιπαραθέσεις. Η μια αφορούσε το εκπαιδευτικό ζήτημα και η άλλη το ασφαλιστικό. Δύο αντιπαραθέσεις που εκφράζουν τη διαρκή σύγκρουση ανάμεσα στο κεφάλαιο, το σύστημα και τις κυβερνήσεις τους από τη μια και τον εργαζόμενο λαό και τη νεολαία από την άλλη. Μια σύγκρουση που οξύνεται από τη συνεχιζόμενη και κλιμακούμενη επίθεση του συστήματος και την αντίσταση λαού και νεολαίας.
Η επιλογή να ιδωθεί το ζήτημα που εξετάζουμε (της Αριστεράς) με βάση τα δεδομένα που ανέδειξε αυτή η ταξικού, πολιτικού χαρακτήρα αντιπαράθεση γίνεται για συγκεκριμένους λόγους.
Οι αντιπαραθέσεις τέτοιας διάστασης και περιεχομένου εμφανίζουν τον πραγματικό χαρακτήρα των αντιθέσεων, τα πραγματικά δεδομένα της κατάστασης στη χώρα μας.
Φάνηκαν σ' αυτές με τον πιο ξεκάθαρο και κατανοητό για τον καθένα τρόπο η πολιτική και οι διαθέσεις του συστήματος απέναντι στο λαό.
Εμφανίστηκε ανάγλυφα σειρά σοβαρών προβλημάτων που απασχολούν το λαό και τη νεολαία. Ανέδειξαν το σύνολο σχεδόν των προβλημάτων που αφορούν τα χαρακτηριστικά και την εξέλιξη της ταξικής πάλης στη χώρα μας.
Στο πεδίο αυτών των αναμετρήσεων εμφανίστηκαν πολύ συγκεκριμένα οι πολιτικές με τις οποίες αντιμετωπίστηκαν τα ζητήματα που τέθηκαν για το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων και ιδιαίτερα αυτών που αναφέρονται στην Αριστερά.
Στο ίδιο πεδίο, η θεώρηση των ζητημάτων που απασχολούν το κίνημα μπορεί να γίνει όχι μόνο γενικά και θεωρητικά, αλλά στη συγκεκριμένη τους σύνδεση με τις συγκεκριμένες εκφράσεις τους στο πεδίο της ταξικής πάλης. Αυτή η σχέση πραγμάτων δίνει μεγαλύτερη δυνατότητα στον κάθε εργαζόμενο, τον κάθε αγωνιζόμενο να κατανοήσει καλύτερα την ουσία των ζητημάτων που τίθενται, απόψεις, αντιλήψεις και πολιτικές. Ακριβώς επειδή τις αντιμετωπίζει στη συγκεκριμένη σχέση τους με τα προβλήματα που τον απασχολούν και αυτά που αναδεικνύει η πάλη του.
Βασικός λόγος, η κρισιμότητα του ζητήματος. Οι αντιπαραθέσεις αυτού του χαρακτήρα είναι εκείνες που διαμορφώνουν τους πραγματικούς συσχετισμούς, είναι αυτές που «αποφασίζουν» για τους όρους συνέχισης της ταξικής πάλης. Τέλος, η ανάδειξη όλων αυτών των δεδομένων και προβλημάτων που χαρακτηρίζουν την ταξική πάλη στη χώρα μας μας δίνει τη δυνατότητα να δούμε το πρόβλημα της Αριστεράς στη συγκεκριμένη πραγματική-πολιτική σχέση του με αυτά τα ζητήματα.

Η επίθεση του συστήματος - Η αντίσταση εργαζομένων και νεολαίας

Ας δούμε πιο συγκεκριμένα αυτή την εξέλιξη. Το σύστημα, στο πλαίσιο της γενικευμένης επίθεσης που έχει εξαπολύσει εδώ και χρόνια ενάντια στις λαϊκές μάζες, προχώρησε σε μια κλιμάκωσή της.
Με μια σειρά μέτρα και ρυθμίσεις που πλήττουν καίρια σημαντικές κατακτήσεις και δικαιώματα εργαζομένων και νεολαίας.
Πιο συγκεκριμένα, προώθησε μια συνολική επαναρρύθμιση του εκπαιδευτικού χώρου. Τον έλεγχο της «ροής» από την κατώτατη μέχρι την ανώτατη εκπαίδευση με σειρά νέων ταξικών φραγμών. Στόχος, η αναπαραγωγή της ταξικής διαστρωμάτωσης (που συντελείται στην εκπαιδευτική διαδικασία) στη βάση των σημερινών απαιτήσεων του κεφαλαίου.
Το άνοιγμα του δρόμου στην ιμπεριαλιστική διείσδυση στο χώρο της εκπαίδευσης με την αναθεώρηση του άρθρου 16. Την αποκατάσταση, εδραίωση της διαδικασίας αναπαραγωγής της κυρίαρχης ιδεολογίας στο πεδίο της εκπαίδευσης. Το χτύπημα των ελευθεριών του εκπαιδευτικού χώρου και ειδικότερα του φοιτητικού-σπουδαστικού κινήματος. Το χτύπημα των δικαιωμάτων, τον έλεγχο και την υποταγή του διδακτικού προσωπικού και μέσω αυτού όλης της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Ως προς το ασφαλιστικό, αυτό που βασικά στοχεύει είναι η αναίρεση του ασφαλιστικού σαν καθολικού κοινωνικού δικαιώματος. Η απαλλαγή του κράτους (δηλαδή του κεφαλαίου) από την υποχρέωση «επιστροφής» της παρακρατημένης υπεραξίας με τη μορφή συντάξεων, δικαιωμάτων, περίθαλψης κ.λπ. Την παραπέρα μείωση του μεριδίου του κόσμου της δουλειάς στο εθνικό εισόδημα με την αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης, τη μείωση των συντάξεων, την αύξηση των εισφορών, την ουσιαστική κατάργηση της δημόσιας περίθαλψης. Την παράδοση του ασφαλιστικού πεδίου και του κλάδου περίθαλψης στα όρνεα του ντόπιου και του ξένου κεφαλαίου.
Στην επίθεση αυτή, η νεολαία αρχικά και ο κόσμος της δουλειάς στη συνέχεια αντιστάθηκαν θαρραλέα, μαζικά και αγωνιστικά. Απέρριψαν τις κυβερνητικές ρυθμίσεις, αμφισβήτησαν την πολιτική της κυβέρνησης, εναντιώθηκαν έμπρακτα σ' αυτήν και προσανατολίστηκαν στη συνολική αντιμετώπιση της επίθεσης.
Στον αγώνα τους είχαν και σημαντικές επιτυχίες. Ο αγώνας της νεολαίας ανέστειλε για ένα χρόνο την προώθηση του νόμου πλαισίου για την παιδεία, ματαίωσε την αναθεώρηση του άρθρου 16 και συνολικά του συντάγματος, ανάγκασε την κυβέρνηση να κρατήσει για καιρό στο συρτάρι το νόμο για το ασφαλιστικό.
Το ίδιο το γεγονός της μαζικότητας, της μαχητικότητας, της επιμονής και της διάρκειας του αγώνα αποτελούσε κιόλας ένα βήμα μπροστά για το κίνημα. Μέσα από τις εκατοντάδες καταλήψεις σχολών και για μεγάλο διάστημα, τις διαδηλώσεις, τις χιλιάδες των απεργών και των εργαζομένων που κατέβηκαν στους δρόμους, ο αγώνας των εργαζομένων και της νεολαίας ανυψώθηκε σε μια συνολική αντιπαράθεση ταξικού-πολιτικού χαρακτήρα. Μια αντιπαράθεση που έκρινε την ανάσχεση ή τη συνέχιση και κλιμάκωση της επίθεσης του συστήματος ενάντια στο λαό.
Σ' αυτή την αντιπαράθεση και ενόσω η εξέλιξή της εξαρτιόταν από τις διαθέσεις και την κίνηση του κόσμου, υπήρξαν, όπως αναφέρθηκε, σημαντικές επιτυχίες. Δεν μπόρεσε ωστόσο να σταθεροποιηθεί σ' αυτή την κατεύθυνση και να πάει έτσι μέχρι το τέλος και για λόγους στους οποίους θα αναφερθούμε.
Καθώς γνωρίζουμε, η επίθεση του συστήματος κατόρθωσε τελικά να συνεχιστεί και συνεχίζεται κλιμακούμενη μέχρι τις μέρες μας.

Όροι και αιτίες της οπισθοχώρησης

Οι αιτίες για μια τέτοια εξέλιξη βρίσκονται αρχικά -και από γενική άποψη- στο συνολικότερο αρνητικό συσχετισμό, στις συνέπειες της ήττας του κινήματος. Στην αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης, δύναμης-κορμού της λαϊκής πάλης. Στην επί δεκαετίες διαδικασία αποδόμησης του εργατικού, κομμουνιστικού κινήματος, που οδήγησε σε μια συνολική καθίζηση. Στην άλωση-παράλυση των συνδικαλιστικών μορφών συγκρότησης από αστικές και ρεφορμιστικές δυνάμεις. Στη μακροχρόνια έτσι «διακοπή» μιας παράδοσης αγωνιστικής αντιμετώπισης της πολιτικής του συστήματος και προώθησης των λαϊκών διεκδικήσεων. Στο ότι συνεχίζουν να έχουν σημαντική επιρροή αστικές και ρεφορμιστικές αντιλήψεις και δυνάμεις. Συνακόλουθα, στο ότι δεν έχουν αναπτυχθεί στον απαιτούμενο βαθμό οι αντιλήψεις που αμφισβητούν αυτή την επιρροή και θα μπορούσαν να οδηγήσουν στη συγκρότηση των αγωνιστικών διαθέσεων του κόσμου, των ανεξάρτητων «εσωτερικών κινητήρων» της λαϊκής πάλης.
Με βάση όλα αυτά τα δεδομένα υπήρξε καθοριστικός -εκ των πραγμάτων- ο ρόλος και η στάση των πολιτικών δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά. Σημαντικός επίσης ο ρόλος της συνδικαλιστικής ηγεσίας, αν και θα πρέπει να επισημάνουμε ότι και αυτής η πολιτική διαμορφώνεται σε καθοριστικό βαθμό από την επιρροή συγκεκριμένων πολιτικών δυνάμεων (ΠΑΣΟΚ, ΚΚΕ, ΣΥΝ, ενώ ερείσματα έχει και η ΝΔ).
Εδώ, στην πολιτική και τη στάση αυτών των δυνάμεων (και αναφερόμαστε βασικά σε αυτές της Αριστεράς), βρίσκονται οι όροι που καθόρισαν την τέτοια εξέλιξη αυτής της ταξικής πολιτικής αντιπαράθεσης. Στο δικό τους αρνητικό ρόλο.

Για τα κριτήρια των εκτιμήσεών μας

Είναι χρήσιμο εδώ να δοθούν ορισμένες διευκρινίσεις σε σχέση με τα κριτήρια με τα οποία γίνονται αυτές οι εκτιμήσεις και προς αποφυγή παρανοήσεων. Πολύ περισσότερο που σ' όλο αυτό το διάστημα προβλήθηκαν πολλές ανοησίες που πολλή σύγχυση δημιούργησαν σε έναν κόσμο.
Είχαμε έτσι από σχέδια μιας «άλλης παιδείας» μέχρι κυβερνητικά προγράμματα και από διεκδικήσεις «ρεαλιστικές» έως ... «κομμουνιστικού» χαρακτήρα. Τα κριτήρια που μπαίνουν εδώ δεν είναι βέβαια το μπας και μπορούσαμε να ανατρέψουμε το καπιταλιστικό σύστημα και δεν το επιχειρήσαμε. Ούτε το αν ήταν στο χέρι μας να διαμορφώσουμε ένα εκπαιδευτικό ή ασφαλιστικό σύστημα στα μέτρα μας και «μας ξέφυγε». Δεν είναι το αν μπορούσε να απαντηθεί το ζήτημα της Αριστεράς ή του κομμουνιστικού κινήματος και «αδιαφορήσαμε» γι' αυτό.
Όλα αυτά και άλλα παρόμοια που ακούστηκαν τα θεωρούμε επιεικώς ανοησίες. Από τη μεριά μας, είμαστε πιο «ολιγαρκείς», δηλαδή συγκεκριμένοι, και γι' αυτό ίσως πιο αυστηροί και απαιτητικοί.
Δεν θα θέσουμε καν σαν κριτήριο -τουλάχιστον όχι με απόλυτο τρόπο- το αν κερδήθηκαν ή χάθηκαν αυτές οι μάχες. Ούτε θα πούμε πως αν δίνονταν διαφορετικά θα «κερδίζονταν». Αυτό είναι ένα ερώτημα στο οποίο δεν μπορεί πλέον να απαντήσει κανείς. Αυτό που μπορεί να ειπωθεί με βεβαιότητα είναι πως η κατάληξη που υπήρξε δεν ήταν και η αναπόφευκτη. Δεν διαμορφώθηκε μόνο από τα αντικειμενικά δεδομένα αλλά και από τον τρόπο που αντιμετωπίστηκε το ζήτημα από τους συντελεστές αυτής της εξέλιξης.
Υπό άλλους όρους θα είχαμε άλλα δεδομένα. Πολύ περισσότερο που υπήρχαν -και- ευνοϊκές προϋποθέσεις. Αν θυμηθούμε, λ.χ., το προηγούμενο του νόμου Γιαννίτση, αν πάρουμε υπόψη μας τις επιτυχίες που είχε το κίνημα και στις οποίες ήδη αναφερθήκαμε (άρθρο 16 κ.ά.) και πάνω απ' όλα τις σε μαζική κλίμακα αγωνιστικές διαθέσεις του κόσμου.
Ως προς το ζήτημα των κριτηρίων, λοιπόν, από τη μεριά μας έχουμε πλήρη επίγνωση ότι στη ζωή και στην ταξική πάλη υπάρχουν πολλές «κερδισμένες» και «χαμένες» μάχες (με όλη τη σχετικότητα που έχουν οι όροι στη διαρκώς εξελισσόμενη πραγματικότητα της ταξικής πάλης). Το ζήτημα πάντα είναι το τι «αφήνουν» τόσο οι μεν όσο και οι δε. Ποιους συσχετισμούς διαμορφώνουν, ποιους όρους και ποια δεδομένα δημιουργούν και στη βάση των οποίων πραγματοποιούνται οι επόμενες αναμετρήσεις.
Βασική συνάρτηση ως προς το τι αφήνουν δεν είναι μόνο το αν κερδήθηκαν ή χάθηκαν, αλλά το πώς επιχειρήθηκαν, με ποιον τρόπο πραγματοποιήθηκαν. Στη βάση ποιας στόχευσης, ποιας κατεύθυνσης, με ποιο επίπεδο συμμετοχής του κόσμου, ποια ζητήματα ανέδειξαν, «μέχρι πού» έφτασε η αντιπαράθεση. Αυτά είναι που κυρίως μας ενδιαφέρουν και εξετάζουμε εδώ.

Μεθοδεύσεις συσκότισης-τρομοκράτησης

Όπως ήδη αναφέρθηκε, αυτό που είχαμε σ' αυτές τις εξελίξεις ήταν η έκφραση της διαρκούς σύγκρουσης ανάμεσα στο κεφάλαιο και το σύστημα συνολικά απ' τη μια μεριά και τον εργαζόμενο λαό και τη νεολαία από την άλλη.
Την ανάδειξη σ' αυτή τη βάση μιας συνολικής αντιπαράθεσης ταξικού-πολιτικού χαρακτήρα που έκρινε την ανάσχεση ή την κλιμάκωση της επίθεσης του συστήματος ενάντια στο λαό.
Τον ταξικό, πολιτικό χαρακτήρα αυτής της αντιπαράθεσης, το περιεχόμενο και την κρισιμότητα του διακυβεύματός της το σύστημα τα κατανοούσε μάλλον καλύτερα απ' όλους. Ακριβώς επειδή είχε πλήρη επίγνωση του ταξικού χαρακτήρα της επίθεσης που επιχειρούσε. Γι' αυτό και την αντιμετώπισε σαν τέτοια που ήταν. Γι' αυτό και την προετοίμασε ολόπλευρα. Γι' αυτό και την εξαπέλυσε με πλήρη ενεργοποίηση όλων των μέσων και των μηχανισμών του. Γι' αυτό και τη συνέχισε με επιμονή, αποφασιστικότητα αλλά και με αδυσώπητη σκληρότητα όταν και όπου έκρινε αναγκαίο.
Το σύστημα είχε (και έχει) πλήρη επίγνωση ότι η πολιτική που προωθούσε θα συναντούσε την αντίθεση των εργαζομένων και της νεολαίας. Θα προτιμούσε βέβαια να μπορέσει να την προωθήσει χωρίς μεγάλες αντιδράσεις και τα ανάλογα κόστη. Προετοιμάζεται όμως ταυτόχρονα για όλα τα ενδεχόμενα, έως και αυτό της σύγκρουσης. Ανάλογα οργανώνει και διατάσσει τις δυνάμεις του.
Το πρώτο που προσπαθεί πάντα να κάνει είναι να συσκοτίσει το πραγματικό -ταξικό- περιεχόμενο, το χαρακτήρα της πολιτικής του, τους αληθινούς στόχους και επιδιώξεις του. Γι' αυτό και τα διάφορα μέτρα που προωθεί υπέρ του κεφαλαίου προσπαθεί να τα εμφανίσει σαν απαραίτητα για το έθνος, την κοινωνία, την οικονομία, το ... λαό και τη (μελλοντική) ευημερία του. Να αποπροσανατολίσει έτσι τον κόσμο, να καθυστερήσει και να αμβλύνει τις αντιδράσεις του, να δώσει «επιχειρήματα» στους κατ' επάγγελμα απολογητές του.
Συνακόλουθα προτείνει «διάλογο». Στην πραγματικότητα δεν είναι διατεθειμένο να συζητήσει με κανέναν την ουσία της πολιτικής του. Αυτό που επιχειρεί είναι να επιτείνει τη σύγχυση και κυρίως να προσφέρει προσχήματα σε διάφορους «πρόθυμους» να συνθηκολογήσουν. Με τους μηχανισμούς που διαθέτει, τον έλεγχο των ΜΜΕ, επιχειρεί μια εκστρατεία στρέβλωσης, συκοφάντησης τόσο των διεκδικήσεων των εργαζομένων όσο και αυτών που αντιδρούν (άκαιρες, αναχρονιστικές, συντεχνιακές, τα ρετιρέ, οι αγκυλώσεις του παρελθόντος κ.ά.). Ταυτόχρονα, και προσπαθώντας να τρομοκρατήσει, επισείει κινδύνους και συμφορές αν δεν γίνουν αυτά που επιδιώκει, αλλά και απειλεί με συνέπειες όσους επιμένουν να αντιστέκονται.
Ακόμη -ως κυβέρνηση- προβάλλει την αρμοδιότητά της να υλοποιήσει το πρόγραμμα με βάση το οποίο έλαβε την «εντολή» της πλειοψηφίας του ελληνικού λαού. Ένα «μήνυμα» που απευθύνεται βασικά σε πολιτικές δυνάμεις που τυχόν θα έμπαιναν σε πειρασμό να αξιοποιήσουν για λογαριασμό τους την αναταραχή.
Γενικότερα προσπαθεί να σπείρει τη σύγχυση και τον αποπροσανατολισμό. Να τρομοκρατήσει, να διασπάσει, να αδρανοποιήσει όσο μπορεί περισσότερο τις λαϊκές δυνάμεις. Να απομονώσει με κάθε τρόπο όσους επιμένουν να αγωνίζονται. Να «νομιμοποιήσει» έτσι τη χρήση είτε της δικαστικής είτε ακόμη και της πιο ωμής αστυνομικής βίας ενάντιά τους. Τέλος, η δεδομένη κοινοβουλευτική πλειοψηφία έρχεται να επικυρώσει και να κατοχυρώσει τις επιδιώξεις του κεφαλαίου, καθιστώντας τες νόμους του κράτους. Έτσι, κι εκείνες οι δυνάμεις που στη διάρκεια του αγώνα απέφυγαν να αναλάβουν τις ευθύνες τους μπορούν πλέον με ήσυχη τη συνείδηση να επιστρέψουν στις τρέχουσες ασχολίες τους (να προετοιμαστούν για τις επόμενες εκλογές κ.λπ.)

Αυτό που απαιτούνταν

Τι απαιτούσαν οι εξελίξεις; Θα λέγαμε καταρχάς αυτό που ήδη συντελούνταν. Η αντίδραση, η αντίσταση που πρόβαλλαν νεολαία και εργαζόμενοι. Είχαμε έτσι ένα όχι και τόσο συνηθισμένο φαινόμενο στην περίοδο που διανύουμε. Την ανάδειξη ζητημάτων που συμπυκνώνουν την αντίθεση του κόσμου στο σύστημα. Που τον ξεσηκώνουν, τον κινητοποιούν μαζικά και ενεργοποιούν τις πιο μαχητικές του διαθέσεις αντίστασης και πάλης. Που, παρ' όλες τις αναμφισβήτητες αδυναμίες και ανεπάρκειες που υπήρξαν, διαμορφώνουν τους πρωταρχικούς, βασικούς όρους μιας συνολικής αντιπαράθεσης στην επίθεση του συστήματος. Μιας αντιπαράθεσης που ήδη την επιχειρούσε από τη μεριά του το σύστημα και με όλα τα μέσα. Και που «αποδεχόμενός» την ο λαός δεν είχε να χάσει τίποτε περισσότερο από αυτά που θα έχανε αν αδρανούσε και υποτασσόταν. Αντίθετα, είχε μόνο να κερδίσει απ' τον αγώνα του, τόσο περισσότερο όσο πιο καλά και αποτελεσματικά τον διεξήγαγε.
Αυτά που απαιτούνταν λοιπόν ήταν η παραπέρα αποκάλυψη του ταξικού, του αντιδραστικού χαρακτήρα των μέτρων που προωθούσε η κυβέρνηση. Των πραγματικών στόχων της επίθεσης. Να αναδειχτεί ακόμη πιο ξεκάθαρα το δίκιο των εργαζομένων και της νεολαίας. Να ξετιναχτούν οι συκοφαντίες και να παραδοθούν στην κοινή χλεύη οι συκοφάντες. Να οργανωθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο και σ' όλα τα πεδία ο αγώνας. Και, βέβαια, να είναι κατανοητή και με τον πιο ουσιαστικό τρόπο η σημασία της αντιπαράθεσης. Το ότι έκρινε την ανάσχεση ή κλιμάκωση της επίθεσης του συστήματος ενάντια στο λαό για τα επόμενα χρόνια.
Αυτό που ακόμα απαιτούνταν ήταν η ανάληψη της πολιτικής ευθύνης αυτής της ταξικής, πολιτικής αντιπαράθεσης από τις δυνάμεις της υποτιθέμενης Αριστεράς. Αυτό δηλαδή που θα συνέβαινε αν οι ετικέτες και οι διακηρύξεις εκφράζανε και ένα αντίστοιχο πραγματικό περιεχόμενο. Αυτές οι δυνάμεις όχι μόνο δεν ανέλαβαν μια τέτοια ευθύνη, αλλά, αντίθετα, έκαναν ό,τι μπορούσαν για να αποπροσανατολίσουν, να φρενάρουν, να μπλοκάρουν τις διαθέσεις του κόσμου. Αν η πάλη των εργαζομένων και της νεολαίας αναδείκνυε τη διάθεσή τους, την τάση και την αναγκαιότητα της σύγκρουσης με το σύστημα, αυτό ήταν που καθόλου δεν ήθελαν οι δυνάμεις της υποτιθέμενης Αριστεράς. Ακριβώς επειδή αυτές οι δυνάμεις κινούνταν σε μια εντελώς άλλη πολιτική τροχιά (και με άλλες στοχεύσεις) από αυτή που απαιτούσαν οι συνθήκες που διαμορφώνονταν. Έτσι επέλεξαν να εκτρέψουν το κίνημα από το δρόμο που έδειχνε να παίρνει και ακριβώς για να μην τους αναγκάσει το κίνημα να «εκτραπούν» αυτές από τη δική τους τροχιά (ή να εκτεθούν ανεπανόρθωτα).
Και φυσικά το σύστημα απ' τη μεριά του έβγαλε τα δικά του συμπεράσματα. Είδε για άλλη μια φορά τι έχει πραγματικά απέναντί του. Επανεπιβεβαίωσε με τι είδους Αριστερά έχει να «αναμετρηθεί». «Αναγνώρισε» το περιεχόμενο και τα όρια μιας πολιτικής που υπό τους δοσμένους όρους δεν αποτέλεσε παρά το πράσινο φως για την κλιμάκωση της επίθεσης ενάντια στο λαό. Και την οποία φυσικά το σύστημα συνεχίζει χωρίς να ανησυχεί και χωρίς να δίνει καμία σημασία στις ρητορικές αντιδράσεις αυτής της πλευράς και τα «δημοψηφίσματα» που προκηρύσσει.

Η «φυγή» των ρεφορμιστών από το πρόβλημα

Αυτό που χαρακτήριζε τη στάση των ρεφορμιστικών δυνάμεων ήταν μια τάση «φυγής» από το πραγματικό πρόβλημα που είχε τεθεί. Αν το σύστημα είχε πλήρη επίγνωση του ταξικού χαρακτήρα της αναμέτρησης, αν ο κόσμος ενστικτωδώς το αντιλαμβανόταν και ανάλογα αντιδρούσε, οι ρεφορμιστές δεν μπορούσαν και κυρίως δεν ήθελαν να το αντιληφθούν. Ακριβώς επειδή η ουσιαστική αναγνώριση του ταξικού, πολιτικού χαρακτήρα της αντιπαράθεσης όριζε και τον τρόπο αντιμετώπισής της, υπαγόρευε την ανάληψη μιας πολιτικής ευθύνης που αυτές οι δυνάμεις καθόλου δεν επιθυμούσαν.
Αυτή η κατεύθυνση εκφράστηκε και με μια τάση υποτίμησης του αγώνα που διεξαγόταν και υποβάθμισης της σημασίας της ανάσχεσης της επίθεσης. Η οποία, κατ' αυτούς, «δεν απαντάει στο συνολικό πρόβλημα», το οποίο έχει και «άλλες σημαντικές πλευρές». «Το ζήτημα είναι ευρύτερο», «είναι ζήτημα συνολικής πολιτικής» κ.λπ. κ.λπ.
Και λοιπόν; Αν το ζήτημα έχει (που βεβαίως έχει) και άλλες διαστάσεις, αυτό κατά ποια έννοια αναιρεί τη σημασία και την αναγκαιότητα αντίστασης, ανάσχεσης της επίθεσης; Και τι άραγε σημαίνει να θεωρεί κανείς ελάσσονος σημασίας την απόκρουση μιας επίθεσης που τσακίζει δικαιώματα και κατακτήσεις του λαού, που τον φορτώνει με νέα και δυσβάσταχτα βάρη;
Σημαίνει, πρώτον, ότι είναι αποκομμένος στην πραγματικότητα από το λαό και αδιαφορεί για τα προβλήματα και τις άμεσες ανάγκες του.
Σημαίνει, δεύτερον, ότι δεν κατανοεί (επειδή δεν θέλει) ότι «ευρύτεροι στόχοι» δεν μπορούν να τεθούν χωρίς απάντηση στα άμεσα προβλήματα που θέτει η ταξική πάλη.
Σημαίνει, τρίτον, ότι η στρέβλωση της πολιτικής του σκέψης έχει φτάσει σε τόσο εκτρωματικά επίπεδα ώστε να μπορεί θρασύτατα να διατυπώνει απόψεις για «αναποτελεσματικότητα» και «ματαιότητα» των αγώνων.
Η σύγχυση ως προς το χαρακτήρα της επίθεσης συνοδευόταν και υπηρετούνταν και από μια ανάλογη σύγχυση που καλλιεργούνταν ως προς τη φύση των ζητημάτων που είχαν τεθεί αλλά και το δρόμο αντιμετώπισής τους από τη μεριά του λαού. Στην πραγματικότητα συνέπλεαν με την προπαγάνδα του συστήματος που ήθελε να εμφανίσει ότι το πρόβλημα του ασφαλιστικού είναι τα «ταμεία» και της παιδείας οι «αιώνιοι» φοιτητές. Μόνο που το ασφαλιστικό δεν είναι ζήτημα καλής ή κακής διαχείρισης για να τη βελτιώσουν οι ρεφορμιστές με τις προτάσεις τους. Είναι ζήτημα ταξικής πολιτικής που καθορίζεται, από τη μια, από τη φύση και τις διαθέσεις του συστήματος και, από την άλλη, από τη δύναμη αντίστασης των εργαζομένων.
Το ζήτημα της εκπαίδευσης δεν είναι «πανεθνικό» και αταξικό ώστε το πρόβλημα της αναδιοργάνωσης (ή αναβάθμισής της) να αφορά απλά μια ουδέτερη και τεχνικού χαρακτήρα διαδικασία. Είναι ζήτημα που συνδέεται άμεσα με τις ρυθμίσεις που θέλει να επιβάλει το κεφάλαιο και οι οποίες στρέφονται ευθέως ενάντια στα δικαιώματα της νεολαίας.
Ο χαρακτήρας της επίθεσης, οι στόχοι που προωθούσε η κυβέρνηση, η φύση των ζητημάτων που είχαν τεθεί υπαγόρευαν και το δρόμο αντιμετώπισής τους από τη μεριά του λαού. Το δρόμο της αντίστασης, της πάλης, της αντιπαράθεσης με το σύστημα. Μόνο που οι ρεφορμιστές θέλουν να στρέψουν τα πράγματα σε μια άλλη κατεύθυνση.
Πήραν και έδωσαν οι προτάσεις και τα προγράμματα για «μια άλλη παιδεία», για ένα «άλλο ασφαλιστικό σύστημα». Πίστευαν, δηλαδή, με τα σωστά τους ότι θα κάτσουν σ' ένα τραπέζι μαζί με το κεφάλαιο και την κυβέρνηση για να διαμορφώσουν το πρόγραμμα μιας άλλης παιδείας; Ή ενός άλλου ασφαλιστικού; Νόμιζαν στ' αλήθεια πως μπορεί να υπάρξει «άλλη» παιδεία ή «άλλο» ασφαλιστικό σύστημα μέσα «σ' αυτό», δηλαδή το καπιταλιστικό σύστημα; Ή μήπως φαντάζονταν πως μέσα από αλλαγές στην παιδεία, λ.χ., θα επιβάλλανε ανάλογες αλλαγές και στην κοινωνία; Είχαν στ' αλήθεια τέτοιες αυταπάτες; Και είχαν και δεν είχαν. Εκείνο πάντως που σίγουρα τους διακατείχε ήταν η αγωνία τους απέναντι στην ύπαρξη ενός κινήματος που «απειλούσε» να τους βγάλει απ' το δρόμο τους.

Υποβάθμιση των στόχων πάλης

Από την υποβάθμιση του ζητήματος της ανάσχεσης της επίθεσης και πάντα καλλιεργώντας τη σύγχυση, πέρασαν στην υποβάθμιση των κεντρικών στόχων της πάλης των εργαζομένων και της νεολαίας.
Η κυβέρνηση προχώρησε στην επίθεσή της μέσα από την προώθηση του νόμου πλαίσιου για την παιδεία, την αναθεώρηση του άρθρου 16 και του νόμου για το ασφαλιστικό. Αυτές ήταν οι βασικές νομοθετικές ρυθμίσεις που συγκροτούσαν, συμπύκνωναν και εξέφραζαν το αντιδραστικό ταξικό περιεχόμενο της επίθεσης. Με την ψήφισή τους την επικύρωναν, τη νομιμοποιούσαν, την καθιστούσαν δεδομένο της οικονομικής κοινωνικής και πολιτικής ζωής.
Πολύ σωστά η αντίσταση και πάλη των εργαζομένων και της νεολαίας -μισοαυθόρμητα-μισοσυνειδητά, αν θέλετε- επικεντρώθηκε στην απόρριψη των σχετικών νόμων και της αναθεώρησης του 16.
- Ποια ήταν η στάση των δυνάμεων της υποτιθέμενης Αριστεράς απέναντι στο ζήτημα; Ας ξεκινήσουμε από το «τέλος». Λίγο πριν από την ψήφιση του νόμου για το ασφαλιστικό, όλες οι δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά προέταξαν την άποψη ότι δεν πρέπει να περάσει αυτός ο νόμος. Αναμφίβολα σωστή θέση. Μόνο λίγο «καθυστερημένη» και ανακόλουθη. Γιατί πώς να εξηγήσουμε ότι στο ξεκίνημα αυτού του «διπλού» αγώνα οι ίδιες αυτές δυνάμεις (πλην Λακεδαιμονίων) είχαν την εντελώς αντίθετη άποψη έως και την εντελώς αλλοπρόσαλλη στην εξέλιξή του;
Πήρε και έδωσε η φιλολογία για το πόσο «αμυντικός» είναι ένας τέτοιος στόχος, πόσο «ολίγος» και «ανεπαρκής», πόσο «δεν απαντάει στο πρόβλημα της παιδείας» (ή του ασφαλιστικού). Ακόμη και σε σχέση με την αναθεώρηση του 16, όπου η ασυμβίβαστη πάλη της νεολαίας υποχρέωσε αυτές τις δυνάμεις να συρθούν και να συμπαραταχθούν, ακούστηκαν όχι λίγες ανοησίες: Δεν είναι το 16 το κύριο ζήτημα, αλλά ο νόμος πλαίσιο για την παιδεία. Δεν είναι ο νόμος πλαίσιο, αλλά το 16. Δεν είναι το 16, αλλά συνολικά η αναθεώρηση του συντάγματος. Δεν μπορούμε να αρκούμαστε σε τόσο περιορισμένους στόχους, αλλά να θέσουμε ευρύτερους κ.λπ. κ.λπ. Λεγόταν και προωθούνταν οτιδήποτε, αρκεί να μην έμπαινε το ζήτημα στη σωστή του διάσταση και να αντιμετωπιστεί ανάλογα.
Το τραγελαφικό του πράγματος πήρε νέες διαστάσεις όταν οι ίδιες αυτές δυνάμεις από εκεί που έβρισκαν το στόχο της κατάργησης του νόμου «ολίγο» άρχισαν να τον βρίσκουν υπερβολικό, μη ρεαλιστικό και ανέφικτο για τις δυνατότητες του κινήματος. Αυτός ο στόχος λοιπόν ήταν λίγος, ήταν πολύς, ήταν έτσι κι έτσι κι όσοι μπερδευτήκατε τι να σας κάνουμε. Κάπως έτσι μας προέκυψαν και οι διάφορες προτάσεις διόρθωσης, τροποποίησης του νόμου, της κατάργησής του στην πράξη, το δημοψήφισμα για το ασφαλιστικό και άλλα φαιδρά. Όσο για τους «προωθημένους» και «επιθετικούς» στόχους, αυτοί πήγαν να κάνουν παρέα με την «αντεπίθεση» της κυρίας Παπαρήγα.

«Ανεπάρκεια» στόχων ή ανεπάρκεια «Αριστεράς»

Αλήθεια, τι σημαίνει να βρίσκει κανείς «ανεπαρκή στόχο» την κατάργηση (ή ματαίωση ψήφισης) ενός αστικού νόμου και μάλιστα στις μέρες μας με δεδομένους τους αρνητικούς συσχετισμούς; Τι σημαίνει να παρακάμπτει το γεγονός ότι η ματαίωση της ψήφισης του νόμου σημαίνει και ανάσχεση της επίθεσης ενάντια στο λαό και τη νεολαία; Θα λέγαμε ό,τι σημαίνει και  υποτίμηση-υποβάθμιση συνολικά αυτού του αγώνα, αλλά ας δούμε αυτό το ζήτημα και σε μιαν άλλη του διάσταση.
Αναφέρθηκε προηγούμενα πως η επικέντρωση του αγώνα εργαζομένων και νεολαίας στην απόρριψη αυτών των νομοθετικών ρυθμίσεων ήταν σωστή. Όπως αυτές συμπυκνώνουν και εκφράζουν τα αντιδραστικά χαρακτηριστικά της επίθεσης, με ανάλογο τρόπο η στοχοποίησή τους από την άλλη μεριά συμπυκνώνει, εκφράζει και συνολικοποιεί την αντίθεση, την αντίσταση, τον αγώνα του λαού ενάντια στην επίθεση που δέχεται. Ταυτόχρονα είναι σωστή και από μιαν άλλη, πολύ σημαντική πλευρά.
Στα στοιχειώδη της εμπειρίας της ταξικής πάλης ανήκει και η επίγνωση ότι η πρόταξη ενός σαφούς και συγκεκριμένου στόχου συσπειρώνει τον κόσμο, συγκεκριμενοποιεί το μέτωπο πάλης, ενοποιεί τον αγώνα, δημιουργεί μια όλο και μεγαλύτερη δυναμική.
Αντίθετα, το τσουβάλιασμα αιτημάτων διαμορφώνει ένα πλαδαρό πλαίσιο, που δημιουργεί σύγχυση και αποπροσανατολίζει τον κόσμο ως προς το πού στοχεύει, επιδρά αρνητικά στη μαζικοποίηση και συσπείρωση, παραλυτικά ως προς την ανάπτυξη της δυναμικής του αγώνα.
Από τα πολύ γνωστά επίσης η άποψη για τον αποφασιστικό «κρίκο» πάλης που το «τράβηγμά του» συμπαρασύρει όλη την «αλυσίδα». Και για όσους τυχόν δεν το γνωρίζουν (λέμε τώρα), υπήρξε μέσα σ' αυτό τον αγώνα ένα πολύ συγκεκριμένο «μάθημα»: η ματαίωση της αναθεώρησης του άρθρου 16 συμπαρέσυρε στη συνολική ματαίωση της αναθεώρησης του συντάγματος. Μόνο που για να μπορεί να μαθαίνει κανείς από τις εμπειρίες της ταξικής πάλης πρέπει καταρχάς να θέλει να μάθει. Και αυτό βρίσκεται σε ευθεία συνάρτηση με την πολιτική φυσιογνωμία, τη γραμμή, τις στοχεύσεις του. Και όλες αυτές οι παλινωδίες της υποτιθέμενης Αριστεράς είχαν έναν κοινό παρονομαστή. Την αγωνία τους απέναντι στην πιθανότητα ανάπτυξης ενός κινήματος που θα μπορούσε να τους υπερβεί.

Η πάλη εργαζομένων – νεολαίας

Η ίδια πολιτική της σύγχυσης και του αποπροσανατολισμού εκφράστηκε και στο ζήτημα ανάδειξης και προώθησης των συγκεκριμένων στόχων πάλης.
Αν ρωτούσαμε οποιονδήποτε εργαζόμενο τι σημαίνει γι' αυτόν το ασφαλιστικό ζήτημα και σε ποια βάση τον απασχολεί, θα απαντούσε άμεσα και συγκεκριμένα. Σε ποια ηλικία θα πάρει σύνταξη. Τι ύψος σύνταξης θα πάρει. Τι εισφορές θα πληρώνει στο μεταξύ. Αν θα έχει την απαιτούμενη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και χωρίς πρόσθετες επιβαρύνσεις. Ολα αυτά θα τα αντιμετώπιζε σαν αναφαίρετα δικαιώματά του που απορρέουν από την εργασιακή του συνεισφορά δεκαετιών και αντίστοιχα σαν υποχρέωση του κράτους.
Αν μπορούσαμε να έχουμε την πραγματική άποψη των κεφαλαιοκρατών και όχι αυτήν που προβάλλουν, θα μας έδιναν τις ίδιες ακριβώς απαντήσεις από την ανάποδη. Άλλωστε, την πραγματική άποψη του κεφαλαίου δεν θα τη βρούμε στα όσα αποπροσανατολιστικά προβάλλονται από τους μηχανισμούς προπαγάνδας, αλλά οφείλουμε να την αναζητήσουμε στο πραγματικό περιεχόμενο και τους στόχους των ρυθμίσεων που προωθούν. Ρυθμίσεις που στοχεύουν στον περιορισμό μέχρι καταργήσεως των δικαιωμάτων των εργαζομένων που συνδέονται με τα ζητήματα που μόλις αναφέραμε.
Το κεφάλαιο γνωρίζει πολύ καλά ότι ο τρόπος ρύθμισης αυτών των ζητημάτων διαμορφώνει το ασφαλιστικό τοπίο, προσδιορίζει την πραγματική υλική σχέση του κόσμου της δουλειάς από τη μια και του κεφαλαίου από την άλλη με το ασφαλιστικό ζήτημα.
Σ' αυτό το πεδίο και σε αναφορά με αυτά τα ζητήματα εκφράζεται η αντίθεση κεφαλαίου-εργαζομένων. Στο ίδιο εκδηλώνεται και η σύγκρουση ανάμεσα στις δύο πλευρές, από τη μια με τις ρυθμίσεις που θέλει να επιβάλει το κεφάλαιο και από την άλλη με τις αντίθετες διεκδικήσεις που προβάλλουν οι εργαζόμενοι και σε αναφορά πάντα με τα ίδια ζητήματα.
Αυτό σημαίνει ότι αυτά τα ζητήματα έπρεπε να αναδειχτούν όσο γίνεται περισσότερο, αυτές οι διεκδικήσεις έπρεπε να υποστηριχτούν, να προταχθούν στην πρώτη γραμμή, να γίνουν σημαία του αγώνα. Πρώτα και κύρια επειδή αυτά συνιστούν την καρδιά του προβλήματος.
Ταυτόχρονα οι αντίστοιχες διεκδικήσεις είναι εκείνες που μπορούν να κινήσουν τον κόσμο ενεργά, μαζικά, μαχητικά, μιας και αφορούν τα προβλήματα που βιώνει και κατανοεί ο κόσμος της δουλειάς καθημερινά και με τον πιο άμεσο τρόπο.
Φαίνεται ωστόσο ότι οι μόνες που δεν αντιλαμβάνονταν τίποτα (επειδή δεν ήθελαν) ήταν οι δυνάμεις της υποτιθέμενης Αριστεράς, οι οποίες κινήθηκαν σε εντελώς αντίθετη τροχιά. Αλλά ας δούμε πρώτα μια ακόμη έκφραση του προβλήματος πριν αναφερθούμε σ' αυτά.
Με ανάλογους όρους είχε ήδη τεθεί το ζήτημα στο χώρο της σπουδάζουσας νεολαίας και στο πεδίο του αγώνα που διεξήγαγε. Ο αγώνας της σπουδάζουσας νεολαίας βασιζόταν και εξέφραζε τις πραγματικές αντιθέσεις που χαρακτηρίζουν το χώρο της εκπαίδευσης και οι οποίες δεν αποτελούν παρά προβολή των γενικότερων κοινωνικών ταξικών αντιθέσεων στο ίδιο πεδίο. Αντιθέσεις τις οποίες όξυνε η επίθεση του συστήματος καθώς προωθούσε μια αντιδραστικού χαρακτήρα αντιμεταρρύθμιση ενάντια στη νεολαία και τα δικαιώματά της.
Απέναντι σ' αυτή την επίθεση η σπουδάζουσα νεολαία ρίχτηκε στον αγώνα υπερασπιζόμενη: Το δικαίωμα στη μόρφωση και ενάντια στους ταξικούς φραγμούς που επιδίωκε να διευρύνει και να εμπεδώσει η κυβέρνηση. Το δικαίωμα στη δουλειά και ενάντια στην απαλλοτρίωση των εργασιακών της δικαιωμάτων που ήθελε να επιβάλει το κεφάλαιο. Το δικαίωμα στη δημοκρατία και ελευθερία και ενάντια στην αντιδραστική περιχαράκωση του εκπαιδευτικού χώρου που επιδιωκόταν. Το δικαίωμα στη ζωή, ενάντια στη βαρβαρότητα του συστήματος.
Αυτά τα στοιχεία συνέθεταν τη βάση του αγώνα της, αυτά εξέφραζαν τους στόχους και τις προσδοκίες της, αυτά ενέπνεαν και ενεργοποιούσαν τη μεγάλη μάζα της σπουδάζουσας νεολαίας. Πάνω σ' αυτά βασίστηκε η διάρκεια, η επιμονή, η ορμή ενός αγώνα που είχε σημαντικές επιτυχίες και έφερε σε πολύ δύσκολη θέση την κυβέρνηση. Ενός αγώνα που είχε ακόμα ευρύτερες προοπτικές καθώς το κίνημα της νεολαίας ανυψωνόταν σε δύναμη ευρύτερης αντιπαράθεσης στην επίθεση του συστήματος. Μόνο που για τα παραπέρα βήματα χρειαζόταν μια στήριξη που δεν την είχε. Αντίθετα, πολεμήθηκε και υπονομεύτηκε.

Η ρεφορμιστική «ατζέντα»

Ας δούμε λοιπόν τη στάση της υποτιθέμενης Αριστεράς απέναντι σ' αυτά. Σε σχέση καταρχάς με το ασφαλιστικό.
Στο σύνολό τους σχεδόν αυτές οι δυνάμεις αντιμετώπισαν το ασφαλιστικό κύρια σαν ζήτημα διαχείρισης. Αναλώθηκαν και ανάλωσαν τον κόσμο σε προγράμματα και προτάσεις διαχείρισης των ταμείων, χρήσης των αποθεματικών, αποδοτικών επενδύσεων, «κουμπαράδων» και άλλων φαιδρών. Να πούμε ότι δεν αντιλαμβάνονται τη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος και του ασφαλιστικού στο πλαίσιό του; Να το πούμε κι αυτό. Να πούμε ταυτόχρονα όμως ότι σ' έναν τέτοιο τρόπο λειτουργίας του ασφαλιστικού ήταν που είχαν αποκτήσει κάποια ερείσματα και ρόλο και τα οποία ήθελαν να διατηρήσουν ή και να διευρύνουν. Γι' αυτό, και παράλληλα με τα «προγράμματα», προσπάθησαν συστηματικά να υποβαθμίσουν, να θάψουν τα πραγματικά επίμαχα ζητήματα στα οποία λίγο πριν αναφερθήκαμε. Να απαξιώσουν τις διεκδικήσεις που αναδεικνύονταν πάνω σ' αυτά και οι οποίες αποτελούσαν την κινητήρια δύναμη του κινήματος που έτεινε να αναπτυχθεί. «Μετέφεραν» έτσι το όλο ζήτημα στο «γήπεδο» που όριζε το σύστημα και σε μια «αντιπαράθεση» που ρυθμιζόταν από τους όρους του συστήματος. Μέσα στον κόσμο των αυταπατών που βιώνουν ευελπιστούσαν ότι μια τέτοια μετατόπιση θα ευνοούσε και τις ιδιαίτερες δικές τους επιδιώξεις. Ταυτόχρονα τους απάλλασσε από τον κίνδυνο μιας αντιπαράθεσης με δυνάμεις του συστήματος στην οποία θα μπορούσε να τους οδηγήσει τυχόν ανάπτυξη του κινήματος. Άλλωστε είχαν φροντίσει γι' αυτό πριν ακόμα ανοίξει το ζήτημα του ασφαλιστικού με την υπονόμευση και το μπλοκάρισμα του κινήματος της σπουδάζουσας νεολαίας. Μια πολιτική που είχε ήδη προκαθορίσει τη στάση τους στο ασφαλιστικό και την έκβαση μιας αντιπαράθεσης που δεν σκόπευαν καν να επιχειρήσουν.
Η τακτική της υποβάθμισης των διεκδικητικών στόχων που αναδείκνυε το κίνημα είχε ήδη χρησιμοποιηθεί απέναντι στον αγώνα της σπουδάζουσας νεολαίας. Με τη φιλολογία περί «ανεπαρκών» και «αμυντικών» στόχων. Με περισπούδαστες αποφάνσεις ότι αυτές οι διεκδικήσεις δεν μπορούν να δημιουργήσουν κίνημα. Την ίδια στιγμή που ακριβώς με βάση αυτές αναπτυσσόταν το κίνημα. Με την προβολή της αναγκαιότητας «ευρύτερων» και πιο «προωθημένων» στόχων. Τους οποίους υλοποιούσαν και προωθούσαν επεξεργαζόμενοι προγράμματα και προτάσεις. Το ότι κατ' αυτόν τον τρόπο συμμετείχαν άτυπα σ' έναν «διάλογο» που κατά τα άλλα «απέρριπταν» ας το προσπεράσουμε. Ας σταθούμε στα πιο ουσιώδη.
Αυτό που τους ενδιέφερε και τους απασχολούσε αλλά και τους έφερνε σε σχετική αντίθεση με την κυβέρνηση ήταν ότι οι νέες ρυθμίσεις έθιγαν ως ένα βαθμό και δικά τους συμφέροντα. Περιόριζαν και υποβάθμιζαν τις θέσεις και το ρόλο που είχαν μέχρι τα τότε στο σύστημα εκπαίδευσης και ειδικότερα στον πανεπιστημιακό χώρο. Σ' αυτό αντιδρούσαν, αυτό ήθελαν να διαπραγματευτούν με την κυβέρνηση, χρησιμοποιώντας -αν ήταν δυνατόν- και μια πίεση «από τα κάτω». Υπό τον όρο πάντα ότι οι «κάτω» θα ήταν ελεγχόμενοι. Εδώ ήταν και το πρόβλημά τους. Βασική τους επιδίωξη έτσι απέναντι σ' ένα κίνημα που αναπτυσσόταν ήταν να επιβάλουν τη δική τους ατζέντα. Μέσα από προτάσεις, προγράμματα κ.ά., μέσα από την προώθηση μιας «ενδιάμεσης» πλατφόρμας. Μιας πλατφόρμας που συνένωνε αστικές και ρεφορμιστικές δυνάμεις. Που ευελπιστούσαν ότι θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση διαπραγμάτευσης και συνεπώς «διεξόδου» από το «αδιέξοδο» της σύγκρουσης. Που θα αποτελούσε το ελκυστικό εργαλείο για τον αποπροσανατολισμό και τη χειραγώγηση του φοιτητικού κινήματος.

Το «πράσινο φως» στην κυβέρνηση

Πέρα από όσα αναφέρθηκαν, υπάρχουν μια σειρά ακόμα σοβαρά ζητήματα στα οποία εκφράστηκαν οι διαφορετικές πολιτικές γραμμές και αναδείχτηκαν τα ανάλογα προβλήματα.
Το πώς αντιμετωπίστηκε το ζήτημα της μαζικοποίησης των αγώνων, της οργάνωσης της πάλης, ποιες τακτικές αλλά και ποιες μεθοδεύσεις προωθήθηκαν, από ποιους κ.λπ. θα τα προσπεράσουμε για λόγους οικονομίας και μόνο αυτού του κειμένου. Θα σταθούμε σ' ένα ζήτημα μόνο που και πολύ σημαντικό το θεωρούμε αλλά, ταυτόχρονα, αποκαλυπτικό και διαφωτιστικό.
Το κίνημα της νεολαίας αναπτύχθηκε μαζικά, αποφασιστικά, μαχητικά. Κατόρθωσε έτσι να ανυψωθεί σε δύναμη αντιπαράθεσης που έθετε συνολικότερα ζητήματα. Ταυτόχρονα υπήρχε η αντικειμενική δυνατότητα διεύρυνσης του αγώνα σε πανεκπαιδευτικό επίπεδο αλλά και της υποστήριξής του από πλατύτερο κόσμο. Δεν ήταν μόνο η απεργία των δασκάλων και οι μαθητικές καταλήψεις. Ήταν οι διαθέσεις όλου του κόσμου της εκπαίδευσης, η ευνοϊκή στάση των γονέων αλλά και ενός ευρύτερου κόσμου. Υπήρχαν δηλαδή σημαντικές προϋποθέσεις για τη διαμόρφωση ενός μετώπου πάλης που θα μπορούσε να θέσει με αποφασιστικό τρόπο το ζήτημα της ανάσχεσης της επίθεσης όχι απλά και μόνο ενάντια στη νεολαία αλλά ενάντια συνολικά στο λαό.
Μόνο που η συγκρότηση ενός τέτοιου μετώπου ξεπερνούσε τις δυνατότητες και τα όρια του κινήματος της σπουδάζουσας νεολαίας. Δεν ήταν μέσα στις δυνατότητες των δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, παρ' όλο που αυτές δεν είναι άμοιρες ευθυνών στα πεδία που μπόρεσαν να δραστηριοποιηθούν. Υπό τους δοσμένους όρους, συνθήκες και συσχετισμούς, κάτι τέτοιο θα μπορούσε να γίνει μόνο με την αποφασιστική και ενεργή συμβολή δυνάμεων σαν το ΚΚΕ και τον ΣΥΝ. Μόνο που κάτι τέτοιο βρισκόταν όχι μόνο έξω αλλά και ενάντια στη γραμμή και τις πολιτικές τους στοχεύσεις. Γι' αυτό όχι μόνο δεν προώθησαν αλλά και υπονόμευσαν μια τέτοια κατεύθυνση. Και, όπως ήδη αναφέραμε, με τη στάση τους άναψαν το πράσινο φως στην κυβέρνηση για την κλιμάκωση της επίθεσης. Την προώθηση των αντιδραστικών ρυθμίσεων στο ασφαλιστικό. Ταυτόχρονα προκαθόρισαν το είδος της «μάχης» που (δεν) θα έδιναν σ' αυτό το ζήτημα.

Ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός

Αυτό που αντιπαρέθεταν σ' αυτά που απαιτούσαν οι συνθήκες ήταν οι ... εκλογές. Η «μάχη των μαχών», κατά τη λογική τους. Αυτό υποτίθεται πως συνιστούσε τη μεταφορά του ζητήματος που είχε τεθεί στο κεντρικό πολιτικό πεδίο. Εκεί όπου παίρνονται οι αποφάσεις. Όπου με την εκλογική ενίσχυση των δυνάμεων της Αριστεράς θα διαμορφώνονταν άλλοι συσχετισμοί. Θα επιβάλλονταν λύσεις και μάλιστα συνολικές. Ακόμη περισσότερο, θα κρίνονταν συνολικά οι πολιτικές εξελίξεις.
Αυτός ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός αποτελεί σε τελευταία ανάλυση την πεμπτουσία της ρεφορμιστικής λογικής και κατεύθυνσης (στον οποίο «ενέδωσαν» και άλλοι, «ανατρεπτικοί» κατά τα άλλα). Η απάντηση βρίσκεται μέσα στα πράγματα. Στις πραγματικές εξελίξεις και τα πραγματικά δεδομένα που διαμορφώνουν.
Οι εκλογές έγιναν. Έδωσαν μια «νέα» κυβέρνηση (ΝΔ) η οποία με τον «αέρα της νίκης» -και όχι μόνο της εκλογικής- κλιμάκωσε με νέα ορμή την επίθεση ενάντια στο λαό (ασφαλιστικό) και με ευνοϊκότερους γι' αυτήν όρους. Το φ.κ. με τη συνδρομή και των ρεφορμιστών είχε τεθεί υπό έλεγχο. Η προοπτική διεύρυνσης του μετώπου πάλης είχε θαφτεί για τα καλά. Πάνω απ' όλα επειδή το σύστημα επιβεβαίωσε για άλλη μια φορά τι είδους «Αριστερά» έχει απέναντί του.
Απτόητοι ωστόσο οι ρεφορμιστές και μετά το άθλιο θέατρο στο ασφαλιστικό έβγαλαν από το καπέλο τους το κουνέλι του «δημοψηφίσματος». Για να το ξεχάσουν σύντομα κι αυτό μια και πλέον προσβλέπουν σε μια νέα «των μαχών μάχη». Τις ευρωεκλογές. Τι αθλιότητα!

Ορισμένα συμπεράσματα

Η βάση -και η εξήγηση- του τρόπου που κινήθηκαν οι δυνάμεις της υποτιθέμενης Αριστεράς βρίσκεται στις ιδεολογικές και πολιτικές αντιλήψεις που τις συγκροτούν, στις απόψεις, τη λογική που τις διαπερνά, στις νοοτροπίες που τις χαρακτηρίζουν. Στη βάση αυτών διαμορφώνονται η πολιτική τους γραμμή και οι στοχεύσεις τους.
Όλη τους η πολιτική, οι θέσεις και οι κινήσεις πιστοποιούν ότι αυτές οι δυνάμεις έχουν αποδεχτεί την άποψη πως ο καπιταλισμός είναι μονόδρομος, έχουν υποτάξει τη λειτουργία και τη δράση τους στο αντίστοιχο πλαίσιο (ακόμη και όταν διακηρύσσουν το αντίθετο).
Αν δούμε τις πολιτικές τους θέσεις αλλά και αυτά που συνάγονται από την πρακτική τους (ιδιαίτερα όπως εκφράστηκε την περίοδο που εξετάζουμε), η ουσία της πολιτικής και των κατευθύνσεών τους θα μπορούσε να συνοψιστεί σε δύο βασικές και συνάμα αντιφατικές επιδιώξεις. Να πείσουν τις δυνάμεις του καθεστώτος ότι ο ρόλος τους είναι χρήσιμος και αναγκαίος για την ισορροπία και την ομαλή λειτουργία του συστήματος. Να περάσουν στο λαό τη λογική ότι ο δικός τους δρόμος είναι ο ρεαλιστικός και αυτός που δίνει τις εφικτές-άμεσες λύσεις στα προβλήματά του.
Η -υπαρκτή- αντίθεσή τους σε επιλογές του συστήματος συνδέεται με το αν (και όταν) αυτές περιορίζουν, δυσκολεύουν ή και αχρηστεύουν το ρόλο που θεωρούν πως τους ανήκει. Η αντίθεσή τους με το λαό βρίσκεται στο ότι τα πραγματικά προβλήματα του λαού, οι διεκδικήσεις που μπορούν να τα εκφράσουν και ιδιαίτερα οι αγώνες που μπορούν και πρέπει να αναπτυχθούν σ' αυτή τη βάση υπερβαίνουν τα όρια της πολιτικής και των επιδιώξεών τους. Το μεγαλύτερο πρόβλημά τους αναδεικνύεται όταν αυτοί οι αγώνες αναπτύσσονται σε κλίμακα που οδηγεί σε πραγματική αντιπαράθεση με το σύστημα. Γι' αυτό και φροντίζουν «από τα πριν» να μη φτάνουν καν τα πράγματα σ' αυτό το σημείο.
Έτσι, αυτά για τα οποία μεριμνούν με βάση αυτή τη λογική είναι:
α) Η υποβάθμιση, απαξίωση των ζητημάτων και των διεκδικήσεων που αφορούν άμεσα τον κόσμο με κύριο μέλημα να μην πάρουν τη μορφή και το χαρακτήρα μαζικού διεκδικητικού αγώνα ο οποίος μπορεί να οδηγήσει σε άμεση αντιπαράθεση με τις δυνάμεις του συστήματος.
β) Η προσπάθεια δημιουργίας σύγχυσης μέσα από την οποία καλλιεργείται το κλίμα και η κατεύθυνση της συναλλαγής και των υποτιθέμενων «ρεαλιστικών λύσεων». Βασική επιδίωξη εδώ, η μετατόπιση του ζητήματος από το πεδίο του αγώνα στο πεδίο της συναλλαγής, της «διαπραγμάτευσης» με το σύστημα. Σ' αυτό το πεδίο βλέπουν και το δικό τους ρόλο ως καθ' ύλην αρμοδίων, «υπεύθυνων» συζητητών.
γ) Η παραπομπή, η συνολική μετάθεση της «λύσης» -όπως την πλασάρουν- των προβλημάτων στις κάθε φορά «επόμενες» εκλογές όπου η εκλογική «ενίσχυση των αριστερών δυνάμεων» θα δημιουργήσει άλλους όρους, άλλους συσχετισμούς κ.λπ.
Αυτά συγκροτούν μια κατεύθυνση που βρίσκεται σε πλήρη και ανταγωνιστική αντίθεση με την κατεύθυνση πάλης ως το επίπεδο της σύγκρουσης με το σύστημα σαν μοναδικού δρόμου και τρόπου που μπορεί να δώσει ουσιαστικές απαντήσεις στα προβλήματα του κόσμου. Να επιδράσει στη διαμόρφωση των πραγματικών συσχετισμών, να δημιουργήσει όρους προοπτικής για το κίνημα. Γι' αυτό και, όπως ήδη αναφέρθηκε, οι ρεφορμιστές προσπαθούν συστηματικά να εκτρέψουν την κίνηση του κόσμου από το να πάρει μια τέτοια κατεύθυνση για να μην τους «εκτρέψει» το κίνημα από τη δική τους τροχιά.

ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΑΠΟΨΕΙΣ - ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΕΣ ΑΝΤΙΛΗΨΕΙΣ. ΙΔΕΟΛΟΓΗΜΑΤΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΗΨΙΕΣ

Στις προηγούμενες σελίδες αναφερθήκαμε βασικά στον τρόπο που οι δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά αντιμετώπισαν τους πρόσφατους αγώνες. Προσπαθήσαμε κύρια να περιγράψουμε την πολιτική λογική και τις βασικές της εκφράσεις και σε αναφορά πάντα με τις απαιτήσεις που αναδεικνύουν αυτοί οι αγώνες.
Δεν θέλαμε να «φορτώσουμε» αυτό το κείμενο με πιο αναλυτικές αναφορές στις ιδεολογικές και πολιτικές αντιλήψεις που αποτελούν και τη βάση της πολιτικής τους γραμμής και πρακτικής. Έτσι ή αλλιώς, κάτι τέτοιο αποτελεί αντικείμενο της γενικότερης συζήτησης που επιχειρούμε να ανοίξουμε. Θέλουμε ωστόσο να αναφερθούμε σε ορισμένες εκφράσεις των ιδεολογικών και πολιτικών τους αντιλήψεων και πάλι σε σύνδεση με το πώς αυτές εκφράστηκαν στη διάρκεια αυτών των αγώνων και ποιες στοχεύσεις υπηρετούσαν.
Μας ενδιαφέρουν καταρχάς ορισμένες απόψεις και ιδεολογήματα που, ανεξαρτήτως της ορθότητάς τους ή όχι (ως αυτές καθαυτές), προβλήθηκαν στη βάση αποπροσανατολιστικών σκοπιμοτήτων.
Αναφέρουμε επί τροχάδην ορισμένες.
Προβλήθηκε η αναγκαιότητα απάντησης στο ζήτημα της Αριστεράς ή ακόμη και του κομμουνιστικού κινήματος. Γενικότερα του πολιτικού υποκειμένου του αγώνα, της πολιτικής του κάλυψης, του ανεβάσματος του πολιτικού του επιπέδου. Της αναγκαιότητας προβολής πιο προωθημένων και «επιθετικών» στόχων, της σύνδεσής τους με την προοπτική του κινήματος. Η αναγκαιότητα προβολής συγκεκριμένων και «θετικών» προτάσεων και προγραμμάτων απέναντι στη «στείρα άρνηση». Η αναγκαιότητας άμεσων απαντήσεων στα προβλήματα του κόσμου και όχι παραπομπής τους στο μέλλον. Η σημασία που έχει «να διαφωτιστεί» ο κόσμος και πόσο σημαντική είναι η εκλογική ενίσχυση των δυνάμεων της Αριστεράς και ειδικότερα του ... (εδώ, ανάλογα με το ποιος μιλούσε, βάλτε και το αντίστοιχο πολιτικό κόμμα) και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός.
Το ιδιαίτερο μάλιστα, και όπως ήδη αναφέραμε, είναι πως πολλά απ' αυτά θα μπορούσαν να θεωρηθούν και «σωστά» αν τα βλέπαμε σαν αυτά καθαυτά και αποκομμένα από το τι συντελούνταν στο πεδίο της πάλης. Ας τα δούμε λίγο:
Διατυπωνόταν, λ.χ., η άποψη πως υπάρχει ζήτημα Αριστεράς που ζητάει απάντηση. Είναι σωστή μια τέτοια άποψη; Βεβαίως και είναι σωστή.
Η άποψη πως υπάρχει πρόβλημα πολιτικού υποκειμένου και πολιτικής αναφοράς του αγώνα. Σωστή; Φυσικά και είναι σωστή.
Η αναγκαιότητα ανύψωσης του αγώνα στο επίπεδο της κεντρικής πολιτικής αντιπαράθεσης. Σωστή; Σωστή κι αυτή.
Η αναγκαιότητα σύνδεσης των συγκεκριμένων αγώνων με την προοπτική του κινήματος. Σωστό; Σωστό!
Η αναγκαιότητα άμεσων απαντήσεων και διαφώτισης του κόσμου. Σωστά; Οπωσδήποτε σωστά!
Ολα σωστά, λοιπόν, κι αυτό που τους χρειάζεται είναι να τα πάρουμε όλα μαζί και να τα πετάξουμε στα σκουπίδια.
Κατανοούμε ότι το συμπέρασμά μας ακούγεται κάπως περίεργα, αλλά δεν σκοπεύουμε να το αφήσουμε χωρίς εξηγήσεις.
Έχουμε την άποψη ότι όλα αυτά και με τον τρόπο που προωθήθηκαν δεν συνιστούσαν παρά μια πρόστυχη προσπάθεια δημιουργίας σύγχυσης στον κόσμο. Στόχος, η μετατόπιση του όλου ζητήματος από το πεδίο που ήδη είχε τεθεί (της μαζικής ενεργητικής αντίστασης και πάλης) σ' εκείνο των μικροκομματικών τους επιδιώξεων, της συναλλαγής με το σύστημα και των εκλογικών τους στοχεύσεων.
Τι θα πει, αλήθεια, να τίθεται το -υπαρκτό- ζήτημα της Αριστεράς και μάλιστα ως όρος ανάπτυξης του φ.κ. λόγου χάριν και με «απαιτήσεις» απάντησής του; Μπορεί να είναι κανείς τόσο ηλίθιος ώστε να θεωρεί πως θα μπορούσε το φ.κ. να απαντήσει σ' ένα ζήτημα που είναι ανοιχτό για το παγκόσμιο κίνημα εδώ και σχεδόν πενήντα χρόνια; Φυσικά και δεν μπορεί. (Αν και έχουμε κάποιες επιφυλάξεις για ορισμένους). Τότε προς τι; Η εξήγηση συνδέεται με αυτό που μόλις προαναφέραμε. Τη δημιουργία σύγχυσης και όρων παράλυσης, που διευκολύνουν την επιχείρηση χειραγώγησης και αποπροσανατολισμού.

«Αριστερές» υποκρισίες

Ζήτημα Αριστεράς ασφαλώς και υπάρχει και μάλιστα πολύ σοβαρό. Υπάρχει - και το πρώτο που θα οφειλόταν θα ήταν να προσδιοριστεί σε τι συνίσταται. Αυτό αποτελεί τον πρώτο όρο για να διερευνηθούν οι δρόμοι απάντησης.
Αν παρατηρούσε κανείς τις θέσεις και την πρακτική των δυνάμεων της υποτιθέμενης Αριστεράς, θα έβλεπε μια αξιοθαύμαστη αντίφαση. Από τη μια έθεταν και μάλιστα με τον πιο έντονο και επιτακτικό τρόπο ζήτημα Αριστεράς (πολιτικού φορέα κ.λπ.) και από την άλλη το αντιμετώπιζαν σαν περίπου ... απαντημένο κατά βάση.
Όσον αφορά το ΚΚΕ, δεν γεννάται καν θέμα. Κατά την ηγεσία του υπάρχει το ΚΚΕ, ο ταξικός και κομμουνιστικός φορέας, το πρωτοπόρο κόμμα της εργατικής τάξης, τελειώσαμε.
Πιο «διακριτικά» αλλά στην ουσία με τον ίδιο τρόπο το αντιμετώπιζε και ο ΣΥΝ. Το υποκείμενο υπάρχει (δηλαδή ο ΣΥΝ) τουλάχιστον ως πολιτικός πόλος, που αποτελεί τη συγκροτημένη ιδεολογική, πολιτική, στελεχική και οργανωτική βάση του πράγματος. Μα τότε ποιο πρόβλημα έθεταν; Επί της ουσίας του ζητήματος, κανένα. Επρόκειτο απλώς για χειρισμό μέσω του οποίου ήθελαν να σερβίρουν την «απάντηση» στο ζήτημα.
Η απάντηση λοιπόν στο πρόβλημα της Αριστεράς, κατά ΚΚΕ, είναι η συσπείρωση των αριστερών στο ΚΚΕ και η αποδοχή απ' όλους του πρωτοπόρου, καθοδηγητικού του ρόλου κ.λπ. Ακριβώς την ίδια απάντηση δίνει ουσιαστικά και ο ΣΥΝ. Μόνο που εδώ συνοδεύεται και με τη φόρμουλα της «ενότητας» της Αριστεράς. Εννοείται, στη βάση της ιδεολογικής και πολιτικής αντίληψης του ΣΥΝ και της πολιτικής του γραμμής.
Υπάρχει όμως και μια δεύτερη ανάγνωση, ακόμα πιο διαφωτιστική. Στο κίνημα όπως εξελισσόταν εμφανιζόταν πράγματι πρόβλημα πολιτικού υποκειμένου.
" Πώς θα μπορούσε να απαντηθεί αυτό στις δοσμένες συνθήκες και με τους δοσμένους όρους θα λέγαμε πως αποτελούσε συνάρτηση ακριβώς των δοσμένων όρων και συνθηκών. Το θέμα ωστόσο είναι το πώς αντιμετωπίστηκε. Και όσον αφορά την ηγεσία του ΚΚΕ, η λύση του προβλήματος βρισκόταν στην υπαγωγή του κινήματος στην καθοδηγητική αρμοδιότητα του ΚΚΕ. Ως προς την ηγεσία του ΣΥΝ, η αναγνώριση (από το κίνημα) του «πρωτοπόρου» ρόλου του ΣΥΝ και όλα όσα αυτό συνεπαγόταν. Και ως εδώ «καλά», θα έλεγε κανείς.
Το κρίσιμο ζήτημα ωστόσο βρίσκεται στην τρίτη ανάγνωση. Το κίνημα (νεολαίας, εργαζομένων) αναπτυσσόταν σε μια βάση και με μια κατεύθυνση αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση. Η «λύση» που πρόσφεραν -ως πολιτικά υποκείμενα- αυτές οι δυνάμεις δεν ήταν να στηρίξουν, να βοηθήσουν την ανάπτυξη του κινήματος σ' αυτή την κατεύθυνση και να αναπτυχθούν και οι ίδιες μέσα απ' αυτή τη σχέση - γιατί όχι. Ήταν η εκτροπή του κινήματος από το δρόμο που μπορούσε και έπρεπε να πάρει για λόγους και σκοπιμότητες στις οποίες έχουμε κιόλας αναφερθεί.
Όσον αφορά τώρα τη φιλολογία για την αναγκαιότητα πολιτικής αναφοράς και πολιτικής κάλυψης του αγώνα, είναι απλώς εξοργιστική. Επειδή πραγματικά χρειάζεται ιδιάζουσα θρασύτητα να θέτουν τέτοιο ζήτημα εκείνες οι πολιτικές δυνάμεις που αρνήθηκαν να αναλάβουν την πολιτική ευθύνη αυτού του αγώνα. Που συνειδητά υπονόμευσαν την πάλη των εργαζομένων και της νεολαίας και ακριβώς για να μην πάρει το χαρακτήρα μιας συνολικής πολιτικής, ταξικής αντιπαράθεσης με τις δυνάμεις του συστήματος. Για να τον «μεταφέρουν» στο πεδίο της συναλλαγής. Για να τον προσανατολίσουν στη «μάχη των μαχών». Τις εκλογές.
Τέλος, δεν ξέρουμε αν πρέπει να κατατάξουμε στην κατηγορία του δράματος ή της φάρσας τα καμώματα δυνάμεων της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς. Μικρομεγαλίζοντας, χωρίς αίσθηση του μέτρου και μαϊμουδίζοντας τα τερτίπια των ρεφορμιστών χωρίς να αντιλαμβάνονται το γελοίο του πράγματος, διολίσθαιναν εν πλήρη αφασία στον ίδιο κοινοβουλευτικό κρετινισμό. Το κυριότερο, συνέπρατταν στην υπονόμευση ενός κινήματος στη δημιουργία του οποίου είχαν αναμφισβήτητα συμβάλει και οι ίδιες.

Προτάσεις αναπαραγωγής της χρεοκοπίας

Αναφερθήκαμε προηγούμενα στο ότι το πρωταρχικό είναι ο προσδιορισμός τού σε τι συνίσταται το ζήτημα της Αριστεράς. Αυτός ο προσδιορισμός βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση με το ρόλο που θεωρεί κανείς ότι μπορεί και πρέπει να παίζει η Αριστερά. Κατά την άποψή μας, αυτό συνδέεται αναπόσπαστα με το αν και πώς μπορεί να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις της ταξικής πάλης.
Ως προς το ποιες είναι αυτές οι απαιτήσεις από γενική άποψη, κάναμε μια πολύ σύντομη αναφορά στην αρχή αυτού του κειμένου. Περισσότερο σταθήκαμε σ' αυτές που αναδείχτηκαν στο διάστημα των τελευταίων αγώνων. Ακριβώς για να συνδέσουμε τη γενική μας άποψη με πολύ συγκεκριμένες εκφράσεις του προβλήματος.
Η άποψή μας είναι πως η υπάρχουσα Αριστερά, όπως κατά βάση είναι συγκροτημένη στο αποφασιστικό της μέρος, ούτε θέλει ούτε μπορεί να ανταποκριθεί σ' αυτές τις απαιτήσεις.
Α) Φέρει τα χαρακτηριστικά και τα αποτυπώματα της ήττας του κινήματος. Ακόμη περισσότερο, φέρει κατά κύριο λόγο εκείνα τα χαρακτηριστικά που οδήγησαν στην ήττα.
Β) Φέρει σημαντικές ευθύνες, και στο μέτρο που αναλογούν στην κάθε δύναμη, για την πορεία αποσυγκρότησης του κινήματος και την ήττα.
Γ) Όντας συγκροτημένες με αυτό τον τρόπο και σ' αυτή την ιδεολογική-πολιτική βάση, ούτε θέλουν ούτε μπορούν να αναδιαμορφωθούν στη βάση των απαιτήσεων της ταξικής πάλης.
Δ) Αντίθετα, επιμένουν να κινούνται στην ίδια γραμμή και κατεύθυνση και με την ίδια λογική που αναπαράγει τα αδιέξοδα του κινήματος.
Αυτά, σε χοντρές γραμμές, απαντούν τόσο στο γιατί «δεν μπορούν» να αλλάξουν όσο και στο γιατί αποφεύγουν το συγκεκριμένο προσδιορισμό του ζητήματος που, υποτίθεται, θέτουν. Γιατί το να θέτει κανείς ζήτημα Αριστεράς και την ίδια στιγμή να προβάλλει ως «λύση» τον εαυτό του δεν είναι τίποτε άλλο από άρνηση του προβλήματος. Και έχουν, πέραν των άλλων, και έναν πολύ σοβαρό λόγο να το αντιμετωπίζουν με αυτό τον τρόπο.
Επειδή το να τεθεί το ζήτημα στη βάση που μόλις προηγούμενα το θέσαμε θα έβαζε σε αυτές τις δυνάμεις πρόβλημα γραμμής, κατεύθυνσης, έως και ύπαρξης. Γι' αυτό προτιμούν το ψάρεμα στα θολά νερά και τις λαθροχειρίες.
Το ΚΚΕ, λ.χ., εμφανίζεται σαν η συνέχεια του επαναστατικού, ταξικού, εργατικού, κομμουνιστικού κινήματος και συνεπώς σαν η απάντηση στο ζήτημα της Αριστεράς. Πέραν των άλλων, αυτό αποτελεί και μια κουτοπόνηρη λαθροχειρία. Το ΚΚΕ δεν είναι η έκφραση της συνέχειας του κομμουνιστικού κινήματος, αλλά η έκφραση της διακοπής αυτής της συνέχειας. Το σημερινό ΚΚΕ είναι γέννημα του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ και του πραξικοπήματος της 6ης Ολομέλειας στο ΚΚΕ. Διαμόρφωσε τα χαρακτηριστικά και τη γραμμή του στη βάση των χρουστσοφικών και μπρεζνιεφικών υπαγορεύσεων.
Αν -ας το υποθέσουμε- το ΚΚΕ ήθελε να «επανασυνδεθεί» και να εκφράσει αυτή τη συνέχεια, αυτό δεν μπορεί να γίνει σε βάση «κληρονομικού δικαιώματος». Πραγματοποιείται και επαληθεύεται (ή όχι) στο πεδίο της ταξικής πάλης και με βάση τις απαιτήσεις της. Ως προς αυτό έχουμε κιόλας πολλά δείγματα του πώς το αντιλαμβάνεται η ηγεσία του ΚΚΕ.
Ο ΣΥΝ δεν προβάλλει και τόσο το θέμα της συνέχειας. Προσπαθεί μάλλον να το «ξεχνάει». Δεν μπορεί πάντως να διαγράψει το γεγονός ότι και ο ΣΥΝ, όπως και το ΚΚΕ, προήλθε αρχικά από την ίδια χρουστσοφική μήτρα. Προτιμάει πάντως να προβάλλει ως ο φορέας της «ανανέωσης». Ανανέωση τίνος αλήθεια; Του σοσιαλισμού ή του ... καπιταλισμού; Η πορεία αυτού του ρεύματος μέσα από τις διαδοχικές του μεταλλάξεις είναι πλήρως διαφωτιστική. Από τον ευρωκομμουνισμό, στον ιστορικό συμβιβασμό, για να αποτελέσει τελικά συνιστώσα της «σύγχρονης Αριστεράς» των Ντ' Αλέμα, Ζοσπέν, Σρέντερ, Μπλερ και ... Κλίντον.
Η επιχείρηση «αναβάπτισής» του (υπό τον Αλαβάνο) μέσα από μια «ειδικού χαρακτήρα» σύνδεση με το κίνημα δεν είναι η άρνηση αυτής της διαδρομής αλλά η συνέχειά της στις σημερινές συνθήκες. Το ψάρεμα στα θολά νερά και οι «ενωτικές» μανούβρες δεν είναι η απάντηση στο ζήτημα της Αριστεράς αλλά η φόρμουλα διαμόρφωσης μιας «χρήσιμης» (για το σύστημα) «Αριστεράς».
Τέλος, δεν θα σταθούμε καθόλου σε κάποιες άλλες προτάσεις και απόπειρες απάντησης. Θα παρατηρήσουμε μόνο πως η ρητορική διαφοροποίηση από τους ρεφορμιστές δεν αναιρεί ούτε τις εκλεκτικές συγγένειες ούτε την ύπαρξη ενός κοινού «στοκ» ιδεών και κυρίως ιδεοληψιών με τις οποίες «εξοπλίζουν» τις απόψεις τους. Το ζήτημα έχει μεγαλύτερες και πολύ πιο ουσιαστικές απαιτήσεις από απόψεις που αναπαράγουν και αναμεταδίδουν τη σύγχυση που χαρακτηρίζει τους φορείς τους.
Για μας είναι καθαρό ότι απαιτείται συνολική ανασύσταση-ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος και συνολικά της Αριστεράς. Δεν είναι μια απλή και σύντομη υπόθεση και το μόνο που δεν επιδέχεται είναι «λύσεις» ευκολίας. Θα πραγματοποιείται μέσα στην πάλη με βάση τις απαιτήσεις της και με όρους ταξικής πάλης. Αν αυτό προσδιορίζει το βασικό άξονα κίνησης, έχει ταυτόχρονα σαν βασικές προϋποθέσεις: Την κριτική αποτίμηση συνολικά της πορείας του κινήματος και τη συναγωγή των αναγκαίων συμπερασμάτων. Το πέταγμα στα σκουπίδια όλης της ιδεολογικής και πολιτικής σαβούρας που έχει σωρεύσει και δυναστεύει το κίνημα από τη μακροχρόνια κυριαρχία ρεβιζιονιστικών, ρεφορμιστικών και οπορτουνιστικών αντιλήψεων.

Η πρόταξη των «άμεσων λύσεων» και η ουσιαστική άρνησή τους

Όχι πριν πολύ καιρό ο κ. Αλαβάνος σε βαρυσήμαντη τοποθέτησή του (που την αναπαρήγαγαν οι του ΣΥΝ σε διάφορες παραλλαγές) προέταξε την αναγκαιότητα διεκδίκησης άμεσων λύσεων στα προβλήματα του λαού. Την αντιπαρέθεσε μάλιστα στην αντίληψη «κάποιων άλλων» που παραπέμπουν τις λύσεις στην αναμονή του «σοσιαλιστικού παραδείσου».
Ανάλογης λογικής απόψεις διατυπώθηκαν και από άλλες πλευρές. Συνακόλουθα είχαμε και την κατάθεση απ' όλους αυτούς συγκεκριμένων προτάσεων για τη λύση αυτών των προβλημάτων. Παράλληλα ωστόσο αυτές οι προτάσεις εντάσσονταν σε συνολικότερα προγράμματα που με τη σειρά τους υπάγονταν σε μια λογική και κατεύθυνση αναζήτησης ευρύτερων λύσεων. Οι οποίες ευρύτερες λύσεις συνδέονταν με τη μεταβολή των συσχετισμών, που με τη σειρά τους κι αυτοί ταυτίζονταν με την εκλογική ενίσχυση των «αριστερών δυνάμεων». Εντέλει, σ' αυτό τον στόχο έπρεπε να επικεντρωθούν όλες οι προσπάθειες. Εδώ ήρθαμε, που λένε.
Και οι άμεσες λύσεις; Τι απέγιναν αλήθεια οι άμεσες λύσεις; Μέσα στην πρεμούρα τους να καταλήξουν στο επιθυμητό -εκλογικό- συμπέρασμα, αυτοί οι κύριοι είχαν κιόλας «ξεχάσει» τι είχαν πει στην αρχή της ομιλίας τους (ας πούμε) ή τι είχαν γράψει στο ξεκίνημα του κειμένου τους.
Αυτό αποκαλύπτει και τη σκοπιμότητα αλλά και τη χυδαιότητα που χαρακτηρίζει την ευκολία χρήσης ενός τυπικού αστικού κλισέ («αναμονή του σοσιαλιστικού παραδείσου») για να προσπεράσουν το πραγματικό πολιτικό ζήτημα ευτελίζοντάς το. Επειδή στην πραγματικότητα το μόνο για το οποίο δεν ενδιαφέρονται είναι οι λύσεις στα άμεσα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο λαός.
Έχοντας κιόλας αναφερθεί σε αρκετές εκφράσεις της πολιτικής τους σε σχέση με αυτό το ζήτημα, μπορούμε εδώ απλώς να τις υπενθυμίσουμε.
Είναι παλιά ιστορία η υποτίμηση (στην πραγματικότητα απόρριψη) της αναγκαιότητας αντίστασης στην επίθεση του συστήματος και της υπονόμευσης, της άρνησης της κοινής δράσης σε μια τέτοια κατεύθυνση. Δηλαδή της υποτίμησης σε βαθμό αδιαφορίας της αναγκαιότητας αντιμετώπισης των άμεσων προβλημάτων του λαού για τα οποία, υποτίθεται, κόπτονται. Το ότι εδώ και ένα διάστημα αναγκάστηκαν να υιοθετήσουν, ρητορικά και μόνο, θέσεις που κάποτε λοιδορούσαν, όπως αυτή της αντίστασης και της κοινής δράσης, δεν αναιρεί στο ελάχιστο την πραγματική πολιτική που προωθούν.
Ακόμη πιο φανερά εκδηλώθηκε η υποβάθμιση-άρνηση αντιμετώπισης των άμεσων προβλημάτων του λαού με την απαξίωση που επιφύλαξαν στις διεκδικήσεις που πρόβαλαν εργαζόμενοι και νεολαία («στενές», «περιορισμένες», «αβαθείς» κ.ά.).
Η υποτίμηση του στόχου ανατροπής του νόμου (των νόμων) συνδέεται με το ίδιο ζήτημα. Οι αντιφάσεις και οι παλινωδίες τους σε σχέση μ' αυτό το θέμα και στις οποίες αναφερθήκαμε δεν εκφράζανε παρά τη σπασμωδική προσπάθεια να αντιμετωπιστεί το δεδομένο πως άλλα έλεγαν, άλλα εννοούσαν και άλλα έπρατταν.
Η προβολή των «συνολικότερων προγραμμάτων» και των πλαισίων «ευρύτερων λύσεων», σε βάση μάλιστα αντιπαράθεσης με τις άμεσες διεκδικήσεις που είχε αναδείξει το κίνημα, δεν αποτελούσε παρά ευθεία άρνηση της αναγκαιότητας αντιμετώπισης των άμεσων λαϊκών προβλημάτων. Πάνω απ' όλα, υπονόμευση συνολικά του αγώνα, που έφτασε στο σημείο να θεωρητικοποιηθεί από την κ. Παπαρήγα με την άποψη περί «αναποτελεσματικότητας» των αγώνων. «Μετάθεση», εντέλει, της όποιας δυνατότητας αντιμετώπισης αυτών των προβλημάτων που είχαν αναδειχτεί στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης στις ... εκλογές. Μια επιχείρηση που ντύθηκε με επιχειρήματα τόσο ανυπόστατα όσο και φαιδρά, όπως περί αναγκαιότητας ανύψωσης του αγώνα σε ανώτερο επίπεδο, μεταφοράς του στο κεντρικό πολιτικό πεδίο όπου διαμορφώνονται οι συσχετισμοί και άλλα ηχηρά.
Άθλια υποκρισία. Επειδή ο αγώνας που διεξαγόταν είχε ήδη αναχθεί σε μια αντιπαράθεση κεντρικού, και μάλιστα πολιτικού, χαρακτήρα. Αν πραγματικά ήθελαν έναν -πραγματικά- πολιτικό αγώνα, τον είχαν μπροστά τους. Αν αυτό που τους ενδιέφερε ήταν η διαμόρφωση των -πραγματικών- συσχετισμών, ο αγώνας που διεξαγόταν ήδη διαφοροποιούσε συσχετισμούς σε όλα τα πεδία και θα μπορούσε να αναπτυχθεί ακόμη περισσότερο.
Μόνο που αυτός ο αγώνας, αυτή η αντιπαράθεση και αυτός ο δρόμος διαμόρφωσης συσχετισμών βρισκόταν έξω από τις προδιαγραφές, την πολιτική και τις στοχεύσεις τους. Γι' αυτό και τον αρνήθηκαν, γι' αυτό και τον υπονόμευσαν. Επειδή αυτό που τους ενδιέφερε ήταν να απαλλαγούν από τις απαιτήσεις που έθετε το κίνημα και απερίσπαστοι να ασχοληθούν με τους μεγάλους -τρομάρα τους- εκλογικούς τους στόχους.
Όσο για τα άμεσα προβλήματα του λαού -α, ναι!- αυτά, όπως και τις «ευρύτερες λύσεις», τα έχουν κιόλας ξεχάσει. Εκπονούν πλέον νέα προγράμματα, νέες λύσεις σε νέα προβλήματα για τις ... επόμενες εκλογές.

ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ

Πρόσφατα ο ΣΥΝ εξήγγειλε τη συγκρότηση επιτροπών με αντικείμενο την εκπόνηση του προγράμματός του. Αλήθεια, δεν είχε πρόγραμμα ο ΣΥΝ; Κι αν δεν είχε γιατί δεν είχε; Κι αν είχε -που είχε- τι είδους πρόγραμμα ήταν αυτό ώστε να χρειάζεται να το αλλάξει; Για ποιους λόγους χρειάζεται να εκπονήσει νέο, με ποιο περιεχόμενο, σε ποια βάση και σε ποια κατεύθυνση;
Το πρόβλημα δεν είναι βέβαια οι διαδικασίες ή ο χρόνος που επιλέγει ο ΣΥΝ (ή οποιοσδήποτε άλλος) για να επεξεργαστεί, να διατυπώσει το πρόγραμμά του. Αν αναφερθήκαμε σ' αυτό είναι κυρίως επειδή ο τρόπος που τέθηκε το θέμα δίνει ορισμένα ερεθίσματα για να δούμε κάποια ζητήματα που έτσι ή αλλιώς απασχολούν το κίνημα.

Μια αταξική θεώρηση

Οπως ήδη αναφερθήκαμε, σ' όλο το διάστημα που εξελίσσονταν αυτοί οι αγώνες έδωσε και πήρε η φιλολογία περί προτάσεων και προγραμμάτων. Η απόρριψη διεκδικήσεων και στόχων που αναδείκνυε το κίνημα επειδή τάχα εξέφραζαν «στείρα άρνηση», δεν είχαν «θετικό» χαρακτήρα, δεν εντάσσονταν και δεν προσέβλεπαν σε συνολικότερες λύσεις.
Σ' αυτές αντιπαραβάλλονταν προτάσεις που, υποτίθεται, προσέφεραν λύσεις και διεξόδους, ενταγμένες μάλιστα σε συνολικότερους σχεδιασμούς και στο πλαίσιο ενός ολοκληρωμένου προγράμματος.
Ετσι είχαμε «ολοκληρωμένες προτάσεις» για τα ΑΕΙ, συνολικά για την παιδεία, το ασφαλιστικό σύστημα κ.ά.
Στο πού στοχεύουν και πού συνέκλιναν, για όλα αυτά έχουμε κιόλας αναφερθεί. Στη «μεταφορά» του ζητήματος από το στίβο του αγώνα στο πεδίο των διαπραγματεύσεων και στον αναπροσανατολισμό του κόσμου που μαχόταν στην κατεύθυνση της εκλογικής στήριξης αυτών των δυνάμεων.
Ανάλογη είναι η λογική που χαρακτηρίζει συνολικά τις προγραμματικές διακηρύξεις και το φάσμα προτάσεων των ρεφορμιστών - αλλά και άλλων δυνάμεων.
Εξετάζοντάς τα κανείς, του δημιουργείται πολλές φορές η εντύπωση ότι αφορούν έναν «άλλον κόσμο» από αυτόν που πραγματικά υπάρχει, με τα συγκεκριμένα χαρακτηριστικά και τις πραγματικές του αντιθέσεις. Στην πραγματικότητα βέβαια δεν έχουμε παρά τις συγκεκριμένες εκφράσεις του αντιφατικού χαρακτήρα των ρεφορμιστικών επιδιώξεων και ο οποίος βρίσκεται στη βάση των αυταπατών που χαρακτηρίζουν συνολικά την αντίληψη και την πολιτική τους.
Το πρώτο που θα θέλαμε να επισημάνουμε και το οποίο συνιστά αφετηριακό στοιχείο των ρεφορμιστικών αυταπατών και της πολιτικής τους συμπεριφοράς είναι ένας αταξικός στην ουσία του τρόπος θεώρησης των πραγμάτων.
Η αστική προπαγάνδα, όταν δεν αρνείται ευθέως την ταξική διάρθρωση της κοινωνίας, προσπαθεί να την παρακάμπτει, να την απωθεί στο περιθώριο των κοινωνικών-πολιτικών διεργασιών. Πολύ περισσότερο ισχύει αυτό σε σχέση με την έννοια της ταξικής πάλης. Προτιμάει να αναφέρεται σε «κοινωνικούς εταίρους» οι οποίοι σε πνεύμα αμοιβαίας κατανόησης και συνεργασίας συναποφασίζουν στη βάση των κοινών συμφερόντων-στόχων και επιδιώξεων. Φυσικά και δεν είναι έτσι. Η κοινωνία είναι διαρθρωμένη ταξικά, λειτουργεί στη βάση της κυριαρχίας της κεφαλαιοκρατικής αστικής τάξης και χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη των αντιτιθέμενων συμφερόντων των διαφόρων τάξεων και στρωμάτων.
Ας σταθούμε μόνο σε ένα αλλά καίριας σημασίας παράδειγμα. Εδώ και πολλά χρόνια το κεφάλαιο πιέζει και κατορθώνει να διευρύνει διαρκώς το «δικαίωμα» της εργοδοσίας να απολύει εργαζόμενους. Το αποτέλεσμα, η υπερδιόγκωση της ανεργίας που όλοι γνωρίζουμε. Στην εντελώς αντίθετη κατεύθυνση κινούνται οι επιδιώξεις των εργαζομένων. Το κεφάλαιο προβάλλει τις «ανάγκες της οικονομίας», τη βελτίωση της «ανταγωνιστικότητας» των επιχειρήσεων, αλλά ο πραγματικός στόχος είναι η διαρκής αύξηση των κερδών του μέσα από την υπερεκμετάλλευση των εργαζομένων.
Αντίθετα, οι εργαζόμενοι διεκδικούν το δικαίωμά τους στη δουλειά που στις συγκεκριμένες συνθήκες σχεδόν ισοδυναμεί με το δικαίωμα στη ζωή. Αν μάλιστα δοκιμάζαμε να πάμε στο υπόβαθρο αυτής της σύγκρουσης, θα βρίσκαμε το βίαιο σφετερισμό από το κεφάλαιο των μέσων παραγωγής και του παραγόμενου προϊόντος από αυτούς στους οποίους δικαιωματικά ανήκουν.
Ποιες προτάσεις και ποια προγράμματα μπορούν να γεφυρώσουν αυτή την αντίθεση; Υπάρχει άλλος τρόπος να λυθεί εκτός από την ανατροπή της κυριαρχίας της κεφαλαιοκρατικής αστικής τάξης από τον εργαζόμενο λαό;
Αλλά πριν φτάσουμε σ' αυτό και όσον αφορά τα διάφορα προβλήματα που αναδεικνύονται (ύψος μισθών, εύρος απολύσεων, όρια συνταξιοδότησης κ.ά.), ποιες προτάσεις, από ποιον, σε ποιον, ποια «κοινή λογική» και πού να την αναζητήσουμε; Αυτό που στην πραγματικότητα υπάρχει είναι μια διαρκής και ανηλεής σύγκρουση και αυτό που «αποφασίζει» κάθε φορά είναι οι συσχετισμοί που διαμορφώνονται στο πλαίσιό της.
Η πολιτική των ρεφορμιστών κινείται αγνοώντας, παρακάμπτοντας αυτή την πραγματικότητα, σαν να θέλει να την εξορκίσει. Οι απαιτήσεις που θέτει η αναγκαιότητα αντιμετώπισης τόσο των άμεσων προβλημάτων όσο και της συνολικότερης λύσης βρίσκονται έξω και πέρα από τα προγράμματα και την πολιτική τους.

Μια ευθύγραμμη μηχανιστική αντίληψη

Ο τρόπος θεώρησης της σημερινής πραγματικότητας, αυτής που ορίζεται από την κυριαρχία του καπιταλιστικού, ιμπεριαλιστικού συστήματος, βρίσκεται -όπως έχουμε κιόλας αναφερθεί- στη βάση των πολιτικών κατευθύνσεων που υιοθετούνται από κάθε πλευρά.
Ετσι έχουμε τρεις βασικές πολιτικές κατευθύνσεις. Την αστική, που «φυσιολογικά» επιδιώκει την εδραίωση και αναπαραγωγή του συστήματος. Τη ρεφορμιστική, που προσανατολίζεται στη διόρθωση, τη μεταρρύθμισή του. Την επαναστατική, που στοχεύει στην ανατροπή του και την οικοδόμηση μιας άλλης κοινωνίας.
Ο βασικός πυρήνας της ρεφορμιστικής άποψης και έκφραση των αυταπατών που τη χαρακτηρίζουν συγκροτείται στη βάση της αντίληψης ότι το σύστημα μπορεί να αλλάξει μέσα από μια διαδικασία μεταρρυθμίσεων. (Υπάρχει βέβαια το ερώτημα αν το πιστεύουν και οι ίδιοι αυτό, αλλά ας το αφήσουμε για την ώρα). Μια αντίληψη μάλιστα που στις σημερινές συνθήκες και συσχετισμούς έχει προσαρμοστεί επί το ρεαλιστικότερο. Σε μια στάση υποταγής στην κυρίαρχη σήμερα άποψη του καπιταλιστικού «μονόδρομου» και αποδοχής των όρων και του πλαισίου που αυτή θέτει, έχει βγάλει έξω από το λογαριασμό κάθε πιθανότητα σύγκρουσης με τις δυνάμεις του συστήματος και περιορίζεται στην επιδίωξη επιμέρους αλλαγών και τροποποιήσεων και πάντα μέσα σ' αυτό το πλαίσιο και με τους όρους που αυτό θέτει.
-Εξετάζοντας κανείς τα διάφορα προγράμματα (και όχι μόνο των ρεφορμιστών) βρίσκεται αντιμέτωπος με μια αρκετά ευδιάκριτη μηχανιστική, ευθύγραμμη, «αθροιστική» αντίληψη του πράγματος. Σαν να πρόκειται για κάποιο εγχείρημα «τεχνικού» χαρακτήρα όπου τα μεγέθη και οι παράγοντες που πρέπει να παρθούν υπόψη καθώς και η «συμπεριφορά» τους αντιμετωπίζονται ως ουδέτερα, σταθερά και αμετάβλητα.
Ετσι δεν μένει παρά να τα βάλουμε σε μια σειρά, να οργανώσουμε τις διάφορες διαδοχικές φάσεις και να προσδοκούμε το ωραίο αποτέλεσμα. Θα μπορούσε να μιλήσει κανείς για σύγχυση περί την έννοια του πράγματος, αλλά αυτό θα ήταν η μισή ερμηνεία. Ας θέσουμε το ζήτημα όπως έχει. Στην πολιτική, και ακριβώς επειδή αποτελεί τη συμπυκνωμένη έκφραση της ταξικής πάλης, ο οποιοδήποτε προγραμματισμός γίνεται παίρνοντας -υποχρεωτικά- υπόψη τη μεταβλητότητα που χαρακτηρίζει τις συνθήκες, τους παράγοντες και τα δεδομένα της. Αυτή την πραγματικότητα θέλουν να παραγνωρίζουν οι ρεφορμιστές (και όχι μόνο αυτοί) και εκπονούν σχέδια επί χάρτου.
Ας δούμε λίγο το ζήτημα στη συσχέτισή του με τις τρεις βασικές κατευθύνσεις στις οποίες αναφερθήκαμε.
Το πρόγραμμα μιας αστικής πολιτικής δύναμης, ακριβώς επειδή επιδίωξή της είναι η εδραίωση και αναπαραγωγή του συστήματος, είναι και αυτό που χαρακτηρίζεται από τις περισσότερες «σταθερές». Κοινωνική, οικονομική και πολιτική δομή στην οποία στηρίζεται και την οποία στηρίζει. Κράτος και πληθώρα μηχανισμών, μέσων κ.λπ. Το πρόγραμμά της διαμορφώνεται στη βάση αυτών των σταθερών και από κει και πέρα προσπαθεί να συνυπολογίσει τις μεταβλητές που μπορεί να προκύψουν. Τη λαϊκή αντίσταση στο πλαίσιο της ταξικής πάλης, άλλες κοινωνικές και πολιτικές αντιφάσεις, οικονομικά προβλήματα, επιπτώσεις των διεθνών εξελίξεων κ.ά. Ταυτόχρονα διαθέτει πάντα ως εφεδρεία τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσει την πολύμορφη κρατική ισχύ για να επιβάλει ρυθμίσεις παρά και ενάντια στις λαϊκές αντιδράσεις.
Ανάμεσα σ' αυτή και την επαναστατική άποψη κινείται η ρεφορμιστική προγραμματική αντίληψη. Η βασική αυταπάτη που τη χαρακτηρίζει συνίσταται στο ότι θεωρεί πως μπορεί να στηριχτεί (να χρησιμοποιήσει) στις σταθερές του συστήματος για να επιβάλει αλλαγές στο... σύστημα. Να στρέψει το σύστημα ενάντια στον... εαυτό του. Σ' αυτήν άλλωστε την αυταπάτη έχουν την αφετηρία τους οι διάφορες θεωρίες περί «ουδετερότητας» του κράτους, για τη σχέση του κράτους με το κεφάλαιο και τα μονοπώλια κ.λπ.
Εδώ αναφύονται δύο ερωτήματα. Πρόκειται άραγε απλώς περί αυταπάτης (με όση αθωότητα μπορεί να υπονοεί ο όρος) ή περί ιδιοτελούς υπολογισμού;
Δεύτερο, σε ποιους απευθύνονται με ένα τέτοιο πρόγραμμα, τι επιδιώκουν και τι «περιμένουν» απ' αυτούς; Πριν αναφερθούμε σ' αυτά, ας κάνουμε μια καταρχήν αναφορά στην «τρίτη» άποψη.
Στον αντίποδα αυτών των αντιλήψεων και των αντίστοιχων προγραμμάτων βρίσκεται η επαναστατική. Αυτή όχι μόνο δεν προτίθεται να χρησιμοποιήσει τις σταθερές του συστήματος, αλλά αντίθετα έχει στόχο της να τις καταστρέψει. Το θεωρεί αυτό όρο επίτευξης του επαναστατικού της στόχου. Θα λέγαμε μάλιστα ότι με μια έννοια «δεν έχει» δεδομένες (και «έτοιμες») ούτε τις αντίστοιχες «δικές της» σταθερές και ότι πρέπει να τις «δημιουργήσει» κατά κάποιον τρόπο. Αλλά πριν προχωρήσουμε σ' αυτό, ας ξαναγυρίσουμε στα ερωτήματα που θέσαμε.

Σε ποιους απευθύνονται

Είναι δυνατόν να επιδιώκει κανείς πραγματικές και ουσιαστικές αλλαγές («βαθιές, διαρθρωτικές», όπως αναφέρονται στη ρεφορμιστική φιλολογία) στηριζόμενος σε δυνάμεις, όργανα και μέσα του συστήματος; Φυσικά και δεν είναι. Ούτε και οι ρεφορμιστές είναι τόσο ανόητοι ώστε να το πιστεύουν πραγματικά. Εδώ βρίσκεται το όριο αυτής της αυταπάτης. Η απάντηση βρίσκεται στις πραγματικές τους στοχεύσεις. Αυτό που επιδιώκουν είναι μια θέση, ένας ρόλος στο πλαίσιο του συστήματος. Ρόλο που πιστεύουν πως τον δικαιούνται καθώς θεωρούν πως είναι χρήσιμος και απαραίτητος συνολικά για την κοινωνία και την πρόοδό της. Εδώ επαναπροσεγγίζουν τον πυρήνα των αυταπατών τους για να επανέλθουν ωστόσο σύντομα στο ρεαλισμό, καθώς παλινδρομούν διαρκώς ανάμεσα σ' αυτά τα δύο. Αυτό για το οποίο προσπαθούν να πείσουν τις δυνάμεις του συστήματος είναι πως ο ρόλος τους είναι αναγκαίος για την ισορροπία του και απαραίτητος για την απρόσκοπτη λειτουργία του.
Δεν είναι εντελώς αβάσιμο αυτό και έχει και την προϊστορία του. Μόνο που στις σημερινές συνθήκες και συσχετισμούς (στη διαμόρφωση των οποίων συνέβαλαν και οι ρεφορμιστές, πριονίζοντας το κλαδί που τους κρατούσε) το σύστημα δεν τους έχει και τόσο μεγάλη ανάγκη. Αυτό είναι και το «παράπονό» τους.
Τα προηγούμενα απαντούν και στο σε ποιους απευθύνονται με την πολιτική και τα προγράμματά τους και τι επιδιώκουν και τι «ζητάνε».
Ολα τα προγράμματα όλων των πολιτικών δυνάμεων υποτίθεται πως απευθύνονται στο λαό (για να τα «εγκρίνει»). Ταυτόχρονα, όλοι γνωρίζουν πως αυτό είναι παραμύθι. Οσον αφορά το πρόγραμμα των ρεφορμιστών, αυτό απευθύνεται πρώτα και βασικά στην αστική τάξη. Στην πραγματικότητα, αποτελεί την πλατφόρμα συνδιαλλαγής με το σύστημα. Οι αλλαγές, οι προτάσεις που διατυπώνονται περιγράφουν αυτό που θεωρούν ως βάση συνύπαρξης και συνεισφοράς τους και η οποία προσδιορίζει και το δικό τους ρόλο σ' αυτήν. Και «φυσικά» όλα αυτά είναι διαπραγματεύσιμα.
Απευθύνονται μήπως και στο λαό; Μια καταφατική απάντηση θα ήταν επιφανειακή και καθόλου ακριβής. Αυτό στο οποίο στην πραγματικότητα απευθύνονται είναι το «εκλογικό σώμα». Πρόκειται για δυο εντελώς διαφορετικά πράγματα και έχουμε εδώ μια θεμελιώδη διαφορά ανάμεσα στην επαναστατική και τη ρεφορμιστική αντίληψη. Η επαναστατική άποψη αυτό που επιδιώκει απευθυνόμενη στο λαό είναι να συμβάλει στη συγκρότηση (με την πλήρη έννοια του όρου) των λαϊκών δυνάμεων σε δύναμη αντιπαράθεσης έως ανατροπής του συστήματος (ζήτημα που θα μας απασχολήσει ιδιαίτερα). Αντίθετα, η ρεφορμιστική άποψη το λαό, δηλαδή το εκλογικό σώμα, το θέλει μόνο ως επικουρία, ως παράγοντα υποστήριξης των επιδιώξεων στις οποίες αναφερθήκαμε. Σ' αυτή τη βάση, όχι μόνο δεν επιδιώκει τη συγκρότηση των λαϊκών δυνάμεων, αλλά αντιτίθεται σ' αυτήν καθώς μια τέτοιου είδους συγκρότηση συνδέεται με εντελώς άλλη πολιτική κατεύθυνση από αυτή στην οποία κινούνται οι ρεφορμιστές.

Παλιές αυταπάτες - νέες συγχύσεις

Θα θέλαμε εδώ να αναφερθούμε σε μια ακόμη παρανόηση. Η σύγχυση που εκδηλώθηκε αφορά τη σχέση ανάμεσα σ' αυτό που εμφανίζεται σαν πρόγραμμα οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας και στο πρόγραμμα επαναστατικής ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος.
Θεωρούμε πως πρόκειται για δύο κατά βάση διαφορετικά προτσές. Δεν είναι βέβαια καθόλου «άσχετα» μεταξύ τους, σχετίζονται αλλά δεν ταυτίζονται.
Η μορφή με την οποία κυρίως εμφανίζεται το ζήτημα αφορά το αν μπορούν να τεθούν στόχοι-διεκδικήσεις σοσιαλιστικού (ή και κομμουνιστικού κατά ορισμένους) χαρακτήρα στο πλαίσιο του προγράμματος επαναστατικής ανατροπής του καπιταλισμού. Στην πραγματικότητα το πρόβλημα -και ανεξαρτήτως μορφής- δεν είναι καθόλου νέο, αλλά αρκετά παλιό. Αφορά την «παλιά» αντιπαράθεση ανάμεσα στη λενινιστική επαναστατική στρατηγική και τη μεταρρυθμιστική. Ενα πρόβλημα που το «έλυσε» η Οχτωβριανή Επανάσταση με το γνωστό τρόπο. Ενα πρόβλημα ωστόσο που «επανήλθε» με βάση τη ρεβιζιονιστική-ρεφορμιστική κυριαρχία για δεκαετίες και πολύ περισσότερο με τις καταλυτικές επιδράσεις που αναπόφευκτα είχε σε όλα τα πεδία η τελική και ολοκληρωτική παλινόρθωση.
Επανήλθε μάλιστα όχι μόνο με τη μορφή των «παραδοσιακών» ρεφορμιστικών προγραμμάτων και στόχων αλλά και με τη μορφή προωθημένων, υποτίθεται, απόψεων που υπερβαίνουν επαναστατικά το ρεφορμισμό. Στα ζητήματα αυτά έχουμε αναφερθεί παλιότερα. Ετσι ή αλλιώς, πάντως, πρόκειται για ζητήματα που θα απασχολήσουν -και πρέπει να απασχολήσουν- το κίνημα στη συνέχεια.
Εμείς, και σε αναφορά με τα ζητήματα που θέτουμε εδώ, θα θέλαμε καταρχάς να αναφερθούμε στα εξής:
Θεωρούμε ότι τα δύο προτσές (της επαναστατικής ανατροπής και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης) εξελίσσονται στη βάση διαφορετικών όρων και συνθηκών, αντιμετωπίζουν διαφορετικού χαρακτήρα προβλήματα και έχουν διαφορετικού τύπου απαιτήσεις.
Το πρόγραμμα οικοδόμησης μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας (ό,τι κι αν εννοεί κανείς μ' αυτό, επειδή δεν είναι όλες οι απαντήσεις ίδιες) έχει σαν προϋπόθεση, βάση και αφετηρία την ανατροπή της καπιταλιστικής κυριαρχίας, το πάρσιμο της εξουσίας. Αντίθετα, το επαναστατικό προτσές αυτή την ανατροπή την έχει σαν κεντρικό στόχο. Η πραγματοποίησή της αποτελεί κορύφωσή του.
Αναφερόμενοι σ' αυτό το δεύτερο, θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε ότι την ίδια την ύπαρξή του δεν την οφείλει πουθενά αλλού παρά στις αντιθέσεις της καπιταλιστικής κοινωνίας όπως αυτές υπάρχουν και όπως αυτές αναπτύσσονται στο πλαίσιο αυτής της κοινωνίας.
Ο στόχος, η αναγκαιότητα της επαναστατικής ανατροπής δεν οφείλεται πουθενά αλλού παρά στο χαρακτήρα αυτών των αντιθέσεων και στο δεδομένο ότι δεν μπορούν να λυθούν παρά μόνο μ' αυτό τον τρόπο. Οι κοινωνικές δυνάμεις (εργατική τάξη και συνολικά εργαζόμενος λαός) που αποτελούν την κοινωνική δύναμη ανέλιξης αυτού του προτσές και πραγματοποίησης του στόχου αυτής της ανατροπής έχουν έναν τέτοιο ρόλο, χαρακτήρα και δυνατότητα επειδή αποτελούν τον κοινωνικό φορέα αυτών των αντιθέσεων που τις αντιπαραθέτει στην κυρίαρχη κεφαλαιοκρατική αστική τάξη.
Αντιθέσεις τις οποίες βιώνουν με έναν ορισμένο τρόπο στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κοινωνίας και στην αντίστοιχη βάση ενεργοποιούνται, συνειδητοποιούνται, συγκρούονται, μάχονται.
Οσον αφορά τις πολιτικές δυνάμεις (το υποκείμενο), η ιδιαίτερου τύπου συγκρότησή τους δεν αναιρεί το γεγονός ότι δεν αποτελούν παρά μια μορφή και έκφραση αυτής της διαδικασίας. Αυτό σημαίνει πως δεν μπορούν ούτε να την αγνοήσουν ούτε να την υπερβούν, παρά μόνο να την «υπηρετήσουν» στη βάση της διαλεκτικής σχέσης που συνδέει και τη δική τους ύπαρξη με τους όρους και τα δεδομένα αυτής της διαδικασίας.
Σε σχέση, τέλος, με το προτσές της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, θα περιοριστούμε εδώ σε μία και μόνο βασική επισήμανση. Ολα τα δεδομένα, οι όροι, οι παράμετροι που αφορούν το ζήτημα υφίστανται την καταλυτική επίδραση της ποιοτικής μεταβολής που αποτελεί η επαναστατική ανατροπή. Αυτή είναι μια συνθήκη που κανείς δεν μπορεί να προσπεράσει με σχεδιασμούς επί χάρτου.
Από κει και πέρα η μεταφορά -«εδώ και τώρα»- στόχων, υποτίθεται, σοσιαλιστικού χαρακτήρα μόνο σύγχυση μπορεί να επιφέρει στην ανάπτυξη του επαναστατικού προτσές. Αυτή μάλιστα είναι η επιεικέστερη εκδοχή, μιας και αυτό που συμβαίνει στην πραγματικότητα δεν είναι παρά η εισαγωγή απ' το παράθυρο της ρεφορμιστικής λογικής με «κομμουνιστικό» περιτύλιγμα. Και φυσικά ούτε κατά διάνοια απαντιέται έτσι το μεγάλο ζήτημα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, που θα «επιμένει» να τίθεται και να ζητάει απαντήσεις με βάση τους δικούς του όρους.

Εικονικά προγράμματα και πραγματικοί στόχοι

Ας ξαναγυρίσουμε μετά απ' όλα αυτά σ' ένα ερώτημα που θέσαμε στην αρχή αυτού του κεφαλαίου. Είχε λοιπόν ή δεν είχε πρόγραμμα ο ΣΥΝ και τι είδους; Φυσικά και είχε. Είχε μια συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση, ένα συγκεκριμένο πολιτικό πλάνο στη βάση του οποίου κινούνταν. Ταυτόχρονα είχε ένα σύνολο επεξεργασμένων θέσεων, προτάσεων που δεν μας απασχολεί εδώ αν συνιστούσαν ένα ολοκληρωμένο πρόγραμμα ή όχι. Εκείνο που θέλουμε να επισημάνουμε είναι ο «συμπληρωματικός» του χαρακτήρας. Μια πλευρά που σχετίζεται με το μέγεθος που είχε ο ΣΥΝ και το βασικό προσανατολισμό συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ. Το πρόγραμμά του σ' αυτή τη βάση είχε το χαρακτήρα «τροποποιήσεων» που «προτείνονταν» στο σύστημα και με ειδικότερο παραλήπτη το ΠΑΣΟΚ.
Με βάση αυτή τη λογική κινήθηκε όλα αυτά τα χρόνια, με την ίδια στην ουσία και κατά τη διάρκεια των πρόσφατων κινητοποιήσεων. Σήμερα βρίσκεται ή θεωρεί πως βρίσκεται με βάση τις δημοσκοπήσεις σε άλλη θέση ισχύος. Δεν του αρκεί (ή έτσι θέλει να εμφανίζεται) ο συμπληρωματικός ρόλος, αλλά αυτός του συνδιαμορφωτή ενός κυβερνητικού προγράμματος. Αυτό επεξεργάζονται πλέον οι διάφορες επιτροπές που έχει συστήσει. Τι θα βγάλουν; Εσείς τι νομίζετε;
Εμείς πάντως δεν περιμένουμε εκπλήξεις. Εκτιμούμε ότι πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον θα έχουν τα διάφορα πάρε-δώσε με άλλες δυνάμεις όταν το ζήτημα τεθεί επί τάπητος. Ταυτόχρονα ευελπιστούμε να διασκεδάσουμε με τις κωλοτούμπες που προβλέπονται εντός ΣΥΡΙΖΑ κατά την ίδια διαδικασία.
Φαίνεται να κινείται διαφορετικά το ΚΚΕ, αλλά αυτό μόνο φαίνεται, χωρίς να ισχύει στην πραγματικότητα εξ ολοκλήρου.
Στην πολιτική του ΚΚΕ μπορεί να διακρίνει κανείς καταρχάς τρία πράγματα.
Τη βροντερή «ταξική», «κομμουνιστική» ρητορική του.
Το διακηρυγμένο πολιτικό του πρόγραμμα της αντιμονοπωλιακής, αντιιμπεριαλιστικής αλλαγής.
Το σύνολο των μερικότερων θέσεων και προτάσεων που διατυπώνει σε αναφορά με διάφορα ζητήματα, τον τρόπο που τα προωθεί, δηλαδή την πολιτική που ασκεί στην πράξη.
Δεν θα αναφερθούμε εδώ σε μια σειρά ζητήματα που σχετίζονται με τα προηγούμενα, τις στρεβλώσεις, τις ανακολουθίες, τις αντιφάσεις, την ασυνέπεια και τα αδιέξοδα που τα χαρακτηρίζουν. Οχι γιατί δεν είναι σοβαρά (ίσα ίσα), αλλά γιατί αφορούν μιαν άλλη συζήτηση.
Αυτό που κυρίως θέλουμε να επισημάνουμε εδώ είναι η πλήρης αναντιστοιχία ανάμεσα στις υποτιθέμενες ταξικές διακηρύξεις αλλά και το υποτιθέμενο αντιμονοπωλιακό κ.λπ. πρόγραμμα και την πραγματική πολιτική που ασκεί το ΚΚΕ. Επειδή, για τη δική μας πολιτική αντίληψη, το πραγματικό πρόγραμμα ενός κόμματος δεν είναι αυτό που διακηρύσσει, αλλά αυτό που εφαρμόζει στην πράξη. Και εδώ, δεν είναι μόνο ότι το ΚΚΕ δεν προωθεί μια επαναστατική, κομμουνιστική πολιτική, όπως τουλάχιστον εμείς την αντιλαμβανόμαστε. Το ζήτημα είναι ότι δεν προωθεί στην πράξη μήτε καν αυτό το διακηρυγμένο του πρόγραμμα το οποίο (και ανεξάρτητα από το πώς το αξιολογεί κανείς) δείχνει να το εκπόνησαν οι επιτελείς του έτσι για να βρίσκεται.
Αυτό που βλέπουμε εμείς σαν πραγματικό πρόγραμμα του ΚΚΕ είναι αυτό που «είδε» όλος ο κόσμος να εφαρμόζεται στην πράξη. Δηλαδή το σύνολο των κατά καιρούς θέσεων και προτάσεων οι οποίες δεν συνιστούν τίποτε άλλο παρά μια «αριστερή» παραλλαγή του «συμπληρωματικού» προγράμματος του ΣΥΝ στο οποίο αναφερθήκαμε προηγούμενα.
Είναι γεγονός ότι στην περίοδο που διανύουμε το ΚΚΕ δεν συνόδευε (όπως ο ΣΥΝ) αυτή την πολιτική με ανοίγματα σε άλλες πολιτικές δυνάμεις ούτε εκδήλωνε -έχοντας καεί και στο χυλό του '89- άμεσες κυβερνητικές φιλοδοξίες. Αυτή η επιλογή συνδέεται με το υπαρξιακό πρόβλημα της ηγεσίας του ΚΚΕ και το οποίο αντιμετωπίζει σε μια βάση εξισορρόπησης των πολιτικών της αντιφάσεων και αναμονής ευνοϊκότερων όρων.
Το γεγονός πάντως και αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι ότι αυτό το -πραγματικό του- πρόγραμμα προωθούσε στην πράξη, αυτό υπεράσπιζε με την πολιτική του, με βάση αυτό και την ανάλογη λογική κινήθηκε και απέναντι στους πρόσφατους αγώνες, όπως ήδη αναφερθήκαμε.
Ενα πρόγραμμα που σαν κεντρικό, τελικό και κορυφαίο στόχο, στον οποίο υποτάσσονται και στον οποίο συγκλίνουν όλες του οι προσπάθειες, έχει την εκλογική του ενίσχυση. Μόνο που κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει εσαεί από τις αντιφάσεις του, καθώς οι εξελίξεις δείχνουν πως σ' αυτή την πολιτική εξισορρόπησης δεν αφήνουν μεγάλα περιθώρια αναμονής. Αλλά αυτό είναι μια άλλη συζήτηση.

ΜΙΚΡΟΑΣΤΙΚΕΣ ΦΑΝΤΑΣΙΩΣΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ

Το φαινόμενο δεν είναι καθόλου καινούριο. Μάλλον πολύ παλιό. Οι εκδηλώσεις του σχεδόν καθημερινές από πολλές πλευρές, με διάφορες μορφές και τρόπους. Ετσι είχαμε, λ.χ., την κα Παπαρήγα να «απειλεί» (προεκλογικά) το λαό και να τον καθιστά «υπεύθυνο για τις συνέπειες» αν δεν ενισχύσει εκλογικά το ΚΚΕ.
Ετσι έχουμε τον κ. Αλαβάνο να εγκαλεί τον κόσμο γιατί «κάθεται στον καναπέ» και «δεν μετέχει» - στις διαδικασίες στήριξης του ΣΥΡΙΖΑ.
Κάποιους άλλους που τον οικτίρουν για το «επίπεδο» και την «καθυστέρησή» του, που μέμφονται τον κόσμο για το ότι «δεν σκέφτεται». Οι ισχυρισμοί «αυταπόδεικτοι», μιας και ο κόσμος στην πλειοψηφία του ψηφίζει ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Και είναι πολλοί εκείνοι που έχουν έτοιμη τη συνταγή: «Πρέπει πρώτα να μορφωθεί ο κόσμος», «να ξυπνήσει»! Προφανώς οι κύριοι αυτοί θεωρούν εαυτούς μορφωμένους και ξύπνιους. Συνακόλουθα, και τους πλέον αρμόδιους να αναλάβουν την επιμόρφωση της καθυστερημένης πλέμπας.
Ποιο είναι αλήθεια το ζήτημα που εμφανίζεται εδώ; Αυτό που τους απασχολεί είναι η μόρφωση, η διαφώτιση, το ξύπνημα του κόσμου; Αυτό που τους ενοχλεί είναι η αδράνεια, η μη συμμετοχή στα κοινά, ο «καναπές»; Αυτό που τους ανησυχεί και θέλουν να αντιπαλέψουν είναι η επιρροή των αντιδραστικών αντιλήψεων που συμβάλλει στη στάση υποταγής του κόσμου στις αστικές δυνάμεις;
Αν αυτό είναι που συμβαίνει, θα λέγαμε πως είμαστε σε καλό δρόμο. Μόνο που νομίζουμε ότι τα πράγματα είναι διαφορετικά. Εχουμε την άποψη ότι αυτό που τους ενοχλεί είναι ότι ο κόσμος κατά κανόνα προσπερνάει αδιάφορα -και καθόλου αδικαιολόγητα- τις περισπούδαστες αναλύσεις τους. Αυτό που τους εξοργίζει είναι ότι δεν δίνει και τόση σημασία στις λαμπρές τους ιδέες και προτάσεις. Αυτό που -κυρίως- τους κάνει να βγαίνουν απ' τα ρούχα τους είναι το ότι δεν ακολουθεί στο βαθμό που επιθυμούν και δεν στηρίζει την πολιτική τους.
Κι εκείνο που δεν μπορούν με τίποτα να συγχωρέσουν στον κόσμο είναι ότι δεν τους ψηφίζει, δεν τους δίνει τα εκλογικά ποσοστά που θεωρούν πως τους αξίζουν. Σ' αυτό το τελευταίο θα μπορούσαν να συνοψιστούν όλα όσα τους απασχολούν σε σχέση με αυτό το ζήτημα.
Να κάνουμε εδώ κάποιες αναγκαίες διευκρινίσεις προς αποφυγή παρανοήσεων. Δεν υπάρχει σ' εμάς κανένα είδος υποτίμησης της μόρφωσης (ακόμη και της αστικού τύπου). Της διαφώτισης του κόσμου που επιχειρούν προοδευτικές δυνάμεις και άτομα με διάφορους τρόπους. Της πολιτικής προπαγάνδας που κάνουν αριστερές πολιτικές δυνάμεις. Της μάχης που πρέπει να δίνεται στο μέτωπο των ιδεών. Ισα ίσα! Θεωρούμε πως οι δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά φέρουν μια πολύ μεγάλη ευθύνη επειδή ακριβώς έχουν εδώ και πολλά χρόνια εγκαταλείψει αυτό το μέτωπο. Πως άφηναν ελεύθερο το πεδίο στην κυριαρχία των αστικών απόψεων και αντιλήψεων. Πως πολύ εύκολα παραδίνονταν και οι ίδιες στη σαγήνη ιδεών αστικού στην ουσία χαρακτήρα. Ομως το θέμα που τίθεται εδώ δεν είναι αυτό. Αυτό που εμφανίζεται με όλα αυτά είναι το πόσο έχει διαβρωθεί ο τρόπος σκέψης τους από αυτές τις ιδέες. Το πόσο έχει επιδράσει στον ίδιο τον πυρήνα των αντιλήψεών τους.
Αυτό που διαπιστώνουμε εδώ είναι καταρχάς η ιδέα που έχουν για τον εαυτό τους από τη μια και το πώς βλέπουν τον κόσμο από την άλλη. Το πώς αντιμετωπίζουν τη σχέση τους με το λαό και ποιο ρόλο επιφυλάσσουν για τον εαυτό τους. Την αντίληψη ελίτ που διαμορφώνουν από τη μια και την υποτίμηση των λαϊκών μαζών από την άλλη. Την έλλειψη εμπιστοσύνης στο λαό, που εκφράζεται έως και με «φόβο» απέναντί του. Δεν πρόκειται απλά για λάθη, για τις αναπόφευκτες συγχύσεις που δημιουργεί μια ιδεαλιστική σε τελευταία ανάλυση αντίληψη πραγμάτων. Πρόκειται για βαθιά ριζωμένες ιδέες με ταξικό στην ουσία υπόβαθρο και με συγκεκριμένες εκφράσεις στην πολιτική τους.

Η δύναμη «πειθούς» του συστήματος

Ενα βασικό ζήτημα σε σχέση με το οποίο υπάρχει αρκετή σύγχυση αφορά το πώς και γιατί «πείθει» το σύστημα. Γιατί και σε ποια βάση ο κόσμος συμμορφώνεται, αδρανοποιείται, υποτάσσεται. Γιατί συντάσσεται (όπως συντάσσεται) με αστικές δυνάμεις, γιατί ψηφίζει έως και σε συντριπτικά ποσοστά τα αστικά κόμματα εξουσίας.
Είναι αναμφισβήτητο το γεγονός ότι το σύστημα διαθέτει πάρα πολλά μέσα και μηχανισμούς προπαγάνδας, αποπροσανατολισμού και χειραγώγησης των λαϊκών μαζών και βεβαίως διαθέτει γι' αυτά άφθονα κεφάλαια, μηχανισμούς που λειτουργούν από τη γέννηση του κάθε ανθρώπου και τον ακολουθούν βομβαρδίζοντάς τον καθημερινά και ακατάπαυστα με αστικές ιδέες και αντιλήψεις σ' όλη του τη ζωή.
Από το νηπιαγωγείο και συνολικά την εκπαιδευτική διαδικασία, με τον καθοριστικό ρόλο της εκκλησίας, των ΜΜΕ, με τον έλεγχο και τη χειραγώγηση (άμεσα ή και έμμεσα με τις διάφορες χορηγίες, τα βραβεία κ.ά.) της κάθε είδους και μορφής ιδεολογικής, πολιτιστικής παραγωγής κ.λπ.
Αυτή η αναμφισβήτητη πραγματικότητα κάνει τους περισσότερους να την αξιολογούν με τρόπο που οδηγεί σε βαθιά λαθεμένα συμπεράσματα. Οτι δηλαδή το σύστημα «πείθει» επειδή και μόνο διαθέτει όλους αυτούς τους μηχανισμούς.
Η άποψή μας είναι διαφορετική. Το σύστημα δεν πείθει. Ή τουλάχιστον δεν είναι αυτό το κύριο σ' αυτό το πεδίο της λειτουργίας του. Το σύστημα κατά κύριο λόγο πειθαναγκάζει. Αυτό είναι κάτι ολότελα διαφορετικό από την πειθώ.
Το βασικό και θεμελιώδες δεδομένο εδώ βρίσκεται στην κυριαρχία της κεφαλαιοκρατικής αστικής τάξης. Μια κυριαρχία που εκφράζεται σε όλα τα πεδία: το κοινωνικό, το οικονομικό, το κρατικό, το πολιτικό. Η κύρια δύναμη «πειθούς» του συστήματος δεν βρίσκεται στις «ιδέες» του, αλλά στον πολύμορφο καταναγκασμό που ασκείται μέσω αυτής της κυριαρχίας και των μηχανισμών του που την πραγματοποιούν. Ο καθημερινός εκβιασμός που αντιμετωπίζει ο κόσμος διαρκώς και σε κάθε εκδήλωση της ζωής του. Χωρίς αυτή τη «στήριξη», οι αστικές ιδέες δεν θα έπειθαν κανέναν για τον απλούστατο λόγο ότι κανείς δεν μπορεί να αποδεχτεί οικειοθελώς ότι «δικαίως» ... αδικείται!
Αυτό που πραγματικά συμβαίνει είναι ότι στη βάση αυτών των καταναγκασμών ο κόσμος οδηγείται στο να προσαρμόζεται και να κινείται πρακτικά με τους τρόπους που του υπαγορεύουν οι μηχανισμοί κυριαρχίας του συστήματος. Με αυτό σαν δεδομένο πλέον και μόνο σ' αυτή τη βάση αρχίζει να αποδέχεται τις αστικές ιδέες και αντιλήψεις, δηλαδή να προσαρμόζει τον τρόπο σκέπτεσθαι στον τρόπο που κινείται (και όχι αντίστροφα). Τόσο περισσότερο ή λιγότερο όσο βλέπει ή δεν βλέπει μπροστά του μια διέξοδο η οποία όχι μόνο θα του φαίνεται σωστή, αλλά κυρίως θα τον πείθει ότι  μπορεί πράγματι να παλευτεί, να πραγματοποιηθεί. Αλλά εδώ περνάμε σ' ένα άλλο θέμα.

Ο δρόμος της «μάθησης»

Σ' αυτό που αναφέραμε πως αποτελεί τη βάση στην οποία στηρίζεται η δύναμη πειθαναγκασμού του συστήματος -την ταξικού χαρακτήρα κυριαρχία του- βρίσκεται και η κύρια αδυναμία του. Να το πούμε σύντομα και απλά. Κανένας μηχανισμός ισχύος, κανένα προπαγανδιστικό μέσο δεν μπορεί να αλλάξει την ταξική πραγματικότητα. Μπορεί να την εξωραΐσει, να τη συγκαλύψει, να την παραστήσει ως φυσική και αναγκαία. Μπορεί να εκβιάσει, να απειλήσει, να εξαναγκάσει. Δεν μπορεί ωστόσο να την ... αλλάξει. (Αλλωστε ούτε θέλει κάτι τέτοιο). Εδώ, όπως και για πολλά άλλα πράγματα, βρίσκεται το «κλειδί» τόσο της κατανόησης όσο και της αντιμετώπισης του ζητήματος.
Αυτή είναι μια σχέση (αντίθεση) που ο εργαζόμενος λαός τη βιώνει καθημερινά, καθώς υφίσταται τη διαρκή εκμετάλλευση και καταπίεση του συστήματος. Σ' αυτή τη σχέση γεννιέται και θεμελιώνεται η πρώτη αντίθεσή του με το σύστημα. Μια αντίθεση την οποία βιώνει και η οποία τον καθορίζει σ' όλη τη διάρκεια της ζωής του. Αυτό ισχύει ανεξάρτητα από τους τρόπους που -πρακτικά- χρησιμοποιεί, ανεξάρτητα ακόμη και από το ποια πολιτική στάση αναγκάζεται να υιοθετήσει με βάση τους καταναγκασμούς που αναφέρθηκαν.
Η συνολική στάση ζωής που υιοθετεί (πραχτικά, πολιτικά) αποτελεί έκφραση αυτών των αλληλοσυγκρουόμενων επιδράσεων των αντίθετων αυτών παραγόντων. Της βιωματικής και αμετακίνητης ταξικής του αντίθεσης από τη μια και της πίεσης που ασκεί πάνω του η πολύπλευρη κυριαρχία του συστήματος από την άλλη.
Εδώ είναι το ζήτημα, εδώ το πεδίο αμφισβήτησης και ανατροπής των επιδράσεων της αστικής κυριαρχίας, αυτό είναι που καθορίζει τους όρους, τους τρόπους, τις μορφές και τα μέσα παρέμβασης.
Η ανάδειξη των αντιθέσεων που αντιπαραθέτουν τον εργαζόμενο λαό με το καπιταλιστικό σύστημα είναι η βάση της ανάπτυξης του κινήματος.
Η διαμόρφωση διεκδικητικών στόχων που «πατάνε» και εκφράζουν αυτές τις αντιθέσεις, η μαχητική τους προώθηση είναι το αποφασιστικό του όπλο. Η ανάπτυξη της πάλης σε μια τέτοια βάση, η ανύψωσή της σε επίπεδο όσο γίνεται ευρύτερης αντιπαράθεσης είναι που ανοίγει τους δρόμους για την πιο ουσιαστική πολιτικοποίηση των αγώνων.
Η διαμόρφωση σε μια πορεία όρων που να πείθουν ότι η διέξοδος είναι όχι μόνο υπαρκτή αλλά και εφικτή είναι το κρίσιμο σημείο καμπής. Είναι το «κλειδί» που λύνει την αντίφαση (ταξικής αντίθεσης-καταναγκασμού) και απελευθερώνει σε μαζική πλέον κλίμακα τις πραγματικές επιθυμίες και τις αγωνιστικές διαθέσεις του εργαζόμενου λαού.

Μια βασική διαχωριστική γραμμή

Αυτά είναι που σε γενικές γραμμές ορίζουν τα δύο πεδία ανάπτυξης-λειτουργίας των διαφορετικών ιδεών, των επιδράσεων που ασκούν, των κατευθύνσεων που ενισχύουν-διαμορφώνουν.
Το πεδίο που διαμορφώνει η κυριαρχία του συστήματος που ορίζει το πλαίσιο και τους όρους της ζωής των ανθρώπων. Με τη διαρκή καταπίεση και τους καθημερινούς εκβιασμούς, καταναγκασμούς. Πάνω σ' αυτό το έδαφος είναι που ασκεί το δικό του ρόλο ο αδιάλειπτος βομβαρδισμός με αστικές ιδέες και αντιλήψεις. Αυτό που διαμορφώνει κυριαρχία, το ιδεολογικό περιβάλλον απ' όπου αντλούνται τα πρότυπα προσαρμοσμένης συμπεριφοράς.
Ταυτόχρονα, και επειδή το σύστημα γνωρίζει πως μήτε αυτά αρκούν, προσφέρει και πολιτικές «διεξόδους». Την ψευδαίσθηση της «δημοκρατικής επιλογής». Δηλαδή την εναλλαγή των αστικών κομμάτων (δύο ή τριών, καμία σημασία δεν έχει) στη διακυβέρνηση της χώρας. Εν ανάγκη επιστρατεύει σε ρόλο στήριξης και αναβάπτισης αυτής της λειτουργίας και ρεφορμιστικές δυνάμεις.
Η αποδοχή, η συμμόρφωση, η μη αμφισβήτηση αυτού του πλαισίου λειτουργίας σημαίνει πολύ απλά ότι δεν μπορούν να διαμορφωθούν πραγματικοί όροι αμφισβήτησης της κυριαρχίας του συστήματος.
Αυτό βεβαίως καθόλου δεν σημαίνει ότι το σύστημα δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ή και να ανατραπεί ακόμα. Σημαίνει ότι το κίνημα θα πρέπει να αναζητήσει τους δικούς του δρόμους, τα δικά του μέσα, το δικό του «γήπεδο».
Αυτό δεν είναι άλλο από το πεδίο των αγώνων. Αγώνων στη βάση διεκδικήσεων που στηρίζονται στις πραγματικές αντιθέσεις, που αντιπαραθέτουν τον εργαζόμενο λαό με τις δυνάμεις του συστήματος.
Σ' αυτό το πεδίο είναι που διαπιστώνει και κατανοεί με τον πιο ουσιαστικό τρόπο ο λαός τι υπερασπίζουν οι αστικές ιδέες. Στο ίδιο είναι που «συναντάει» και αναγνωρίζει τις ιδέες και τις αξίες που τον εκφράζουν και τον αντιπροσωπεύουν. Ακριβώς επειδή οι αγώνες διαμορφώνουν το πιο πρόσφορο έδαφος για να «ακουστούν» οι προοδευτικές ιδέες, να αναπτυχθούν οι ριζοσπαστικές-επαναστατικές. Σ' αυτό το πεδίο είναι που διαμορφώνονται οι όροι που τον πείθουν έμπρακτα ότι υπάρχει και άλλος δρόμος από αυτόν της συμμόρφωσης και της υποταγής.
Εδώ βρίσκεται και μια βασική διαχωριστική γραμμή. Ανάμεσα στην αντίληψη εκείνων που την απάντηση στο ζήτημα των ιδεών τη συνδέουν με τη συχνότητα της παρουσίας τους στα τηλεοπτικά πάνελ και αυτών που την αντιμετωπίζουν σαν ζήτημα μετωπικής αντιπαράθεσης και πάλης.
Ανάμεσα στην αντίληψη που αναζητάει τις απαντήσεις στο πεδίο της ταξικής πάλης και την αντίληψη εκείνων που τις αναζητούν (;) στο πεδίο που ορίζει το σύστημα και με τους όρους του συστήματος. Που αποπροσανατολίζουν τον κόσμο, τον αδρανοποιούν, τον στέλνουν στον «καναπέ» και μετά σκούζουν επειδή ο κόσμος ακολούθησε τη λογική και τις υποδείξεις τους. Ακριβώς επειδή ούτε μπορούν αλλά κυρίως θέλουν να αντιληφθούν ότι το πρόβλημα δεν βρίσκεται στον κόσμο αλλά στους ίδιους. Στις απόψεις, τις ιδέες και τις αντιλήψεις τους. Στην πολιτική τους, στις αυταπάτες τους.

Η ΣΥΝΔΕΣΗ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ

Το ζήτημα της σύνδεσης των άμεσων επιδιώξεων της πάλης με την προοπτική και τους απώτερους στόχους του κινήματος εμφανίστηκε με διάφορες μορφές. Αυτές αφορούν ζητήματα που έχουν και μια δική τους ιδιαίτερη σημασία, αλλά ταυτόχρονα σχετίζονται με αυτό το θέμα.
Με την προβολή σχεδίων συνολικών απαντήσεων στα ζητήματα που είχαν τεθεί ή και προγραμμάτων συνολικού έως και ... σοσιαλιστικού χαρακτήρα.
Με την πρόταξη της αναγκαιότητας υιοθέτησης «επιθετικών» στόχων αντί των «αμυντικών» τους οποίους έθετε το κίνημα. Μια λογική που μας έδωσε και το απερίγραπτο σύνθημα της «αντεπίθεσης» (ΚΚΕ).
Στην ίδια πάντα λογική έμπαινε το ζήτημα της υιοθέτησης «προωθημένων» στόχων αντί των «περιορισμένης εμβέλειας» που είχαν αναδειχτεί στο πεδίο της πάλης. Στόχων που, μιας και ορισμένοι έφταναν ως το σοσιαλισμό και τον κομμουνισμό, θεωρούνταν ότι έτσι τακτοποιούσαν και το ζήτημα της σύνδεσης με την προοπτική «εδώ και τώρα». Ταυτόχρονα, με την παράθεση εν σειρά στόχων που ο ανώτερος θα διαδεχόταν τον κατώτερο έμπαινε σε μια «τάξη» και η συνέχεια των αγώνων.
Ακόμη περισσότερο, αυτή η συνέχεια θα διασφάλιζε και τις κατακτήσεις, καθώς η κάθε επόμενη και ανώτερη κατάκτηση θα «κλείδωνε» την προηγούμενη. Με την υποτιθέμενη -μέσα και από όλα αυτά- επιδίωξη μεταβολής των συσχετισμών, η οποία ωστόσο ταυτιζόταν με την αύξηση των εκλογικών ποσοστών των «δυνάμεων της Αριστεράς». Σ' αυτό το τελευταίο συνέκλιναν όλοι και όλα.
Στο πού πραγματικά στόχευαν όλα αυτά και άλλα έχουμε κιόλας αναφερθεί. Στην εκτροπή από το πεδίο, τη βάση πάνω στην οποία ήδη αναπτυσσόταν ο αγώνας, στη ματαίωση του ίδιου του αγώνα χάριν «υψηλότερων» επιδιώξεων (διάβαζε εκλογές). Η ουσία του όλου ζητήματος βρίσκεται μάλλον στις μεταμορφώσεις της άποψης που εξέφρασε το ΚΚΕ. Οταν η κα Παπαρήγα εν μέσω κινητοποιήσεων και αγωνιστικής έξαρσης διατυπώνει την άποψη περί «ματαιότητας των αγώνων», υπονομεύει ευθέως αυτούς τους αγώνες. Οταν η ίδια η κα Παπαρήγα μόλις (και με τη «συνδρομή» του ΚΚΕ) καταλάγιασαν οι αγώνες σαλπίζει «αντεπίθεση», μας δίνει το μέτρο της υποκρισίας αλλά και του εκφυλισμού της υποτιθέμενης Αριστεράς.
Ανεξάρτητα πάντως από όλους αυτούς τους οπορτουνισμούς και όλες αυτές τις γελοιότητες, το ζήτημα της σύνδεσης με την προοπτική είναι έτσι κι αλλιώς σοβαρό - κι εμείς σαν τέτοιο το αντιμετωπίζουμε. Η πραγματική και ουσιαστική απάντηση σ' αυτό συνδέεται άμεσα με το ζήτημα της συνολικής κατεύθυνσης, του γενικού προσανατολισμού.
Τη ρεφορμιστική ή την επαναστατική κατεύθυνση. Η ίδια η επιλογή της ρεφορμιστικής κατεύθυνσης αποτελεί αφεαυτής και αναίρεση της προοπτικής του κινήματος. Οταν η βασική επιδίωξη είναι (αν, όσο και όπως είναι) οι ανεκτές από το σύστημα αλλαγές και βελτιώσεις (και στην πραγματικότητα η ανάδειξη της «χρησιμότητας» του ρόλου των ρεφορμιστών), για ποια προοπτική να μιλήσουμε και ποια σύνδεση μ' αυτήν;
Αυτό φυσικά καθόλου δεν σημαίνει ότι η ρητορική διακήρυξη -υιοθέτηση της επαναστατικής κατεύθυνσης απαντάει από μόνη της στο ζήτημα. Απαιτείται η συνεχής, ολόπλευρη και ουσιαστική αντιμετώπιση των θεωρητικών, πολιτικών και πρακτικών προβλημάτων που θέτει μια τέτοια κατεύθυνση.
Ας περάσουμε λοιπόν στα συγκεκριμένα θέματα, διευκρινίζοντας ότι δεν θα μας απασχολήσει εδώ το ζήτημα των προγραμμάτων, των συνολικών λύσεων κ.λπ. μιας και αναφερθήκαμε σ' αυτά προηγούμενα.

Η πραγματική κατάσταση και τα καθήκοντα που θέτει

Είναι εκτίμηση όλων (χωρίς καμιά εξαίρεση) ότι βρισκόμαστε σε μια περίοδο δυσμενών συσχετισμών για την Αριστερά, το κίνημα, τους λαούς συνολικά.
Αυτό καθορίζει σε σημαντικό βαθμό τους όρους στη βάση των οποίων διεξάγεται σήμερα η ταξική πάλη. Αν αναφερόμαστε σ' αυτό είναι επειδή θεωρούμε ότι το καθήκον μας δεν είναι να ωραιοποιούμε τις καταστάσεις, αλλά να τις αντιμετωπίζουμε όπως ακριβώς είναι. Επειδή θεωρούμε ότι ο πρώτος όρος για να περάσουμε σε μια άλλη σχέση πραγμάτων είναι να «αναγνωρίζουμε» την πραγματικότητα όπως αυτή έχει και τα προβλήματα που θέτει. Ολα τα άλλα είναι απλώς του αέρος.
Το δεύτερο, ότι βρισκόμαστε σε μια περίοδο όπου το καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα έχει εξαπολύσει εδώ και χρόνια μια μεγάλης κλίμακας επίθεση ενάντια στον κόσμο της δουλειάς και συνολικά στους λαούς. Αυτή η επίθεση είναι που ορίζει το συγκεκριμένο κάθε φορά πεδίο πάλης. Αυτό το πεδίο δεν μπορεί να οριστεί «αλλιώς» ή «αλλού» επειδή η πραγματικότητα χαλάει την αρχιτεκτονική κάποιων αναλύσεων που φαντάζουν πολύ σπουδαίες σ' αυτούς που τις έχουν εκπονήσει.
Η αντίσταση σ' αυτή την επίθεση δεν είναι τίποτε άλλο παρά η έκφραση της ταξικής πάλης στο πεδίο όπου έτσι κι αλλιώς διεξάγεται. Και αν η παράκαμψη αυτών των δεδομένων δεν είναι για κάποιους παρά σύμπτωμα της σύγχυσης μέσα στην οποία παραδέρνουν, για τους ρεφορμιστές είναι συνειδητή επιλογή. Είναι η έκφραση της άρνησης να αντιμετωπίσουν τις απαιτήσεις που εγείρει η πραγματική κατάσταση.
Για να το θέσουμε κάπως πιο συγκεκριμένα, ο βομβαρδισμός, λ.χ., της Γιουγκοσλαβίας έθετε σαν αυτονόητο το καθήκον της αντίστασης στην ιμπεριαλιστική επιδρομή. Οχι όμως για ένα μεγάλο μέρος της «Αριστεράς» που σκαρφίστηκε χίλιες δυο προφάσεις για να ξεφύγει από αυτή την αυτονόητη υποχρέωση. Η επίθεση του κεφαλαίου θέτει επίσης σαν αυτονόητο το καθήκον της αντίστασης, της αγωνιστικής υπεράσπισης των δικαιωμάτων που πλήττονται. Και πάλι όμως έχουμε μια «Αριστερά» που προτιμάει να σχεδιάζει επί χάρτου και η οποία «ανεβάζει πυρετό» μόλις σκεφτεί τις εκλογές.

«Επιθετικές» αερολογίες και μεταφυσικές αγωνίες

Από τη μεριά μας, θεωρούμε εντελώς άνευ νοήματος όλη αυτή τη φιλολογία περί «αμυντικών» και «επιθετικών» διεκδικήσεων και θέμα απασχόλησης για τους μη έχοντες εργασία.
Ετσι, και για να γίνει πιο συγκεκριμένα αντιληπτό το γελοίον του πράγματος, ας το δούμε μέσα από κάποια παραδείγματα. Προβλήθηκε και μάλιστα μέσα από βαρύγδουπες αναλύσεις ως «επιθετική» (και ταξική παρακαλώ) η διεκδίκηση για κατώτατο μισθό 1.400 ευρώ. Μάλιστα, κατ' αντιπαράθεση με άλλες, «αταξικές» προτάσεις για 1.100 (αν πέφτουμε έξω στα νούμερα, συγχωρήστε μας γιατί δεν δώσαμε την τόση σημασία). Με ανάλογο τρόπο τέθηκαν προτάσεις για σύνταξη στα 60, τα 58, τα 55. Αλλά γιατί όχι, παρακαλώ, σύνταξη στα 48 και κατώτατο μισθό 2.500 ευρώ; Ή κάνουμε «επίθεση» ή δεν κάνουμε!
Αλλά για να μιλήσουμε σοβαρά, το ζήτημα δεν είναι (δεν ήταν ποτέ) πρόβλημα λογιστικών υπολογισμών που θα μας δώσουν αυτά ή εκείνα τα νούμερα. Ηταν και παραμένει ζήτημα πάλης. Το σε ποια επίπεδα θα προσδιοριστούν οι διεκδικήσεις, πώς θα προωθηθούν και κατακτηθούν είναι ζήτημα που το απαντάει ο συσχετισμός που διαμορφώνεται στο πεδίο της ταξικής αντιπαράθεσης. Αυτής δηλαδή της αντιπαράθεσης που την ευθύνη της αρνήθηκαν να αναλάβουν οι ρεφορμιστές και γυρεύουν άλλοθι με πλειστηριασμούς στα νούμερα.
Αναλύσεις επί αναλύσεων επίσης πάνω στην αναγκαιότητα πρόταξης «προωθημένων» (έως και σοσιαλιστικού ή και κομμουνιστικού χαρακτήρα) διεκδικήσεων στη θέση των περιορισμένης -κατ' αυτούς- εμβέλειας που έθετε το κίνημα.
Εμείς εδώ θα αποφύγουμε να αναφερθούμε στην όλη συλλογιστική και θα περιοριστούμε σε ορισμένες σύντομες και βασικές παρατηρήσεις.
Αυτές οι διεκδικήσεις θα προβληθούν σε βάση ζύμωσης και προπαγάνδας ή σαν άμεσα διεκδικήσιμοι στόχοι; Αν μεν μπαίνουν στη βάση της πρώτης εκδοχής (της ζύμωσης κ.λπ.), τότε τζάμπα κουβέντα κάνουμε. Αυτό (η ζύμωση και η προπαγάνδα, η προβολή της μελλοντικής κοινωνίας στην οποία προσβλέπουμε κ.λπ.) είναι κάτι που γινόταν, γίνεται και θα συνεχίσει να γίνεται από το κίνημα. Αν όμως ισχύει το δεύτερο (και από ορισμένες πλευρές έτσι έμπαινε), τότε έχουμε ένα άλλο πρόβλημα και μάλιστα σημαντικό.
Οταν τίθενται σαν άμεσα διεκδικήσιμοι στόχοι σοσιαλιστικού χαρακτήρα, τότε αυτό πολύ απλά σημαίνει ότι αυτοί μπορεί να πραγματοποιηθούν στο πλαίσιο της καπιταλιστικής κοινωνίας. Και επειδή όσο κι αν ψάξαμε δεν μπορέσαμε να βρούμε σε τι διαφέρει αυτή η άποψη από την παραδοσιακή ρεφορμιστική, καταλήξαμε στο μόνο δυνατό συμπέρασμα. Οτι δεν διαφέρει σε τίποτα το ουσιαστικό παρά μόνο στο περιτύλιγμά της.
Ανάλογη σύγχυση αλλά και έκφραση του εκφυλισμού της αριστερής σκέψης εμφανίστηκε και στο ζήτημα της «συνέχειας» των αγώνων και τις «διασφάλισης» των κατακτήσεων. Αυτό που στην πραγματικότητα είχαμε ήταν μια γραμμική, μηχανιστική, αθροιστική αντίληψη των πραγμάτων. Μόνο που η «συνέχεια» της πάλης δεν έχει γραμμικό, αλλά διαλεκτικό χαρακτήρα. Δεν χρειαζόταν να πάει κανείς πολύ μακριά. Μπροστά στα μάτια μας εξελισσόταν το γεγονός ότι τη «συνέχειά» της η πάλη της νεολαίας τη βρήκε στην πάλη των εργαζομένων για τα ασφαλιστικά τους δικαιώματα. Θα μπορούσε να εκφραστεί με τον αγώνα των βαμβακοκαλλιεργητών ή των ... ψαράδων. Ακριβώς επειδή η ταξική πάλη έχει τους δικούς της όρους και δεν υπόκειται σε σχεδιασμούς γραφείου.
Οσο για τη φαεινή της «διασφάλισης», αυτό που κυρίως θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε είναι πως στο πλαίσιο της ταξικής πάλης «ασφάλειες» δεν υπάρχουν. Τόσο αυτή η άποψη όσο και η προηγούμενη έχουν τη βάση τους στις αυταπάτες για το χαρακτήρα του συστήματος. Αυτό που παρακάμπτουν (δηλαδή εξορκίζουν) είναι το δεδομένο της διαρκούς σύγκρουσης ανάμεσα στις δυνάμεις του συστήματος από τη μια και τον εργαζόμενο λαό από την άλλη σε όλα τα πεδία. Με αυτή την έννοια, η συνέχεια των αγώνων πραγματοποιείται μόνο με τη ... συνέχιση των αγώνων. Η «διασφάλιση» των κατακτήσεων βρίσκεται και πάλι σ' αυτή τη συνέχεια των αγώνων και στη συγκρότηση των λαϊκών δυνάμεων σε όλο και ψηλότερο επίπεδο.
Ολες αυτές οι απόψεις θέλουν να απαντήσουν, υποτίθεται, στο ζήτημα της σύνδεσης των άμεσων διεκδικήσεων και αγώνων με την προοπτική του κινήματος. Μόνο που η σύνδεση με την προοπτική δεν είναι «δήλωση», δεν είναι μια πρόσθετη παράγραφος σ' έναν κατάλογο -και- «προωθημένων» διεκδικήσεων. Είναι το εμπράγματο, δηλαδή πολιτικό, αποτέλεσμα των αγώνων που πραγματοποιούνται και στη βάση των διεκδικήσεων που διεξάγονται. Το ζήτημα της σύνδεσης με την προοπτική υπόκειται κατά βάση στους ίδιους όρους με αυτούς που αφορούν τη συνέχεια των αγώνων και τη «διασφάλιση» των κατακτήσεων. Κατ' ουσία, στη συνέχιση των αγώνων και την αποκρυστάλλωση των αποτελεσμάτων τους στο επίπεδο και το χαρακτήρα συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων.

Ενα ζήτημα «κλειδί»

Ας έρθουμε στο ζήτημα που το θεωρούμε και σημαντικό αλλά και που μπορεί να βοηθήσει στην καλύτερη κατανόηση των προηγούμενων. Το ζήτημα του προσδιορισμού των συγκεκριμένων κάθε φορά διεκδικήσεων και στόχων ενός αγώνα.
Το πρώτο που οφείλεται να είναι κατανοητό είναι πως αυτούς τους στόχους ο υποκειμενικός παράγοντας (η πολιτική πρωτοπορία ή όπως αλλιώς θέλετε) δεν τους θέτει «στον εαυτό του». Τους θέτει κατά πρώτο και κύριο λόγο στον κόσμο (προς υλοποίηση), στο κίνημα - και μόνο σ' αυτή τη βάση τούς θέτει και στον εαυτό του.
Αυτούς τους στόχους δεν τους βρίσκουμε ξεφυλλίζοντας τις σελίδες ενός «προγράμματος» που εκπόνησαν κάποιοι κάποτε, ούτε ανασύροντας από το ιδεολογικό μας συρτάρι «προωθημένες» ή μη διεκδικήσεις. Αυτές είναι λύσεις ευκολίας - και αυτή είναι η επιεικέστερη εκδοχή.
Αυτό που κάθε φορά απαιτείται είναι ο προσδιορισμός εκείνων των στόχων-διεκδικήσεων που συμπυκνώνουν και εκφράζουν στη δοσμένη φάση, χρόνο, χώρο, πεδίο, περίπτωση την αντίθεση του κόσμου στο σύστημα. Η «μετάφρασή» της σε συγκεκριμένες διεκδικήσεις που να εκφράζουν τις διαθέσεις του κόσμου, να τις καταλαβαίνει να τις ενστερνίζεται και να διατίθεται να παλέψει γι' αυτές. Δεν είναι τόσο εύκολη και απλή υπόθεση όσο φαίνεται αν το αντιμετωπίσει κανείς επιφανειακά. Προϋποθέτει την όσο γίνεται καλύτερη κατανόηση της πραγματικότητας όσο και μια ουσιαστική σχέση με τον κόσμο, τα προβλήματά του, τον τρόπο που αυτός τα βιώνει.
Αν αυτή είναι η πρωταρχική προϋπόθεση, η αναγκαία συνθήκη για να φέρει τα αποτελέσματά της είναι η αποφασιστική, μαχητική προώθηση των διεκδικήσεων ως το επίπεδο της αντιπαράθεσης με το σύστημα. Να διευκρινίσουμε μάλιστα εδώ πως όταν αναφερόμαστε σε «αποτελέσματα» δεν εννοούμε απλά και μόνο το αν και σε ποιο βαθμό καταχτιέται η επιδιωκόμενη διεκδίκηση. Εννοούμε όλες τις διεργασίες που αναπτύσσονται σε μια τέτοιου χαρακτήρα αντιπαράθεση.
Θεωρούμε πως οι αντιπαραθέσεις στη βάση διεκδικήσεων που εκφράζουν και συμπυκνώνουν την αντίθεση του κόσμου στο σύστημα έχουν έναν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση των συσχετισμών αλλά και στην οικοδόμηση των όρων προοπτικής του κινήματος. Οσον αφορά το ζήτημα των συσχετισμών, και για όποιον δεν τρέφει αυταπάτες, δεν μπορούν να εννοούνται παρά μόνο ως συσχετισμοί ισχύος.
Δεδομένη η ισχύς του συστήματος. Μια ισχύς που στη βάση της έχει κατά κύριο λόγο την ολόπλευρη συγκρότηση της αστικής τάξης σαν κυρίαρχης τάξης. Το ζητούμενο συνεπώς εδώ είναι η συγκρότηση των δυνάμεων του λαού. Η δυνατότητα αντιπαράθεσης με το σύστημα και μεταβολής των συσχετισμών βρίσκεται σε ευθεία συνάρτηση με το επίπεδο συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων. Το ζήτημα αυτό το θεωρούμε αποφασιστικής σημασίας και θα μας απασχολήσει περισσότερο στη συνέχεια. Εδώ θα σταθούμε βασικά σε ένα ζήτημα. Θεωρούμε πως οι αντιπαραθέσεις του χαρακτήρα που αναφέραμε αποτελούν το βασικό, το αποφασιστικό πεδίο συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων. Μάλιστα με τρόπους πολύ πιο πολύπλευρους, μαζικούς, ουσιαστικούς και με ρυθμούς πολλαπλάσιους σε σχέση με οποιαδήποτε άλλη διαδικασία.

Πού και πώς διαμορφώνονται οι πραγματικοί συσχετισμοί

Σ' αυτές τις μάχες ο κόσμος αναγνωρίζει με πολύ μεγαλύτερη σαφήνεια τις πραγματικές προθέσεις και την πολιτική του συστήματος αλλά και διαπιστώνει με τον πιο συγκεκριμένο τρόπο τον καταπιεστικό του χαρακτήρα, τη βαρβαρότητά του.
Μέσα από τη σύγκρουσή του για το «μερικό» κάνει τις αναγωγές του στο γενικό, συνειδητοποιεί τη συνολική του αντίθεση με το σύστημα. Αυτή η διαδικασία της αναγνώρισης και των αναγωγών αποτελεί τον πιο αποτελεσματικό και ουσιαστικό δρόμο της πολιτικοποίησης του αγώνα και των αντιλήψεών του. Ακόμη περισσότερο η αναζήτηση απαντήσεων στα προβλήματα που θέτει ο αγώνας που διεξάγει τον οδηγεί στις μαχητικές, ριζοσπαστικές έως επαναστατικές ιδέες και αντιλήψεις καθώς μόνο σ' αυτές μπορεί να βρει αυτές τις απαντήσεις.
Στο πλαίσιο μιας τέτοιας αντιπαράθεσης στενεύουν τα περιθώρια συγκάλυψης, ωραιοποίησης απόψεων, θέσεων και ρόλων των διαφόρων δυνάμεων. Κάθε πολιτική δύναμη υποχρεώνεται να δείξει τον πραγματικό πολιτικό της ρόλο πολύ πιο καθαρά απ' ό,τι σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση.
Ταυτόχρονα, προσερχόμενος σε έναν τέτοιον αγώνα ο κάθε εργαζόμενος σπάει την απομόνωση στην οποία θέλουν να τον περιορίζουν, διαπιστώνει ότι δεν είναι «μόνος», «συναντιέται» με χιλιάδες άλλους που έχουν τα ίδια προβλήματα και ανάλογες διαθέσεις.
Ανακαλύπτει τις δυνατότητές του, την αξία αλλά και την αποτελεσματικότητα της μαζικής, οργανωμένης πάλης και πάνω απ' όλα αποκτάει την εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του.
Από την άλλη μεριά, όσο πιο μαζικά, αποφασιστικά και επίμονα διεξάγεται ένας τέτοιος αγώνας τόσο περισσότερο μπορεί να προσελκύσει και αμφιταλαντευόμενες δυνάμεις αλλά και να ενεργοποιήσει τις πάντα υπαρκτές αντιφάσεις και αντιθέσεις στο πλαίσιο του συστήματος.
Αυτά και άλλα περισσότερα που παραλείψαμε συνιστούν στοιχεία και όρους συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων και συνεπώς διαφοροποίησης των ταξικών και πολιτικών συσχετισμών σ' αυτόν ή εκείνον το βαθμό. Οι ίδιες αυτές μεταβολές στο πεδίο της ιδεολογικής, πολιτικής και οργανωτικής συγκρότησης του λαού αποτελούν και τα ουσιαστικότερα ερείσματα σύνδεσης των άμεσων στόχων με την προοπτική του κινήματος.
Πιο συγκεκριμένα, αποφασιστικής σημασίας είναι ο βαθμός «αναγνώρισης» από το λαό μέσα σ' αυτή τη διαδικασία της σχέσης που συνδέει τα προβλήματά του με τις βασικές αντιθέσεις που τον αντιπαραθέτουν με το σύστημα και αποτελούν τις γενεσιουργές τους αιτίες. Ταυτόχρονα θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε ότι η σημασία όλων αυτών θα εξανεμίζεται αν οι αγώνες δεν συνεχίζονται αναπτυσσόμενοι σε όλο και υψηλότερο επίπεδο. Αυτοί οι αγώνες είναι οι πιο αποφασιστικοί κρίκοι της αλυσίδας που συνδέει το άμεσο με την προοπτική.
Για όλους λοιπόν αυτούς τους λόγους το σύστημα εχθρεύεται αυτούς τους αγώνες, προσπαθεί να τους αποτρέψει ή να τους καταστείλει εφόσον εκδηλωθούν. Για τους δικούς τους λόγους οι ρεφορμιστές και όσοι κινούνται σε βάση συνδιαλλαγής με το σύστημα τους αποφεύγουν και προσπαθούν να το αποπροσανατολίσουν.
Για τους ακριβώς αντίθετους λόγους τους επιδιώκουν οι επαναστάτες, οι κομμουνιστές, επειδή μόνο μέσα από αντιπαραθέσεις τέτοιου χαρακτήρα αναπτύσσεται η επαναστατική κατεύθυνση στο κίνημα.

Ο κοινοβουλευτικός δρόμος, η σημασία και τα όριά του

Στις γραμμές αυτού του κειμένου αναφερθήκαμε πολλές φορές στο ζήτημα των εκλογών. Κυρίως με αφορμή την τάση πολλών δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά να αντιμετωπίζουν τον κοινοβουλευτικό δρόμο σαν τον άξονα της πολιτικής τους.
Εδώ δεν θα ασχοληθούμε με τη θεωρητική, ιδεολογική διάσταση του ζητήματος. Θα αρκεστούμε στη ρήση του Μαρξ πως αν οι εκλογές μπορούσαν να αλλάξουν το σύστημα θα είχαν καταργηθεί.
Ούτε και στη δυνατότητα αξιοποίησης και του κοινοβουλευτικού πεδίου στη στήριξη της ανάπτυξης του λαϊκού κινήματος. Θα περιοριστούμε και πάλι σε μια βασική παρατήρηση. Η διαφορά βρίσκεται στο αν η κοινοβουλευτική πάλη χρησιμοποιείται στην υπηρεσία του κινήματος ή, αντίστροφα, αν οι όποιοι αγώνες χρησιμοποιούνται στην υπηρεσία προώθησης των κοινοβουλευτικών αυταπατών. Σ' αυτό συνοψίζεται, νομίζουμε, η διαφορά που διαχωρίζει τη ρεφορμιστική από την επαναστατική αντίληψη.
Εδώ θα πιάσουμε το ζήτημα πιο «πεζά». Ας κάνουμε λοιπόν την υπόθεση μιας Αριστεράς που κερδίζει την κοινοβουλευτική πλειοψηφία στις εκλογές και σχηματίζει κυβέρνηση. Υποθέτουμε επίσης πως έχει και προτίθεται να εφαρμόσει το πρόγραμμά της. Για να μην πάμε μακριά, σε σοσιαλισμούς και κομμουνισμούς, ας το λογαριάσουμε με βάση αυτά που περιλαμβάνονται στα προγράμματα του ΣΥΝ και του ΚΚΕ. Ας βγάλουμε μάλιστα απ' αυτά την έξοδο από την ΕΕ (που δεν θέλει ο ΣΥΝ), αλλά ας αφήσουμε στους στόχους την έξοδο από το ΝΑΤΟ και το ξήλωμα των βάσεων που αποτελεί στόχο και των δύο. Μάλιστα είμαστε διατεθειμένοι να δεχτούμε και ως προς αυτά μια -ταχτική- υποχώρηση. Οχι άμεση έξοδο, ας πούμε, ούτε άμεσο ξήλωμα, αλλά «έλεγχος» των βάσεων «στην προοπτική απομάκρυνσής τους», που έλεγε και ο Ανδρέας Παπανδρέου.
Ας συνεχίσουμε. Εχουμε λοιπόν τους προγραμματικούς στόχους εθνικοποίησης των στρατηγικών τομέων της εθνικής οικονομίας. Κατάργηση των ελαστικών σχέσεων εργασίας, κατοχύρωση του δικαιώματος στη δουλειά, χτύπημα της ανεργίας. Περιορισμός της «ασυδοσίας των μονοπωλίων», όπως τη χαρακτηρίζουν οι ίδιοι, κατάργηση των προνομίων του κεφαλαίου, των φοροαπαλλαγών, χτύπημα της φοροδιαφυγής, της εισφοροδιαφυγής. Κατοχύρωση του ασφαλιστικού σαν κοινωνικού δικαιώματος, της δωρεάν περίθαλψης, του δημόσιου χαρακτήρα της παιδείας (με γενναία αύξηση των κονδυλίων). Μέριμνα για την αγροτιά, τους μικρομεσαίους και συνολικά τον εργαζόμενο λαό.
Παράλληλα, και για να 'χουμε το νου μας, «εξυγίανση» της δικαιοσύνης (για να μη βγάζει κάθε τόσο «αντισυνταγματικούς» τους νόμους της κυβέρνησης), του κρατικού μηχανισμού (για να μην αντιστρατεύεται και σαμποτάρει την εφαρμογή τους), του στρατού και της αστυνομίας για να μη μας έρθει κανένα κακό. Θα μπορούσαμε ν' αναφερθούμε σε πολλά ακόμη, αλλά νομίζουμε πως αυτά αρκούν για να γίνει αντιληπτό το ζήτημα.

Η ουσία του πράγματος.

Αυτά τα μέτρα, όπως κι αν τα χαρακτηρίσει-αξιολογήσει κανείς, διαμορφώνουν μέτωπο αντιπαράθεσης. Με το κεφάλαιο, την αστική τάξη, τον ιμπεριαλισμό, την ΕΕ (κι ας μην είναι στο πρόγραμμα η έξοδος απ' αυτήν), με το ΝΑΤΟ - κι ας μην μπει σαν ζήτημα άμεσης προτεραιότητας η έξοδος απ' αυτό. Και για να προλάβουμε τυχόν ενστάσεις περί τακτικής κ.λπ., δηλώνουμε εξ αρχής την κατανόησή μας απέναντι σε οποιεσδήποτε τακτικές κινήσεις και χειρισμούς έχει κατά νου οποιαδήποτε δύναμη.
Εκείνο όμως που πρέπει να είναι απόλυτα καθαρό είναι πως όποιες τακτικές επιλογές και αν ακολουθηθούν, όποιοι χειρισμοί και αν γίνουν, όποιοι δρόμοι και αν επιλεγούν, η τελική αναμέτρηση είναι αναπόφευκτη. Σε όλα τα πεδία. Το οικονομικό, το νομικό, το κρατικό, το πολιτικό. Εάν δηλαδή η τακτική δεν είναι ένας εύσχημος τρόπος για να αποφευχθεί στην ουσία η εφαρμογή αυτού του προγράμματος (και η αντιπαράθεση που συνεπάγεται), αλλά για να οδηγήσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο στην υλοποίηση των διακηρυγμένων στόχων, τη σύγκρουση «δεν τη γλιτώνουμε».
Σ' αυτές τις περιπτώσεις, αυτό που μετράει είναι οι πραγματικοί συσχετισμοί. Και επειδή τα πεδία στα οποία είναι ισχυρές οι αστικές δυνάμεις είναι δεδομένα, οι δυνάμεις της Αριστεράς μπορούν (και πρέπει) να είναι ισχυρές σε ένα και μόνο πεδίο. Σ' αυτό του λαού, του συγκροτημένου στο επίπεδο των απαιτήσεων μιας τέτοιας αναμέτρησης. Διαφορετικά, μια αριστερή κυβέρνηση ή θα προσαρμοστεί (όπως τόσες και τόσες) ή θα παραμεριστεί με τις κατάλληλες πιέσεις και μεθοδεύσεις ή ακόμα και θα ανατραπεί με βίαιο ή και αιματηρό τρόπο.
Μια τέτοια εξέλιξη θα πρέπει να θεωρείται λίγο πολύ αναπόφευκτη και ακριβώς επειδή δεν είναι οι εκλογές που διαμορφώνουν τους πραγματικούς συσχετισμούς αλλά αντίστροφα (η δευτερογενής αντεπίδραση ενός εκλογικού αποτελέσματος δεν αναιρεί αυτό που αποτελεί τη βασική, την κύρια πλευρά του ζητήματος).
Το κρίσιμο ζήτημα συνεπώς αφορά το επίπεδο συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων, όπως κι αν έχουν, όπως κι αν εξελιχθούν τα πράγματα. Αυτό ωστόσο δεν είναι κάτι που μπορούμε να περιμένουμε να το «ανακαλύψουμε» όταν πλέον θα τεθεί το ζήτημα ποιος ποιον, επειδή απλούστατα θα είναι πολύ αργά.
Ενα τέτοιο ζήτημα μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο από τα πριν, από τα τώρα (από εχθές). Ταυτόχρονα εξυπακούεται ότι μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο στη βάση ενός εντελώς διαφορετικού προσανατολισμού από αυτόν που ορίζεται από τις διάφορες κοινοβουλευτικές αυταπάτες.

ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ

Αναφερθήκαμε προηγούμενα στο ζήτημα της συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων. Το θέσαμε μάλιστα ως ζήτημα αποφασιστικής σημασίας. Πώς την εννοούμε και γιατί θέτουμε το ζήτημα σε μια τέτοια βάση; Η απάντηση βρίσκεται και πάλι μέσα στα πράγματα. Στη φύση του συστήματος. Στο χαρακτήρα των κοινωνικών, ταξικών αντιθέσεων που το διαπερνούν. Στη διάταξη των κοινωνικών δυνάμεων, το ρόλο, το χαρακτήρα, τις διαθέσεις τους.
Αναφερθήκαμε και προηγούμενα σ' αυτά τα ζητήματα, οπότε μπορούμε να αρκεστούμε στα όσα ήδη είπαμε. Αναφερθήκαμε επίσης στο ότι ο διαφορετικός τρόπος θεώρησης αυτών των ζητημάτων ορίζει και διαφορετικούς πολιτικούς προσανατολισμούς (αναπαραγωγή, μεταρρύθμιση, ανατροπή του συστήματος).
Με τη σειρά τους οι διαφορετικοί προσανατολισμοί υπαγορεύουν και διαφορετικούς τρόπους αντιμετώπισης του ζητήματος της συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων. Ολες οι δυνάμεις όλου του πολιτικού φάσματος θέλουν να έχουν επιρροή στο λαό, να έχουν απήχηση οι απόψεις τους, να τον έχουν (με αυτόν ή εκείνον τον τρόπο) στις γραμμές τους, να ακολουθεί τις κατευθύνσεις τους και να τις στηρίζει. Μόνο που η καθεμιά το βλέπει με ολότελα διαφορετικό τρόπο.

Οι διαφορετικοί τρόποι προσέγγισης του ζητήματος

Οσον αφορά την αστική αντίληψη, αυτή θέλει τον κόσμο υποταγμένο (έως τρομοκρατημένο), οπωσδήποτε αδρανή και βέβαια ψηφοφόρο των αστικών κομμάτων στη βάση και μιας πελατειακής σχέσης.
Εντελώς αντίθετα, οι δυνάμεις που προσβλέπουν στην επαναστατική ανατροπή επιδιώκουν την ολόπλευρη, μαζική και ενεργή συγκρότηση των λαϊκών δυνάμεων. Μια συγκρότηση η οποία να αναπτύσσεται σε όλο και υψηλότερο επίπεδο. Ακριβώς επειδή μόνο στη βάση μιας τέτοιας συγκρότησης μπορούν οι λαϊκές δυνάμεις να αντιπαρατεθούν αποτελεσματικά στο σύστημα και να προωθήσουν-πετύχουν τους στόχους τους.
Σε διαφορετική τροχιά κινούνται οι δυνάμεις του ρεφορμισμού και της προσαρμογής στο σύστημα. Αυτές όχι μόνο δεν προωθούν μια τέτοιου είδους ενεργή συγκρότηση, αλλά αντίθετα την εμποδίζουν, την υπονομεύουν. Ακριβώς επειδή μια τέτοια συγκρότηση όχι μόνο δεν υπηρετεί την πολιτική και τους προσανατολισμούς τους, αλλά αντίθετα στρέφει τα πράγματα σε άλλους δρόμους. Σε κατευθύνσεις που υπερβαίνουν, που αναιρούν, που «εκθέτουν» τη ρεφορμιστική τους πολιτική. Πριν προχωρήσουμε θεωρούμε χρήσιμο να διευκρινίσουμε πως η σημασία αυτής της συγκρότησης δεν συνδέεται μόνο με τους απώτερους στόχους του κινήματος, την προοπτική της αναμέτρησης, της ανατροπής. Εχει άμεσα σχέση με τη διαμόρφωση των «καθημερινών» συσχετισμών. Αυτών που προσδιορίζουν τους όρους ζωής του εργαζόμενου λαού. Ταυτόχρονα τους όρους, τις προϋποθέσεις ανάπτυξης του αγώνα του.
Η βάση πάνω στην οποία αναπτύσσεται «σήμερα» η πάλη των μαζών είναι αυτή που διαμόρφωσαν οι «χτεσινοί» αγώνες. Με τον ίδιο τρόπο οι σημερινοί αγώνες διαμορφώνουν τη βάση των αυριανών. Μπορούμε να πούμε ότι, όπως το επίπεδο συγκρότησης έχει καθοριστικό ρόλο στους όρους με τους οποίους πραγματοποιούνται οι αγώνες, με τη σειρά τους αυτοί οι αγώνες και στη βάση της διαλεκτικής σχέσης που συνδέει τις δύο πρώτες πλευρές συμβάλλουν στην ανύψωση του επιπέδου συγκρότησης.

Μια χρήσιμη αναδρομή

Θεωρούμε πως θα βοηθούσε σημαντικά στην καλύτερη κατανόηση του ζητήματος που θέτουμε μια σύντομη έστω αναφορά σε εξελίξεις των τελευταίων χρόνων.
Εδώ και πολλά χρόνια (κοντά τριάντα) συνεχίζεται αναπτυσσόμενη η επίθεση του κεφαλαίου και γενικά του συστήματος ενάντια στην εργατική τάξη και συνολικά τις εργαζόμενες λαϊκές μάζες.
Για τις αιτίες, τους όρους και στόχους της επίθεσης προβάλλονται διάφορες προσχηματικές εξηγήσεις και επιχειρήματα από τους απολογητές του συστήματος και όχι μόνο απ' αυτούς. Για τις ανάγκες της οικονομίας, του έθνους, για την ανάπτυξη, τον εκσυγχρονισμό, για δύσκολες συγκυρίες, για προσωρινές δυσκολίες (που κρατάνε δεκαετίες) και άλλα πολλά.
Εμείς εδώ θα θέλαμε να αναφερθούμε σε ορισμένους από τους όρους του ζητήματος και από μια σκοπιά διαφορετική.
Σε σχέση λοιπόν με τις «εξηγήσεις» οικονομικού χαρακτήρα. Είναι γνωστό (με βάση δικά τους στοιχεία) ότι ο παραγόμενος πλούτος σήμερα είναι πολλαπλάσιος σε σχέση με αυτόν που παραγόταν πριν από είκοσι ή τριάντα χρόνια. Το επίπεδο παραγωγικότητας έχει ανέβει σε ασύγκριτα ψηλότερα επίπεδα σε σχέση με τότε. Παρ' όλα αυτά, το μερίδιο των εργαζομένων (καθώς και των εξαρτημένων χωρών) στο συνολικό πλούτο μειώνεται αντί να αυξηθεί τόσο σε απόλυτη όσο και σε σχετική βάση. Αυτό που συμβαίνει είναι ότι οι πλούσιοι γίνονται κατά πολύ πλουσιότεροι και οι φτωχοί δραματικά φτωχότεροι.
Στο διάστημα μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είχε διαμορφωθεί (βασικά στις αναπτυγμένες χώρες) ένα νομοθετικό πλαίσιο και σειρά θεσμών που, υποτίθεται, κατοχύρωναν με τον πιο στέρεο τρόπο (έως και συνταγματικά) τα δικαιώματα των εργαζομένων. Ολα αυτά αποδείχτηκαν άθυρμα και σαρώθηκαν από τη λαίλαπα της επίθεσης του κεφαλαίου.
Η θεσμοθετημένη και εκτεταμένη συνδικαλιστική οργάνωση, αυτή που -υποτίθεται- αναβαθμίστηκε, στηρίχτηκε, χρηματοδοτήθηκε από το κράτος, στο μόνο που δεν χρησίμευσε ήταν στην αναχαίτιση της επίθεσης. Αντίθετα, έπαιξε έναν κατά κανόνα άθλιο ρόλο στην αδρανοποίηση των εργαζομένων, τον ευνουχισμό των αγωνιστικών τους διαθέσεων, στη διευκόλυνση της επίθεσης του κεφαλαίου.
Οσον αφορά τα διάφορα ολοκληρωμένα προγράμματα, τις συνολικές προτάσεις και επεξεργασίες λύσεων στα διάφορα προβλήματα, μόνο έλλειψη δεν είχαμε όλα αυτά τα χρόνια. Είναι γεμάτα τα συρτάρια και οι αρχειοθήκες τους από χιλιάδες τέτοια προγράμματα.
Ας σταθούμε λίγο περισσότερο στο ζήτημα των κοινοβουλευτικών συσχετισμών. Είχαμε στη διάρκεια αυτών των χρόνων όχι μόνο ανεβασμένα εκλογικά ποσοστά διαφόρων αριστερών δυνάμεων αλλά ακόμη και αριστερές (λέμε τώρα) κυβερνήσεις. Τις είχαμε μάλιστα όχι κάπου στην «περιφέρεια», αλλά σε χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία, η Αγγλία, η Ιταλία και κατά την άποψη ορισμένων και στις ΗΠΑ (του «αριστερού» Κλίντον) αλλά και στη χώρα μας. Ακόμη περισσότερο, μέχρι το 1989-91 είχαμε «κομμουνιστικές» κυβερνήσεις στη Σ.Ε. και σε άλλες χώρες, ενώ συνεχίζουμε να «έχουμε» τέτοια στην Κίνα.
Παρ' όλα αυτά, η επίθεση όχι μόνο δεν αποκρούστηκε, αλλά μήτε καν ανακόπηκαν οι ρυθμοί της. Αντίθετα, από το 1980 και δώθε κλιμακώνεται συνεχώς και με τον πιο άγριο τρόπο σε παγκόσμια κλίμακα, ενώ από το '90 και μετά έχει πάρει μορφή καταιγίδας.
Η εξήγηση για όλα αυτά δεν είναι σαφής και άμεσα ορατή μόνο για όσους έχουν από τα πριν αποφασίσει να μην τη δουν. Η επίθεση αναπτυσσόταν επί χρόνια επειδή απέναντί της δεν εύρισκε λαϊκές δυνάμεις συνολικά συγκροτημένες και ικανές να την αναχαιτίσουν. Και δεν υπήρχαν σαν τέτοιες επειδή από χρόνια συντελούνταν μια διαδικασία αποδόμησης, αποσυγκρότησης του λαϊκού κινήματος. Οσο για τους όρους και τις αιτίες, έχουμε κιόλας αναφερθεί. Απλά υπενθυμίζουμε τη διαδικασία της παλινόρθωσης στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες, την αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης, την πορεία εκφυλισμού του κομμουνιστικού κινήματος, την επικράτηση ρεβιζιονιστικών, ρεφορμιστικών, οπορτουνιστικών αντιλήψεων στο κίνημα. Την αδυναμία των επαναστατικών, κομμουνιστικών μ-λ δυνάμεων να αναστρέψουν αυτή την αρνητική εξέλιξη.

Πού βρίσκεται η απάντηση και πώς την εννοούμε

Αυτές οι εκτιμήσεις προσδιορίζουν και το πού βρίσκονται οι απαντήσεις στο πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε. Στην «εκ νέου» συγκρότηση του προλεταριάτου σε «τάξη για τον εαυτό της», τη δύναμη κορμού της λαϊκής πάλης.
Σε διαλεκτική σχέση με το προηγούμενο, στη συγκρότηση της πολιτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης στη βάση των σημερινών απαιτήσεων. Στην απόρριψη όλης της ιδεολογικής και πολιτικής σαβούρας που έχει σωρεύσει η επί δεκαετίες κυριαρχία των ρεβιζιονιστικών, ρεφορμιστικών και οπορτουνιστικών αντιλήψεων και μέσα στις οποίες συνεχίζει να βαλτώνει το κίνημα.
Στον προσανατολισμό σε μια συνολική συγκρότηση των λαϊκών δυνάμεων σε ενεργή, μάχιμη βάση και σε επίπεδα που να τις καθιστούν ικανές να αντιπαρατίθενται αποτελεσματικά στην επίθεση του συστήματος. Τίποτε απ' αυτά δεν μπορεί να παραληφθεί, αλλά και κανένα δεν μπορεί να απαντηθεί εύκολα, γρήγορα και απλά. Ταυτόχρονα, και χωρίς να αγνοούνται οι ιδιαίτεροι όροι που αφορούν το κάθε ζήτημα, θεωρούμε πως δεν αντιμετωπίζονται σαν «ξεχωριστά» ζητήματα. Προωθούνται στη βάση της διαλεκτικής σχέσης που τα συνδέει και πάντα μέσα στη σύνθετη διαδικασία ανέλιξης της ταξικής πάλης.
-Θα πρέπει να είναι κατανοητό ότι, μιλώντας για συγκρότηση των λαϊκών δυνάμεων, δεν εννοούμε απλά και μόνο διάφορες οργανωτικές μορφές (πολιτικές, συνδικαλιστικές κ.ά.), οπωσδήποτε αναγκαίες και πάντα απαραίτητες. Την αντιλαμβανόμαστε σαν μια πολύμορφη, σύνθετη, πολυεπίπεδη και καθολικού χαρακτήρα διαδικασία, που διαμορφώνει τις λαϊκές δυνάμεις σε «σώμα αντιπαράθεσης» απέναντι στο σύστημα. Τέτοια που να εκφράζει το επίπεδο συνείδησης των εργαζόμενων μαζών για τη θέση και το ρόλο τους στην κοινωνία. Τη συλλογική και συνολική αντίθεσή τους στο σύστημα εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Την κατανόηση του χαρακτήρα και των πραγματικών αιτίων και υπευθύνων για τα προβλήματα που τις απασχολούν. Τη συνείδηση ότι αυτά που διεκδικούν δεν είναι «παραχωρήσεις» του συστήματος, αλλά δικαίωμά τους. Την εμπέδωση της άποψης ότι μόνο με το δικό τους αγώνα μπορούν να διεκδικήσουν τα δικαιώματά τους και μια καλύτερη ζωή. Ολα αυτά που συνθέτουν μια συνολικά διαφορετική αντίληψη πραγμάτων, έναν άλλον «πολιτισμό» από αυτόν που επιβάλλει το σύστημα. Μια συνολικά διαφορετική κατεύθυνση η οποία και θα εκφράζεται με όλη την ποικιλομορφία και τις αντικειμενικές διαβαθμίσεις της στο ιδεολογικό, στο πολιτικό και οργανωτικό πεδίο και θα ενοποιείται στον άξονα της πάλης ενάντια στο σύστημα.
Αυτή η σχέση πραγμάτων (γιατί στην πραγματικότητα αποτελεί και συντίθεται από σύνολο σχέσεων) διαμορφώνεται και οικοδομείται κατά βάση και κατά κύριο λόγο σαν διαδικασία πάλης. Χωρίς να παραγνωρίζουμε ή υποτιμούμε οποιαδήποτε άλλη μορφή, θεωρούμε, όπως ήδη έχουμε αναφέρει, ότι το κύριο, το αποφασιστικό πεδίο διαμόρφωσης, συγκρότησης βρίσκεται στους καθημερινούς μικρούς και μεγάλους αγώνες.

Για το ζήτημα της συσσώρευσης δυνάμεων

Μια από τις στρεβλώσεις που ταλανίζουν το κίνημα αφορά το ζήτημα της συσσώρευσης δυνάμεων. Τα όσα αναφέραμε στο προηγούμενο σημείο θεωρούμε πως αντιστοιχούν και σε έναν διαλεκτικό τρόπο θεώρησης αυτού του ζητήματος.
Στον αντίποδα βρίσκεται μια γραμμική, αθροιστική, μηχανιστική αντίληψη του πράγματος. Βασικός εκπρόσωπός της στη χώρα μας, το ΚΚΕ. Για την ηγεσία του ΚΚΕ, η συσσώρευση δυνάμεων αρχίζει και τελειώνει στην οργανωτική του ενίσχυση και επισφραγίζεται με την άνοδο των εκλογικών του ποσοστών. Μάλιστα την αντιλαμβάνεται σαν διαδικασία στεγανά διαχωρισμένη από τις διαδικασίες του κινήματος. Αυτό εκφράζεται καταρχάς με την αποστροφή της στις ανοιχτές μαζικές διαδικασίες βάσης (συνελεύσεις, μαζώξεις, επιτροπές, πρωτοβουλίες κ.ά.). Με ανάλογο τρόπο εκδηλώνεται και στο πεδίο της δράσης, όπου το ΚΚΕ κινείται, κατά κανόνα, μόνο και εφόσον έχει διασφαλίσει τον έλεγχο και την περιχαράκωση των όποιων πολιτικών του ενεργειών. Μια πολιτική που δεν διευκολύνει, που δεν ανοίγει δρόμους προσπέλασης στη συμμετοχή ενός ευρύτερου κόσμου στις κινηματικές διαδικασίες, αλλά αντίθετα εμποδίζει, κλείνει αυτούς τους δρόμους.
Για το ΚΚΕ, το κίνημα αρχίζει και τελειώνει στις αυστηρά ελεγχόμενες κομματικές εκδηλώσεις ή των μετωπικών του σχημάτων. Αυτό που εκπορεύεται και καλλιεργείται με όλα αυτά είναι μια αντίληψη πως πρώτα πρέπει κανείς να προσεγγίσει ή και να οργανωθεί στο ΚΚΕ και μετά να συμμετάσχει στο κίνημα. Πρόκειται για διαστροφή της αριστερής σκέψης. Αντίστροφη είναι η σχέση, κύριοι, αντίστροφη!
Το κύριο μάλιστα είναι πως δεν πρόκειται για μια ακόμη λαθεμένη έστω αντίληψη. Πρόκειται για άποψη που υπαγορεύεται από συγκεκριμένους ιδεολογικούς προσανατολισμούς και αντίστοιχη πολιτική γραμμή. Μια γραμμή που, παρ' όλα τα βροντερά «ταξικά» και «κομμουνιστικά», όλες οι κινήσεις και οι προσπάθειες με τις οποίες εκδηλωνόταν συνέκλιναν σ' αυτό που αποτελεί το κύριο μέλημα της ηγεσίας του ΚΚΕ: την εκλογική ενίσχυση.
Αυτός ο πολιτικός προσανατολισμός, ωστόσο, ως άξονας της πολιτικής του ΚΚΕ, δεν συμβαδίζει με μια ανάπτυξη του κινήματος που θα ωθούσε προς μια άλλη πολιτική κατεύθυνση. Εδώ βρίσκεται η εξήγηση του «φόβου απέναντι στο κίνημα» που τόσο έντονα εκδήλωνε η ηγεσία του ΚΚΕ. Μάλιστα, ενόσω για χρόνια τα εκλογικά του αποτελέσματα έδιναν μια σαφή υπεροχή του ΚΚΕ απέναντι στον ΣΥΝ, η ηγεσία του ΚΚΕ βολευόταν «ερμηνεύοντάς» την σαν «επιβεβαίωση» της πολιτικής της. Κούφια έπαρση! Γιατί έχει ο καιρός γυρίσματα. Εν πλήρη συγχύσει πλέον η ηγεσία του ΚΚΕ ψάχνει εναγώνια να βρει τι ακριβώς συνέβη. Αυτό που δεν μπορεί και μάλλον δεν θέλει να αντιληφθεί είναι ότι από τα αδιέξοδα της πολιτικής του δεν ξεφεύγει τελικά κανείς. Ας έχει πάντως υπόψη της πως τα πιο σοβαρά δεν ήρθαν ακόμη.

Η παραλλαγή της αντίληψης του ΣΥΝ

Μια διαφοροποιημένη έκφραση στρεβλής σχέσης με το κίνημα είναι αυτή που χαρακτηρίζει την πολιτική του ΣΥΝ. Εδώ ο κοινοβουλευτικός χαρακτήρας της πολιτικής του προβάλλει χωρίς τις «ταξικές» επικαλύψεις του ΚΚΕ. Εδώ η «συσσώρευση» έχει εντελώς άλλα, έως «πρωτότυπα», χαρακτηριστικά. Στον ΣΥΝ, τους βασικούς άξονες κίνησής του συνιστούν: Η προσπάθεια κοινοβουλευτικής του ενίσχυσης, που μάλιστα για μεγάλο διάστημα είχε χαρακτήρα επιβίωσης. Η αναζήτηση συμμαχιών σε επίπεδο κορυφής (βασικά με ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν του κακόπεφτε και η ΝΔ, όπως έχουν δείξει προηγούμενες εμπειρίες). Το πλασάρισμά του μέσω του βήματος των συμμαχιών και η δημιουργία ερεισμάτων στον κρατικό μηχανισμό, στην τοπική αυτοδιοίκηση, στο συνδικαλιστικό κίνημα κ.ά.
Γενικότερα, η διασύνδεση με κύκλους του συστήματος (κάποιοι στήσανε και «δουλειές» σ' αυτό το πλαίσιο). Η διαρκής πρόσβαση και συστηματική προβολή στελεχών του ΣΥΝ από τα ΜΜΕ. Ταυτόχρονα, ανάπτυξη κάποιων σχέσεων και σε βάση αμοιβαίας στήριξης με διάφορες ομάδες και μη κυβερνητικές (με ... κυβερνητική χρηματοδότηση κατά κανόνα) οργανώσεις (ΜΚΟ).
Αυτή η σχέση πραγμάτων δείχνει να διαφοροποιείται με την ανάδειξη του Αλαβάνου στην ηγεσία του ΣΥΝ. Το ζήτημα είναι σε ποια κλίμακα και αν πραγματικά αλλάζει κάτι ουσιαστικά. Το μότο πάνω στο οποίο κινείται η πολιτική του ΣΥΝ είναι η κατεύθυνση «ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών με κινηματική στήριξη». Για την ουσία και το περιεχόμενό της έχουμε κιόλας αναφερθεί πολλές φορές. Εδώ θα σταθούμε σε ένα και μόνο ερώτημα: Ποιος ο άξονας κίνησης; Ποια η σχέση ανάμεσα στην κοινοβουλευτική κατεύθυνση και τη λεγόμενη κινηματική στήριξη; Θα υπηρετεί η κοινοβουλευτική δράση την ανάπτυξη του κινήματος και τη συγκρότηση των λαϊκών δυνάμεων ή η όποια (και όποιου είδους) συμμετοχή στο κίνημα θα υπηρετεί την κοινοβουλευτική ενίσχυση του ΣΥΝ και τους αντίστοιχους πολιτικούς στόχους;
Για μας είναι σαφές ότι στο πολιτικό γίγνεσθαι θα ισχύει είτε το ένα είτε το άλλο. Οσο για την απάντηση στο ερώτημα, αυτή υπάρχει ήδη στη διατύπωση της κατεύθυνσης. Κινηματική στήριξη στην ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών. Τις οποίες θα αναλάβει ο ΣΥΝ αγκαλιά με το ... ΠΑΣΟΚ (κι αν έχει κανείς υπόψη του κάποιο άλλο κυβερνητικό σχήμα στο οποίο μπορεί να συμμετάσχει ο ΣΥΝ το επόμενο διάστημα δεν έχει παρά να μας το γνωστοποιήσει).

«Παραδειγματικές» ενέργειες ή μαζική λαϊκή δράση;

Μια ιδιαίτερη μορφή στρεβλής αντίληψης για τη σχέση με το κίνημα συνδέεται με τον τρόπο που αντιμετωπίζεται από διάφορες πλευρές το ζήτημα των λεγόμενων «παραδειγματικών ενεργειών».
Τέτοιου είδους ενέργειες εκδηλώνονται, πραγματοποιούνται συχνά στο κίνημα από όλες τις ομάδες, οργανώσεις, κόμματα κ.λπ. Από γενική άποψη είναι θεμιτές και πολλές φορές αναγκαίες. Εκτός από τις περιπτώσεις που ... δεν είναι.
Ας εξηγηθούμε. Στη διαρκή και σύνθετη διαδικασία της ταξικής πάλης κάθε δρων πολιτικό υποκείμενο πραγματοποιεί σειρά ενεργειών με στόχο να προπαγανδίσει, διαφωτίσει, παραδειγματίσει. Ακόμη, υπάρχουν περιπτώσεις όπου, παρ' ότι οι ανάγκες το καλούν, δεν υπάρχουν αντικειμενικά (ή και υποκειμενικά) οι δυνατότητες για δράση ευρύτερου κινηματικού χαρακτήρα. Σ' αυτές τις περιπτώσεις η «παραδειγματική» δράση, η πρωτοβουλία ενός υποκειμένου να διαδηλώσει έστω το «παρών» της αριστερής άποψης είναι θεμιτή, αναγκαία και επιβεβλημένη. Αυτά είναι γνωστά, σαφή και δεν χρειάζονται πολλές εξηγήσεις.
Εκείνο που πρέπει να είναι ξεκαθαρισμένο είναι άλλο. Ο κύριος, ο κατεξοχήν ρόλος ενός πολιτικού υποκειμένου δεν είναι αυτός. Ο βασικός του ρόλος δεν είναι να δρα αυτό στη θέση των μαζών. Ο λόγος για τον οποίο υπάρχει και αυτό που δικαιώνει την ύπαρξή του είναι η συμβολή του στην ενεργοποίηση, τη συγκρότηση της δράσης των μαζών. Αυτό θα πρέπει να έχει σαν κύριο μέλημά του, σ' αυτή την κατεύθυνση θα πρέπει να εξαντλεί όλες του τις προσπάθειες.
Σ' αυτή τη βάση, κινήσεις, πρωτοβουλίες, «παραδειγματικές ενέργειες» που δεν έρχονται να υπηρετήσουν αυτή την κατεύθυνση αλλά αντίθετα να την υπονομεύσουν, εμποδίσουν ή υποκαταστήσουν δεν εκφράζουν μια απλώς λαθεμένη αντίληψη. Στην πραγματικότητα μια τέτοια πολιτική πρακτική ισοδυναμεί ουσιαστικά (συνειδητά ή ασυνείδητα είναι άλλο ζήτημα) με παραίτηση από τη δυνατότητα του κινήματος να θέσει και να κατακτήσει στόχους. Είναι μια πολιτική αποδοχής της ήττας.
Τέτοιου είδους ενέργειες χαρακτηρίζουν συνήθως τη δράση ομάδων και οργανώσεων του αντιεξουσιαστικού και αναρχικού χώρου. Μια πρακτική που αποτελεί έκφραση της γενικότερης ιδεολογικής και πολιτικής τους αντίληψης. Μιας αντίληψης που σε πρώτο πλάνο έχει την «παραίτηση» από τη μαζική δράση, αλλά σαν υπόβαθρό της κάτι πολύ σοβαρό. Την υποτίμηση, την αφ' υψηλού θεώρηση, ως και την περιφρόνηση των ευρύτερων λαϊκών μαζών. Μόνο που μια τέτοια αντίληψη ισοδυναμεί πολιτικά με μια -οργισμένη μεν, αλλά- αποδοχή της κυριαρχίας του συστήματος στην ουσία.
Πιο σοβαρό είναι το πρόβλημα -από την άποψη των συνεπειών για το κίνημα- που δημιουργείται από ενέργειες του ... ΚΚΕ που εμφανίζουν σημαντικές αναλογίες με τις προηγούμενες. Μια τέτοια εκτίμηση ακούγεται παράδοξη για τον καθένα που γνωρίζει τις μεγάλες διαφορές, την απόσταση που χωρίζει τις δύο πλευρές. Ωστόσο είναι πραγματικό γεγονός ότι σειρά πρωτοβουλιών και ενεργειών του ΚΚΕ έχουν ανάλογο «παραδειγματικό» χαρακτήρα, χωρίς μάλιστα το ελαφρυντικό της πολιτικής ανωριμότητας μιας αναρχικής ομάδας.
Πρωτοβουλίες που έρχονται να συγκαλύψουν την απροθυμία, την άρνηση της ηγεσίας του ΚΚΕ να συμβάλει στη διαμόρφωση όρων κοινής δράσης και οι οποίες να ωθούν στην ανάπτυξη διαδικασιών μαζικού κινηματικού χαρακτήρα. Ενέργειες που μπορεί να εντυπωσιάζουν ή και να δίνουν την αίσθηση πρωτοπόρας μαχητικής δράσης, δεν αναιρούν ωστόσο το γεγονός ότι χρησιμοποιούνται σαν υποκατάστατο της ανάπτυξης της μαζικής δράσης.
Μια μεθόδευση, σε τελευταία ανάλυση, που συν τοις άλλοις θέλει να εκτονώσει την πίεση της αριστερής του βάσης, προσφέροντας μια διέξοδο στις αγωνιστικές της διαθέσεις.
Η ουσία του πράγματος βρίσκεται σ' αυτά που αναφέραμε προηγούμενα. Οπως και σειρά άλλων κινήσεων του ΚΚΕ, δεν αποτελούν παρά τις «διαφυγές» μιας αντίληψης που αρνείται να κινηθεί στην κατεύθυνση συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων επειδή κινείται στη βάση μιας ασύμβατης με αυτό πολιτικής γραμμής και κατεύθυνσης.

Ο ρόλος του πολιτικού υποκειμένου

Σ' αυτό το σημείο είναι μάλλον αναγκαίο να πούμε ορισμένα πράγματα σε σχέση με το πώς γίνεται αντιληπτός ο ρόλος του πολιτικού υποκειμένου, της πολιτικής πρωτοπορίας, του κόμματος. Κυρίως θα θέλαμε να σταθούμε σε ορισμένες «παρανοήσεις» όπως τις είδαμε να εκδηλώνονται στα πρόσφατα γεγονότα, μιας και το ζήτημα είναι ευρύτερο απ' όσο θα μας απασχολήσει εδώ. Τώρα, το κατά πόσο πρόκειται απλώς για παρανοήσεις ή βολικές ερμηνείες υπαγορευόμενες από μια ορισμένη ιδεολογική και πολιτική αντίληψη, αυτό είναι ένα κάθε φορά συγκεκριμένο ζήτημα.
Με βάση λοιπόν τα όσα έχουμε αντιληφθεί, το πρώτο που θεωρούμε πως πρέπει να γίνεται κατανοητό είναι το ... αυτονόητο (που ταυτόχρονα είναι και θεμελιώδες). Το ότι δηλαδή η ταξική πάλη υπάρχει αφ' εαυτής και η ύπαρξή της δεν οφείλεται στο ότι την υποκινούν, την προκαλούν ή πολύ περισσότερο τη «δημιουργούν» κάποιοι.
Αυτή η διαπίστωση έχει καταρχάς μια αξία ως απάντηση σε γνωστούς ισχυρισμούς της αντιδραστικής αστικής προπαγάνδας πάνω στο ίδιο ζήτημα. Νομίζουμε ωστόσο ότι στους καιρούς μας έχει ιδιαίτερη σημασία να κατανοείται ουσιαστικά και σ' όλες τις πλευρές και εκφράσεις του ζητήματος από τα δρώντα πολιτικά υποκείμενα της ταξικής πάλης.
Η ταξική πάλη δεν υφίσταται παρά στη βάση του διαχωρισμού της κοινωνίας σε τάξεις με σαφώς αντιτιθέμενα συμφέροντα και βλέψεις (γι' αυτό άλλωστε ονομάζεται ταξική πάλη).
Φορείς της ταξικής πάλης είναι οι κοινωνικές δυνάμεις, οι τάξεις που υφίστανται στη συγκεκριμένη κοινωνία - και δεν μπορούν να αναζητηθούν «άλλοι» πουθενά αλλού γιατί απλούστατα δεν υπάρχουν. Περιεχόμενο αυτής της πάλης είναι αυτό που προσδιορίζεται από τις αντιθέσεις που διαχωρίζουν και αντιπαραθέτουν αυτές τις κοινωνικές δυνάμεις - και επίσης δεν μπορεί να αναζητηθεί «άλλο» περιεχόμενο πουθενά αλλού.
Το κίνημα, σαν η συγκεκριμένη μορφή και έκφραση αυτής της πάλης από τη μεριά του λαού, έχει σαν κοινωνικό φορέα του τις εκμεταλλευόμενες, καταπιεζόμενες τάξεις και στρώματα και αναπτύσσεται στη βάση αυτών των αντιθέσεων. Αυτή η σχέση προσδιορίζει το περιεχόμενο, τις διεκδικήσεις, τους στόχους, την προοπτική του. Δεν μπορούμε ούτε να βρούμε ούτε να κατασκευάσουμε άλλα στη θέση τους.
Σε σχέση μ' αυτά, εύλογα θα μπορούσε να παρατηρήσει κανείς ότι είναι γνωστά, αυτονόητα και συνεπώς περιττή ίσως η αναφορά τους. Θα συμφωνούσαμε απολύτως αν δεν είχαμε παρατηρήσει πως μάλλον δεν είναι αυτονόητα για όλους.
Ας συνεχίσουμε λοιπόν με μερικά ακόμη αυτονόητα. Αυτή η σχέση πραγμάτων διέπει και καθορίζει την ύπαρξη και το ρόλο του πολιτικού υποκειμένου (της πολιτικής πρωτοπορίας, του κόμματος).
Η πολιτική πρωτοπορία δεν έρχεται από κάπου «αλλού», ούτε αυτή ούτε εκείνοι που τη συγκροτούν. Αποτελεί και αυτή συγκεκριμένη έκφραση και μορφή της ταξικής πάλης. Συνίσταται στην ιδιαίτερου (ιδεολογικού, πολιτικού) τύπου και χαρακτήρα συνένωση, συγκρότηση πρωτοπόρων στοιχείων που αναδεικνύονται μέσα στην και μέσα από την ταξική πάλη. Η ίδια αυτή η διαδικασία συγκρότησης δεν είναι κάτι ξεχωριστό, κάτι που συντελείται έξω και ανεξάρτητα από τις εξελίξεις της ταξικής πάλης (και μετά έρχεται ολοκληρωμένη και έτοιμη να «καθοδηγήσει»). Συντελείται σαν ιδιαίτερου τύπου συγκρότηση, αλλά πάντα μέσα στην ταξική πάλη, σε πλήρη και διαρκή συνάρτηση με αυτήν.
Αυτή η διαδικασία συγκρότησης δεν είναι κάτι που συντελείται εφάπαξ και έτσι και «ολοκληρωθεί» τελειώσαμε. Η ύπαρξη της πολιτικής πρωτοπορίας εκφράζει μια σχέση στο πλαίσιο της ταξικής πάλης η οποία δέχεται τις επιδράσεις της και αναδιαμορφώνεται συνεχώς, είτε το θέλουμε είτε όχι, είτε το αντιλαμβάνονται οι μετέχοντες είτε όχι.
Αυτά σημαίνουν ακόμα πιο συγκεκριμένα ορισμένα πράγματα.
Πρώτο, πως αν ένα κόμμα είναι το πρωτοπόρο επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης, αυτό δεν καθορίζεται από το τι έχει δηλώσει, αλλά από το αν αυτό επαληθεύεται στο πεδίο της ταξικής πάλης.
Δεύτερο, το γεγονός ότι ένα κόμμα αναδεικνύεται πράγματι σαν πρωτοπόρο και επαναστατικό δεν σημαίνει ότι οπωσδήποτε θα συνεχίσει να είναι τέτοιο στο διηνεκές, ότι αυτό το χαρακτήρα του μπορεί να τον «κλειδώσει» κάπου και να τον διασφαλίσει.
Υπόκειται και αυτό στις επιδράσεις της ταξικής πάλης και -όπως άλλωστε μας έχει δείξει επανειλημμένα η Ιστορία- μπορεί και να αλλάξει.
Τρίτο, αυτά σημαίνουν πως αυτή η ιδιότητα ούτε κληροδοτείται ούτε κληρονομείται. Υφίσταται μόνο εφόσον επιβεβαιώνεται στο πεδίο της ταξικής πάλης.
Ας περιοριστούμε για την ώρα σ' αυτές τις παρατηρήσεις. Θα ήταν παράλειψη ωστόσο να μην αναφερθούμε εν συντομία έστω σε δύο λαθεμένες αντιλήψεις που συνήθως εμφανίζονται στο κίνημα.
Η μία είναι εκείνη που οδηγεί στην απόρριψη της αναγκαιότητας του κόμματος, θεωρώντας το σαν παράγοντα που φρενάρει την ανάπτυξη της ταξικής πάλης. Η δεύτερη είναι αυτή που ανάγει την έννοια του κόμματος σε φετίχ και το αντιμετωπίζει στην ουσία σαν κάτι που βρίσκεται έξω και υπεράνω της εξέλιξης της ταξικής πάλης.
Σε ό,τι αφορά την πρώτη αντίληψη, τα επιχειρήματα των υποστηριχτών της βασίζονται καταρχάς σε πραγματικά προβλήματα και στρεβλώσεις που εμφάνισε η ύπαρξη, η λειτουργία και η δράση πολλών κομμάτων στη διάρκεια της ιστορικής τους διαδρομής. Μόνο που τα ερμηνεύουν και τα αξιολογούν με λάθος τρόπο και στη βάση μιας ιδεαλιστικής αντίληψης πραγμάτων. Μιας εναγώνιας αναζήτησης του μαγικού εκείνου τρόπου που θα «διασφαλίσει» από τέτοιες παρεκκλίσεις και στρεβλώσεις. Μόνο που τέτοιος τρόπος και τέτοιες διασφαλίσεις στο πεδίο της ταξικής πάλης απλούστατα δεν υπάρχουν. Ακόμη περισσότερο, αυτό που βρίσκεται πολλές φορές στον παρονομαστή τέτοιων αντιλήψεων είναι μια εν γένει απόρριψη της «πολιτικής». Θα περιορίσουμε εδώ την απάντησή μας σε μια και μόνο παρατήρηση. Η άποψη της απολιτικής είναι πολιτική του συστήματος. Από κει και πέρα, η από μεριάς μας παραδοχή της αναγκαιότητας του κόμματος δεν κουβαλάει μαζί της καμία ψευδαίσθηση για δυνατότητα διαμόρφωσης ιδανικών συνθηκών και σχημάτων. Θεωρούμε όμως πως το κόμμα, ως ιδιαίτερου τύπου συγκρότηση των πρωτοπόρων στοιχείων της εργατικής τάξης, αποτελεί ταυτόχρονα και κρίσιμο στοιχείο της ολοκλήρωσης της συγκρότησής της σε «τάξη για τον εαυτό της». Δηλαδή της συγκρότησής της στο επίπεδο εκείνο που την καθιστά ικανή να αντιπαρατεθεί και τελικά να αναμετρηθεί νικηφόρα με τις δυνάμεις του συστήματος. Η απόρριψη συνεπώς της αναγκαιότητας του κόμματος ισοδυναμεί με την παραίτηση από μια τέτοια δυνατότητα και προοπτική.
Αυτή μας η άποψη βρίσκεται πολύ μακριά από αντιλήψεις φετιχοποίησης της έννοιας του κόμματος. Θεωρούμε πως η ύπαρξη και ο ρόλος του σαν συγκροτημένης πολιτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης υφίσταται σαν τέτοιος μόνο και εφόσον πραγματοποιείται στη βάση των όρων και σχέσεων στις οποίες αναφερθήκαμε προηγούμενα.
Στην ίδια βάση και λογική εκτιμούμε πως στις σημερινές συνθήκες το κόμμα είναι παραπάνω από αναγκαίο, αλλά, ταυτόχρονα, είναι και ζητούμενο. Ούτε παραίτηση συνεπώς από την προοπτική και το καθήκον οικοδόμησής του αλλά ούτε μπορούμε να το 'χουμε «κληρονομικώ δικαίω» ή με οποιαδήποτε άλλη λύση ευκολίας.
Το καθήκον της διαμόρφωσης όρων συγκρότησης της πολιτικής πρωτοπορίας, του κόμματος της εργατικής τάξης, μπορεί και πρέπει να πραγματοποιηθεί, να κατακτηθεί στην πορεία της ταξικής πάλης και με όρους ταξικής πάλης.

Αντί επιλόγου

Στις προηγούμενες σελίδες αναφερθήκαμε σε ορισμένες απόψεις και ιδεολογήματα. Δεν αναφερθήκαμε στις πολύ περισσότερες που υπάρχουν και που συνθέτουν το συνολικά αρνητικό ιδεολογικό περιβάλλον μέσα στο οποίο κινούνται τα πράγματα. Ολη αυτή την ιδεολογική σαβούρα που έχει σωρευτεί με βάση τη μακροχρόνια κυριαρχία αστικών, μικροαστικών, ρεβιζιονιστικών και ρεφορμιστικών αντιλήψεων. Ενα πραγματικό τέλμα μέσα στο οποίο παγιδεύεται ο βηματισμός του κινήματος, όπως άλλωστε φάνηκε και στις πρόσφατες κινητοποιήσεις.
Ζήτημα Αριστεράς, λοιπόν, βεβαίως και υπάρχει και μάλιστα τίθεται επιτακτικά σαν ζήτημα συνολικής ανασύνθεσης, ανασυγκρότησής της. Αυτό, πέραν των άλλων, σημαίνει ένα πράγμα. Οτι δεν επιδέχεται λύσεις ευκολίας.
Από τη μεριά μας, ούτε ψευδαισθήσεις έχουμε ούτε προτιθέμεθα να καλλιεργήσουμε αυταπάτες. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι οι διάφορες «έτοιμες» λύσεις, οι ταχύρρυθμες συνταγές και τα θαυματουργά μαντζούνια απλώς αναπαράγουν το πρόβλημα. Καλλιεργώντας αυταπάτες οδηγούν τελικά τον κόσμο στην απογοήτευση, την απάθεια και μετά τον «επιστρέφουν» ηττημένο στην αγκαλιά του συστήματος. Είτε άμεσα είτε μέσω των διαφόρων «αριστερών» κάδων πολιτικής ανακύκλωσης που κάνουν πιάτσα στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς.
Η απάντηση στο πρόβλημα μπορεί να υπάρξει μόνο σαν αποτέλεσμα επίμονης και διαρκούς προσπάθειας σε όλα τα πεδία. Το θεωρητικό, το ιδεολογικό, το πολιτικό. Πάνω απ' όλα, η απάντηση στο πρόβλημα είναι ζήτημα πάλης. Μπορεί να πραγματοποιηθεί μόνο στο πεδίο της ταξικής πάλης και με όρους πάλης.
Αλλά σε όλα αυτά θα χρειαστεί να επανέλθουμε.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου