Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Τρίτη 20 Μαρτίου 2018

Το «27ο» Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Διαμόρφωση νέων συσχετισμών στα πλαίσια της κυρίαρχης νέας αστικής τάξης στη ΣΕ. Βάθεμα της καπιταλιστικής παλινόρθωσης



του Βασίλη Σαμαρά
Δημοσιεύτηκε στην Προλεταριακή Σημαία φυλ. 92, στις 11/4/1986


«Σύντροφοι αντιπρόσωποι - Αξιότιμοι προσκαλεσμένοι το 27ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ συνήλθε σ’ ένα σημείο απότομης στροφής στη ζωή της χώρας και του σύγχρονου κόσμου συνολικά. Αρχίζουμε τις εργασίες μας με μια βαθιά κατανόηση της ευθύνης μας απέναντι στο κόμμα και τον σοβιετικό λαό. Είναι καθήκον μας να αντιληφθούμε πλατιά, με το στυλ του Λένιν, τους καιρούς που ζούμε και να επεξεργαστούμε ένα ρεαλιστικό, ολοκληρωτικά ζυγισμένο πρόγραμμα δράσης που θα συνενώνει οργανικά το μεγαλείο των στόχων μας με τον ρεαλισμό των ικανοτήτων μας και τα πλάνα του κόμματος με τις ελπίδες και τους πόθους του κάθε ατόμου. Οι αποφάσεις του 27ου Συνεδρίου θα καθορίσουν και τον χαρακτήρα και το ρυθμό της κίνησής μας προς μια νέα ποιοτικά κατάσταση της σοβιετικής σοσιαλιστικής κοινωνίας για χρόνια και δεκαετίες μπροστά». (από την εισήγηση του Μ. Γκορμπατσόφ. Σ.Σ. Οι παραπομπές στην εισήγηση του Μ. Γκορμπατσόφ γίνονται με βάση το κείμενο όπως αυτό δημοσιεύτηκε στο «Ριζοσπάστη» της 2.3.86).


Οι ηχηρές διακηρύξεις, οι βαρύγδουπες διατυπώσεις, ακόμη και οι επικλήσεις του Λένιν δεν είναι σίγουρα κάτι καινούριο σε κείμενα ρεβιζιονιστών ιθυνόντων.
Έχουμε λοιπόν μπροστά μας ένα ακόμη τέτοιο κείμενο; Αυτό είναι το πρώτο ερώτημα σε σχέση με την εισήγηση του Μ. Γκορμπατσόφ αλλά και σε σχέση με το 27ο Συνέδριο και με ό,τι συντελείται γενικότερα στη ΣΕ αυτή την περίοδο.
Η απάντηση δεν μπορεί να δοθεί με ένα ναι ή ένα όχι. Το ότι το βαρυσήμαντο πολλών διακηρύξεων είναι κενός λόγος είναι γεγονός.
Το ότι, πίσω από περίτεχνες φράσεις, που προβάλλουν κάποιους υποτιθέμενους στόχους, καλύπτονται και ωραιοποιούνται κάποιοι άλλοι πραγματικοί στόχοι είναι επίσης γεγονός και μάλιστα σημαντικό.
Άλλο τόσο όμως είναι γεγονός ότι αυτό που συντελείται σήμερα (έχει ξεκινήσει πιο πριν) στη ΣΕ είναι σημαντικό. Σίγουρα δεν έχει σχέση με το προχώρημα και το βάθεμα του σοσιαλισμού όπως διατείνονται οι σοβιετικοί ιθύνοντες.
Ακόμη δεν είναι σίγουρο ότι αυτά που επιχειρούνται και προγραμματίζονται (και μιλάμε για τους πραγματικούς στόχους αυτών που εκφράζει ο Γκορμπατσόφ) θα πετύχουν, ότι θα ολοκληρωθούν, ότι δεν θα ανατραπούν στην πορεία οι συσχετισμοί στη ΣΕ.
Το βέβαιο ωστόσο είναι ότι οι εξελίξεις αυτές αντιπροσωπεύουν πραγματικές και σημαντικές διεργασίες στη ΣΕ.
Αν αρκεστούμε στα λόγια των σοβιετικών ιθυνόντων, αυτό που επιχειρείται συνοψίζεται στη «στρατηγική της επιτάχυνσης της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης» (πρόκειται για την απόφαση της ολομέλειας της ΚΕ του Απρίλη του ‘85 που αποτέλεσε τη βάση για την εισήγηση του Μ. Γκορμπατσόφ και το νέο πρόγραμμα του ΚΚΣΕ αλλά και την πολιτική που ακολουθήθηκε από τότε).
Η αναγκαιότητα για την υιοθέτηση μιας τέτοιας στρατηγικής και ενός ανάλογου προγράμματος προσδιορίζεται στο ότι «στη δεκαετία του ‘70 στη λαϊκή οικονομία άρχισαν να αυξάνονται οι δυσκολίες, αισθητά έπεσαν οι ρυθμοί της οικονομικής ανάπτυξης» (σελ. 8).
Και γενικότερα μια σειρά καθυστερήσεις στην πορεία ανάπτυξης της σοβιετικής κοινωνίας.
Ως προς τα αίτια για μια τέτοια εξέλιξη των πραγμάτων γίνονται μια σειρά διαπιστώσεις.
Η αδράνεια, ο συντηρητισμός, ο δογματισμός, η έλλειψη πειθαρχίας στην εργασία. «Η προσήλωση στο παλιό, η απουσία αίσθησης του καινούριου, η τάση για υπερβολική οργάνωση». «Η ακατάλληλη πρακτική της ανακατανομής του εισοδήματος, όταν η ζημιά των προβληματικών επιχειρήσεων, υπουργείων, περιοχών καλύπτεται από τις κερδοφόρες επιχειρήσεις» (σελ. 12) καθώς και μια σειρά άλλα.

Ταυτόχρονα επισημαίνεται ότι «το κύριο είναι ότι δεν κάναμε στην ώρα της την πολιτική εκτίμηση της αλλαγής της οικονομικής κατάστασης, δεν αντιληφθήκαμε σε όλη της την οξύτητα την επείγουσα ανάγκη του περάσματος της οικονομίας στις εντατικές μέθοδες ανάπτυξης, τη μαζική χρησιμοποίηση στη λαϊκή οικονομία των επιτευγμάτων της επιστημονικής προόδου».
Πρόκειται για εκτίμηση που θέλει να έχει (και έχει) ιδιαίτερο βάρος στην εισήγηση του Γκορμπατσόφ και θα της δώσουμε την ανάλογη σημασία.
Ταυτόχρονα θεωρούμε σκόπιμο να τη συνδέσουμε με μια άλλη εκτίμηση που περιέχεται στο κείμενο εξίσου αν όχι περισσότερο σημαντική.
«…Η πρακτική αποκάλυψε τη χρεοκοπία των απόψεων σύμφωνα με τις οποίες, στις σοσιαλιστικές συνθήκες, η αντιστοιχία των παραγωγικών σχέσεων στο χαρακτήρα των παραγωγικών δυνάμεων εξασφαλίζεται περίπου αυτόματα.
Στη ζωή όλα είναι πιο σύνθετα. Ναι, οι σοσιαλιστικές παραγωγικές σχέσεις ανοίγουν ευρύ πεδίο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων. Αλλά γι’ αυτό πρέπει συνεχώς να τελειοποιούνται οι απαρχαιωμένες μέθοδες οικονομικής δραστηριότητας και να αντικαθίστανται με νέες.
Οι ισχύουσες σήμερα μορφές παραγωγικών σχέσεων, το σύστημα οικονομικής δράσης και διεύθυνσης διαμορφώθηκαν βασικά σε συνθήκες εκτατικής ανάπτυξης της οικονομίας. Σταδιακά ξεπεράστηκαν, άρχισαν να χάνουν τον κινητήριο ρόλο που διαδραμάτιζαν και σε ορισμένες περιπτώσεις μετατράπηκαν σε φρένο ανάπτυξης…» (σελ. 13).
Με την εκτίμηση αυτή ο Γκορμπατσόφ και επαναλαμβάνει με έναν τρόπο αυτό που θεωρεί σαν κύρια αιτία αλλά και «ανοίγει τα μέτωπά» του (έστω όπως τα ανοίγει) απέναντι σε κάποιες άλλες δυνάμεις, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να δώσει μια θεωρητική βάση στις εκτιμήσεις και την πολιτική του. Τι λέει ωστόσο και τι δε λέει εδώ ο Γκορμπατσόφ.
Διαπιστώνει την καθυστέρηση, τη στασιμότητα (την κρίση θα λέγαμε εμείς) στην ανάπτυξη της σοβιετικής κοινωνίας.
Επισημαίνει τις αιτίες και αναφέρεται στο «δογματισμό», το «συντηρητισμό», την «απουσία της αίσθησης του καινούριου» κ.λπ. Διαπιστώνει ότι «δεν έγινε στην ώρα της η εγχείρηση για αλλαγή της οικονομικής κατάστασης…».
Η πιο προχωρημένη και με θεωρητικές φιλοδοξίες άποψή του ως προς τις αιτίες βρίσκεται στο σημείο που αναφέρει ότι η μορφή των υπαρχόντων παραγωγικών σχέσεων (που ήδη κατ’ αυτόν έχει μεταβληθεί σε φρένο ανάπτυξης) διαμορφώθηκε σε περίοδο εκτατικής -όπως λέει- ανάπτυξης.
Τέλος ως προς τη λύση του προβλήματος, εισηγείται (σαν επείγουσα μάλιστα ανάγκη) το «πέρασμα της οικονομίας στις εντατικές μέθοδες ανάπτυξης, την μαζική χρησιμοποίηση των επιτευγμάτων της επιστημονικοτεχνικής προόδου». Ταυτόχρονα εισηγείται -ήδη προωθεί- την ανάλογη διαφοροποίηση της «μορφής των παραγωγικών σχέσεων».
Μια πρώτη παρατήρηση που θα ‘χαμε να κάνουμε είναι ότι όλα αυτά απηχούν σε υπαρκτές καταστάσεις ανεξάρτητα αν δεν δίνουν τα πραγματικά τους χαρακτηριστικά.
Τα προβλήματα της σοβιετικής κοινωνίας είναι όχι μόνο υπαρκτά αλλά οι αντιφάσεις που τη χαρακτηρίζουν έχουν φτάσει σε επίπεδο κρίσης. Τα ζητήματα αυτά και τα όσα αναφέρει γι’ αυτά ο Μ. Γκορμπατσόφ με δυο τρόπους θα μπορούσε να τα δει κανείς.
Ο ένας είναι να τα δει σαν ένα πρόβλημα ορθολογισμού. Κάπου τα πράγματα «παλιώσανε» και υπάρχει γενικώς η αναγκαιότητα εκσυγχρονισμού, κάποιοι το διαπιστώνουν και βάζουν μπροστά τις απαραίτητες ενέργειες. Η πιο προχωρημένη και ραφινάτη έκφραση αυτής της λογικής πάει λίγο παραπέρα, θέλοντας ή όχι, αναγκάζεται να αναφερθεί σε κάποιες αντιθέσεις και αντιφάσεις, μόνο που τις αγγίζει με τις άκρες των δαχτύλων.
Έτσι ακούμε πολλά για την αντίθεση συντηρητικών προοδευτικών, δογματικών και ανανεωτικών, νέων και γερόντων κ.λπ.
Η φιλολογία των απανταχού ρεβιζιονιστών και των εκφραστών τού κάθε είδους μικροαστικού «σοσιαλισμού» βρίθει από τέτοιες εκφράσεις.
Ο ίδιος ο Γκορμπατσόφ, πιεζόμενος προφανώς από τις ανάγκες της αντιπαράθεσης με την άλλη πλευρά και αναζητώντας κάποια θεωρητική βάση, λέει κάτι παραπάνω. Μιλάει για τις παλιές μορφές των παραγωγικών σχέσεων και τις συνδέει με αυτό που ονομάζει περίοδο εκτατικής ανάπτυξης.
Τι σημαίνουν αλήθεια όλα αυτά. Ο ίδιος ο Γκορμπατσόφ δεν διευκρινίζει άμεσα πολλά πράγματα.
Μπορούμε ωστόσο να συμπεράνουμε ότι με τον όρο εκτατική ανάπτυξη της οικονομίας εννοείται η επέκταση της οικονομικής βάσης με τις παραδοσιακές μορφές. Π.χ. επέκταση της παραδοσιακής βιομηχανίας.
Σήμερα υπάρχει (πάντα κατά τον Γκορμπατσόφ) αναγκαιότητα περάσματος σε εντατικές μορφές εκμετάλλευσης. Πρόκειται για πρόβλημα διαμόρφωσης της οικονομίας σε πιο ορθολογική βάση; Όλη η εισήγηση διαπνέεται από μια τέτοια λογική. Και μια ακραία έκφρασή της θα την συναντήσουμε, έξω απ’ αυτήν, στις απόψεις του Ποπόφ που φέρεται σαν ένας από τους θεωρητικούς της στροφής «Έφτασε η ώρα να σταματήσουμε να διοικούμε την οικονομία με μεθόδους που είναι ξένοι προς τη φύση της». (Από την Ελευθεροτυπία της 25.2.86).
Την άποψη αυτή και τη λογική που εμπεριέχει δεν την ακούμε βέβαια για πρώτη φορά. Οι αστοί οικονομολόγοι και στο τελευταίο μάλιστα διάστημα έντονα η «φιλελεύθερη» σχολή την προβάλει κατά κόρο. «Η οικονομία έχει τους νόμους της και ας την αφήσουμε να λειτουργεί μ’ αυτούς και όλα θα πάνε καλά». Μόνο που ο Ποπόφ «ξέχασε» (και δεν είναι ο μόνος) μέσα σ’ αυτή τη «σοφή» διαπίστωση μια λεξούλα. Τη λέξη «να διοικούμε» (την οικονομία). Και να προσπαθήσει (αυτός ή οποιοσδήποτε της ίδιας λογικής) να εξηγήσει πώς συμβιβάζεται με βάση αυτή τη λογική, η οικονομία και να έχει την «φύση» της και ταυτόχρονα να διοικείται, είναι βέβαιο ότι θα μπερδευτεί ανεπανόρθωτα. Ο ίδιος ο Γκορμπατσόφ κάπου αντιλαμβάνεται ότι δεν μπορεί ν’ αφήσει τα πράγματα έτσι εντελώς στον αέρα. Γι’ αυτό ακριβώς αναφέρεται σε ένα σημείο σ’ αυτό που ονομάζει μορφές των παραγωγικών σχέσεων και που πρέπει ν’ αλλάξουν.
Διαμορφώθηκαν αυτές σε περίοδο εκτατικής ανάπτυξης και κάλυπταν τις ανάγκες αυτής της περιόδου αλλά για τη νέα περίοδο (της «οικονομικής επιτάχυνσης») πρέπει να αλλάξουν.
Προσπαθώντας να δώσει μια θεωρητική διάσταση στην πολιτική του και ανοίγει το «μέτωπο» και ταυτόχρονα το κλείνει. (Γι’ αυτό άλλωστε πλέκει και το εγκώμιο των επιτυχιών που επιτελέστηκαν σ’ αυτήν την περίοδο).
Οι παραγωγικές σχέσεις ωστόσο (οι μορφές τους έστω μιας και κατά τον Γκορμπατσόφ οι παραγωγικές σχέσεις στη ΣΕ παραμένουν αμετακίνητα σοσιαλιστικές) εκφράζουν κάποια πράγματα, κάποιες καταστάσεις, κάποιες δυνάμεις.
Και πάνω σ’ όλα αυτά η εισήγησή του είναι πολύ λίγο διαφωτιστική. (Όσον αφορά τις προθέσεις της πάντα. Γιατί άλλο θέμα είναι τι συμπεράσματα μπορεί να βγάλει κανείς αναλύοντάς την).
Από τη μεριά μας προσπαθούμε να στηριχτούμε σε μια άλλη λογική που θέλουμε να την πιστεύουμε διαλεκτική. Θεωρούμε πρώτα απ’ όλα ότι τόσο η μεταρρύθμιση όσο και η αντιμεταρρύθμιση έχουν τους φορείς τους. Αυτοί δεν διακρίνονται πουθενά στην εισήγηση του Γκορμπατσόφ.
Ένα πραγματικό πρόβλημα δηλαδή είναι το να αναζητήσουμε ποιες δυνάμεις ανέδειξαν και στήριξαν την τάση Γκορμπατσόφ και ενάντια σε ποιες άλλες.
Ο λαός στη ΣΕ έτσι κι αλλιώς «παρακολουθεί» τις εξελίξεις και δεν συμμετέχει σ’ αυτές και πολύ περισσότερο δεν τις διαμορφώνει.
Ίσως ισχυριστεί κανείς ότι «το κόμμα» που όπως λέει ο Γκορμπατσόφ είναι η ηγετική δύναμη της σοβιετικής κοινωνίας επέβαλλε αυτές τις αλλαγές. Και θα αναρωτιόμασταν εμείς πότε και με ποια διαδικασία. Γιατί αν π.χ. πάρουμε σαν έκφραση (ή πιο βασικά) των κομματικών διαδικασιών το 27ο Συνέδριο, πολύ εύκολα μπορούμε να παρατηρήσουμε ότι δεν είναι το συνέδριο (το κόμμα) που ανέδειξε τον Γκορμπατσόφ αλλά είναι ο Γκορμπατσόφ (η τάση που εκφράζει) που έστησε το «συνέδριο» αφού πρώτα έλεγξε τα κέντρα εξουσίας. Αν αναζητήσουμε την «κινούσα δύναμη» στην ΚΕ ή στο Πολιτικό Γραφείο («το πανίσχυρο πολιτμπιρό» όπως το αναφέρει η αστική φιλολογία) και εκεί θα διαπιστώσουμε κάποια περίεργα πράγματα.
Τα όργανα αυτά αναδείχτηκαν στην περίοδο Μπρέζνιεφ και η τάση Γκορμπατσόφ μειοψηφούσε. Και η εναλλαγή Μπρέζνιεφ - Αντρόποφ - Τσερνιένκο - Γκορμπατσόφ εκφράζει ακριβώς την πάλη που διεξαγόταν.
Αν οι μπρεζνιεφικοί (ας τους λέμε έτσι χάριν συντομίας) είχαν τη δυνατότητα να φράξουν (έστω προσωρινά) το δρόμο στον Γκορμπατσόφ και να εκλέξουν τον Τσερνιένκο, ποιες είναι και πού βρίσκονται οι δυνάμεις που τους ανάγκασαν να υποχωρήσουν;
Τη δική μας γνώμη την έχουμε κιόλας εκφράσει εδώ και καιρό. Και θεωρούμε χρήσιμο να δώσουμε μερικά αποσπάσματα από την απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ(μ-λ) του Οκτώβρη του 1984.
«Η νέα αστική τάξη στη ΣΕ αναπτύχθηκε μέσα από δυο βασικά κανάλια. Μέσα από τον κρατικό μηχανισμό (και μέσα σ’ αυτόν εννοούμε και τον κομματικό) και μέσα από τον καθεαυτό παραγωγικό μηχανισμό (οι «ειδικοί»).
Τα δυο αυτά τμήματα της αστικής τάξης της ΣΕ ενωμένα απέναντι στο λαό, το προλεταριάτο και τις επαναστατικές δυνάμεις βρίσκονται από την άλλη σε μόνιμη αντίθεση μεταξύ τους. Αν η βασική αντίθεση στη ΣΕ είναι η αντίθεση αστικής τάξης-προλεταριάτου (και λαού γενικότερα) η αντίφαση στα επίπεδα του κυρίαρχου σχηματισμού είναι αυτή η αντίθεση ανάμεσα στα δυο τμήματα της αστικής τάξης.
Αυτό αποτέλεσε μια αφετηριακή αντίφαση και αδυναμία της παλινορθωμένης αστικής τάξης στη ΣΕ που καθρέφτιζε με έναν τρόπο την αδυναμία της να ξεπεράσει το «ιστορικό εμπόδιο» της προέλευσής της και να προχωρήσει στην «ενιαιοποίησή» της και ολοκλήρωσή της. Και λέμε ενιαιοποίηση όχι με την έννοια ότι θα εκλείψουν οι διαχωρισμοί στα πλαίσιά της, αλλά με την έννοια ότι οι βασικοί διαχωρισμοί θα είναι «οριζόντιοι» (διαστρωμάτωση) και όχι «κάθετοι».
Από την άποψη αυτή μπορούμε να πούμε ότι το σύστημα αυτό, από γέννησής του, βρίσκεται σε μια μόνιμη κρίση που κατά καιρούς οξύνεται ή καταλαγιάζει, ανάλογα με τις συγκυρίες.
Στα πλαίσια αυτά, αν η κυριαρχία της αστικής τάξης μπλοκάρει τις δυνατότητες συνολικά του σοβιετικού λαού και της σοβιετικής κοινωνίας η αντίφαση στα πλαίσια της αστικής τάξης, όπου μάλιστα τον κυρίαρχο ρόλο δεν τον έχει το τμήμα εκείνο που άμεσα διευθύνει την παραγωγή, μπλοκάρει τις όποιες δυνατότητες της αστικής τάξης.
Τα όσα κατά καιρούς ακούγονται για «δογματικούς» και «ανανεωτές» (από τους «ανανεωτές» αυτά) ή για «αναθεωρητές» και για «θεματοφύλακες του κομμουνισμού» (αυτό από τους «θεματοφύλακες») απηχούν βασικά αυτή την αντίφαση, η οποία βέβαια ποτέ δεν ομολογείται στα πραγματικά της χαρακτηριστικά τόσο από τους μεν όσο και από τους δε, γιατί οι δύο πλευρές στηρίζονται στην εκμετάλλευση και καταπίεση των λαών της ΣΕ.
Σήμερα η γενικότερη κρίση του συστήματος έχει αγκαλιάσει και αυτές τις χώρες και ταυτόχρονα ενεργοποιεί τις ιδιαίτερες δικές τους αντιθέσεις…
…Αυτές τις εξελίξεις απηχούν και οι διενέξεις που γίνανε γνωστές σαν προσπάθεια του Αντρόποφ για «εκσυγχρονισμό» που προσέκρουαν στις αντιθέσεις των «δογματικών».
Πέρα ωστόσο από την προσπάθεια της κάθε τάσης να εμφανιστεί η μια ότι εκφράζει τον «εκσυγχρονισμό» και η άλλη την «κομμουνιστική παράδοση», η ουσία των κατευθύνσεων και των δύο είναι το ίδιο αντιδραστική. Η διάστασή τους αφορά στο ποια μέθοδος κυριαρχίας, εκμετάλλευσης και καταπίεσης των λαϊκών μαζών είναι και η πιο «αποδοτική» για το σύστημα συνολικά. Και κύρια, ποιος «δρόμος» είναι αυτός που δημιουργεί τους καλύτερους όρους για την ισχυροποίηση μιας μερίδας απέναντι στην άλλη και εδραίωση του κυρίαρχου ρόλου της.
Όσον αφορά τον λαό η αναζήτηση «διεξόδου» για το σύστημα, τόσο στην παραπέρα στρατιωτικοποίηση της οικονομίας (και της κοινωνικής ζωής γενικότερα) όσο και στην μεγαλύτερη «απελευθέρωσή» της είναι το ίδιο αντιδραστικές.
Το αν δηλαδή η ένταση της εκμετάλλευσης των μαζών προωθηθεί με την άμεση επιβολή μεγαλύτερης καταπίεσης ή με την παραχώρηση μεγαλύτερης ασυδοσίας στη νέα αστική τάξη να «πλουτίσει» απέναντι στον λαό, ο «παρονομαστής» θα είναι ίδιος και στις δυο περιπτώσεις. Μεγαλύτερη εκμετάλλευση, μεγαλύτερη καταπίεση».
Θεωρούμε τις απόψεις αυτές όχι μόνο σωστές και επίκαιρες, αλλά και με έναν τρόπο «κλειδί» για να κατανοήσουμε αυτά που συμβαίνουν σήμερα στη ΣΕ.
Η αντίφαση αυτή, στα πλαίσια της νέας αστικής τάξης στη ΣΕ, δεν είναι σημερινή. Ενωμένες οι δύο μερίδες στην επίθεσή τους ενάντια στις επαναστατικές δυνάμεις και στο προλεταριάτο δεν άργησαν να έρθουν σε ανοιχτή αντιπαράθεση όταν θεώρησαν εδραιωμένη την κυριαρχία τους (σαν σύνολο) απέναντι στο σοβιετικό λαό.
Αντιπαράθεση η οποία έδωσε το πάνω χέρι σ’ αυτήν που έγινε γνωστή σαν μπρεζνιεφική τάση. Όσο καιρό το σύστημα εμφάνιζε κάποιες επιτυχίες (με τη δική του λογική πάντα), εσωτερικά και διεθνώς, τα πράγματα φαίνονται παγιωμένα σε μια ορισμένη σχέση. Οι εξελίξεις ωστόσο δημιούργησαν νέα δεδομένα που εμφάνισαν ανάγλυφα τις αδυναμίες του συστήματος. Ήδη από την εποχή που ζούσε ακόμη ο Μπρέζνιεφ διακρίνονται στοιχεία ενεργοποίησης της άλλης πλευράς και αμφισβήτησης της υπάρχουσας κατάστασης.
Οι βασικές αιτίες γι’ αυτή την εξέλιξη θα πρέπει να αναζητηθούν στην παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, στην αντεπίθεση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και στην αδυναμία του συστήματος (με βάση τις εσωτερικές του αντιφάσεις) να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που δημιουργούνταν.
Η αστική παλινόρθωση συνέδεσε τη σοβιετική οικονομία με το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα. Έτσι η σοβιετική οικονομία όχι μόνο λειτουργούσε εσωτερικά με καπιταλιστικές προδιαγραφές αλλά και στα πλαίσια του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Στο επίπεδο αυτό μάλιστα (το διεθνές) δεν υπήρχαν καν οι ιδιαιτερότητες και διαφοροποιήσεις που χαρακτηρίζουν το σοβιετικό σύστημα (με βάση την ιστορική του προέλευση) σε σχέση με τον παραδοσιακό καπιταλισμό.
Έτσι η κρίση του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος (η γενική πτώση του ποσοστού κέρδους) εκφράστηκε «φυσιολογικά» και στη ΣΕ. (Τώρα πόσο «φυσιολογικό» είναι αυτό για μια κοινωνία που θέλει να λέγεται σοσιαλιστική αυτό είναι ένα -πάντα σοβαρό- αλλά άλλο ζήτημα). Η κατάσταση αυτή είχε ορισμένες συνέπειες αλλά και προκάλεσε κάποιες αντιδράσεις.
Πάνω στο ζήτημα αυτό έχουμε σε άλλα κείμενα εκθέσει αναλυτικά τις απόψεις μας.
Σημειώνουμε μόνο επιγραμματικά δύο πράγματα: Μια άμεση αντίδραση του συστήματος (σε Δύση και Ανατολή) ήταν η επίθεση ενάντια στις λαϊκές μάζες (λιτότητα κ.λπ.). Ταυτόχρονα οι βασικές δυνάμεις της Δύσης προσανατολίζονταν σε μια στρατηγική «αναβάθμισης» του συστήματος (ανανέωση βιομηχανικής βάσης κ.λπ.). Ήδη έχουν μπει μπροστά διάφορα προγράμματα σε όλες τις καπιταλιστικές μητροπόλεις (τώρα το πόσο όλα αυτά θα δώσουν διέξοδο στο σύστημα είναι άλλο ζήτημα που και σ’ αυτό επίσης έχουμε αναφερθεί). Αυτό που εδώ μας ενδιαφέρει είναι ότι στη ΣΕ εκφράστηκε μια αδυναμία στο να ακολουθηθεί μια παρόμοια τροχιά και με την ανάλογη αποτελεσματικότητα.
Αν αυτό αποτελεί πρόβλημα για οποιαδήποτε χώρα, για μια δύναμη που παίζει (και θέλει να συνεχίσει να παίζει) παγκόσμιο ρόλο, στα πλαίσια μάλιστα της όξυνσης του ανταγωνισμού, αποτελεί ένα ζήτημα ζωής και θανάτου.
Η επίθεση του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού όξυνε παραπέρα τα προβλήματα των σοσιαλιμπεριαλιστών. Υπήρξε μια περίοδος όπου μετά την ήττα στο Βιετνάμ, ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός αναγκάστηκε να αναδιπλωθεί σε μια σειρά μέτωπα.
Την ίδια αυτή περίοδο η ΣΕ επέκτεινε τις περιοχές επέμβασης της σε μια σειρά περιοχές της γης και ο Μπρέζνιεφ θριαμβολογούσε.
Τα πράγματα ωστόσο αλλάξανε. Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, από κάποιο σημείο και μετά, ξεπέρασε τις συνέπειες της ήττας στην Ινδοκίνα και πέρασε ξανά στην επίθεση ενώ αντίθετα οι σοσιαλιμπεριαλιστές άρχισαν να αντιμετωπίζουν όλο και πιο σοβαρά, όλο και πιο οξυμένα προβλήματα. Περάσανε σε δεύτερο ρόλο στη Μ. Ανατολή, χάνουν θέσεις στην Αφρική, αιμορραγούν στο Αφγανιστάν, αντιμετώπισαν κρίσιμα προβλήματα στην Πολωνία. Είδαν του Πέρσινγκ και Κρουζ να εγκαθίστανται στην Ευρώπη και παρακολουθούν με ανησυχία την προσχώρηση των Ευρωπαίων στο αμερικανικό διαστημικό πρόγραμμα.
Μια τέτοια εξέλιξη των πραγμάτων όξυνε τις αντιφάσεις του συστήματος στη ΣΕ, έθεσε σε αμφισβήτηση την υπάρχουσα κατάσταση πραγμάτων και αποδυνάμωσε τη μερίδα της νέας αστικής τάξης που την εξέφραζε. Ταυτόχρονα ενεργοποίησε την άλλη μερίδα (τους «ειδικούς»), την ισχυροποίησε, έδωσε αίγλη στις απόψεις της. Μπορούσε πλέον να εμφανίζεται ότι εκφράζει τη «διέξοδο» από την κρίση στην οποία είχε περιέλθει το σύστημα. Εμείς δεν έχουμε αυτή τη στιγμή όλα τα δεδομένα για να μπορέσουμε να εκτιμήσουμε αν η διαφοροποίηση του συσχετισμού είναι πλέον οριστική και τελεσίδικη. Είναι ωστόσο σαφές ποιος, στη φάση αυτή, πήρε το πάνω χέρι.
Οι πρόσφατες εξελίξεις -αποτέλεσμα της κρίσης του συστήματος- εκφράζουν:
Τη μετατόπιση του κέντρου βάρους στη μερίδα εκείνη της νέας αστικής τάξης που αναπτύχθηκε μέσα στον παραγωγικό μηχανισμό.
Την εισαγωγή σε ακόμα μεγαλύτερη κλίμακα καθαρών καπιταλιστικών μορφών και μεθόδων.
Την εντατικοποίηση της εκμετάλλευσης του σοβιετικού λαού.
Ας δούμε κάπως περισσότερο μερικά πράγματα
Είναι κάπως δύσκολο να ξεχωρίσουμε ποιες από τις εισηγήσεις, ποια από τα μέτρα που προτείνονται προωθούν αυτό ή εκείνο το σκέλος. Κατά κανόνα εμπεριέχουν σ' αυτήν ή σ' εκείνη την αναλογία το σύνολο των στόχων, ενώ η προώθηση μιας πλευράς σημαίνει ταυτόχρονα και την προώθηση της άλλης. Όταν π.χ. διευρύνονται οι δυνατότητες μιας επιχείρησης (της διεύθυνσής της) να κινηθεί σε εμπορική βάση, έχουμε και βάθεμα των καπιταλιστικών μορφών και ταυτόχρονα έχουμε αφαίρεση αρμοδιοτήτων απ’ τους «λογιστές» του κρατικού μηχανισμού προς όφελος των διευθυντών και γενικότερα των «ειδικών».
Η εισήγηση του Μ. Γκορμπατσόφ αν τη δούμε με έναν τέτοιο τρόπο είναι, αρκετά «διαφωτιστική» και μερικά αποσπάσματα αρκετά χαρακτηριστικά. «Οποιαδήποτε προσπάθεια μετατροπής της θεωρίας που μας οδηγεί σ' ένα σύνολο αποστεωμένων σχημάτων και συνταγών που ισχύουν παντού και σ' όλες τις περιπτώσεις είναι, με τη μεγαλύτερη βεβαιότητα, αντίθετη με την ουσία και το πνεύμα του μαρξισμού -λενινισμού» (σελ. 2).
Ο Γκορμπατσόφ εδώ χρησιμοποιεί την -κλασσική πλέον- μέθοδο του να λέει κανείς μια αλήθεια (επικαλείται, μάλιστα τον μ-λ) για να συγκαλύψει, κάτι άλλο. Ποια είναι η ουσία, ας τη δούμε παρακάτω.
«Το κόμμα πρέπει να κηρύξει έναν αποφασιστικό και αμείλικτο πόλεμο ενάντια στην γραφειοκρατική πρακτική... Η γραφειοκρατία σήμερα είναι σοβαρό εμπόδιο στη λύση του κυρίαρχου προβλήματός μας, στην επιτάχυνση της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης της χώρας και τη θεμελιακή αναδιάρθρωση του μηχανισμού οικονομικής διοίκησης που συνδέεται μ’ αυτή την ανάπτυξη» (σελ. 27).
Η ουσία δηλαδή του προβλήματος βρίσκεται σ' αυτό που ονόμαζα αναδιάρθρωση του μηχανισμού οικονομικής διοίκησης κ.λπ.
Την «απάντηση» την δίνει πάλι ο ίδιος πλέκοντας ταυτόχρονα το εγκώμιο σε κάποιους άλλους. «Σύντροφοι, τελευταία πολλοί νέοι και δραστήριοι άνθρωποι που σκέφτονται με σύγχρονους όρους διορίστηκαν σε υψηλές θέσεις» (σελ. 27). Δεν αμφιβάλλουμε καθόλου.
Ας δούμε μερικά ακόμα χαρακτηριστικά αποσπάσματα. «Παράλληλα πρέπει να ξεπεραστεί η πρακτική επέμβασης του κέντρου στην άμεση δραστηριότητα των κατώτερων οικονομικών κρίκων. Αποφασιστικά να διευρυνθούν τα όρια της αυτοτέλειας των ενώσεων και επιχειρήσεων, ν’ ανέβει η ευθύνη τους για την επίτευξη ψηλότερων τελικών αποτελεσμάτων» (σελ. 11).
Μέσα στα πλαίσια αυτά κατά τον Γκορμπατσόφ «τα συμφέροντα της κοινωνίας απαιτούν την αύξηση του κύρους της εργασίας των μηχανικών» (σελ. 16) αλλά δε θα πρέπει να τους αφήσουμε έτσι τους ανθρώπους, μόνο με το κύρος δηλαδή! Οπότε… «αλλά βάζοντας τέρμα στην κερδοσκοπία που δε συμβιβάζεται στην εργασία, δε θα πρέπει να επιτρέψουμε να πέσει καμιά σκιά πάνω σ’ αυτούς που με τη δουλειά εξοικονομούν κάποιο συμπληρωματικό εισόδημα» (σελ. 15). Και όποιος τολμήσει λοιπόν να αναρωτηθεί στο μέλλον πού την «εξοικονόμησε» ο μηχανικός τη βίλα, αυτός σίγουρα θα υπονομεύει τη στρατηγική της κοινωνικοοικονομικής επιτάχυνσης.
Ως προς τη διεύρυνση των -υπαρχόντων ήδη- καπιταλιστικών όρων.
«... προς αυτή την κατεύθυνση αναμορφώνουμε τον οικονομικό μηχανισμό και στην ελαφρά βιομηχανία. Περιορίζεται αυστηρά το εύρος των στόχων που εγκρίνονται από τα πάνω για τις επιχειρήσεις αυτού του τομέα. Τα πλάνα τους θα διαμορφώνονται πριν απ’ όλα στη βάση των συμφωνιών με τις εμπορικές οργανώσεις οι οποίες με τη σειρά τους θα διαμορφώνουν τις παραγγελίες με βάση την πραγματική ζήτηση από τον πληθυσμό» (σελ. 12). «Είναι σκόπιμο να δοθεί το δικαίωμα στις επιχειρήσεις και οργανώσεις από μόνες τους να πουλάνε προϊόντα που παράγουν πάνω από το πλάνο τους, τις πρώτες ύλες που δεν χρησιμοποιήθηκαν, τον εξοπλισμό κ.λπ. Ακόμα πρέπει σχετικά να νομιμοποιηθούν και ανάλογες σχέσεις μεταξύ των πολιτών και των επιχειρήσεων» (σελ. 12).
«Είναι καιρός να ξεπεράσουμε τις προκαταλήψεις σχετικά με τις χρηματοεμπορευματικές σχέσεις» (σελ. 13).
«Πρέπει συνεπώς να αναπτυχθεί το χονδρικό εμπόριο με τα παραγωγικά μέσα» (σελ. 12).
«Ευεργετικό μέσο της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής πρέπει να γίνουν οι τιμές... οι τιμές πρέπει να αποκτήσουν μεγαλύτερη ευελιξία, να συνδεθεί το επίπεδο τους όχι μόνο με τα έξοδα αλλά και με την καταναλωτική ιδιότητα των προϊόντων…». (σελ. 12).
«Πρέπει ν' αλλάξουμε ριζικά το περιεχόμενο, την οργάνωση και τις μορφές διοίκησης των χρηματοπιστωτικών οργάνων. Το βασικό τους καθήκον είναι όχι να ασκούν ασήμαντη ρύθμιση της λειτουργίας των επιχειρήσεων αλλά η οικονομική πολιτική κινήτρων, η ενίσχυση της νομισματικής κυκλοφορίας, της οικονομικής ιδιοσυντήρησης, η οποία είναι και ο πιο αποτελεσματικός ελεγκτής. Όλα πρέπει να τοποθετηθούν σε άμεση εξάρτηση από το τελικό αποτέλεσμα» (σελ. 12).
Τι μπορούμε να παρατηρήσουμε εδώ πέρα. Μια πρώτη παρατήρηση σχετίζεται με την εκτίμηση που κάναμε προηγούμενα όσον αφορά τη μετατόπιση αρμοδιοτήτων από τον κρατικό μηχανισμό στους «ειδικούς». «Περιορίζεται το εύρος των στόχων που εγκρίνονται από τα πάνω…» κ.λπ.
Από κει και πέρα μπορούμε να δούμε την εισαγωγή και διεύρυνση μιας σειράς σχέσεων καπιταλιστικού χαρακτήρα.
Οι επιχειρήσεις αποκτούν τη δυνατότητα (τη διευρύνουν για την ακρίβεια) να πουλούν στην αγορά όχι μόνο τα προϊόντα τους αλλά και τις πρώτες ύλες που «περισσεύουν» ακόμη και τον εξοπλισμό, δηλαδή τα μέσα παραγωγής. (Που υποτίθεται είναι «ιδιοκτησία όλου του λαού» και άλλα τέτοια).
Θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτά δεν είναι καινούρια. Ήδη από την εποχή του Χρουστσόφ εισάχθηκαν τέτοιες σχέσεις, ενσωματώθηκαν στο πρόγραμμα του ΚΚΣΕ το 1961 και διατηρήθηκαν και αναπτύχθηκαν επί Μπρέζνιεφ. Στη φάση αυτή διευρύνονται και βαθαίνουν ακόμη περισσότερο.
Προωθούνται οι εμπορευματικές σχέσεις και καθιερώνεται η κυριαρχία της αγοράς σε σχέση με το τι θα παραχθεί, πόσο θα παραχθεί και σε ποια τιμή θα διατεθεί.
Ταυτόχρονα στα χρηματοπιστωτικά όργανα ανατίθεται ο ρόλος να στηρίξουν αυτή την πολιτική με μια πολιτική κινήτρων κ.λπ.
Αυτό που μετράει, λέει Γκορμπατσόφ (σαν «λύδια λίθος» της όλης διαδικασίας), είναι το «τελικό αποτέλεσμα». Νοιώθουμε τον πειρασμό να «συμφωνήσουμε». Το τελικό αποτέλεσμα σίγουρα μετράει πολύ. Ποιο είναι όμως αυτό το αποτέλεσμα; Και ποιο είναι για τον Γκορμπατσόφ και ποιο για το προλεταριάτο και το λαό της ΕΣΣΔ; Και έστω μόνο από την οικονομική του άποψη να τα δούμε, θα δούμε ατόφια την καπιταλιστική λογική την οποία εμείς εδώ γνωρίζουμε πολύ καλά και την ίδια και τις συνέπειές της. Ο καπιταλιστικός (ο παραδοσιακός) μηχανισμός παράγει με κριτήριο την «αποδοτικότητα». Δηλαδή το κέρδος και όχι τη χρησιμότητα του προϊόντος η οποία απλώς λαμβάνεται υπόψιν σαν στοιχείο που μπορεί (και εφόσον μπορεί) να συμβάλει στην επίτευξη κέρδους. Έτσι έχουμε π.χ. την παραγωγή μιας σειράς άχρηστων στην ουσία προϊόντων που χάρη στην αλλοτρίωση, την πλύση εγκεφάλου και τη διαφήμιση φέρνουν τεράστια κέρδη στους καπιταλιστές.
Ο Γκορμπατσόφ υποτίθεται επιδιώκοντας -ανάμεσα στα άλλα- να αποφύγει την «παραγωγή προϊόντων που δεν τα χρειάζεται κανείς» εισάγει μια μέθοδο που αποδεδειγμένα παράγει άχρηστα προϊόντα. Η ουσία του πράγματος βέβαια βρίσκεται αλλού, όσον αφορά το «τελικό αποτέλεσμα». Στο αδιέξοδο που έχει δημιουργηθεί και την κρίση του συστήματος στη ΣΕ, η μερίδα της νέας αστικής τάξης, που παίρνει το πάνω χέρι, προβάλλει σαν η δύναμη που μπορεί να ηγηθεί της προσπάθειας για διέξοδο από την κρίση και λύση των προβλημάτων του συστήματος. Και αυτήν αφορά η πολιτική των «κινήτρων». Και για να μπορέσει υποτίθεται να φέρει σε πέρας αυτό το έργο θα πρέπει να της δοθεί το «κίνητρο» να της δοθεί η δυνατότητα «να πλουτίσει».
Αλλά αυτό είναι και το τελικό αποτέλεσμα που επιδιώκει η νέα αστική τάξη στη ΣΕ. «Να πλουτίσει», να διευρύνει και να εδραιώσει το ρόλο και την κυριαρχία της. Ο στόχος της κοινωνικοοικονομικής ανάπτυξης που προβάλλεται ως απάντηση στην κρίση είναι το «άλογο» που τη βοηθάει να ενισχύσει τη θέση της σε βάρος της άλλης μερίδας και κυρίως σε βάρος του σοβιετικού λαού.
Όσον αφορά το προλεταριάτο και το σοβιετικό λαό στους οποίους ο Γκορμπατσόφ υπόσχεται και αυτός «καλύτερες μέρες» με βάση και εφόσον επιτευχθεί η «κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη», οι προοπτικές είναι κάθε άλλο παρά ευοίωνες. Αναφέρονται διάφορα πράγματα τα οποία με μια πρώτη ματιά φαίνονται αρκετά «εύλογα». Αν ωστόσο διερευνήσουμε την ουσία τους και το τι σημαίνουν όλα αυτά στα πλαίσια και της πολιτικής που υιοθετείται, θα δούμε την προώθηση μιας σειράς μέτρων σε βάρος του προλεταριάτου και του σοβιετικού λαού. Αναφέρεται ο Γκορμπατσόφ στις «αστήριχτες αποφάσεις των οργάνων σχεδιασμού που επιτρέπουν την εμφάνιση περιττών εργατικών θέσεων». Στην αναγκαιότητα «να συγκεντρωθούν οι δυνάμεις και τα μέσα στα κυριότερα τμήματα της δουλειάς όπου εξασφαλίζεται η μεγαλύτερη αποδοτικότητά τους». Στην αναγκαιότητα για «διαμόρφωση του εισοδήματος με βάση την αποτελεσματικότητα» (διάβαζε αποδοτικότητα). Το «δυνάμωμα της πειθαρχίας της εργασίας», την «αύξηση της παραγωγικότητας», την «εξάπλωση του συστήματος δουλειάς με το κομμάτι».
Εδώ θα πρέπει να «επιστρέψουμε» στο σημείο εκείνο του αναφέρεται ότι «ενεργητικό μέσο της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής θα πρέπει να γίνουν οι τιμές...» κ.λπ. Δηλαδή την κυριαρχία της αγοράς. Όταν αυτή η σχέση γίνεται το κυρίαρχο κριτήριο τότε πολύ εύκολα μπορεί να εφαρμοστεί και πάνω στους εργαζόμενους. Που θα μπορούν να απολύονται επειδή έτσι θα κατεβαίνει το κόστος του προϊόντος και θα ανεβαίνει η «αποδοτικότητα» (το «τελικό αποτέλεσμα») «καταργούνται έτσι οι περιττές θέσεις» και θα «συγκεντρώνονται οι δυνάμεις στους αποδοτικούς τομείς». Ταυτόχρονα για τους ίδιους λόγους και με την ίδια λογική, θα «δυναμώνει η πειθαρχία στην εργασία», θα «χτυπιέται ο αλκοολισμός» και οι «αδικαιολόγητες απουσίες», θα «εξαπλωθεί η δουλειά με το κομμάτι» δηλαδή θα εντατικοποιηθεί η δουλειά και η εξάρτηση των εργαζομένων από τους διευθυντές.
Πολύς λόγος γίνεται από πολλές πλευρές -και γινόταν πάντα- για το κόμμα, για τον ρόλο του κόμματος. Η πιο διαδεδομένη άποψη στη Δύση είναι ότι το κόμμα αποτελεί την άρχουσα τάξη στο σοβιετικό σύστημα. Η δικιά μας άποψη είναι διαφορετική. Όπως βεβαίως είναι διαφορετική από την άποψη των ρεβιζιονιστών. Ας δούμε ωστόσο τι λέει ο Γκορμπατσόφ. «Ηγετική δύναμη και βασικός εγγυητής της ανάπτυξης της σοσιαλιστικής αυτοδιοίκησης είναι το κόμμα. Εκπληρώνοντας τον ηγετικό του ρόλο στην κοινωνία το κόμμα είναι συγχρόνως η ανωτάτη μορφή πολιτικού - κοινωνικού αυτοδιοικούμενου οργανισμού». (σελ. 18).
«Το κομμουνιστικό κόμμα εξασφαλίζει τη σταθερή ενότητα της κοινωνίας, την επιτυχή λύση των πιο βασικών και πολύπλοκων προβλημάτων της» (σελ. 16).
Από τη μεριά μας θα ‘τανε ίσως περιττό να πούμε ότι αυτό που εμφανίζεται σαν κομμουνιστικό κόμμα στη ΣΕ, ούτε κομμουνιστικό είναι, ούτε έχει καμιά σχέση με το κόμμα που έκανε την επανάσταση και προχώρησε στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού. Το ζήτημα για μας είναι να προσδιορίσουμε το ρόλο του στη σημερινή σοβιετική κοινωνία.
Η δικιά μας γνώμη είναι όχι ότι αποτελεί την κυρίαρχη τάξη της σοβιετικής κοινωνίας αλλά ότι την εκφράζει στο πολιτικό επίπεδο.
Αποτελεί έναν μηχανισμό ή καλύτερα ένα σύστημα σχέσεων, αντίστοιχο με αυτό που ονομάζεται κοινοβουλευτισμός στις δυτικές χώρες. Με πολλές ιδιορρυθμίες και διαφορές, αλλά ουσιαστικά ίδιο ως προς το ρόλο που επιτελεί. Στα πλαίσιά του εκφράζονται, αντιμάχονται και συμβιβάζονται και οι δύο μερίδες της νέας αστικής τάξης της ΣΕ. Αποτελεί το σύστημα πολιτικών σχέσεων με το οποίο η νέα αστική τάξη σαν σύνολο (και ανεξάρτητα με τις αντιφάσεις της και τους εσωτερικούς ανταγωνισμούς) ασκεί την πολιτική της κυριαρχία. Ταυτόχρονα όπως και ο κοινοβουλευτισμός στο όνομα της «δημοκρατίας», έτσι και η νέα αστική τάξη στο όνομα του «σοσιαλισμού» και του «κομμουνισμού» αποπροσανατολίζουν και εξαπατούν το ίδιο τις μάζες.
Το γεγονός ότι σαν μηχανισμός ταυτίζεται σε πολλές του εκφράσεις (καίριας σημασίας) με τον κρατικό μηχανισμό, είχε σαν αποτέλεσμα να ενισχύεται η θέση και ο ρόλος της αντίστοιχης μερίδας της νέας αστικής τάξης.
Ταυτόχρονα, το ίδιο γεγονός είχε σαν αποτέλεσμα να διαμορφώνονται λαθεμένες απόψεις (όχι μόνο δηλαδή επειδή στο όνομα του σημερινού ΚΚΣΕ ήθελαν γενικά να υπονομεύσουν την έννοια του Κομμουνιστικού Κόμματος) γύρω από το ρόλο του και το τι αποτελεί στη σημερινή ΣΕ.
Οι πρόσφατες εξελίξεις, το γεγονός ότι στα πλαίσιά του ισχυροποιήθηκε η τάση η οποία λιγότερο εναρμονίζεται με τα ιδιαίτερά του χαρακτηριστικά (σαν μηχανισμού), ενισχύει ακριβώς την άποψη που διατυπώσαμε.
Κλείνοντας αυτό το κείμενο, θεωρούμε αναγκαίο να υπογραμμίσουμε, ότι αυτό δεν σημαίνει ότι κλείσαμε με το ζήτημα. Υπάρχουν πάρα πολλά ζητήματα στα οποία ακόμη πρέπει να αναφερθούμε. Σ' ένα από τα επόμενα φύλλα θα αναφερθούμε στην εξωτερική πολιτική που προωθείται. (Σ’ ένα βαθμό έχουμε τοποθετηθεί σε παλιότερες πολιτικές μας εκτιμήσεις). Αλλά και πέρα απ' αυτό υπάρχουν και άλλα και μάλιστα σημαντικά ζητήματα που δεν τα πιάσαμε εδώ.
Θα θέλαμε ωστόσο να διατυπώσουμε ένα τελευταίο ερώτημα.
«Θετική» ή αρνητική αυτή η εξέλιξη στη Σ.Ε. Όσον αφορά τη σχέση της με το λαό που εκεί κύρια μας ενδιαφέρει, το όλο ζήτημα κατ’ αρχήν δεν έχει μια άμεση σημασία.
Το αν δηλαδή θα κυριαρχήσει εκείνη η μερίδα της νέας αστικής τάξης που υπόσχεται στο λαό «δικαιοσύνη» ή εκείνη που του υπόσχεται «ευημερία» και «δημοκρατία» για να τον αδικούν, να τον εκμεταλλεύονται και να τον καταπιέζουν το ίδιο, αυτό δεν αφορά τις λαϊκές μάζες.
Η ενεργοποίηση ωστόσο των αντιφάσεων του συστήματος έχει πάντα ένα ενδιαφέρον. Μια πιθανή εξέλιξη μπορεί να είναι να εμφανίζονται όλο και πιο καθαρά τα πραγματικά χαρακτηριστικά του συστήματος, έτσι ώστε να γίνει πιο εύκολο για το προλεταριάτο να δει ποιος είναι ποιος και τι ρόλο παίζει.
Από την άποψη αυτή ο Γκορμπατσόφ ίσως προσφέρει, κάποια «υπηρεσία», απ' την ανάποδη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου