Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2015

ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗ ΚΑΙ ΕΘΝΙΚΟ ΖΗΤΗΜΑ (Β’ Μέρος)

Προλεταριακή Σημαία φ. 273, 21-5-1994
του Δ. Μάνου
  
Το μέτρο κάθε εποχής

Παρισινή κομμούνα -Πολιτική συζήτηση στο
βουλεβάρτο της Μονμάρτης 
Ως γνωστό, δεν μπορούμε να κρίνουμε κάθε εποχή από την εικόνα που έχει για τον εαυτό της ή τουλάχιστον μόνο απ’ αυτήν. Η σύγκριση των εποχών, η παρακολούθηση, το πώς τίθενται μέσα στην ιστορική εξέλιξη τα διάφορα ζητήματα και πώς επιλύονται ή δεν επιλύονται, είναι ασφαλέστερος οδηγός. Το αντίθετο οδηγεί σε σφάλματα και παρανοήσεις.

Αλλά και αντίστροφα, η κρίση και η κριτική μιας εποχής με τα δεδομένα μιας άλλης, προγενέστερης ή μεταγενέστερης (συνήθως συμβαίνει το δεύτερο), δημιουργεί επίσης προβλήματα.
Το να βρει κάποιος τη διαλεκτική «χρυσή τομή» ανάμεσα σ’ αυτές τις δυο υπερβολές δεν είναι εύκολο. Ειδικά όταν η παραποίηση, η αποσιώπηση, ο αποπροσανατολισμός δεν αποτελούν μόνο αδυναμίες που εμφανίζονται  από λειψή κατανόηση των πραγμάτων αλλά είναι επιλεγμένα ιδεολογικά όπλα για να αμαυρώσουν, να συντρίψουν και να εκμηδενίσουν την αντίπαλη ιδεολογία.



Ενα από τα πρώτα αμερικανικά συνδικάτα, το Γκρέιντζ,
οργανώνει αγροτική εκδήλωση στο Ιλλινόις στις 4 Ιουλίου 1873
Το εθνικό ζήτημα, από την ίδια του τη φύση, έχει την «τιμητική» του σε μια τέτοια αντιμετώπιση. Και το πώς απάντησε το κομμουνιστικό κίνημα, ο μαρξισμός στην επίλυση των εθνικών ζητημάτων, ακόμα χειρότερα…
Ειδικά οι εξελίξεις στην πρώην Σοβιετική Ένωση, η διάλυση της χώρας, η αναζωπύρωση των εθνικιστικών τάσεων, η ανάδυση της εθνικιστικής ιδεολογίας κ.λπ. θεωρήθηκε ότι προσέφεραν πλούσιο υλικό στο οπλοστάσιο των αστών.
«Τεχνητή συγκόλληση λαών», «εγκλήματα κατά των εθνοτήτων», «εκατόμβες κατά των λαών», «ισοπέδωση ιδιαιτεροτήτων», …αυτά και πολλά ακόμη ακούστηκαν και γράφτηκαν. Διακηρύχθηκε πια η καταφανής «αποτυχία» του μαρξισμού να επιλύσει το εθνικό ζήτημα.
Βέβαια το ποιος μιλάει είναι ένα θέμα που θα το δούμε παρακάτω, όμως χωρίς ιδεολογικά ταμπού θα προσπαθήσουμε να κάνουμε αυτή τη σύγκριση εποχών, διατηρώντας προς το παρόν την ψυχραιμία μας.
Όταν πριν 70 και πάνω χρόνια το προλεταριάτο πραγματοποιούσε την πρώτη νικηφόρα επέμβαση στην ιστορία, τα ζητήματα που «γυροφέρνανε» το εθνικό πρόβλημα, σ’ όλη την οικουμένη ήταν -σε μεγάλο βαθμό- διαφορετικά και πιο περίπλοκα.
Όταν σύμφωνα με την αναφορά του Λένιν στο Πολωνικό -δεν ήταν λυμένο αν η Πολωνία θα αποτελούσε ιδιαίτερο κράτος (το ίδιο ίσχυε για την πλειοψηφία των μελλοντικών κρατών της Ανατολικής Ευρώπης), όταν το ξεφλούδισμα της «ανατολικής αγκινάρας» (δηλαδή της οθωμανικής αυτοκρατορίας) δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί, όταν ακόμα στο ευρωπαϊκό έδαφος υπήρχαν απομεινάρια αυτοκρατοριών (π.χ. Αψβούργοι ή και η τσαρική Ρωσία), όταν το γερμανικό πρόβλημα αντιμετώπιζε τις «εκκρεμότητες» της Πρωσίας, της Αυστρίας κ.λπ., όταν, όταν… Για να μην μιλήσουμε για την αποικιοκρατία στην Ασία, την Αφρική, τη Βρετανική Κοινοπολιτεία, ακόμα και για τη Μεσόγειο (Αλγερία, Μαρόκο κ.λπ.).
Η Τρίτη Τάξη πετυχαίνει,τον Ιούνιο του 1790,
στη Γαλλία, την κατάργηση των τίτλων ευγενείας
Ήταν πιο δύσκολα ή πιο εύκολα τα καθήκοντα του κομμουνιστικού κινήματος εκείνης της εποχής; Ασύγκριτα πιο δύσκολα. Κι ας ήταν νικηφόρα εκείνη η περίοδος ενώ η σημερινή είναι περίοδος διάλυσης. Κι ας αναμοχλεύονται σήμερα τα ζητήματα αυτά με προφανείς σκοπούς.
Είχε συμμετοχή έστω το κομμουνιστικό κίνημα στην επίλυση των ζητημάτων αυτών; Αν δεν είχε, γιατί, τότε, δεν υπήρξε τα τελευταία 70 χρόνια εθνικό ή ακόμα και εθνικιστικό κίνημα στο χώρο των πρώην αποικιών, που να μην έχει κάποια αναφορά στο σοσιαλισμό; Αν δεν είχε, γιατί η στροφή της Κίνας έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην ανακοπή της ανεξάρτητης πορείας πολλών τριτοκοσμικών κρατών, που βγήκαν μέσα από αντιαποικιακές εξεγέρσεις; Τα παραδείγματα, δυστυχώς, άφθονα: Μοζαμβίκη, Ζιμπάμπουε, Ερυθραία, Ζάμπια κ.λπ.
Αν δεν είχε, γιατί κάθε ριζοσπαστική, αντιρατσιστική, μειονοτική κ.λπ. διεκδίκηση στο χώρο του ανεπτυγμένου καπιταλισμού είχε τις δικές της σοσιαλιστικές αναφορές; «Αυτά είναι τα αποτελέσματα του σταλινισμού», της «σταλινικής γραφειοκρατικής λύσης του εθνικού ζητήματος» αναφωνούν και κακόηχα επαναλαμβάνουν οι διάφορες σειρήνες. Από τη μεριά μας, φυσικά δεν θα κλείσουμε τα αυτιά μας -με τίποτα- αλλά θα καλέσουμε κάθε καλόπιστο άνθρωπο να αναρωτηθεί:
Μα ζούσε ο Στάλιν όταν υψώθηκε το τείχος; Ζούσε ο Στάλιν όταν στην μπρεζνιεφική περίοδο επιβλήθηκε η μεγαλορωσική γλώσσα σ’ όλες τις εκδηλώσεις των πρώην Σοβιετικών Δημοκρατιών; Ζούσε ο Στάλιν όταν οι «ανανεωτές» της Ρουμανίας και της Ουγγαρίας έπαιρναν μέτρα εθνικής καταπίεσης, ένθεν και ένθεν, των εθνικών τους μειονοτήτων; Και για να έρθουμε στα «δικά» μας, ήταν «σταλινικό» έργο ή έργο του σφόδρα αντισταλινικού Τίτο η δημιουργία της Λ.Δ. της Μακεδονίας, για την οποία οι «σειρήνες» τότε δεν έβγαζαν κουβέντα, ενώ σήμερα διαπιστώνουν το τεχνητό, ανομοιογενές κ.λπ. «κρατίδιο»;
Μα ποιοι έδρασαν τα τελευταία σαράντα χρόνια στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και στην ΕΣΣΔ; Δεν έδρασαν οι σημερινοί μεταλλαγμένοι εθνικιστές, οι μεταλλαγμένοι σοσιαλδημοκράτες, κεντρώοι, αυτοκρατορίσκοι μέχρι και μαφιόζοι; Οι πρώην, υποτίθεται, αντισταλινικοί «κομμουνιστές», δηλαδή οι αναθεωρητές του μαρξισμού-λενινισμού. Κι όταν βέβαια οι «σειρήνες» στριμώχνονται, σιγοψιθυρίζουν επιχειρήματα για κάποιες ιδιαιτερότητες των Ελληνοποντίων, των Τατάρων ή του κινέζικου Θιβέτ. (Χωρίς βέβαια να θεωρούμε περιθωριακό κανένα εθνικό ζήτημα, δεν μπορούμε να μην διαπιστώσουμε πού καταφεύγει τελικά η υποτιθέμενη πλούσια επιχειρηματολογία τους).
Μα, ποιος πραγματικά μιλάει για εθνικό ζήτημα και δικαιώματα εθνικών μειονοτήτων;
Μια πρόχειρη σταχυολόγηση:
ΗΠΑ: Μόλις το 1965 ψηφίζουν οι μαύροι (και μάλιστα ύστερα από τεράστιες πιέσεις, δολοφονίες κ.λπ.)
Ελλάδα: Μόλις το 1950 ψηφίζουν οι γυναίκες!
Ελβετία: Μόλις στα μέσα της δεκαετίες του ’80 επιτρέπεται στις γυναίκες μερικών επαρχιών να ψηφίσουν για πρώτη φορά!
Λατινική Αμερική: Οι εθνικές εκκαθαρίσεις των Ινδιάνων σε Περού, Γουατεμάλα, Βολιβία και Μεξικό βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη. Απ’ όλες τις χώρες μονάχα η Κόστα Ρίκα διατηρεί κάποιες αναίμακτες ισορροπίες.
Μεγάλη Βρετανία: αρνείται την ύπαρξη του βορειοϊρλανδικού ζητήματος!
Ισπανία: αρνείται την ύπαρξη του Βασκικού.
Και ακόμη παραπέρα…
Σε ποιον κόσμο ανήκε η Γαλλία, όταν μέχρι τη δεκαετία του ’60, στις πύλες της Ευρώπης, ανεχόταν το αίσχος της αποικιοκρατίας (Αλγερία). Όταν συνεχίζει σήμερα να ματώνει το λαό της Καληδονίας;
Σε ποιον κόσμο ανήκε η Αγγλία, όταν αρνιόταν για μια δεκαετία μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης σε χώρες όπως η Ινδία, η Κύπρος, η Αίγυπτος;
Σε ποιον κόσμο ανήκει η Νότια Αφρική, όταν μόλις το 1994 κατάφεραν να αποκτήσουν οι μαύροι εκλογικό δικαίωμα;
Σε ποιον κόσμο ανήκει η Τουρκία, με το 1/3 του πληθυσμού της να μην αναγνωρίζεται εθνικά; Να απαγορεύεται ακόμα και να μιλά την κουρδική;
Σε ποιον κόσμο ανήκουν οι τεχνητές διαιρέσεις των αφρικανικών κρατών, όπου είναι εμφανής η χάραξη των συνόρων, με τις ευθείες γραμμές πάνω στο χάρτη, από τους σχεδιαστές των ιμπεριαλιστών; (κι όχι βέβαια «επειδή εκεί υπήρχαν έρημοι», όπως «χαριτωμένα» λέγεται και υποστηρίζεται). Μάλιστα, τόσο άρεσε η αφρικανική «λύση» του εθνικού ζητήματος, που την μνημόνευσε και ο Όουεν για τη Γιουγκοσλαβία, όταν μεσολαβούσε. Το πόσο παραγωγική ήταν, φάνηκε κι από το γεγονός ότι χωρίστηκαν φυλές και οικογένειες. Το εθνικό δράμα των δυο κεντροαφρικανικών κρατών που διαδραματίστηκε το τελευταίο διάστημα, όπου η φυλή που κυβερνούσε τις δυο χώρες ανατράπηκε από τη φυλή που κυβερνιόταν, είναι τραγικά χαρακτηριστικό (εκατόμβες θυμάτων, φρίκη και εξανδραποδισμός).
Σε ποιον κόσμο ανήκει το ιμπεριαλιστικό σχέδιο για την Παλαιστίνη, με τις ελεγχόμενες περιοχές, τους στρατιωτικούς διαδρόμους και τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, ουσιαστικά που θα χαρακτηρίζουν το υποτιθέμενο αυτόνομο παλαιστινιακό κράτος;
Σε ποιον κόσμο ανήκει τελικά η «λύση» του εβραϊκού ζητήματος; Με τον «τρόπο» του Χίτλερ ή με τον τρόπο της ιστορικής επανόρθωσης του σιωνιστικού κράτους (η «άλλη» υποτίθεται πλευρά) που παλινόρθωσε αντιδραστικά την ιστορία στη Μ. Ανατολή και δημιούργησε ένα αγκάθι για όλη την ευρύτερη περιοχή; (Αγκάθι που με δυσκολία μπορούν να ελέγξουν και οι ίδιοι οι ιμπεριαλιστές, για τους δικούς τους φυσικά σκοπούς).
Ανήκει καμιά από τις παραπάνω «λύσεις» ή έστω εμπίπτει στην αρμοδιότητα του σοσιαλιστικού κόσμου και του κομμουνιστικού κινήματος; Ποιος μιλάει, λοιπόν;
Για το κομμουνιστικό κίνημα στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ισχύει το: «πες μου το φίλο σου, να σου πω ποιος είσαι», αλλά το αντίστροφο: «πες μου τον εχθρό σου». Και τα πεπραγμένα του εχθρού είναι πεπραγμένα βαριά και εγκληματικά… Όμως αυτό δεν πρέπει να φτάνει για τους κομμουνιστές.
Γιατί, όσο και να φαίνεται περίεργο, το κομμουνιστικό κίνημα επιδιώκει και πρέπει να επιδιώκει την αυστηρή κρίση της ιστορίας. Να μην αρκείται στην απλή σύγκριση με την αθλιότητα του καπιταλισμού. Γιατί, σαν φορέας κάθε εθνικής και κοινωνικής χειραφέτησης των τελευταίων εκατό χρόνων, έχει πολύ μεγαλύτερες ευθύνες και «δεσμεύσεις». Πολύ πιο τεράστια καθήκοντα και προοπτικές.
Σαν κάθε ανθρώπινο δημιούργημα, έτσι και το κομμουνιστικό κίνημα είχε κι αυτό τις δικές του αδυναμίες, λάθη και αντιρρήσεις, που εκδηλώθηκαν και στον τομέα των εθνικών ζητημάτων. Όμως άλλο πράγμα η αυστηρή κρίση κι άλλο η συστηματική παραχάραξη και το ψέμα. Παρ’ όλες τις αδυναμίες του, ο μαρξισμός-λενινισμός και το κίνημα που καθοδηγούσε έχουν -πιστεύουμε- την πιο ολοκληρωμένη προσφορά στην επίλυση των εθνικών ζητημάτων, όταν βρέθηκαν -και κατά κανόνα βρέθηκαν- αντιμέτωποι με τα ζητήματα αυτά. Θα προσπαθήσουμε να το εξετάσουμε αυτό…

Το δυνατό σημείο του μαρξισμού

Ποια είναι η βάση της αντιμετώπισης του εθνικού ζητήματος, το σημείο κλειδί για τους μαρξιστές;
«Ο αστικός εθνικισμός και ο προλεταριακός διεθνισμός είναι δυο συνθήματα ανειρήνευτα, εχθρικά, που αντιστοιχούν στα δυο ταξικά στρατόπεδα όλου του καπιταλιστικού κόσμου, που εκφράζουν δυο πολιτικές (κάτι παραπάνω, δυο κοσμοθεωρίες) στο εθνικό ζήτημα» (Λένιν, «Για την αυτοδιάθεση»).
Και παρακάτω:
«Ο αναπτυσσόμενος καπιταλισμός γνωρίζει δυο ιστορικές τάσεις στο εθνικό ζήτημα. Η πρώτη είναι το ξύπνημα της εθνικής ζωής και των εθνικών κινημάτων, η πάλη ενάντια σε κάθε εθνικό ζυγό και η δημιουργία εθνικών κρατών. Η δεύτερη είναι η ανάπτυξη και η επιταχυνόμενη σύσφιξη των κάθε λογής σχέσεων ανάμεσα στα έθνη, το σπάσιμο των εθνικών φραγμών, η δημιουργία της διεθνούς ενότητας του κεφαλαίου, της οικονομικής ζώνης γενικά, της πολιτικής, της επιστήμης.
Η πρώτη τάση επικρατεί στην αρχή της ανάπτυξής του, η δεύτερη χαρακτηρίζει τον ώριμο καπιταλισμό που τραβά για να μετατραπεί σε σοσιαλιστική κοινωνία. Το εθνικό πρόγραμμα των μαρξιστών παίρνει υπόψη και τις δυο αυτές τάσεις, υπερασπίζοντας, πρώτον, την ισοτιμία των εθνών και των γλωσσών, το απαράδεκτο οποιωνδήποτε προνομίων απ’ αυτήν την άποψη (καθώς και το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών, που θα το εξετάσουμε ιδιαίτερα παρακάτω) και δεύτερο, την αρχή του διεθνισμού και της ανειρήνευτης πάλης ενάντια στη μόλυνση του προλεταριάτου από τον αστικό εθνικισμό, ακόμα και τον πιο ραφιναρισμένο» (Λένιν, «Για την αυτοδιάθεση»).
Οι μαρξιστές, λοιπόν, είναι πριν απ’ όλα και πρώτα απ’ όλα διεθνιστές. Και ακριβώς επειδή είναι διεθνιστές αναγνωρίζουν την ισοτιμία και την αυτοδιάθεση των εθνών. Η ίδια η κοσμοθεωρία τους τούς οδηγεί να λύνουν αυτή την προϋπάρχουσα (από την εποχή που συγκροτούνταν τα εθνικά κράτη, όπως είδαμε στο α’ μέρος) αντίφαση του καπιταλισμού: την τάση για εθνική συγκρότηση και περιχαράκωση με την τάση για επέκταση και διεθνοποίηση.
Από δω απορρέει και η αδυναμία του καπιταλισμού, που έχει φτάσει στο στάδιο της σήψης του, στο στάδιο του ιμπεριαλισμού, ν’ ανταποκριθεί στο ζήτημα των ολοκληρώσεων (εθνικών και υπερεθνικών).
Δεν μπορούν, στην περιφέρεια, οι εξαρτημένες κι αντεθνικές αστικές τάξεις να ολοκληρώσουν την πορεία του αστικού μετασχηματισμού και να κατακτήσουν την εθνική τους ανεξαρτησία. Αδυνατούν οι αστικές τάξεις των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων να άρουν τις προϋποθέσεις ύπαρξής τους, που τους εξασφαλίζει το εθνικό κράτος, και να ρίξουν τα σύνορα, να ολοκληρώσουν στο πολιτικό επίπεδο την οικονομική τάση του κεφαλαίου για επέκταση και διεθνοποίηση.
Το πρώτο καθήκον το αναλαμβάνουν οι προλεταριακές πρωτοπορίες και οδηγώντας τις αντιιμπεριαλιστικές επαναστάσεις. Το δεύτερο ακόμα μεγαλύτερο καθήκον πέφτει πάλι στους ώμους των κομμουνιστών. Αυτοί, καταλύοντας την καπιταλιστική κυριαρχία, γκρεμίζοντας την εξουσία του κεφαλαίου και τσακίζοντας το όργανό του -το εθνικό-ιμπεριαλιστικό πια κράτος-, οικοδομούν την αυριανή σοσιαλιστική και κομμουνιστική κοινωνία, ρίχνουν τα σύνορα ανάμεσα στα έθνη και τους λαούς.
Από ‘δω πηγάζει και η ανωτερότητα του μαρξισμού, όταν βρέθηκε αντιμέτωπος με την επίλυση εθνικών ζητημάτων. Από ‘δω απορρέει η ικανότητά του να λύνει ζητήματα -αντιφατικά και αντιτιθέμενα εκ πρώτης όψεως- και προβλήματα. Όταν ο Λένιν, στο ίδιο κείμενο, χαιρέτιζε σαν προοδευτική συνεισφορά στην ιστορική και πολιτική εξέλιξη την αφομοιωτική διαδικασία ανάμεσα στο μεγαλορωσικό και ουκρανικό προλεταριάτο, θεωρώντας παράλληλα σαν βασικό όρο να υπάρχει εθνική λευτεριά και δημοκρατική ζωή τόσο στην Ουκρανία όσο και στη Ρωσία, μας δίνει ένα μέτρο του πώς χειριζόταν ο Λένιν δυο αντιφατικές, από πρώτη άποψη, διαδικασίες: Η σπουδαία, για τα διεθνιστικά καθήκοντα του προλεταριάτου, αφομοίωση (την οποία ο Λένιν υπερασπίζεται απέναντι στους εβραίους σοσιαλδημοκράτες και τις δικές τους εθνικές προκαταλήψεις) δεν μπορεί να κατακτηθεί έξω από το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης και ισοτιμίας (που υπερασπίζεται πιο κάτω, απέναντι στην ισοπέδωση και μεγαλοκρατική αντίληψη της Ρόζας Λούξεμπουργκ και των αυστριακών σοσιαλδημοκρατών).
Και δεν είναι τυχαίο που ο Στάλιν στα επόμενα χρόνια, όταν έμπρακτα βρέθηκε μπροστά στην επίλυση του εθνικού προβλήματος μέσα από την ΕΣΣΔ, αναγκάστηκε να κάνει αυτό το διμέτωπο αγώνα, αντικρούοντας τάσεις και γραμμές που υιοθετούσαν εκλεκτικά και με ένα «ιερό δέος» πότε τη μια και πότε την άλλη πλευρά της λενινιστικής λογικής (κάτι βέβαια θυμίζει αυτό -τηρουμένων των αναλογιών- για τις θέσεις πάνω στο εθνικό ζήτημα διαφόρων οργανώσεων της «εκτός πλαισίων» αριστεράς).

Ο ιδεολογικός αγώνας των Λένιν - Στάλιν

Είναι σημαντικό να δούμε το ιδεολογικό μέτωπο που ανάπτυξαν ο Λένιν και ο Στάλιν απέναντι στις διάφορες προκαταλήψεις της τότε σοσιαλδημοκρατίας.
Γράψαμε στην αρχή πως σήμερα γίνεται προσπάθεια να διαχωριστεί η ιστορική παρουσία του ενός από το άλλο. Και θα είχε μόνο απλά ακαδημαϊκή σημασία να αποδείξει κανείς το αντίθετο, αν δεν είχε αυτό το πράγμα επιπτώσεις στην οπτική που πρέπει να διαθέτουν όσοι, τουλάχιστον, επικαλούνται το μαρξισμό για τα εθνικά ζητήματα.
Κατά κανόνα η πολεμική είναι βαρετά ίδια: «Ο Λένιν ήταν υπέρ των εθνικών ιδιαιτεροτήτων ο Στάλιν υπέρ της αφομοίωσης και των εθνικών ενώσεων». Και μαζί μ’ αυτά πηγαίνει οπωσδήποτε -έχει γίνει μόδα πια- η θεοποίηση της Λούξεμπουργκ και η αναφορά στον Τρότσκι. Μόνο που ξεχνάνε ότι τα 2/3 των τοποθετήσεων του Λένιν για τα εθνικά ζητήματα αφορούν την αντιπαράθεση και την πολεμική με την Λούξεμπουργκ. Αλλά αυτά είναι ψιλά γράμματα…
Κατ’ αρχήν απ’ τη δική μας μεριά, θέλουμε να πούμε πως ακόμα κι αν διαπιστωθεί μια διάσταση ή διαφοροποίηση ανάμεσα στον Λένιν και τον Στάλιν (και στον οποιονδήποτε θεωρητικό του μαρξισμού) δεν «παθαίνουμε». Δεν θα ταραχθούμε απ’ αυτό. Για μας σημασία δεν έχει να αποδείξουμε πως η εξέλιξη των θέσεων του μαρξισμού είναι μια διαδικασία «καρμπόν». Τα καθήκοντα να εκπληρώσουν οι κομμουνιστές κάθε φορά διαφοροποιούνταν ανάλογα με τα κέντρα βάρους που έπρεπε να σηκώνουν. Αν δεν συνέβαινε κάτι τέτοιο, σήμερα ούτε που θα θυμόμασταν τα ονόματά τους. Μας ενδιαφέρει όμως να αποδείξουμε τη συνέχεια, αυτή την κόκκινη κλωστή που διαπερνά τις τοποθετήσεις αυτές. Γιατί πιστεύουμε πως ανοίγουν ορίζοντες…
Τόσο στα γραπτά του Λένιν όσο και του Στάλιν υπάρχει άνοιγμα ιδεολογικού μετώπου στη θέση για εθνική-πολιτιστική αυτονομία, που είχε υιοθετήσει το αυστριακό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα και προσπαθούσε να εφαρμόσει στις συνθήκες της Ρωσίας το εβραϊκό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (Μπουντ). Τι ήταν, με δυο λόγια, η θεωρία αυτή; Ξεκινούσε από την παραδοχή της ψυχογραφικής ιδεαλιστικής αντίληψης για το έθνος, που προέτασσε σαν βασικά στοιχεία τη γλώσσα και την ψυχοσύνθεση-κουλτούρα, ενώ δεν αναγνώριζε σαν συστατικά του στοιχεία το κοινό έδαφος και την κοινή οικονομικοπολιτική ζωή. Κάθε λοιπόν, εθνότητα και μειονότητα θα οργανωνόταν στο εσωτερικό κάθε αυτοδιοικούμενης περιοχής σε ένα δημόσιο, νομικό σώμα και θα είχε τα δικά της σχολεία κ.λπ. ξέχωρα από τις άλλες εθνότητες. Έτσι, για παράδειγμα, αυτονομία μπορεί να δοθεί όχι μόνο «στην Τσεχία ή στην Πολωνία, που την κατοικούν κυρίως Τσέχοι και Πολωνοί, μα γενικώς στου Τσέχους και Πολωνούς ανεξάρτητα από το έδαφος, αδιάφορα σε όποιο σημείο της Αυστρίας κι αν κατοικούν» (Στάλιν, «Εθνική Αυτονομία»). Αυτό σημαίνει ακόμα «πως Τσέχοι, Πολωνοί, Γερμανοί κ.λπ. που είναι σκορπισμένοι σε διάφορες γωνιές της Αυστρίας, παρμένοι ατομικά, σαν ξεχωριστά άτομα, οργανώνονται σε έθνη και σαν τέτοια μπαίνουν στη σύνθεση του αυστριακού κράτους» (στο ίδιο). Και τρίτο και ίσως σημαντικότερο, ενώ οι διάσπαρτοι εθνικά σύνδεσμοι σ’ όλη τη χώρα θα ασχολούνται με τα εκπολιτιστικά ζητήματα «τα ειδικά πολιτικά ζητήματα θα συγκεντρώνονται στο παναυστριακό κοινοβούλιο (Ράιχσταγκ)» (στο ίδιο).
Το ζήτημα είναι λεπτό και δεν φαίνεται από μια πρώτη ματιά. Ωστόσο… «τα πρόσωπα όμως, που αποτελούν τα έθνη δεν ζουν πάντα σαν μια συμπαγής μάζα, συχνά τεμαχίζονται σε ομάδες και με μια τέτοια μορφή σφηνώνονται στους ξένους εθνικούς οργανισμούς. Ο καπιταλισμός είναι εκείνος που τα διώχνει σε διάφορες περιοχές και πόλεις για μεροκάματο. Οι ομάδες αυτές όμως, μπαίνοντας σε ξένες εθνικές περιοχές και συγκροτώντας εκεί μια μειονότητα, υποφέρουν από τις τοπικές πλειοψηφίες, από την άποψη της απαγόρευσης της γλώσσας, του σχολείου κ.λπ. Από ‘δω και η ”αχρηστία” της εδαφικής αυτονομίας» (στο ίδιο).
Οι ενστάσεις του Στάλιν με βάση τα παραπάνω στη θέση της εθνικοπολιτιστικής αυτονομίας είναι τέσσερις:
Πρώτα πρώτα, έχουμε αντικατάσταση της αυτοδιάθεσης με την κίβδηλη έννοια της αυτονομίας. Η εθνική πολιτιστική αυτονομία δίνει στα έθνη μόνο πολιτιστικά δικαιώματα, ενώ «η αυτοδιάθεση πληρότητα δικαιωμάτων» (Στάλιν).
Έτσι, στη συγκεκριμένη περίπτωση κερδισμένη έβγαινε η Αυστρία, όσο κι αν τα συνθήματα φάνταζαν ριζοσπαστικά.
Ύστερα ανοίγει ο δρόμος για το κόψε-ράψε, ανάμεσα στα έθνη και τα κράτη. «Τι είδους "λύση" του ζητήματος είναι αυτή που μηχανικά σπρώχνει τα έθνη στην προκρούστεια κλίνη της ακεραιότητας του κράτους;» (αναρωτιέται ο Στάλιν). Η θέση όμως αυτή έχει και αντιδραστικό χαρακτήρα. «Κείνοι που μετοικήσανε χάνουν τους παλιούς δεσμούς, αποκτάνε καινούριους στα νέα μέρη, αφομοιώνουν από γενιά σε γενιά καινούρια ήθη και γούστα και ίσως καινούρια γλώσσα. Είναι άραγε δυνατό να ενωθούν οι ομάδες αυτές, που χωρίστηκαν η μια από την άλλη, σε μια ενιαία εθνική βάση; …Αν όμως όλα αυτά είναι ακατανόητα και αδύνατα, τότε, στην περίπτωση αυτή, σε τι διαφέρει η αυτονομία απ’ την ουτοπία των παλιών εθνικιστών, που προσπαθούσαν να στρέψουν πίσω τον τροχό της ιστορίας;».
Τέλος, υπάρχει και ταξικό-πολιτικό πρόβλημα για το προλεταριάτο: «Για ποια κοινή μοίρα μπορεί να γίνεται λόγος, όταν η κεφαλαιοκρατία διψάει για πόλεμο και το προλεταριάτο ”για πόλεμο ενάντια στον πόλεμο”; Μπορεί άραγε ύστερα απ’ αυτό να μιλάει κανένας για τη συσπείρωση όλων των μελών του έθνους σε μια εθνική-πολιτιστική κοινότητα;» (στο ίδιο) και πιο κάτω: «Από πότε όμως οι σοσιαλδημοκράτες άρχισαν ν’ ασχολούνται με την οργάνωση εθνών, με τη συγκρότηση εθνών, με τη δημιουργία εθνών; Τι σοσιαλδημοκράτες είναι αυτοί που μέσα στην εποχή της πιο σκληρής όξυνσης της ταξικής πάλης οργανώνουν πάνω από τάξεις εθνικές ενώσεις;».
Αλλά για να φανεί η υποτιθέμενη διάσταση Λένιν - Στάλιν πάνω στο ζήτημα, αναφέρουμε: «Το κήρυγμα της πλέριας ισοτιμίας των εθνών και γλωσσών κάνει να ξεχωρίζουν σε κάθε έθνος μόνο τα συνεπή δημοκρατικά στοιχεία (δηλαδή οι προλετάριοι) και τα ενώνει με βάση όχι την εθνικότητα αλλά τον πόθο τους για βαθιές και ουσιαστικές αλλαγές του γενικού κρατικού καθεστώτος. Αντίθετα, το κήρυγμα της πολιτιστικοεθνικής αυτονομίας, παρά τις αγαθές προθέσεις ορισμένων ατόμων και ομάδων, διαιρεί τα έθνη και προσεγγίζει στην πράξη τους εργάτες ενός έθνους με την αστική του τάξη (αποδοχή αυτής της "πολιτιστικοεθνικής αυτονομίας» από όλα τα αστικά κόμματα των εβραίων)». («Κριτικά σημειώματα πάνω στο εθνικό ζήτημα»). Φαίνεται πως και ο Λένιν ήταν λιγάκι σταλινικός…
Τα αποτελέσματα των θέσεων αυτών για «εθνική-πολιτιστική αυτονομία» κινδύνεψαν να είναι καταστροφικά για το τότε σοσιαλδημοκρατικό κίνημα: Το αυστριακό κόμμα διασπάστηκε σε 6 διαφορετικά εθνικά κόμματα, οι μπουντιστές της Ρωσίας έκαναν ξέχωρες απεργίες για να καθιερωθεί η αργία του Σαββάτου μόνο για τους Εβραίους εργάτες! Ενώ σαμπόταραν και έκαναν απεργοσπαστισμό στις απεργίες των Καυκασιανών εργατών. (Αναλογίζεται κανείς εδώ με τι πρωτόλεια ζητήματα ήρθαν αντιμέτωποι τότε οι κομμουνιστές.)
Η θέση της «εθνικπολιτιστικής αυτονομίας» οδήγησε σε δύο διαμετρικά αντίθετες (από πρώτη ματιά) απόψεις, που στην ουσία αποτελούσαν εκφάνσεις της ίδιας λαθεμένης ιδεολογικής κατεύθυνσης: Στην Ευρώπη η εθνικοπολιτιστική αυτονομία οδήγησε ακόμα και επαναστάτες μαρξιστές, όπως η Λούξεμπουργκ, στην άρνηση της αρχής της αυτοδιάθεσης των εθνών, σε μια μεγαλοκρατική και «γερμανική» θέση για το εθνικό ζήτημα. Στην Ανατολή, στη Ρωσία, το αντίστροφο. Πέρα από τους μπουντιστές, έδωσε ιδεολογική τροφή σε εθνικιστικές και χωριστικές τάσεις διαφόρων κινημάτων (Ουκρανοί, Λευκορώσοι κ.λπ.)
Το γεγονός πως ο Λένιν -όντας έξω από τη Ρωσία- δίνει την ιδεολογική του μάχη στην Ευρώπη και, άρα, το βάρος του μετώπου του βρίσκεται στην υπεράσπιση της έννοιας της αυτοδιάθεσης, ενώ ο Στάλιν, αντιμετωπίζοντας τα εσωτερικά προβλήματα της ρωσικής επανάστασης σε πρώτο πλάνο, κεντράρει -ας μας επιτραπεί- στην έννοια της βιωσιμότητας των εθνικών λύσεων και στην ενότητα του προλεταριακού-δημοκρατικού κινήματος της Ευρασίας (τότε δεν υπήρχε ΕΣΣΔ) δεν έχει να κάνει με καμιά διαφορετική ιδεολογική αφετηρία ανάμεσά τους. Κι αυτό το καταλαβαίνει ακόμα κι ένας κακόπιστος αναγνώστης των έργων τους. «Συνεπώς και το παράδειγμα όλης της προοδευμένης και πολιτισμένης ανθρωπότητας, και το παράδειγμα των Βαλκανίων, και το παράδειγμα της Ασίας αποδείχνουν, αντίθετα απ’ ό,τι λέει η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ότι η θέση του Κάουτσκι είναι απόλυτα σωστή: το εθνικό κράτος είναι κανόνας και η νόρμα του καπιταλισμού, το παρδαλό από εθνική άποψη κράτος είναι καθυστέρηση ή εξαίρεση». Η κατηγορία για παρδαλό κράτος δεν αποτελούσε και τόσο… κατηγορία για τους υποστηρικτές της εθνικο-πολιτιστικής αυτονομίας, που τότε, τουλάχιστον, ήταν πιο ειλικρινείς. «Με τον τρόπο αυτό η σοσιαλιστική κοινωνία θα παρουσιάζει μια παρδαλή εικόνα από εθνικές ενώσεις ατόμων και εδαφικές ενώσεις», έλεγε ο αυστριακός σοσιαλδημοκράτης Σπρίνγκερ και το παραθέτει ο Στάλιν. Λεπτομέρειες και ψιλά γράμματα πάλι;
Δε θυμίζει το παραπάνω κομμάτι τις νεόκοπες θεωρίες των σημερινών εραστών του ξεπεράσματος του σχίσματος με τη σοσιαλδημοκρατία, που όπως «ανακαλύπτουν» τον πολιτικό πλουραλισμό έτσι μιλάνε για «πολυσυλλεκτικές κοινωνίες» αυτόνομων κοινοτήτων, ομάδων εθνοτήτων χωρίς, βέβαια, ταξικό προσδιορισμό; Δεν θυμίζει ακόμα τους ιδεολογικούς υπερασπιστές της αστικής δημοκρατίας στυλ Ανδριανόπουλου;
Αλλά δεν είναι όλα τα πράγματα να τα παίρνεις τόσο ελαφρά, καθώς ανάλογες «απόψεις» δεν αποτελούν μήπως το ιδεολογικό πασπαρτού λύσεων σαν τα ιμπεριαλιστικά σχέδια για την τριχοτόμηση της Βοσνίας; Δεν αποτελούν θέσεις ανοιχτά αντιδραστικών και επικίνδυνα τυχοδιωκτικών δυνάμεων; (βλέπε Σεβαστιανός, για την «αυτονομία της Β. Ηπείρου», Ρουγκόβα, με την εθνικοπολιτιστική αυτονομία και το παράλληλο εκπαιδευτικό σύστημα των αλβανόφωνων). Δεν αποτελούν τη βάση της πολιτικής των εθνικών εκκαθαρίσεων, όταν το δίκαιο του ισχυρότερου επιβάλλει ποια απ’ όλες τις εθνικοπολιτιστικές αυτονομίες θα επιβιώσει;
Γράφει ο Στάλιν στην τοποθέτησή του για το καυκασιανό πρόβλημα: «Η πολιτιστικο-εθνική αυτονομία προϋποθέτει περισσότερο ή λιγότερο αναπτυγμένες εθνότητες, με αναπτυγμένη κουλτούρα, λογοτεχνία. Χωρίς τους όρους αυτούς, η αυτονομία χάνει κάθε νόημα, μετατρέπεται σε παραλογισμό. Μα στον Καύκασο υπάρχει μια σειρά από λαούς που ακόμα είναι σε μεταβατικό στάδιο, που, εν μέρει αφομοιώνονται, εν μέρει προοδεύουν. Πώς θα εφαρμοστεί γι’ αυτά η εθνικο-πολιτιστική αυτονομία; Πώς θα οργανωθούν σε ιδιαίτερες πολιτιστικές-εθνικές ενώσεις, πράγμα που προϋποθέτει η πολιτιστικο-εθνική αυτονομία; Τι θα γίνει με τους Μιγκρίλους, τους Αμπχαζιανούς, τους Ατζάρους, τους Σβάνους, Λζγκίνους κ.λπ. που μιλάνε διαφορετικές γλώσσες και δεν έχουν τη δική τους φιλολογία; Σε ποια έθνη να τους αναγάγει κανείς; Μπορούν να οργανωθούν σε εθνικές ενώσεις; Τι θα γίνει με τους Οσετίνους, όπου οι Οσετίνοι του Καυκάσου αφομοιώνονται από τους Γεωργιανούς (χωρίς όμως να έχουν αφομοιωθεί κιόλας τελείως), ενώ από τους Οσετίνους που ζουν στις παρυφές του Καυκάσου μια μερίδα αφομοιωνόταν με τους Ρώσους και μια μερίδα αναπτυσσόταν δημιουργώντας τη λογοτεχνία τους; Πώς θα οργανωθούν αυτοί σε μια εθνική ένωση; Σε ποια εθνική ένωση να υπαχθούν οι Ατζάροι που μιλάνε τη γεωργιανή γλώσσα και ζουν με τουρκική κουλτούρα και είναι στο θρήσκευμα μωαμεθανοί; Να οργανωθούν μήπως ξεχωριστά απ’ τη Γεωργία θρησκευτικά και μαζί με τους Γεωργιανούς για τα υπόλοιπα πολιτικά έργα; Και οι Κομπουλέτσοι; Και οι Ινγκούτσοι; Οι Ινγκιλοΐτσοι; Τι λογής αυτονομία είναι αυτή που αποκλείει από τον κατάλογο μια σειρά λαούς;».
Πόσο τραγικά επίκαιρα ακούγονται, μέσα από τις δραματικές ώρες που περνούν οι λαοί του Καυκάσου, τα λόγια του Στάλιν! Ο «μεγάλος σφαγέας των λαών» ενδιαφέρεται για τους Κομπουλέτσους και τους Ινγκιλοΐτσους! Μα, θα πει κάποιος, όλοι αυτοί δεν ζητάνε εθνικο-πολιτιστική αυτονομία αλλά και κράτος! Ακόμα χειρότερα! Μήπως ο Στάλιν δεν θεωρούσε λειψό τον προσδιορισμό του έθνους με βάση μόνο το χαρακτήρα και την κουλτούρα; Το άνοιγμα του ασκού του Αιόλου πίστευαν αλήθεια κάποιοι ότι δεν θα έθετε θέμα εδάφους και κατά συνέπεια εδαφικών διεκδικήσεων και εκκαθαρίσεων; Και δεν θα οδηγούσε αυτή η αλληλοαποδυνάμωση στην «προκρούστεια κλίνη (για να θυμηθούμε τα λόγια του Στάλιν) της ακεραιότητας» του μεγαλορωσικού κράτους; Που παρεμβαίνοντας και υποδαυλίζοντας πολλές φορές σέρνει πάλι τα «άτακτα παιδιά» πίσω. Κι αυτό το «πίσω» δεν είναι μόνο γεωγραφικό αλλά και ιστορικό, εξαλείφοντας με τους όρους που γίνεται και τα όποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά είχαν διατηρήσει αυτοί οι λαοί και οι εθνότητες ακόμα και την εποχή της μεγαλορωσικής ρεβιζιονιστικής κυριαρχίας. Επιστροφή λοιπόν… Στη μεγάλη φυλακή των λαών που ακούει στο όνομα Ρωσία και κάνει την ιστορική της επανεμφάνιση.

Η σοσιαλιστική λύση στο εθνικό ζήτημα
Η αποτυχία της αστικής τάξης
Είναι περίεργο κι οπωσδήποτε δεν «χαϊδεύει» τ’ αυτιά ορισμένων το γεγονός πως την πρώτη αυτόνομη παρουσία που κάνει το προλεταριάτο το 1870, με την εξέγερση της Κομμούνας, τη συνδέει με την υπεράσπιση και ενός πατριωτικού καθήκοντος. Η γαλλική αστική τάξη, στην αντιδραστική πια φάση της, προκειμένου να μη χάσει ολοκληρωτικά την κυριαρχία καλεί τα πρωσικά στρατεύματα του αιώνιου γερμανού αντιπάλου να χτυπήσουν το επαναστατημένο Παρίσι. Ο Θιέρσος, για να διασφαλίσει το συμφέρον της τάξης του, αποδέχεται αυτή την εθνική ταπείνωση και την απώλεια των αυτοκρατορικών συμφερόντων μιας χώρας που σε λιγότερο από μια εκατονταετία πριν είχε υποχρεώσει ολόκληρη τη Ευρώπη σε στρατηγική αναδίπλωση.
Βλέπουμε πως το αυτοκτονικό σύνδρομο της αστικής τάξης, όταν πρόκειται να διασφαλίσει τα άμεσα συμφέροντά της, το «τομαράκι» της, έχει ιστορικό προηγούμενο. Δεν εμφανίστηκε πρώτη φορά στην πρώην ΕΣΣΔ, αν και εκεί ο ρεβιζιονισμός δημιούργησε μια ιστορική ιδιομορφία πρωτοφανέρωτη. Δεν πρέπει όμως να ξεχνάμε πως «ρεβιζιονισμός στην εξουσία είναι αστική τάξη στην εξουσία» (Μάο), εν προκειμένω. Εχει κι εδώ την εφαρμογή του.
Η αποποίηση του πατριωτισμού απ’ τη μεριά της αστικής τάξης της Γαλλίας και η εγκόλπωση και αυτού του καθήκοντος στα καθήκοντα του επαναστατικού προλεταριάτου, που γίνεται μ’ αυτό τον τρόπο και ηθικός πολιτικός ηγεμόνας του έθνους (για να θυμηθούμε τον Γκράμσι), κλείνει οριστικά τον κύκλο των εθνικών αστικοδημοκρατικών μετασχηματισμών που καθοδήγησε η αστική τάξη και με πανηγυρικό τρόπο εντάσσει κάθε ανολοκλήρωτο ή δίκαιο εθνικοπατριωτικό αγώνα στον κύκλο της προλεταριακής επανάστασης. Αλλά δεν είναι μόνο αυτό το κομβικό σημείο που δείχνει τις αδυναμίες και την ανεπάρκεια της αστικής τάξης στις λύσεις που έδωσε στο εθνικό ζήτημα. Απλά η εξέλιξη αυτή έδειξε τα όριά της. Γιατί κι ο Λένιν, παρ’ όλο που θεωρεί το «εθνικό ομοιογενές κράτος κατάκτηση» και το «παρδαλό εθνικό κράτος καθυστέρηση ή εξαίρεση», αυτό «δεν σημαίνει ότι ένα τέτοιο κράτος πάνω στο έδαφος των αστικών σχέσεων θα μπορούσε ν’ αποκλείσει την εκμετάλλευση και την καταπίεση των εθνών». Και τέτοιες εκκρεμότητες αφήνει η ευρωπαϊκή αστική συγκρότηση αρκετές. Ν’ αναφέρουμε μερικές: Βρετανία: πρόβλημα στη Σκοτία, Ουαλία και οπωσδήποτε ο αδύνατος κρίκος, η Ιρλανδία. Αλσατία και Λορένη: η αιώνια γερμανογαλλική διεκδίκηση (από τα χρόνια του Καρλομάγνου). Κι ακόμα το φλαμανδικό ζήτημα, η Αυστροουγγαρία(;) το ζήτημα των Κάτω Χωρών κ.λπ. Εδώ να προσθέσουμε και τις ιστορικές ιδιομορφίες της Δύσης, το γερμανικό και το ιταλικό πρόβλημα.
«Η Γερμανία, σαν την Ιταλία, στάθηκε η έδρα ενός οργανισμού και μιας γενικής και υπερεθνικής ιδεολογίας (Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του γερμανικού Έθνους) και έδωσε έναν κάποιον αριθμό προσώπων στη μεσαιωνική κοσμόπολη, φτωχαίνοντας τις εσωτερικές της δυνάμεις και προκαλώντας αγώνες που απομάκρυναν από τα προβλήματα εθνικής οργάνωσης και συντηρούσαν την εδαφική διαίρεση του Μεσαίωνα. Η βιομηχανική ανάπτυξη συντελέστηκε με ένα μισοδεουδαρχικό επίστρωμα και κράτησε ως τον 18ο αιώνα και οι Γιούνγκερς διατήρησαν μια ιδεολογικο-πολιτική υπεροχή πολύ μεγαλύτερη από εκείνη της αγγλικής ομάδας» (Γκράμσι, «Οι διανοούμενοι»).
Η λύση που η αστική τάξη των πολυδιασπασμένων γερμανικών κρατιδίων δίνει είναι ο συμβιβασμός με τη στρατιωτικοφεουδαρχική πρωσική κάστα. Μια λύση του εθνικού ζητήματος σαφώς αντιδραστική και απολυταρχική, που όποιος διαφωνεί δεν έχει παρά να ψάξει το τι «έθρεψε» αργότερα ιστορικά (δυστυχώς).
Πέρα όμως από τη Δύση, όπου η αστική εθνική συγκρότηση προχώρησε σε γενικές γραμμές κατά ολοκληρωμένο τρόπο, υπάρχει και η ανατολική ιδιομορφία. «Κάπως αλλιώτικα έγινε στην Ανατολική Ευρώπη. Τον καιρό που στη Δύση τα έθνη εξελίσσονταν σε κράτη, στην Ανατολή συγκροτήθηκαν πολυεθνικά κράτη, κράτη που αποτελούνταν από κάμποσες εθνότητες. Όπως είναι η Αυστροουγγαρία, η Ρωσία. Στην Αυστρία, από πολιτική άποψη, οι πιο αναπτυγμένοι ήταν οι Γερμανοί και αυτοί αναλάμβαναν να συνενώσουν σε κράτος τις εθνότητες της Αυστρίας. Στην Ουγγαρία, οι Μαγυάροι -πυρήνας στις ουγγρικές εθνότητες- φάνηκαν οι πιο ευπροσάρμοστοι στην κρατική οργάνωση, αυτοί, λοιπόν, συνενώσανε την Ουγγαρία. Στη Ρωσία το ρόλο του συνενωτή μέσα στις εθνότητες τον αναλάμβαναν οι μεγαλορώσοι, που είχαν ιστορικά συγκροτημένη, ισχυρή και οργανωμένη στρατιωτική γραφειοκρατία» (Στάλιν, «Μαρξισμός και Εθνικό ζήτημα»).
«…Μα τα παραγκωνισμένα έθνη, που αφυπνίστηκαν για αυτοτελή ζωή, δεν συγκροτούνται σε ανεξάρτητα εθνικά κράτη, συναντούν στο δρόμο τους την πιο ισχυρή αντίπραξη από τα ηγετικά στρώματα των εθνών που κυβερνούν, που είχαν σταθεί από καιρό κιόλας επικεφαλής του κράτους. Είχαν αργοπορήσει!!» (στο ίδιο).
…Εκείνο που στη Δυτική Ευρώπη ήταν μια εξαίρεση (Ιρλανδία), στην Ανατολή έγινε κανόνας» (στο ίδιο).
…Ο αγώνας άρχισε κι άναψε κυρίως όχι ανάμεσα στα έθνη στο σύνολό τους, μα ανάμεσα στις κυρίαρχες τάξεις απ’ τα έθνη που καταπιέζονταν. Τον αγώνα συνήθως τον διεξάγει είτε η αστική μικροκεφαλαιοκρατία του καταπιεζόμενου έθνους ενάντια στη μεγάλη κεφαλαιοκρατία του έθνους που κυβερνάει (Τσέχοι ενάντια σε Γερμανούς), είτε η αγροτική κεφαλαιοκρατία του καταπιεζόμενου έθνους ενάντια στους τσιφλικάδες του κυρίαρχου έθνους (Ουκρανοί στην Πολωνία), είτε ολάκερη η ”εθνική” κεφαλαιοκρατία απ’ τα καταπιεζόμενα έθνη ενάντια στην αριστοκρατία του κυρίαρχου έθνους που κυβερνάει (Πολωνία, Λιθουανία, Ουκρανία στη Ρωσία)» (στο ίδιο).
Κοντά στο γενικότερο εθνικό πρόβλημα της Ανατολής και το «Ανατολικό ζήτημα», το μοίρασμα των ιματίων της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η φωτισμένη αστική Ευρώπη κινήθηκε στο ζήτημα αυτό ανάμεσα στη γραμμή της διατήρησης του στάτους κβο για τον οθωμανικό δεσποτισμό και τη γραμμή της χρησιμοποίησης της τσαρικής επιρροής στα νοτιοβαλκανικά εθνικά κινήματα. Η κάθοδος της ρωσικής απολυταρχίας σαν μπαμπούλας για την ευρωπαϊκή επανάσταση. Μύριζαν βέβαια αντίδραση, οπισθοδρόμηση, συνθηκολόγηση με τον απολυταρχισμό όλα αυτά. Μα δεν ήταν η αστική τάξη που κατά τη διάρκεια της εθνογένεσης χρησιμοποίησε την απολυταρχία και το μοναρχισμό για να ανατρέψει τη φεουδαρχική κάστα (με την οποία τώρα συμμαχούσε μπροστά στον κίνδυνο της επανάστασης); Ο τότε όμως απολυταρχισμός είχε να παίξει έναν προοδευτικό ιστορικό ρόλο, ξεκαθαρίζοντας το έδαφος από τα φεουδαρχικά οχυρά. Ο ύστερος όμως απολυταρχισμός της αστικής τάξης που εκδηλώθηκε όπως ήταν φυσικό και στα εθνικά ζητήματα, αποτελούσε αντιδραστική πια ανάσχεση στην ιστορική εξέλιξη.
Η ανάδυση του ιμπεριαλισμού τροφοδότησε αυτές τις ανοιχτές εθνικές εκκρεμότητες που άφηνε πίσω του ο καπιταλισμός με μεγαλύτερη ένταση.
Ποια είναι η εικόνα που αφήνει πίσω του ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος στα εθνικά ζητήματα; «Η μεταπολεμική περίοδος αποκαλύπτει την ανησυχητική εικόνα, από εθνική έχθρα, ανισότητα, καταπίεση, προστριβές, πολέμους, ιμπεριαλιστικές θηριωδίες από μέρους των εθνών των πολιτισμένων χωρών, τόσο μεταξύ τους όσο και απέναντι στους ανισότιμους λαούς. Απ’ τη μια μεριά είναι μερικές ”μεγάλες” δυνάμεις που καταπιέζουν κι εκμεταλλεύονται το σύνολο, τα εξαρτημένα κι «ανεξάρτητα» (στην πραγματικότητα ολότελα εξαρτημένα) εθνικά κράτη και η πάλη ανάμεσα στις δυνάμεις αυτές για τη μονοπώληση της εκμετάλλευσης των εθνικών κρατών. Απ’ την άλλη μεριά είναι η πάλη των εθνικών κρατών, εξαρτημένων κι ”ανεξάρτητων”, ενάντια στην αφόρητη καταπίεση που κάνουν οι ”μεγάλες” δυνάμεις. Η πάλη των εθνικών κρατών ανάμεσά τους για να πλατύνουν το εθνικό τους έδαφος. Η πάλη που κάνουν τα εθνικά κράτη το καθένα ξεχωριστά, ενάντια στις καταπιεζόμενες εθνικές τους μειονότητες. Τέλος το δυνάμωμα του απελευθερωτικού κινήματος στις αποικίες ενάντια στις ”μεγάλες” δυνάμεις και η όξυνση των εθνικών προστριβών τόσο μέσα στις δυνάμεις αυτές όσο και μέσα στα εθνικά κράτη που έχουν, κατά κανόνα, στη σύνθεσή τους μερικές εθνικές μειονότητες. Αυτή είναι η ”εικόνα” του κόσμου που άφησε κληρονομιά ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Η αστική κοινωνία έπαθε πλέρια χρεοκοπία στη λύση του εθνικού ζητήματος». (Στάλιν, «Το Κόμμα και το Εθνικό Ζήτημα»).
Αυτή πραγματικά είναι η εικόνα που κληροδοτεί ο καπιταλισμός στα πρώτα σοσιαλιστικά έθνη που αναδύονται ιστορικά. Τα πράγματα από κει και πέρα αλλάζουν…

Πρωτοφανέρωτα εθνικά καθήκοντα

Όταν το επαναστατικό προλεταριακό κίνημα βρέθηκε πρώτη φορά στην εξουσία έπρεπε πια να απαντήσει έμπρακτα, ολοκληρωμένα και πειστικά απέναντι στις εθνικές εκκρεμότητες και ιδιαιτερότητες που κληρονομούσε. Και η φοβερή ιστορική πρωτοτυπία έγκειται στο γεγονός πως η πρώτη νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση ξεσπά σε μια γεωγραφική περιοχή μιας πρώην ανατολικής πολυεθνικής αυτοκρατορίας με τεράστιο πλούτο εθνών, εθνικοτήτων και λαοτήτων, με τεράστιες εθνικές και ιστορικές εκκρεμότητες. Την πιο πλούσια ίσως εθνογραφικά περιοχή του κόσμου (που αποτελεί από μόνη της και το 1/6 του κόσμου!). Και μόνο το γεγονός πως η τότε μεγαλορωσία, η μετέπειτα Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Ρωσίας και η σημερινή Ρωσική Ομοσπονδία αριθμεί, πέρα φυσικά από την κυρίαρχη ρωσική, άλλες 60 και πάνω εθνότητες, αρκεί. Για να μη μιλήσουμε για τον Καύκασο, τη Μαύρη Θάλασσα και τις υπόλοιπες περιφερειακές χώρες και περιοχές.
Η ιστορική, λοιπόν, πρόκληση και το «στοίχημα» ήταν πραγματικά τεράστιο για τους μπολσεβίκους. Δεν υπήρχε ιστορικό προηγούμενο και ειδικά τέτοιας μορφής. Βέβαια υπήρχε μια ιδεολογικο-πολιτική υποδομή. Μια κατεύθυνση την οποία μνημονεύει και ο Λένιν όταν εξετάζει το σύνθημα της εθνικής αυτοδιάθεσης και τις ιδεολογικο-πολιτικές του ρίζες στη μαρξιστική σκέψη.
Αναφέρεται στην «έγκαιρη» τοποθέτηση του Μαρξ για την υποστήριξη του ιρλανδικού εθνικοαπελευθερωτικού κινήματος. Αναφέρεται στην αντιπαράθεσή του με τους προυντονιστές, που αρνιούνταν τις εθνικές διεκδικήσεις των καταπιεζόμενων εθνών και μειονοτήτων. Αναφέρεται ακόμα και στην υποστήριξη που δίνει ο Μαρξ στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα των πολωνών ακόμα κι όταν 12 χρόνια πριν είχε τοποθετηθεί αρνητικά απέναντι στο εθνικό κίνημα των Πολωνών ευγενών. Ούτε βέβαια -θα προσθέταμε εμείς- ο σκεπτικισμός με τον οποίο αντιμετώπιζαν Μαρξ-Ένγκελς τα νοτιοσλαβικά εθνικά κινήματα εμπόδισε τον τελευταίο να γράψει το μοναδικό επικό λογοτεχνικό του έργο στους έλληνες μπουρλοτιέρηδες (πόσοι το γνωρίζουν αυτό;).
Εδώ πάνω κατατίθενται και οι θέσεις του «Κομμουνιστικού Μανιφέστου» για τα καθήκοντα των γερμανών κομμουνιστών σχετικά με την εθνική ενοποίηση της Γερμανίας, την εξολόθρευση του πρωσικού αγκαθιού πάνω στο σώμα του γερμανικού έθνους. Ή ακόμα η ανάλυση του Μαρξ για το πρόβλημα των Ινδιών, την εξέταση της φοβερής ληστρικής εκμετάλλευσης στην οποία υπέκειντο οι Ινδίες από τους αποικιοκράτες, την υπεράσπιση του αγώνα της απελευθέρωσης από την αποικιοκρατία, τη θέση για τον αντιδραστικό πόλεμο του οπίου κ.λπ.
Υπήρχαν το ιδεολογικό έδαφος και οι αντίστοιχες ιστορικές αναφορές. Το ζήτημα σχετιζόταν με το τι θα ωφελούσε περισσότερο την παγκόσμια επανάσταση και ειδικά την ευρωπαϊκή. Ο Μαρξ έφτασε στο σημείο να πάει στην Αμερική και να αρθρογραφήσει μαχητικά υπέρ των Βορείων στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο, θεωρώντας πως η ενοποίηση της Αμερικανικής Ομοσπονδίας και η κατάργηση της δουλείας θα έδιναν ώθηση στο αμερικανικό και ευρωπαϊκό εργατικό κίνημα (Φόστερ, «Ιστορία των τριών Διεθνών»).
Η αντιδραστικοποίηση, μετά το 1870, της αστικής τάξης και η εμφάνιση του ιμπεριαλισμού τροποποιούν τα κέντρα βάρους των επαναστατών, αφήνουν όμως ανέπαφη τη βασική οπτική που συσχετίζει την ανάληψη δράσης στα εθνικά ζητήματα με την υπόθεση του προλεταριάτου (και τα συσχετίζει ακριβώς γιατί ξέρει να διαχωρίζει το ένα από το άλλο).
Όσοι νομίζουν πως το «Καταπιεζόμενα έθνη και λαοί ενωθείτε» του Λένιν είναι άσχετο με τη λενινιστική ανάλυση και στρατηγική της ανισόμετρης ανάπτυξης του ιμπεριαλισμού, του αδύνατου κρίκου και της δυνατότητας να ξεσπάσει και να νικήσει σε μια συγκεκριμένη ιστορική και εθνική περιοχή η επανάσταση, τότε καταλαβαίνουν την πολιτική μόνο με ηθικούς και ιδεαλιστικούς όρους.
Όσοι νομίζουν πως είναι άσχετη η θέση αυτή από την αντίληψη των επαναστατικών εφεδρειών, που αποτελούν για το προλεταριάτο τα κινήματα των καταπιεζόμενων εθνών και λαών από τον καιρό ακόμη που ο Μαρξ έγραψε για τις Ινδίες, σίγουρα αδυνατούν να ξεχωρίσουν τη συνέχεια της μαρξιστικής σκέψης.
Πρόκειται για την ίδια λογική που, όπως αποφασιστικά εκθειάζει την ανύψωση της Παρισινής Κομμούνας σε υπεράσπιση της πατρίδας, καταγγέλλει επίσης αποφασιστικά τους σοσιαλσοβινιστές της Β’ Διεθνούς για τη δική τους υπεράσπιση της Πατρίδας, επειδή οδηγούν στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο και το μακελειό. Για την ίδια λογική που ξεχωρίζει τους πολέμους σε άδικους και δίκαιους, τις εθνικές διεκδικήσεις σε προοδευτικές και αντιδραστικές!
Και δεν χωρά αμφιβολία πως ο αρχιτέκτονας της σοσιαλιστικής αντίληψης βοήθησε στο ξεκαθάρισμα διαφόρων ζητημάτων σχετικά με την εθνική συγκρότηση. Η έμπρακτη πια αντιμετώπιση των ζητημάτων αυτών από τους «πλειοψηφούντες» και οι λύσεις που έδωσαν οι κομμουνιστές εμπλούτισαν κι αυτό τον ίδιο τον προλεταριακό διεθνισμό συγκεκριμενοποιώντας τον υλικά με τη σειρά τους.

Πλευρές της σοσιαλιστικής λύσης

Θα μας επιτραπεί μια συμπυκνωμένη παρουσίαση σε σημεία των πλευρών της σοσιαλιστικής κατεύθυνσης στην επίλυση των εθνικών καθηκόντων των προλεταριακών κομμάτων όπως βγαίνει από τα αντίστοιχα έργα των Λένιν και Στάλιν (υπάρχουν διάσπαρτες και συχνές αναφορές στα έργα τους σχετικά με τα ζητήματα αυτά).

Η αρχή της αυτοδιάθεσης των εθνών.
Πρόκειται για την «εκ των ων ουκ άνευ» προϋπόθεση της εθνικής πολιτικής των προλεταριακών κομμάτων. Καμία τεχνητή εθνικοπολιτιστική αυτονομία εθνικιστικού τύπου και καμιά υπερτίμηση από την άλλη μεριά των προλεταριακών καθηκόντων δεν μπορεί να υποκαταστήσει τη θέση αυτή.

Το δικαίωμα του χωρισμού και η κρατική αυτοτέλεια
Ο Στάλιν επέμενε ιδιαίτερα πως στη νέα -για την τότε εποχή- φάση που έμπαινε το εθνικό ζήτημα η αρχή της αυτοδιάθεσης θα ήταν λειψή και κενή ουσίας αν δεν συμπληρωνόταν με το δικαίωμα των εθνών να αποχωρίζονται από τους παλιούς κρατικούς σχηματισμούς και να δημιουργούν δική τους κρατική οντότητα και αυτοτέλεια. «…Η αντικατάσταση του ακαθόριστου συνθήματος για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών με το ξεκάθαρο επαναστατικό σύνθημα για το δικαίωμα του κρατικού ξεχωρισμού των εθνών και των αποικιών για το σχηματισμό αυτοτελούς κράτους». Και κατηγορούνται οι σοσιαλσοβινιστές πως με το σύνθημα της εκπολιτιστικής αυτονομίας αφήνουν όλη την ουσιαστική εξουσία στα κυρίαρχα ιμπεριαλιστικά έθνη και τον πολιτιστικό μαϊντανό για τα «καθυστερημένα». Ειδικά το σύνθημα αυτό επιβαλλόταν από τη στιγμή που το εθνικό ζήτημα συγχωνεύτηκε με το ζήτημα της απελευθέρωσης των αποικιών και τα εθνικοαπαλευθερωτικά καθήκοντα που δημιούργησε στους κομμουνιστές.

Το δικαίωμα της ισοτιμίας
Αποτελεί απαραίτητο στοιχείο της αυτοδιάθεσης των εθνών. Σύμφωνα με τον Λένιν, το σύνθημα αυτό έχει γενική ισχύ, γιατί δεν λογαριάζει μόνο τα κυρίαρχα και συγκροτημένα έθνη αλλά και τις εθνικές μειονότητες. Η διεκδίκηση της ισοτιμίας των εθνών και λαών με τη γενικότητά της φέρνει κοντά και αναδεικνύει σε κάθε έθνος τα γνήσια δημοκρατικά στοιχεία (που  κατά τεκμήριο είναι τα προλεταριακά) σε αντίθεση με την εθνικοπολιτιστική αυτονομία που «προσεγγίζει στην πράξη τους εργάτες ενός έθνους με την αστική τους τάξη».
«Η εθνική ισοτιμία σε όλες τις μορφές, γλώσσα, σχολείο, είναι ένα απαραίτητο σημείο, λοιπόν, στη λύση του εθνικού ζητήματος. Συνεπικουρούμενα, είναι απαραίτητος ένας γενικός δημοκρατικός νόμος που να εκδοθεί στη βάση του πλέριου δημοκρατισμού της χώρας και ν’ απαγορεύει όλα ανεξάρτητα τα εθνικά προνόμια κάθε μορφής και κάθε λογής παραμέριση είτε περιορισμό στα δικαιώματα που έχουν οι εθνικές μειονότητες» (Στάλιν, η θέση του εθνικού ζητήματος).
Ο Στάλιν όμως, στις νέες «σοβιετικές» συνθήκες θεωρεί ελλιπές το σύνθημα αυτό.

Η εξίσωση των εθνών
«Η εθνική όμως ισοτιμία, που είναι καθαυτή πολιτικό απόκτημα πολύ σοβαρό, κινδυνεύει ωστόσο να μείνει κούφια φράση, αν δεν υπάρχουν αρκετές δυνατότητες και μέσα για τη χρησιμοποίηση του πολύ σοβαρού δικαιώματος».
Από ‘δω απορρέει το καθήκον για το προλεταριάτο των εθνικά αναπτυγμένων χωρών (και στην περίπτωση της Ρωσίας, του μεγαλορωσικού προλεταριάτου) να μπει επικεφαλής δέσμης μέτρων και κατευθύνσεων που θα οδηγήσουν στο «ανέβασμα» των καθυστερημένων εθνών, κάνοντας πράξη κι όχι κούφια φράση την ισοτιμία των εθνών.

Η περιφερειακή εθνικοεδαφική αυτονομία
Όμως στην μαρξιστική σκέψη υπάρχουν και οι ασφαλιστικές δικλείδες για εθνότητες, που ενώ διεκδικούν την εθνική τους ύπαρξη, ωστόσο αδυνατούν να διαχωριστούν από μεγαλύτερους κρατικούς οργανισμούς. Περιφερειακή αυτονομία ονομάζει ο Λένιν αυτή την κατάσταση, ενώ ο Στάλιν επιμένει: «στο πρόγραμμα πρέπει να μπει επίσης ειδική παράγραφος για την εθνικο-εδαφική αυτονομία για τις εθνότητες εκείνες που δεν θα κρίνουν αναγκαίο να ξεχωριστούν» (Στάλιν, «Πάνω στο εθνικό ζήτημα στη Γιουγκοσλαβία»).

Κριτήρια βιωσιμότητας
Οι πλευρές αυτές που συγκροτούν, τελικά τη σοσιαλιστική απάντηση στο εθνικό ζήτημα, δεν αποτέλεσαν ακαδημαϊκές αναζητήσεις αλλά θέσεις που βγήκαν μέσα από το καμίνι της πολιτικής-ταξικής αντιπαράθεσης.
Για τους κομμουνιστές, συνεπώς, είχε αξία οι λύσεις που δίνονταν να μην αποτελούν απλή εφαρμογή των παραπάνω κατευθύνσεων αλλά και να είναι βιώσιμες εθνικά και ταξικά. Θα προσπαθήσουμε επίσης να κωδικοποιήσουμε μερικά από τα κριτήρια βιωσιμότητας των εθνικών λύσεων που προτείνει ο σοσιαλισμός.

Εθνική σύνθεση: «Στην πραγματικότητα, σπάσιμο και παραμόρφωση των συνθηκών του σύγχρονου καπιταλισμού δεν είναι τίποτε άλλο παρά η διατήρηση των μεσαιωνικών, φεουδαρχικών, γραφειοκρατικών, διοικητικών διαιρέσεων… δεν πρόκειται να αμφισβητήσουμε την ανάγκη ν’ αντικατασταθούν οι απαρχαιωμένες διαιρέσεις με διαιρέσεις που ν’ ανταποκρίνονται κατά το δυνατό στην εθνική σύνθεση του πληθυσμού» (Λένιν, «Κριτικά σημειώματα στο εθνικό»).
Όμως αυτό δεν φτάνει, γιατί υπάρχουν και οι μεγάλες πόλεις, όπου η αστικοποίηση έχει περιπλέξει εθνότητες και μειονότητες. «Γι’ αυτό η εθνική σύνθεση του πληθυσμού είναι ένας από τους σπουδαιότερους οικονομικούς παράγοντες μα όχι και ο μοναδικός ούτε ο σπουδαιότερος… Οι μαρξιστές δεν πρέπει να στηρίζονται ολοκληρωτικά και αποκλειστικά στη βάση της ”εθνικο-εδαφικής” αρχής».

Η εθελοντική ένωση απέναντι στον απομονωτισμό
Τα μέτρα που παίρνει το προλεταριακό κόμμα δεν πρέπει να αντικαθιστούν τις πραγματικές αφομοιωτικές διαδικασίες που η ίδια η ζωή έχει ξεκινήσει με τεχνητές διαιρέσεις. Αντίθετα, πρέπει να διευκολύνουν αυτή την αφομοιωτική διαδικασία εκεί όπου είναι όρος προόδου.
Η ένωση όμως των εδαφικών αυτόνομων περιοχών πρέπει να γίνεται αυστηρά σύμφωνα με τη θέληση του τοπικού πληθυσμού.

Δικαιώματα στις μειονότητες
«Προτείνουν να ενωθούν οι διασπαρμένες μειονότητες σε μια ενιαία εθνική ένωση. Οι μειονότητες όμως έχουν ανάγκη όχι από τεχνητές ενώσεις μα από πραγματικά δικαιώματα εκεί μέσα, στον τόπο τους». (Στάλιν, «Το εθνικό ζήτημα στη Ρωσία»). Και συνεχίζει: «Τι συγκινεί ιδιαίτερα την εθνική μειονότητα; Η μειονότητα είναι δυσαρεστημένη όχι γιατί της λείπει το δικαίωμα της μητρικής γλώσσας… Η μειονότητα είναι δυσαρεστημένη όχι γιατί της λείπει η τεχνητή ένωση μα γιατί της λείπουν τα δικά της σχολεία… Η μειονότητα είναι δυσαρεστημένη όχι γιατί της λείπει η εθνική ένωση μα γιατί της λείπει η ελευθερία συνείδησης».
Τα λόγια αυτά ηχούν ακόμη πιο επίκαιρα σήμερα.
Σαν συμπέρασμα μπορούμε να πούμε πως οι σοσιαλιστικές λύσεις στα εθνικά ζητήματα δεν κινούνται πάνω σε τεχνητούς όρους αλλά στους όρους της πραγματικής ζωής, που εξασφαλίζουν τόσο την πραγματική εθνική «ανάσα» όσο και τη φιλία ανάμεσα στα έθνη: Στέρεα βάση, προοδευτική ένωση, διαχωρισμός και σεβασμός στην ιδιαιτερότητα.

Το ιστορικό παράδειγμα της ΕΣΣΔ
Η δημιουργία της ΕΣΣΔ αποτελεί ζωντανό παράδειγμα της σοσιαλιστικής λύσης στο εθνικό ζήτημα.
Δεν αναφέρει τυχαία τα λόγια του Λένιν ο Στάλιν, πως «τα έθνη πρέπει να διαχωριστούν, ν’ αποκτήσουν το δικαίωμα του διαχωρισμού για να ενωθούν» και το συσχετίζει με την λογική που βλέπει ο μαρξισμός το ζήτημα του κράτους, ότι η απονέκρωσή του περνάει μέσα από την ισχυροποίηση της δικτατορίας του προλεταριάτου, δηλαδή του σοσιαλιστικού κράτους.
Αυτή η αντικομφορμιστική και καθόλου συμβατική λογική αποτελεί την πεμπτουσία της αντίληψης πάνω στην οποία στήθηκε η ΕΣΣΔ. Γιατί η ΕΣΣΔ δεν υπάρχει από το 1917. Χρειάστηκαν διαστήματα πολλών συζητήσεων για το μέλλον της νέας ένωσης. Χρειάστηκε ισχυρός διμέτωπος αγώνας τόσο απέναντι στη μεγαλορωσική ή κρατικίστικη λογική που απαιτούσε συγχώνευση εθνών, όσο και στις εθνικιστικές τάσεις των περιφερειών, στην ιδεολογία του παντουρκισμού και στις διάφορες αυτονομιστικές τάσεις.
Η δημιουργία της Ένωσης δεν μπορούσε να πραγματοποιηθεί αν δεν αναγνωριζόταν το δικαίωμα της εθνικής αυτοδιάθεσης όπως αυτό εκτέθηκε πιο πάνω, σ’ όλες του τις πλευρές.  Πειραματίστηκαν με διάφορες μορφές ομοσπονδίας, με το πέρασμα απ’ την ομοσπονδία πάνω στη σοβιετική αυτονομία (Κιργιζία, Μπασκιρία κ.λπ.) στην ομοσπονδία βασισμένη σύμφωνα με ανεξάρτητες σοβιετικές δημοκρατίες (Ουκρανία, Αζερμπαϊτζάν) και ενδιάμεσες βαθμίδες (Τουρκιστάν). Η ΕΣΣΔ, όπως τη γνωρίσαμε οι νεότεροι, υπάρχει μόλις από το 1925 και μετά. Η τέτοια λύση του εθνικού ζητήματος έβγαλε στην επιφάνεια κι έδωσε οντότητα σε μια πρωτοφανέρωτη ποικιλία εθνών και λαών που μέχρι εκείνο το σημείο ήταν χαμένοι ιστορικά.
«Ίσαμε σήμερα τα πράγματα έχουν δείξει ότι η σοσιαλιστική επανάσταση δεν ελάττωσε μα αύξησε τον αριθμό των γλωσσών, γιατί, διεγείροντας τα βάθη των ”κάτω” της ανθρωπότητας και φέρνοντάς τα στην πολιτική σκηνή, αφυπνίζει στον αγώνα για τη νέα ζωή ολόκληρη σειρά από νέες εθνικότητες, που πριν ήταν άγνωστες ή λίγο γνωστές» (Στάλιν, «Λόγος στο Πανεπιστήμιο των λαών της Ανατολής»).
Ζωντανό παράδειγμα μέχρι τις μέρες μας αποτελεί η «Παγκόσμια Ιστορία» της Ακαδημίας Επιστημών της ΕΣΣΔ. Η μόνη Ιστορία που εξετάζει την ιστορική εξέλιξη ταυτόχρονα σε Ανατολή και Δύση, χωρίς να ξεχνά καμία χώρα ή περιοχή του κόσμου. Διαβάζουμε εκεί στον πρόλογο του Β1 τόμου: «Άλλο σοβαρότατο μειονέκτημα της αστικής ιστοριογραφίας είναι ο ευρωκεντρισμός που τη χαρακτηρίζει και που σύμφωνα μ’ αυτόν η ιστορία του αρχαίου κόσμου ανάγεται κυρίως στην ”κλασσική αρχαιότητα” … Οι αστοί επιστήμονες, και όταν ακόμα κατέφευγαν στα μνημεία της ιστορίας της Αρχαίας Κίνας, των Ινδιών και άλλων χωρών της Ανατολής, το μελετούσαν κυρίως από φιλολογική πλευρά, έξω από τη σχέση που είχαν τα μνημεία αυτά με όλο το προτσές της παγκόσμιας ιστορίας, και παρέβλεπαν στην ουσία την ανεκτίμητη προσφορά των λαών της Ανατολής, στο θησαυροφυλάκιο του πανανθρώπινου πολιτισμού».
Είναι φανερό γιατί ο σοσιαλισμός ταυτίστηκε με τη λύση και ύπαρξη του εθνικού ζητήματος στην πρώην ΕΣΣΔ. Η διατήρηση της ρευστότητας στο θέμα αυτό θα διατηρεί αναγκαστικά και την επικαιρότητα του σοσιαλισμού. Ειδικά όταν οι λαοί της πρώην ΕΣΣΔ βιώνουν τις καταστροφικές συνέπειες των εθνικιστικών λύσεων.



Στο τρίτο και τελευταίο μέρος: Η βαλκανική ιδιαιτερότητα του εθνικού ζητήματος, το Μακεδονικό κ.λπ. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου