Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2018

Το μακεδονικό ζήτημα, η γέννηση και οι «μεταμορφώσεις» του


του Βασίλη Σαμαρά
Δημοσιεύτηκε στην Προλεταριακή Σημαία , φυλ. 834, στις 3/11/2018



Το κείμενο είναι η εισηγητική παρέμβαση του Βασίλη Σαμαρά στην παρουσίαση της πρόσφατης έκδοσης των κειμένων του Δημήτρη Μάνου με θέμα «Η εθνική συγκρότηση στα Βαλκάνια και το λεγόμενο Μακεδονικό ζήτημα», από τις εκδόσεις «Εκτός των Τειχών». Η παρουσίαση πραγματοποιήθηκε στον χώρο του βιβλιοπωλείου - καφέ «ΠΟΕΤΑ» στη Θεσσαλονίκη στις 10/10/18


Μια πρώτη παρατήρηση που θα ‘χα να κάνω είναι πως τα κείμενα αυτά του Δημήτρη Μάνου παρ’ όλο που γράφηκαν πριν από 25 χρόνια διατηρούν τη σημασία, την αξία αλλά και την επικαιρότητά τους. Μια δεύτερη αφορά την -σωστή- αντίληψη πως τα ζητήματα που προκύπτουν, όπως το «Μακεδονικό» λ.χ. θα πρέπει να αντιμετωπίζονται κατά βάσιν σαν πολιτικά ζητήματα και στη βάση των δεδομένων με τα οποία εμφανίζονται. Ωστόσο, τα δεδομένα κουβαλάν τις ιστορικές καταβολές τους ενώ από την άλλη και το φορτίο των αντιλήψεων με βάση το οποίο τα αντιμετωπίζει ο καθένας. 


Με αυτή την λογική ο Δημήτρης Μάνος καταπιάνεται κατ’ αρχάς με το ζήτημα της εθνικής συνείδησης και γενικότερα το εθνικό ζήτημα. Χρησιμοποιεί σαν βασικό εργαλείο την άποψη του Στάλιν: «Έθνος είναι η ιστορικά διαμορφωμένη σταθερή κοινότητα ανθρώπων που εμφανίστηκε πάνω στη βάση της κοινότητας στη γλώσσα, στο έδαφος, στην οικονομική ζωή και στην ψυχοσύνθεση που εκδηλώνεται στην κοινότητα της κουλτούρας». Ταυτόχρονα επισημαίνει ότι η ύπαρξη και αφύπνιση των εθνών βαδίζει παράλληλα με την εμφάνιση του εθνικού κράτους. Χρησιμοποιεί και πάλι μια άποψη του Στάλιν: «Το προτσές για την εξάλειψη της φεουδαρχίας και την ανάπτυξη του καπιταλισμού είναι ταυτόχρονα και το προτσές συγκρότησης των ανθρώπων σε έθνος». Συνακόλουθα επισημαίνει ότι τόσο το έθνος όσο και το κράτος δεν εμφανίστηκαν από το πουθενά αλλά όπως χαρακτηριστικά αναφέρει «Τα σπέρματα του μέλλοντος υπάρχουν μέσα στο παλιό». Ενυπάρχουν δηλαδή σαν στοιχεία κοινωνικών και κρατικών συγκροτήσεων αλλά σε άλλη βάση και ρόλο. Και εκθέτοντας με έναν συνοπτικό αλλά και σαφή τρόπο τη συνολική του άποψη αναφέρει: «Η εμφάνιση του έθνους στην ιστορία πραγματοποιείται: α) Πάνω στη βάση μιας σημαντικής οικονομικής εξέλιξης, η οποία όπως αναφέρει ο Στάλιν «η οικονομία είναι το πρώτο σχολείο όπου η κεφαλαιοκρατία διδάσκεται τον εθνισμό». β) Μέσα σ’ έναν αντίστοιχα διαμορφωμένο ιστορικό-πολιτικό χώρο. Συνδετικός κρίκος της οικονομίας και της πολιτικής είναι η εμφάνιση ενός νέου ταξικού υποκειμένου» της κεφαλαιοκρατικής αστικής τάξης. Αυτή η δύναμη, η αστική τάξη, είναι εκείνη που ηγείται, κινεί και επιφέρει αυτή την ιστορική μεταβολή. Αυτή η διαδικασία δεν εξελίχθηκε με ομοιόμορφο και ομαλό πάντα τρόπο, ούτε καν στις χώρες της Ευρώπης, όπου υπήρξε το κύριο πεδίο εμφάνισής της και έθεσε πολλά και σοβαρά ζητήματα. Της κατοχύρωσης της κυριαρχίας της ανερχόμενης αστικής τάξης απέναντι στην «αποχωρούσα» φεουδαρχία. Της κατοχύρωσης του εδαφικού χώρου κυριαρχίας της. Της κατοχύρωσης της κυριαρχίας της αστικής τάξης απέναντι στις άλλες κοινωνικές τάξεις. Απέναντι σ’ αυτά η προώθηση ακόμα και με τη βία της αντίληψης του ενιαίου έθνους αποτέλεσε βασικό όργανο κατοχύρωσης αυτής της κυριαρχίας τόσο προς τα «μέσα» όσο και προς τα «έξω». Με πιο σύνθετο και περίπλοκο τρόπο εμφανίζονταν τα ζητήματα με βάση την ύπαρξη των πολυεθνικών κρατών. Ζητήματα διεκδίκησης ανεξαρτησίας από τα καταπιεζόμενα έθνη. Ζητήματα διεκδίκησης δικαιωμάτων από την μεριά των καταπιεζόμενων μειονοτήτων.

Αυτή η εξέλιξη και τα ζητήματα που έθετε απασχόλησαν σοβαρά και το επαναστατικό εργατικό κομμουνιστικό κίνημα που έκανε την δυναμική του εμφάνιση στο προσκήνιο της ιστορίας. Ο Δημήτρης Μάνος αναφέρεται και σ’ αυτά καθώς και στις διαφορετικές αντιμετωπίσεις-απόψεις που υπήρξαν. Δεν θα αναφερθώ σ’ αυτά για λόγους οικονομίας. Θα σημειώσω μόνο δύο τρία πράγματα, όπως συνάγονται από τα γραπτά του.

Το πρώτο και όσον αφορά την μαρξιστική-λενινιστική θεώρηση του πράγματος, ότι η βάση θεώρησης ήταν η θέση για επαναστατική ανατροπή και οικοδόμηση της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Ταυτόχρονα ωστόσο την αντιμετώπισή τους σαν συγκεκριμένα κάθε φορά πολιτικά ζητήματα μέσα από την αντιμετώπιση των οποίων περνάει «υποχρεωτικά» η προώθηση της επαναστατικής υπόθεσης. Σ’ αυτή τη βάση αναδείχνονταν οι απόψεις για το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεσή τους, η υπεράσπιση των δικαιωμάτων των μειονοτήτων, η εναντίωση στους πολέμους που προκαλούσαν οι αστικές δυνάμεις.

Αυτές οι απόψεις δεν ήταν κενός λόγος όπως συμβαίνει με τις αστικές δυνάμεις. Αποτέλεσαν αρχές που κατηύθυναν την πολιτική των κομμουνιστών(μπολσεβίκων) όχι μόνο στη θεωρία αλλά και στο απείρως πιο δύσκολο πεδίο της πράξης. Ο Δημήτρης Μάνος μας δίνει σημαντικά στοιχεία ως προς αυτό και καταρρίπτει τις συκοφαντίες και τις διαστρεβλώσεις στις οποίες επιδίδεται η αστική και ρεφορμιστική προπαγάνδα. Ούτε σ’ αυτά θα αναφερθώ και παραπέμπω στο βιβλίο. Θα αναφερθώ μόνο σε δύο πράγματα.

«Τα έθνη πρέπει αν έχουν το δικαίωμα του διαχωρισμού για να ενωθούν», λέει ο Λένιν, άποψη που συμμερίζεται και ο Στάλιν. Αλλά θα’ θελα να προσεχθεί ιδιαίτερα ένα απόσπασμα ομιλίας του Στάλιν, όπως το παραθέτει ο Δημήτρης Μάνος: «Ίσαμε σήμερα τα πράγματα έχουν δείξει ότι η σοσιαλιστική επανάσταση δεν ελάττωσε μα αύξησε τον αριθμό των γλωσσών γιατί διεγείροντας τα βάθη των «κάτω» της ανθρωπότητας και φέρνοντάς τα στην πολιτική σκηνή, αφυπνίζει στον αγώνα για τη νέα ζωή ολόκληρη σειρά από νέες εθνότητες που πριν ήταν άγνωστες ή λίγο γνωστές». Θα μπορούσα να πω πολλά γι’ αυτήν την πολλαπλής σημασίας εξέλιξη. Θα σημειώσω μόνο ένα πράγμα. Αυτή η εξέλιξη συνδέεται άμεσα με το κεφαλαιώδες επίτευγμα του επαναστατικού εργατικού κομμουνιστικού κινήματος. Τη «διέγερση» συνολικά των από «κάτω» που τους έφερε στο προσκήνιο της ιστορίας.



Βαλκάνια και Μακεδονικό



Ο Δημήτρης Μάνος ασχολείται σοβαρά και μας δίνει σημαντικά στοιχεία για το πώς εξελίχθηκε το εθνικό ζήτημα στα Βαλκάνια, και τις «ιδιαιτερότητές» του. Τη σύνδεση με το «Ανατολικό ζήτημα», την ελλιπή νεότερη εθνική-ιστορική παράδοση κ.λπ. Καθώς αναφέρει, «οι ανεπάρκειες στη διαδικασία αφύπνισης των βαλκανικών λαών είχαν σαν βάση τους τον ανολοκλήρωτο αστικοδημοκρατικό μετασχηματισμό». Πάνω σ’ αυτή την έλλειψη έβρισκε έδαφος η παρέμβαση των μεγάλων δυνάμεων της εποχής, που στρέβλωνε την ανέλιξη του απελευθερωτικού προτσές.

Με αυτούς γενικά τους όρους προχώρησε η δημιουργία των ανεξάρτητων Βαλκανικών κρατών. Παρέμενε ωστόσο υπό Οθωμανική κυριαρχία μια ολάκερη περιοχή με βασικό της χαρακτηριστικό την πολυεθνική σύνθεση του πληθυσμού της. Μια πανσπερμία που ήταν αποτέλεσμα μιας μακρόχρονης ιστορικής εξέλιξης. Με βασικό χαρακτηριστικό όπως σημειώνει ο Δημήτρης Μάνος την «όσμωση λαών, τη συνύπαρξη της καλύβας και της παράγκας». Η απελευθέρωση από τον οθωμανικό ζυγό υπήρξε κοινή επιθυμία όλων αυτών των λαοτήτων. Ταυτόχρονα αποτέλεσε βασικό περιεχόμενο της πολιτικής των βαλκανικών χωρών με ιδιαίτερο στοιχείο ότι κάθε μια διεκδικούσε την κυριαρχία στο σύνολο ή στο κατά το δυνατόν μεγαλύτερο τμήμα αυτής της περιοχής.

Αυτά τα δεδομένα και κατά κύριο λόγο η πολυεθνική σύνθεση του πληθυσμού της περιοχής οδήγησαν τις δυνάμεις του κινήματος να προκρίνουν την θέση για ενιαία αυτόνομη Μακεδονία-Θράκη. Μια θέση που αποτέλεσε και θέση του ΚΚΕ μέχρις ότου η αλλαγή των δεδομένων το οδήγησε στην ανατροπή της. Όπως και να ‘χει, αυτή η αντίληψη αποτέλεσε και το βασικό περιεχόμενο της εξέγερσης του Ίλιντεν (1903). Μια εξέγερση στην οποία πρωτοστάτησαν μεν τα πιο πρωτοπόρα στοιχεία του σλαβομακεδονικού πληθυσμού ο οποίος και πλειοψηφούσε στην μακεδονική ύπαιθρο, ωστόσο συμμετείχε και κόσμος από τις άλλες εθνότητες. Η ήττα της εξέγερσης ενέτεινε τον ανταγωνισμό ανάμεσα στις βαλκανικές χώρες (και κύρια ανάμεσα σε Ελλάδα-Βουλγαρία) και με στόχο τον προσεταιρισμό των σλαβομακεδόνων στο άρμα της πολιτικής τους. Ενός πληθυσμού ηττημένων, με όχι πλήρως διαμορφωμένη ωστόσο εθνική ταυτότητα και ευάλωτου σε πιέσεις, επιρροές, αλλά και σε τρομοκρατικές μεθόδους.

Τελικά, η καθοριστικής σημασίας απάντηση δόθηκε μέσα από τους δύο βαλκανικούς πολέμους και τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ο μακεδονικός χώρος διαμοιράστηκε κατά το 51% σε Ελλάδα, 39% σε Σερβία και 10% σε Βουλγαρία. Παρέμεναν ωστόσο σημαντικές εκκρεμότητες και αντιθέσεις με πιο σοβαρό την ύπαρξη σημαντικών μειονοτήτων σε κάθε χώρα. Οι βαλκανικές χώρες συνέχισαν να ανταγωνίζονται με αναφορά το «Μακεδονικό» έστω και αν αυτό γινόταν πλέον με άλλες μορφές σε σχέση με τον βίαιο χαρακτήρα που είχε στις αρχές του αιώνα. Ταυτόχρονα στο εσωτερικό τους η κάθε μια επιδόθηκε σε μια επιχείρηση βίαιης καθυπόταξης και αφομοίωσης των σλαβομακεδονικών μειονοτήτων τόσο με την πολιτική του καρότου όσο και κυρίως του μαστιγίου. Το ότι το ζήτημα παρέμενε ανοιχτό αναδείχτηκε με εκρηκτικό τρόπο στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής. Εδώ ο Δημήτρης Μάνος μας δίνει, μαζί με άλλα, δύο σημαντικά πράγματα. Πρώτον, το διάγραμμα του ζητήματος που τέθηκε. Δεύτερο, μας δίνει σαφή και συγκεκριμένα στοιχεία της στάσης, της προσφοράς του ΚΚΕ. Μια προσφορά που αποτελεί την πιο αποστομωτική απάντηση στις συκοφαντίες και στρεβλώσεις όλων εκείνων που πουλάν «πατριωτισμό» εκ του ασφαλούς ενώ στις κρίσιμες ώρες την κάνανε σε Κάιρο και Λονδίνο.

Πιο συγκεκριμένα. Η περιοχή της Μακεδονίας χωρίστηκε σε τρεις ζώνες κατοχής. Την γερμανική, την ιταλική και την βουλγαρική. Οι Γερμανοί από τη μεριά τους χρησιμοποίησαν τους τουρκόφωνους πόντιους της νοτιοδυτικής Μακεδονίας, τους εξόπλισαν σε Τάγματα Ασφαλείας, στην πραγματικότητα σε συμμορίες που λυμαίνονταν, τρομοκρατούσαν, δολοφονούσαν. Οι Ιταλοί συσπείρωναν στοιχεία από τον βλαχόφωνο πληθυσμό σε «λεγεωνάριους» υποσχόμενοι την δημιουργία «Πριγκιπάτου της Πίνδου». Το πιο σοβαρό πρόβλημα τέθηκε από την βουλγαρική πλευρά. Εκμεταλλευόμενοι τη στρατιωτική τους παρουσία, με κάλυψη των Γερμανών, χρησιμοποιώντας τη γλωσσική συγγένεια και αξιοποιώντας την δυσαρέσκεια του σλαβομακεδονικού πληθυσμού από την καταπίεση του ελληνικού κράτους, προχώρησαν σε μια εκτεταμένη και πολύπλευρα οργανωμένη εκστρατεία προσεταιρισμού (με το «καλό» ή με τη βία) του γηγενούς σλαβομακεδονικού πληθυσμού. Ένα πολύ κρίσιμο ζήτημα τέθηκε με την απόφαση των Γερμανών να παραδώσουν στις βουλγαρικές στρατιωτικές δυνάμεις την κατοχή συνολικά της Μακεδονίας. Απέναντι σ’ αυτές τις κρίσιμες εξελίξεις παντελής η απουσία των μετέπειτα και εκ του ασφαλούς «πατριωτών». Το βάρος της αντιμετώπισής τους έπεσε στους ώμους του ΚΚΕ. Κορυφαία έκφραση το μαζικό συλλαλητήριο στην Αθήνα (το μεγαλύτερο στην κατεχόμενη Ευρώπη) που με το αίμα των ΕΠΟΝιτών υποχρέωσε τους Γερμανούς να ματαιώσουν την παράδοση της Μακεδονίας στον βουλγαρικό στρατό.

Ίσως πιο δύσκολο και οπωσδήποτε πιο σύνθετο ήταν το πρόβλημα όπως τέθηκε στον μακεδονικό χώρο. Και εκεί, πέρα από λάθη και αδυναμίες που αναπόφευκτα υπήρξαν, αξιοθαύμαστη υπήρξε η πάλη και η προσφορά των μελών και στελεχών του ΚΚΕ. Οι όψιμοι πατριώτες μέμφονται το ΚΚΕ για τη συνεργασία του με τους σλαβομακεδόνες, ειδικότερα τη δημιουργία της ΣΝΟΦ κ.λπ. Μόνο που κάνουν πως αγνοούν τα πραγματικά δεδομένα. Το ΚΚΕ (το ΕΑΜ, ο ΕΛΑΣ, η ΕΠΟΝ) ειδικά στον μακεδονικό χώρο είχαν πολλαπλά μέτωπα. Είχαν να αντιμετωπίσουν τις δυνάμεις κατοχής, Γερμανούς, Ιταλούς, Βούλγαρους, να οργανώσουν την Αντίσταση. Είχαν να αντιμετωπίσουν τα Τάγματα Ασφαλείας. Είχαν να αντιμετωπίσουν την πολύπλευρα συγκροτημένη επιχείρηση του βουλγαρικού μοναρχοφασισμού να εκβουλγαρίσει τον μακεδονικό χώρο. Η συνεργασία, ο κοινός αγώνας με τους σλαβομακεδόνες, η δημιουργία της ΣΝΟΦ ήταν που όρθωσε φραγμό και ματαίωσε αυτά τα σχέδια. Και ας σημειωθεί, χρειάζεται να ειπωθεί και αυτό, το ότι αποτέλεσε μορφή αναχώματος σε προσπάθειες της γιουγκοσλαβικής πλευράς να επεκτείνει την επιρροή της στον ελληνικό χώρο.

Το όλο ζήτημα έμελλε να έχει μια ακόμη και δραματική συνέχεια, όχι μόνο για την Μακεδονία, αλλά συνολικά για τον ελληνικό λαό. Στη θέση των Γερμανών ήρθαν οι Άγγλοι και Αμερικάνοι ιμπεριαλιστές για να καταπνίξουν τη θέληση του ελληνικού λαού. Δεν θα αναφερθώ εδώ στην εποποιία του 2ου Αντάρτικού καθώς θα αδικούσα το θέμα. Θα σταθώ μόνο στα εξής. Η ήττα του ΔΣΕ είχε δραματικές συνέπειες για τον ελληνικό λαό, το κίνημα αλλά και ειδικότερα για τους σλαβομακεδόνες της ελληνικής πλευράς. Σημαντικό μέρος τους αποχώρησε μαζί με τα τμήματα του ΔΣΕ και κατέφυγε στις όμορες βαλκανικές χώρες. Ένα άλλο επίσης σημαντικό μέρος αναγκάστηκε να μεταναστεύσει κύρια σε Καναδά, Αυστραλία. Όσοι απόμειναν δοκίμασαν την πιο άγρια τρομοκρατία του ελληνικού κράτους. Μια τρομοκρατία που αποτελούσε συνέχεια εκείνης που ασκήθηκε στη διάρκεια του εμφύλιου και που με ιδιαίτερο μένος είχε στραφεί ενάντια στους σλαβομακεδόνες. Μετρώνται σε χιλιάδες οι εκτελεσμένοι και δολοφονημένοι.

Με αυτούς τους όρους και τρόπους η ελληνική αστική τάξη «έλυσε» το μακεδονικό ζήτημα δίνοντας τη δυνατότητα στους τότε και σήμερα δημοσιολογούντες να διακηρύσσουν πως «μακεδονικό» ζήτημα δεν υπάρχει. Μόνο που στην άλλη πλευρά των συνόρων και μέσα από τη φωτιά της Αντίστασης, είχε προβάλλει η «Λαϊκή Δημοκρατίας της Μακεδονίας» στα πλαίσια της Γιουγκοσλαβικής Ομοσπονδίας. Κι όσο κι αν κάναν ότι «δεν το βλέπουν» ήρθαν οι εξελίξεις με την ιμπεριαλιστική επέμβαση που διάλυσε τη Γιουγκοσλαβία να το ξαναθέσουν σαν συγκεκριμένο πολιτικό ζήτημα προς αντιμετώπιση.

Το πώς αντιμετωπίστηκε το ζήτημα από τις πλευρές που εμπλέκονται είναι ένα μεγάλο θέμα. Εδώ θα σταθώ σε ορισμένους αφορισμούς που κατά καιρούς προβάλλονται ανάλογα τις συνθήκες και το ακροατήριο.

Το μακεδονικό ζήτημα ήταν, λέει, δημιούργημα του ΚΚΕ.

Το μακεδονικό ζήτημα ήταν, λέει, δημιούργημα των Βουλγάρων.

Το μακεδονικό ζήτημα ήταν, λέει, δημιούργημα του Τίτο.

Τίποτε απ’ όλα αυτά. Το μακεδονικό ζήτημα υπήρξε δημιούργημα της ιστορίας. Των ιστορικών, κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων και των δεδομένων που αυτές διαμόρφωναν. Απ’ εκεί και πέρα ο ρόλος των διάφορων δυνάμεων και παραγόντων συνίστατο κυρίως σε αναφορά με τις «μεταμορφώσεις» του ζητήματος και των τρόπων με τους οποίους εμφανίζονταν στο προσκήνιο των εξελίξεων. Με όποια μορφή ωστόσο και αν εμφανίζεται είτε από τη μια είτε από την άλλη πλευρά, δεν παύει να θέτει ένα ζήτημα ουσίας. Αυτή που αναδύεται από μια φράση του Δημήτρη Μάνου, «Καμία επίκληση εθνικών αφηγημάτων στην γείτονα χώρα, δεν μπορεί να αφαιρέσει το δικαίωμα ενός λαού να υπάρχει, να έχει τη γλώσσα που αυτός επέλεξε, τη γραμματεία και τις εθνικές παραδόσεις που αυτός επικαλείται».

Απ’ εκεί και πέρα και ως προς το πώς έχει πλέον το ζήτημα. Θα επαναλάβω την αναφορά των κειμένων πως οφείλεται να αντιμετωπίζεται σαν συγκεκριμένο πολιτικό ζήτημα και στη βάση των όρων με τους οποίους τίθεται. Και για να μην επεκτείνομαι άλλο θα παραθέσω ορισμένες απόψεις που διατυπώνει ο Δημήτρης Μάνος και οι οποίες συνεχίζουν να διατηρούν τη σημασία τους.

Της εναντίωσης σε οποιαδήποτε αλλαγή των συνόρων που έχει διαμορφώσει η Ιστορία.

Της ειρηνικής συμβίωσης των λαών μέσα από την αμοιβαίους συμβιβασμούς.

Του σεβασμού και της υπεράσπισης των δικαιωμάτων των μειονοτήτων.

Της εναντίωσης στον αστικό εθνικισμό που στρώνει το έδαφος στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις.

Της εναντίωσης σε οποιοδήποτε πολεμικό τυχοδιωκτισμό που μόνο συμφορές μπορεί να φέρει στους λαούς.

Της κοινής πάλης των λαών ενάντια σ’ αυτούς που αποτελούν τους μεγαλύτερους εχθρούς τους και από τους οποίους προέρχονται οι μεγαλύτεροι των κινδύνων, τους ιμπεριαλιστές και τα ενεργούμενά τους.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου