Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Κυριακή 1 Απριλίου 2018

Για τις δυο γραμμές στο κίνημα


του Βασίλη Σαμαρά 
Δημοσιεύτηκε στην Προλεταριακή Σημαία φ.648, στις 11/9/10 


Πόσο «αγεφύρωτες» είναι και πού συγκλίνουν κάποιες αντιθέσεις; 

Το ζήτημα της πάλης των δύο γραμμών στο κίνημα ήταν πάντα και παραμένει αποφασιστικής σημασίας. Το ποια γραμμή θα επικρατήσει, στη βάση ποιας γραμμής θα αναπτυχθεί η λαϊκή πάλη είναι πάντα κρίσιμο για το πώς θα εξελιχθεί συνολικά η ταξική πάλη, για το ποια τύχη θα έχει η υπόθεση των λαών. Ανάλογης, συνεπώς, σημασίας είναι και ο προσδιορισμός των δύο γραμμών καθώς και η υποστήριξη και η προώθηση εκείνης που υπηρετεί αποτελεσματικά τη λαϊκή υπόθεση.


Χρειάζεται εδώ να ξεκαθαριστεί κατ’ αρχήν ένα ζήτημα: Η ύπαρξη των δύο γραμμών και το ποιες είναι αυτές, δεν εξαρτάται από το αν θα τις καθορίσει σαν τέτοιες η τάδε ή η δείνα πολιτική δύναμη. Οι δυο γραμμές υπάρχουν αντικειμενικά στη ζωή, στην ταξική πάλη, στο κίνημα, και αντιπαλεύουν κάθε στιγμή, σε κάθε σημείο, ακόμη και όταν δεν φαίνονται καθόλου ή δεν εμφανίζονται με τον πιο ευδιάκριτο τρόπο. Η ταξική πάλη με βάση την αντικειμενική πραγματικότητα και τα δεδομένα της κάθε φορά αναδεικνύει, θέτει και τις απαιτήσεις της. Το αν οι πολιτικές δυνάμεις (και αναφέρομαι σ’ αυτές της Αριστεράς) κινούνται στη γραμμή αυτών των απαιτήσεων ή όχι συναρτάται με το ποιες βλέπουν σαν τέτοιες και -θα έλεγα- κυρίως με το ποιες «θέλουν» να βλέπουν. 

Ετσι, κατά τη Δημοκρατική Αριστερά του κ. Κουβέλη η διαχωριστική γραμμή βρίσκεται ανάμεσα στις δυνάμεις που υιοθετούν μια υπεύθυνη και ρεαλιστική στάση και σ' εκείνες που υποκύπτουν στην πίεση του αριστερίστικου λαϊκισμού. 

Κατά τον ΣΥΝ και -με παραλλαγές- τις δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται ανάμεσα στις δυνάμεις που αντιτίθενται στην κυβερνητική πολιτική, στις οποίες συμπεριλαμβάνονται και βουλευτές του ΠΑΣΟΚ «που παίρνουν σαφείς αποστάσεις» από αυτή την πολιτική, και σ’ εκείνες που συμμορφώνονται με αυτήν. 

Κατά τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής κ.λπ. Αριστεράς βρίσκεται ανάμεσα στις δυνάμεις που θέτουν ευρύτερους αντικαπιταλιστικούς στόχους και σ’ εκείνες που δεν θέτουν. 

Για την ηγεσία του ΚΚΕ η «ταξική» διαχωριστική γραμμή βρίσκεται ανάμεσα σ’ αυτούς που ακολουθούν τις υποδείξεις της και σ’ εκείνους που επιμένουν να ‘χουν άποψη. 

Θα μπορούσαν να αναφερθούν κι άλλες τέτοιου είδους διαχωριστικές γραμμές (η γκάμα είναι μεγάλη) αλλά ας αρκεστούμε σ’ αυτές. 

Εκείνο που αξίζει να επισημανθεί και να υπογραμμιστεί είναι το «παράδοξο» που υπάρχει σε όλα αυτά. Όλες οι τάσεις παρ' όλους τους βροντερούς και «κάθετους» ταξικούς, επαναστατικούς και αντικαπιταλιστικούς διαχωρισμούς συμφωνούν σε ένα πράγμα και συγκλίνουν σε μια ενιαία κατεύθυνση: Στο ότι οι επερχόμενες δημοτικές-περιφερειακές εκλογές αποτελούν μια συνολική, κεντρική πολιτική μάχη, μπορούν να αποτελέσουν εφαλτήριο αντεπίθεσης, να κλονίσουν την κυβέρνηση, να αλλάξουν τον πολιτικό χάρτη, να επιβάλουν μια σοβαρή ήττα στο καθεστώς κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ. Συνακόλουθα, ιεραρχούν σε πρώτο πλάνο αυτή την «κεντρική πολιτική μάχη» και σ’ αυτή την κατεύθυνση υποτάσσουν όλες τις κινήσεις και τις προσπάθειές τους. Ας τα δούμε πιο συγκεκριμένα, ξεκινώντας από την πιο ισχυρή δύναμη από αυτές που κινούνται στον χώρο της Αριστεράς, το ΚΚΕ. 

Με στόχο τη «διόρθωση» της λαϊκής ψήφου 

Ήδη στην ομιλία της στις 15/05/2010, στο Πεδίο του Άρεως, η Αλέκα Παπαρήγα δέκα μόλις μέρες μετά τα συγκλονιστικά γεγονότα της 5ης Μάη διακηρύσσει ενόψει των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών του… Νοεμβρίου: «Μπροστά μας έρχονται οι τοπικές και περιφερειακές εκλογές με προμετωπίδα τον Καλλικράτη. Οι ενοποιήσεις αυξάνουν πολύ περισσότερο φέτος τον γενικό πολιτικό χαρακτήρα των εκλογών. Είναι ευκαιρία να διορθωθεί(!) η λαϊκή ψήφος, να εκφραστεί και με την ψήφο η αγανάκτηση και η δυσαρέσκεια, οι διεργασίες συνείδησης που συντελούνται στο λαό και τη νεολαία (…) Τα ψηφοδέλτια του ΚΚΕ μπορούν να εκφράσουν την ανερχόμενη λαϊκή δυσαρέσκεια, τη δυναμική των εξελίξεων... Η συνεργασία με το ΚΚΕ, η στήριξη των εκλογικών του συνδυασμών θα κάνει τη διαφορά. Θα είναι ένα ηχηρό μήνυμα με πρακτική αξία ότι ο λαός δεν δέχεται τη φοβέρα, τον εκβιασμό, την παραπλάνηση». Αυτή τη γραμμή της «διόρθωσης» της λαϊκής ψήφου έρχεται να επικυρώσει με απόφασή της η ΚΕ του ΚΚΕ. Έτσι, στο «Ρ» τής 06/06/2010 σε ολοσέλιδο τίτλο διασαλπίζεται: «Γενική πολιτική μάχη οι τοπικές και περιφερειακές εκλογές. Οι εργαζόμενοι έχουν την ευκαιρία να μετατρέψουν αυτή την εκλογική μάχη σε εφαλτήριο αντεπίθεσης» (Αυτή η «αντεπίθεση», που πάνω από δέκα χρόνια διασαλπίζει το ΚΚΕ, έχει το ίδιο ακριβώς αντίκρισμα με τη «νέα αρχή» που κάθε τρεις και λίγο μας κοπανάει ο Γ. Παπανδρέου). 

Από την άλλη μεριά (το πόσο «άλλη» είναι ένα ερώτημα) και στην προοπτική μιας τέτοιας «αντεπίθεσης», ο κ. Τσίπρας δεν σκοπεύει καθόλου να υστερήσει. Ίσα ίσα! «Την άποψη ότι η συνάντηση της ριζοσπαστικής και της σοσιαλιστικής Αριστεράς μπορεί να δώσει μια απίστευτη δυναμική που θα αλλάξει τον πολιτικό χάρτη εξέφρασε σε συνέντευξή του ο πρόεδρος της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ Αλέξης Τσίπρας», μας πληροφορεί η ΑΥΓΗ. 

Κι αν αυτά τα «απίστευτα» σας φαίνονται απίστευτα, έπονται οι διευκρινίσεις για το πώς θα γίνουν πιστευτά! 

Η ΑΥΓΗ και πάλι μας πληροφορεί: «Η συνάντηση του χώρου της Αριστεράς με δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ που παίρνουν σαφείς αποστάσεις από την πολιτική του κυβερνώντος κόμματος είναι το ζητούμενο υπογραμμίζουν στελέχη της ηγεσίας του σχήματος (που διαμορφώθηκε ενόψει των περιφερειακών εκλογών) ενώ προσθέτουν ότι πρέπει να συμβάλουμε τα μέγιστα στην ανάπτυξη τέτοιου χαρακτήρα διεργασιών». 

Τώρα πόσο διαφέρουν αυτά από τις απόψεις και την «υπεύθυνη στάση» της Δημοκρατικής Αριστεράς του κ. Κουβέλη, ας το αφήσουμε στην κρίση σας! 

Ας δούμε την άποψη της «χρήσιμης» Αριστεράς, όπως πολύ πιο συγκεκριμένα, πρακτικά και «μαχητικά» εκφράζεται από την ΚΟΕ. «Σήμερα ο αδύνατος κρίκος που μπορεί να σπάσει είναι η στάση της κοινοβουλευτικής ομάδας του ΠΑΣΟΚ. Η αποσκίρτηση έστω και λίγων βουλευτών από τη γραμμή στήριξης της κοινωνικής βαρβαρότητας είναι στοίχημα που μπορεί να κερδηθεί… Οι συγκεντρώσεις πίεσης και πολιορκίας των πολιτικών γραφείων των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ η κίνηση «θα το θυμόμαστε», η υπογράμμιση της ατομικής ευθύνης, ο φόβος μπροστά στην κατακραυγή μπορεί να συγκεντρώσουν τους όρους για μια πρώτη ήττα του καθεστώτος ΔΝΤ-ΕΕ». 

Εντάξει, μετά το στοίχημα, την άλλη φορά θα παίξουμε και Λόττο... 

Ας περάσουμε ωστόσο στην πιο «σοβαρή» αντιμετώπιση του θέματος από τον ευρύτερο χώρο στον οποίο κινούνται αυτές οι δυνάμεις. Πιο συγκεκριμένα, στην πρόταση 10 σημείων μελών της Γραμματείας του ΣΥΡΙΖΑ (Ν. Γαλάνης, Γ. Θεωνάς, Α. Νταβανέλος, Γ. Σαπουνάς, Δ. Τσακνιάς) όπου ανάμεσα σε άλλα προτείνονται: «Μετωπο για μια νεα κοινωνική πλειοψηφία … Οι αυτοδιοικητικές και κυρίως οι περιφερειακές εκλογές πρέπει να πάρουν δημοψηφισματικό χαρακτήρα. Να εκφραστεί η αποδοκιμασία του λαού στην κυβέρνηση. ΟΧΙ σε ΔΝΤ-ΕΕ-κυβέρνηση. ΝΑΙ σε ΜΕΤΩΠΟ για Λαϊκή Λύση. Ιδιαίτερη σημασία έχει λόγω μεγέθους και βαρύτητας η περιφέρεια Αττικής. Θα είναι λάθος ο ΣΥΡΙΖΑ να επιδιώξει μια κομματική καταγραφή ως τμήμα ενός απαξιωμένου πολιτικού συστήματος. Αυτό που χρειάζεται είναι να λειτουργήσει ως καταλύτης μιας ευρύτερης, ελεύθερης μετωπικής συμπαράταξης «έξω και ενάντια στο σύστημα» που μπορεί να συγκεντρώσει ισχυρότατες δυνάμεις χωρίς να διστάζει να θέσει το δυσκολότερο αλλά όχι ανέφικτο στο σημερινό σκηνικό στόχο της νίκης». 

Περνώντας, λοιπόν, στην «αντεπίθεση» μπορούμε να δημιουργήσουμε εκείνη την «απίστευτη δυναμική» που σπάζοντας τον «αδύναμο κρίκο» θα «αλλάξει τον πολιτικό χάρτη» και θα κερδίσουμε, έτσι, το «στοίχημα» πραγματοποιώντας το «στόχο της νίκης». Καλά πάμε! 

Ο εξωκοινοβουλευτικός κοινοβουλευτισμός 

Ακόμη «καλύτερα», θα έλεγε κανείς, ότι πάμε με θέσεις και απόψεις οργανώσεων που -υποτίθεται- κινούνται αριστερότερα του ΣΥΡΙΖΑ και των συνιστωσών του. Εκεί τα ζητήματα τίθενται με πιο αποφασιστικό, μαχητικό έως και επαναστατικό στιλ. Μόνο που καταλήγουν στον ίδιο προσανατολισμό! 

Κατά την ΑΝΤΑΡΣΥΑ «οι περιφερειακές και δημοτικές εκλογές του Νοέμβρη θα είναι μια κεντρική πολιτική μάχη μετά από ένα χρόνο σκληρών αγώνων και συγκρούσεων οι οποίες μπορούν να μετατραπούν σε βήμα καταδίκης του σφαγείου της κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ και να συμβάλουν ακόμη περισσότερο στον κλονισμό της κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ και των δυνάμεων που τη στηρίζουν». 

Με απόψεις της Συνδιάσκεψής της η ΑΡΑΝ δηλώνει ότι: «στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και την αντικαπιταλιστική Αριστερά δεν αναλογεί να απαντά αμυντικά σε προτάσεις… πρέπει η ίδια να πάρει πρωτοβουλίες και να θέσει το πολιτικό πλαίσιο». Τι είδους πρωτοβουλίες εννοεί διευκρινίζεται περισσότερο στη συνέχεια. «Οι επερχόμενες δημοτικές εκλογές αποτελούν μια κρίσιμη πολιτική μάχη για την καταδίκη της κυβερνητικής πολιτικής και την καταγραφή της ριζοσπαστικής Αριστεράς». Τόσο κρίσιμη πολιτική μάχη, λοιπόν, που αποφασιστικό στοιχείο της να αποτελεί η «καταγραφή» της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Τόσο καλά! 

Ο Α. Χάγιος του ΝΑΡ δηλώνει (ΠΡΙΝ 13/06/2010) ότι «πολιτική υπόθεση (για την προώθηση των στόχων του κινήματος) αποτελεί η πάλη για την ανατροπή της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ του σάπιου πολιτικού κατεστημένου και του κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού». Εχοντας, λοιπόν, απορρίψει με τόσο κατηγορηματικό και απόλυτο τρόπο τον κοινοβουλευτικό ολοκληρωτισμό μπορεί, πλέον, με πάσα άνεση να χαρακτηρίσει (σε μεταγενέστερες δηλώσεις) τις επερχόμενες περιφερειακές-δημοτικές εκλογές σαν «συνολική πολιτική μάχη που συνδέεται άμεσα με το μνημόνιο, την αντιδραστική μετάλλαξη του κράτους, την ΕΕ». Τέτοιος αντικοινοβουλευτικός οίστρος! 

Σε παράλληλη τροχιά κινούνται οι προτάσεις των -όπως εμφανίστηκαν- «αριστερών οικονομολόγων». Σ’ αυτές έχω ήδη αναφερθεί αναλυτικά σε προηγούμενο φύλλο της ΠΣ. Περιορίζομαι εδώ στην ουσία της άποψης. Αυτό που επιχειρείται είναι η ανάπτυξη επιχειρημάτων οικονομικού χαρακτήρα ώστε να προσδοθεί η απαραίτητη «οικονομική» βάση στην πολιτική πρόταση που -σε διάφορες παραλλαγές- γυροφέρνει εδώ και χρόνια στο χώρο της ρεφορμιστικής Αριστεράς. Μια πρόταση μιας άλλης -αντινεοφιλελεύθερης- πολιτικής που στις συγκεκριμένες σημερινές συνθήκες προβάλλει σαν πρόταση «εθνικής σωτηρίας». Μια πολιτική που -εννοείται- θα προωθηθεί από μια άλλη κυβέρνηση συγκροτούμενη από δυνάμεις όλου του αριστερού φάσματος που για τη συγκεκριμένη λογική περιλαμβάνει και την «Αριστερά του ΠΑΣΟΚ». Καθόλου τυχαία, η κίνηση αυτή έχει αγκαλιαστεί στηρίζεται και προωθείται και από δυνάμεις τής -κατά τα άλλα- ριζοσπαστικής επαναστατικής αριστεράς. 

Το τελευταίο διάστημα τη σκυτάλη από τους αριστερούς οικονομολόγους την πήραν οι αριστεροί διανοούμενοι με το «Αριστερό βήμα διαλόγου και κοινής δράσης». Η άποψή τους για «συνάντηση των πολιτικών δυνάμεων της Αριστεράς στη διαμόρφωση μιας ρεαλιστικής πολιτικής πρότασης εξόδου από την κρίση» κ.λπ. είναι απλώς μια διαφορετική διατύπωση της προηγούμενης πρότασης. Από ΄'κεί και πέρα, αν ο προτεινόμενος διάλογος έχει ως άξονά του αυτό το αντικείμενο έχει και προδιαγεγραμμένο αποτέλεσμα. 

Οσο για την κοινή δράση, το πεδίο είναι ανοιχτό μιας και αυτή ήδη επιχειρείται να αναπτυχθεί με διάφορες μορφές και σε αρκετά πεδία. Δεν έχουν παρά να σπεύσουν. Έτσι και πέρα από τη συμβολή που θα μπορούσαν να έχουν, θα έχουν και την ευκαιρία για κάτι που μάλλον δεν προβλέπεται στον τρόπο που αντιλαμβάνονται τα πράγματα. Να μαθητεύσουν. 

Παμπάλαιες συνταγές με φρέσκο περιτύλιγμα 

Αν παίρναμε τοις μετρητοίς όλες αυτές τις πομπώδεις διακηρύξεις, θα υποθέταμε ότι μετά τις περιφερειακές εκλογές θα ανατραπούν οι συσχετισμοί, θα διαμορφωθεί μια άλλη κατάσταση, θα κλονιστεί η κυβέρνηση, θα δοθεί ένα γερό χτύπημα στην πολιτική της κυβέρνησης-ΕΕ-ΔΝΤ, θα ανοίξει ο δρόμος της «αντεπίθεσης» των λαϊκών δυνάμεων. Αν τα πράγματα δεν ήταν τόσο σοβαρά, θα μπορούσε απλώς να γελάσει κανείς και να πάει παρακάτω. Γεννιέται εδώ ένα ερώτημα: Αλήθεια, τα πιστεύουν αυτά που διακηρύσσουν; Γνωρίζουμε -και το γνωρίζουν και οι ίδιοι- ότι το πολύ να πάρουν κάποιες ψήφους παραπάνω και να πετύχουν την εκλογή κάποιων υποψηφίων τους. Ότι ύστερα θα βγάλουν «εκτιμήσεις ικανοποίησης», θα μαζέψουν τα χαρτιά και τις διακηρύξεις τους σ’ ένα συρτάρι για να τα ‘χουν πρόχειρα για τις επόμενες εκλογές. Προς τι λοιπόν όλα αυτά; Ποιον και γιατί κοροϊδεύουν; Εξαπατούν απλώς τον κόσμο ή αυταπατώνται και οι ίδιοι; Με έναν τρόπο συμβαίνουν και τα δύο. Μόνο που η συνισταμένη τους, το τελικό αποτέλεσμα είναι αρνητικό. Ο αποπροσανατολισμός του κόσμου, η παγίδευση του κινήματος σε αδιέξοδες κατευθύνσεις. 

Ας δούμε περισσότερο κάποια ζητήματα: Ο τρόπος που αντιμετωπίζουν τις περιφερειακές εκλογές είναι ο ίδιος με αυτόν που αντιμετωπίζουν όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις και εντάσσεται στην ίδια πολιτική λογική. Στη συγκεκριμένη περίοδο αυτή εκφράζεται μέσα από τη διατύπωση ορισμένων προτάσεων οι οποίες, πέρα από το περιεχόμενό τους, έχουν συγκεκριμένο χαρακτήρα και κατεύθυνση. 

Έχοντας και σ’ αυτά τα ζητήματα τοποθετηθεί αναλυτικά σε προηγούμενα φύλλα μπορώ και πάλι να είμαι συνοπτικός. Το «μικρότερο» πρόβλημα θα έλεγε κανείς είναι αυτό που αφορά τις συγκεκριμένες προτάσεις, διεκδικήσεις. Ποιος αριστερός άνθρωπος, άλλωστε, θα ήταν αντίθετος στη διαγραφή του χρέους, στην εθνικοποίηση των τραπεζών και των επιχειρήσεων στρατηγικής σημασίας, στην έξοδο από την ΟΝΕ, στην αναδιανομή του εισοδήματος υπέρ των φτωχών και άλλα αναλόγου περιεχομένου; 

Το ζήτημα είναι ότι η πραγματοποίηση στόχων τέτοιου χαρακτήρα (αν παίρναμε τοις μετρητοίς όσα λέγονται) προϋποθέτουν Λαϊκή Εξουσία. Θέτουν στην ημερήσια διάταξη ένα τέτοιο ζήτημα οι προτείνοντες; Ούτε το θέτουν, ούτε άλλωστε μπορεί να τεθεί άμεσα τέτοιο ζήτημα με βάση τα πραγματικά πολιτικά δεδομένα και συσχετισμούς. Αυτό που θέτουν είναι στην ουσία μια πρόταση κυβέρνησης «εθνικής σωτηρίας» (αφού «πέσει» «αυτή» η κυβέρνηση). Στις δοσμένες συνθήκες μια τέτοια κυβέρνηση θα μπορούσε να συγκροτηθεί (ας το υποθέσουμε) μόνο περιλαμβάνοντας το ΠΑΣΟΚ ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος του. Κάτι τέτοιο, ωστόσο, ακυρώνει το όποιο περιεχόμενο των προτάσεων που προαναφέρθηκαν. Η «διαγραφή του χρέους» λ.χ. μετατρέπεται σε προσπάθεια αναδιαπραγμάτευσης. Κάτι τέτοιο δεν αποκλείεται να συμβεί ακόμη και με την παρούσα κυβέρνηση ΠΑΣΟΚ ή και της…ΝΔ αύριο. Θα γίνει ωστόσο (εάν και εφόσον) πάντα στη βάση των όρων και των υπαγορεύσεων του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστικών κέντρων εξάρτησης. Στην ίδια βάση η επίθεση ενάντια στο λαό όχι μόνο δεν πρόκειται να ανακοπεί αλλά θα συνεχιστεί και θα εντείνεται. 

Το ότι τα πράγματα λίγο πολύ έτσι έχουν το αντιλαμβάνονται όλοι και κάποιοι ζορίζονται. Πρώτα πρώτα το ΚΚΕ, που διαχωρίζει τη θέση του από αυτές τις προτάσεις και συνδέει τις δικές του προτάσεις (για λαϊκή οικονομία κ.λπ.) με το ζήτημα της Λαϊκής Εξουσίας του μέλλοντος. (Τώρα ποια σχέση έχει η θέση του για τις περιφερειακές εκλογές με το ζήτημα της λαϊκής εξουσίας, «άγνωστο»). 

Κάποιοι άλλοι «συμπληρώνουν» τις προτάσεις τους με θέσεις και κατευθύνσεις για ανάπτυξη της λαϊκής πάλης που θα πιέσει, θα εξαναγκάσει, θα διαμορφώσει όρους κ.λπ. Πρόκειται απλώς για ψάρεμα σε θολά νερά. Οι προτάσεις τους ή τίθενται σαν ζητήματα ημερήσιας διάταξης και προς άμεση υλοποίηση ή τοποθετούνται στο μέλλον και με την προϋπόθεση διαμόρφωσης των ανάλογων όρων και προϋποθέσεων. Και τα δύο δεν γίνεται. Το κυριότερο ωστόσο είναι άλλο. Το ότι οι αυταπάτες, η λογική, οι πολιτικές τους κινήσεις (όλων και χωρίς εξαίρεση) και η εκλογική τους πρεμούρα αυτήν ακριβώς την προοπτική υπονομεύουν. Γι’ αυτό και το ζήτημα αυτό θα μας απασχολήσει ιδιαιτέρως. 

Η βασική διάσταση του ζητήματος 

Για να ξαναγυρίσουμε στο ζήτημα των δύο γραμμών, αυτές μπορεί να εκφράζονται στο σύνολο των ζητημάτων από τα -καθώς λέγονται- «μικρά» μέχρι τα μεγάλα και σε σχέση αλληλοπροσδιορισμού. Πιο συγκεκριμένα και από την άποψη της αριστεράς, η βασική διάσταση ορίζεται από το πώς στέκεται κανείς απέναντι στο κυρίαρχο σήμερα καπιταλιστικό ιμπεριαλιστικό σύστημα. Από το αν το αποδέχεται (μαζί με αυτά, έστω, που θεωρεί σαν θεραπεύσιμες αδυναμίες) ή το απορρίπτει στο όνομα ενός άλλου κοινωνικοοικονομικού συστήματος (σοσιαλιστικού, κομμουνιστικού). Ωστόσο αυτό δεν αρκεί. Σοσιαλιστές δηλώνουν πολλοί, ακόμη και εκείνοι που (όπως το ΠΑΣΟΚ στη χώρα μας) υπηρετούν συνειδητά και απροκάλυπτα το σύστημα. Ο βασικός διαχωρισμός, ωστόσο, που χαρακτήρισε ιστορικά την ύπαρξη των δύο κατευθύνσεων (γραμμών) ήταν ανάμεσα σ’ εκείνους που προσέβλεπαν στη μετεξέλιξη του συστήματος (μέσα από μεταρρυθμίσεις κ.λπ.) και σ’ αυτούς που θεωρούσαν πως μόνο μέσα από την επαναστατική ανατροπή του μπορούμε να περάσουμε σε μια άλλη κοινωνία. Αλλά ακόμη και ανάμεσα σ’ αυτούς που προσέβλεπαν και προσβλέπουν (ή έτσι δηλώνουν) σ’ αυτή την ανατροπή υπήρχαν πάντα και συνεχίζουν να υπάρχουν μεγάλες διαφορές. Στις συγκεκριμένες μάλιστα σημερινές συνθήκες οι διαφορές έχουν γίνει μεγαλύτερες, καθώς στα «παλιά» έχουν προστεθεί νέα και σύνθετα προβλήματα. Προβλήματα που συνδέονται με την παλινόρθωση, με την ήττα του κινήματος. Προβλήματα που δεν θα απαντηθούν από την μια στιγμή στην άλλη αλλά σε μια πορεία αντιπαραθέσεων, ανταλλαγής απόψεων και κυρίως δοκιμασίας τους στο πεδίο της ταξικής πάλης. Σε μια πορεία που δεν θα αποτελεί παρά μια διαδικασία ανασύστασης, ανασυγκρότησης του εργατικού, επαναστατικού, κομμουνιστικού κινήματος, μέσα στην πάλη και στη βάση των απαιτήσεων της εποχής μας. 

Η σημερινή γραμμή διαχωρισμού 

Το ότι οι δύο γραμμές και σε αναφορά με τα ζητήματα προοπτικής του κινήματος δεν μπορούν σήμερα -αντικειμενικά- να είναι και τόσο ευδιάκριτες, δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν. Υπάρχουν και εκφράζονται τόσο σε αναφορά με τις απόψεις που διατυπώνονται γι’ αυτά καθαυτά τα ζητήματα όσο και με τις αντιλήψεις με τις οποίες εκφράζονται στα άμεσα προβλήματα που θέτει η ταξική πάλη και που δεν αποτελούν παρά τη συγκεκριμένη έκφραση των συνολικών απόψεων. Ταυτόχρονα, οι απαντήσεις που δίνονται σ’ αυτά τα άμεσα προβλήματα διαμορφώνουν τους όρους πάνω στους οποίους οικοδομείται η τέτοια ή αλλιώτικη προοπτική του κινήματος. Με αυτούς τους όρους το ζήτημα της όλο και πιο ολοκληρωμένης διάκρισης των δύο γραμμών θα απαντιέται ενόσω αναπτύσσεται η αντιπαράθεση σ’ αυτά τα ζητήματα και κυρίως όσο -σε μια πορεία- θα συνδέονται όλο και πιο συγκεκριμένα με τα άμεσα προβλήματα του κινήματος και της ταξικής πάλης. 

Σ’ αυτή τη βάση αποκτά καίρια σημασία ο προσδιορισμός της βασικής διαχωριστικής γραμμής (των δύο γραμμών) στις σημερινές συνθήκες. Με βάση τα αντικειμενικά και υποκειμενικά δεδομένα και τις απαιτήσεις της πάλης είναι αυτή που διαχωρίζει την κατεύθυνση συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων και σε βάση αντιπαράθεσης με το σύστημα και την πολιτική του από εκείνες που αναζητούν την διέξοδο στο πεδίο και με τους όρους του συστήματος. Θεωρώ ότι η κατανόηση της αναγκαιότητας συγκρότησης δεν έχει ανάγκη ούτε από πολλά και «σπουδαία» επιχειρήματα αλλά ούτε και απαιτεί την άμεση και «υποχρεωτική» συμφωνία στα ανοιχτά θεωρητικά και ιδεολογικά ζητήματα. Η αντιμετώπιση της πολιτικής και των δυνάμεων του συστήματος (που όλοι γνωρίζουμε πόσο συγκροτημένες και ισχυρές είναι) δεν μπορεί να γίνει χωρίς τη συγκρότηση των λαϊκών δυνάμεων και στο επίπεδο που να μπορούν να αντιπαρατεθούν αποτελεσματικά με αυτές και σε μια πορεία να αναμετρηθούν συνολικά και νικηφόρα. Όσο απλό κι αν φαίνεται αυτό στη διατύπωσή του, άλλο τόσο δύσκολο φαίνεται να μπορεί να γίνει «κατανοητό» από δυνάμεις που προσβλέπουν σε άλλου τύπου «λύσεις». Στην πραγματικότητα, βέβαια, δεν πρόκειται για πρόβλημα κατανόησης αλλά αποδοχής ή όχι της άποψης ότι οι λύσεις στα προβλήματα του λαού δεν μπορούν να υπάρξουν παρά μόνο στη βάση της αποτελεσματικής αντιπαράθεσης με τις δυνάμεις του συστήματος. Και αν υποθέσουμε ότι για κάποιους είναι πράγματι ζήτημα κατανόησης και όχι πολιτικής επιλογής, αυτό που έχουν να κάνουν είναι να επανεξετάσουν τη στάση τους και τις επιλογές τους. 

Για τη συγκρότηση των λαϊκών δυνάμεων 

Είναι χρήσιμο εδώ να γίνει μια αναφορά σχετικά με το πώς γίνεται αντιληπτό το ζήτημα αυτής της συγκρότησης, στη βάση ποιων χαρακτηριστικών εννοιών και περιεχομένου. Θα μπορούσε, ίσως, να γίνει αναφορά στην οργάνωση των λαϊκών μαζών σε διάφορες μορφές και επίπεδα, από το πιο πρωτογενές και στοιχειώδες μέχρι το συνδικαλιστικό και το ανώτερο -πολιτικό- επίπεδο. Το να αρκεστεί, ωστόσο, κανείς στην παράθεση των μορφών που μπορεί να πάρει αυτή η συγκρότηση (σ’ όλη τους έστω την ποικιλία, πολυμορφία και έκταση) δεν είναι αρκετό. Ακόμη περισσότερο, μπορεί να αποτελέσει τη βάση λαθεμένης, μηχανιστικής ή και στρεβλής αντιμετώπισης του ζητήματος. 

Χρειάζεται να ειδωθούν τα ουσιαστικά στοιχεία αυτής της συγκρότησης, αυτά που της προσδίδουν την «οργανική ουσία» που δίνει υπόσταση και δυναμισμό σ’ αυτές τις μορφές. Την ανάπτυξη της εμπιστοσύνης στη συλλογικότητα. Την οργάνωση. Την αναγκαιότητα και την αποτελεσματικότητα των διεκδικητικών αγώνων. Την πολιτικοποίηση αυτών των αγώνων. Συνακόλουθα, την αναγκαιότητα οργάνωσης στο πολιτικό πεδίο. Την ανάκτηση της εμπιστοσύνης στις δυνάμεις του, στην προοπτική του κινήματος, τη δυνατότητα περάσματος σε μια κοινωνία που θα ανταποκρίνεται στις προσδοκίες των λαϊκών μαζών. Όλα εκείνα τα στοιχεία που αναπτύσσουν τη «θέληση» του κόσμου να αναλάβει την υπόθεσή του στα δικά του χέρια. Τη συσσωμάτωσή τους σε «υλική» (ιδεολογική πολιτική) δύναμη που καθημερινά και μέσα από τους αγώνες που θα αναπτύσσει θα πιστοποιεί ότι οι επιδιώξεις του είναι εφικτές. 

Και πάλι, ωστόσο, θα ήμασταν ελλιπείς αν δεν βλέπαμε ότι το ζήτημα, έτσι όπως τίθεται στις μέρες μας, έχει και μια σοβαρή ιστορική διάσταση. Καθοριστική σημασία έχει η κατανόηση του ότι στο δεύτερο μισό του 20ου αιώνα είχαμε μια πορεία αποσυγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων σε όλα τα πεδία, μορφές και εκφράσεις αυτής της συγκρότησης. Μια αποσυγκρότηση που αποσάρθρωσε τα μέτωπα πάλης των λαών και που συναρτήθηκε άμεσα με την οπισθοχώρηση, την ήττα του εργατικού, επαναστατικού, κομμουνιστικού κινήματος και την παλινόρθωση. Μια πορεία που δεν μπόρεσαν να αναστρέψουν οι επαναστατικές εξάρσεις αυτής της περιόδου (Κούβα, Βιετνάμ, ΜΠΠΕ κ.ά.). 

Να κατανοηθεί ότι το επίπεδο συγκρότησης που είχε κατακτηθεί μέχρι τότε δεν είχε προκύψει τυχαία αλλά ως αποτέλεσμα μιας ολάκερης πορείας αγώνων και συγκλονιστικών γεγονότων (όπως η Οκτωβριανή Επανάσταση και η οικοδόμηση του σοσιαλισμού). Μια πορεία που οι αφετηρίες της μπορούν να αναζητηθούν ακόμη πιο πίσω, στο 19ο αιώνα, στις επαναστάσεις του 1848, στην Κομμούνα, στο Σικάγο. Είναι αναγκαίο, συνεπώς, να κατανοηθεί ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με τα συγκεκριμένα αποτελέσματα αυτής της πορείας αποσυγκρότησης και τα δεδομένα που έχει διαμορφώσει. Την αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης, κορμού ισχύος της ταξικής πάλης. Την αποσύνθεση του κομμουνιστικού κινήματος. Τη διάλυση του συνδικαλιστικού κινήματος και την υποκατάστασή του από «συνδικαλιστικά» ελεγχόμενα από το σύστημα εκτρώματα. Την απογοήτευση των λαϊκών μαζών, τον κλονισμό της εμπιστοσύνης τους στην αποτελεσματικότητα της πάλης και της προοπτικής του κινήματος. 

Με βάση όλα αυτά είναι που αναδεικνύεται σε βασική κατεύθυνση η ανασύσταση, ανασυγκρότηση του εργατικού, επαναστατικού, κομμουνιστικού κινήματος. 

Οι δρόμοι της απάντησης 

Απέναντι σε μια τέτοια κατάσταση μπορεί κανείς να απογοητευτεί και να σηκώσει τα χέρια. Μπορεί μπροστά στις υπαρκτές και μεγάλες δυσκολίες μιας τέτοιας κατεύθυνσης να αναζητήσει «διεξόδους» στα πλαίσια και με τους όρους του συστήματος, που δεν αποτελεί παρά την άλλη όψη της παραίτησης. Μπορεί όμως και να αναζητήσει τους δρόμους και τους τρόπους ανατροπής αυτής της κατάστασης και να αγωνιστεί γι’ αυτό. 

Σε ορισμένους (σε πολλούς στις μέρες μας) μια τέτοια κατεύθυνση φαντάζει ανεδαφική και ουτοπική. Είναι οι ίδιοι που προσπερνάνε εν πλήρη αφασία το ζήτημα του πού έχει οδηγήσει η δική τους (επί δεκαετίες) «ρεαλιστική» πολιτική. 

Η ιστορία έχει κιόλας αποδείξει ότι αυτό μπορεί να γίνει. Και δεν ήταν σύμπτωση ούτε «ιδιοτροπία» της. Αν έγινε έτσι και αν μπορεί να ξαναγίνει είναι επειδή αντικειμενικά υπάρχουν οι προϋποθέσεις που το έκαναν (και το κάνουν) εφικτό. Η ζωή και η ταξική πάλη έχει τις ανάγκες της και εγείρει τις απαιτήσεις της. Σ’ αυτή τη βάση διαμορφώνει καθημερινά τους όρους, ετοιμάζει τις απαντήσεις της. Αυτή είναι μια διαρκής απαίτηση που «συναντιέται» καθημερινά με τις αστείρευτες δυνατότητες που ενυπάρχουν στα πλαίσια των λαϊκών μαζών και οι οποίες μπορούν να αναπτυχθούν, να πάρουν υλική συγκροτημένη πολιτική μορφή. Δεν υπάρχουν εδώ αυταπάτες ότι πρόκειται για μια εύκολη υπόθεση, ούτε πως μπορεί να πραγματοποιηθεί από την μια στιγμή στην άλλη. Ούτε μπορεί να προβλέψει κανείς με ποιες ταχύτητες θα τρέξει ο «πολιτικός χρόνος». Εκείνο που μπορεί να ειπωθεί και μάλιστα με βεβαιότητα είναι πως έχουμε μπει σε μια περίοδο όξυνσης όλων των αντιθέσεων στον κόσμο της ταξικής πάλης, σε όλες τις μορφές και τις εκφράσεις της. 

Σ’ αυτό το πεδίο ήδη εκδηλώνονται οι διαθέσεις και δημιουργούνται οι εστίες αντίστασης των εργαζομένων και της νεολαίας. Δημιουργούνται κινήσεις, παίρνονται πρωτοβουλίες Κοινής Δράσης από έναν κόσμο που αναζητάει δρόμους και τρόπους να δώσει υπόσταση στις διαθέσεις του. Αναπτύσσονται συνολικά οι διεργασίες και διαμορφώνονται οι πρωτογενείς όροι που δημιουργούν το ελπιδοφόρο πεδίο οικοδόμησης ενός κινήματος που θα θέλει και θα μπορεί να προωθήσει τους στόχους της λαϊκής πάλης. Βεβαίως στη φάση αυτή με τις δεδομένες συνθήκες και συσχετισμούς και ιδιαίτερα τη στάση του μεγαλύτερου μέρους των δυνάμεων της υποτίθεται Αριστεράς δεν μπορούμε να περιμένουμε άμεσα και θεαματικά αποτελέσματα. Αυτό όμως καθόλου δεν σημαίνει ότι αυτή η διαδικασία μπορεί να υποκατασταθεί από θεαματικές κινήσεις, «ενότητες» προεκλογικών σκοπιμοτήτων, συνταγές ταχύρρυθμης ανάπτυξης και «αντεπιθέσεις» του αέρος. 

«Διαφεύγοντας» μέσω των εκλογών 

Σε εντελώς αντίθεση κατεύθυνση κινείται το μεγαλύτερο μέρος των δυνάμεων που αναφέρονται στην Αριστερά. Ακριβώς επειδή δεν αναζητάει τη λύση σαν έκφραση και αποτέλεσμα της πάλης του λαού αλλά σε δρόμους συνδιαλλαγής με τις δυνάμεις του συστήματος και σε «έξυπνες» λύσεις που δεν αποτελούν παρά τη συγκαλυμμένη μορφή αυτής της συνδιαλλαγής και έκφραση των αυταπατών τους για το χαρακτήρα του συστήματος. Εκφραση αυτής της κατεύθυνσης και των αντιλήψεων που τη συγκροτούν αποτελεί η υποτίμηση, η υποβάθμιση των διεκδικήσεων που συνδέονται με τα άμεσα προβλήματα του λαού και οι οποίες μπορούν να τον ενεργοποιήσουν, να τον συσπειρώσουν, να τον αγωνιστικοποιήσουν. Η υποκατάστασή τους από «διεκδικήσεις» που τον αποπροσανατολίζουν, τον αδρανοποιούν καθώς, παρά το φανταχτερό και «μαχητικό», ορισμένες φορές, περιτύλιγμά τους, απευθύνονται στην ουσία στις διαθέσεις των δυνάμεων του συστήματος. Η υποτίμηση της αναγκαιότητας αντίστασης, η υπονόμευση των δυνατοτήτων Κοινής Δράσης, παρά τις υποκριτικές περί του αντιθέτου διακηρύξεις. Οι «συνολικές» προτάσεις και προγράμματα σε σειρά τομέων που δεν έχουν κανένα πραγματικό αντίκρισμα στο πεδίο της λαϊκής πάλης. Οι προτάσεις διακυβέρνησης που με βάση τα πραγματικά δεδομένα δεν αποτελούν παρά συγκαλυμμένη μορφή (όταν δεν είναι ανοιχτή) προτάσεων συνεργασίας με αστικές πολιτικές δυνάμεις. 

Η ιεράρχηση του κοινοβουλευτικού δρόμου σαν κύριου άξονα προώθησης της πολιτικής τους, στην οποία υποτάσσουν τις απαιτήσεις που θέτει η ταξική πάλη. 

Οπως έγινε με την ολοκληρωτική αγνόηση του τεράστιου ζητήματος της προώθησης των ελαστικών σχέσεων εργασίας όπου, σε αποθέωση της ανοησίας τους, κάποιοι ονειρεύονταν 30ωρα και «λιγότερη δουλειά, δουλειά για όλους». 

Οπως έγινε με το σαμποτάρισμα του μεγαλειώδους αγώνα των φοιτητικών καταλήψεων με τη μετάθεση της «λύσης» στις επόμενες εκλογές. 

Οπως έγινε με την υποτονική αντιμετώπιση του ασφαλιστικού και την παραπομπή στο «δημοψήφισμα». 

Οπως εκφράστηκε με το σύνθημα «να πέσει η κυβέρνηση», στο οποίο συνόψισαν κάποιοι το νόημα του Δεκέμβρη του 2008. (Φανταστείτε να εξαρτιόταν απ’ αυτό η άνοδος του Γ. Παπανδρέου στην εξουσία!). 

Οπως γίνεται και σήμερα όπου, παρά τις δυνατότητες που έδειξε η 5η Μάη, όλοι τους στο μόνο που προσβλέπουν είναι η νέα «μάχη των μαχών», αυτή των περιφερειακών εκλογών. (Και αν η στάση τους απέναντι στις βουλευτικές εκλογές εκφράζει το δράμα της Αριστεράς, εδώ μάλλον θα πρέπει να μιλήσουμε για φάρσα). 

Σ’ αυτή την κατεύθυνση δεν κινείται μόνον η Δημοκρατική Αριστερά του Κουβέλη, που άλλωστε διακηρύσσει ανοιχτά τις επιδιώξεις της. Είναι ο ΣΥΝ του Τσίπρα που προσπαθεί να ισορροπήσει ανάμεσα στον Κουβέλη και στον Αλαβάνο. Είναι η γραμμή της «ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών με κινηματική στήριξη» που γεφυρώνει τους προηγούμενους με τις συνιστώσες του ΣΥΡΙΖΑ. Μια γραμμή που θέλει το κίνημα υπηρέτη των κοινοβουλευτικών επιδιώξεων. Είναι η ανάδειξη των κάθε φορά (και κάθε λογής) εκλογών από την ηγεσία του ΚΚΕ σε κορύφωση της ταξικής πάλης και «εφαλτήριο αντεπίθεσης». Αυτή που δείχνει ποιον προορισμό έχουν και σε ποια λογική υπάγονται οι περιχαρακωμένες κινητοποιήσεις «παραδειγματικού» -στην ουσία- χαρακτήρα. Είναι, ακόμη, η ως δια μαγείας εξαφάνιση των «αδιαπραγμάτευτων» ιδεολογικών και πολιτικών διαφορών όταν πρόκειται για εκλογικό σχήμα. Ακριβώς αυτών των ίδιων «διαφορών» που προβάλλουν σαν ανυπέρβλητο εμπόδιο, όταν πρόκειται ακόμη και για τα πιο απλά ζητήματα Κοινής Δράσης. 

Ναι μεν αλλά 

Ιδιαίτερη περίπτωση και σε διαφορετική τροχιά δείχνουν να κινούνται ορισμένες τάσεις που διαμορφώνονται σε χώρους της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς καθώς βέβαια και εκείνες του αντιεξουσιαστικού, αναρχικού χώρου. Αναγκαία είναι μια σύντομη αναφορά, έστω με τον κίνδυνο να αδικηθούν κάποιες απόψεις. 

Ως προς τις πρώτες, ιδιαίτερη σημασία έχουν η εναντίωση στον κυβερνητισμό, η αντίθεση στη συμμετοχή στις καλλικράτειες «εκλογές». Η υποστήριξη της ενεργού συμμετοχής στους αγώνες των εργαζομένων και της νεολαίας. Ο προσανατολισμός στην οργάνωση «από τα κάτω», χωρίς εξαρτήσεις και συναλλαγές με τις δυνάμεις του συστήματος, είναι σε βάση εναντίωσης στο σύστημα και την πολιτική του. Μέχρις εδώ καλά. Διαφορετικά μπαίνει το ζήτημα όταν στο δια ταύτα προσανατολίζονται στη δημιουργία «αντιθεσμών» (κατά το παράδειγμα της Αργεντινής κ.λπ.) που θα αντιπαρατίθενται και σε μια πορεία θα υποκαθιστούν αυτούς του συστήματος. Ως προς αυτό μια και μόνο παρατήρηση για την ώρα. Μια έκφραση των αυταπατών για το χαρακτήρα της κοινωνίας που ζούμε είναι το να περιμένει κανείς λύσεις από τις δυνάμεις (ή με τη συνδρομή τους) του συστήματος. Από την άλλη, το να θεωρείται ότι μπορεί να δημιουργηθούν «νησίδες» οικονομικού κοινωνικού (για κάποιους έως και …κομμουνιστικού) χαρακτήρα και περιεχομένου εντός του συστήματος, αυτή είναι η άλλη όψη αυτών των αυταπατών. 

Ανάλογες αυταπάτες (στις δικές τους παραλλαγές) καλλιεργούνται στον αντιεξουσιαστικό, αναρχικό χώρο. Ως προς αυτό και από άποψη ουσίας δεν χρειάζεται να προστεθεί τίποτε στα προηγούμενα. Το μάλλον πιο σημαντικό ωστόσο στην περίπτωσή τους αφορά την υποτίμηση (σε επίπεδα έως και περιφρόνησης) των λαϊκών μαζών και των προβλημάτων που τις απασχολούν. Αυτό τους οδηγεί στη διαμόρφωση ενός «κόσμου» περίκλειστου, «δικού τους», που χωράει μόνον όσους αποδέχονται τη δική τους αντίληψη πραγμάτων. Αυτό είναι που καθορίζει και το ποια πραγματική υπόσταση μπορεί να έχουν εκείνα τα περί αυτοοργάνωσης, ελεύθερης συμμετοχής από τα κάτω χωρίς μηχανισμούς, κόμματα, καθοδηγητές κ.λπ. Αλήθεια, πόσο «ελεύθερη» μπορεί να είναι η συμμετοχή σε χώρους που δεν «αντέχουν» τη διαφορετική άποψη; Και με μια τέτοια λογική αυτή η αυτοοργάνωση πώς εννοείται; Να αυτοοργανωθεί ένας κόσμος ή να τον «αυτοοργανώσουν» κάποιοι; (Προς Θεού, όχι ως... «καθοδηγητές»). Συνολικά μια τέτοια αντίληψη πραγμάτων είναι αντιεξουσιαστική ή μήπως ακραιφνώς εξουσιαστική; 

«Αποφεύγοντας» την πραγματικότητα 

Το ερώτημα που αναδεικνύεται με όλα αυτά είναι γιατί οι δυνάμεις της Αριστεράς συνεχίζουν να κινούνται σε μια κατεύθυνση παρότι η πραγματικότητα βοά ότι είναι αδιέξοδη; Γιατί συνεχίζουν να προωθούν την ίδια καιροσκοπική πολιτική παρά και ενάντια στις απαιτήσεις που θέτει η ταξική πάλη; 

Μια πρώτη απάντηση μπορεί να αναζητηθεί στον τρόπο που βλέπουν τον κόσμο, στο τι είδους αυταπάτες είχαν και συνεχίζουν να τρέφουν για το χαρακτήρα και τα περιθώρια που αφήνει το σύστημα. Δεν είναι σημερινή υπόθεση. Αυτή η σχέση πραγμάτων εμφανίζεται με τον πιο σαφή τρόπο στις αναλύσεις τους από το 1989-1991 (για να μην πάμε πιο πίσω) μέχρι σήμερα. Είναι απερίγραπτο τι απίθανες ανοησίες έχουν γραφτεί σ’ όλο αυτό το διάστημα, ενώ ιδιαίτερη σημασία έχει το πώς αντιμετωπίστηκε το ιδεολόγημα της «παγκοσμιοποίησης». Αν παίρνω σαν σημείο αναφοράς τη συγκεκριμένη περίοδο (1989-1991), είναι επειδή τότε αποκρυσταλλώθηκαν οι βασικοί συσχετισμοί και διαμορφώθηκαν οι όροι πάνω στους οποίους πάτησαν οι μετέπειτα εξελίξεις μέχρι σήμερα: Η οριστικοποίηση της νίκης του κεφαλαίου πάνω στην εργατική τάξη. Της κυριαρχίας των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων πάνω στους λαούς. Της ολοκλήρωσης της παλινόρθωσης και της επιβολής -την περίοδο εκείνη- της «Δύσης» στην «Ανατολή». Της ανάδειξης των ΗΠΑ σε μοναδική υπερδύναμη και ατμομηχανή της επίθεσης ενάντια στους λαούς. Αν αναφέρομαι στην «παγκοσμιοποίηση» είναι επειδή αυτό το ιδεολόγημα επιλέχθηκε από τις κυρίαρχες τότε δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, για να συγκαλύψει, να ωραιοποιήσει την πιο αντιδραστική εξέλιξη στον κόσμο μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό, λοιπόν, το αντιδραστικό ιδεολόγημα το κατάπιαν αμάσητο στο σύνολό τους (πλην Λακεδαιμονίων) οι δυνάμεις της Αριστεράς, το αναπαρήγαγαν σε διάφορες εκδοχές και το «εκλαΐκευσαν» με διάφορους τρόπους. Συνήργησαν, έτσι, άμεσα στην επιχείρηση αποπροσανατολισμού των λαϊκών μαζών και δημιούργησαν απερίγραπτη σύγχυση στις γραμμές του κινήματος. Ήταν μάλιστα τόσο απόλυτοι στην «αλήθεια» τους που, όταν από τη μεριά μας αντιταχτήκαμε σ’ όλες αυτές τις ανοησίες, οι απόψεις μας χαρακτηρίστηκαν σαν παλαιολιθικές, αναχρονιστικές και παρωχημένες. Ως προς το γιατί του πράγματος, θα περιοριστώ εδώ να αναφερθώ μόνο σ’ αυτό που -κατά την άποψή μου- συνόψισε και συνεχίζει να συνοψίζει την ουσία της στάσης τους. Την αποδοχή, την υποταγή σ’ αυτό που εμφανιζόταν και συνεχίζει να εμφανίζεται σαν -καπιταλιστικός- «μονόδρομος». 

Θα πρέπει εδώ να αναφερθεί ότι η κατάσταση σ’ αυτό το πεδίο (των αναλύσεων, εκτιμήσεων κ.λπ.) έχει διαφοροποιηθεί αρκετά. Η σφοδρότητα που έχει πάρει η επίθεση ενάντια στους λαούς, το γεγονός ότι το σύστημα δείχνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο τη βαρβαρότητά του δεν αφήνει πολλά περιθώρια για ανοησίες σαν αυτές που αμολάγανε παλαιότερα. Το πρόβλημα, ωστόσο, στην ουσία του παραμένει ως είχε. Ετσι έχουμε: 

Αναλύσεις που ξεκινούν επισημαίνοντας με αρκετά εύστοχο τρόπο τα πραγματικά δεδομένα της κατάστασης αλλά που, όσο «πλησιάζουν» προς το τέλος τους, αρχίζουν να διαφοροποιούνται και να «στρογγυλεύουν». Δίνουν, έτσι, την αίσθηση ότι αυτοί που τις γράφουν δεν θέλουν ή «φοβούνται» τα συμπεράσματα στα οποία θα «υποχρεώνονταν» να οδηγηθούν αν συνέχιζαν με τον ίδιο τρόπο. Από την άλλη μεριά, έχουμε αναλύσεις που προχωρούν παραπέρα, που φτάνουν σε συμπεράσματα που σε ορισμένες περιπτώσεις θέτουν έως και ζήτημα ανατροπής του συστήματος. Αφού, λοιπόν, εξοφλήσουν τα καθήκοντά τους σ’ αυτό το πεδίο, «επιστρέφουν» μέσω αυτής της «επαναστατικής» αερογέφυρας σε πολιτικές γραμμές που, όπως έχει αναφερθεί προηγουμένως, μόνο επαναστατικές δεν είναι. 

Ιδιόμορφη στο πεδίο αυτό είναι η περίπτωση του ΚΚΕ. Όχι ότι δεν έκανε κι αυτό τη δική του διαδρομή σε εκτιμήσεις σαν αυτές που αναφέρθηκαν προηγουμένως. (Σ’ αυτή τη βάση, το να κοπανάει κάθε τόσο η κα Παπαρήγα τα περί επαλήθευσης της γραμμής και των εκτιμήσεών τους είναι απλώς αστείο). Εδώ κι ένα διάστημα, πάντως, οι επιτελείς του ΚΚΕ δείχνουν να αντιλαμβάνονται λίγο πολύ την πραγματική κατάσταση στον κόσμο και ότι οι σημερινοί συσχετισμοί δεν αφήνουν περιθώρια για κινήσεις που βρίσκονταν μέσα στη λογική τους παλαιότερα. Έτσι, παρότι και αυτοί συμμετέχουν (με τον τρόπο τους) στο χορό των προτάσεων σε διάφορα πεδία, αποφεύγουν ωστόσο να εμπλακούν στα τεκταινόμενα στο κεντρικό πολιτικό παιχνίδι επιλέγοντας μια στάση αυτοσυντήρησης και αναμονής ευνοϊκότερων συνθηκών. Το κύριο -και κρίσιμο- πρόβλημα στην περίπτωσή τους είναι ότι αυτή τη στάση αυτοσυντήρησης και αναμονής την επιλέγουν και σε σχέση με τις ανάγκες του κινήματος και τις απαιτήσεις της ταξικής πάλης. (Αυτή άλλωστε η αρνητική στάση απέναντι στις απαιτήσεις της ταξικής πάλης αποτελεί και τον κοινό παρονομαστή της πολιτικής του μεγαλύτερου μέρους της Αριστεράς στη χώρα μας). 

Με αυτούς τους όρους, το «ευτύχημα» για την ηγεσία του ΚΚΕ είναι το ότι κάθε τόσο έχουμε πάσης φύσεως εκλογές τις οποίες μπορεί να ανάγει σε επίκεντρο της... «ταξικής πάλης». Το δυστύχημα για την ίδια είναι ότι καθώς αυτή η ταξική πάλη θα οξύνεται ολοένα και περισσότερο, θα αφήνει όλο και μικρότερα περιθώρια για τέτοιου είδους τερτίπια. 

Ο κόσμος των ψευδαισθήσεων 

Είναι σαφές ότι οι αυταπάτες που είχαν χαρακτηρίσει τις τοποθετήσεις όλων αυτών για την κατάσταση στον κόσμο δεν τους έχουν εγκαταλείψει και δεν τις έχουν εγκαταλείψει. Παρά τις διαφοροποιήσεις στις εκτιμήσεις τους, η πολιτική γραμμή στη βάση της οποίας κινούνται οι δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά εξακολουθεί να αντιστοιχεί στις εκτιμήσεις τους μιας άλλης περιόδου. Και αυτό παρά το γεγονός ότι το σύστημα έχει δείξει με τον πιο ολοκάθαρο τρόπο πως όχι μόνο δεν διατίθεται για κανενός είδους παραχωρήσεις αλλά η πολιτική του χαρακτηρίζεται από την όλο και μεγαλύτερη επιθετικότητα ενάντια στις λαϊκές μάζες. Παρ' όλα αυτά, οι δυνάμεις της Αριστεράς (οι περισσότερες) δίνουν την αίσθηση ότι λειτουργούν πολιτικά σαν να βρίσκονται σε μιαν άλλη περίοδο, σαν να «θέλουν» να βρίσκονται σ’ αυτή την άλλη περίοδο και να αγκιστρώνονται απεγνωσμένα σ’ αυτήν την ψευδαίσθηση. 

Η εξήγηση του φαινομένου πρέπει να πάρει υπόψη της δύο βασικά δεδομένα, που άλλωστε υφίστανται σε σχέση συνάρτησης μεταξύ τους: Το ένα αφορά το πώς αυτές οι δυνάμεις διαμορφώθηκαν ιδεολογικά, πολιτικά επί δεκαετίες τώρα. Το ότι έχουν διαποτιστεί με αντιλήψεις, απόψεις, νοοτροπίες και λογικές που ούτε θέλουν ούτε μπορούν να τις αποτινάξουν. Το δεύτερο αφορά τα μικροαστικά κατά βάση χαρακτηριστικά αυτών των σχηματισμών, που άλλωστε πάνω σ’ αυτά βρήκαν έδαφος, καρπίσανε και συνεχίζουν να αναπαράγονται αυτές οι αντιλήψεις. Είναι έκφραση της -καταπώς λέγεται- μικροαστικής αδημονίας; Νομίζω ότι πρέπει να πάμε κάπως παραπέρα απ’ ό,τι ο όρος σημαίνει. 

Η πολιτική γραμμή που επιλέγει κανείς είναι, πέραν όλων των άλλων, και έκφραση του «είναι» του. Αυτού που είναι, που θέλει να είναι, που θέλει να συνεχίσει να είναι. Η υιοθέτηση μιας άλλης πολιτικής γραμμής (λαϊκής επαναστατικής) δεν είναι απλώς μια άλλη πολιτική επιλογή στην οποία οδηγούνται κάποιοι απλά και μόνο στη βάση της εκτίμησης των πολιτικών δεδομένων. Σημαίνει ταυτόχρονα την απάρνηση του «είναι» τους, του κόσμου τους, της θέσης που έχουν (είχαν) και θέλουν να συνεχίσουν να έχουν σ’ αυτόν τον κόσμο. Τους είναι από δύσκολο έως αδύνατο να αποδεχτούν ότι ο κόσμος αυτός έχει τελειώσει. Ότι η περίοδος που το σύστημα (με βάση άλλες συνθήκες και συσχετισμούς) ανέθετε ρόλους και σ’ αυτούς έχει παρέλθει. Δεν είναι ότι δεν μπορούν να δουν καθόλου αυτές τις ανατροπές. Είναι ότι δεν μπορούν ν’ αλλάξουν. Γαντζώνονται, λοιπόν, απεγνωσμένα σ’ αυτόν τον κόσμο που δεν υπάρχει παρά μόνο στις επιθυμίες τους, αδυνατώντας όχι να κατανοήσουν αλλά να αποδεχτούν ότι η θέση τους στον κόσμο θα προσδιοριστεί με βάση τα νέα δεδομένα. Αυτή θα καθοριστεί είτε στη βάση της συμμόρφωσής τους στους όρους του συστήματος και σε όποιους ρόλους τους αναθέσει σ’ αυτή τη βάση πλέον (όλο και κάτι θα βρεθεί και γι’ αυτούς) είτε στη βάση της πραγματικής και ολοκληρωτικής συμπαράταξής τους με το λαό και την πάλη του. Οσο λοιπόν -και όσοι- δεν αποφασίζουν να κινηθούν στην τροχιά της δεύτερης επιλογής, τόσο θα υποτάσσονται μοιραία στην πρώτη. Οσο συνεχίζουν με αυτόν τον τρόπο τόσο θα μετατρέπονται σε αδρανές άχρηστο σώμα. 

Οι δύο γραμμές απέναντι στον Καλλικράτη 

Οι δύο γραμμές στο κίνημα εκφράζονται και με τον πιο καθαρό τρόπο απέναντι στις «εκλογές» του Καλλικράτη. Για το τι είναι και τι σημαίνει ο Καλλικράτης αναφέρεται σε άλλες στήλες αυτής της εφημερίδας. Εδώ δύο πράγματα: Πρώτον ότι δεν πρόκειται για σχέδιο Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Όχι αναδιοργάνωσής της, όπως λέγεται, αλλά κατάργησης και των τελευταίων αυτοδιοικητικών ψηγμάτων που είχαν διασωθεί μέχρι σήμερα. Αναδιαμόρφωσης του κρατικού μηχανισμού που με «αυτοδιοικητικό» ένδυμα θα προωθεί την πολιτική του συστήματος στην περιφέρεια. Δεύτερον, στις συγκεκριμένες σημερινές συνθήκες περιορίζεται να αποτελέσει όργανο της επίθεσης του συστήματος ενάντια στο λαό και στο σύνολο των δικαιωμάτων του. 

Από την άποψη αυτή η συμμετοχή σ’ αυτές τις «εκλογές» όχι μόνο δεν έχει κανένα νόημα αλλά το μόνο που μπορεί να πάρει είναι το νόημα της νομιμοποίησης της πολιτικής του συστήματος, των επιλογών του και των μηχανισμών που στήνει για να προωθήσει αυτή την πολιτική. Εκείνο μάλιστα που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι η πρεμούρα με την οποία οι δυνάμεις της Αριστεράς συμμετέχουν σ’ αυτές τις «εκλογές» και η σημασία που προσδίδουν σ’ αυτές συνδέεται και εκφράζει την πολιτική συμμόρφωσης, προσαρμογής και αποδοχής των όρων του συστήματος. Προωθεί τον αποπροσανατολισμό του λαού και το σύρσιμό του σε αδιέξοδες επιλογές. Ταυτόχρονα -και εδώ βρίσκεται το κρίσιμο του πράγματος-, οδηγεί στην αδρανοποίηση του κόσμου ως προς αυτά που αποτελούν τα πραγματικά μέτωπα πάλης και συνιστά υπονόμευση της ενεργοποίησής του και της πάλης σ’ αυτά τα μέτωπα. Από την άποψη αυτή δεν είναι απλώς μια ακόμη λαθεμένη πολιτική τους επιλογή, αλλά η προώθηση μιας κατεύθυνσης που στρέφεται ενάντια στις απαιτήσεις και τα καθήκοντα που θέτει η ταξική πάλη και σαν τέτοια οφείλεται να αντιμετωπισθεί. Στη γραμμή της συμμόρφωσης στους όρους και στις επιλογές του συστήματος και αποπροσανατολισμού των λαϊκών μαζών οφείλεται να αντιπαρατεθεί με τον πιο ξεκάθαρο και αποφασιστικό τρόπο η γραμμή της Αντίστασης και της πάλης στα ήδη ανοιχτά μέτωπά της. Αυτή η αντιπαράθεση αποτελεί βασικό όρο για την ανάδειξη και ισχυροποίηση της κατεύθυνσης συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων στα επίπεδα των απαιτήσεων που θέτει η ταξική πάλη. 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου