Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Τετάρτη 22 Ιουνίου 2016

ΓΙΑ ΜΙΑ ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΣΤΟΥΣ ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ ΜΕΣΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ Σκέψεις-Εμπειρίες-Προτάσεις



 του Χαρίλαου Βόντση
 Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Εναυσμα» το 1994


Τις στιγμές που γράφονται αυτές οι γραμμές έχει ήδη ξεκινήσει η νέα σχολική χρονιά. Ένα τυπικό ξεκίνημα. με το απαραίτητο αναμάσημα παλιών και νέων προβλημάτων, με την ανάλογη φιλολογία γύρω από την κρίση που μαστίζει την εκπαίδευση. Ο Τύπος, οι "ειδικοί", το Υπουργείο Παιδείας και πολλοί άλλοι βρίσκουν την εποχή αυτή ένα επίκαιρο και φλέγον θέμα. Στο όλο σκηνικό συνήθως προστίθεται και η ηγεσία του κλάδου, η ΟΛΜΕ, που φοβερίζει την κυβέρνηση με κινητοποιήσεις.
Ωστόσο, το πρόβλημα με αυτή την εποχιακή αναζωπύρωση των προβλημάτων της εκπαίδευσης, είναι ότι αποφεύγουν την ουσία του προβλήματος, Με το να μιλούν για τα αποτελέσματα μιας πολιτικής, χωρίς ουσιαστική αναφορά σε αυτή την πολιτική. Με το να αναφέρονται στα αποτελέσματα αποκρύπτοντας τα πραγματικά αίτια και συχνά αντιστρέφοντας αίτια και αποτελέσματα. Πάνω σ' αυτό, ιδιαίτερη σημασία έχει η αντιπαράθεση σε μια πλατιά διαδεδομένη φιλολογία περί "κρίσης", η οποία αναπτύσσεται στη βάση μιας καθαρά αστικό-τεχνοκρατικής αντίληψης, ανεξάρτητα αν αυτή προέρχεται από το υπουργείο Παιδείας για παράδειγμα, ή την ΟΛΜΕ. Η φιλολογία αυτή όχι μόνο είναι ξεκομμένη από ένα βασικό στοιχείο της εκπαίδευσης, αλλά αυτό ακριβώς έρχεται να συγκαλύψει την ταξικότητά της.


Όμως η κρίση (χωρίς εισαγωγικά) της εκπαίδευσης υπήρχε και θα υπάρχει, αφού αποτελεί εγγενές στοιχείο του ταξικού της χαρακτήρα και του αντίστοιχου ρόλου της. Επιπλέον το στοιχείο της ολόπλευρης εξάρτησης της χώρας μας από τα ξένα κέντρα δίνει ιδιαίτερα και πιο έντονα χαρακτηριστικά σ' αυτήν την κρίση. Είναι φανερό, πρέπει να είναι φανερό, πως τα προβλήματα της εκπαίδευσης δεν μπορούν να περιγράφονται μόνο με εκπαιδευτικούς και παιδαγωγικούς όρους: είναι πρώτα απ' όλα πολιτικά ζητήματα. Είναι μέρος μιας συνολικότερης αντιλαϊκής πολιτικής.

Στο επόμενο διάστημα και σχεδόν μέχρι τα μέσα του Νοέμβρη, θα ξεκινήσουν και θα ολοκληρωθούν οι "μαζικές" διαδικασίες στον κλάδο: εκλογοαπολογιστικές συνελεύσεις, αρχαιρεσίες για ανάδειξη νέων Διοικητικών Συμβουλίων των τοπικών ΕΛΜΕ. Φέτος επίσης είναι η χρονιά που γίνεται η εκλογή των αιρετών στα συνδιοικητικά όργανα, θα ακολουθήσουν η Οργανωτική Ι και II, όπως λέγονται οι συνελεύσεις που αποφασίζουν το διεκδικητικό πλαίσιο και το πρόγραμμα δράσης. Όλα τακτοποιημένα, με άψογες διαδικασίες και προπαντός δημοκρατικά, θα υπάρξει ένα μόνο πρόβλημα: οι διαδικασίες δε θα είναι μαζικές και η συμμετοχή των καθηγητών από μικρή έως ελάχιστη. Οι όποιες εξαιρέσεις, αν υπάρξουν φυσικά, θα έρθουν να υπογραμμίσουν αυτόν τον κανόνα. Ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια, το φαινόμενο αυτό έχει πάρει μεγάλη διάσταση. Ταυτόχρονα αποτελεί και το καλύτερο άλλοθι για τα κυρίαρχα κόμματα και τις παρατάξεις τους για να βυθίσουν ολοκληρωτικά στο τέλμα έναν αρκετά ζωντανό χώρο με αρκετές και σημαντικές παρακαταθήκες αγώνων και κινητοποιήσεων. Μόνη και μόνιμη δικαιολογία της συνδικαλιστικής ηγεσίας, ΟΛΜΕ-ΕΛΜΕ, που ελέγχεται από τα αστικά και ρεφορμιστικά κόμματα, είναι πως ο "κόσμος", η "βάση" δεν τραβάει, δεν θέλει κινητοποιήσεις, δεν έχει διάθεση να παλέψει. Ό,τι αφορά, δηλαδή, τους ίδιους και τη λογική τους, τα αποδίδουν στη βάση των καθηγητών. Όλοι αυτοί που οδήγησαν σ’ αυτήν την άσχημη κατάσταση έναν μάχιμο κλάδο γίνονται οι πρώτοι τιμητές αυτής της αδράνειας και της απραξίας.

Από την άλλη πλευρά, αυτή που αφορά την πλειοψηφία των καθηγητών, τίθεται σιωπηρά ή φωναχτά ανάλογης τάξης πρόβλημα και προβληματισμός: δε γίνεται τίποτα. Ή ακόμη πιο τραβηγμένα: δεν μπορεί να γίνει τίποτα. Η μομφή, κατ' αρχήν, αναφέρεται στις κυρίαρχες παρατάξεις και στην εκάστοτε ηγεσία της ΟΛΜΕ και των ΕΛΜΕ αλλά επεκτείνεται και προς όλους τους συνδικαλιστές γενικά. Είναι σίγουρα ένα αρνητικό κλίμα. Διότι μπορεί κατά ένα μέρος να εκδηλώνεται με τον τρόπο αυτό η αγανάκτηση και η απογοήτευση από την τακτική των κυρίαρχων παρατάξεων, δεν οδηγείται ωστόσο στις πολιτικές αιτίες αυτής της κατάστασης. Βέβαια κάτι τέτοιο δεν μπορεί να γίνει αυθόρμητα και αυτόματα και μάλιστα να οδηγήσει σε μια συνολικότερη ρήξη με τις αστικές και ρεφορμιστικές παρατάξεις. Αυτό άλλωστε αποτελεί και ένα βασικό στοιχείο μιας αριστερής, όχι μόνο στο όνομα, παρέμβασης από πολιτικές δυνάμεις και μεμονωμένους αγωνιστές που κινούνται έξω και ενάντια στις λογικές των κοινοβουλευτικών δυνάμεων.
Σ' αυτό εδώ το άρθρο δεν θα μπούμε σε μια συνολικότερη εξέταση και εκτίμηση των αγώνων και της δράσης του κινήματος των καθηγητών τα προηγούμενα χρόνια. Αν και κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο και προσφέρεται για σημαντικά συμπεράσματα και εκτιμήσεις. Επίσης θα θεωρήσουμε σε γενικές γραμμές γνωστές τις πολιτικές που εκφράζουν τα δυο βασικά αστικά κόμματα (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ στο χώρο των καθηγητών και της εκπαίδευσης γενικά. Όπως επίσης σε γενικές γραμμές είναι γνωστή και η στήριξη στα βασικά τους σημεία, αυτών των επιλογών από τους ρεφορμιστές.
Θα σταθούμε, λοιπόν, σε κάποιες ιδιαίτερες πλευρές που αφορούν κατά κύριο λόγο την παρέμβαση ενός αγωνιστικού κομματιού των καθηγητών, ενός κόσμου που αναφερόταν και αναφέρεται με τον α' ή το β' τρόπο στον εξωκοινοβουλευτικό χώρο. Κατ' αρχήν υπάρχει η διαπίστωση από πολλούς αγωνιστές καθηγητές πως, αυτός ο διάσπαρτος και απομονωμένος, χωρίς ιδιαίτερες δυνατότητες έκφρασης και παρέμβασης, κόσμος μπορεί και πρέπει να ενεργοποιηθεί. Από το σημείο όμως αυτό μέχρι του να καταφέρει στην πράξη και σε σημαντικό βαθμό να συγκροτήσει και να ισχυροποιήσει έναν πολιτικό λόγο και να ουσιαστικοποιήσει την πολιτική του παρέμβαση, ο δρόμος είναι μακρύς. Και το σημαντικότερο ζήτημα είναι ότι αυτός ο δρόμος πρέπει να διανυθεί. Δεν μπορεί να υπερπηδηθεί με διάφορα κόλπα και τεχνητούς τρόπους. Περνά μέσα από τους καθηγητές και μαζί τους θα υλοποιηθεί αυτή η κατεύθυνση.

Εδώ θα θέλαμε να αναφερθούμε λίγο αναλυτικά σε κάποιες απόψεις, που υπάρχουν και αναπαράγονται στο χώρο και τον περίγυρο των εξωκοινοβουλευτικών δυνάμεων, και οι οποίες κατά τη γνώμη μας εμποδίζουν τη συγκρότηση ενός πολιτικού λόγου με την πειστικότητα και την αποτελεσματικότητα που χρειάζεται.
Θεωρούσαμε και θεωρούμε πως η πολιτικοποίηση της παρέμβασής μας και γενικότερα της δράσης μας στο μαζικό μας χώρο και ιδιαίτερα στις πρωτοβάθμιες ενώσεις είναι πρωταρχικός όρος για μια ουσιαστική παρέμβαση με αριστερά-αγωνιστικά χαρακτηριστικά. Μόνο έτσι μπορεί να διαφοροποιηθεί ουσιαστικά, όχι μόνο από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, αλλά και από τους κάθε λογής και απόχρωσης ρεφορμιστές. Μόνο έτσι μπορεί να δυναμώσει και να κερδίσει έδαφος η λογική ότι ο αγώνας για να προχωρήσει χρειάζεται πολιτικούς στόχους, στόχους αντικυβερνητικούς-αντιρεφορμιστικούς.
Δεν είναι καθόλου τυχαίο που οι κυρίαρχες παρατάξεις χτύπησαν και χτυπούν λυσσαλέα μια τέτοια κατεύθυνση. Δεν είναι καθόλου τυχαίο που στο όνομα της "μη κομματικοποίησης", χτυπούν την πολιτικοποίηση, την ίδια στιγμή που περνούν και εδραιώνουν τον κομματισμό σε όλο το εύρος των δραστηριοτήτων τους. Αλλά όπως φαίνεται, το πρόβλημα δεν εντοπίζεται μόνο σ' αυτήν την πλευρά. Υπάρχει πάνω σ' αυτό το ζήτημα διαφορά αντίληψης που σε μεγάλο βαθμό ακουμπάει πάνω οε βαθύτερες διαφωνίες και διαφορετικές λογικές. Το ότι η πολιτικοποίηση της δράσης γίνεται αντιληπτή με διαφορετικό τρόπο από κάποιες πλευρές, φανερώνεται κυρίως σε κρίσιμες περιόδους, σε περιόδους κινητοποιήσεων. Ωστόσο υπάρχει σαν πρόβλημα και αφορά κάθε περίοδο.
Έχουμε βρεθεί (σε αρκετές περιπτώσεις μέχρι σήμερα) μπροστά στην άρνηση της παραπέρα πολιτικοποίησης και της εμμονής σε μια τέτοια κατεύθυνση (για λόγους τακτικής φυσικά!) από συναδέλφους που υποτίθεται ότι επιδιώκουν κάτι τέτοιο. Εκείνο που έχει σημασία είναι η επιχειρηματολογία και η υπεράσπιση μιας τέτοιας "τακτικής". Μια επιχειρηματολογία που στη βάση της πάντα έχει τους καθηγητές (την πλειοψηφία υποτίθεται) και τις διαθέσεις τους. Εδώ δίνεται μια λαθεμένη ερμηνεία ή και γίνεται μια εσκεμμένη διαστρέβλωση.
Οι διαθέσεις του κόσμου και η όποια αναφορά γίνεται σ' αυτές, είναι ένα πράγμα που πρέπει πάντα να εκτιμιέται στην κλίμακα των μαζικών διαδικασιών και όχι σε γενική και αόριστη βάση. Από την άποψη αυτή είναι ένα πολιτικό ζήτημα. Οι διαθέσεις ή αυτό που εκφράζει ο κόσμος με τη συμμετοχή του ή την αποχή του, με τη δράση του ή την αδράνεια του, πάντα έχει πολιτικά αίτια. Και είναι γεγονός πως αυτό που πολλές φορές εκφράζεται σε ατομικό επίπεδο ή σε μικρή κλίμακα είναι αρκετά διαφορετικό από αυτό που εκφράζεται σε μαζική κλίμακα. Και οι αιτίες αυτής της κατάστασης είναι καθαρά πολιτικές. Αφορούν και είναι συνέπεια της δράσης και κυριαρχίας των αστικών και ρεφορμιστικών δυνάμεων τόσο στο χθες όσο στο σήμερα. Κατά συνέπεια είναι ένα ζήτημα το να παίρνονται υπόψη αυτές οι διαθέσεις του κόσμου και εντελώς διαφορετικό και λαθεμένο να καθορίζουν την πορεία των αγώνων και την πολιτική στοχοθεσία. Το ερώτημα είναι γιατί συμβαίνει να αντιμετωπίζεται μ’ αυτόν τον τρόπο και να δίνεται αυτή η λαθεμένη ερμηνεία στη δήθεν αρνητική διάθεση του κόσμου για το ανέβασμα της πολιτικής πάλης και όχι μόνο σε περιόδους κινητοποιήσεων. Χωρίς να επεκταθούμε σε μια αναλυτική εξέταση του ζητήματος, θα αναφερθούμε σε δυο παραμέτρους, που κατά τη γνώμη μας, αποτελούν και τις βασικές αιτίες αυτής της λαθεμένης στάσης. Εκείνο που χαρακτηρίζει τις μαζικές διαδικασίες του κλάδου, και το οποίο τα τελευταία χρόνια αποτελεί κυρίαρχο στοιχείο είναι η απουσία πολιτικής αντιπαράθεσης, η απουσία πολιτικού λόγου. Και αν αυτό για τις κυρίαρχες αστικές δυνάμεις (ΠΑΣΟΚ, Ν.Δ.) είναι όρος συνδικαλιστικής τους επιβίωσης, η μεγαλύτερη ζημιά γίνεται από τους ρεφορμιστές ("Κ"ΚΕ και άλλες "αριστερές" δυνάμεις) που για διαφορετικούς ίσως λόγους υιοθετούν αυτήν την τακτική και ενισχύουν τη γραμμή της μη-πολιτικοποίησης των μαζικών διαδικασιών και κινητοποιήσεων. Τακτική που από τη μια μεριά δίνει το άλλοθι και την ευκαιρία στα δυο κυβερνητικά κόμματα και τις παρατάξεις τους να εμφανίζονται με "αγωνιστικό" προσωπείο σε κάποιες περιπτώσεις (απεργίες '88,'90) και από την άλλη σπέρνει και καλλιεργεί αυταπάτες σε πολύ κόσμο. Το χτύπημα της πολιτικοποίησης σαν άρνηση δήθεν της κομματικοποίησης και η υπεράσπιση του καθαρού συνδικαλισμού υπεράνω κομμάτων, τάξεων, κ.λπ., αποτελεί κοινής αποδοχής βάση για τις δυνάμεις αυτές.
Δυστυχώς όμως οι αντιλήψεις των ρεφορμιστών για τη μαζική συνδικαλιστική δράση επηρεάζουν και έναν κόσμο, ο οποίος σύμφωνα με τις πολιτικές του απόψεις και θέσεις πρέπει αντικειμενικά να βρίσκεται στην άλλη όχθη. Γιατί φυσικά η πολιτική αντιπαράθεση (και όχι η πολιτικολογία, όπως την ονομάζουν) δεν είναι σε καμιά περίπτωση εμπόδιο στην συνδικαλιστική δράση. Το αντίθετο μάλιστα. Γιατί, το να κρατάς τις βασικές πολιτικές απόψεις, να τις προβάλλεις και να τις παλεύεις (όχι από καμιά ανάγκη "καθαρότητας" αλλά γιατί πιστεύεις συνειδητά σ' αυτές) δεν αποτελεί απεμπόληση της μαζικής πολιτικής, όπως πρέπει να την εννοούν οι αγωνιστές. Αντίθετα, αποτελεί αντιστράτευση στη "μαζική πολιτική" με τον τρόπο που την εννοούν οι ρεφορμιστές. Διότι, μαζική πολιτική δεν είναι να θέλεις να εντυπωσιάσεις με ηχηρά πράγματα και να παράγεις "χειροκροτήματα" από την πλευρά των ρεφορμιστών. Μαζική πολιτική δεν κάνεις όταν υπερθεματίζεις για τη "χαμένη αξιοπρέπεια του καθηγητή και το "καταρρακωμένο κύρος" του. Όταν οι βασικές προτάσεις σου στρέφονται γύρω από την "αναβάθμιση" της εκπαίδευσης και γίνονται ο κύριος άξονας της πάλης σου. Όταν τα διαδικαστικά κόλπα αντικαθιστούν την πολιτική κόντρα. Όταν αφήνεται να εννοηθεί ότι το κύριο στην ανάπτυξη του διεκδικητικού αγώνα είναι οι διαβουλεύσεις κάποιων κλιμακίων της ΟΛΜΕ με το Υπουργείο και όχι η πολιτικοποίησή του.
Συχνά σαν λόγος άρνησης της πολιτικής κόντρας με τις κυρίαρχες παρατάξεις και ιδιαίτερα με τους ρεφορμιστές, προβάλλεται, έμμεσα ή άμεσα, ο φόβος της απομόνωσης από τη βάση. Αν εδώ παραβλέψουμε τις όποιες περιπτώσεις ατομικών φιλοδοξιών και παραγοντισμού, έχουμε μια εντελώς λαθεμένη αντίληψη για τα πραγματικά αίτια της μικρής επιρροής των αριστερών αγωνιστικών απόψεων. Αίτια, που κατά κύριο λόγο πρέπει να αναζητήσουμε στη μακροχρόνια κυριαρχία των αστικορεφορμιστικών παρατάξεων που δημιούργησαν το σημερινό δυσμενή συσχετισμό στο συνδικαλιστικό χώρο των καθηγητών και όχι μόνο. Το βέβαιο είναι πως γι' αυτό δεν φταίει σίγουρα η πολιτική κόντρα μ' αυτές τις δυνάμεις. Μάλλον η έλλειψή της έδωσε και άλλα περιθώρια δράσης σ' αυτές της δυνάμεις να φτάσουν τα πράγματα εκεί που έφτασαν σήμερα. Και αυτό είναι κάτι που πρέπει να προβληματίσει όλους όσοι κινούνται ή θέλουν να κινηθούν σε μια αγωνιστική κατεύθυνση, για μια πραγματικά αριστερή παρέμβαση.
Από γενική άποψη, σήμερα η κατάσταση στον κλάδο των καθηγητών είναι πολύ άσχημη, για όσους θέλουν και επιδιώκουν μια ουσιαστική παρέμβαση. Οι συσχετισμοί είναι καταθλιπτικοί και σε βάρος κάθε αγωνιστικής πρότασης. Ταυτόχρονα, είναι ευνοϊκοί οι όροι για την προώθηση αντιδραστικών μέτρων και ρυθμίσεων σε βάρος συνολικά της εκπαίδευσης. Και αυτό κάνουν οι κυβερνήσεις των δύο τελευταίων χρόνων, υλοποιώντας επιταγές του συστήματος. Επιταγές που πλέον χωρίς προσχήματα υιοθετούνται και υλοποιούνται και από τη σημερινή κυβέρνηση, και με τις οποίες στην ουσία συμφωνούν όλες οι κυρίαρχες πολιτικές δυνάμεις. Στα βασικά σημεία αυτών των επιλογών έχουμε:
- Την ενίσχυση της ταξικότητας σε όλο το φάσμα της εκπαίδευσης. Τόσο μέσα από καθαρά ταξικά κριτήρια πρόσβασης και παραμονής στις διάφορες βαθμίδες της εκπαίδευσης, όσο και με την παράλληλη ενίσχυση των λεγόμενων τυπικών φραγμάτων (εξετάσεις). Σε τελική ανάλυση το κόστος σπουδών θα τείνει αυξανόμενο ανάλογα με τη βαθμίδα.
- Τη δημιουργία όρων για την ενίσχυση της ιδιωτικής εκπαίδευσης και την εκχώρηση στο κεφάλαιο τομέων της δημόσιας εκπαίδευσης που θεωρούνται κερδοφόροι.
- Την ενίσχυση μέτρων και μορφών ελέγχου και πειθάρχησης των εκπαιδευτικών και ένταση του αυταρχισμού, τόσο πάνω σε εκπαιδευτικούς όσο και σε μαθητές.
- Την ελαχιστοποίηση του οικονομικού κόστους λειτουργίας της εκπαιδευτικής μηχανής στα εντελώς αναγκαία όριά της.
Η εκπαιδευτική πολιτική της σημερινής κυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ, όπως και κάθε κυβέρνησης του κεφαλαίου, υπηρετεί πιστά αυτές τις επιταγές. Άρα οι διάφορες απόψεις γύρω από τη δήθεν ανυπαρξία εκπαιδευτικής πολιτικής που καταλογίζεται στην κυβέρνηση, όχι μόνο της δίνει το καλύτερο άλλοθι αλλά αποπροσανατολίζει και τον κόσμο. Οι ρεφορμιστές λέγοντας πως δεν υπάρχει εκπαιδευτική πολιτική θέτουν το όλο ζήτημα στη βάση της αναζήτησης μιας άλλης αστικής πολιτικής για την εκπαίδευση. Από δω και το πλήθος των εποικοδομητικών προτάσεων προς το Υπουργείο. Από δω και οι συναινετικές προτάσεις τους προς το Υπουργείο Παιδείας.
Κατά συνέπεια, κατανοώντας το συνολικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εξασκείται η εκπαιδευτική πολιτική, είναι πρωταρχικό ζήτημα, όχι απλά η εναντίωση σ' αυτήν την πολιτική αλλά και η έκφραση αυτής της εναντίωσης μέσα από σαφή "και συγκεκριμένη ιεράρχηση στόχων. Το "οικονομικό" είναι ένα ευρύ πεδίο και συγχρόνως από τα πιο βασικά σε ό,τι αφορά την υλοποίηση των κυβερνητικών επιλογών. Από την άποψη αυτή το "οικονομικό" μπορεί και πρέπει να είναι και το βασικό πεδίο παρέμβασης για την ανάπτυξη ενός αγωνιστικού αντικυβερνητικού αντιρεφορμιστικού πόλου. Και αυτό, όχι μόνο γιατί το "οικονομικό" αναφέρεται στο κυρίως καυτό ζήτημα που απασχολεί με όλους τους τρόπους και απ' όλες τις πλευρές τους καθηγητές αλλά γιατί -και κύρια- περικλείει πολλά άλλα κρίσιμα ζητήματα. Ζητήματα που από μια πρώτη άποψη θεωρούνται θεσμικά, στην πραγματικότητα έχουν ή θα έχουν, όταν όλα υλοποιηθούν, άμεση επίπτωση στην οικονομική κατάσταση των καθηγητών. Και αυτά είναι η σύνδεση βαθμού-μισθού, η αξιολόγηση-επιμόρφωση, τα πειθαρχικά και οι κρίσεις και ίσως με έναν τρόπο και οι συλλογικές συμβάσεις.
Στο ζήτημα των οικονομικών διεκδικήσεων, κεντρική θέση πρέπει να έχει η πολιτική διάσταση του προβλήματος. Βασικός στόχος πρέπει να είναι το χτύπημα της κυβερνητικής εισοδηματικής πολιτικής, το χτύπημα της πολιτικής της λιτότητας. Εναντίωση στις επιταγές της ΕΟΚ και τα "προγράμματα σύγκλισης" που υιοθετεί στο σύνολό του σχεδόν όλο το πολιτικό φάσμα. Εναντίωση και απόρριψη της λογικής των "προσωρινών θυσιών" για ένα καλύτερο -δήθεν- αύριο. Απόρριψη της κινδυνολογίας είτε γύρω από την οικονομία είτε γύρω από τα εθνικό ζητήματα. Ιδιαίτερα σ' ό,τι αφορά στο τελευταίο, τα "εθνικά", εδώ μόνο παρενθετικά μπορούμε να πούμε (γιατί είναι μεγάλο και σοβαρό ζήτημα και θα χρειαστεί ίσως ιδιαίτερη ανάπτυξη) ότι η εκπαίδευση και ιδιαίτερα η Μέση εκπαίδευση χρησιμοποιήθηκε και χρησιμοποιείται σαν ένα βασικό μέσο καλλιέργειας και ανάπτυξης εθνικιστικού κλίματος και με ευθύνη του κλάδου.
Ένα άλλο ζήτημα που θα κυριαρχήσει στο επόμενο διάστημα στον κλάδο των καθηγητών είναι οι εκλογές για τα συνδιοικητικά όργανα και τους αιρετούς. Είναι, και πρέπει να γίνει ακόμη πιο έντονα, σημείο διαχωρισμού και ουσιαστικής διαφοροποίησης από το ρεφορμισμό. Στη φύση του ρόλου αυτού του μηχανισμού έχουμε αναφερθεί πολλές φορές και σε κάθε ευκαιρία. Και αυτό θα συνεχίσουμε να κάνουμε. Και είναι κρίμα που αρκετός κόσμος έξω από τις κυρίαρχες παρατάξεις έχει καταπιεί αυτό το χάπι της συμμετοχής. Ο θεσμός λειτουργεί αρκετά χρόνια και σίγουρα δεν πρέπει να νιώθουν δικαιωμένοι αυτοί που τον στηρίζουν. Ακόμη και όσοι καλοπροαίρετα θεωρούσαν, παρά το ότι γνώριζαν το ρολό που έχουν αυτά τα όργανα, πως η συμμετοχή σ' αυτά δίνει περιθώρια ελέγχου στο συνδικαλιστικό κίνημα απέναντι στην αυθαιρεσία του κράτους-εργοδότη, πρέπει να είδαν, αν φυσικά θέλησαν να δουν, ότι αυτό είναι αδύνατο. Ακόμη και σήμερα που υποτίθεται ότι αναβαθμίστηκαν με την προσθήκη ότι το πέμπτο μέλος -μεταξύ των δύο διορισμένων και των δύο αιρετών- θα υποδεικνύεται από την ΕΛΜΕ, δεν διαφοροποιούνται ουσιαστικά τα πράγματα. Ο ρόλος αυτών των μηχανισμών δεν εξαρτάται μόνο από τα άτομα και τους εσωτερικούς συσχετισμούς στα όργανα αλλά κύρια από τα θεσμικά πλαίσια και τους κανόνες λειτουργίας τους, που φυσιολογικά θα πρέπει να γίνουν ακόμη πιο σφιχτοί. Δεν μπορούμε να δούμε καμιά άλλη θέση από αυτήν της αποχής από αυτά τα όργανα. Πιστεύουμε ότι το ίδιο το κίνημα των καθηγητών μπορεί και πρέπει να αναπτύξει μέσα και τρόπους ελέγχου της αυθαιρεσίας του κράτους-εργοδότη του, καθώς και να προφυλάξει τα κατακτημένα δικαιώματά του Και θα είναι κάτι περισσότερο από αποπροσανατολιστικό η νομιμοποίηση του ρόλου αυτών των οργάνων τη στιγμή που ο κλάδος έχει μπροστά του να αντιμετωπίσει ένα μπαράζ από μέτρα που αφορούν την "αξιολόγηση", τις "κρίσεις" και τη μισθολογική του κατάσταση. Μέτρα που βασικό τους στοιχείο θα είναι και η "σωστή" λειτουργία αυτών των οργάνων.
Στην αμέσως επόμενη φάση θα ξεκινήσουν οι συνελεύσεις στις κατά τόπους ΕΛΜΕ που θα χαράξουν την πορεία της φετινής χρονιάς. Για μια ακόμη φορά το διεκδικητικό πλαίσιο που έχει κάποια πολιτικά στοιχεία θα επισκιαστεί από το "πρόγραμμα δράσης" και τις μορφές κινητοποιήσεων. Είναι ένας τρόπος για να μη γίνουν κινητοποιήσεις, αρκετά δοκιμασμένος. Από την πλευρά τη δική μας και όσων θέλουν να αντιδράσουν σ' αυτήν την αρνητική πορεία του κλάδου, πρέπει να ριχθεί το βάρος της παρέμβασης στο πολιτικό πλαίσιο που θα καθορίσει τις διεκδικήσεις του κλάδου. Ένα τέτοιο πλαίσιο πρέπει και μπορεί να προτείνει αντικυβερνητικό χαρακτήρα στην πάλη μας, να καταγγέλλει τις διαθέσεις της αστικορεφορμιστικής ηγεσίας του κλάδου, να κοντράρει κάθε είδους μεθόδευση που απομακρύνει τις αποφάσεις από το σώμα των συνελεύσεων (κάλπες στα σχολεία κ.λπ.).
Πιστεύουμε πως η κατάσταση στον κλάδο, αν και αρνητική σήμερα, δεν είναι μη αναστρέψιμη. Οι ατομικές λύσεις, η αδιαφορία του κόσμου και όλα τα άλλα τα αρνητικά, δεν είναι και ούτε μπορούν να αποτελέσουν διέξοδο για τις κυρίαρχες δυνάμεις. Έχουμε επίσης επίγνωση της κατάστασης που χαρακτηρίζει τον εξωκοινοβουλευτικό χώρο και την πολιτική του δράση, που για διάφορους λόγους (που δεν είναι της ώρας να αναπτύξουμε εδώ) βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα. Από την άλλη, η μέχρι τώρα πορεία του κλάδου έχει δείξει πως η αμφισβήτηση της κυριαρχίας των αστικών και ρεφορμιστικών δυνάμεων δεν είναι μια εύκολη υπόθεση. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί να επιτευχθεί με διαδικαστικούς ή τεχνητούς τρόπους, με συναινετικές και απολίτικες διαδικασίες, με τη λογική της έκπτωσης και του σκόντου στις πολιτικές θέσεις, με τη λογική των διαβουλεύσεων κορυφής, με τη λογική των "αγώνων του διαδρόμου" σε αντίθεση με τη λογική των αγώνων του δρόμου.
Όπως είπαμε και σε άλλο σημείο, πρέπει να ισχυροποιηθεί ένας αντίθετος πολιτικός λόγος τόσο προς την κυβέρνηση όσο και προς την ηγεσία της ΟΛΜΕ. Ακόμη και έτσι, το να φτάσουν οι δυνάμεις του εξωκοινοβουλευτικού χώρου, όχι να καθοδηγούν, αλλά να επηρεάζουν αποφασιστικά τους αγώνες, σίγουρα δεν είναι μια υπόθεση του σήμερα ή μια υπόθεση του άμεσου μέλλοντος
Από το σημείο που βρισκόμαστε όμως, τόσο αριθμητικά όσο και πολιτικά, το να επιχειρήσουμε να συγκροτήσουμε παραπέρα τις πολιτικές μας απόψεις και εκτιμήσεις και να αντιπαραταχθούμε όσο γίνεται πιο ενιαία στις κυρίαρχες, γραμμές και λογικές, είναι μια υπόθεση που σίγουρο μπορεί να τεθεί στο σήμερα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου