Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Τρίτη 15 Μαΐου 2018

ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ Κ.Ο. ΤΟΥ ΚΚΕ(μ-λ) ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ. 15 Γενάρη 2017




1. Η πρόσφατη ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και η διαδικασία «κλεισίματος» του Κυπριακού έφεραν για μια ακόμη φορά στο προσκήνιο τα λεγόμενα «εθνικά θέματα». Ζητήματα αντιθέσεων των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας και του επιπέδου «επιθετικότητας» της κάθε μίας, του ρόλου του ιμπεριαλιστικού παράγοντα και του καθεστώτος της εξάρτησης, του γενικότερου ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού και των όρων που δημιουργεί στην περιοχή, ζητήματα ασφάλειας του λαού και της χώρας και κινδύνων εμπλοκής σε περιπέτειες, και φυσικά της στάσης της αριστεράς και του λαού απέναντι στις εξελίξεις.



2. Οι διαφορές και αντιπαραθέσεις των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας έχουν οπωσδήποτε ιστορική αναφορά, μνήμες και ανεκπλήρωτες επιθυμίες και ακουμπούν τους όρους σχηματισμού των σύγχρονων κρατών της Ελλάδας και της Τουρκίας. Κυρίως όμως τροφοδοτούνται από τρέχουσες και πολιτικά δρώσες αντιθέσεις και επιδιώξεις κυριαρχίας και ζωτικού χώρου, από τις οποίες καμιά από τις δύο πλευρές δεν είναι διατεθειμένη να παραιτηθεί μόνιμα, ουσιαστικά και οικειοθελώς υπέρ της άλλης.
Κεντρική θέση σ’ αυτές τις αντιπαραθέσεις κατέχει ο έλεγχος του Αιγαίου, με τον στρατηγικό ρόλο που έχει -μαζί με τα στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων- σαν διάδρομος καθόδου από τη Μαύρη Θάλασσα προς τη Μεσόγειο. Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο εντάσσονται οι διαφορές και αμφισβητήσεις για το εύρος του εναέριου χώρου και των χωρικών υδάτων, τις γκρίζες ζώνες (νησίδες), την υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ (που εμπεριέχουν και οικονομικούς ανταγωνισμούς). Πλάι τους τα ζητήματα της Θράκης (και της εκεί μειονότητας, της καταπίεσής της αφενός και της χρησιμοποίησής της αφετέρου) και το Κυπριακό με τις ιδιαιτερότητές του. Ευρύτερα, η αναζήτηση καλύτερου ρόλου σε Βαλκάνια, Αν. Μεσόγειο, Μ. Ανατολή και πάντα στα πλαίσια και σε αναφορά με τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα.
Οι αντιθέσεις των δύο αστικών τάξεων χρωματίζονται από το καθεστώς της εξάρτησης που βαραίνει τις δύο χώρες και φορτίζονται από το πως τις χρησιμοποιούν οι ιμπεριαλιστές για να αποκομίζουν κάθε φορά μεγαλύτερα κέρδη και να διαιωνίζουν τον έλεγχό τους στην περιοχή. Αναθέτοντας (ή μη αναθέτοντας) ρόλους, χρησιμοποιώντας τα προβλήματα της κάθε χώρας, παρεμβαίνοντας υπέρ της μιας ή της άλλης πλευράς όταν ανοίγονται ζητήματα, ενισχύοντας ή υποβαθμίζοντας την πολεμική τους ισχύ με τον τρόπο που «μοιράζουν» τη στρατιωτική «βοήθεια», και φυσικά με τη χρησιμοποίηση των μηχανισμών και των ερεισμάτων που διαθέτουν μέχρι και την υποκίνηση εσωτερικών ανατροπών και ανοικτών κρίσεων (που μπορεί να μετατραπούν και σε «θερμές»), όταν τα άλλα μέτρα δεν επαρκούν για την συμμόρφωση και ευθυγράμμιση της μιας ή και των δύο αστικών τάξεων.
Αυτή η πραγματικότητα, που αρκετές πλευρές «της αριστεράς μας» θέλουν να την παραβλέπουν (στο όνομα των «ιμπεριαλιστικών» –έστω και τοπικής εμβέλειας- αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας), αποτυπώνεται σαν κόκκινη γραμμή τις σχέσεις των δύο χωρών σε όλη τη σύγχρονη ιστορία τους. Έχει φυσικά τις σχετικές διαχρονικές διαφοροποιήσεις, τις προσπάθειες επαναπροσδιορισμού, εξισορρόπησης ή και απόκτησης περισσότερων βαθμών ελευθερίας (από τις αστικές τάξεις) μέσα από «ρωγμές» που μπορεί να παρουσιάζονται στο σύστημα εξάρτησης, αλλά πάντα αποτελεί τη βασική αναφορά σε κάθε λογής κινήσεις και εξελίξεις.
Τα παραπάνω συναρτώνται άμεσα και καθοριστικά από τους όρους και περιορισμούς που θέτουν οι επιλογές και οι ανταγωνισμοί των μεγάλων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων και τα πολιτικά-οικονομικά-στρατιωτικά δεδομένα που διαμορφώνουν τόσο στο διεθνές, όσο και (κυρίως) στο άμεσο περιβάλλον, τα οποία άλλωστε παίζουν σημαντικό ρόλο και για το «βάρος» που έχει η κάθε χώρα για τον ιμπεριαλισμό.
Έχουμε δηλαδή ένα σύνολο παραγόντων που τροφοδοτούν συνεχείς εντάσεις και κινδύνους, ακόμη και πολεμικής αναμέτρησης ανάμεσα στις δύο χώρες, που δεν θα αρθούν παρά μόνο κάτω και μέσα από την πάλη των δύο λαών έως την αποτίναξη του καθεστώτος της εξάρτησης και εκμετάλλευσης.
3. Τα πρώτα τριάντα «ήρεμα» χρόνια μετά τη Συνθήκη της Λωζάννης και παρά την ταυτόχρονη ένταξη των δύο χωρών το 1952 στον ίδιο συνασπισμό (ΝΑΤΟ), ακολουθήθηκαν από τα χρόνια των περιοδικών εντάσεων.
- Το Κυπριακό, που ήρθε στο προσκήνιο τις πρώτες δεκαετίες του προηγούμενου αιώνα σαν αγώνας του κυπριακού λαού για εθνική ανεξαρτησία, μετατρέπεται από τις αρχές της δεκαετίας του 1950 σε ελληνοτουρκική αντιπαράθεση, οδηγώντας τις δύο χώρες τρεις φορές (1964, 1967 και 1974) στα πρόθυρα της πολεμικής εμπλοκής. Μια αντιπαράθεση που πυροδοτείται και καναλιζάρεται από τη Μ. Βρετανία στην αρχή και τις ΗΠΑ στη συνέχεια, με σημεία-κλειδιά τις συμφωνίες της Ζυρίχης και του Λονδίνου, τα σχέδια Άτσεσον, το πραξικόπημα του Ιωαννίδη και την εισβολή της Τουρκίας, το σχέδιο Ανάν και τη σύγχρονη επανέκδοσή του. Μια αντιπαράθεση που αναπτύσσεται και προσδιορίζεται με άμεσο και κυριαρχικό τρόπο από τις επιδιώξεις των ιμπεριαλιστών να κρατήσουν το νησί κάτω από τη δικιά τους επικυριαρχία.
- Η στρατιωτική επέμβαση της Τουρκίας στην Κύπρο το 1974 και η κατοχή του 40% του νησιού, ύστερα από την προσπάθεια της ελληνικής αστικής τάξης να πετύχει μεγαλύτερο έλεγχο και ρόλο μέσω του πραξικοπήματος και της ανατροπής του Μακαρίου, σηματοδοτεί μια σημαντική ήττα του ελληνικού αστισμού. Δίνεται έτσι η δυνατότητα στην Τουρκία να ανοίξει με άμεσο τρόπο ζητήματα κυριαρχίας στο Αιγαίο (και εμμέσως στη Θράκη). Εξελίξεις που επίσης φέρνουν τη σφραγίδα των ιμπεριαλιστών, που άλλοτε υποδαύλιζαν την αντιπαράθεση (το 1974 τόσο η ελληνική όσο και τουρκική επιθετικότητα είχαν την έγκριση των ΗΠΑ), και άλλοτε λειτουργούσαν σαν πυροσβέστες (το 1987 με το Σισμίκ και το 1996 με τα Ίμια), για να προσανατολίσουν τις δύο αστικές τάξεις στις δικιές τους επιλογές και ανάγκες.
- Αυτές οι ανάγκες (επεμβάσεις σε Αφγανιστάν και Ιράκ, περίσφιξη-απώθηση Ρωσίας) οδήγησαν μετά την κρίση των Ιμίων σε μια «ευρεία συνεννόηση» των δύο χωρών κάτω από την πακέτα των ΗΠΑ-ΕΕ, με συνέπεια τις συμφωνίες της Μαδρίτης του 1997 και του Ελσίνκι του 1999 που κατοχύρωσαν το γκριζάρισμα του Αιγαίου και την ανατροπή της «σκληρής» γραμμής που μέχρι τότε κρατούσε η ελληνική αστική τάξη απέναντι στην Τουρκία. Το περίφημο «ενιαίο αμυντικό δόγμα» με την Κύπρο, την αρνητική στάση στην ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ, την υποστήριξη στο κουρδικό κίνημα. Σαν ανταλλάγματα για την ελληνική αστική τάξη δόθηκε η «παράτυπη» ένταξη της Ελλάδας στην ΟΝΕ στην αρχή και της Κύπρου σε ΕΕ-ΟΝΕ στη συνέχεια.
- Η παρόξυνση του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού που εκδηλώνεται στο πύρινο τρίγωνο «Ουκρανία-Β. Αφρική-Μ. Ανατολή», στο οποίο εντάσσονται η Ελλάδα και η Τουρκία και κυρίως οι δραματικές εξελίξεις στη Συρία και τη Μέση Ανατολή, όπου άμεσα ή έμμεσα εμπλέκονται η Τουρκία και η Ελλάδα, θέτουν σε νέα βάση τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και αντιθέσεις. Παράγουν νέα ένταση με αποκορύφωμα τις εμπρηστικές δηλώσεις, τους αναθεωρητισμούς και το επαναγκριζάρισμα του Αιγαίου των τελευταίων μηνών. Επιπρόσθετος παράγοντας το νέο διχοτομικό σχέδιο για την Κύπρου, που επαναφέρει το ζήτημα της επιρροής και του ρόλου των δύο αστικών τάξεων.
4. Βαθειά εξαρτημένη και υποτελής η αστική τάξη της Ελλάδας, με την εξάρτηση να αποτελεί ένα εσωτερικό – δομικό στοιχείο της ύπαρξής της, έβλεπε πάντα την κατοχύρωση της θέσης, του ρόλου και της κυριαρχίας της μέσα από την ένταξη της χώρας στους ιμπεριαλιστικούς συνασπισμούς (ΝΑΤΟ, ΕΕ) και πάντα σε αναφορά με τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Αυτό ισχύει τόσο για τον εσωτερικό εχθρό (το λαό και την εργατική τάξη), όσο και για τον εξωτερικό, όπου στην πιο υψηλή θέση κατατάσσεται η Τουρκία. Από το 1931, όταν ο Βενιζέλος έδιωχνε την αντιπροσωπεία των εξεγερμένων -ενάντια στη Βρετανική αποικιοκρατία- Κυπρίων, μέχρι τα «παράπονα» του δικτάτορα Ιωαννίδη το 1974 ότι εξαπατήθηκε από τις ΗΠΑ. Και από την «απαίτηση» του Α. Παπανδρέου να προστατέψει το ΝΑΤΟ τα σύνορα της Ελλάδας στην κρίση του 1987, μέχρι το «ευχαριστώ» του Σημίτη στην κρίση των Ιμίων.
Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια «προσδιόρισε τη στρατηγική της», μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια κινήθηκαν οι όποιες προσπάθειές της να αναδείξει τα δικά της ξεχωριστά συμφέροντα, να διευρύνει τα όρια των κινήσεών της και να αναζητήσει ευνοϊκότερη θέση σε σχέση με την βασική ανταγωνίστρια αστική τάξη της Τουρκίας.
- Το 1974, όταν βρέθηκε σε σχετική ασφυξία και μειονεκτική θέση μετά τις εξελίξεις στο Κυπριακό, αναζήτησε μέσα από την ένταξη στην ΕΟΚ, όπως αναφέρει και η σχετική ανάρτηση της ιστοσελίδας του Υπουργείου Εξωτερικών, «την ενίσχυση της διαπραγματευτικής της ισχύος, ιδιαίτερα σε σχέση με την Τουρκία, η οποία εμφανιζόταν ως η μείζων απειλή για την Ελλάδα μετά την εισβολή και κατάληψη μέρους της Κύπρου….. και τη χαλάρωση της έντονης εξάρτησης που είχε αναπτύξει μεταπολεμικά από τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής (ΗΠΑ)».
- Την περίοδο των βομβαρδισμών και της διάλυσης της Γιουγκοσλαβίας από τους ιμπεριαλιστές, προσπάθησε να αποσπάσει ανταλλάγματα για τις βρόμικες υπηρεσίες που τους προσέφερε. Ανταλλάγματα που αναφερόταν κυρίως στην απόσπαση ρόλου εκπροσώπου της Δύσης στη ρημαγμένη αυτή περιοχή και στην ευνοϊκότερη μεταχείριση σε σχέση με την Τουρκία στην κατεύθυνση ανατροπής της ήττας του ’74. Οι ψευδαισθήσεις βέβαια γρήγορα εξανεμίστηκαν και της απέμειναν οι «Τσάμιδες» και η ονομασία της ΠΓΔΜ.
- Τη δεκαετία του 2000 και στις αρχές του 2015, με ενεργειακά ανοίγματα προς την ρώσικη πλευρά και με ελπίδες στήριξης αυτών των ανοιγμάτων από την ΕΕ, τόσο την περίοδο της κυβέρνησης Καραμανλή, αλλά και παλαιοτέρα (αγωγός Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολης), όσο και τους πρώτους μήνες της πρώτης κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Για να διαπιστώσει όμως σύντομα ότι σ’ αυτό ειδικά το επίπεδο οι ΗΠΑ δεν ανέχονται παρεκκλίσεις.
- Με την –ανεπιτυχή- προσπάθεια να εξασφαλίσει την υποστήριξη της ΕΕ στον καθορισμό των ελληνικών ΑΟΖ (σαν ΑΟΖ της ΕΕ), επιδιώκοντας να περιορίσει ή και να εξουδετερώσει τις διεκδικήσεις της Τουρκίας στο Αιγαίο.
- Προς την ίδια κατεύθυνση (αναζήτησης στηριγμάτων για την ΑΟΖ), αλλά και με ευρύτερες αναφορές στο ενεργειακό και στο στρατιωτικό επίπεδο, είναι και η προώθηση των αξόνων Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ και Ελλάδας-Κύπρου-Αιγύπτου, μόνο που σ’ αυτή την περίπτωση η παρότρυνση και έγκριση αναζητήθηκε στις ΗΠΑ.
- Προς το ίδιο ιμπεριαλιστικό κέντρο απευθύνονται και οι προτάσεις για νέα βάση στην Κάρπαθο και η επίδειξη πλήρους προθυμίας για παραχώρηση κάθε περιοχής της χώρας στο ΝΑΤΟ, των βάσεων, του εναέριου χώρου, του Αιγαίου, αναζητώντας σ’ αυτόν τον ιμπεριαλιστικό, επιθετικό μηχανισμό που κομματιάζει χώρες και σφαγιάζει λαούς, την «κατοχύρωση των συνόρων» και τη «διασφάλιση της σταθερότητας και της ειρήνης» (!!).
5. Η «νέα» φάση δοκιμασίας των ελληνοτουρκικών σχέσεων βρίσκει την ελληνική αστική τάξη μπλεγμένη στον οξύ και περίπλοκο ανταγωνισμό των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων (ΗΠΑ-ΕΕ-Ρωσίας) που εξελίσσεται στη Μ. Ανατολή και τη Συρία. Μπορεί να μην βρίσκεται μέσα στη φωτιά του πολέμου, συμμετέχει όμως στη διατήρηση και επέκτασή της (με ιδιαίτερη έκφραση τη συμμετοχή της στην ΝΑΤΟϊκή ναυτική δύναμη που εγκαταστάθηκε στο Αιγαίο για την επιτήρηση των κινήσεων της Ρώσικης πολεμικής μηχανής), και δέχεται με άμεσο και έντονο τρόπο τις επιπτώσεις της. Σημαντική επίπτωση το προσφυγικό, το οποίο αδυνατεί να διαχειριστεί και απλά ακολουθεί και υποτάσσεται στην αντιμεταναστευτική συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας και στην διελκυστίνδα των σχέσεών τους. Παράλληλα η εκ των πραγμάτων εμπλοκή της στον έντονο ανταγωνισμό των «φίλων» και «συμμάχων» της, ΕΕ και ΗΠΑ, και τα «οικονομικά» και «γεωστρατηγικά» μνημόνια που αναγκάζεται να υπογράψει (δηλαδή η περαιτέρω υποταγή στις οικονομικές, πολιτικές και στρατηγικές απαιτήσεις τους) την έχουν υποβαθμίσει αρκετά.
Για ακόμη μια φορά η γραμμή «άμυνας» της ελληνικής αστικής τάξης απέναντι στη «νέα επιθετικότητα» της Τουρκίας είναι η απεύθυνση στους ιμπεριαλιστές προστάτες. Σε όλους τους τόνους διακηρύσσει ότι τα σύνορα της Ελλάδας και ο ζωτικός της χώρος στο Αιγαίο, είναι σύνορα και ζωτικός χώρος της Ευρώπης. Ότι οι υπηρεσίες της στο ΝΑΤΟ πρέπει να ανταμειφθούν. Με χαρτί διαπραγμάτευσης τη γεωστρατηγική θέση του «οικοπέδου» της, το ρόλο της σαν σταθερού (και πειθήνιου) εταίρου και σαν «σταθεροποιητικού παράγοντα» στην ταραγμένη περιοχή, ζητάει στήριξη και προστασία. Επεκτείνει δε αυτή την ανάγκη (στήριξης) και στα ζητήματα των μνημονίων, των αξιολογήσεων, του χρέους και της δημοσιονομικής χαλάρωσης (σαν παράγοντα πολιτικής σταθερότητας και άρα σταθερού στηρίγματος για τους ιμπεριαλιστές), χωρίς να εισπράττει συνολική και κυρίως έμπρακτη κατανόηση. Η «απαίτηση» αυτή εκφράζει και ιδιαίτερες αναγκαιότητες που αφορούν στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Αναφερόμαστε στην κούρσα των πολεμικών εξοπλισμών και ανταγωνισμών των δύο αστικών τάξεων, προς μεγάλη τέρψη της αμερικάνικης (κυρίως) πολεμικής βιομηχανίας και προς δόξα της εξάρτησης των δύο χωρών, που πολύ βαριά πληρώνουν οι δύο λαοί. Παράλληλα, φαίνεται ότι προσπαθεί να εκμεταλλευτεί την «απείθαρχη» στάση της Τουρκίας και την αστάθεια που επικρατεί στο εσωτερικό της, παρουσιαζόμενη, όχι μόνο σαν τιμητής της διεθνούς (ιμπεριαλιστικής) νομιμότητας, αλλά και σαν εκφραστής οποιουδήποτε τυχοδιωκτισμού απαιτηθεί (από τα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα).
Την ίδια στιγμή ετοιμάζει το «εσωτερικό μέτωπο» στην κατεύθυνση της «εθνικής ομοψυχίας», τόσο σε επίπεδο πολιτικών κομμάτων (που ομονοούν), όσο και σε επίπεδο λαού. Ο από «ανατολάς κίνδυνος» αναδεικνύεται έντονος μέσα από την κατά κόρον προβολή της «τουρκικής επιθετικότητας» και το κλίμα στήνεται με «κοινές παραστάσεις» κυβερνητικών και φασιστών (Καστελόριζο), και την προβολή του αξιόμαχου του ελληνικού στρατού που είναι έτοιμος για κάθε ενδεχόμενο. Δημιουργείται έδαφος για πολεμοκάπηλες ιαχές (που κατακλύζουν αντίστοιχης ποιότητας και περιεχομένου σάιτς), φορτίζεται το εθνικιστικό κλίμα ενάντια στη μειονότητα της Θράκης (που εισπράττει με εύλογη αγωνία τις εξελίξεις) δίνοντας περισσότερο έδαφος και στον εθνικισμό της αντίπερα όχθης. Μπλοκάρονται συνειδήσεις και διευκολύνεται η επίθεση στα εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα και γενικά οδηγούνται τα πολιτικά πράγματα σε πιο αντιδραστική και επικίνδυνη για το λαό κατεύθυνση.
6. Η Τουρκία σαν μέλος του ΝΑΤΟ, αποτέλεσε για πολλές δεκαετίες ένα ιδιαίτερα σημαντικό προγεφύρωμα της Δύσης προς Βορά και Ανατολή. Πέρα από το μέγεθός της σαν χώρα και τον έλεγχο των στενών του Βοσπόρου και των Δαρδανελίων, το γεγονός ότι ακουμπάει το μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας και την -μεγάλης γεωστρατηγικής σημασίας- Μ. Ανατολή την καθιστούσε πάντα «προνομιακό εταίρο» των αμερικανονατοϊκών, γεγονός που εκφράστηκε και στις εξελίξεις στο Κυπριακό (εισβολή και κατοχή), αλλά και μετέπειτα.
Η δεύτερη επέμβαση των Αμερικανών στο Ιράκ και η διάλυση της χώρας, με ταυτόχρονη ενίσχυση των Κούρδων Πεσμεργκά, προκάλεσε τον πρώτο τραυματισμό στις σχέσεις των δύο χωρών. Η συνέχεια ήρθε με την επιδίωξη της τουρκικής αστικής τάξης να αναδειχθεί σε ηγετική δύναμη στο Μουσουλμανικό κόσμο μέσα από τις ευκαιρίες που θεώρησε ότι της παρέχονται κατά το ξέσπασμα της Αραβικής Άνοιξης (προσωρινή επικράτηση των Αδελφών Μουσουλμάνων στην Αίγυπτου, Σουνίτικη αντιπολίτευση στη Συρία κλπ). Οι εξελίξεις, όχι μόνο δεν τη δικαίωσαν, αντίθετα την έφεραν μπροστά στις κρίσιμες και επικίνδυνες (και γι αυτήν) καταστάσεις στη Συρία και ευρύτερα. Ενταγμένη μέσα στο κουβάρι των αντιθέσεων που αναπτύσσονται σ’ αυτή την περιοχή, η τουρκική αστική τάξη βρίσκεται μπροστά σε σοβαρούς κινδύνους, πιέζεται και προβληματίζεται από τις τρέχουσες και μελλοντικές εξελίξεις και πασχίζει να βρει διέξοδο.
Στο εσωτερικό της έχουν συντελεστεί και συντελούνται σημαντικές κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις. Η ενίσχυση του «πολιτικού Ισλάμ» και των κοινωνικών δυνάμεων που το στηρίζουν σε βάρος του «κεμαλικού κατεστημένου», ενώ στα πρώτα χρόνια της ανόδου του ΑΚΡ στην εξουσία έδειχνε ότι δίνει κάποιες διεξόδους συνολικά για την αστική τάξη της Τουρκίας (ευρωπαϊκή προοπτική συνδυασμένη με ρόλο «γέφυρας» για τη Δύση προς τον μουσουλμανικό κόσμο), στη συνέχεια και στις σημερινές συνθήκες προκαλεί αστάθειες και ανησυχίες τόσο εντός (αστική τάξη) όσο και εκτός (κυρίως ΗΠΑ). Η έτσι κι αλλιώς αβέβαιη πορεία ένταξης στην ΕΕ παρουσιάζει επιπρόσθετες δυσκολίες, τη στιγμή που αμφισβητείται η συνοχή της ίδιας της Ένωσης, ενώ και οι σχέσεις με τις ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως με τη Γερμανία βρίσκονται σε δοκιμασία, με πρόσθετο στοιχείο αντιπαράθεσης το προσφυγικό.
Το πρόσφατο αποτυχημένο πραξικόπημα, αποτέλεσμα των παραπάνω ανησυχιών, άφησε πίσω του νέες ανισορροπίες, που αντανακλώνται και στις μαζικές διώξεις και συλλήψεις, οι οποίες εκτός από τον «εχθρό λαό», απλώνονται στο στρατό, την αστυνομία, το δικαστικό σώμα, την εκπαίδευση, τα ΜΜΕ κλπ. Μόνιμη εσωτερική «πληγή» για το τούρκικο κατεστημένο, το εθνικό, δημοκρατικό κουρδικό κίνημα. Επιπρόσθετος «μπελάς» (κίνδυνος, μηνύματα, ή προβοκάτσιες), οι απανωτές βομβιστικές και δολοφονικές επιθέσεις, αποτέλεσμα της αντιδραστικής και αδιέξοδης πολιτικής του Ερντογάν και της ισλαμιστικής ρητορείας του. Βασικό πρόβλημα και παράγοντας αστάθειας και ανησυχιών, οι επιλογές των ΗΠΑ στη Μέση Ανατολή, που δεν υπολογίζουν πάντα τις ανάγκες και τις βλέψεις της Τουρκίας, αλλά και ούτε μπορούν να δώσουν «καθαρές λύσεις». Η προσπάθεια της κυβέρνησης Ερντογάν να συνδιαλλαχθεί με τη Ρωσία ως εκφραστής των αντίπαλων προς τον Άσαντ δυνάμεων (και της Δύσης), δεν αντιστοιχεί στο «μπόι» της Τουρκίας και στο μέγεθος των ζητημάτων που διακυβεύονται στην περιοχή, και βρίσκεται κάτω από την αίρεση (και την αναμονή) της πολιτικής του νέου αμερικανού προέδρου. Σε κάθε περίπτωση δεν διασκεδάζει ανησυχίες (αντίθετα προσθέτει νέες, όπως έδειξε η δολοφονία του Ρώσου πρέσβη) και την μπλέκει σε ακόμη μεγαλύτερα αδιέξοδα. Είναι προφανές ότι η τουρκική αστική τάξη βρίσκεται μπροστά στην ανάγκη επαναπροσδιορισμού των σχέσεών της με τους ιμπεριαλιστές.
Με αυτά τα δεδομένα το καθεστώς Ερντογάν επιλέγει δύο δρόμους: την προσπάθεια ισχυροποίησής του με εκκαθάριση του κρατικού μηχανισμού και την αποκατάσταση στενής συνεργασίας με το ακροδεξιό-εθνικιστικό κόμμα του Μπαχτσελί, καθώς και (απέναντι στο λαό) με την επιβολή ενός φασιστικού καθεστώτος μέσα από διώξεις και συλλήψεις και φυσικά με τη συνέχιση του πολέμου ενάντια στον κουρδικό λαό. Προς τα έξω, ανοίγει ζητήματα αμφισβήτησης των συνόρων και προς την ανατολή και προς τη δύση (το οποίο όμως έχει και την εσωτερική του χρήση στην αντιπαράθεση με τους κεμαλιστές). Μέσα στην ρευστή και γεμάτη κινδύνους κατάσταση που επικρατεί στην περιοχή είναι ένα κρίσιμο ερώτημα μέχρι που μπορεί να φτάσει αυτή η ρητορεία, η οποία προς το παρόν φαίνεται ότι ισορροπεί ανάμεσα στην προσπάθεια κατοχύρωσης κεκτημένων και δημιουργίας όρων για διεύρυνσή τους. Η καλλιέργεια βεβαίως της έντασης μπορεί ακόμη και να αυτοτροφοδοτηθεί, ή και να προσανατολιστεί σε πιο επικίνδυνες αποχρώσεις από εσωτερικούς ή εξωτερικούς παράγοντες. Σε κάθε περίπτωση, θεωρούμε ότι ο καθοριστικός παράγοντας θα είναι τόσο η συγκεκριμένη στάση των Αμερικάνων ιμπεριαλιστών, όσο και η έκβαση του ανταγωνισμού τους βασικά με τον ρώσικο ιμπεριαλισμό.
7. Αυτός ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις βασικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις βρίσκεται τα τελευταία χρόνια σε μια κατάσταση παρόξυνσης σαν έκφραση των αδιεξόδων συνολικά του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος. Της βαθειάς οικονομικής κρίσης στην οποία έχει εγκλωβιστεί και της διαδικασίας αναδιάταξης δυνάμεων στο παγκόσμιο σκηνικό. Της περιόδου μετάβασης, στην οποία βρίσκεται, όπου οι παλιές σχέσεις και οι συσχετισμοί δοκιμάζονται. Με την ατμομηχανή του συστήματος, την αμερικάνικη υπερδύναμη, να συναντά απανωτά μπλοκαρίσματα στην ολοκλήρωση των επιθετικών πρωτοβουλιών της και να αναζητά λύσεις μέσα από τις «ανορθογραφίες» τύπου Τραμπ. Με τις άλλες δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να προβληματίζονται για την εντός ή εκτός της ΕΕ πορεία τους και να αναζητούν ρόλο στη δυτική συμμαχία. Με τον Ρώσικο ιμπεριαλισμό να ξαναεμφανίζεται με αξιώσεις στο διεθνή ανταγωνισμό. Με όλες τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις πρώτης γραμμής να διαγκωνίζονται για μια καλύτερη θέση στο νέο σκηνικό που διαμορφώνεται μέσα από έναν πόλεμο «όλων εναντίων όλων» και σε όλα τα επίπεδα, οικονομικό, ενεργειακό, πολιτικό, στρατιωτικό, στρατηγικό. Μια διαδικασία που αφήνει περιθώρια κινήσεων και σε υποδεέστερες περιφερειακές δυνάμεις για να βγουν στο προσκήνιο.
Όλα αυτά αποτυπώνονται με δραματικό τρόπο στη Συρία και τη Μέση Ανατολή. Εκεί οι στρατιωτικές μηχανές των ιμπεριαλιστών (και κυρίως ΗΠΑ-Ρωσίας) βρίσκονται σε απόσταση αναπνοής. Η σχετική υποχώρηση των Αμερικανών (εν αναμονή και των επιλογών του Τραμπ), η ενίσχυση της θέσης της Ρωσίας και η έναρξη μιας ακόμη εκεχειρίας, προφανώς δημιουργεί μια νέα κατάσταση, δεν προμηνύουν όμως καμιά «λύση», ούτε προσωρινή. Η επαναχάραξη των συνόρων έχει τεθεί στην ημερήσια διάταξη από τους ιμπεριαλιστές. Ανοιχτό και δυσοίωνο το μέλλον της Συρίας και του Ιράκ, αλλά και των κουρδικών περιοχών. Ανοιχτός ό ρόλος, η θέση, τα κέρδη και οι ζημιές των περιφερειακών δυνάμεων που εμπλέκονται και πρωτίστως της Τουρκίας.
Και για να ξαναγυρίσουμε στο ζήτημα των εντάσεων ανάμεσα στις δύο αστικές τάξεις, θεωρούμε ότι όλη αυτή η κατάσταση δημιουργεί νέα δεδομένα για τις αστικές τάξεις της Τουρκίας και της Ελλάδας. Δεδομένα κινδύνων, αλλά και αναγκαιότητας αναζήτησης (και μέσα από τυχοδιωκτισμούς) διεξόδων. Δεδομένα που επηρεάζουν άμεσα τις μεταξύ τους σχέσεις και που προσδίδουν μεγαλύτερη οξύτητα στις αντιθέσεις και τους ανταγωνισμούς τους. Επιπρόσθετα στη σημερινή συγκυρία, αλλά πάντα στο ίδιο πλαίσιο, έρχεται να προσθέσει βαθμούς όξυνσης η προσπάθεια «κλεισίματος» του Κυπριακού από τους ιμπεριαλιστές και οι επιπτώσεις που θα έχει η προωθούμενη «λύση» στον δικό τους ρόλο και στον μεταξύ τους συσχετισμό και ανταγωνισμό.
8. Βεβαίως υπήρχε και υπάρχει ακόμη η «σταθερά» που λέγεται ΝΑΤΟ. Η Νοτιοανατολική του πτέρυγα, στην οποία εντάσσονται η Ελλάδα και η Τουρκία, αποτέλεσε και αποτελεί έναν βασικό πυλώνα της επιθετικότητας των ΗΠΑ, τόσο απέναντι στη Ρωσία (τη Σ.Ε. και τα Βαλκάνια παλιότερα), όσο και απέναντι στις χώρες και τους λαούς της Μέσης Ανατολής και της Βόρειας Αφρικής. Η ανάγκη για τη σταθερότητα και το «αξιόμαχο» αυτής της πτέρυγας οδήγησε αρκετές φορές τους Αμερικανούς να προβούν σε πυροσβεστικές παρεμβάσεις (όπως έγινε το 1987 και το 1996), διατηρώντας την «ειρήνη» στην περιοχή, παίρνοντας φυσικά από τις δύο πλευρές τα αντίστοιχα ανταλλάγματα. Προς την ίδια κατεύθυνση, με λιγότερη βέβαια αποτελεσματικότητα και δυνατότητα παρέμβασης, κινούνται και οι βασικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της ΕΕ.
Αυτή η «ομπρέλα» δεν έπαψε να είναι ισχυρή και σταθερή αναφορά, ο «τελικός κριτής» των εξελίξεων. Όργανο κυριαρχίας του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού, του πιο ισχυρού και επικίνδυνου ιμπεριαλισμού στον κόσμο. Απ’ αυτή την «ομπρέλα» καμία από τις δύο χώρες δεν φαίνεται ότι έχει τάσεις ή δυνατότητες απομάκρυνσης. Παράλληλα όμως πρέπει να διακρίνουμε ότι οι εξελίξεις που παραπάνω αναφέραμε δημιουργούν νέες «αναγκαιότητες» κυρίως για την αστική τάξη της Τουρκίας, προσδοκίες ή και περιθώρια ορισμένης χαλάρωσης των δεσμών εξάρτησης. Μια κατάσταση που ανοίγει το δρόμο για μωροφιλοδοξίες και τυχοδιωκτισμούς και από τις δυο πλευρές (αντίστοιχες εκδηλώσεις δεν λείπουν και από τα Βαλκάνια με Αλβανία και ΠΓΔΜ), προσθέτοντας νέους κινδύνους, στους υπαρκτούς και πολύ σοβαρούς κινδύνους που συνεπάγονται οι ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί και οι επεμβάσεις τους.
Κανένας επομένως εφησυχασμός δε δικαιολογείται στη βάση είτε της κοινής ένταξης των δύο χωρών στο ΝΑΤΟ, είτε της προοπτικής ένταξης της Τουρκίας στην ΕΕ (που δε φαίνεται). Αυτό άλλωστε αποδεικνύεται και ιστορικά, αλλά παίρνει άλλες διαστάσεις μέσα στη σημερινή «αναταραχή» και ρευστότητα. Επομένως δεν θεωρούμε «άσφαιρη» την ένταση που δημιουργήθηκε τους τελευταίους μήνες και που ανεξάρτητα από την εξέλιξή της, αναδεικνύει για μια ακόμη φορά την αναγκαιότητα να προσδιοριστούν τα καθήκοντα του λαϊκού κινήματος, απέναντι στα λεγόμενα «εθνικά ζητήματα».
9. Έχει αναπτυχθεί μια έντονη και κυρίαρχη θα λέγαμε φιλολογία (που κρατάει από την ήττα της ελληνικής αστικής τάξης το 1974) για «επιθετική Τουρκία» και «αμυνόμενη Ελλάδα». Μια φιλολογία που πλασάρεται από όλα τα κέντρα του αστισμού στη χώρα μας. Που αποτυπώνει τόσο τις εκτιμήσεις τους για το σημερινό συσχετισμό ανάμεσα στις δύο αστικές τάξεις, όσο και τις επιλογές της «δικιάς μας» αστικής τάξης για την αντιμετώπιση του ζητήματος (σε αντίθετη περίπτωση θα προβάλλονταν «οι ανολοκλήρωτοι εθνικοί στόχοι» ή ό,τι παρόμοιο). Μια φιλολογία που στοχεύει στη λεγόμενη «εθνική ομοψυχία», δηλαδή στην υποταγή του λαού στην αστική τάξη. Που αφαιρεί από τις ελληνοτουρκικές διαφορές το ταξικό τους περιεχόμενο, το ότι είναι δηλαδή αντιθέσεις των δύο αστικών τάξεων και όχι των δύο λαών. Που εξαφανίζει την ιμπεριαλιστική εξάρτηση και όλο το πλέγμα των ιμπεριαλιστικών συμφερόντων και ανταγωνισμών, μέσα στο οποίο κινούνται αυτές οι αντιθέσεις. Που επιδιώκει την αποδοχή της κυβερνητικής και ευρύτερα της αστικής πολιτικής σε όλες τις εκφράσεις της. Πρώτα απ’ όλα σ’ αυτή που αφορά στα ελληνοτουρκικά, το ιμπεριαλιστικό «αποκούμπι» και τις υπόλοιπες κινήσεις και φυσικά τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς. Και παραπέρα σ’ αυτή που καλύπτει όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής και που εκδηλώνεται με μια πρωτοφανή επίθεση σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα. Για ανοχή (κάτω από τους «εθνικούς κινδύνους») της αντιλαϊκής και αντεργατικής πολιτικής, για «εκλογίκευση» των διεκδικήσεων και υποστολή των (όποιων) αγώνων.
Παράλληλα η μετατροπή του κύριου ανταγωνιστή της ελληνικής αστικής τάξης σε «εχθρό του έθνους και του λαού», και η προβολή της «σταθερής επιθετικότητάς» του, αποτέλεσε το έδαφος ανάπτυξης εθνικιστικών και ρατσιστικών αντιλήψεων, πολύ πριν η πολιτικής της επίθεσης του συστήματος εκθρέψει το φασιστικό τέρας, και συνεχίζει να αποτελεί τροφοδότη του. Η Μειονότητα της Θράκης έχει πληρώσει ακριβά αυτή την κατεύθυνση, σαν ένα κομμάτι του ανταγωνισμού των δύο αστικών τάξεων, ο οποίος συνθλίβει διαχρονικά τη ζωή και το μέλλον της.
10. Σε σχέση με την ουσία των όρων «επιτιθέμενος» και «αμυνόμενος» και όσον αφορά την αριστερά και το λαϊκό κίνημα. Από άποψη φύσης και χαρακτήρα, και οι δύο αστικές τάξεις είναι εξίσου επιθετικές. Η γενικότερη επιδίωξή τους είναι η συνολική και ριζική ανατροπή των συσχετισμών δύναμης της μιας σε βάρος της άλλης, η πεποίθησή τους ότι η αναβάθμιση του ρόλου της μιας προϋποθέτει την δραστική αλλαγή των συσχετισμών σε βάρος της άλλης. Από αυτή την άποψη οι αντιθέσεις τους είναι διαρκείς και ασυμβίβαστες. Όσο κι αν κατά περιόδους μπαίνουν «κάτω από το χαλί», δεν εξαλείφονται, δεν λύνονται και συνεχίζουν να αποτελούν ενεργό παράγοντα εντάσεων που μπορούν να φτάσουν μέχρι την πολεμική αναμέτρηση.
Η όποια (μεγαλύτερη) επιθετικότητα της Τουρκίας και ο όποιος «αμυντισμός» της χώρας μας δεν έχει σχέση με τα χαρακτηριστικά των δύο αστικών τάξεων. Ο βαθμός εκδήλωσης της επιθετικότητάς τους καθορίζεται τόσο από το συσχετισμό δύναμης που διαμορφώνεται σε κάθε περίοδο ανάμεσα στις δύο αστικές τάξεις (και την κατάσταση στο εσωτερικό τους μέτωπο), όσο -και κυρίως- από το αν αυτή η επιθετικότητα έχει, ή θεωρείται ότι θα έχει τη στήριξη των κυρίαρχων ιμπεριαλιστών. Μέσα σ’ αυτά τα πλαίσια καθόλου δεν αποκλείονται και τυχοδιωκτισμοί σαν «φυγή» μπροστά σε ασφυκτικές καταστάσεις και ανεξαρτήτως των «δοσμένων» συσχετισμών. Επίσης δεν είμαστε καθόλου σίγουροι αν αυτός που παρουσιάζεται σαν σημερινός συσχετισμός θα είναι έτσι και αύριο, τόσο αυτός καθ’ εαυτός, όσο και σε σχέση με την παρέμβαση του ιμπεριαλιστικού παράγοντα. Και δεν έχουμε καμιά αμφιβολία ότι οι όροι «επιτιθέμενος» και «αμυνόμενος» όπως παρουσιάζονται σήμερα θα ήταν αντεστραμμένοι αν ήταν διαφορετικοί οι συσχετισμοί ανάμεσα στις αστικές τάξεις της Ελλάδας και της Τουρκίας.
Μια μικρή ιστορική αναδρομή είναι πολύ χρήσιμη για να δούμε πιο καθαρά τα πράγματα. Ποιος ήταν επιτιθέμενος και ποιος αμυνόμενος το 1974 στο ζήτημα του Κυπριακού; Η Ελληνική αστική τάξη που –δια του Ιωαννίδη- επεχείρησε με το πραξικόπημα στην Κύπρο την επέκταση της κυριαρχίας της, ή η Τουρκική, που βρήκε αφορμή για στρατιωτική επέμβαση και κατοχή; Στην περίπτωση των ερευνών του Σισμίκ σε «αμφισβητούμενες» περιοχές το 1987, ήταν από την πλευρά της Τουρκίας η «πρόκληση» ή από την Ελληνική πλευρά που από πιο μπροστά είχε αναθέσει σε κοινοπραξία την πραγματοποίηση ερευνών σε «αμφισβητούμενες» περιοχές, οι οποίες (έρευνες) ματαιώθηκαν την τελευταία στιγμή με την κρατικοποίηση της κοινοπραξίας; Και για να έρθουμε σε πιο πρόσφατες εξελίξεις. Αλήθεια πόσο «αμυντικοί» έναντι της τουρκικής αστικής τάξης είναι οι (αμερικανόπνευστοι) άξονες Ελλάδας-Κύπρου-Ισραήλ και Ελλάδας Κύπρου-Αιγύπτου, με αναφορές μάλιστα στο στρατιωτικό, τεχνολογικό και ενεργειακό πεδίο; Οι μεγάλες ιδέες, οι εθνικές αναφορές, οι τυχοδιωκτισμοί και οι τσαμπουκάδες δεν λείπουν από την ελληνική αστική τάξη. Το ίδιο όπως και οι ρεαλισμοί της υποταγής στο πλαίσιο της εξάρτησης και το πλασάρισμα σαν παράγοντας σταθερότητας.
11. Οι δοσμένοι σε κάθε περίοδο συσχετισμοί ανάμεσα στις δύο αστικές τάξεις και η αντίστοιχη έκφραση επιθετικών πρωτοβουλιών, όπως και η στάση των ιμπεριαλιστών είναι βεβαίως μια υπαρκτή πολιτική διάσταση. Δεν μπορεί κανείς να την παραβλέψει ή να την αγνοήσει. Το ερώτημα είναι πώς αυτή η διάσταση, με τους δοσμένους κάθε φορά ταξικούς συσχετισμούς, περνάει στον πολιτικό λόγο και στα καθήκοντα του επαναστατικού κινήματος. Η απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα (από όποιες δυνάμεις κινούνται στην κατεύθυνση της επαναστατικής ανατροπής του συστήματος) πρέπει να εδράζεται -σε κάθε περίπτωση- πάνω στην ανάγκη συγκρότησης του υποκειμένου σε αυτόνομη ταξική βάση και σε αντιπαράθεση με την αστική τάξη και το καθεστώς της ιμπεριαλιστικής εξάρτησης.
Για πολλές δυνάμεις που αναφέρονται στην αριστερά η αναγνώριση και προβολή της τουρκικής επιθετικότητας έχει σα συνέπεια να στοχοποιούν (εμφανώς ή εμμέσως) την τουρκική αστική τάξη σαν μόνιμο παράγοντα απειλής της ειρήνης στην περιοχή και αμφισβήτησης στοιχείων εθνικής κυριαρχίας. Εμείς ξέρουμε κατ’ αρχήν, ότι μόνιμη απειλή της ειρήνης είναι οι ιμπεριαλιστές, ενώ η ανεξαρτησία της χώρας και στοιχεία κυριαρχικών δικαιωμάτων έχουν εκχωρηθεί σε ΗΠΑ-ΕΕ από την ελληνική αστική τάξη. Όσον αφορά δε τις αντιθέσεις, αντιπαραθέσεις και διεκδικήσεις των δύο αστικών τάξεων, έχουμε αναφερθεί παραπάνω και μ’ αυτή την έννοια θεωρούμε ότι ο διαχωρισμός σε «επιτιθέμενο» και «αμυνόμενο» δεν μπορεί να προσδώσει συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο στη στάση και τους στόχους πάλης του λαϊκού κινήματος σήμερα. Αντίθετα πιστεύουμε ότι ενεργεί απολύτως αποπροσανατολιστικά στη συνείδηση του λαού.
Τελείως άστοχοι είναι και οι παραλληλισμοί με παλιότερες εποχές του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας αλλά και αλλού. Γιατί εκτός των διαφορετικών (κάθε φορά) συνθηκών, το «σήμερα» δεν είναι «παλιότερες εποχές». Έχει μεσολαβήσει η ήττα του κομμουνιστικού κινήματος και η αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης τόσο στην Ελλάδα, όσο και στον κόσμο. Μια εξέλιξη που έδωσε μέχρι τις μέρες μας έναν πολύ αρνητικό συσχετισμό ανάμεσα στην εργατική τάξη και στο λαό από τη μια και την αστική τάξη και τον ιμπεριαλισμό από την άλλη
Εμείς τα ζητήματα αυτά (ανεξαρτησίας, πατρίδας, εδαφικής ακεραιότητας κλπ) θέλουμε να τα βλέπουμε με το ταξικό περιεχόμενο το οποίο έχουν. Έχουμε σαφή γνώση για τη στάση και τις επιδιώξεις της υποταγμένης αστικής «μας» τάξης. Γνωρίζουμε ότι το ζήτημα της ανεξαρτησίας (το κατεξοχήν «εθνικό» ζήτημα) και κατ’ επέκταση της υπεράσπισης της εδαφικής ακεραιότητας και των υπόλοιπων κυριαρχικών δικαιωμάτων, είναι υπόθεση του λαού και της εργατικής τάξης. Γι αυτό το λόγο οι στόχοι μας καθορίζονται από την αναγκαιότητα (μέσα από την αντίσταση, διεκδίκηση, αντιπαράθεση) για αλλαγή των ταξικών συσχετισμών και σε βάρος της αστικής τάξης και του ιμπεριαλιστικού παράγοντα. Απ’ αυτή τη σκοπιά τα θέτουμε, και με στόχο την ανάπτυξη κινήματος σε αντικαπιταλιστική – αντιιμπεριαλιστική -αντισυνδιαχειριστική κατεύθυνση. Η τοποθέτησή τους σε ένα άλλο επίπεδο, με προσδιορισμό συγκεκριμένης πολιτικής τακτικής και με χαρακτηριστικά ευθύνης για την υπεράσπιση ή κατάκτησή τους από την εργατική τάξη και την επαναστατική της πρωτοπορία, είτε υπάρχουν οι συσχετισμοί για να τεθούν με τους δικούς τους όρους (αυτόνομης συγκρότησης και περιεχομένου), είτε, αν δεν υπάρχουν -όπως συμβαίνει σήμερα- καταλήγουν στην υποταγή στην πλευρά που έχει τον ταξικό συσχετισμό (και μάλιστα με καταθλιπτικούς όρους σήμερα), δηλαδή στην αστική τάξη.
Και για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι. Ποια καθήκοντα τίθενται στο κίνημα σήμερα από τον προσδιορισμό της τουρκικής αστικής τάξης σαν «επιτιθέμενου» και της ελληνικής αστικής τάξης σαν «αμυνόμενου»; Θα συμφωνήσουμε για παράδειγμα με τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς; Θα συμβάλουμε στην κοινωνική ειρήνη και ομοψυχία; Θα αποδεχτούμε την υποστολή των αγώνων ενόψει των κινδύνων; Ή θεωρούμε ότι κατ’ αυτό τον τρόπο απαντάμε στον κάλπικο και επικίνδυνο «πατριωτισμό» και δημιουργούμε ρωγμές στο έδαφος του εθνικισμού; Από καμιά πλευρά της αριστεράς βέβαια δεν γίνονται (εμφανώς και τουλάχιστον προς το παρόν) τέτοιες αναφορές. Οι διαχωρισμοί όμως («επιτιθέμενος», «αμυνόμενος») παραμένουν, και παρά το γεγονός ότι έχουν μόνο σχετική, προσωρινή και σε συγκεκριμένο χρονικό διάστημα ισχύ, στους σημερινούς συσχετισμούς -και ανεξάρτητα από προθέσεις- οδηγούν τη συνείδηση του λαού σ’ αυτό που επιδιώκει η αστική τάξη, δηλαδή στην «εθνική ομοψυχία»;
Υπάρχουν βέβαια και εκείνες οι πολιτικές δυνάμεις με αναφορά στην αριστερά και στο κίνημα που στο όνομα ενός τροτσκιστικού τύπου διεθνισμού, υποβαθμίζουν τον εθνικισμό της τουρκικής αστικής τάξης, για να υπερτονίσουν τον εθνικισμό της ελληνικής. Καταργούν τον παράγοντα εξάρτηση και ιμπεριαλιστική παρέμβαση, αφού γι αυτούς οι δύο αστικές τάξεις είναι ιμπεριαλιστικές. Περιορίζουν τις αντιθέσεις τους σε επίπεδο ανταγωνισμού ελληνικών και τουρκικών κεφαλαίων, οι οποίες (αντιθέσεις) μπορούν να απαλύνονται κάτω από το γενικό καπιταλιστικό συμφέρον. Αντιμετωπίζουν ζητήματα αλλαγής συνόρων και αμφισβήτησης κυριαρχίας από τη μια ή την άλλη πλευρά με μια επικίνδυνη ελαφρότητα και διατυπώνουν θέση κατά της Συνθήκης της Λωζάννης, χωρίς να αισθάνονται την ανάγκη να διερευνήσουν τι ακριβώς σημαίνει πρακτικά το αίτημα αυτό (ότι δηλαδή οδηγεί στην αποδοχή της αλλαγής συνόρων και φυσικά όχι με ομαλό τρόπο).
12. Όπως προαναφέραμε, οι αντιθέσεις των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας είναι ασυμβίβαστες και διαρκείς. Στην ουσία τους είναι αντιθέσεις που αφορούν στο ρόλο που η κάθε μια θέλει να παίξει σε βάρος της άλλης στην περιοχή. Αυτή η διάσταση του προβλήματος επηρεάζει με τη σειρά της τα πραγματικά η ψεύτικα προβλήματα ανάμεσα στις δύο χώρες και δίνει χαρακτήρα συνολικότερης αντιπαράθεσης σε κάθε επιμέρους αμφισβήτηση ή υλοποίηση «κατοχυρωμένου δικαιώματος». Με την έννοια αυτή λύση δίκαιη και επωφελής δεν υπάρχει για τα προβλήματα, έτσι όπως τα αντιλαμβάνεται η κάθε μια άρχουσα τάξη από την πλευρά της. Ή τουλάχιστο δεν υπάρχει λύση χωρίς ανακατατάξεις στο συσχετισμό δύναμης μεταξύ τους, πράγμα που δεν μπορεί βέβαια να γίνει ομαλά, και δια της «διπλωματικής οδού».
Επιπρόσθετη επικινδυνότητα σ’ αυτή τη συνολική αντιπαράθεση προσδίδει το γεγονός –όπως επίσης έχει αναφερθεί- ότι και οι δύο αστικές τάξεις είναι εξαρτημένες, και ο ανταγωνισμός τους εξελίσσεται μέσα σε ένα καθεστώς επικυριαρχίας του ιμπεριαλισμού. Αυτός ο (καθοριστικός) παράγοντας υπεισέρχεται σε κάθε αντίθεση και αντιπαράθεση των αστικών τάξεων και της δίνει άλλα χαρακτηριστικά, εκείνα που προσδιορίζονται από τις ανάγκες, τις επιδιώξεις και τους ανταγωνισμούς των ιμπεριαλιστών.
Έχει μια ιδιαίτερη σημασία να κάνουμε στο σημείο αυτό μια μικρή αναφορά στις ΑΟΖ (Αυτόνομη Οικονομική Ζώνη). Η αντιπαράθεση των δύο αστικών τάξεων στο ζήτημα αυτό έχει βεβαίως το οικονομικό της περιεχόμενο, κυρίως αναφέρεται στην διεκδίκηση ρόλου όσον αφορά στην εκμετάλλευση των ενεργειακών κοιτασμάτων και στους δρόμους μεταφοράς τους, και γενικότερα ακουμπά το ζήτημα της κυριαρχίας στο Αιγαίο και τη θέση τους στους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Μεσογείου. Προς αυτή την κατεύθυνση αναπτύσσονται οι κινήσεις των κυβερνήσεων των δύο χωρών. Οι αντιπαραθέσεις για το ποια νησιά έχουν ΑΟΖ, οι έρευνες σεισμογραφικών πλοίων, οι άξονες και οι σχέσεις με τις άλλες χώρες της περιοχής (Κύπρος, Ισραήλ, Αίγυπτος, Λίβανος). Κινήσεις που έχουν βέβαια πλαίσιο και αναφορά. Πλαίσιο, το καθεστώς της εξάρτησης και αναφορά τους ιμπεριαλιστές, τα συμφέροντα και τους ανταγωνισμούς τους. Γιατί το ενεργειακό ζήτημα (εκμετάλλευση-δρόμοι μεταφοράς-προορισμός) και ο έλεγχος της κρίσιμης περιοχής του Αιγαίου και της Νοτιοανατολικής Μεσογείου, είναι ζητήματα που κρίνονται, καθορίζονται και προκύπτουν από τον άγριο και επικίνδυνο ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό που εξελίσσεται στην ευρύτερη περιοχή. Μ’ αυτούς τους όρους οι ΑΟΖ και η οριοθέτησή τους αποτελούν εργαλείο στα χέρια των ιμπεριαλιστών (ΗΠΑ, ΕΕ) για τον έλεγχο των δύο χωρών (μέσα από την εναλλαγή της υποστήριξης ή της παρότρυνσης των ενεργειών της μιας ή της άλλης πλευράς) και για την κατοχύρωση και διεύρυνση της κυριαρχίας τους σ’ αυτές, αλλά και στις άλλες (εμπλεκόμενες) χώρες. Αυτό είναι το βασικό τους περιεχόμενο, μ’ αυτή την έννοια πρέπει να αντιμετωπίζονται από την πλευρά του κινήματος.
Οι κίνδυνοι επομένως μεγαλύτερων εντάσεων και οξύνσεων έως και πολεμικών αντιπαραθέσεων είναι πάντα υπαρκτοί, και ενισχύονται στη σημερινή περίοδο από τις εξελίξεις στην ευρύτερη «γειτονιά» μας.
Αυτή η αντιπαράθεση ανάμεσα στις δύο αστικές τάξεις είναι άδικη και έχει πέρα για πέρα αντιδραστικά χαρακτηριστικά. Από καμιά πλευρά ούτε από την «αμυνόμενη» ούτε από την «επιτιθέμενη» δεν είναι δίκαιη και το λαϊκό κίνημα δεν έχει κανέναν λόγο να βάλει στη θέση του «αδικημένου» τους υπόλογους και υπεύθυνους για τα δεινά του και να συμβαδίσει μαζί τους.
Ο λαός μας, όπως και ο λαός της Τουρκίας, τίποτα δεν έχει να κερδίσει από τον ανταγωνισμό των δύο αστικών τάξεων. Γι αυτό οφείλει να προσδιορίσει τους εχθρούς του, την εξαρτημένη αστική τάξη και τους επικυρίαρχους ιμπεριαλιστές, ΗΠΑ – ΕΕ, και να αναπτύξει την πάλη ενάντιά τους. Ενάντια στο καθεστώς της εξάρτησης και τους φορείς της εκμετάλλευσης και υποτέλειας. Ενάντια στο πόλεμο και τους ιμπεριαλιστές (Δυτικούς και Ανατολικούς) που μέσα από τον ανταγωνισμό και τις επεμβάσεις τους επαναχαράσσουν τα σύνορα και σφαγιάζουν λαούς. Ενάντια στο σοβινισμό και τον εθνικισμό της δικιάς «μας» αστικής τάξης, όπως και οποιασδήποτε άλλης πλευράς (και φυσικά της τουρκικής). Ενάντια στη λογική του «εθνικού κινδύνου» αλλά και της «εθνικής δικαίωσης».
Είμαστε ενάντια σε κάθε ενέργεια «επιθετική», «αμυντική», προκλητική, ή τυχοδιωκτική (από την αστική τάξη και φυσικά από τον ιμπεριαλισμό), που οδηγεί σε κλιμάκωση του ανταγωνισμού και μπορεί να θέσει το λαό μας (και τον τούρκικο λαό) μπροστά στον κίνδυνο του πολέμου. Μ’ αυτή την έννοια, θεωρούμε δεδομένα τα υπάρχοντα σύνορα και το καθεστώς του Αιγαίου έτσι όπως έχουν προκύψει μέσα από τη διαδικασία συγκρότησης των δύο κρατών και είμαστε αντίθετοι σε κάθε αμφισβήτησή τους. Είτε πρόκειται για υλοποίηση «νόμιμων δικαιωμάτων» (επέκταση των ελληνικών χωρικών υδάτων στα 12 μίλια), είτε πρόκειται για «νόμιμες διεκδικήσεις» (παραβιάσεις του ελληνικού εναέριου χώρου με την αμφισβήτηση του εύρους του), είτε –πολύ περισσότερο– πρόκειται για συνολική αμφισβήτηση του καθεστώτος των συνόρων μέσα από την άρνηση των υπαρχόντων συνθηκών (και αυτό δεν καμία σχέση με την υπεράσπιση των δικαιωμάτων εθνοτήτων ή μειονοτήτων της μιας ή της άλλης χώρας).
Η πάλη για την ειρήνη, η πάλη για τη ζωή και τα δικαιώματα των λαών, των εθνοτήτων και των μειονοτήτων είναι υπόθεση των ιδίων, και δεν ανατίθεται σε καμία αστική τάξη και σε κανέναν ιμπεριαλιστή. Σ’ αυτή τη βάση είναι επιτακτικό καθήκον οι αγώνες του λαού και της εργατικής τάξης στο «εσωτερικό μέτωπο», να δεθούν με την ανάπτυξη της αλληλεγγύης και τη συγκρότηση του μετώπου πάλης λαών της Ελλάδας και της Τουρκίας, αλλά και των άλλων λαών της περιοχής, ενάντια στον πόλεμο, τον ιμπεριαλισμό, την αντίδραση και τον εθνικισμό.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου