Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2015

Για την ιμπεριαλιστική διάσταση του καπιταλιστικού συστήματος

 ομιλία του Βασίλη Σαμαρά στην Καρδίτσα (2013)

Μορφές «ανάγνωσης»

Στις μέρες μας έχει ανοίξει μια συζήτηση για τον ιμπεριαλισμό και ταυτόχρονα για σειρά ζητημάτων που συνδέονται με αυτό το θέμα.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια συζήτηση που αφορά την κατάσταση στον κόσμο. Τι υπάρχει, τι συμβαίνει, τι σημαίνει, τι υπαγορεύει.
Σε συνάρτηση με αυτά τίθεται και ένα ακόμα ζήτημα κρίσιμης και αποφασιστικής σημασίας.
Το ζήτημα των τρόπων και μορφών αντιμετώπισης της κατάστασης.
Επειδή η τέτοια ή αλλιώτικη ανάγνωση της πραγματικότητας οδηγεί στη διαμόρφωση και της αντίστοιχης πολιτικής γραμμής αντιμετώπισής της.
Μόνο που δεν συμβαίνει πάντα έτσι. Τις περισσότερες φορές δεν είναι η ανάγνωση της πραγματικότητας που οδηγεί στη διαμόρφωση γραμμής, αλλά η γραμμή που δίνει τα αποφασιστικά κριτήρια ερμηνείας της πραγματικότητας. Ας εξηγηθώ.



Η πραγματικότητα που βιώνουμε, και για να είμαι συγκεκριμένος το καπιταλιστικό ιμπεριαλιστικό σύστημα που κυρίαρχα την διαμορφώνει, μπορεί να ειδωθεί με τρεις κατά βάση τρόπους ή καλύτερα με δυο και έναν ενδιάμεσο. Μπορεί να ειδωθεί σαν ένα σύστημα που υπηρετεί την κοινωνία, την ανάπτυξη, την πρόοδο και συνεπώς οφείλει και μπορεί να συνεχίσει την πορεία του ως έχει.
Από την άλλη μεριά να ειδωθεί σαν ένας κόσμος που έχει ατέλειες έως και σοβαρές οι οποίες ωστόσο μπορούν να θεραπευτούν μέσα στα πλαίσια του συστήματος με βάση τις ίδιες, τις δικές του «εσωτερικές» λειτουργίες.
Και εντελώς αντίθετα μπορεί να ειδωθεί σαν ένας κόσμος όπου κυριαρχούν οι αρνητικές του πλευρές και οι οποίες δεν επιδέχονται καμιάς θεραπείας και που μόνο μια ριζική ανατροπή μπορεί να τους αλλάξει, που μόνο μέσα από την ανατροπή του μπορεί να πραγματοποιηθεί μια τέτοια αλλαγή.
Μιας και ο κόσμος ωστόσο είναι ένας και όχι δύο ή τρεις και τα χαρακτηριστικά του δεδομένα, αυτό που είναι προφανές εδώ είναι πως οι διαφορετικές θεωρήσεις υπαγορεύονται από διαφορετικά κριτήρια, από την διαφορετική σκοπιά θεώρησης της κάθε πλευράς. Και για να είμαστε πιο ακριβείς από την ταξική σκοπιά που με αποφασιστικό τρόπο διαμορφώνει τα θεωρητικά ιδεολογικά και πολιτικά κριτήρια ανάγνωσης της πραγματικότητας.
Έτσι η αστική πλευρά του βλέπει μια χαρά αυτόν τον κόσμο μιας και η ίδια αισθάνεται μια χαρά σ’ αυτόν και δεν βλέπει κανέναν λόγο να αλλάζουν τα πράγματα.
Η «ενδιάμεση» μικροαστική πλευρά αισθάνεται κάπως «άβολα» στα πλαίσιά του, επιθυμεί αλλαγές και διαφοροποιήσεις αλλά όχι σε βάση σύγκρουσης και ριζικών ανατροπών.
Αντίθετα η εργατική πλευρά, η πλευρά των λαϊκών μαζών είναι που τον βλέπει εντελώς αρνητικά, ακριβώς επειδή αυτές κουβαλάν το βάρος των αρνητικών αυτού του κόσμου, την εκμετάλλευση, την καταπίεση. Και είναι αυτό που τις ωθεί σε απόψεις ανατρεπτικές, επαναστατικές.
Όσο χοντροκομμένοι κι αν φαίνονται σε ορισμένους αυτοί οι διαχωρισμοί, όχι μόνο ισχύουν αλλά στην πραγματικότητα αποτελούν και την βάση όλων των διαφορετικών θεωρήσεων σε όλα τα πεδία και σε όλες τις μορφές και εκφράσεις της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.
Το αν σε ορισμένα ζητήματα αυτός ο διαχωρισμός προβάλλει πιο αδρά και ευδιάκριτα και σε άλλα πιο θολά ή και υπάρχουν περιπτώσεις όπου συμπλέκονται στοιχεία διαφορετικών αφετηριών και θεωρήσεων δεν αλλάζει η ουσία του πράγματος. Άλλωστε ακόμη και σ’ αυτές τις περιπτώσεις υπάρχει κατά κανόνα το κεντρικό στοιχείο αυτό που δίνει το στίγμα και παραπέμπει στην αντίστοιχη βασική αφετηρία θεώρησης.

Ο ιμπεριαλισμός υπάρχει

Με ανάλογο τρόπο αντιμετωπίζεται και το ζήτημα του ιμπεριαλισμού. Σ’ όλον αυτόν τον «πλούτο» θεωρήσεων που έχει γνωρίσει η πολιτική φιλολογία και που ανθεί και στις μέρες μας (εκτός εννοείται της λενινιστικής κομμουνιστικής) υπάρχουν ορισμένα κοινά στοιχεία. Εκδηλώνονται τάσεις υποβάθμισης έως εξαφανίσεως της ιμπεριαλιστικής διάστασης του καπιταλιστικού συστήματος ή -το λιγότερο- στρεβλής και αποπροσανατολιστικής αντιμετώπισης που οδηγεί στο ίδιο αποτέλεσμα.
Στην πραγματικότητα όλες αυτές οι απόψεις, ακόμα και εκείνες που εμφανίζονται σαν αριστερές ή και …επαναστατικές, δεν αποτελούν παρά ιδιόμορφες παραλλαγές της αστικής θεώρησης αυτού του ζητήματος.
Και όσον αφορά την αστική πλευρά, όπως συστηματικά επιχειρεί τον εξωραϊσμό του καπιταλιστικού συστήματος, με τον ίδιο τρόπο επιχειρεί και τον εξωραϊσμό της ιμπεριαλιστικής του διάστασης. Στόχος της η εξαπάτηση, ο αποπροσανατολισμός, η αδρανοποίηση αντιστάσεων και αντιδράσεων. Έτσι η διεθνής ιμπεριαλιστική δράση του κεφαλαίου αυτό στο οποίο υποτίθεται στοχεύει είναι η διεύρυνση των κάθε είδους συναλλαγών και στην κατεύθυνση ανάπτυξης των καθυστερημένων χωρών και συνολικά της παγκόσμιας οικονομίας, τον εκδημοκρατισμό, τον εκπολιτισμό, την πρόοδο εν γένει συνολικά της ανθρωπότητας. Με τέτοιου είδους «επιχειρήματα» ντύνουν την καταλήστευση του μεγαλύτερου μέρους του πλανήτη με τα ίδια και οι βάρβαρες ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις βαφτίζονται επεμβάσεις ειρήνευσης και ανθρωπιστικού χαρακτήρα.
Δεν θα περιμέναμε βέβαια τίποτε διαφορετικό από αυτούς, όσο κι αν μας εξοργίζει το θράσος και ο κυνισμός τους. Το ζήτημα είναι ότι και η μικροαστική-ρεφορμιστική οπορτουνιστική κριτική του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος, αποδέχεται και χρησιμοποιεί βασικά στοιχεία της αστικής θεώρησης και επιχειρηματολογίας. Βασικό -και κοινό- στοιχείο των τέτοιου είδους θεωρήσεων, το ότι η ιμπεριαλιστική διάσταση του συστήματος υποβαθμίζεται έως εξαφανίσεως από την οπτική τους. Αλλά και σε ορισμένους που τους είναι δύσκολο να αγνοήσουν τις ιμπεριαλιστικές εκφράσεις του συστήματος τις αντιμετωπίζουν με στρεβλό τρόπο που αφού παρακάμψουν τον «παρωχημένο» για τις αντιλήψεις τους Λένιν οδηγούνται σε απόψεις που περισσότερο δημιουργούν συγχύσεις, συσκοτίζουν, αποπροσανατολίζουν.
Θα αναφερθώ αναλυτικά σε όλες αυτές τις απόψεις παρακάτω. Θα ήθελα ωστόσο προκαταρκτικά να σημειώσω ορισμένα πράγματα. Οι φορείς τέτοιου είδους αντιλήψεων που «προσπερνούν» τον ιμπεριαλισμό για να αφοσιωθούν τάχα στην ανάλυση του καπιταλισμού, παραγνωρίζουν θεμελιακά στοιχεία όχι απλά και μόνο του ιμπεριαλισμού αλλά του ίδιου του καπιταλιστικού συστήματος. Μάλλον τους «διαφεύγει» ότι ο Λένιν όταν αναλύει τον ιμπεριαλισμό ξεκινάει και βασίζεται στην ανάλυση του …καπιταλιστικού συστήματος.
Αυτά λοιπόν που συνοπτικά κατ’ αρχάς μπορούμε να πούμε σε σχέση με αυτό το ζήτημα είναι:
Ότι ο ιμπεριαλισμός σαν έκφραση του καπιταλιστικού συστήματος δεν είναι κάτι που έρχεται «απ’ έξω» και παραμένει σαν «εξωτερικό» του γνώρισμα (και σαν τέτοιο ίσως και «προσωρινό») αλλά γεννιέται από το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα με βάση τη φύση, τα χαρακτηριστικά και την λειτουργία του.
Ότι τα στοιχεία και χαρακτηριστικά που οδήγησαν στο πέρασμα στην ιμπεριαλιστική του περίοδο ενυπάρχουν μέσα στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα εξ ‘αρχής αλλά σε ορισμένη βαθμίδα. Αναπτυσσόμενα σε μια πορεία γίνονται κυρίαρχα, σηματοδοτούν το πέρασμα του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο και το χαρακτηρίζουν.
Ότι με βάση αυτά τα χαρακτηριστικά και αυτή την λειτουργία το καπιταλιστικό σύστημα ήταν αναπόφευκτο να περάσει στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο και πουθενά αλλού.
Ότι ο καπιταλισμός δεν μπορεί να διαχωριστεί από την ιμπεριαλιστική του διάσταση, δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς αυτήν, δεν μπορεί να «ζήσει» χωρίς αυτήν.
Ότι αυτή η εξέλιξη έχει ενσωματώσει και αναπτύξει στο έπακρο τα πιο αντιδραστικά χαρακτηριστικά, όχι απλά και μόνο του καπιταλιστικού συστήματος αλλά όλης της ανθρώπινης ιστορίας.
Ότι με βάση αυτά έχει διαμορφωθεί σ’ ένα σύστημα καταστροφικό, εγκληματικό, σάπιο, τόσο ώστε να αναδείχνεται σαν μοναδική διέξοδος για την ανθρωπότητα η ανατροπή του και το πέρασμα σε μια άλλη, μια σοσιαλιστική κοινωνία.

Η κατά Μαρξ «εξωτερική» δράση του κεφαλαίου

Σε σχέση με όλα αυτά και πριν φτάσουμε στον Λένιν, έχει ένα ορισμένο ενδιαφέρον να περάσουμε από τον …Μαρξ.
Στο κεφάλαιο για την αρχική συσσώρευση ο Μαρξ (1ος τόμος του Κεφαλαίου) αναλύει διεξοδικά το πώς πραγματοποιήθηκε αυτή χρησιμοποιώντας σαν υπόδειγμα βασικά την Αγγλία. Μια εξέλιξη που περιλάμβανε δυο βασικά στοιχεία. Την ιδιοποίηση όλων των μέσων παραγωγής από το κεφάλαιο από τη μια και τη δημιουργία ενός εργατικού πληθυσμού από την άλλη που καθώς είχε απογυμνωθεί από τα όποια μέσα παραγωγής διέθετε έως τότε, δεν είχε άλλη διέξοδο από το να πουλήσει την εργατική του δύναμη στο κεφάλαιο και με τους όρους του κεφαλαίου. Μια εξέλιξη που προωθήθηκε με τη χρήση της κρατικής εξουσίας με τους πιο βίαιους τρόπους και σηματοδότησε το πέρασμα από την προκαπιταλιστική στην καθαυτή καπιταλιστική περίοδο.
Ταυτόχρονα κάνει σημαντικές αναφορές για τον ρόλο που έπαιξε και τη συμβολή που είχε σ’ αυτή τη συσσώρευση η «εξωτερική» δράση του κεφαλαίου και ειδικότερα το αποικιοκρατικό σύστημα.
Αναφερόμενος μάλιστα στους αργούς ρυθμούς κεφαλαϊκής συσσώρευσης αναφέρει: «Ωστόσο η καρκινοβασία αυτής της μεθόδου δεν ανταποκρινόταν με κανέναν τρόπο στις εμπορικές ανάγκες της νέας παγκόσμιας αγοράς που είχαν δημιουργήσει οι μεγάλες ανακαλύψεις στο τέλος του 15ου αιώνα».
Όσο για την «διέξοδο» που αναζητήθηκε και τις μορφές με τις οποίες προωθήθηκε αναφέρει: «Η ανακάλυψη των χρυσωρυχείων και των ασημωρυχείων στην Αμερική, το ξερίζωμα, το σκλάβωμα και το θάψιμο του ντόπιου πληθυσμού μέσα στα ορυχεία, η έναρξη της κατάκτησης και της λεηλασίας των ανατολικών Ινδιών, η μετατροπή της Αφρικής σε περίφραγμα για να κυνηγούν οι έμποροι τους μελανόδερμους χαρακτηρίζουν την αυγή του κεφαλαιοκρατικού παραγωγικού αιώνα. Αυτές οι ειδυλλιακές διαδικασίες είναι κυρίαρχες φάσεις της αρχικής σώρευσης. Πόδι-πόδι ακολουθεί ο εμπορικός πόλεμος των ευρωπαϊκών εθνών με θέατρο την υδρόγειο.
Ανοίγει με την αποσκίρτηση των Κάτω Χωρών από την Ισπανία, παίρνει γιγάντια έκταση στον αντιγιακωβίνικο πόλεμο της Αγγλίας, εξακολουθεί ακόμα στους πολέμους του οπίου ενάντια στην Κίνα κ.λπ.»
«Η ιστορία της ολλανδικής αποικιοκρατίας -και η Ολλανδία ήταν το πρότυπο κεφαλαιοκρατικό έθνος του 17ου αιώνα- ξετυλίγει μια ανυπέρβλητη εικόνα προδοσίας, δωροδοκίας, δολοφονίας και προστυχιάς. Τίποτε πιο χαρακτηριστικό από το σύστημα ανθρωποκλοπής στο Σελέμπες για να προμηθευτεί δούλους στην Ιάβα … Τα αρπαγμένα νιάτα τα έκρυβαν σε μυστικές φυλακές του Σελέμπες ώσπου να γίνουν ώριμα για το φόρτωμα στα σκλαβοκάραβα».
«Το αποικιακό σύστημα ωρίμασε σαν σε θερμοκήπιο το εμπόριο και τη ναυτιλία. Οι εταιρείες-μονοπώλια στάθηκαν ρωμαλέοι μοχλοί της κεφαλαιοκρατικής συγκέντρωσης. Στα βιοτεχνεία που ξεφύτρωναν ολοένα, η αποικία εξασφάλιζε αγορά και μια σώρευση δυναμωμένη από το εμπορικό μονοπώλιο. Ο θησαυρός ο λαφυραγωγημένος με το διαγούμισμα, το σκλάβωμα και το φονικό ξαναχυνόταν στην Μητρόπολη και μετατρεπόταν εκεί σε κεφάλαιο».
«Το Λίβερπουλ έγινε μεγάλο με βάση το δουλεμπόριο… Το Λίβερπουλ απασχολούσε το 1730 στο δουλεμπόριο 15 πλοία. Το 1751 53, το 1760 74, το 1770 96 και το 1792 132 πλοία».
Οι φρικαλέες μέθοδοι που χρησιμοποιούνταν προκαλούσαν την αγανάκτηση ορισμένων ανθρώπων. Όπως μας πληροφορεί ο Μαρξ: «Για το χριστιανικό αποικιακό σύστημα λέει ένας άνθρωπος που έχει αποκτήσει ειδικότητα στον χριστιανισμό, ο Ου. Χάουϊτ: ”Οι βαρβαρότητες και οι ανόσιες φρικαλεότητες των λεγόμενων χριστιανικών φυλών σε κάθε περιοχή του κόσμου και απέναντι σε κάθε λαό που μπορούσαν να υποδουλώσουν δεν βρίσκουν παράλληλές τους σε οποιονδήποτε αιώνα της παγκόσμιας ιστορίας σε οποιαδήποτε φυλή όσο κι αν είναι άγρια και αμόρφωτη, αναίσθητη και αδιάντροπη”».
Και για να δώσουμε ένα ακόμη παράδειγμα αυτής της φρίκης όπως το παραθέτει ο Μαρξ: «Εκείνοι οι σαρακοστιανοί δεξιοτέχνες του προτεσταντισμού, οι πουριτανοί της Νέας Αγγλίας, έβαζαν βραβεία (1774) … για ανδρικά κρανία (ερυθρόδερμων) από 12 χρονών και πάνω. 100 λίρες για άνδρες αιχμάλωτους, 105 λίρες για γυναίκες αιχμαλώτους και παιδιά, 55 λίρες για κρανία γυναικών και 50 λίρες για κρανία παιδιών».
Πέρα από τα προηγούμενα αναπτύσσονταν και μέθοδοι που εμπεριείχαν χαρακτηριστικά στοιχεία της εξέλιξης και μετεξέλιξης του καπιταλιστικού συστήματος. Από τον Μαρξ και πάλι: «Τώρα όμως έρχεται ο Κάρεϊ και κατηγορεί, όχι άδικα βέβαια, την Αγγλία ότι προσπαθεί να μετατρέψει κάθε άλλη χώρα σε απλό γεωργικό λαό που βιομήχανός του θα είναι η Αγγλία. Υποστηρίζει ότι μ’ αυτό τον τρόπο η Τουρκία χαντακώθηκε επειδή (η Αγγλία) ”δεν άφησε ποτέ τους ιδιοκτήτες και τους καλλιεργητές της γης να δυναμώσουν την φυσική συμμαχία ανάμεσα στο αλέτρι και τον αργαλειό, στο σφυρί και στον βολοκόπο”».
Και ακόμη: «Στις εξαρτημένες τους γειτονικές χώρες κάθε βιομηχανία ξεριζώθηκε με τη βία όπως λ.χ. η Ιρλανδική εριουργία από την Αγγλία».
Και σε ακόμη ευρύτερη κλίμακα: «Η αγγλική εταιρία των Ανατολικών Ινδιών πήρε καθώς ξέρουμε εκτός από την πολιτική κυριαρχία στις ανατολικές Ινδίες και το αποκλειστικό μονοπώλιο του τσαγιού καθώς και του κινέζικου εμπορίου γενικά και της μεταφοράς των εμπορευμάτων από και προς την Ευρώπη. Αλλά και η ακτοπλοΐα των Ινδιών και ανάμεσα στα νησιά καθώς και το εσωτερικό εμπόριο των Ινδιών έγιναν μονοπώλιο των ανώτερων υπαλλήλων της εταιρίας. Το μονοπώλιο του αλατιού, του οπίου, του πιπεριού και άλλων εμπορευμάτων έγιναν ανεξάντλητα μεταλλεία πλουτισμού … Μεγάλες περιουσίες αναπηδούσαν σαν τα μανιτάρια μέσα σε μια μέρα».
Στην Ινδία «ανάμεσα 1769 και 1770 οργάνωσαν οι Άγγλοι έναν λιμό εξαγοράζοντας όλο το ρύζι και αρνούμενοι τη μεταπούλησή του εκτός αν πληρώνονταν μυθικές τιμές».
Στο ίδιο διάστημα αναπτύσσονται το τραπεζικό σύστημα, η επικερδής για το κεφάλαιο χρησιμοποίηση της δημόσιας πίστης, του δημόσιου χρέους, του φορολογικού συστήματος. Πάντα με κρατική κάλυψη και στήριξη και χρήση της κρατικής βίας για την επιβολή τους είτε στο εσωτερικό είτε απέναντι σε χώρες ανταγωνιστικές. Οι διαδρομές και η εξέλιξη αυτών των παραγόντων επέδρασαν καθοριστικά στις μορφές και την πορεία της κεφαλαϊκής συσσώρευσης από τις προκαπιταλιστικές περιόδους μέχρι την καθ’ αυτή καπιταλιστική, από τις μεσαιωνικές ιταλικές πόλεις όπως η Γένοβα και η Βενετία μέχρι την Αγγλία. Ή όπως γράφει ο Μαρξ:
«Οι διάφορες φάσεις της αρχικής σώρευσης μοιράζονται τώρα λίγο-πολύ σε χρονική συνέχεια για κύριο λόγο στην Ισπανία, την Πορτογαλία, Ολλανδία, Γαλλία, Αγγλία».
Και όπως χαρακτηριστικά αναφέρει:
«Η Ολλανδία που πρώτη ανέπτυξε πέρα και πέρα το αποικιακό σύστημα βρισκόταν κιόλας το 1648 στο απόγειο του εμπορικού της μεγαλείου. Είχε τη σχεδόν αποκλειστική κατοχή του εμπορίου των Ανατολικών Ινδιών και της επικοινωνίας ανάμεσα στη νοτιοδυτική και βορειοανατολική Ευρώπη. Τα ψαράδικά της, το ναυτικό της, τα βιοτεχνεία της, ξεπερνούσαν κάθε άλλης χώρας. Τα κεφάλαια της δημοκρατίας ήταν ίσως τα σημαντικότερα από τα κεφάλαια όλης μαζί της άλλης Ευρώπης».
Ταυτόχρονα ο Μαρξ μας δίνει και τον βασικό παράγοντα που στα πλαίσια της ανισόμετρης ανάπτυξης της ιστορικής εξέλιξης επέφερε βασικές μεταβολές στην διάταξη και τον ρόλο των διαφόρων δυνάμεων.
«Σήμερα η βιομηχανική υπεροχή σέρνει μαζί της και την εμπορική υπεροχή. Αντίθετα στην κύρια βιοτεχνική περίοδο, η εμπορική υπεροχή είναι εκείνη που δίνει την βιομηχανική επικράτηση. Από τούτο βγαίνει ο κυρίαρχος ρόλος που έπαιζε τότε το αποικιακό σύστημα».
Πολύ σημαντικές οι αναφορές του στον ρόλο των τραπεζών, της δημόσιας πίστης και βεβαίως στον ρόλο του κράτους.
«Στην Αγγλία με το τέλος του 17ου αιώνα συγκεντρώνονται συστηματικά σε αποικιακό σύστημα, σύστημα δημόσιου χρέους, σύγχρονο φορολογικό σύστημα και προστατευτικό σύστημα».
«Το σύστημα της δημόσιας πίστης, δηλαδή των κρατικών χρεών, που τις πηγές του ανακαλύπτουμε τον μεσαίωνα στη Γένουα και τη Βενετία κατάκτησε όλη την Ευρώπη στο διάστημα της βιοτεχνικής περιόδου. Το αποικιακό σύστημα με το θαλασσινό του εμπόριο και τους εμπορικούς του πολέμους του χρησίμεψε σαν θερμοκήπιο».
«Το δημόσιο χρέος γίνεται ένας από τους πιο ενεργητικούς μοχλούς της αρχικής σώρευσης. «Σαν με χτύπημα του μαγικού ραβδιού προικίζει το απαράγωγο κεφάλαιο με γενοβολική δύναμη και έτσι το μετατρέπει σε κεφάλαιο χωρίς για τούτο να έχει ανάγκη να εκτεθεί στον μόχθο και τον κίνδυνο τον αχώριστο από την βιομηχανική και ακόμα την τοκογλυφική τοποθέτησή του».
«Από τη γέννησή τους οι μεγάλες τράπεζες όσες στολίστηκαν με εθνικά χρεόγραφα ήταν μόνο και μόνο εταιρείες από ιδιώτες κερδοσκόπους, που στέκονταν στο πλευρό των κυβερνήσεων και χάρη στα προνόμια που έπαιρναν ήταν σε θέση να προκαταβάλουν χρήμα. Έτσι η σώρευση του κρατικού χρέους δεν έχει πιο άσφαλτο βαθμόμετρο από το διαδοχικό ανέβασμα των μετοχών αυτών των τραπεζών που η πλέρια τους ανάπτυξη χρονολογείται από την ίδρυση της Τράπεζας της Αγγλίας (1694)».
«Με τα κρατικά χρέη γεννήθηκε και ένα διεθνοπιστωτικό σύστημα που πολλές φορές κρύβει μια από τις πηγές της αρχικής σώρευσης … Πολύ κεφάλαιο που σήμερα προβάλει στις Ενωμένες Πολιτείες χωρίς πιστοποιητικό γέννησής του είναι μόλις χτες κεφαλαιοποιημένο στην Αγγλία παιδιάτικο αίμα».
«Αφού το κρατικό χρέος έχει το στήριγμά του στο εθνικό εισόδημα που πρέπει να καλύψει τους τόκους κ.λπ., πληρωμές της χρονιάς, γι’ αυτό έγινε και το σύγχρονο φορολογικό σύστημα αναγκαίο ολοκλήρωμα του συστήματος των εθνικών δανείων … Έτσι η σύγχρονη φορολογία που κεντρικός της άξονας είναι οι φόροι πάνω στα πιο αναγκαία βιοτικά μέσα έχει μέσα του το σπέρμα μιας αυτόματης προώθησης».
«Αυτές οι μέθοδες βασίζονται ορισμένες στην πιο βάναυση βία λ.χ. το αποικιακό σύστημα. Όλες όμως μεταχειρίζονται την κρατική εξουσία, την συγκεντρωμένη και οργανωμένη βία της κοινωνίας για να επιταχύνουν θερμοκηπιακά τη διαδικασία μετατροπής του φεουδαρχικού στον κεφαλαιοκρατικό τρόπο παραγωγής και να συντομέψουν τις μεταβατικές φάσεις».
Για να καταλήξει με όλα αυτά:
«Αποικιακό σύστημα, κρατικά χρέη, φορολογικά βάρη, εμπορικοί πόλεμοι κ.λπ., αυτά τα βλαστάρια της βιοτεχνικής περιόδου εξογκώνονται γιγάντια μέσα στην παιδική περίοδο της μεγάλης βιομηχανίας».
Αυτά τα «βλαστάρια της βιοτεχνικής περιόδου» που, όπως αναφέρει ο Μαρξ, «εξογκώνονται» γιγάντια στην «παιδική περίοδο της μεγάλης βιομηχανίας», εξογκώθηκαν ακόμη περισσότερο στην περίοδο της άνδρωσης του καπιταλισμού για να υπερδιογκωθούν ακόμα πιο πολύ και κυριαρχώντας για να οδηγήσουν στο πέρασμα του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο. Η συγκέντρωση της παραγωγής ως προπομπός της γέννησης των μονοπωλίων, ο ρόλος των τραπεζών και η αυξανόμενη σημασία των χρηματικών μορφών εμπεριείχαν τα σπέρματα γέννησης του χρηματιστικού κεφαλαίου. Η εισροή πλούτου από τις αποικίες και η κεφαλαιοποίησή του στις Μητροπόλεις. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις δυνάμεις της κάθε εποχής για το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα του κόσμου. Όλα αυτά που σαν στοιχεία χαρακτήριζαν τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και που αναπτυσσόμενα στο έπακρο κάναν αναπόφευκτο το πέρασμα του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο. Αλλά καλύτερα ας δώσουμε τον λόγο στον Λένιν.

Ο Λένιν για τον ιμπεριαλισμό

Η συγκέντρωση της παραγωγής και το μονοπώλιο

Ήδη ο Μαρξ, αναφέρει ο Λένιν, είχε καταδείξει ότι στον καπιταλισμό υπάρχει σαν βασική η τάση συγκέντρωσης συγκεντροποίησης της παραγωγής.
Αυτή η συγκέντρωση της παραγωγής οδηγεί στο μονοπώλιο, δηλαδή την αναίρεση του ελεύθερου συναγωνισμού που χαρακτήριζε την προμονοπωλιακή περίοδο του καπιταλισμού. Αυτή την μεταβολή στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, τη θεωρεί ο Λένιν σαν βασικό στοιχείο περάσματος του καπιταλισμού στην ιμπεριαλιστική του περίοδο.
Τα μονοπώλια αναιρούν ολοκληρωτικά τον ελεύθερο ανταγωνισμό. Προχωρώντας στις νέες «συνδυασμένες» επιχειρήσεις (τη συνένωση διαφορετικών κλάδων) καθορίζουν τιμές, προσδιορίζουν τις πηγές πρώτων υλών στη χώρα και τον κόσμο και «τις αρπάζουν στα χέρια τους». Αυτή η εξέλιξη επιταχύνεται μέσα από τις περιοδικές κρίσης. Δηλαδή την καταστροφή σειράς μικρών επιχειρήσεων ή την απορρόφησή τους από μεγαλύτερες.
Πιο συγκεκριμένα αναφέρεται στην κρίση του 1873 όπου αρχίζουν και αναπτύσσονται τα μονοπώλια ενώ με την κρίση του 1900-1903 γίνονται κυρίαρχα. Από τις αρχές του 20ου αιώνα, αναφέρει ο Λένιν, τα μονοπώλια γίνονται μια από τις βάσεις όλης της οικονομικής ζωής.

Ο νέος ρόλος των Τραπεζών

Η βασική πρωταρχική πράξη που προσδιόρισε τον ρόλο των τραπεζών είναι (ήταν) η μεσολάβηση στις πληρωμές. Σε σχέση μ’ αυτό οι τράπεζες (συγκεντρώνοντας τα σκόρπια μικρομεσαία κεφάλαια και αποταμιεύσεις) μετατρέπουν το αδρανές χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο σε ενεργό.
Στο βαθμό ωστόσο που η συγκέντρωση προχωράει και στον τραπεζικό τομέα οι τράπεζες μετεξελίσσονται σε πανίσχυρους μονοπωλητές που διαθέτουν σχεδόν όλο το χρηματικό κεφάλαιο των καπιταλιστών αλλά και των μικρονοικοκυραίων. Μέσα απ’ αυτό αποκτούν την δυνατότητα να ελέγχουν τις επιχειρήσεις καθώς μπορούν πλέον να γνωρίζουν τι συμβαίνει με την κάθε επιχείρηση. Συνακόλουθα να αποφασίζουν για το αν και πόσο θα χρηματοδοτηθεί, με ποιους όρους κ.λπ.
Όταν αυτό στα πλαίσια της όλο και αναπτυσσόμενης τάσης συγκέντρωσης αποκτάει γιγαντιαίες διαστάσεις οι τράπεζες μετατρέπονται σε μονοπωλητές που έχουν τη δυνατότητα να ελέγχουν αλλά και να κατευθύνουν το σύνολο της βιομηχανικής εμπορικής δραστηριότητας μιας χώρας.
Και αναφερόμενος στον Μαρξ λέει:
«Οι τράπεζες, έγραφε ο Μαρξ στο Κεφάλαιο, δημιουργούν σε κοινωνική κλίμακα την μορφή αλλά ακριβώς τη μορφή μιας γενικής λογιστικής και γενικής κατανομής των μέσων παραγωγής».
Σ’ αυτή την εξέλιξη των τραπεζών αναπτύσσονται σχέσεις και στοιχεία που οδηγούν στην δημιουργία του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Αναπτύσσεται το φαινόμενο στελέχη των τραπεζών να «περνάν» στις διοικήσεις εμπορικών και βιομηχανικών επιχειρήσεων και αντίστροφα.
Αυτή η «προσωπική ένωση», όπως την χαρακτηρίζει ο Λένιν, δεν περιορίζεται στη σχέση τραπεζών και επιχειρήσεων αλλά εκφράζεται και στην σχέση των καπιταλιστικών επιχειρήσεων με την κυβέρνηση και το κράτος. Στελέχη της μιας πλευράς περνάν στην άλλη και αντίστροφα. Το φαινόμενο της διαπλοκής, όπως θα λέγαμε σήμερα, δεν είναι καθόλου σημερινό ούτε περιορίζεται σε ορισμένες χώρες.
Συνολικά έχουμε μια διαδικασία σύμφυσης του τραπεζικού με το βιομηχανικό κεφάλαιο και την μετατροπή των τραπεζών σε ιδρύματα «καθολικού χαρακτήρα».
Με βάση αυτή την εξέλιξη ο 20ος αιώνας είναι το σημείο της ριζικής στροφής από τον παλιό καπιταλισμό στον νέο, από την κυριαρχία του κεφαλαίου γενικά στην κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου.

Για το χρηματιστικό κεφάλαιο ειδικότερα

Η συγκέντρωση λοιπόν της παραγωγής, η δημιουργία μονοπωλίων, ο νέος ρόλος των τραπεζών οδηγεί στην σύμφυση των τραπεζών με την βιομηχανία και τη δημιουργία του χρηματιστικού κεφαλαίου. Πέρα από την «προσωπική ένωση», όπως προαναφέρθηκε, βασικά συστατικά στοιχεία αυτής της εξέλιξης αποτελούν. Από τη μια τον έλεγχο από τις τράπεζες του κεφαλαίου που χρησιμοποιούν οι βιομηχανικές και εμπορικές επιχειρήσεις. Από την άλλη την τοποθέτηση μέρους αυτού του (τραπεζικού) κεφαλαίου στις επιχειρήσεις για να το κατοχυρώσουν προσδίδοντάς του υλική υπόσταση.
Διαμορφωνόμενο με αυτό τον τρόπο το χρηματιστικό κεφάλαιο αναπτύσσει και προωθεί τους δικούς του ιδιαίτερους τρόπους δράσης και κερδοφορίας πέρα από τους ήδη υπάρχοντες. Μέσω της μετοχοποίησης δημιουργούνται εταιρείες-«μητέρες» και εταιρείες-«θυγατέρες». Με αυτό τον τρόπο και μέσα από τον έλεγχο μιας μητρικής εταιρείας αποκτιέται η δυνατότητα ελέγχου πολλαπλάσιου κεφαλαίου.
Το χρηματιστικό κεφάλαιο βγάζει τεράστια και διαρκώς αυξανόμενα κέρδη, από την ίδρυση εταιρειών, την έκδοση χρεογράφων από κρατικά δάνεια, σταθεροποιώντας την κυριαρχία του και επιβάλλοντας σ’ όλη την κοινωνία έναν φόρο υποτέλειας στα μονοπώλια.
Ανοίγοντας τέτοιους δρόμους τα διοικητικά συμβούλια των μετοχικών εταιρειών επιδίδονται ολοένα και πιο τολμηρά απ’ ό,τι οι ατομικές επιχειρήσεις σε ριψοκίνδυνες υποθέσεις. Άμεση σχέση μ’ αυτό έχει και το ότι η υπερκεφαλαιοποίηση γίνεται και στη βάση υπολογισμού μελλοντικών κερδών (και όχι απαραίτητα βεβαιωμένων) κ.λπ.
(Αν αυτά σας θυμίζουν την δράση των λεγόμενων golden boys στις μέρες μας καλώς σας την θυμίζουν).
«Χαρακτηριστικό του καπιταλισμού», σημειώνει ο Λένιν, «είναι ότι χωρίζει την ιδιοκτησία του κεφαλαίου από τη χρησιμοποίησή του, το χρηματικό κεφάλαιο από το παραγωγικό, του εισοδηματία από του επιχειρηματία και απ’ όλα τα πρόσωπα που συμμετέχουν στην παραγωγή».
«Ο ιμπεριαλισμός ή η κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου είναι η ανώτατη εκείνη βαθμίδα όπου ο χωρισμός αυτός παίρνει πελώριες διαστάσεις. Η υπεροχή του χρηματιστικού κεφαλαίου πάνω σ’ όλες τις μορφές του κεφαλαίου σημαίνει την κυριαρχία της χρηματιστικής ολιγαρχίας και σημαίνει το ξεχώρισμα μερικών κρατών που κατέχουν την χρηματιστική δύναμη».
«Σχεδόν όλος ο υπόλοιπος κόσμος παίζει έτσι κι αλλιώς τον ρόλο του οφειλέτη και του φόρου υποτελή στις χώρες που είναι διεθνείς τραπεζίτες, σ’ αυτούς τους τέσσερις «στύλους» του παγκόσμιου χρηματιστικού κεφαλαίου. (Αγγλία-Γαλλία-Γερμανία-ΗΠΑ- Αυτή ήταν η «σειρά» τότε). «Ο καπιταλισμός που άρχισε την ανάπτυξή του από το μικρό τοκογλυφικό κεφάλαιο, τελειώνει την ανάπτυξή του με το γιγάντιο τοκογλυφικό κεφάλαιο».

Η εξαγωγή του κεφαλαίου

Για τον παλιό καπιταλισμό το χαρακτηριστικό ήταν η εξαγωγή εμπορευμάτων.
Για τον νεότατο καπιταλισμό των μονοπωλίων χαρακτηριστική είναι η εξαγωγή κεφαλαίων.
Η πρώτη χώρα που έγινε -ολοκληρωμένα- καπιταλιστική ήταν η Αγγλία και προς τα μέσα του 19ου αιώνα. Καθιερώνοντας το ελεύθερο εμπόριο διεκδικούσε τον ρόλο του «εργαστηρίου του κόσμου», του προμηθευτή βιομηχανικών προϊόντων σ’ όλες τις χώρες που σ’ αντάλλαγμα έπρεπε να την εφοδιάζουν με πρώτες ύλες. Αυτό όμως το μονοπώλιο της Αγγλίας υποσκάφτηκε το τελευταίο κιόλας τέταρτο του 19ου αιώνα. Μια σειρά άλλες χώρες αφού υπεράσπισαν τον εαυτό τους με «προστατευτικούς» τελωνειακούς δασμούς εξελίχθηκαν σε αυτοτελή καπιταλιστικά κράτη.
(Ας κρατηθεί εδώ υπό σημείωση το ότι ο βασικός όρος για την αυτοτελή καπιταλιστική ανάπτυξη χωρών όπως η Γαλλία, η Γερμανία, οι ΗΠΑ κ.ά. υπήρξε η «προστασία» της δικής τους παραγωγής. Ας συγκριθεί αυτό το δεδομένο με τις «ελευθερίες» -συναλλαγών κ.λπ.- που επέβαλαν οι ιμπεριαλιστικές χώρες στις αδύναμες με το πρόσχημα της υποτιθέμενης «παγκοσμιοποίησης».)
Με βάση αυτές τις εξελίξεις και την ανάπτυξη αυτών των χωρών δημιουργήθηκε ένα τεράστιο απόθεμα κεφαλαίου που δεν μπορούσε να βρει στο εθνικό πεδίο τις κερδοφόρες διεξόδους που αναζητούσαν οι κεφαλαιοκράτες.
Αυτό το κεφάλαιο αναζήτησε δρόμους κερδοφορίας στο εξωτερικό με την εξαγωγή του στις καθυστερημένες χώρες, όπου το κέρδος ήταν κατά κανόνα μεγαλύτερο, επειδή εκεί υπήρχε έλλειψη κεφαλαίων, η τιμή της γης χαμηλή, οι πρώτες ύλες φθηνές όπως και τα μεροκάματα.
Έτσι από τις αρχές του 20ου αιώνα έχουμε μια γιγαντιαία αύξηση της εξαγωγής κεφαλαίων.
Μια άλλη μορφή αυτής της εξαγωγής κεφαλαίων ήταν τα δάνεια στις υπανάπτυκτες χώρες. Εδώ εκτός από τους τόκους και τις προμήθειες των τραπεζών αυτά τα δάνεια κατά κανόνα συνοδεύονταν και από συμφωνίες διαφόρων παραχωρήσεων προς τους δανειστές, όπως ανάληψη έργων, ελλιμενισμοί κ.ά., πολλές φορές και από συμφωνίες για παραγγελίες στις χώρες-δανειστές όπως όπλα κ.ά. δίνοντας έτσι ώθηση και στην εξαγωγή εμπορευμάτων.
Έτσι οι χώρες-δανειστές κερδίζουν διπλά και τριπλά. Σημαντικό ρόλο σ’ όλα αυτά παίζουν οι τράπεζες και τα υποκαταστήματά τους που ιδρύονται στις αποικίες και τις εξαρτημένες χώρες.
Έτσι η Αγγλία λ.χ. το 1910 είχε 72 τέτοιες τράπεζες με 5449 υποκαταστήματα. Από κοντά και οι άλλες αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες κινούμενες κατά το «πρωτοπόρο» αγγλικό παράδειγμα. Έτσι το χρηματιστικό κεφάλαιο απλώνει τα δίχτυα του σ’ όλες τις χώρες του κόσμου ελέγχοντας τις οικονομίες τους και αποκομίζοντας τεράστια κέρδη.

Το μοίρασμα -και το ξαναμοίρασμα- του κόσμου ανάμεσα στις ενώσεις των καπιταλιστών και τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις

«Οι μονοπωλιακές ενώσεις των καπιταλιστών», αναφέρει ο Λένιν, «τα καρτέλ και τα τραστ μοιράζουν πρώτα απ’ όλα μεταξύ τους την εσωτερική αγορά κατακτώντας λιγότερο ή περισσότερο ολοκληρωμένα την παραγωγή της δοσμένης χώρας. Στις συνθήκες όμως του καπιταλισμού η εσωτερική αγορά συνδέεται αναπόφευκτα με την εξωτερική, μια και ο καπιταλισμός έχει ήδη δημιουργήσει την παγκόσμια αγορά. Και στο μέτρο που αναπτύσσονταν η εξαγωγή κεφαλαίων και επεκτεινόταν οι εξωτερικές και αποικιακές σχέσεις και οι «σφαίρες επιρροής» των μεγάλων μονοπωλιακών ενώσεων τα πράγματα οδηγήθηκαν στη δημιουργία διεθνών καρτέλ μέσα από μια συνεννόηση ανάμεσά τους».
Η διαδικασία περάσματος του καπιταλισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο έδωσε την ώθηση σε δυο παράλληλες εξελίξεις που μέσα τους εμπεριείχαν και τα στοιχεία μιας «τρίτης». Την δημιουργία των διεθνών καρτέλ, δηλαδή τη συνεργασία ανάμεσα στα διάφορα μονοπώλια και με στόχο το άρπαγμα από λαούς και χώρες τις πηγές πρώτων υλών και το μοίρασμα μεταξύ τους. Ταυτόχρονα τον μονοπωλιακό έλεγχο της παγκόσμιας αγοράς και της κατανομής ζωνών δράσης τους. Σε παράλληλη τροχιά πραγματοποιείται η εξόρμηση των ιμπεριαλιστικών χωρών για την κατάκτηση-αποικιοποίηση όσων χωρών δεν ήταν ήδη αποικίες και το μοίρασμα ανάμεσά τους.
Έτσι στον τομέα του ηλεκτρισμού λ.χ. είχαμε το μοίρασμα ζωνών δράσης ανάμεσα στην αμερικανική General Electric και την γερμανική AEG.
Στην εμπορική ναυτιλία γίνονται ανάλογες συμφωνίες ανάμεσα σε αμερικανικά και γερμανικά τραστ.
Παρόμοιες εξελίξεις στο πεδίο σχηματισμού του διεθνούς καρτέλ σιδηροτροχιών και σε συνδυασμό με το τραστ ατσαλιού.
Το ίδιο και στον τομέα του πετρελαίου όπου συνάπτονται συμφωνίες ανάμεσα στο αμερικανικό τραστ πετρελαίου (standard oil) και στους αφέντες του ρωσικού πετρελαίου του Μπακού, Ρότσιλντ και Νόμπελ κ.λπ.
Πολύ σημαντικές εξελίξεις έχουμε και στο πεδίο που διαμορφώνει η εξόρμηση των ιμπεριαλιστικών χωρών.
Στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όπως αναφέρει ο Λένιν, ένα σύνολο χωρών κυρίως στην Αφρική και την Πολυνησία αλλά και αλλού περνάει κάτω από την κυριαρχία των μεγάλων δυνάμεων. Το 91% της αφρικανικής ηπείρου (από 11% που ήταν πριν) και το 99% της Πολυνησίας από το 57%.
Έτσι η Αγγλία λ.χ. με 0,3 εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα μητροπολιτικό έδαφος και 46,5 εκατομμύρια κατοίκους κατέχει εδάφη 34 εκατομμυρίων τετραγωνικών χιλιομέτρων με 440 εκατομμύρια κατοίκους. Ακολουθεί η Γαλλία και άλλες αποικιοκρατικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Οι εξελίξεις αυτές ολοκληρώνουν το μοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στις μονοπωλιακές ενώσεις και τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Έμενε ανοιχτό το ζήτημα του ξαναμοιράσματος, καθώς, όπως σημειώνει ο Λένιν, στο εξής θα έχουμε μόνο ξαναμοίρασμα και με ό,τι αυτό σημαίνει.
Η εξέλιξη αυτή έχει άμεση σχέση με το πέρασμα του καπιταλισμού από το στάδιο του ελεύθερου ανταγωνισμού στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο.
Χαρακτηριστικές αλλά και διαφωτιστικές ως προς την ουσία του πράγματος υπήρξαν ακόμη και οι διαφωνίες που εκφράστηκαν γι’ αυτή την εξέλιξη ακόμη και από την μεριά παραγόντων του συστήματος. Στην Αγγλία, όπως σημειώνει ο Λένιν παραθέτοντας και τα αντίστοιχα παραδείγματα, υπήρξαν ιθύνοντες αστοί πολιτικοί που θεωρούσαν αναπόφευκτο και ωφέλιμο έργο την απελευθέρωση των αποικιών. Η εξήγηση βρίσκεται στην επίδραση που είχε το γεγονός ότι η Αγγλία σαν «εργαστήρι του κόσμου» μονοπωλούσε την διάθεση των βιομηχανικών προϊόντων και ήταν αναφανδόν υπέρ της ελευθερίας του εμπορίου. Μόνο που αυτοί κοιτούσαν προς τα «πίσω». Αντίθετα αυτοί που κοιτούσαν «μπροστά» (και τελικά επέβαλαν την άποψή τους) έβλεπαν το ποια πολιτική επέβαλε το πέρασμα στον ιμπεριαλισμό καθώς και η εμφάνιση ανταγωνιστών που διεκδικούσαν μερίδιο στην παγκόσμια αγορά.
Η τάση αυτή τροφοδοτείται και ενισχύεται από το ότι στη φάση αυτή κυριαρχούν τα μονοπώλια και τα οποία αισθάνονται πιο στέρεα όταν κατέχουν τις πηγές πρώτων υλών. Στην ίδια λογική η κατοχή αποικιών παρέχει τις πιο στέρεες εγγυήσεις σε μια δύναμη απέναντι στους ανταγωνιστές της. Σ’ αυτή τη βάση τα ιμπεριαλιστικά μονοπώλια επιβάλουν στην Αίγυπτο λ.χ. την μονοκαλλιέργεια βαμβακιού σε πάνω από το ¼ της καλλιεργήσιμης γης για να έχουν φθηνή πρώτη ύλη οι αγγλικές βιομηχανίες. Ίσως η πιο χαρακτηριστική και περιεκτική διατύπωση της ουσίας των πραγμάτων είναι αυτή του Χίλφερτιγκ και στην οποία παραπέμπει ο Λένιν. «Το χρηματιστικό κεφάλαιο δεν θέλει ελευθερία αλλά κυριαρχία».
Ταυτόχρονα όλο και πιο έντονα εκδηλώνεται ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα μονοπώλια και ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Ακόμη και αυτές οι συμφωνίες μοιρασιάς ανάμεσα στα μονοπώλια πραγματοποιήθηκαν πάνω στο έδαφος προϋπάρχοντος ανταγωνισμού ο οποίος αργά ή γρήγορα επανεμφανιζόταν έως και με οξύτατες μορφές. (Στην περίπτωση μάλιστα της μοιρασιάς για το πετρέλαιο εμφανίστηκαν σχεδόν πριν στεγνώσει το μελάνι των συμφωνιών).
Ή, όπως σημειώνει ο Λένιν αντιπαρατιθέμενος στον Κάουτσκι, τα διεθνή καρτέλ δείχνουν για ποιο πράγμα γίνεται η πάλη ανάμεσα στις ενώσεις των καπιταλιστών.
Ταυτόχρονα αυτός ο αγώνας για το οικονομικό και πολιτικό μοίρασμα του κόσμου ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις δημιουργούν ολόκληρη σειρά από μεταβατικές μορφές εξάρτησης. Όχι μόνο με την μορφή των αποικιών αλλά και ποικίλες μορφές εξαρτημένων χωρών που πολιτικά τυπικά είναι ανεξάρτητες, στην πράξη όμως είναι μπλεγμένες στα δίχτυα της χρηματιστικής και διπλωματικής εξάρτησης. (Το φαινόμενο αυτό έμελλε να γενικευθεί στον 20ο αιώνα και ιδιαίτερα μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και την κατάρρευση της αποικιοκρατίας).
Για το τι εν τέλει έφερνε στην ανθρωπότητα ο ιμπεριαλισμός, χαρακτηριστικές και θα λέγαμε προφητικές, οι απόψεις του γάλλου ιστορικού Ντριό όπως τις παραθέτει ο Λένιν. «Τα τελευταία χρόνια όλα τα ελεύθερα μέρη της γης εκτός από την Κίνα τα κατέλαβαν οι δυνάμεις της Ευρώπης και της Β. Αμερικής. Πάνω σ’ αυτή τη βάση προκλήθηκαν κιόλας αρκετές συγκρούσεις και μετατοπίσεις επιρροών που είναι προάγγελοι πιο τρομερών εκρήξεων στο κοντινό μέλλον … Αυτό θα είναι ένα από τα πιο ουσιαστικά γεγονότα του ερχόμενου αιώνα» (δηλαδή του 20ου). Η ιστορία έμελλε να τον επαληθεύσει και μάλιστα κατά τραγικό τρόπο.

Ο ιμπεριαλισμός ιδιαίτερο στάδιο του καπιταλισμού

«Ο ιμπεριαλισμός», λέει ο Λένιν, «εμφανίστηκε σαν παραπέρα ανάπτυξη των βασικών ιδιοτήτων του καπιταλισμού γενικά. Ο καπιταλισμός έγινε καπιταλιστικός ιμπεριαλισμός μόνο σε ορισμένη βαθμίδα της ανάπτυξής του και όταν μερικές βασικές ιδιότητές του μετατράπηκαν στο αντίθετό τους.
Ο ελεύθερος ανταγωνισμός είναι η βασική ιδιότητα του καπιταλισμού και της εμπορευματικής παραγωγής γενικά. Το μονοπώλιο είναι η άμεση αντίθεση του ελεύθερου συναγωνισμού».
Ένας σύντομος ορισμός του ιμπεριαλισμού και που κατά τον Λένιν συνοψίζει το κύριο είναι πως αποτελεί το μονοπωλιακό στάδιο του καπιταλισμού.
Ένας πληρέστερος, πάντα κατά τον Λένιν, εμφανίζει τα εξής βασικά γνωρίσματα του ιμπεριαλισμού.
1. Συγκέντρωση παραγωγής, δημιουργία μονοπωλίων που παίζουν πλέον τον αποφασιστικό ρόλο στην οικονομική ζωή.
2. Συγχώνευση τραπεζικού βιομηχανικού κεφαλαίου, δημιουργία του χρηματιστικού κεφαλαίου της χρηματιστικής ολιγαρχίας.
3. Εξαιρετική σημασία παίρνει η εξαγωγή κεφαλαίου σε σχέση με την εξαγωγή εμπορευμάτων.
4. Συγκρότηση διεθνών μονοπωλιακών ενώσεων που μοιράζουν τον κόσμο.
5. Έχει τελειώσει το μοίρασμα της γης ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. (Στο εξής μόνο ξαναμοίρασμα).

Ο παρασιτισμός και το σάπισμα του καπιταλισμού

«Ο ιμπεριαλισμός», λέει ο Λένιν, «είναι μια τεράστια συσσώρευση χρηματικών κεφαλαίων στα χέρια λίγων χωρών … Απ’ εδώ πηγάζει η ασυνήθιστη αύξηση του στρώματος των εισοδηματιών, των προσώπων που είναι ξεκομμένα από την συμμετοχή σε οποιαδήποτε επιχείρηση, που επάγγελμά τους είναι η τεμπελιά. Η εξαγωγή κεφαλαίων δυναμώνει ακόμη περισσότερο αυτή την ολοκληρωτική απόσπαση του στρώματος των εισοδηματιών από την παραγωγή, βάζει τη σφραγίδα του παρασιτισμού σ’ όλη τη χώρα που ζει με την εκμετάλλευση της δουλειάς μερικών υπερπόντιων χωρών και αποικιών. Έκφρασή του αποτελεί και η δυνατότητα που αποκτάει ο ιμπεριαλισμός για την εξαγορά των ανώτερων στρωμάτων του προλεταριάτου και την δημιουργία εδάφους για το δυνάμωμα του οπορτουνισμού. Άλλωστε ένα από τα επιχειρήματα των υποστηρικτών της ιμπεριαλιστικής πολιτικής απέναντι στις διαφωνίες που προαναφέρθηκαν ήταν ότι μια τέτοια πολιτική δίνει τη δυνατότητα να «εξάγουν» και να εκτονώσουν τις εσωτερικές πιέσεις και ταξικές αντιθέσεις με βάση τα κέρδη που αποφέρει. Το εισόδημα των εισοδηματιών -συνεχίζει ο Λένιν- ξεπερνά πέντε φορές το εισόδημα από το εξωτερικό εμπόριο στην πιο εμπορική χώρα του κόσμου, την Αγγλία».
Το εθνικό εισόδημα της Αγγλίας είχε περίπου διπλασιαστεί από το 1865 έως το 1898 ενώ στο ίδιο διάστημα το εισόδημα από το «εξωτερικό» είχε αυξηθεί εννιά φορές. Ο κόσμος χωρίστηκε σε μια χούφτα κράτη-τοκογλύφους και σε μια τεράστια πλειοψηφία από κράτη-οφειλέτες.
Ο πολεμικός στόλος της Αγγλίας παίζει, σε περίπτωση ανάγκης, τον ρόλο του δικαστικού κλητήρα. Η πολιτική δύναμη της Αγγλίας την προφυλάσσει από την αγανάκτηση των οφειλετών. (Έναν ανάλογο ρόλο παίζουν σήμερα οι στόλοι των ΗΠΑ).

Το ζήτημα της κριτικής στον ιμπεριαλισμό και της ιστορικής του θέσης

Όλες αυτές οι εξελίξεις προκαλούν το γενικό πέρασμα των εύπορων τάξεων με το μέρος του ιμπεριαλισμού. Η ιμπεριαλιστική ιδεολογία διεισδύει παντού και φτάνει μέχρι τις παρυφές της εργατικής τάξης. Ταυτόχρονα ωστόσο η κυριάρχηση της χρηματιστικής ολιγαρχίας σε συνδυασμό με την εξάλειψη του ελεύθερου συναγωνισμού οδηγούν στην εμφάνιση της μικροαστικής δημοκρατικής αντιπολίτευσης σ’ όλες τις ιμπεριαλιστικές χώρες. Από την άλλη η εθνική καταπίεση ωθεί στην δημιουργία ενός κινήματος ανεξαρτησίας στις εξαρτημένες χώρες που απειλεί το ευρωπαϊκό κεφάλαιο.
Το βασικό ζήτημα που αναδείχνεται είναι το αν ο ιμπεριαλισμός μπορεί να μεταρρυθμιστεί μέσα από μια πολιτική άμβλυνσης των αντιθέσεων ή αντίθετα αν όσοι αντιτίθενται σ’ αυτόν πρέπει να προσανατολιστούν στην παραπέρα όξυνση και βάθεμα των αντιθέσεων που γεννά ο ιμπεριαλισμός.
Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο απέναντι στην «απειλή» δίνει την δική του απάντηση με την αδιάκοπη αύξηση των στρατιωτικών δυνάμεων.
Παρόλα αυτά αστοί και ρεφορμιστές αναλυτές, όπως ο Κάουτσκι, «εκφράζανε τη γνώμη ότι τα διεθνή καρτέλ σαν μια από τις πιο ανάγλυφες εκδηλώσεις διεθνοποίησης του κεφαλαίου δίνουν την δυνατότητα να ελπίσουμε ότι στις συνθήκες του καπιταλισμού μπορεί να επικρατήσει η ειρήνη ανάμεσα στους λαούς».
Σε συνάρτηση με αυτά έμπαινε και το ερώτημα για την ιστορική θέση του ιμπεριαλισμού. Σε σχέση μ’ αυτό ήταν γενικά αποδεκτό ότι ο ιμπεριαλισμός προέρχεται από τον καπιταλισμό. Τα ειδικότερα ερωτήματα που ανέκυπταν ήταν (1) αν αποτελεί ιδιαίτερο στάδιο του καπιταλισμού με ιδιαίτερα δικά του χαρακτηριστικά, (2) αν αποτελεί το τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού ή υπάρχει και ένα επόμενο στάδιο (π.χ. υπεριμπεριαλισμός) που μπορεί στην πορεία να τεθεί στην ημερήσια διάταξη.
Ως προς το πρώτο, στις προηγούμενες σελίδες παρατέθηκε η λενινιστική απάντηση με την οποία βεβαίως συμφωνούμε.
Ως προς το δεύτερο, ο Λένιν υποστηρίζει ότι ιμπεριαλισμός αποτελεί το τελευταίο στάδιο του καπιταλισμού, του καπιταλισμού που «πεθαίνει». Ταυτόχρονα, διευκρινίζει ότι η τάση προς το σάπισμα δεν αποκλείει την γρήγορη ανάπτυξη του καπιταλισμού. Αυτή ωστόσο η ανάπτυξη γίνεται ανισόμετρα και χωρίς να αναιρεί την τάση προς το σάπισμα.
Για τα ζητήματα αυτά της κριτικής στον ιμπεριαλισμό θα αναφερθώ περισσότερο στη συνέχεια.
Όσο για το ζήτημα της ιστορικής του θέσης, πού βρίσκεται ο ιμπεριαλισμός και ποιες οι προοπτικές του αυτό μπορεί να ειδωθεί καλύτερα μέσα από την εξέταση των σημερινών εξελίξεων.
Την πιο ολοκληρωμένη, ωστόσο, απάντηση σ’ αυτά τα ερωτήματα για τον ιμπεριαλισμό την έδωσε ο ίδιος ο …ιμπεριαλισμός. Αυτό που «πρόσφερε» στην ανθρωπότητα ήταν δυο παγκόσμιοι πόλεμοι με δεκάδες εκατομμύρια νεκρούς ο καθένας, περισσότερους σακατεμένους και ανυπολόγιστες υλικές καταστροφές. Όλος ο 20ος αιώνας χαρακτηρίζεται από εκατοντάδες ιμπεριαλιστικών επεμβάσεων σε κάθε γωνιά της γης, από δεκάδες τοπικούς πολέμους που κατά κύριο λόγο προκλήθηκαν από τους ιμπεριαλιστές αποτελώντας και έμμεσες ανάμεσά τους αντιπαραθέσεις.
Χαρακτηρίζεται όμως ακόμη από την μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση και την οικοδόμηση της πρώτης σοσιαλιστικής χώρας στην ιστορία και την επαναστατική παλίρροια που προκάλεσε.
Από τον μεγάλο αντιφασιστικό αγώνα, από την δημιουργία του σοσιαλιστικού στρατοπέδου, το απελευθερωτικό κίνημα που διέλυσε το παλιό αποικιοκρατικό σύστημα. Με δυο λόγια επιβεβαίωσε την άποψη του Λένιν ότι περάσαμε στην εποχή του ιμπεριαλισμού και των προλεταριακών επαναστάσεων.
Το ότι στην συνέχεια υπήρξε η παλινόρθωση, έθεσε και θέτει πολύ σοβαρά ζητήματα τα οποία η εργατική τάξη και οι κομμουνιστές καλούνται να απαντήσουν.
Δεν αναιρούν ωστόσο τα ιστορικά γεγονότα, την πραγματικότητα που βίωσε η ανθρωπότητα στη διάρκεια αυτού του αιώνα. Έχει σίγουρα μεγάλο ενδιαφέρον η εξέταση και αυτών των εξελίξεων μόνο που αυτό δεν μπορεί να γίνει σ’ αυτή τη διαδικασία.

Ορισμένες κρίσιμες εξελίξεις

Θα περιοριστώ στη σύντομη αναφορά ορισμένων μόνο κρίσιμων εξελίξεων που σηματοδότησαν την πορεία των πραγμάτων και οδήγησαν τελικά στην διαμόρφωση της κατάστασης των τελευταίων χρόνων.
Εξετάζοντας τα ζητήματα από μια ορισμένη σκοπιά μπορούμε να πούμε ότι το πρώτο μισό του 20ου αιώνα χαρακτηρίζεται από την άνοδο του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος και την αδυναμία των ιμπεριαλιστών παρά τις λυσσαλέες τους προσπάθειες να του φράζουν το δρόμο. Αντίθετα, το δεύτερο μισό χαρακτηρίζεται από την υποχώρηση του κινήματος, την πορεία παλινόρθωσης στην ΣΕ και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες που σηματοδοτήθηκαν από το 20ο Συνέδριο στη ΣΕ.
Στο ίδιο διάστημα οι ιμπεριαλιστές με επικεφαλής τις ΗΠΑ ανασυντάσσουν τις δυνάμεις τους (εσωτερικά και διεθνώς) και εκμεταλλευόμενες την οπισθοχώρηση του κινήματος περνάν σε μια αντεπίθεση που σταδιακά κλιμακώνεται σε όλο και μεγαλύτερο εύρος, βάθος και ένταση.
Η μεγαλειώδης και εμπνευσμένη από τον Μάο απόπειρα της ΜΠΠΕ να αναστρέψει τις αρνητικές εξελίξεις προσδίδοντας νέα ορμή στο κίνημα δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί.
Με τα δεδομένα που διαμόρφωσαν αυτές οι εξελίξεις (και άλλες στις οποίες δεν αναφέρθηκα) φτάσαμε στις ανατροπές του 1989-1991, την ολοκλήρωση της παλινόρθωσης και ταυτόχρονα των παγκόσμιων συσχετισμών υπέρ των πιο αντιδραστικών και επιθετικών δυνάμεων του συστήματος και σε βάρος της εργατικής τάξης και των λαών.
Αυτές οι ανατροπές διαμόρφωσαν μια νέα κατάσταση στον κόσμο. Το πρώτο, έδωσαν νέα ορμή στην επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη. Ταυτόχρονα, άνοιξαν τον δρόμο στην εκστρατεία επανακατάκτησης επαναποικιοποίησης του κόσμου από τις (δυτικές στη φάση εκείνη) ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Η εκστρατεία αυτή εγκαινιάστηκε με τον λεγόμενο «Πόλεμο του Κόλπου» (1991). Την επίθεση των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων με επικεφαλής τις ΗΠΑ ενάντια στο Ιράκ (1991).
Όσο για τους πραγματικούς στόχους τους διακήρυξε ανοιχτά και προκλητικά ο πρόεδρος των ΗΠΑ (Μπους) όταν δήλωσε ότι επιδίωξη των ΗΠΑ είναι η προώθηση, διαμόρφωση και εμπέδωση της Νέας Τάξης Πραγμάτων (ΝΤΠ) στον κόσμο.
Αυτή η ΝΤΠ περιελάμβανε:
Στο οικονομικό πεδίο τις λεγόμενες 4 ελευθερίες.
Την ελευθερία των συναλλαγών, δηλαδή την ανεμπόδιστη διάθεση των προϊόντων των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων σ’ όλες τις χώρες του κόσμου, χωρίς παρεμβολές μέτρων και πολιτικών που θα «προστάτευαν» την παραγωγή των πιο αδύναμων χωρών.
Την ελευθερία των επενδύσεων, δηλαδή της παροχής της δυνατότητας στα ιμπεριαλιστικά μονοπώλια να «επενδύουν» σε οποιαδήποτε χώρα με βάση τους πιο ευνοϊκούς όρους. Τις εργασιακές σχέσεις, τους μισθούς, την φορολογία, την επανεξαγωγή κερδών και κεφαλαίων. «Επενδύσεις» που κατά κανόνα αποδιαρθρώνουν την παραγωγική δομή αυτών των χωρών και οι οποίες «αποσύρονται» μόλις εξαντλήσουν τις πλουτοπαραγωγικές πηγές αφήνοντας πίσω τους έρημη γη.
Την ελευθερία διακίνησης κεφαλαίων, δηλαδή τη δυνατότητα του ιμπεριαλιστικού χρηματιστικού κεφαλαίου να αλωνίζει κυριολεκτικά, να «παίζει» με κάθε είδους «παράγωγα προϊόντα», με μετοχές, ομόλογα, σπρεντ, «οίκους αξιολόγησης» τα επιτόκια, τα «δάνεια», τα «χρέη». Να απομυζά τα όποια κεφάλαια των αδύναμων χωρών και ταυτόχρονα να τις χρεώνει στο πολλαπλάσιο.
Μια πολιτική που ρήμαξε κυριολεκτικά σειρά χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, της Αφρικής, της Ασίας, της Λατινικής Αμερικής. Οι όροι εξαθλίωσης που έτσι δημιουργούνταν έσπρωχνε έναν κόσμο, εργάτες, τεχνικούς, επιστήμονες να μεταναστεύουν, να προσφέρουν την εργατική δύναμη και τη δημιουργικότητά τους στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις με τους πιο άθλιους όρους δουλειάς και αμοιβών. Αυτό το σύγχρονο δουλεμπόριο ήταν η συγκεκριμένη μορφή που πήρε η 4η «ελευθερία» δηλαδή της ελεύθερης διακίνησης εργατικού δυναμικού.
Ταυτόχρονα, και στη βάση των όρων υπεροχής που είχαν διασφαλίσει αλλά και με πιέσεις, εκβιασμούς και απειλές, επέβαλαν στις χώρες αυτές ασπόνδυλες κυβερνήσεις από τα πιο ανερμάτιστα και διεφθαρμένα στοιχεία στο όνομα μάλιστα της προώθησης των δημοκρατικών θεσμών. Σε όποιες μάλιστα περιπτώσεις υπήρξαν χώρες ή πολιτικές ηγεσίες που «δυστροπούσαν» στην επιβολή αυτών των όρων, τότε τον ρόλο του «δικαστικού κλητήρα» που, όπως αναφέρει ο Λένιν, είχε ο αγγλικός στόλος στην εποχή του, τον αναλάβαιναν τα αμερικανικά αεροπλανοφόρα, οι πύραυλοι, τα φάντομ, οι στρατιωτικές δυνάμεις των ιμπεριαλιστών. Αδίστακτα προχωρούσαν στην επιβολή της ΝΤΠ δολοφονώντας εκατοντάδες χιλιάδες, κομματιάζοντας χώρες, δηλητηριάζοντας τη γη τους με βόμβες απεμπλουτισμένου ουρανίου.
Καθόλου συμπτωματικά, την ίδια εκείνη περίοδο (δεκαετία 1990 αλλά και επόμενα) και παρά τις μεγαλοστομίες για τη λήξη του ψυχρού πολέμου και των ανταγωνισμών, δόθηκε απ’ όλες τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ιδιαίτερο βάρος στην ανάπτυξη των δυνάμεων ταχείας αντίδρασης. Δηλαδή το κατεξοχήν στρατιωτικό όργανο των ιμπεριαλιστών επεμβάσεων.
Αυτές οι επιδιώξεις κι αυτή η πολιτική υποστηρίχτηκαν και με την ανάλογη προπαγάνδα. Ένας πραγματικός ιδεολογικός βομβαρδισμός και με στόχο την εξοικείωση του κόσμου με τη ΝΤΠ που προωθούνταν και την ανεμπόδιστη αποδοχή της.
Την τιμητική της είχε εκείνο το διάστημα η άποψη που ανέπτυξε ο Φουκουγιάμα για το «τέλος της ιστορίας».
Αυτή η απερίγραπτη ανοησία έγινε αντικείμενο εμβριθών αναλύσεων από δεξιούς και «αριστερούς» διανοούμενους και πάσης φύσεως δημοσιολογούντες. Καθόλου τυχαία και καθόλου από ανοησία και μόνον. Αυτό που ήθελε να περάσει η -δυτική τότε- ιμπεριαλιστική προπαγάνδα ήταν πως η ιστορία σταματάει εδώ. Στην δική της κυριαρχία. Στην ολοκληρωτική επικράτηση του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος. Δεν υπάρχει συνέχεια, δεν υπάρχει τίποτα πέρα, έξω ή μετά απ’ αυτήν.
Αλλά υπήρξε και συνέχεια. Οι «δεξαμενές σκέψης» του συστήματος θεώρησαν ότι η ΝΤΠ σαν όρος που είχε χρησιμοποιηθεί πρώτα από τον Χίτλερ όταν «αναμόρφωνε» την Ευρώπη δεν ήταν και ό,τι καλύτερο για την προπαγάνδα τους. Έτσι πλασαρίστηκε το ιδεολόγημα της «παγκοσμιοποίησης». Σύμφωνα μ’ αυτό, αυτά που συνέβαιναν και προωθούνταν αποτελούσαν εκφράσεις μιας πορείας ενοποίησης του κόσμου, προώθησης της συνεργασίας, της κοινής ανάπτυξης, της δημοκρατίας, του πολιτισμού. Ένα ιδεολόγημα που το κατάπιαν αμάσητο το σύνολο σχεδόν των δυνάμεων της αριστεράς, το αναπαρήγαγαν, το «εκλαΐκευσαν».

Η επιβεβαίωση του Λένιν

Αυτά που συντελέστηκαν εκείνο το διάστημα (και συνεχίζουν) δεν αποτελούν παρά την πεμπτουσία του ιμπεριαλισμού, όπως τον προσδιόρισε ο Λένιν και εννοείται μέσα από τις ειδικότερες εκφράσεις της περιόδου μέσα στην οποία εξελίχθηκαν.
Η συγκέντρωση της παραγωγής και του κεφαλαίου, η δημιουργία πολυκλαδικών υπερεθνικών μονοπωλίων και μάλιστα σε πιο γιγαντιαία κλίμακα από την εποχή του Λένιν.
Ο νέος (για την εποχή του Λένιν) ρόλος των τραπεζών είναι πλέον καθεστώς και καθοριστικός παράγοντας της οικονομικής -και όχι μόνο- ζωής. Ας θυμηθούμε ποιες ήταν οι κινήσεις της αμερικανικής και των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων το 2008 με το ξέσπασμα της κρίσης. Η άμεση αντίδρασή τους ήταν να διαθέσουν περί το ένα τρις η κάθε πλευρά για τη διάσωση των τραπεζών.
Η σύμφυση τραπεζικού και βιομηχανικού τομέα και η δημιουργία του χρηματιστικού κεφαλαίου έχει φτάσει πλέον σε πολύ υψηλά επίπεδα. Τόσο ώστε η υπερδιόγκωση και ο βαθμός κυριαρχίας του να αποτελεί πρόβλημα και για το ίδιο το σύστημα. Η υποχώρηση της πραγματικής οικονομίας και τα αδιέξοδα που δημιουργούνται έχουν άμεση σχέση με την κυριαρχία των «αγορών», όπως πλασάρεται η κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Η εξαγωγή κεφαλαίων με διάφορες μορφές. Με την μορφή των -πραγματικών- επενδύσεων, της εξαγοράς επιχειρήσεων και πλουτοπαραγωγικών πηγών, με τα «δάνεια», με τις κερδοσκοπικές «βόλτες» του χρηματιστικού κεφαλαίου. Όλα αυτά που συνιστούν πλέον έναν κανόνα και μια από τις βάσεις λειτουργίας συνολικά του συστήματος.
Όσο για το μοίρασμα και το ξαναμοίρασμα του κόσμου οι δυο παγκόσμιοι πόλεμοι που τόσα δεινά στοίχισαν στην ανθρωπότητα αποτελούσαν εκφράσεις της τάσης ξαναμοιράσματος. Είχαν όμως και τις «συνέπειές» τους για το σύστημα. Την δημιουργία της ΣΕ στην πρώτη περίπτωση και του σοσιαλιστικού στρατοπέδου στην δεύτερη. Παρ’ όλα αυτά και παρ’ όλη την σύμπνοια των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων απέναντι στον μέγιστο των κινδύνων που αντιμετώπιζαν, η τάση ξαναμοιράσματος συνέχισε να λειτουργεί στο μέρος του κόσμου που έλεγχαν ή διεκδικούσαν. Η κατάρρευση της αποικιοκρατίας οδήγησε στο να υποκαταστήσουν οι ΗΠΑ τις παλιές αποικιοκρατικές δυνάμεις σε σειρά χωρών. Ένα «ξαναμοίρασμα» που δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν αλλά και που καθόλου δεν χαροποίησε τους «φίλους» και «συμμάχους» των ΗΠΑ.
Οι ανατροπές του 1989-1991 οδήγησαν σε ένα νέο ξαναμοίρασμα συνολικά του κόσμου με τις δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις να έχουν το πάνω χέρι σ’ αυτή την εξέλιξη και τις ΗΠΑ σαν μοναδική πλέον υπερδύναμη στον ρόλο του ύπατου ρυθμιστή.
Ήδη ωστόσο βρισκόμαστε σε φάση νέου ξαναμοιράσματος με περισσότερους πλέον υποψήφιους να διεκδικούν μερτικό αλλά γι’ αυτά θα αναφερθώ παρακάτω.
Η ουσία του ζητήματος και με μια έννοια η πεμπτουσία του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος και ειδικότερα της ιμπεριαλιστικής του διάστασης.
Σύμφωνα με δικά τους στοιχεία, το 90% περίπου του παγκόσμιου πλούτου βρίσκεται στα χέρια ιδιωτών που αποτελούν το 10% του παγκόσμιου πληθυσμού, ενώ το 90% του πληθυσμού διαθέτει το υπόλοιπο 10%.
Αντίστοιχες είναι οι κατανομές ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις που αποτελούν κατά κύριο λόγο και τις «έδρες» αυτών των ιδιωτών και τις εξαρτημένες χώρες.
Αυτό δηλαδή που αναφέρει ο Λένιν, ότι μια φούχτα χώρες κατέχουν, ελέγχουν και νέμονται τον παγκόσμιο πλούτο, την οικονομική ζωή -και όχι μόνο- είναι οι ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις, είναι τα κράτη-δανειστές απέναντι στα κράτη-οφειλέτες αποτελεί και σήμερα μια πολύ απτή πραγματικότητα για να μπορεί κανείς να την αγνοεί.

Ρεφορμιστικές παραλλαγές αστικών αντιλήψεων

Ας δούμε το πώς αντιμετωπίστηκε το ζήτημα και οι εξελίξεις από άλλες πλευρές.
Δεν χρειάζεται να σταθούμε ιδιαίτερα στην αστική πλευρά και την εν γένει των ανοιχτών απολογητών του συστήματος. Αναμενόμενο εδώ το να αντιμετωπίζεται στη βάση των ταξικών τους συμφερόντων. Στην κατεύθυνση εξωραϊσμού του ιμπεριαλισμού και με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που εξωραΐζουν τον καπιταλισμό. Τον οποίο βέβαια χαρακτηρίζουν ως «ελεύθερη οικονομία», «οικονομία της αγοράς» κ.λπ. Αντίστοιχα αναφέρονται στην διεθνοποίηση της οικονομίας και άλλα παρεμφερή, ενώ η λέξη ιμπεριαλισμός είναι περίπου απαγορευμένη.
Εδώ κύρια θα μας απασχολήσει η αντιμετώπισή του από την μεριά της δημοκρατικής αντιπολίτευσης, των ρεφορμιστών και των κάθε είδους οπορτουνιστών.
Το κεντρικό ζήτημα, και στο οποίο τελικά ανάγονται όλες οι θεωρήσεις, είναι το αν υπάρχουν περιθώρια και δυνατότητες άμβλυνσης των αρνητικών του εκφράσεων ή αν η λαϊκή πάλη πρέπει να προσανατολιστεί στην κατεύθυνση ανατροπής του, όπως και συνολικά του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Ένα ερώτημα σε αναφορά με το οποίο υπάρχουν ήδη οι γνωστές απαντήσεις.
Το ζήτημα είναι ότι στο σύνολό τους οι ρεφορμιστικές-οπορτουνιστικές αντιλήψεις δεν αποτελούν παρά παραλλαγές αστικών ιδεολογικών απόψεων και θεωρήσεων.
Ο πιο επιφανής ιστορικά εκπρόσωπος αυτών των αντιλήψεων, ενάντια στις απόψεις του οποίου άνοιξε μέτωπο ο Λένιν, υπήρξε ο Κάουτσκι. Σε γενικές γραμμές ο Κάουτσκι προσανατολιζόταν στην άποψη για την ύπαρξη ενός νέου σταδίου του καπιταλισμού που στην διεθνή του πλέον διάσταση υπερέβαινε τον ιμπεριαλισμό και για το οποίο χρησιμοποιούσε τον όρο υπεριμπεριαλισμός.
Την μετεξέλιξη αυτή την τροφοδοτούσαν, κατά την άποψή του, οι τάσεις συνεννόησης και συνεργασίας των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Την επιβολή, σε βάση ενότητας αυτών των δυνάμεων, της κυριαρχίας τους στον κόσμο, ανεξάρτητα κατ’ αρχάς από τις θετικές ή αρνητικές συνέπειες αυτής της εξέλιξης.
Στην ίδια λογική θεωρούσε ότι η διεθνής δράση των καρτέλ, η συνεργασία τους κ.λπ. έτεινε στην εξομάλυνση των αντιθέσεων και κατά συνέπεια την διαμόρφωση όρων ειρήνης αντί του πολέμου. Ιδιαίτερης σημασίας, η άποψή του πως οι αποκρουστικές πλευρές του ιμπεριαλισμού αποτελούσαν εκφράσεις μιας ορισμένης πολιτικής η οποία και θα μπορούσε να αλλάξει. (Καλή ώρα όπως σήμερα από τους επιγόνους του υποστηρίζεται πως η αιτία όλων των δεινών βρίσκεται στην επικράτηση της «νεοφιλελεύθερης» πολιτικής).
Αντίθετα, η λενινιστική άποψη υποστήριζε πως αυτές οι πολιτικές εκφράσεις απέρρεαν από την ίδια την φύση του ιμπεριαλισμού, αποτελούσαν αυτή καθ’ αυτή την ουσία του και αυτή η εκτίμηση όφειλε να καθορίζει τον προσανατολισμό του κινήματος. Μια -εκτός των άλλων- βασική συνέπεια της επίδρασης αυτών των απόψεων υπήρξε η ενίσχυση των σοσιαλσοβινιστικών αντιλήψεων που καθόρισαν την στάση πολλών κομμάτων της Β’ Διεθνούς απέναντι στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η έκρηξη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου και στη συνέχεια η νίκη της μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης και η οικοδόμηση της πρώτης σοσιαλιστικής χώρας, επιβεβαιώνοντας τις λενινιστικές απόψεις, περιόρισαν σε καθοριστικό βαθμό την επιρροή αυτών των απόψεων στο κίνημα και για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα.
Ξαναβγαίνουν ωστόσο στο προσκήνιο κατά την δεκαετία του 1950 ενισχυόμενες από δυο κατά βάσιν εξελίξεις. Την ανατροπή της επαναστατικής κατεύθυνσης στη ΣΕ, στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ που άνοιξε τον δρόμο στην παλινόρθωση και επέδρασε αρνητικά στη στάση πολλών ΚΚ. Δεύτερο, η ανασύνταξη των δυνάμεων του συστήματος, που, απέναντι σε μια απειλή που έθετε σε κίνδυνο την ίδια τους την ύπαρξη, συνενώθηκαν για πρώτη φορά στην ιστορία σε τέτοια κλίμακα. Μια βασική έκφραση αυτής της ανασύνταξης υπήρξε η κατεύθυνση διεύρυνσης της κοινωνικής βάσης στήριξης του συστήματος στις αναπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες. Με παραχωρήσεις στα μεσοστρώματα και σχετικές υποχωρήσεις σε διεκδικήσεις αιχμής των εργαζομένων ώστε να λειανθούν και να εκτονωθεί η πίεση που ασκούσαν στο σύστημα.
Στην ίδια βάση δημιουργήθηκαν περιθώρια και πεδία ανάπτυξης πολιτικών ρόλων για τους ρεφορμιστές που σ’ αυτές τις εξελίξεις αυτό που είδαν ήταν η επιβεβαίωση των απόψεών τους.
Αυτές οι εξελίξεις δημιούργησαν -βασικά στις αναπτυγμένες καπιταλιστικά χώρες- όρους αναίρεσης βασικών θέσεων του κομμουνιστικού κινήματος και ενίσχυσης των ρεφορμιστικών και οπορτουνιστικών απόψεων, οι οποίες μάλιστα υποβοηθούνταν από την προβολή τους από τα ΜΜΕ και την κάθε είδους ενίσχυσή τους από το σύστημα.
Από την άλλη μεριά όλο και αδυνάτιζε το μέτωπο αντιπαράθεσης σε αυτές τις απόψεις και ιδιαίτερα μετά την ήττα της ΜΠΠΕ. Έτσι και όσον αφορά το ζήτημα που μας ενδιαφέρει εδώ, ήρθε και η «ειρηνική συνύπαρξη» και η γραμμή της «άμιλλας των δύο συστημάτων» να υποκαταστήσει τη γραμμή και την λογική της ταξικής πάλης.
Έτσι και ο όρος ιμπεριαλισμός άρχισε σιγά-σιγά να αποσύρεται από την αριστερή πολιτική φιλολογία και να επικρατούν όροι όπως κέντρο-περιφέρεια, Βορράς-Νότος, αναπτυγμένες και υπανάπτυκτες ή αναπτυσσόμενες χώρες, πρώτος και τρίτος κόσμος, η θεωρία των τριών κόσμων, κ.λπ. Και να σημειώσω εδώ πως δεν εννοώ την χάριν οικονομίας φιλολογική χρήση αυτών των όρων αλλά στην χρήση τους με συγκεκριμένο πολιτικό φορτίο και σκοπιμότητα.

Το ιδεολόγημα της «παγκοσμιοποίησης»

Έτσι φτάσαμε στις ανατροπές του 1989-1991, την επιβολή της ΝΤΠ και την μεταβάπτισή της σε «παγκοσμιοποίηση». Αν χρειάζεται να σταθούμε λίγο περισσότερο σ’ αυτό είναι:
Επειδή αυτό το αστικό θεώρημα υιοθετήθηκε τότε και από το σύνολο των δυνάμεων που αναφέρονται στην αριστερά (πλην Λακεδαιμονίων).
Επειδή τότε, και με αφορμή αυτό, εκφράστηκε στην πιο ευρεία κλίμακα ένα ολάκερο φάσμα ρεφορμιστικών-οπορτουνιστικών απόψεων τόσο σε σχέση με αυτό το ζήτημα όσο και γενικότερα.
Επειδή υιοθετήθηκε, ακόμα και από δυνάμεις του μ-λ κινήματος έστω και αν αυτό γινόταν σε διαφορετική -αντιιμπεριαλιστική- βάση. Η αποδοχή του σαν πλαίσιο προσδιορισμού της παγκόσμιας κατάστασης και πεδίου αναφοράς δεν αναιρούσε -ίσα ίσα- τις παγίδες και τους αποπροσανατολισμούς που εμπεριείχε αυτή η αποδοχή. Από την άποψη αυτή μπορεί να ειπωθεί ότι η θέση στην οποία βρεθήκαμε παρέπεμπε στον τίτλο του γνωστού διηγήματος «Η μοναξιά του δρομέα μεγάλων αποστάσεων».
Επειδή ακόμη και σήμερα η άποψη περί «παγκοσμιοποίησης» συνεχίζει να ορίζει το πεδίο αναφοράς του συντριπτικά μεγαλύτερου μέρους των πολιτικών δυνάμεων.
Και επειδή η αντιμετώπιση αυτών των απόψεων αποτελεί όρο απάντησης στα προβλήματα του κινήματος και την προώθησή του.
Σαν «έτοιμοι από καιρό», λοιπόν, οι ρεφορμιστές και οι κάθε λογής οπορτουνιστές υιοθέτησαν την άποψη περί «παγκοσμιοποίησης». Αυτό δεν είναι ένα απλό σχήμα λόγου. Η ερμηνεία των μέχρι τότε εξελίξεων σαν έκφραση ενός, κατά την άποψή τους, «νεοτερικού καπιταλισμού», η ανακήρυξη του σοσιαλισμού σε «ουτοπία» οδήγησε μέσα από την σύμφυση των δυο αυτών απόψεων στην ανακήρυξη του καπιταλισμού ως «μονόδρομο».
«Φυσιολογικά», λοιπόν, είδαν την «παγκοσμιοποίηση» σαν την διεθνή έκφραση αυτού του μονόδρομου.
Έτσι, και κατά τις απόψεις αυτές, ο καπιταλισμός -για όσους συνέχιζαν να χρησιμοποιούν τον όρο- περνάει ως τέτοιος από την εθνοκεντρική-κρατική του περίοδο στην διεθνή-υπερεθνική. Ο ιμπεριαλισμός σαν στάδιο, και για πολλούς ακόμη και σαν όρος, εξαφανίζεται από την οπτική τους. Για ορισμένους που δεν τους είναι και τόσο εύκολο να εθελοτυφλούν τόσο ασύστολα, η ύπαρξη της ιμπεριαλιστικής έκφρασης του ιμπεριαλισμού, το πολύ να αντιστοιχεί στην μεταβατική φάση περάσματος από την μια στην άλλη περίοδο.
Η διεθνής δράση του κεφαλαίου στοχεύει και πραγματοποιεί την διεθνή συνεργασία και προσέγγιση των λαών. Τα πολυεθνικά μονοπώλια και η δράση τους αναδείχνονται έτσι σε φορείς και προωθητική δύναμη αυτής της τάσης.
Το φωτεινό μέλλον της ανθρωπότητας βρίσκεται στην κατεύθυνση των ολοκληρώσεων, της «παγκοσμιοποίησης», της οικοδόμησης μιας «παγκόσμιας κοινότητας» συνεργασίας, ανάπτυξης, δημοκρατίας, ειρήνης.
Ξεχωριστή θέση σ’ αυτές τις αναφορές είχε η περίπτωση της «ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης» που κατά την λογική τους επιβεβαίωνε απόψεις και προσδοκίες.
Έτσι απέναντι σ’ ένα τόσο εκθαμβωτικό όραμα η ύπαρξη κρατών δεν αποτελούσε παρά έναν «αναχρονισμό» που παρεμπόδιζε την υλοποίησή του και συνεπώς όφειλε να παραμερισθεί.
Στην ίδια λογική μαζί με το «τέλος της ιστορίας» και των ιδεολογιών διακήρυσσαν και το τέλος της διάκρισης Αριστεράς-Δεξιάς και το τέλος της ταξικής πάλης. Τίποτε δεν έπρεπε να παρεμβάλλεται και να παρεμποδίζει αυτή την πορεία της ανθρωπότητας προς το θαυμαστό της μέλλον και ιδιαίτερα κάποιοι με τις «συντεχνιακές τους διεκδικήσεις», τις «ιδεολογικές τους αγκυλώσεις» και τους «λαϊκισμούς» τους.
Αυτή η γενική αποδοχή εκδηλώθηκε και μέσα από διάφορες άλλες παραλλαγές όπως λ.χ. η «Αυτοκρατορία» του Νέγκρι, ο οποίος έβλεπε ένα είδος «ενοποίησης» του κόσμου μέσα από την άτυπη «ηγεμονία» μιας δύναμης (λέγε με ΗΠΑ), την δημιουργία έτσι ενός γενικευμένου διεθνούς πλαισίου, μέσα στο οποίο και μόνον θα μπορούσε να αναπτυχθεί η όποια μεταρρυθμιστική κίνηση. Σε ανάλογα νερά κινείται και η άποψη της αλληλεξάρτησης που τελευταία υποστηρίχτηκε και από το ΚΚΕ (θα μας απασχολήσει παρακάτω).
Την δική του εκδοχή επεχείρησε να δώσει το ΝΑΡ (Θέσεις για το Συνέδριο του 1999) «κατορθώνοντας» να αναιρεί στην επόμενη σελίδα ό,τι υποστήριζε στην προηγούμενη. Έτσι είχαμε από τη μια «τις ακαταμάχητες δυνάμεις της ολοκλήρωσης και της παγκοσμιοποίησης … που εκφράζουν την κοινωνική τάση-αναγκαιότητα για κατάργηση των συνόρων και παγκόσμια συνεργασία», οι οποίες ωστόσο δεν είναι, ως φαίνεται, και τόσο ακαταμάχητες, μια και «ο καπιταλισμός παρ’ όλη την πολυθρύλητη διεθνοποίηση είναι ένα σύστημα που εμποδίζει, που αδυνατεί να επιτύχει την παγκοσμιοποίηση». Διαλέγετε και παίρνετε!
Ας υπενθυμίσω εδώ ότι όλες αυτές οι απόψεις αναπτύσσονταν σε μια περίοδο που ήδη κλιμακώνονταν σε όλο και μεγαλύτερο βάθος και ένταση η επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη.
Σε μια περίοδο που είχε ήδη εξαπολυθεί η εκστρατεία επανακατάκτησης επαναποικιοποίησης του κόσμου από τους ιμπεριαλιστές. Ενώ ήδη και στα πλαίσια αυτής της εκστρατείας πραγματοποιούνταν επεμβάσεις απίστευτης βαρβαρότητας που εξόντωσαν εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους και ρήμαζαν χώρες. Επεμβάσεις στις οποίες αυτό που έβλεπε μεγάλο μέρος της «Αριστεράς» ήταν η παρέμβαση τής «διεθνούς κοινότητας» και με στόχο την «ειρήνευση», τον «εκδημοκρατισμό», την «αντιμετώπιση της τρομοκρατίας».
Και είχαμε και άλλες δυνάμεις -της «αριστεράς» πάντα- που υιοθέτησαν στάση «ίσων αποστάσεων» ανάμεσα σε θύτες και θύματα στο όνομα τάχα μιας «ταξικής» θεώρησης των πραγμάτων και άλλων επαίσχυντων προσχημάτων.

Η «κατάργηση» του κράτους από το …κράτος

Έχοντας κατά καιρούς αναφερθεί αναλυτικά σε πολλά από τα ζητήματα που τίθενται με βάση αυτές τις απόψεις, θα σταθώ εδώ μόνο σε ορισμένα απ’ αυτά.
Εδώ και δεκαετίες έχει ξεκινήσει μια ενορχηστρωμένη εκστρατεία ενάντια -υποτίθεται- στο κράτος, τον κρατισμό κ.λπ. Μια εκστρατεία που βρήκε πρόσφορο έδαφος στα «αντικρατικά» αντανακλαστικά της ρεφορμιστικής αριστεράς και της «προοδευτικής» διανόησης. Όλοι αυτοί προσπέρασαν με άνεση το οφθαλμοφανώς «παράδοξο» το πράγματος και το στοιχειώδες ερώτημα που έθετε. Πώς γίνεται δηλαδή το κεφάλαιο να στρέφεται ενάντια στο κράτος του …κεφαλαίου;
«Δεν είδαν» ότι αυτή η εκστρατεία δεν ήταν παρά ένας από τους μοχλούς που χρησιμοποίησε το σύστημα με όργανο το …κράτος, για την κατεδάφιση σειράς κοινωνικών κατακτήσεων. Την ίδια «αβλεψία» είχαν απέναντι στο οφθαλμοφανές γεγονός ότι υπήρχαν κράτη και κράτη. Ότι υπήρχαν δηλαδή τα ιμπεριαλιστικά κράτη που όλο και ενισχύονταν ως …κράτη την ίδια στιγμή που επέβαλαν την αποδυνάμωση της κρατικής υπόστασης των εξαρτημένων χωρών.
Αυτή η διάκριση δεν υπήρξε επειδή «έτυχε» αλλά στη βάση σειράς ιστορικών οικονομικών, κοινωνικών, πολιτικών και …στρατιωτικών παραγόντων.
Ο καπιταλισμός και για μια σειρά ιστορικούς, οικονομικούς, κοινωνικούς, εθνοτικούς όρους συγκροτήθηκε αρχικά σε εθνική κρατική βάση.
Το κράτος υπήρξε ο φορέας συγκρότησης της ισχύος, του ρόλου και της λειτουργίας της κεφαλαιοκρατικής αστικής τάξης.
Με βάση αυτό επέβαλαν την κυριαρχία τους στις εκμεταλλευόμενες τάξεις και στρώματα.
Με βάση και στήριξη του κράτους προώθησαν την επέκταση της δράσης τους είτε στον περίγυρό τους είτε υπερποντίως.
Με βάση αυτό έκαναν τους πολέμους, τις επεμβάσεις, τις κατακτήσεις τους.
Με βάση αυτό κινούνται και σήμερα στο ιμπεριαλιστικό τους στάδιο.
Από την άλλη μεριά, και δεν είναι καθόλου τυχαίο αυτό, το σύνολο σχεδόν των εξαρτημένων χωρών έχει ένα ιστορικό κατάκτησής τους, και στρατιωτικής, από το αποικιοκρατικές, ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις.
Αυτό έβαλε μια καθοριστική σφραγίδα στον τρόπο που συγκροτήθηκαν σε τυπικά ανεξάρτητα κράτη και το μέχρι πού μπόρεσε να φθάσει το καθένα απ’ αυτά μέσα σε ένα πλαίσιο ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας και της έτσι κι αλλιώς υπαρκτής ανισόμετρης ανάπτυξης.
Όσοι ανέξοδα μιλούν για υπέρβαση ή και κατάργηση του κράτους, παρακάμπτουν -πέρα από τα προηγούμενα- και την επεκτατική ανταγωνιστική φύση του καπιταλισμού, όπως μάλιστα ιδιαίτερα αναπτύσσεται αυτή στην ιμπεριαλιστική περίοδο. Και ως προς αυτό δεν είναι η ύπαρξη του κράτους που υπαγορεύει αυτούς τους ανταγωνισμούς, όπως υποστηρίζεται από ορισμένους, αλλά ο ανταγωνισμός που υπαγορεύει την ύπαρξη του κράτους. Ακριβώς επειδή ο ανταγωνισμός δεν αναπτύσσεται στη βάση οικονομικών και μόνο παραμέτρων αλλά και στη βάση πολιτικών και στρατιωτικών όρων.
Για να το θέσω διαφορετικά, τα μονοπώλια, μια και πολύς λόγος γίνεται γι’ αυτά, δεν μπορούν -ως τέτοια- να διαθέτουν πολιτική και στρατιωτική ισχύ παρά μόνο μέσω της πολιτικής, μέσω μιας κρατικής συγκρότησης. Αν υποθέσουμε δηλαδή ότι δεν υπήρχε κράτος, θα ‘ταν τα μονοπώλια που θα το εφεύραν. Ακριβώς επειδή η ύπαρξη κράτους αποτελεί μια αναγκαιότητα σύμφυτη με την ύπαρξη του καπιταλισμού και του ιμπεριαλισμού. Το ίδιο ισχύει και σε σχέση με την υποτιθέμενη «παγκοσμιοποίηση». Δηλαδή την επιβολή της ιμπεριαλιστικής τάξης πραγμάτων, η οποία όχι μόνο δεν παρεμποδίζεται από την ύπαρξη του -ιμπεριαλιστικού εννοείται- κράτους, αλλά μόνο μέσω της ισχύος αυτού του κράτους μπορεί να επιβληθεί.

Η σκοτεινή πλευρά των συναλλαγών

Ανάμεσα στα υπέρ «παγκοσμιοποίησης» επιχειρήματα υπήρξε και το ότι έτσι προωθούνται οι ανταλλαγές, οι συναλλαγές και μέσω αυτών η ανάπτυξη κ.λπ. Αναφέρεται μάλιστα ότι αυτή ακριβώς η επικοινωνία ανάμεσα στους λαούς, οι συναλλαγές κ.λπ. υπήρξαν ιστορικά βασικός παράγοντας της εξέλιξης της προόδου της ανθρωπότητας του πολιτισμού. Αυτό έχει μια ορισμένη βάση αλλά μόνον ορισμένη. Αυτή η πορεία των συναλλαγών έχει και κάποιες πολύ σκοτεινές πλευρές που σκοπίμως παρακάμπτονται, αποσιωπούνται, μένουν στην σκιά. Στην πραγματική ιστορία αυτές οι ανταλλαγές δεν είχαν -παρά ελάχιστες συγκριτικά φορές- την μορφή των απλών οικονομικών συναλλαγών. Είχαν τις περισσότερες φορές την μορφή της επιβολής, της κατάκτησης, της καταστροφής χωρών, της εξόντωσης και εξανδραποδισμού λαών, την εξαφάνιση πολιτισμών, την ανακοπή της ιστορικής εξέλιξης σε τεράστιες περιοχές του πλανήτη. Αυτό που γνωρίζουμε είναι οι όροι εξέλιξης που επέβαλαν βίαια οι κατακτητές. Αποτελεί αυτό ένα μαύρο κεφάλαιο στην ιστορία της ανθρωπότητας του οποίου οι επιπτώσεις στην εξέλιξή της ακόμη δεν έχουν διερευνηθεί και αξιολογηθεί ολοκληρωμένα.
Ας περάσουμε όμως στη σημερινή πραγματικότητα. Για το τι είδους συναλλαγές έχουν επιβληθεί, τι σημαίνουν, τι οικοδομούν, τι συνέπειες έχουν αναφέρθηκε ήδη στις προηγούμενες σελίδες. Το τι σημαίνει λ.χ. να βαφτίζονται «ελευθερία συναλλαγών» η επιβολή όρων που καταστρέφουν τις παραγωγικές δυνατότητες των εξαρτημένων χωρών και όλες αυτές οι διαβόητες «ελευθερίες» που διασφαλίσανε για λογαριασμό τους οι ιμπεριαλιστές. Σ’ όλα αυτά πέρα από την άμεση εκμετάλλευση σε επίπεδα ληστείας υπάρχει -και είναι ιδιαίτερα σημαντικό αυτό- και μια διαμόρφωση σχέσεων «μακράς πνοής». Αναφέρομαι στον λεγόμενο παγκόσμιο καταμερισμό ή «καταμερισμό» που έχει επιβληθεί μέσα από έναν συνδυασμό οικονομικών, πολιτικών και στρατιωτικών όρων. Μέσα από τους όρους που διαμορφώνουν αυτές οι «ελευθερίες» των ιμπεριαλιστών και οι οποίες συνοδεύονται και υποστηρίζονται με πολιτικά και στρατιωτικά μέσα απίστευτης πολλές φορές βιαιότητας. Αυτού του είδους ο «καταμερισμός» όχι μόνο δεν οδηγεί στην εξισορρόπηση των ανισοτήτων και της διαφοράς επιπέδων, όχι μόνο δεν αντιστρατεύεται την -αντικειμενικά υπαρκτή- ανισόμετρη ανάπτυξη, αλλά, αντίθετα, συνειδητά και με κάθε μέσο την αναπαράγει, την παγιώνει, την διευρύνει και την οδηγεί στο χάσμα που βλέπουμε σήμερα. Ο λόγος είναι ένας, απλός, ουσιώδης και αδιαπραγμάτευτος για τους ιμπεριαλιστές. Πάνω σ’ αυτή την ανισότητα πατάει η κυριαρχία τους, η δυνατότητά τους να εκμεταλλεύονται χώρες και λαούς.

Θεωρίες αλληλεξάρτησης

Πρόκειται για τις πιο εμφανώς αστικές -και συνεπώς αποπροσανατολιστικές όταν σερβίρονται ως «αριστερές»- θεωρήσεις των πραγμάτων.
Αυτή η αστική αντίληψη ξεκινάει, στηρίζεται και -τελικά- φέρνει στα μέτρα της το προφανές και αυτονόητο. Το ότι δηλαδή μορφές μιας, κατά κάποιο τρόπο, αλληλεξάρτησης υφίστανται ανάμεσα στους πάντες και τα πάντα.
Το ζήτημα είναι για το τι είδους αλληλεξάρτηση μιλάμε στην κάθε περίπτωση, τι είναι εκείνο που την χαρακτηρίζει, ποια η θέση του καθένα στην κάθε σχέση. Ένα είδος «αλληλεξάρτησης» λ.χ. υπάρχει και ανάμεσα στον αφέντη και τον δούλο. Αυτό, ωστόσο, καθόλου δεν αλλάζει το ότι ο ένας είναι αφέντης και ο άλλος δούλος.
Όταν, λοιπόν, οι αστοί μιλάν για αλληλεξάρτηση, για «κοινωνικούς εταίρους» που πρέπει να «συνεργαστούν» για το «κοινό καλό» έχουν συγκεκριμένα πράγματα και σχέσεις που θέλουν να συγκαλύψουν, όπως λ.χ. και ο Πάγκαλος με το «μαζί τα φάγαμε».
Το ίδιο και οι ιμπεριαλιστές με τα φερέφωνά τους. Το πρώτο που θέλουν να συγκαλύψουν είναι η ίδια η ύπαρξη του ιμπεριαλισμού. Δεν υπάρχει ιμπεριαλισμός αλλά διεθνής οικονομία, η παγκόσμια αγορά, στα πλαίσια της οποίας και σε βάση αλληλεξάρτησης λειτουργούν «ισότιμα» όλες οι χώρες, οι επιχειρήσεις κ.λπ.
Θέλουν να συγκαλύψουν την ύπαρξη ιμπεριαλιστικών και εξαρτημένων χωρών και την πραγματικότητα που χαρακτηρίζει την σχέση τους. Δηλαδή την καταλήστευση των δεύτερων από τις πρώτες. Προτιμούν να μιλάν για συνεργασία, για «εξάρτηση» της ευημερίας, της μιας πλευράς από την ευημερία της άλλης και όχι για εξάρτηση που συναρτά το πλούτισμα της μιας πλευράς από το φτώχεμα της άλλης.
Θέλουν ακόμη να συγκαλύψουν, εξωραΐσουν και υποβαθμίσουν την ύπαρξη των ενδοϊμπεριαλιστικών αντιθέσεων και ανταγωνισμών. Ασφαλώς υπάρχει και η πλευρά της συνεργασίας ανάμεσα στους ιμπεριαλιστές και πρώτα και κύρια αυτή η οποία στρέφεται ενάντια στην εργατική τάξη και τους λαούς του κόσμου. Υπάρχουν ακόμη οι συνεργασίες, οι συμμαχίες ανάμεσα σε ιμπεριαλιστές ενάντια σε άλλους.
Υπάρχει η γενικότερη αλληλεξάρτηση στα πλαίσια συνολικά του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος με βάση την οποία ορισμένες εξελίξεις στη μια πλευρά συναρτάται, αντεπιδρά σε εξελίξεις στις άλλες πλευρές.
Όλα αυτά υπάρχουν αλλά σε καμιά περίπτωση δεν αναιρούν το στοιχείο του ανταγωνισμού. Ακόμη και στις συμμαχίες αυτό που κύρια ωθεί σ’ αυτές είναι το στοιχείο του ανταγωνισμού απέναντι σε άλλες δυνάμεις ή συμμαχίες.
Όσον αφορά την συνολική αλληλεξάρτηση, αυτή όχι μόνο δεν αναιρεί το στοιχείο του ανταγωνισμού αλλά -ιδιαίτερα σε συνθήκες κρίσης όπως σήμερα- στην όξυνσή του. Είναι μάλιστα αυτό που αποτελεί έναν από τους βασικούς παράγοντες των αδιεξόδων που αντιμετωπίζει το σύστημα.
Άλλωστε αυτού του είδους η αλληλεξάρτηση είναι που οδήγησε σε δυο παγκόσμιους πολέμους στον αιώνα που μας πέρασε και σε αμέτρητες μικρότερες αναμετρήσεις μέχρι τα σήμερα.
Το να αποδέχεται κανείς αυτά τα αστικά και ιμπεριαλιστικά θεωρήματα σημαίνει ορισμένα πράγματα.
Σημαίνει κατ’ αρχάς ότι αναιρεί την άποψη της ανισόμετρης ανάπτυξης. Αυτή που υφίσταται όχι μόνο αντικειμενικά, αλλά συντηρείται, αναπαράγεται και διευρύνεται μέσα από την ύπαρξη ιμπεριαλιστικών και εξαρτημένων χωρών και την συνειδητή δράση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που στοχεύει στην διαιώνιση αυτής της κατάστασης πραγμάτων.
Σημαίνει ακόμα το ότι συνεργεί σ’ αυτό που κυρίως θέλουν να συγκαλύψουν οι παράγοντες του συστήματος. Την αντίθεση ιμπεριαλισμού-λαών. Ακριβώς επειδή η συγκάλυψη αυτής της αντίθεσης αφαιρεί ένα αποφασιστικό πολιτικό όπλο του αγώνα των λαών για την χειραφέτησή τους. Τον προσδιορισμό αυτού που στην περίπτωση των εξαρτημένων χωρών αποτελεί τον κύριο εχθρό τους.
Το να τα αποδέχεται κανείς αυτά στο όνομα μιας τάχα «ταξικής» θεώρησης των πραγμάτων και δήθεν επικέντρωσης της πάλης ενάντια στο κεφάλαιο, δεν αναιρεί στο ελάχιστο τον οπορτουνιστικό χαρακτήρα μιας αντίληψης που ούτε στον ιμπεριαλισμό αντιπαρατίθεται ούτε -στην πραγματικότητα- και στο κεφάλαιο.

Θεωρήματα και πραγματικοί όροι

Θα ήθελα ακόμη να αναφερθώ και από μια ιδιαίτερη σκοπιά στο ζήτημα της υποτιθέμενης «παγκοσμιοποίησης». Πέρα από σειρά επιχειρημάτων που αναπτύσσονται, υποστηρίζεται επίσης πως, από «οικονομική» άποψη, προς τα εκεί τείνουν τα πράγματα.
Και εάν και εφόσον αυτό ισχύει, αργά ή γρήγορα και οι άλλες παράμετροι του ζητήματος θα ακολουθήσουν τις εξελίξεις της οικονομικής βάσης.
Τις ανάλογες στην εποχή του απόψεις ο Λένιν τις είχε συγκρίνει με εκείνες που υποστήριζαν ότι «τείνουμε» προς την παραγωγή των τροφίμων στα εργαστήρια. Και κατέληγε πως όση αξία έχει να βγάζουμε πολιτικά συμπεράσματα από το δεύτερο άλλη τόση σημασία έχει να το κάνουμε και με το πρώτο.
Ας έρθω όμως στο ζήτημα όπως αυτό τίθεται στον καιρό μας.
α)Σήμερα και στο ορατό μέλλον οι μορφές, οι όροι και τα επίπεδα παραγωγής και παραγωγικότητας βρίσκονται πολύ μακριά από τα επίπεδα εκείνα που θα υπαγόρευαν, θα στήριζαν και θα υπηρετούσαν μια παγκοσμιοποίηση της παραγωγής.
β)Η παγκοσμιοποίηση των επικοινωνιών που ως ένα σημαντικό βαθμό έχει πραγματοποιηθεί και προβάλλεται ως «απόδειξη» δεν έχει καμιά σχέση με το προηγούμενο. Πρόκειται για εντελώς ιδιαίτερο κλάδο με εντελώς ιδιαίτερα -έως και «άυλα»- χαρακτηριστικά που προσφέρονται για μια τέτοια εξέλιξη σ’ αυτό το πεδίο αλλά καθόλου για γενικότερες αναγωγές.
γ)Το επίπεδο της γενικότερης «παγκοσμιοποίησης» που υφίσταται στους καιρούς μας στα πεδία της παραγωγής, κατανομής και διανομής είναι κατά κύριο λόγο έκφραση και αποτέλεσμα της ιμπεριαλιστικής κυριαρχίας και των όρων που οι ιμπεριαλιστές επιβάλλουν και λιγότερο «υπακούει» σε «καθαρά» οικονομικές παραμέτρους. Καθοριστική σ’ αυτό το σημείο η σημασία του «καταμερισμού» που έχουν επιβάλλει οι ιμπεριαλιστές και στον οποίο αναφέρθηκα λίγο πριν.
δ)Η παγκόσμια αγορά που όντως υπάρχει (όχι σήμερα αλλά, μ’ έναν τρόπο, εδώ και μερικούς αιώνες) υφίσταται σε πλήρη αντιστοιχία με τους πολιτικούς, οικονομικούς, παραγωγικούς και όρους κατανομής που προαναφέρθηκαν και όχι στη βάση της υποτιθέμενης «παγκοσμιοποίησης».
Τέλος και κλείνοντας αυτό το κεφάλαιο.
Σ’ όλες αυτές τις απόψεις υπάρχει σαν κοινός τόπος ένα ζήτημα που ίσως είναι και το σοβαρότερο όλων.
Αυτό που κάνουν (συνειδητά ή ασυνείδητα ελάχιστη σημασία έχει) είναι ότι προσδίδουν έναν νέο ιστορικό ρόλο στην αστική τάξη. Αυτόν των ολοκληρώσεων σε περιφερειακό και παγκόσμιο επίπεδο (παγκοσμιοποίηση) μέσα από την διεθνή δράση του κεφαλαίου, των αλληλεξαρτήσεων και τα συναφή.
Αν, ωστόσο, ισχύει κάτι τέτοιο, χάνουν κατά πολύ την οποιαδήποτε σημασία τους οι αναφορές σε όρους και κατηγορίες όπως ιμπεριαλισμός, εξάρτηση κ.λπ. και όχι μόνο.
Το κύριο, ωστόσο, βρίσκεται στο ότι εάν η αστική τάξη έχει έναν τέτοιο αντικειμενικά ιστορικό ρόλο, τότε ούτε μπορεί ούτε και «πρέπει» να ανατραπεί. Οι ανατροπές, οι επαναστάσεις δεν γίνονται ενάντια στην ιστορική εξέλιξη για τον απλούστατο λόγο ότι …δεν μπορούν να πραγματοποιηθούν. Η άποψη, λοιπόν, του καπιταλιστικού «μονόδρομου» έχει πολύ βαθιές ρίζες στις αντιλήψεις αυτών που υποστηρίζουν ότι το μόνο που έχει να κάνει η αριστερά είναι να αναζητήσει τρόπους και μορφές κίνησης στα πλαίσια αυτού του «μονόδρομου».
Τις πληρέστερες -όπως πάντα άλλωστε- των απαντήσεων τις έδωσε και τις δίνει η πραγματικότητα και μάλιστα με συγκεκριμένους σημερινούς πολιτικούς όρους και δεδομένα. Πριν, ωστόσο, περάσω σ’ αυτήν, χρήσιμο και διαφωτιστικό είναι να δούμε ορισμένες ακόμα παραλλαγές που μας έδωσε η γόνιμη ρεφορμιστική πολιτική μήτρα, καθώς οι εξελίξεις ανέτρεπαν με τόσο εξόφθαλμο τρόπο απόψεις, επιλογές και προσδοκίες που δεν μπορούσαν ούτε αυτοί να τις αγνοήσουν.

Φαινόμενα «αμνησίας»

Ας υπενθυμίσω -συνοπτικά έστω- τις εξελίξεις που προκάλεσαν αυτές τις διαφοροποιήσεις.
Ο πρώτος παράγοντας υπήρξε η όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα σε ΗΠΑ και ευρωπαίους ιμπεριαλιστές. Μια αντίθεση που είχε την αφετηρία της στην επιδίωξη της παγκόσμιας κυριαρχίας από μεριάς ΗΠΑ και πυροδοτήθηκε με την επίθεση των ΗΠΑ στο Ιράκ το 2003. Αυτή η εξέλιξη ενεργοποίησε και την ρεφορμιστική αριστερά που τόσα έχει επενδύσει στην «ευρωπαϊκή ιδέα» και έχει αναπτύξει δεσμούς με το ευρωπαϊκό κεφάλαιο. Τότε ήταν που ξεφύτρωσαν και τα γνωστά φόρουμ.
Ο δεύτερος βασικός παράγοντας ήταν η επέκταση της επίθεσης στα μεσοστρώματα. Ενόσω η επίθεση του συστήματος στρεφόταν κυρίως στα εργατικά λαϊκά στρώματα, οι ρεφορμιστές μπορούσαν να εφησυχάζουν ενώ οι πιο ξεσκολισμένοι απ’ αυτούς και να την σιγοντάρουν. Η διεύρυνσή της, ωστόσο, έθιγε άμεσα τις κοινωνικές κατηγορίες που αποτελούσαν την κοινωνική βάση του ρεφορμισμού. Ακόμη «χειρότερα», έθετε υπό αίρεση τον δικό τους κοινωνικό και πολιτικό ρόλο.
Καρπός της αντίδρασής τους υπήρξε η γραμμή της «ανάληψης κυβερνητικών ευθυνών με κινηματική στήριξη».
Ο τρίτος παράγοντας ήταν το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης που είχε ακόμα πιο αρνητικές συνέπειες, που όξυνε όλες τις αντιθέσεις και επέτεινε όλες και όλων τις ανησυχίες.
Αυτή η παρόξυνση προκάλεσε στον χώρο του ρεφορμισμού και της «προοδευτικής» διανόησης ορισμένα φαινόμενα «αμνησίας». Εκφράζουν, λοιπόν, την δυσαρέσκειά τους για την πίεση που ασκούν οι δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης και τις αρνητικές συνέπειες που έχει αυτό στα τεκταινόμενα.
«Ξεχνούν» τους διθυράμβους που είχαν συνθέσει γι’ αυτήν την «παγκοσμιοποίηση» και τους νέους δρόμους που άνοιγε για την ανθρωπότητα.
Εξαπολύουν μύδρους ενάντια στον «νεοφιλελευθερισμό», την επικράτηση του οποίου ανάγουν σε βασική αιτία όλων των δεινών.
«Ξεχνούν» το ότι και η δική τους πολιτική ήταν που άνοιγε τον δρόμο σ’ αυτό που ονομάζουν «νεοφιλελευθερισμό», δηλαδή την επίθεση του συστήματος στον κόσμο της δουλειάς.
Εξανίστανται για την κυριαρχία των «αγορών», των τραπεζών, των μονοπωλίων και την υποχώρηση του κράτους και της πολιτικής απέναντι στην ασυδοσία τους.
«Ξεχνούν» το πόσο λάβροι υπήρξαν ενάντια στον «παρωχημένο θεσμό του κράτους», τον κρατικισμό και τις «ιδεολογικές αγκυλώσεις». Το πόσο ευεργετικές θεωρούσαν την εισροή κεφαλαίων και τις ξένες «επενδύσεις».
Εκφράζουν πικρά παράπονα για την πολιτική της ΕΕ.
«Ξεχνούν» το ότι υπήρξαν από τους πιο θερμούς θιασώτες και υποστηριχτές αυτής της ιμπεριαλιστικής συγκρότησης.

Μικροαστικές ρεφορμιστικές αυταπάτες

Με ανάλογη λογική διαμορφώνουν και τις λύσεις που προτείνουν καθώς και το πώς βλέπουν την υλοποίησή τους.
Αυτό που θέτουν σαν κεντρικό ζήτημα είναι η ανατροπή του «νεοφιλελευθερισμού» σαν κυρίαρχης πολιτικής.
Αυτό μπορεί να γίνει μέσα από την ανάδειξη νέων πολιτικών ηγεσιών στη θέση των σημερινών ανίκανων και ανεπαρκών, κατά την άποψή τους, ηγεσιών που υιοθετώντας μια άλλη πολιτική, θα ελέγξουν την ασυδοσία των αγορών, την δράση των μονοπωλίων, τα κερδοσκοπικά παιχνίδια των τραπεζών και του χρηματιστικού κεφαλαίου κ.λπ.
Τέτοιου είδους ηγεσίες μπορούν να αναδειχθούν μέσα από την αποκατάσταση και ενίσχυση των δημοκρατικών θεσμών και λειτουργιών ώστε να εκφραστούν μέσα από αυτές οι διαθέσεις των πολιτών. Να διαμορφωθούν νέοι κοινωνικοί και πολιτικοί συσχετισμοί ή, όπως χαρακτηριστικά έχει λεχθεί, να προχωρήσει η «συμφιλίωση του καπιταλισμού με την δημοκρατία».
Ως προς τις δυνατότητες μιας τέτοιας αναστροφής θεωρούν πως ήδη αναπτύσσονται στα πλαίσια του συστήματος δυνάμεις που αντιτίθενται στην ακολουθούμενη πολιτική που μπροστά στην κρίση και τα αδιέξοδα αναζητούν άλλες πολιτικές και δρόμους διεξόδου.
Κατά καιρούς αναφέρονται τα ονόματα επιφανών οικονομολόγων ή ακόμη και σημαντικών πολιτικών παραγόντων του συστήματος για να αντικατασταθούν με πιο φρέσκα, μόλις τα προηγούμενα διαψεύσουν τις προσδοκίες τους.
Όπως και παλιότερα έχω αναφέρει, πρόκειται για σχήματα άρνησης της πραγματικότητας.
Η αναγωγή λ.χ. του «νεοφιλελευθερισμού» σε βασική αιτία είναι κατ’ αρχάς ευθεία αντιγραφή της άποψης του Κάουτσκι, ότι οι αρνητικές εκφράσεις του ιμπεριαλισμού οφείλονται στην πολιτική που ασκείται και όχι στο ότι είναι …ιμπεριαλισμός.
Όσο για τις τέτοιες και αλλιώτικες δυνάμεις του συστήματος, αυτό που αρνούνται να δουν είναι ότι η ακολουθούμενη πολιτική δεν αποτελεί έκφραση και προϊόν κάποιων αποφάσεων, κάποιων πολιτικών ηγεσιών, αλλά έκφραση της ίδιας της φύσης του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Ότι η ασυδοσία των «αγορών», δηλαδή του χρηματιστικού κεφαλαίου, των τραπεζών και των μονοπωλίων δεν οφείλεται στην ανικανότητα ή τον «παραλογισμό» αυτών των ηγεσιών, αλλά σειράς ανατροπών και εξελίξεων των τελευταίων δεκαετιών των συσχετισμών που διαμόρφωσαν, των τάσεων, ροπών που ανέδειξαν και μάλιστα μη αναστρέψιμων με βάση την «εσωτερική» λειτουργία του συστήματος.
Πάντα στη βάση των ίδιων αυταπατών και παρόλα τα παράπονά τους επιμένουν να εναποθέτουν τις ελπίδες τους στην ΕΕ σε μια αλλαγή της πολιτικής της.
Αυτό που δεν θέλουν να δουν είναι πως η ΕΕ δεν είναι παρά ένας ιμπεριαλιστικός συνασπισμός και πως αυτή η πολιτική είναι στα μέτρα των βασικών επιδιώξεών του.
Όσο για την διαμόρφωση άλλων συσχετισμών που θα αναδείξουν, μάλιστα, και άλλες πολιτικές ηγεσίες έχουμε να πούμε τα εξής. Αν μιλάμε για συσχετισμούς που θα ήθελαν και θα μπορούσαν να ανατρέψουν την κυρίαρχη πολιτική, αυτοί έχουν δρόμους και τρόπους διαμόρφωσης και οικοδόμησής τους σε διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση από αυτή στην οποία κινούνται οι ρεφορμιστές.
Μια τέτοια άλλη κατεύθυνση δεν μπορούν και, κυρίως, δεν θέλουν να ακολουθήσουν.
Αυτή η κατεύθυνση είναι υπόθεση άλλων δυνάμεων και άλλης πολιτικής γραμμής.
Συνοψίζοντας αυτό που δεν θέλουν να δουν, η πραγματικότητα που αρνιούνται είναι πως αυτά που συμβαίνουν στον κόσμο έχουν την αφετηρία τους στην κυριαρχία του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Στην πραγματικότητα, αυτό που κύρια τους απασχολεί είναι η διάσωση της δικής τους θέσης, του δικού τους κοινωνικού και πολιτικού ρόλου.
Ματαιοπονούν.
Η πραγματική ζωή, η πραγματικότητα της ταξικής πάλης είναι αμείλικτη.
Η θέση τους, όπως και του καθένα, θα κριθεί με βάση την έκβαση της μεγάλης αναμέτρησης που σήμερα εξελίσσεται στον κόσμο.
Της αναμέτρησης ανάμεσα στις δυνάμεις του συστήματος από τη μια και τον κόσμο της δουλειάς από την άλλη.
Αυτής που η έκβασή της θα κρίνει την μορφή του κόσμου για όλη την επόμενη ιστορική περίοδο.

Πολιτικές εξελίξεις και κρίση του συστήματος

Αλλά ας περάσουμε στο πώς διαμορφώνεται σήμερα αυτή η πραγματικότητα και τι υπαγορεύει, μια και σ’ αυτήν είναι που βρίσκονται όλες οι απαντήσεις.

Η δεσπόζουσα θέση και ρόλος που είχαν αποκτήσει οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις της Δύσης την δεκαετία του 1990 ως ένα βαθμό μόνο αντιστοιχούσε στον πραγματικό συσχετισμό δυνάμεων στον κόσμο. Περισσότερο έκφραζε τον «αέρα» της νίκης τους στον λεγόμενο «ψυχρό πόλεμο».
Ταυτόχρονα, οι επιδιώξεις των ΗΠΑ για παγκόσμια κυριαρχία δεν αντιστοιχούσαν στις πραγματικές τους δυνατότητες.
Μια επιδίωξη που, πέραν των άλλων, όξυνε τις αντιθέσεις ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Καθοριστικής σημασίας ήταν η όξυνση των αντιθέσεων ανάμεσα σε ΗΠΑ και ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (βασικά Γαλλία-Γερμανία).
Οι τριβές που υπήρχαν συγκαλύφθηκαν ως ένα βαθμό, καθώς οι ΝΑΤΟϊκοί εταίροι σύρθηκαν από τις ΗΠΑ στην εκστρατεία στο Αφγανιστάν μετά την επίθεση στους δίδυμους πύργους (2001).
Αναδείχθηκαν, ωστόσο, με ένταση, καθώς οι ΗΠΑ μετά το Αφγανιστάν προχώρησαν και στην κατάληψη του Ιράκ (2003).
Αυτό το ρήγμα στο δυτικό μπλοκ διευκόλυνε την Ρωσία που ήδη ανασυγκροτούνταν υπό τον Πούτιν και την ανερχόμενη Κίνα να εμφανιστούν ξανά σε πρώτο πλάνο στο παγκόσμιο ταμπλό. Το βάλτωμα των ΗΠΑ στο Ιράκ, στο οποίο αποφασιστικό ρόλο έπαιξε η ηρωική αντίσταση του ιρακινού λαού, ανέδειξε τα αδιέξοδα της στρατηγικής των ΗΠΑ και έθεσε ζήτημα στρατηγικών αναπροσαρμογών για όλες τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Άνοιξε έτσι ένας κύκλος όπου από κάθε ιμπεριαλιστική δύναμη και πάντα με όρους ανταγωνισμού επιδίωκε τη διαμόρφωση ευνοϊκών όρων πολιτικών, οικονομικών, στρατιωτικών για λογαριασμό της.
Το κέρδισμα θέσεων αλλά και διερευνητικών κινήσεων στο πεδίο διαμόρφωσης συμμαχιών τακτικού ή και στρατηγικού χαρακτήρα.
Σ’ αυτή την περίοδο και στα περιθώρια που δημιουργούσε η ενεργοποίηση των αντιθέσεων ανάμεσα στις βασικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις άρχισαν να παρεμβάλλονται και δυνάμεις «δεύτερης γραμμής», όπως η Ινδία, η Βραζιλία κ.ά.
Αναδείχτηκε έτσι στην πρώτη γραμμή ένα ζήτημα που, κατά την άποψή μας, είχε -«αφανώς»- τεθεί ήδη από τις ανατροπές του 1989-1991. Η διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων και μάλιστα στη βάση πλέον του ποιος-ποιον ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης του 2008 όξυνε όλες τις αντιθέσεις, τα προβλήματα και τα αδιέξοδα του συστήματος. Πάνω απ’ όλα ανέδειξε στην πρώτη γραμμή τη συνολική, την γενικευμένη κρίση του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος.
Μια κρίση που στους καιρούς μας εμφανίζεται μέσα από την μορφή της σύμπλεξης της οικονομικής κρίσης με τη διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων και στη βάση ενός όλο και οξυνόμενου ανταγωνισμού.
Ταυτόχρονα ανέδειξε και τα αξεπέραστα αδιέξοδα του συστήματος. Ας σταθούμε λίγο σ’ αυτό.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, η δημιουργία των μονοπωλίων και του χρηματιστικού κεφαλαίου στις καπιταλιστικές ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις οδηγεί στη συγκέντρωση τεράστιων όγκων κεφαλαίου στις καπιταλιστικές ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις.
Γενικότερα, έχουμε σ’ αυτές τις χώρες μια συσσώρευση πολύ μεγάλης οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος, επιστημονικής και τεχνολογικής υπεροχής. Αυτή η συσσώρευση κεφαλαίων στον καπιταλισμό δεν έχει κανένα νόημα, αν δεν εντάσσεται στον κύκλο διευρυνόμενης αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Αντίθετα, όσο τα κεφάλαια «αδρανούν» και λιμνάζουν τόσο απαξιώνονται. Κινητήρα μιας τέτοιας διαδικασίας για το κεφάλαιο αποτελεί η επιδίωξη του άμεσου μέγιστου δυνατού κέρδους.
Μόνο που αυτό δεν μπορεί να πραγματοποιείται πάντα, στην κλίμακα, στον «χώρο» και τον «χρόνο» που θέλει το κεφάλαιο, με βάση και πάλι τους νόμους λειτουργίας του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Αυτά είναι που ωθούν το κεφάλαιο να αναζητεί τις διεξόδους του στην επέκταση της δράσης του στον χώρο και την «προέκτασή» της στον «χρόνο».
Πιο συγκεκριμένα, ωθούν τα συσσωρευμένα κεφάλαια να αναζητούν κερδοφόρες διέξοδες και πέραν των εθνικών ορίων.
Ταυτόχρονα και ιδιαίτερα στην χρηματιστική του μορφή με τις «επενδύσεις» σε μελλοντικά κέρδη, τον πληθωρισμό, της έκδοσης «χαρτιών» που θα αποκτήσουν υπόσταση στο μέλλον, με βάση την προσδοκώμενη ανάπτυξη, την εξέλιξη της επιστήμης, την πρόοδο της τεχνολογίας και πάνω απ’ όλα το ανέβασμα της παραγωγικότητας.
Την ίδια τάση προωθεί και η συνολικά συσσωρευμένη οικονομική πολιτική και στρατιωτική ισχύς που «ζητάει» κι αυτή να εκφραστεί- και ταυτόχρονα προσφέρει και την δυνατότητα πραγματοποίησης αυτής της «εξόδου».
Με άλλα λόγια, οι δυνάμεις που ωθούν στο πέρασμα στον ιμπεριαλισμό γεννιούνται μέσα στον καπιταλισμό και μάλιστα στην κλίμακα που κάνουν όχι μόνο αναπότρεπτο ένα τέτοιο πέρασμα αλλά και όρο επιβίωσης του καπιταλιστικού και ιμπεριαλιστικού πλέον συστήματος.
Αυτά δεν σημαίνουν ότι το σύστημα βρίσκει πάντα τις διεξόδους που επιθυμεί και μ’ αυτό δεν εννοώ μόνο τις πιο ανεπιθύμητες γι’ αυτό εξελίξεις όπως υπήρξαν η Οκτωβριανή Επανάσταση και η δημιουργία του σοσιαλιστικού στρατοπέδου. Εννοώ ακόμη και τα αδιέξοδα στα οποία οδηγείται με βάση τους ίδιους τους δικούς του νόμους κίνησης, τις αντινομίες, τις αντιφάσεις, τις αντιθέσεις του. Αδιέξοδα σαν αυτά που αντιμετωπίζει και στις μέρες μας.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, οι ανατροπές των παγκόσμιων συσχετισμών σε βάρος των λαών ώθησαν σε ακόμη μεγαλύτερη κλίμακα, ένταση και βάθος την επίθεση ενάντια στην εργατική τάξη και συνολικά τους λαούς του κόσμου καθώς και την επέκτασή της στα μεσοστρώματα.
Μια επίθεση, που ιδιαίτερα με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης, παίρνει πλέον χαρακτηριστικά μιας διαδικασίας «πρωταρχικής συσσώρευσης» με όλες, εννοείται, τις ιδιαιτερότητες τού ότι αυτό το προτσές συντελείται πλέον όχι μόνο σε εθνική αλλά σε παγκόσμια κλίμακα και με τους όρους της εποχής μας.

Τα αδιέξοδα του συστήματος

Παρ’ όλα αυτά, το σύστημα συνεχίζει να αντιμετωπίζει αδιέξοδα. Αδιέξοδα που συνδέονται τόσο με τις αντιφάσεις της καπιταλιστικής του λειτουργίας όσο και με τις αντιθέσεις της ιμπεριαλιστικής του διάστασης. Πιο συγκεκριμένα.
Αυτή η διαδικασία συσσώρευσης, και συνολικά τα όσα συντελέστηκαν όλα αυτά τα χρόνια, είχε μια βασική της έκφραση, την υπερσυσσώρευση κεφαλαίων και κυρίως με την μορφή των λεγόμενων χρηματιστικών «προϊόντων».
Σε τέτοια μάλιστα κλίμακα, που αποτέλεσε και βασικό παράγοντα για την μορφή με την οποία ξέσπασε η οικονομική κρίση του 2008. Βασικά στοιχεία του αδιεξόδου που αναδείχτηκε. Η εκτίναξη του λεγόμενου παγκόσμιου «χρέους» σε ύψη μη διαχειρίσιμα. Τόσο που κατά την άποψη αστών οικονομολόγων να «έχει πιάσει από τον λαιμό» την παγκόσμια οικονομία και να μην την αφήνει να «αναπνεύσει», να λειτουργήσει.
Ταυτόχρονα, ώθησε το άνοιγμα της «ψαλίδας» εικονικού-πραγματικού, της «οικονομίας των χαρτιών» με την πραγματική οικονομία σε ανεξέλεγκτα επίπεδα.
Δυο οι λύσεις που από γενική-θεωρητική άποψη προβάλουν. Η μια, και όπως προτείνεται από διάφορες πλευρές, το δραστικό «κούρεμα» -όχι του ελληνικού αλλά- του παγκόσμιου «χρέους» μέχρι και της οριστικής διαγραφής του, κατά την άποψη ορισμένων αστών και πάλι οικονομολόγων.
Η δεύτερη θέλει την μαζική διοχέτευση αυτών των κεφαλαίων σε -πραγματικές- επενδύσεις στην πραγματική οικονομία.
Μόνο που και οι δύο σκοντάφτουν στο …ίδιο το σύστημα.
Το παγκόσμιο «χρέος» δεν προήλθε βέβαια από το ότι η ανθρωπότητα «κατανάλωνε περισσότερα απ’ όσα παρήγαγε» όλη η ανθρωπότητα. Αυτός ο παραλογισμός προβάλλεται για να συγκαλύψει το ότι αυτό το «χρέος» «παράχτηκε» μέσα από όρους, μηχανισμούς και μεθοδεύσεις που προώθησε και επέβαλλε το ιμπεριαλιστικό χρηματιστικό κεφάλαιο στον κόσμο. Στην πραγματικότητα, και από άποψη ουσίας, δεν αποτελεί παρά ένα είδος φόρου υποτέλειας που πληρώνουν οι λαοί στην κυριαρχία του χρηματιστικού κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που αποτελούν και την κυρίως έδρα του.
Τόσο, λοιπόν, το χρηματιστικό κεφάλαιο όσο και οι ιμπεριαλιστές δεν είναι καθόλου διατεθειμένοι να «διαγράψουν» έναν παράγοντα που αποτελεί μια από τις βάσεις της οικονομικής και συνολικής κυριαρχίας του.
Αν αυτό είναι το κύριο, ακόμα και οι πιο «μετριοπαθείς» λύσεις των «κουρεμάτων» σκοντάφτουν στο πώς θα μοιραστούν ανάμεσά τους τα σχετικά κόστη. Δημιουργείται έτσι ένας φαύλος κύκλος, όπου από τη μια συνεχίζουν να σωρεύονται κεφάλαια και να μεγεθύνεται το παγκόσμιο «χρέος» και από την άλλη τα διαδοχικά επιμέρους «κουρέματα» να μην μπορούν να αντισταθμίσουν αυτή την μεγέθυνση. Την ίδια στιγμή, το πιο δραστικό «κούρεμα» γίνεται «από μόνο του» και εκ των πραγμάτων, καθώς είναι αδύνατο να αποτραπεί η διαδικασία απαξίωσης των λιμναζόντων κεφαλαίων.
Όσο για την δεύτερη, δηλαδή τη διοχέτευση των κεφαλαίων σε πραγματικές επενδύσεις, που αποτελεί και το κυρίως ζητούμενο για το σύστημα, αυτή συναντά τα δικά της αδιέξοδα.
Το καπιταλιστικό σύστημα βρίσκεται μπροστά στην αναγκαιότητα εκτίναξής του σ’ ένα ανώτερο επίπεδο διευρυνόμενης αναπαραγωγής του κεφαλαίου.
Αυτό αποτελεί όρο για την αντιμετώπιση κατ’ αρχάς του τεράστιου ανοίγματος ανάμεσα στην «οικονομία των χαρτιών» και την πραγματική οικονομία αλλά και την συνολική έξοδό του από την κρίση που αποτελεί και το κυρίως ζητούμενο.
Κάτι τέτοιο μπορεί να γίνει μόνο με την ανάπτυξη της πραγματικής οικονομίας και αυτό δεν μπορεί να γίνει χωρίς επενδύσεις ευρύτατης κλίμακας και κατά προτίμηση σε κλάδους πρωτοποριακούς, υψηλής παραγωγικότητας και προστιθέμενης αξίας, αποδοτικότητας και κερδοφορίας.
Τέτοιου είδους επενδύσεις με τις συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί στην παγκόσμια αγορά απαιτούν μια συσσώρευση σε παγκόσμια κλίμακα σαν αυτή που ήδη συντελείται. Ταυτόχρονα, ωστόσο, προϋποθέτει και μια αγορά αντίστοιχων πλανητικών διαστάσεων και σε τέτοια βάση ώστε να διασφαλίζεται η απόσβεση, απόδοση και κερδοφορία και μάλιστα σε βάθος χρόνου όπως απαιτείται για επενδύσεις τέτοιου χαρακτήρα και διαστάσεων.
Μια τέτοια διασφάλιση, ωστόσο, δεν μπορεί να υπάρξει στη βάση οικονομικών και μόνο όρων. Απαιτεί την στήριξη και σε αντίστοιχους πολιτικούς και στρατιωτικούς.
Με τη σειρά του κάτι τέτοιο δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς ανακατανομή των αγορών, χωρίς ένα νέο ξαναμοίρασμα του κόσμου.
Εδώ είναι που ξανασυναντιέται η οικονομία με την πολιτική ή η οικονομική κρίση με τη διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων και τον ανταγωνισμό στη βάση του οποίου αυτή συντελείται. Σ’ αυτή την σύμπλεξη βρίσκονται και αναδείχνονται τα αδιέξοδα του συστήματος.
Απέναντι σε μια τέτοια κατάσταση καταβάλλονται προσπάθειες παίρνονται διάφορα μέτρα, εκδηλώνονται κινήσεις για την αντιμετώπισή της.
Διαδοχικές συναντήσεις του G8,του G20, παγκόσμιων οργανισμών, των οργάνων της ΕΕ, των κυβερνήσεων των ιμπεριαλιστικών χωρών.
Μέτρα, ωστόσο, που στην ουσία τους δεν αποτελούν τίποτε περισσότερο από προσπάθειες «μετάθεσης» του προβλήματος στον χρόνο, καθώς αδυνατούν -και για τους λόγους που προαναφέρθηκαν- να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα στη βάση των πραγματικών αιτίων και των όρων που το δημιουργούν.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, έχουν τη δική τους βαρύτητα στην διαμόρφωση της συνολικής κατάστασης κινήσεις όπως :
Η συνέχιση και ένταση της επίθεσης ενάντια στις εργαζόμενες λαϊκές μάζες και συνολικά στους λαούς σ’ όλο τον κόσμο.
Η όξυνση του ανταγωνισμού τους σε όλα τα πεδία, οι ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις που ταυτόχρονα αποτελούν και έμμεσες αναμετρήσεις ανάμεσά τους.
Μόνο που ακόμη κι αυτές «μερικού» μόνο χαρακτήρα απαντήσεις δίνουν στο ζήτημα.
Ταυτόχρονα, και επειδή τα αδιέξοδα παραμένουν, η τερατώδης αύξηση των στρατιωτικών δαπανών και δυνάμεων ενόψει πιθανών δραστικότερων ανακατανομών.
Αυτό που συνολικά έχουμε μπροστά μας αποτελεί, πέραν των άλλων, και μια επιβεβαίωση των λενινιστικών απόψεων για τα αδιέξοδα και το «σάπισμα» του συστήματος, τα δεινά που επισωρεύει στους λαούς, τους κινδύνους που συνεπάγονται τα αδιέξοδά του συνολικά για την ανθρωπότητα. Αυτή η πραγματικότητα δεν αλλάζει και δεν πρόκειται να αλλάξει με βάση τις «εσωτερικές» εξελίξεις και τις δυναμικές που αναπτύσσονται στα πλαίσια του συστήματος παρά μόνο με την ανατροπή του. Η τροχιά που έχουν πάρει οι εξελίξεις δεν μπορεί να αναστραφεί με προτάσεις «εκλογίκευσης» του συστήματος ούτε και με πολιτικές κινήσεις πού, όσο «ριζοσπαστικές» κι αν εμφανίζονται, κινούνται στα πλαίσια και με τους όρους του συστήματος.
Αυτό που οφείλεται να είναι καθαρό, είναι πως η μοναδική και ολοκληρωμένη διέξοδος για την εργατική τάξη και τους λαούς, συνολικά για την ανθρωπότητα, η οικοδόμηση ενός κόσμου ειρήνης, ελευθερίας, ισότητας, δημοκρατίας και κοινωνικής δικαιοσύνης βρίσκεται στην ανατροπή του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος και το πέρασμα σε μια άλλη, μια σοσιαλιστική κοινωνία.
Άλλο τόσο οφείλεται να είναι καθαρό ότι με βάση τα πραγματικά δεδομένα η κατάσταση στον κόσμο δεν αλλάζει, η τροχιά των πραγμάτων δεν αναστρέφεται χωρίς επαναστατικές ανατροπές που θα φέρνουν την εργατική τάξη και τους λαούς στο προσκήνιο των εξελίξεων και θα διαμορφώσει άλλους συσχετισμούς στον κόσμο. Και αυτή είναι μια κατεύθυνση που έχει τις δικές της απαιτήσεις.

Ελλαδικές εκφράσεις του ζητήματος

Αυτή η αναγκαιότητα της ανατροπής ισχύει και για την χώρα μας. Αυτό μπαίνει σαν ζήτημα τόσο στη βάση της γενικότερης κατάστασης στον κόσμο, όσο και ειδικότερα στη βάση των συνθηκών που διαμορφώνει στη χώρα μας η επίθεση του συστήματος. Τα δεινά που σωρεύονται στις πλάτες του λαού τα αδιέξοδα που αντιμετωπίζει. Εδώ θα σταθούμε περισσότερο στα ζητήματα που έχουν τεθεί σε σχέση με το ζήτημα της εξάρτησης, όπου, πέρα από τις διαφορές που πάντα υπήρχαν, νερό στο μύλο της σύγχυσης και του αποπροσανατολισμού ρίχνουν και οι τελευταίες τοποθετήσεις του ΚΚΕ περί αλληλεξάρτησης και ιμπεριαλιστικής Ελλάδας.
Τα θέματα που μπαίνουν σε σχέση μ’ αυτό είναι:
Το αν υπάρχει ιμπεριαλιστική διάσταση του συστήματος, το αν υπάρχει ιμπεριαλισμός.
Σε ποια κατηγορία ανήκει η Ελλάδα σύμφωνα με την μια ή την άλλη άποψη.
Ποια ζητήματα θέτει, ποια πολιτική γραμμή υπαγορεύει η κάθε αντίληψη και πώς προωθείται.
Ως προς το πρώτο, η άποψή μας εκτέθηκε ήδη στις προηγούμενες σελίδες.
Όσον αφορά την περίπτωση της χώρας μας.
Σύμφωνα με την άποψη που από το 1934 είχε το κομμουνιστικό κίνημα και που είναι και δική μας, η χώρα μας είναι εξαρτημένη από τον ιμπεριαλισμό και μέσου καπιταλιστικού επιπέδου ανάπτυξης.
Η άποψη αυτή αμφισβητήθηκε σ’ όλη την ιστορική διαδρομή από την αστική αλλά και την μικροαστική ρεφορμιστική πλευρά. Σύμφωνα με την αστική άποψη, η Ελλάδα ως ελεύθερη χώρα συνεργάζεται ισότιμα με άλλες χώρες στα πλαίσια της ευρωπαϊκής και παγκόσμιας κοινότητας, της ελεύθερης -καπιταλιστικής- οικονομίας κ.λπ.
Στον ίδιο καμβά κινείται και η μικροαστική ρεφορμιστική άποψη, η οποία από τη μια επισημαίνει και κριτικάρει (όταν πιέζεται όπως σήμερα) τις ανισοτιμίες κ.λπ. και από την άλλη διεκδικεί την «ισότιμη» συνεργασία και μεταχείριση (στα πλαίσια της ΕΕ, της ΟΝΕ κ.λπ.) αυταπατόμενη ότι αυτό είναι δυνατό μέσα στα δοσμένα πλαίσια. Εδώ βρίσκονται τα κοινά στοιχεία με την αστική άποψη καθώς προσδιορίζουν το κοινό πεδίο μέσα στο οποίο κινούνται.
Ως διαφορετικές εμφανίζονται και απόψεις που παρ’ ότι εμφανίζονται έως και διαμετρικά αντίθετες έχουν κοινές αφετηριακές θέσεις. Αναφέρομαι σε απόψεις περί «κατοχής» από τη μια και ιμπεριαλιστικής Ελλάδας από την άλλη.
Αυτό που κατ’ αρχάς χρειάζεται να ξεκαθαριστεί είναι η διαφορά ανάμεσα στο τι σημαίνει μια χώρα υπό κατοχή ή μια χώρα-προτεκτοράτο από μια χώρα εξαρτημένη.
Όσο για τον όρο υποτελής στην πολιτική φιλολογία χρησιμοποιείται και στην πρώτη περίπτωση αλλά και στην δεύτερη για να χαρακτηρίσει την πολιτική στάση της πολιτικής ηγεσίας μιας εξαρτημένης χώρας απέναντι στα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Όταν μιλάμε για εξαρτημένη χώρα αναφερόμαστε σε μια χώρα τυπικά ανεξάρτητη. Αυτό το τυπικά δεν είναι απλά και μόνο για τους τύπους.
Μια ανεξάρτητη χώρα έχει κρατική υπόσταση διεθνώς αναγνωρισμένη, προσδιορισμένη εδαφική επικράτεια, στην οποία ασκεί την κυριαρχία της.
Έχει δικό της σύστημα πολιτικής λειτουργίας και ανάδειξης κυβερνητικών οργάνων, δικό της κρατικό μηχανισμό και νομοθετικό σύστημα. Στρατό, αστυνομία, δικαστικό σώμα κ.λπ. Έχει την δική της οικονομική λειτουργία που βασίζεται στην παραγωγική οικονομική της υποδομή και ρυθμίζεται από τους δικούς της νόμους, τον κρατικό προϋπολογισμό κ.λπ. Έχει μια αστική τάξη που, ανεξάρτητα από το αν μπορεί να χαρακτηριστεί σαν εθνική ή κομπραδόρικη και εξαρτημένη, κυριαρχεί ταξικά, κοινωνικά, πολιτικά σ’ αυτή τη χώρα που την αντιμετωπίζει ως το «έχει» της.
Μια χώρα υπό κατοχή, μια αποικία, ένα προτεκτοράτο δεν έχει σχεδόν τίποτε από όλα αυτά. Όλες οι λειτουργίες της δεν υπόκεινται απλώς σε υπαγορεύσεις των επικυρίαρχων δυνάμεων, αλλά συνήθως ασκούνται απ’ ευθείας και σε βάση κυριαρχίας από αυτές τις δυνάμεις που έχουν τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο σε οτιδήποτε σημαντικό. Το ότι μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να διορίζονται κάποιες «κυβερνήσεις» (όπως Τσολάκογλου ή Ράλλη στην κατοχή), να συγκροτούνται στρατιωτικά σώματα από ιθαγενείς, όπως π.χ. των Άγγλων στην Ινδία, δεν αλλά ζει την ουσία του πράγματος.
Ας ξαναγυρίσουμε ωστόσο στο ζήτημα μιας χώρας που είναι μεν τυπικά ανεξάρτητη αλλά ουσιαστικά εξαρτημένη.

Το βασικό εδώ είναι ότι η εξάρτηση δεν είναι μια μορφή νομικής, διοικητικής επιβολής αλλά μια οικονομική-πολιτική σχέση. Οι σχέσεις εξάρτησης δεν επιβάλλονται και υλοποιούνται με διατάγματα αλλά μέσω σειράς σχέσεων και λειτουργιών, οικονομικών, πολιτικών ή και στρατιωτικών, που συνδέουν την εξαρτημένη χώρα με τα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Κομβικό χαρακτήρα σ’ αυτή τη σχέση έχει ο χαρακτήρας και ο ρόλος της αστικής τάξης της εξαρτημένης χώρας.
Οι ιμπεριαλιστές βασίζουν την εξάρτηση μιας χώρας στη σχέση τους με την αστική της τάξη και αυτή η αστική τάξη βασίζει την κυριαρχία της πάνω στον λαό και τη χώρα στη σχέση και τη στήριξή της από τα ιμπεριαλιστικά κέντρα.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο αυτή η αστική τάξη μπορεί να υπάρχει, να κυριαρχεί στη χώρα, να αναπαράγεται, να έχει τα οφέλη της αλλά με τους ιμπεριαλιστές να προσδιορίζουν τα όρια της κίνησής της και να αποκομίζουν τα δικά τους και μεγαλύτερα οφέλη. Τυπικά, νομικά η αστική τάξη έχει την δυνατότητα να πάρει αποφάσεις ακόμη και κόντρα σε ιμπεριαλιστικές υπαγορεύσεις μόνο που αυτό έχει γι’ αυτήν απαγορευτικά οικονομικά και πολιτικά κόστη, ακόμη κι αν αφήσουμε απ’ έξω την εκδοχή της βίαιης ιμπεριαλιστικής επιβολής (που πάντα είναι μέσα στον λογαριασμό). Εδώ είναι που πιάνουν τα όριά τους οι σχέσεις «αλληλεξάρτησης», για να μεταχειριστούμε κι αυτό τον όρο, και εμφανίζεται ωμά η πραγματικότητα της εξάρτησης.
Αυτή η θέση και ο ρόλος μιας τέτοιας αστικής τάξης συνδέεται με το πώς έχει διαμορφωθεί ιστορικά.
Με το αν λ.χ. μπόρεσε ή δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί σε εθνική αστική τάξη με ό,τι αυτό σημαίνει από οικονομική πολιτική άποψη.
Από το αν κατόρθωσε λ.χ. ή δεν κατόρθωσε να διαμορφώσει εκείνες τις παραγωγικές οικονομικές δομές και δυνατότητες που να θεμελιώνουν κατ’ αρχάς ή όχι την οικονομική της αυτοδυναμία και ανεξαρτησία.
Και εδώ, το πραγματικό δεδομένο που ισχύει στην περίπτωση των εξαρτημένων χωρών όπως η δική μας βρίσκεται στο ότι η αστική τάξη και για λόγους που έχουν σχέση με τους πρωταρχικούς όρους συγκρότησης τόσο της δικής της όσο και του ελληνικού κράτους και της μετέπειτα πορείας τους, δεν μπόρεσε να υπερβεί τον μεταπρατικό της χαρακτήρα και σ’ εκείνα τα επίπεδα που να την καθιστούν ικανή να στηρίζεται στα δικά της ποδάρια.
Και ως προς αυτό δεν χρειάζεται να πάμε πολύ μακριά. Αυτά που επιβάλλονται σήμερα στον λαό και την χώρα από τους ιμπεριαλιστές εμπεριέχουν βασικά στοιχεία, συνολικά αυτής της σχέσης πραγμάτων.
Εντάσσονται κατ’ αρχάς στο πλαίσιο της συνολικής επίθεσης του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος ενάντια στους λαούς. Αυτή είναι μια πλευρά που βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με τις διαθέσεις και τα συμφέροντα της αστικής τάξης της χώρας μας. Ταυτόχρονα επιβάλλονται και όροι που προσδιορίζουν και τα όρια κίνησης αυτής της αστικής τάξης και στους οποίους θέλοντας και μη συμμορφώνεται.
Σε σχέση με την άποψη περί ιμπεριαλιστικής Ελλάδας που στηρίζεται από ορισμένες πλευρές.
Η άποψη αυτή στηρίζεται:
Στο ύψος του εισοδήματος της χώρας. Στην ύπαρξη μονοπωλίων. Στις εξαγωγές κεφαλαίων στις βαλκανικές κύρια και παραευξείνιες χώρες. Στο εφοπλιστικό κεφάλαιο. Στη συμμετοχή σε ΕΕ-ΟΝΕ. Στη συμμετοχή σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις.
Σε σχέση με το πρώτο. Πράγματι η Ελλάδα έχει (είχε) ένα εθνικό εισόδημα που την τοποθετούσε αρκετά ψηλά στην παγκόσμια κλίμακα. Αυτό συνδέεται με μια σειρά ευνοϊκούς παράγοντες που ξεκινούν από την στήριξη που είχε η αστική τάξη από τους ιμπεριαλιστές απέναντι στην «κομμουνιστική απειλή» μετά τον πόλεμο και τη σοσιαλιστική «περικύκλωσή» της στα Βαλκάνια στη συνέχεια. Περνάν από τον «πόλεμο των 6 ημερών» το 1967, για να φτάσουν στα πακέτα εξαγοράς της από την ΕΕ. Συναντούν τις ευνοϊκές συνθήκες που δημιούργησε για το ελληνικό κεφάλαιο η κατάρρευση του ανατολικού μπλοκ, για να καταλήξει στην ευκολία δανεισμού με την είσοδο στην ΟΝΕ.
Μόνο που κι αυτό το μέσο επίπεδο καπιταλιστικής ανάπτυξης που στηρίχτηκε σε τέτοια ποδάρια αποδείχτηκε αρκετά εύθραυστο κι αυτό φαίνεται καθαρά σήμερα καθώς μια σειρά ευνοϊκοί παράγοντες είτε δεν υπάρχουν πλέον είτε και έχουν αναστραφεί.
Όσον αφορά τα ελληνικά μονοπώλια και την εξαγωγή κεφαλαίων. Μονοπώλια μπορούν να δημιουργηθούν και σε μια εξαρτημένη καπιταλιστική χώρα, περιορισμένης, ωστόσο, και τοπικής εμβέλειας.
Από την ώρα που κάποια απ’ αυτά μεγεθυνόμενα επιχειρούν να βγουν προς τα «έξω» αμέσως «συναντάν» το πλαίσιο που έχουν δημιουργήσει τα ιμπεριαλιστικά μονοπώλια. Η όποια δράση τους υπόκειται στους όρους αυτού του πλαισίου, ενώ συνηθισμένο φαινόμενο είναι είτε να εξαγοράζονται είτε να «υιοθετούνται» από τα ιμπεριαλιστικά μονοπώλια.
Σε παραπλήσια βάση μπαίνει και το ζήτημα της εξαγωγής κεφαλαίων που πράγματι και αυτή υπήρξε.
Μόνο που έγινε στη βάση που ο Μαρξ έθετε το ζήτημα των «προσκόπων» του κεφαλαίου. Δηλαδή σε κεφάλαια που οι κάτοχοί τους κινούνταν σε «νέες» περιοχές, όπως λ.χ. οι χώρες του πρώην ανατολικού μπλοκ, όπου τα περιθώρια κέρδους είναι υψηλά αλλά και τα ρίσκα πολύ μεγαλύτερα. Αν αποτύχουν απέτυχαν. Αν η εξόρμησή τους σημειώσει επιτυχίες και ανοίξει δρόμους, τότε έρχονται οι τακτικές δυνάμεις του κεφαλαίου με την βαριά θωράκιση για να θέσουν τους προσκόπους υπό τον έλεγχό τους ή και να τους κάνουν εντελώς στην άκρη. Σ’ αυτή τη φάση βρισκόμαστε πλέον με βασικό στοιχείο τον έλεγχο που επιβάλλεται στο ελληνικό τραπεζικό σύστημα κ.λπ.
Και για να θέσουμε μια ακόμη σημαντική πλευρά του ζητήματος. Τα ιμπεριαλιστικά μονοπώλια δεν δρουν με βάση οικονομικούς και μόνον όρους επιβολής. Η δράση τους συνοδεύεται και υποστηρίζεται από την πολιτική και στρατιωτική ισχύ της χώρας προέλευσής τους. Τέτοιες δυνατότητες η «ιμπεριαλιστική» Ελλάδα ούτε να τις διανοηθεί μπορεί. Όσο για τη συμμετοχή της στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, αυτό που υπογραμμίζει είναι ακριβώς η εξάρτησή της, ενώ είναι απλώς αστείος οποιοσδήποτε ισχυρισμός περί του αντιθέτου. Για να μην πάμε στην Μικρασιατική τραγωδία και το δράμα της Κύπρου, ας θυμίσουμε κάτι σχετικά πρόσφατο. Το πώς η ελληνική αστική τάξη αναγκάστηκε να προσφέρει βάσεις εξόρμησης στην ιμπεριαλιστική επέμβαση στην «φίλη» Γιουγκοσλαβία.
Ανάλογης αστειότητας εύσημα δικαιούται και η άποψη που συνδέει αυτό τον ισχυρισμό με τη θέση του «ελληνικού» εφοπλιστικού κεφαλαίου. Μόνο που αυτό το κεφάλαιο είναι τόσο ελληνικό όσο είναι λιβεριανό και παναμέζικο. Όσο για την πραγματική του ιθαγένεια, μάλλον θα πρέπει να την αναζητήσουμε στο Σίτυ ή την Γουόλ Στρητ.
Ο μόνος ισχυρισμός που έχει μια στοιχειώδη υπόσταση είναι αυτός που συνδέεται με την είσοδο στην ΟΝΕ. Άλλωστε καθόλου τυχαίες δεν είναι οι αγωνιώδεις προσπάθειες της αστικής τάξης να γίνει δεκτή καθώς και ο πανικός της μπροστά στην πιθανότητα να εκδιωχθεί.
Η είσοδος στην ΟΝΕ υπήρξε όντως ένα είδος αναβάθμισης της αστικής τάξης που κυρίως εκφράστηκε με την δυνατότητά της να προσπορίζεται κεφάλαια κ.λπ. Μόνο που ο λογαριασμός, αν και λίγο «καθυστερημένος», ήρθε τελικά και μάλιστα κατά πολύ επιβαρημένος. Και δεν αναφέρομαι μόνο στις συνέπειες που είχαν για τον λαό όλα αυτά και τα οποία πολύ καλά γνωρίζουμε.
Αναφέρομαι και στους όρους και τους περιορισμούς που έχουν επιβληθεί στην ίδια την αστική τάξη ως προς την λειτουργία, τη δράση, το ρόλο, τις αρμοδιότητες και τα όριά της.
Αυτά που της επιβάλλονται με τα μνημόνια κ.λπ. διαμορφώνουν ένα ασφυκτικό πλαίσιο λειτουργίας που ουσιαστικά την υποβιβάζει αν και, τυπικά, παραμένει εντός ΟΝΕ.
Ίσως το πιο χαρακτηριστικό για την ουσία του ζητήματος που μας απασχολεί είναι αυτά που συμβαίνουν σε σχέση με τους αγωγούς και τις δημόσιες εταιρείες πετρελαίου και αερίου (τα ελληνικά μονοπώλια).
Η «αλληλεξάρτηση» με τους Αμερικάνους έστειλε τον αγωγό Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολης στην αποθήκη και την αλληλεξάρτηση με τους Ρώσους στο ράφι.
Όσον αφορά την διαδικασία ιδιωτικοποίησης των εταιρειών που προαναφέρθηκαν, στα πλαίσια της ίδιας αλληλεξάρτησης», οι Αμερικανοί απαιτούν να μην ισχύσουν οικονομικά αλλά πολιτικά κριτήρια, καθώς, ως φαίνεται, οι Ρώσοι κάνουν πιο συμφέρουσες οικονομικά προσφορές. Όσο για τους «νόμους της αγοράς» που, κατά τα άλλα, οι Δυτικοί τους έχουν ευαγγέλιο, ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν περισσότερα από ένα Ευαγγέλια.

Ζητήματα πολιτικής γραμμής και πάλης

Το ουσιώδες σε σχέση με όλα αυτά. Το ποια πολιτική γραμμή υπαγορεύουν καθώς ο προσδιορισμός της κατάστασης υπαγορεύει και την αντίστοιχη γραμμή πάλης. Όσον αφορά το βασικό ερώτημα τού αν μπορεί να γίνει πραγματική αλλαγή στα πλαίσια του συστήματος, δεν έχω να προσθέσω εδώ κάτι στα όσα ήδη αναφέρθηκαν. Περισσότερο θα μας απασχολήσουν εδώ ζητήματα που αναδείχνονται με βάση το πώς τίθεται το πρόβλημα από διάφορες πλευρές που εμφανίζονται ως ανατρεπτικές ή και επαναστατικές, όπως το ζήτημα του χαρακτήρα της αλλαγής, πού μπορεί να στηριχτεί η επαναστατική πάλη, πώς προωθείται κ.λπ. Υπάρχει σοβαρή αναγκαιότητα να αποσαφηνιστούν ορισμένα πράγματα μια και υπάρχει αρκετή σύγχυση ως προς αυτά.
Σύγχυση η οποία τροφοδοτείται, αναπαράγεται και μεγεθύνεται είτε με βάση οπορτουνιστικές σκοπιμότητες είτε στη βάση στρεβλής και ανεπαρκούς αντίληψης των πραγμάτων.
Κατ’ αρχάς σε σχέση με το ζήτημα του χαρακτήρα της αλλαγής, όπου το πρώτο που οφείλουμε είναι μια αποσαφήνιση της άποψης και της λογικής μας.
Είναι γεγονός ότι από τη μεριά μας, παρότι κινούμαστε στη βάση ενός συγκεκριμένου πολιτικού καμβά, δεν προχωρήσαμε ακόμη σε έναν ολοκληρωμένο και «τελικό» προσδιορισμό της άποψής μας γι’ αυτό το ζήτημα. Βρισκόμαστε όμως στον δρόμο αντιμετώπισης και αυτού του ζητήματος. Είναι μέσα στις δυνατότητες της οργάνωσης με βάση το στελεχικό δυναμικό και τις δυνατότητες ανάλυσης και επεξεργασίας που έχει αναπτύξει. Έτσι κι αλλιώς έχουμε ξεκαθαρισμένα ορισμένα πράγματα και πολύ περισσότερο μάλιστα από άλλους που κάθε τόσο εμφανίζουν ένα «ολοκληρωμένο» και «τελικό» πρόγραμμα. Τόσο, μάλιστα, «τελικό» που κάθε τρεις και λίγο φέρνουν κι ένα «καινούριο».
Έχουμε κατ’ αρχάς ξεκαθαρισμένο, και σ’ αυτή τη βάση κινούμαστε, ότι η μοναδική και ολοκληρωμένη διέξοδος για τον λαό βρίσκεται στην ανατροπή αυτού του συστήματος, ανεξάρτητα από το αν τελικά την προσδιορίσουμε σαν σοσιαλιστικού χαρακτήρα ή λαϊκοδημοκρατική με σοσιαλιστικό προσανατολισμό κ.λπ.
Απ’ εκεί και πέρα είναι ξεκαθαρισμένο για εμάς ότι αποφασιστική σημασία έχει ο προσδιορισμός -με βάση τα συνολικά χαρακτηριστικά μιας χώρας- της κύριας αντίθεσης. Δηλαδή εκείνης της αντίθεσης που διαχωρίζει στη μια πλευρά τις κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που μπορούν να συσπειρωθούν σε βάση και κατεύθυνση ανατροπής και στην άλλη τις δυνάμεις του συστήματος. Αυτό είναι που προσδιορίζει κατ’ αρχάς και τον χαρακτήρα της αλλαγής, της ανατροπής που μπορεί να πραγματοποιηθεί.
Επειδή, και για να το θέσω και κάπως διαφορετικά, η επαναστατική ανατροπή που μπορεί να πραγματοποιηθεί σε μια χώρα δεν εξαρτάται από σχέδια, αποφάσεις, διακηρύξεις, επιθυμίες ή κάποιες γενικές αρχές. Είναι εκείνη που μπορεί να συσπειρώσει κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις σε μέτωπο που να μπορεί να αναμετρηθεί νικηφόρα με τις δυνάμεις του συστήματος.
Αν αυτό ισχύει κατ’ αρχάς, από εκεί και πέρα και επειδή στην ταξική πάλη τίποτε δεν είναι δοσμένο από τα πριν, αναδείχνονται ορισμένα άλλα και πολύ σοβαρά ζητήματα. Ο ειδικότερος χαρακτήρας της αλλαγής που θα πραγματοποιείται μέσα από τη συγκεκριμένη πορεία της επαναστατικής πάλης καθορίζεται και μάλιστα με αποφασιστικό τρόπο από ένα πράγμα.
Από τον συσχετισμό δυνάμεων που θα διαμορφώνεται μέσα από αυτή την πορεία στα πλαίσια του επαναστατικού μπλοκ. Το να αποκτήσει λ.χ. αυτή η επανάσταση σοσιαλιστικό προσανατολισμό και χαρακτήρα και να μην εκτραπεί σε άλλες κατευθύνσεις έχει μια και μόνη απαράγραπτη προϋπόθεση. Το προλεταριάτο και το κομμουνιστικό κίνημα να έχουν κατακτήσει τον ηγετικό ρόλο στα πλαίσια του επαναστατικού μετώπου.
Και μάλιστα αυτόν τον ρόλο να τον έχουν κατακτήσει στην πράξη αναδεικνυόμενες σε πρωτοπόρα και αποφασιστική δύναμη της λαϊκής πάλης και αποκτώντας μέσα απ’ αυτήν το απαραίτητο κύρος απέναντι στις άλλες δυνάμεις και συνολικά τον αγωνιζόμενο λαό.
Αυτά για την κομμουνιστική αντίληψη πραγμάτων σημαίνουν ορισμένα πράγματα. Όταν από τη μεριά μας θέτουμε σαν κεντρικό ζήτημα την αναγκαιότητα συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων, είναι επειδή θεωρούμε ότι καμιά ανατροπή δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς αυτή την πολύπλευρη και πολύμορφη συγκρότηση και μάλιστα στα επίπεδα τού να είναι ικανή να αναμετρηθεί νικηφόρα με τις δυνάμεις του συστήματος.
Όταν από τη μεριά μας θέτουμε σαν θεμελιακές προτεραιότητες την «εκ νέου» συγκρότηση της εργατικής τάξης σε «τάξη» για τον εαυτό της, και, σε διαλεκτική σύνδεση με αυτό, την αναγκαιότητα συνολικής ανασύστασης-ανασυγκρότησης του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος είναι για πολύ συγκεκριμένους λόγους.
Είναι επειδή ένα συγκροτημένο προλεταριάτο είναι αυτό που μπορεί να συσπειρώσει γύρω του τα άλλα λαϊκά στρώματα, είναι αυτό που μπορεί να δώσει την αποφασιστική ισχύ στο μέτωπο ανατροπής.
Ταυτόχρονα, και όπως ήδη αναφέρθηκε, η συγκρότησή του, η κατάκτηση από μεριάς του ενός ρόλου πρωτοπόρου και ηγετικού αποτελεί όρο για τον προσανατολισμό του μετώπου ανατροπής στην πιο προωθημένη επαναστατική κατεύθυνση.
Και αυτό που επίσης χρειάζεται να ξεκαθαριστεί είναι ότι αυτό ισχύει όχι μόνο στην περίπτωση που ο χαρακτήρας της αλλαγής προσδιορίζεται σαν σοσιαλιστικός αλλά και στην περίπτωση που προσδιοριστεί σαν λαϊκοδημοκρατικός αντιιμπεριαλιστικός. Επειδή το να έχει μια ανατροπή πραγματικό και όχι εικονικό αντιιμπεριαλιστικό χαρακτήρα δεν εξαρτάται από αποφάσεις και διακηρύξεις, αλλά από τον ρόλο που θα έχει κατακτήσει το προλεταριάτο στην επαναστατική διαδικασία. Άλλο τόσο συναρτάται αυτό από το πόσο έχει απαντηθεί το ζήτημα της συγκρότησης της πολιτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης, η κατάκτηση από μεριάς της μέσα στην πάλη και όχι εξ ορισμού ενός πρωτοπόρου καθοδηγητικού ρόλου που αποτελεί και βασική προϋπόθεση για την προώθηση και τον προσανατολισμό της λαϊκής πάλης.
Ταυτόχρονα και εκτιμώντας την κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα το κίνημα, προωθούμε την γραμμή της Αντίστασης, Διεκδίκησης και Πάλης και με στόχο την οικοδόμηση ενός ευρύτερου μετώπου αντίστασης. Αυτό δεν είναι -ακόμα- το μέτωπο ανατροπής. Είναι μια επιλογή που υπαγορεύεται από τις συνθήκες και έχει σαν στόχο της να ενεργοποιήσει τον κόσμο, να τον βάλει σε κίνηση. Να τον οδηγήσει σε δρόμους αντίστασης, διεκδίκησης, αντιπαράθεσης με την πολιτική και τις δυνάμεις του συστήματος, να πολιτικοποιήσει τις διαθέσεις του.
Συνολικά να αλλάξει το «τοπίο» στα πλαίσια του λαού, να τροποποιήσει, να αλλάξει συσχετισμούς, να δημιουργήσει το έδαφος και τους όρους που θα επιτρέψουν το πέρασμα σε άλλη φάση και την πάλη του λαού σ’ ένα ανώτερο επίπεδο.
Γι’ αυτό και υποστηρίζουμε τις εστίες αντίστασης που δημιουργούνται ανεξάρτητα ακόμη και με διαφορές που έχουμε, γι’ αυτό και προωθούμε τον πολλαπλασιασμό τους. Γι’ αυτό προωθούμε την Κοινή Δράση ακόμη και με δυνάμεις που έχουμε αντιθέσεις και υπό έναν και μόνο όρο. Αυτή η Κοινή Δράση να στοχεύει στην αντιμετώπιση προβλημάτων που απασχολούν τον λαό και να ενεργοποιούν ευρύτερα έναν κόσμο σε κατεύθυνση αντιπαράθεσης με την πολιτική του συστήματος.
Στην ίδια λογική προχωρήσαμε στη δημιουργία της ΠΑΑΣ ώστε σε συνεργασία και με άλλες δυνάμεις, όπως με το Μ-Λ ΚΚΕ και όποιες άλλες δυνάμεις, ομάδες και αγωνιστές συμφωνούν, να προωθήσουμε πιο αποτελεσματικά αυτές τις κατευθύνσεις.
Σ’ αυτά (και σ’ αυτά) βρίσκονται και οι διαφορές μας με άλλες οργανώσεις και κόμματα.
Στο πεδίο θεώρησης και ανάλυσης της παγκόσμιας και ελλαδικής πραγματικότητας.
Στην πολιτική γραμμή που με βάση τα προηγούμενα διαμορφώνουν.
Στον τρόπο που την προωθούν και γενικότερα στο πώς αντιλαμβάνονται τη σχέση τους με το κίνημα και τον λαό.
Ως προς το πρώτο έχω κιόλας αναφερθεί.
Θα επισημάνω μόνο ένα πράγμα που βγαίνει τόσο από τις εκτιμήσεις τους όσο και στη συνάρτησή τους με την πολιτική γραμμή που προωθούν. Υπάρχει ένας «κοινός τόπος» στο σύνολο σχεδόν αυτών των απόψεων.
Αυτός διαμορφώνεται κατ’ αρχάς πάνω στη βάση αντιλήψεων που στην ουσία αποδέχονται τον καπιταλιστικό «μονόδρομο».
Δεύτερο, και σε συνάρτηση με το πρώτο, το ότι ανεξάρτητα από βροντερές ανατρεπτικές διακηρύξεις, στην πραγματικότητα εναποθέτουν την «αρμοδιότητα της αρμοδιότητας» στην αστική τάξη όπως κι αν την χαρακτηρίζουν. Εθνική, εξαρτημένη, δωσίλογη, ξεπουλημένη και άλλα ηχηρά. Ας εξηγηθώ.
Όταν ο ΣΥΡΙΖΑ διολισθαίνει ασυγκράτητα στην γραμμή της αναδιαπραγμάτευσης εντός ΕΕ-ΟΝΕ κινείται στη γραμμή που κινείται και η αστική τάξη. Η οποία, άλλωστε, εκ των πραγμάτων είναι και η πιο αρμόδια για την υλοποίησή της.
Όταν το ΚΚΕ θέτει, υποτίθεται, ζήτημα λαϊκής εξουσίας χωρίς να το θέσει σαν ζήτημα του κινήματος, στην ουσία, «παραιτείται» από την προώθηση αυτής της γραμμής και αφήνει το πεδίο στην αστική τάξη. Τα περί ιμπεριαλιστική Ελλάδας και αλληλεξάρτησης είναι, πέραν των άλλων, και βολικά προσχήματα για να αποφεύγει κινηματικές «κακοτοπιές».
Όταν δυνάμεις, όπως το ΝΑΡ, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή τροτσκιστικές τάσεις, βάζουν λογικές όπως του «παρατεταμένου ρεπερτορίου», «δυαδικής εξουσίας και «νησίδων κομμουνισμού» ή των τροτσκιστικών παραλλαγών που παραπέμπουν στην «παγκόσμια επανάσταση» (στο μεταξύ καλός είναι κι ο ΣΥΡΙΖΑ για κάποιους) στην πραγματικότητα αφήνουν το πεδίο στην αρμοδιότητα της αστικής τάξης. Άλλωστε, η ευκολία με την οποία μεταπηδούν από τη θέση της ιμπεριαλιστικής Ελλάδας στην θέση της «κατοχής» δείχνει και το πόσο σοβαρά θα πρέπει να τους παίρνει κάποιος.
Όταν αναρχοαυτόνομες τάσεις και ομάδες ιεραρχούν σε πρώτο πλάνο την οικοδόμηση νησίδων αυτοδιαχείρισης εντός του συστήματος, αφήνουν στο απυρόβλητο την δεδομένη και πανταχού παρούσα αστική εξουσία.
Όταν διάφορες «νεοπατριωτικές» τάσεις θέτουν σειρά ζητημάτων, σημαντικών ή ασήμαντων, φύρδην μίγδην χωρίς να προσδιορίζουν υπό ποιους πολιτικούς όρους μπορούν αυτά να υλοποιηθούν, στην πραγματικότητα «παροτρύνουν» την αστική τάξη να πάρει τις «εθνικές της ευθύνες».
Αυτή η πολιτική λογική και κατεύθυνση υπογραμμίζεται και από τον τρόπο με τον οποίο προωθούν την πολιτική τους, και που βρίσκεται σε εντελώς διαφορετική κατεύθυνση με το πώς εμείς λ.χ. αντιλαμβανόμαστε αυτό το ζήτημα. Μια θεμελιώδης διαφορά βρίσκεται ανάμεσα στην κατεύθυνση συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων που προωθείται από την μεριά μας και σ’ εκείνες που ιεραρχούν σε πρώτο πλάνο την κοινοβουλευτική τους ενδυνάμωση. Ακριβώς επειδή στο αστικό κοινοβουλευτικό παιχνίδι βλέπουν τους όρους υλοποίησης των πολιτικών τους επιδιώξεων, ενώ στον λαό αναζητούν μόνο τη στήριξη αυτών των προσανατολισμών.
Γενικότερα -και αυτό αφορά όλους- ο τρόπος που αντιμετωπίζουν τον λαό, η μικροκομματική και χωρίς ορίζοντες αντιμετώπιση των απαιτήσεων οργάνωσης και πάλης έχουν πίσω τους αυτούς τους πολιτικούς προσανατολισμούς. Την έλλειψη εμπιστοσύνης στις δυνατότητες της λαϊκής πάλης, της δυνατότητας του λαού να υψωθεί πάνω από τα όρια τέτοιων επιδιώξεων.
Ας είναι όμως καθαρό ένα πράγμα. Η ζωή, η ταξική πάλη ολοένα και πιο έντονα θα θέτουν τις απαιτήσεις τους και όλο και αυξανόμενη πίεση θα ασκούν σε όλες τις πλευρές. Το γεγονός ότι έστω και στα λόγια υιοθετούν θέσεις, όπως της επίθεσης του συστήματος, της Αντίστασης, της Κοινής Δράσης κ.ά. αποτελεί έκφραση αυτής της πίεσης, η οποία και θα συνεχιστεί και θα εντείνεται. Το ότι η αντίδραση ενός κόσμου και για γνωστούς λόγους έφτασε μέχρις ένα ορισμένο μόνο επίπεδο δεν αλλάζει το ότι ο κόσμος δεν αρκείται πλέον στα όσα μέχρι σήμερα του σερβίρουν. Προβληματίζεται, «δοκιμάζει», κινείται, αναζητά. Και εφόσον αναζητά, αργά ή γρήγορα, θα «βρει» κιόλας. Αρκεί εμείς να βρισκόμαστε εκεί. Και να βρισκόμαστε έτσι προετοιμασμένοι ώστε να μπορούμε να δώσουμε και να πάρουμε.





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου