Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Κυριακή 29 Νοεμβρίου 2015

ΝΙΚΟΣ ΜΠΕΛΟΓΙΑΝΝΗΣ. Οι πρώτες μακρινές ρίζες της νεοελληνικής λογοτεχνίας

Δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην Προλεταριακή Σημαία φ. 448 (23-2-2002), φ. 449 (9-3-2002), φ. 450 (23-3-2002), φ. 451 (6-4-2002), φ. 452 (20-4-2002),στην μνήμη του Νίκου Μπελογιάννη που το 2002 έκλειναν 50 χρόνια από την εκτέλεσή του.


1.Το ψυχορράγημα του Βυζαντίου

Οι πρώτες μακρυνές ρίζες της Νεοελληνικής σκέψης και λογοτεχνίας φτάνουν στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντινού κράτους, εκεί όπου βρίσκονται και οι ρίζες της Νεοελληνικής εθνότητας. Το ρίζωμα του Νεοελληνικού έθνους στάθηκε πολύ ιδιόμορφο στην ιστορία, πέρασε από πολλούς σταθμούς, ήταν αρκετά βασανιστικό. Την ίδια τύχη είχε η εμφάνιση, διαμόρφωση και εξέλιξη της Νεοελληνικής λογοτεχνίας. Την κυριώτερη αιτία γι’ αυτή τη γεμάτη εμπόδια εξέλιξη, πρέπει να την αναζητήσουμε στο χαρακτήρα του Βυζαντινού κράτους. Τη λεγόμενη Βυζαντινή αυτοκρατορία τη συγκροτούσε ένα πολύγλωσσο μωσαϊκό από δεκάδες εθνότητες της Βαλκανικής και της Ασίας. Και δεν υπάρχει ένας λαός, που να καταπιέζει τους άλλους. Ολοι είναι περίπου το ίδιο καταπιεζόμενοι, όλοι ληστεύονται άγρια. Η πολυεθνική αυτή ιδιοτυπία καθρεφτίζεται και στους αυτοκράτορες που ανεβαίνουν κάθε φορά στο θρόνο και που ανήκουν σε διαφορετικούς λαούς. Ο «μέγας» Κωνσταντίνος ήταν Ιλλυριός, δηλαδή πρόγονος των σημερινών Αλβανών. Αλλοι ήταν Ισαυροι, δηλ. Αρμένηδες κλπ. Και μοναδικός δεσμός που συνδέει όλους αυτούς τους λαούς, είναι η ορθόδοξη θρησκεία, ο αυτοκράτορας και η γραφειοκρατική και στρατοκρατική διοίκηση. Ο αυτοκράτορας είναι ο τοποτηρητής του Θεού στη γη και είχε για δόγμα του την φράση: «Μια πίστη, ένας δεσπότης». Ενας μόνος Θεός, ένα μόνο κράτος. Αυτό το πολυεθνικό μωσαϊκό, που αδιάκοπα ανακατωνόταν και μετατοπιζόταν με τις μετακινήσεις των λαών και φυλών, τις λεγόμενες «επιδρομές» και με τις λαϊκές εξεγέρσεις και τους πολέμους, έκλεινε μέσα του το σπέρμα της αποσύνθεσης και της διάλυσης του Βυζαντινού κράτους.

Αλλη μια σοβαρή αιτία της αποσύνθεσης του Βυζαντίου ήταν ο χαρακτήρας της οικονομίας του, οι παραγωγικές σχέσεις. Η Βυζαντινή φεουδαρχική οικονομία δεν ακολούθησε πορεία ανάπτυξης όμοια με τις χώρες της άλλης Ευρώπης. Το κράτος είχε μονοπωλήσει το εμπόριο του σταριού και άλλων ειδών πρώτης ανάγκης. Η πάλη της μικρής και μεγάλης αγροτικής ιδιοκτησίας, που απέληξε με νίκη της μεγάλης, οδήγησε εκατομμύρια αγρότες στην «λούμπεν προλεταριοποίηση». Μέσα στο Βυζάντιο ζούσαν παρασιτικά εκατοντάδες χιλιάδες άεργοι, πλήθη καθυστερημένα και αποκτηνωμένα, που μοναδική τους δουλειά είχανε ν’ ανεβάζουν ή να γκρεμίζουν τους αυτοκράτορες. Σ’ αυτό το πλήθος που βρισκόταν έξω από την παραγωγή, ο αυτοκράτορας ήταν υποχρεωμένος να χορηγεί δωρεάν ψωμί, κρασί, λάδι και θεάματα. Αυτό το γεμάτο προλήψεις κοπάδι, που συνεχώς μεγάλωνε το χρησιμοποιούσαν και οι καλόγεροι για να πνίγουν κάθε είδους προοδευτική κίνηση.
Επίσης το εμπόριο γενικά το πήραν στα χέρια τους σιγά σιγά οι ξένοι – Βενετοί, Γενουάτες. Οι αυτοκράτορες, από οικονομική κυρίως ανάγκη, τους παρεχώρησαν μεγάλα προνόμια στα κυριότερα λιμάνια της Ανατολικής Μεσογείου και οι Βυζαντινοί σε λίγο εκτοπίστηκαν τελείως από κάθε εμπορική κίνηση. Οι αδιάκοποι πόλεμοι, επιθετικοί και ληστρικοί οι περισσότεροι, αφάνισαν τα οικονομικά του κράτους και οι αυτοκράτορες αναγκάζονταν να ληστεύουν στο τέλος τις δικές τους επαρχίες, για να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές τους στεναχώριες. Την ύπαιθρο τέλος την συγκλονίζουν οι αγροτικές εξεγέρσεις. Οι αυτοκράτορες υποχρεώθηκαν αρκετές φορές να μοιράζουν γη σε ελεύθερους καλλιεργητές, ιδίως στους λαούς που έρχονταν από βόρεια, Σλαύους κλπ., για να τους χρησιμοποιούν για στρατιώτες. Σύντομα όμως τη γη αυτή της άρπαζαν οι φεουδάρχες ή οι καλόγεροι των μοναστηριών, απειλώντας τους αφελείς και γεμάτους προλήψεις αγρότες με την κόλαση. Ετσι, κατάντησε τα μοναστήρια νάχουν στην κατοχή τους το 1/3 από το συνολικό έδαφος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας! Και όταν ο Παλαιολόγος προσπαθούσε με λίγες χιλιάδες άντρες να υπερασπίσει το Βυζάντιο, υπήρχαν 500.000 τεμπέληδες καλόγεροι, όλο υγεία, που δεν έδιναν πεντάρα αν ο Μωάμεθ θα συντρίψει το Βυζαντινό κράτος.
Ολες αυτές οι αιτίες εμπόδιζαν τη γέννηση και ανάπτυξη της εμπορευματικής παραγωγής στο Βυζάντιο. Το Βυζαντινό κράτος από τη στιγμή που δημιουργήθηκε, έφερνε μαζί του το σπόρο της αποσύνθεσής του. Κι από το 10ο αιώνα κι ύστερα, άρχισε το ψυχορράγημά του. Η σαπίλα του εμποδίζει ν’ ανθίσει η προοδευτική σκέψη και η λαϊκή λογοτεχνία. Οι καλόγεροι καίνε αράδα όχι μόνο τα σύγχρονά τους έργα, που τα θεωρούν αιρετικά, αλλά και τα αρχαία. Η λέξη «Ελληνας» σήμαινε ειδωλολάτρης, αιρετικός, αφορισμένος. Οι αστοί ιστορικοί, φιλόλογοι κλπ., όταν άρχισε να φουντώνει ο Μεγαλοϊδεάτικος παροξυσμός, προσπαθήσανε μ’ επιχειρήματα τραβηγμένα από τα μαλλιά, ν’ αποδείξουν ότι το Βυζάντιο ήταν η φυσική και ιστορική συνέχεια της αρχαίας Ελλάδας, γνήσιο παιδί του αρχαίου Ελληνικού κόσμου, ότι οι Βυζαντινοί ήταν και αυτοί ανώτεροι πρόγονοί μας και αποτελούν το συνδετικό κρίκο ανάμεσα στους αρχαίους και τους σημερινούς Ελληνες, και ότι η σημερινή Ελλάδα είναι η φυσική κληρονόμος της Βυζαντινής αυτοκρατορίας!
Κανένας όμως αντικειμενικός ιστορικός δεν μπορεί να πάρει στα σοβαρά αυτές τις απόψεις. Το Βυζάντιο στάθηκε εμπόδιο στη διαμόρφωση της νεοελληνικής εθνότητας. Κατάντησε ένας κόσμος που πέθαινε σαπισμένος και με τη θανάσιμη περίπτυξή του εμπόδιζε τους λαούς και τις δημιουργούμενες εθνότητες να ζήσουν. Με την ορθόδοξη θρησκεία και τη ληστρική καταπίεση προσπαθούσε να συγκρατήσει την ενότητα των λαών. Οι εθνικές όμως γλώσσες, που συνεχώς διαμορφώνονταν και βοηθούσαν και στη διαμόρφωση των εθνοτήτων, σε συνδυασμό με την άγρια εκμετάλλευση του αγροτικού ιδίως πληθυσμού, έσπαζαν αυτή την τεχνητή και καταναγκαστική ενότητα. Κανείς πια δεν ενδιαφερόταν για την υπεράσπιση του Βυζαντίου. Οπως γράφει και ο Αλ. Διομήδης στις Βυζαντινές μελέτες του, «αι μόναι και οι πλείστοι των μεγάλων αρχόντων εσυνθηκολόγησαν εγκαίρως (με τους Τούρκους), μεταξύ των πρώτων το συγκρότημα του Αγίου Ορους», για να διατηρήσουν τα χτήματα και τα προνόμιά τους. «Πληθυσμοί ολόκληροι διαδοχικώς, επί πολλάς γενεάς εξηφανίζοντο, φεύγοντες προς γειτονικάς χώρας. Αλλοι παρέδιδον εις τον εχθρόν πολιορκουμένας πόλεις, με την ελπίδα ότι υπό τον νέον δυνάστην θα ίσχυον επιεικέστεραι φορολογίαι και ευνοϊκότεροι όροι ζωής».
Ετσι ψυχορραγούσε το Βυζάντιο, η «βασιλίς των πόλεων» και «καρτέραγε τον Τούρκο να την πάρει», όπως λέει ο Παλαμάς.

2. Η πνευματική ζωή της εποχής

Ένα από τα κύρια χαρακτηριστικά της ιστορίας του Βυζαντίου και ειδικά των τελευταίων αιώνων του, είναι η απόλυτη ανυπαρξία κάθε προοδευτικής, για την εποχή εκείνη, πνευματικής κίνησης. Τον καιρό που στη Δύση άρχισαν να διαλύονται τα σκοτάδια του Μεσαίωνα, στο Βυζάντιο δεν φυσάει ούτε η παραμικρή πνοή πνευματικής αναγέννησης. Οι προοδευτικές για τότε κοινωνικές δυνάμεις, έμποροι, χειροτέχνες κλπ., που θα ήταν οι φορείς της προοδευτικής σκέψης, είναι πολύ αδύνατες, χωρίς καμιά ανέλιξη. Οι παραγωγικές δυνάμεις έχουν βαλτώσει. Η αποσύνθεση κυριαρχεί και στην πνευματική ζωή. Οι καλόγεροι έχουν το βέτο παντού. Ο Αλ. Διομήδης στις Βυζαντινές μελέτες του, συχνά γίνεται αρκετά αντικειμενικός. «Εις το Βυζάντιον, γράφει, Πολιτεία και Εκκλησία, με απόλυτον σύμπνοιαν, ήσκουν από κοινού άγρυπνον αστυνομίαν επί της σκέψεως. Χωρίς δισταγμόν διώκεται κάθε παρέκλισις από του Θρησκευτικού δόγματος. Αποκλείεται επομένως κάθε φιλοσοφική προσπάθεια, κάθε εξήγησις του μυστηρίου της ζωής και των διαφόρων φαινομένων, εξερχομένη των επιτρεπτών ορίων, ως και κάθε αναζήτησις αληθείας άλλης από εκείνην, την οποίαν έδωσεν η Αποκάλυψις, ως καθώρισαν ταύτην αι Θεόπνευστοι Οικουμενικαί Σύνοδοι»! Ετσι η φιλοσοφία και η φιλολογία γίνονται ταπεινές υπηρέτριες της Θεολογίας και οι αρχαίοι φιλόσοφοι και συγγραφείς ξαπλώνουν θέλοντας και μη, στο κρεββάτι του θεοκρατικού Προκρούστη τις ιδέες τους, για να τις κόψουν πάνω στα μέτρα που επιβάλλει ο καλογερικός φανατισμός.
Η λαϊκή όμως αντίδραση παρουσιάζεται με την μορφή των θρησκευτικών αιρέσεων, που σε μεγάλο βαθμό εκφράζουν και την αγανάκτηση της αγροτιάς, είτε των ξεχωριστών λαών κατά της αρπαχτικής πολιτικής και της διαφθοράς των ρασοφόρων και της Βυζαντινής Πολιτείας. Επικίνδυνοι για την Ορθοδοξία και για την άρχουσα τάξη του Βυζαντίου θεωρήθηκαν τον 12ο αιώνα οι διδασκαλίες του φιλοσόφου Ιταλού που δίδασκε οτι έχουν μεγάλη αξία οι αρχαίοι Ελληνες φιλόσοφοι και επίστευσε «τας ασεβείς των Ελλήνων περί ψυχής ιδέας». Με διαταγή του αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού, ο Ιταλός καταδικάστηκε και αναθεματίστηκε γιατί αρνήθηκε να ανακαλέσει τις πλάνες του. Ο Πατριάρχης και η Σύνοδος σ’ ένα «Συνοδικό» από 11 κεφάλαια, αναθεματίζει τους αιρετικούς, τη φιλοσοφία του Πλάτωνα και τις ιδέες των αρχαίων για την ψυχή.
Η αίρεση όμως που συντάραξε το Βυζάντιο, ήταν των Βογομίλων, και είχε αρχηγό τον μοναχό Βασίλειο. Καταγγέλνει τις καταχρήσεις της Εκκλησίας, ζητάει την εξυγίανση της θρησκευτικής ζωής, πολεμάει την διαφθορά και τις προλήψεις. Ο Αλέξιος πολέμησε ο ίδιος προσωπικά και με λύσσα τους «αιρετικούς» Βογομίλους. Τον Βασίλειο τον έπιασαν και τον καταδίκασαν να καεί ζωντανός.
Οι αιρέσεις ξαπλώνονταν πολύ στην ύπαιθρο, ενώ στην Κωνσταντινούπολη δεν εύρισκαν ευνοϊκό έδαφος για να ριζώσουν, φαινόμενο που δεν παρατηρήθηκε στις μεγάλες πόλεις της Δύσης. Αυτό οφείλονταν κυρίως στο ότι μέσα στην Κωνσταντινούπολη κυριαρχούσε απόλυτα το λούμπεν άεργο στοιχείο, που το φανάτιζαν οι καλόγεροι και το χρησιμοποιούσαν όπως ήθελαν, για να πνίγουν τις αιρέσεις και τους αιρετικούς.
Μέσα σ’ αυτό το καταθλιπτικό κλίμα ήταν αδύνατο να αναπτυχθεί προοδευτική σκέψη και λογοτεχνία. Το Βυζάντιο δεν ανάδειξε ούτε έναν ξακουστό φιλόσοφο ή λογοτέχνη μέχρι την ημέρα που έσβησε. Οι «σοφοί» του όλοι, (μερικοί φορούν και ράσο), γράφουν θρησκευτικά ή ψευτοκλασικά βιβλία, όπου προσπαθούν να μιμηθούν την αττική γλώσσα, που είναι τότε της μόδας. Και ιδεολογικά προσπαθούνε να βρουν τον τρόπο να συμβιβάσουν, να προσαρμόσουν τις ιδέες των αρχαίων, με τα συγγράμματα των πατέρων της Εκκλησίας. Αλλά κατά τον Διομήδη, «η κλασική αυτή μόρφωσις απέβη κόσμημα μάλλον του πνεύματος και επίδειξις κοινωνικής υπεροχής, παρά ουσιαστική καλλιέργεια γονιμοπιούσα τον νούν και το ήθος… Μιμούνται όλοι δουλικώτατα τα αρχαία πρότυπα… Και εις των δεν φαντάζεται ότι με ολίγην πρωτοτυπίαν και απλότητα, θα παρήγε ζωντανότερα, πάντως φιλολογικώς και γλωσσικώς αξία περισσότερου ενδιαφέροντος έργα. Ψυχικώς τέλος, η μόρφωσις δεν συνετέλεσεν ώστε να ανέλθουν εν τω συνόλω εις ανώτερον ηθικόν επίπεδον… Το ήθος των είναι χαμηλόν. Αφθονα είναι τα παραδείγματα ανδρών διαπρεψάντων κατά τους αιώνας αυτούς εις τα γράμματα και την φιλοσοφίαν, όπως ο Ψελλός και άλλοι σύγχρονοί του. Εις την πολιτικήν των δράσιν εφανέρωσαν ούτοι χαρακτήρα γλοιώδη, ευτέλειαν και μαζύ αλαζονείαν, εκπληκτικήν δε πόρωσιν. Η δημιουργός πνοή της Ελληνικής αρχαιότητος δεν έθιξεν τους Βυζαντινούς, ούτε ετόμλησε κανείς τους να ατενίση με θάρρος τον ανοικτόν ορίζοντα της Ελληνικής σκέψεως». Ολοι τους περιφρονούν ή μισούν το λαό. Συχαίνονται τη γλώσσα του και η Αννα Κομνηνή ζητάει συγνώμη, γιατί ένα χρονικό της εποχής της που έγραφε, την «Αλεξιάδα», αναγκάστηκε να το «λερώσει» με μερικές ξένες και «χυδαίες» λέξεις. Διάφοροι άλλοι «Χρονογράφοι», που γράφουν την ιστορία της εποχής τους, συναγωνίζονται σε κολακείες και τερατολογίες, για να φανούν ευχάριστοι στους αυτοκράτορες. Οσο για τους θρησκευτικούς συγγραφείς και υμνωδούς, αυτοί έγλυφαν εκεί που έφτυναν. Ενώ δηλαδή αφώριζαν τους αρχαίους και τη γλώσσα τους, έγραφαν τα πολύτομα έργα και τους ύμνους τους στην αττική!


3. Ο Φτωχοπρόδρομος

Όταν το Βυζάντιο, από τον 11ο αιώνα και ύστερα ξέπεσε τελείως οικονομικά, άρχισαν να ξεπέφτουν και να πεινάνε και οι λόγιοί του. Τρόφιμοι σχεδόν όλοι της αυτοκρατορικής αυλής ή του κρατικού ταμείου, ήρθε καιρός που δεν έβγαζαν τίποτα με τα γράμματα και τις κολακείες. Ο Γερμανός Βυζαντινολόγος Εσσελιγκ στο «Βυζάντιο και Βυζαντινός πολιτισμός», γράφει: «Είναι ολοφάνερο ότι από τέτοιου φυράματος συγγραφείς, που κύριος σκοπός τους είναι να βγάζουν το ψωμί τους με την πέννα τους, τίποτα το υγειές δεν μπορούσε να περιμένει η ποίηση... Δεν έχουν κανένα ευγενικό αίσθημα...»
Ενας τέτοιος συγγραφέας από τους πιο γλοιώδεις τον καιρό των Κομνηνών ήταν και ο Θεόδωρος ο Πρόδρομος (12 αιώνας). Εγραφε πολλά έργα στην ψευτοαττική γλώσσα. Εγραψε όμως και 4 ποιήματα σε μια γλώσσα μικτή, όπου οι δημοτικές λέξεις είναι περισσότερες από τις λόγιες. Τα ποιήματα αυτά, που με δυό παραλλαγές τους φτάνουν τους 2.259 στίχους, παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον. Είναι από τα πρώτα έργα, όπου σταματάει η μίμηση των αρχαίων και το περιεχόμενo παίρνεται από την ζωή τής τότε Bυζαντινής κoινωνίας. Οι δεκαπεντασύλλαβoι στίχοι τους μoιάζoυν πολύ με τη λαϊκή γλώσσα τής εποχής και γενικά μορφή και περιεχόμενo πλησιάζoυν κάπως στο λαό. Γι' αυτό, παρ’ όλο που δεν έχουν πoιητική άξία, είναι όμως πολύτιμα μνημεία για τις πρώτες πηγές τής νεοελληνικής γραμματολογίας.
Τα ποιήματα αυτά είναι στην ουσία τους σατιρικά και επειδή σατιρίζεται και ο ίδιος ο ποιητής, μερικοί ιστορικοί επιμένουν ότι δεν τα έγραψε ο Πρόδρομος, άλλά εχθροί του για να τον εξευτελίσουν για το γλοιώδη χαρακτήρα του. Στο πρώτο ποίημα ο στιχουργός του κλαίγεται γιατί αντί να μάθει μια τέχνη και να καλοπερνάει όπως οι γείτονές του, έμαθε γράμματα και τώρα πεινάει. Καλύτερα όμως ν' αφήσουμε να μας τα ειπεί ο ίδιος, για να πάρουμε μια ιδέα και για τη γλώσσα του:

«…Αφού δε τάχα γέγονα γραμματικός, τεχνίτης
επιθυμώ και το ψωμίν και τού ψωμιού την μάνναν,
υβρίζω τα γραμματικά, λέγω μετά δακρύων:
-Ανάθεμαν τα γράμματα Χριστέ, και οπού τα θέλει!»
Συνεχίζοντας περιγράφει πώς καλοπερνάνε οι γειτόνοι του, ο τσαγκάρης, ο κoσκινάς, που συχνά ψένει κρέας και ψάρια, και η τσίκνα τους φτάνει στη μύτη του:

« και εγώ τσικνώνω δια ψωμίν, ζητώ και ουδέν με δίδουν,
αλλ' ονειδίζουν άπαντες και καθυβρίζουσί με,
λέγοντες: Φάγε γράμματα και χόρτασε παπά μου».

Η φτώχεια φέρνει τη γκρίνια στο σπίτι του η γυναίκα του τον γλωσσοτρώει όλη την ήμέρα, κρύβει το φαΐ, δεν του δίνει να φάει και αυτός μηχανεύεται διάφορα για να μπορέσει να τής το κλέψει και να χορτάσει. Το ποίημα το γράφει στον αυτοκράτορα και αφού αραδιάζει τα βάσανά του, με κλάψες, τον παρακαλεί να τον βοηθήσει να στείλει στη γυναίκα του διάφορα χαρίσματα γιατί διαφoρετικά,

«Φοβούμαι γάρ το στόμαν της, φοβούμαι την οργήν της…
τρέμω, φοβούμαι, δέδοικα μη φονευθώ προς ώρας
και χάσης σου τον Πρόδρομον, τον κάλλιστον ευχέτην».

Το ίδιο και στο δεύτερο ποίημα κλαίγεται και παρακαλάει τον αυτοκράτορα να του στείλει διάφορα πράγματα για να μπορέσει να ζήσει το σπίτι του. Πιο ζωντανό είναι το τρίτο, όπου ο στιχουργός για να βολέψει τη φτώχεια του γίνεται καλόγερος! Αλλά και εκεί πεινάει, γιατί τους φτωχούς καλόγερους τους εκμεταλλεύονται οι ηγούμενοι και οι πρωτοπαπάδες. Ενώ αυτός και πολλοί άλλοι τρώνε. κρεμμυδοζούμι που τόχουν ονομάσει… αγιοζούμι, οι ήγούμενοι γεμίζουν το τραπέζι τους με τα καλύτερα ψάρια και πίνουν άφθονο χιώτικο κρασί. Το τέταρτο ποίημα είναι και αυτό κλαψιάρικο και γκρινιάρικο. Και τα τέσσερα έχουν το ίδιο ρεφραίν: τη ζητιανιά. Ζητιανεύει από τον αφέντη του οτιδήποτε, ιδίως όμως φαΐ εκλεκτό!

«…Aκρίδες ου σιτεύομαι, ουδ' αγαπώ βοτάνια,
άλλά. μονόκυθρον παχύν και παστομαγειρίαν,
να έχη θρύμματα πολλά, να. είναι φουσκωμένα,
και λιπαρόν προβατικόν από το μεσονέφριν».

Το ζητιάνικο χαρακτηριστικό των ποιημάτων αυτών κόλλησε στο συγγραφέα τους το παρατσούκλι Φτωχοπρόδρομος. Το όνομα αυτό κατάντησε με τον καιρό συμβολικό και δίνεται στους λόγιους, που εξευτελίζουν την πέννα τους πουλώντας την για ένα κομμάτι ψωμί. Και είναι γνωστό ότι στην εποχή μας πολλοί συγγραφείς προτιμάνε τον αξιοθρήνητο ρόλο του Φτωχοπρόδρομου, από τον τιμημένον ρόλον του προδρόμου και οδηγητή του λαού, στο δύσκολο δρόμο του για ένα καλύτερο αύριο.

4. Τα έμμετρα παραμύθια και μυθιστορήματα

Την ίδια εποχή αρχίζει να καλλιεργείται ένα άλλο είδος: το έμμετρο παραμύθι ή μυθιστόρημα. Η καταθλιπτική πνευματική πίεση των καλογέρων πάνω στο πνεύμα και την ψυχή όλων των κοινωνικών τάξεων σιγά-σιγά περιορίζεται κάπως. Ο έρωτας στο Bυζαντινό μεσαίωνα θεωρούνταν θανάσιμο αμάρτημα. Η γυναίκα θεωρείται κτήνος που αγοράζεται. Σε μια Σύνοδο μάλιστα έγινε συζήτηση αν η γυναίκα και νομικά θεωρείται άνθρωπος! Το 691 η σύνοδος του Tρούλλου πήρε απόφαση να απαγορευθεί τελείως το θέατρο σ' όλη την αυτοκρατορία! Τα μόνα έργα που επιτρεπότανε να διαδίδονται ήταν τα συναξάρια, οι μυθιστορηματικοί βίοι των αγίων. Η κοινωνική αναστάτωση που αρχίζει κυρίως από τον 10ο αιώνα, οι λαϊκές εξεγέρσεις, η πάλη κατά της καλογερικής φεουδαρχίας, η δημιουργία μιας έστω και ατροφικής «μεσαίας» τάξης και η επικοινωνία με τη Δύση, απ’ όλες αυτές τις αιτίες αρχίζει να ξεσφίγγεται κάπως το ασφυχτικό ψυχικό και πνευματικό αγκάλιασμα του κλήρου. Αυτήν ακριβώς την περίοδο εμφανίζονται τα έμμετρα μυθιστορήματα και παραμύθια.
Μερικοί «ιστορικοί» της Ελληνικής γραμματολογίας που ψάχνουν με το φανάρι και βρίσκουν με το στανιό σημεία σύνδεσης του αρχαίου με τον νεοελληνικό κόσμο, ισχυρίζονται ότι τα έργα αυτά αποτελούνε μίμηση των μυθιστορημάτων, που δημιουργήθηκαν στον 3ο και 4ο αιώνα μετά Χριστόν (ονομάζονται σοφιστικά και σταμάτησαν ύστερα απότομα, μετά την επικράτηση του μεσαιωνικού θεοκρατικού πνεύματος). Εκείνα όμως ήταν πεζά, με περιεχόμενο συνήθως αισθησιακό, έργα ηθικού ξεπεσμού και κοινωνικής παρακμής.
Τα τωρινά, παρ’ όλο που είναι και αυτά προϊόντα μιας κοινωνίας που βρίσκεται σε αποσύνθεση, δεν είναι μίμηση των παλιών. Είναι έμμετρα και υμνούν ένα είδος ιδανικού έρωτα, καθώς και την υπερφυσική παληκαριά. Και φαίνεται ότι στα πιο πολλά το θέμα τους είναι παρμένο από λαϊκά παραμύθια και ιστορίες. Μέσα όμως από το παραμύθι και τα θαύματα τα υπερφυσικά –που μοιάζουν με τους βίους των αγίων– μπορείς να διακρίνεις την κοινωνία, ιδίως την ανώτερη της εποχής εκείνης με τις προλήψεις και τις δισειδαιμονίες της, τα ήθη της και τις παραδόσεις της. Και η μόνη αξία τους βρίσκεται πρώτο, στο ότι καθρεφτίζουν αρκετά πιστά τη ζωή της εποχής τους και δεύτερο στο ότι τα περισσότερα είναι γραμμένα σ’ ένα χαρμάνι λαϊκής και λογιωτατίστικης γλώσσας.
Το πιθανότερο είναι ότι αυτά τα έργα γράφονταν για το πλήθος των αρχόντων, αλλά άρεσαν στα κατώτερα λαϊκά στρώματα. Όλα τα ποιήματα αυτού του είδους κυκλοφορούσαν προφορικά, από πολλούς που τα αποστήθισαν και τα απαγγέλανε. Οι ήρωές τους είναι βασιλιάδες ή βασιλόπουλα, που για να κερδίσουν την γυναίκα που αγάπησαν –συνήθως βασιλόπουλα– δοκιμάζουν αμέτρητους κινδύνους και περιπέτειες, αλλά στο τέλος νικάνε και παντρεύονται το ίνδαλμά τους.
Το πιο παλιό απ’ αυτά τα έργα έχει τίτλο: «Τα κατά Καλλίμαχον και Χρυσορρόην, ερωτικόν διήγημα». Παραθέτω λίγους στίχους για το δείγμα της γλώσσας του:
«…Αν, εις τον κόρφο του κανείς το μήλον τούτο βάλη
άπνους νεκρός να γένηται ευθύς παρά της ώρας
αν πάλιν εις την ρίνα του του νεκρωμένου θέση
το μήλον τούτο παρευθύς κανείς, εξανεμήσει…»

Πρόκειται για το μαγικό μήλο της μάγισσας, που το συναντάμε και σε νεοελληνικά παραμύθια. Αλλα παρόμοια έργα, που σώθηκαν είναι «ο Βέλθανδρος και Χρυσάντζα», ο «Λίβιστρος και Ροδάμνη», ο «Ιμπέριος και Μαργαρώνα», ο «Φλώριος και Πλάτσια Φλώρη», ο «Απολλώνιος ο Τύριος». Από μερικά ονόματα των πιο πάνω τίτλων φαίνεται εύκολα η επίδραση της Δύσης, όπου τότε κυκλοφορούσαν πολύ τα μεσαιωνικά τραγούδια των Φράγκων. Η συχνή τότε εμπορική επικοινωνία της Δύσης με την Ανατολή, διευκόλυνε και την ανταλλαγή των πνευματικών προϊόντων. Οι ήρωες όμως αυτών των Βυζαντινών έργων, ίσως επειδή είναι βγαλμένοι από τα λαϊκά παραμύθια, και όχι από τη δράση των ιπποτών, δεν έχουν καθόλου ήθη άγρια και σκληρά, όπως συμβαίνει συνήθως στα τραγούδια της Δύσης, που είναι πιο παλιά από τα Βυζαντινά. Από λογοτεχνική όμως πλευρά δεν έχουν αξία. Οι περιγραφές τους είναι άνοστες, χωρίς καμμιά ζωντάνια, πάθος, ομορφιά και συγκίνηση.

5. Σατιρικά, διδαχτικά κλπ.

Ανάμεσα στο εξαχρειωμένο αρχοντολόι της Πόλης κυκλοφορούσαν τα διάφορα «διδαχτικά» στιχουργήματα, γεμάτα υποκρισία και ψευτοευσέβεια. Ενα τέτοιο, το κυριώτερο, είναι ο «Σπανέας», σε δεκαπεντασύλλαβους ανομοιοκατάληχτους στίχους, που σώθηκε σε πολλές παραλλαγές, γύρω στους 250-350 στίχους η καθεμιά. Αποδίδεται στον Αλεξιο Κομνηνό (12ος αιώνας) και συμβουλεύει κάποιο βασιλόπουλο, πώς να φέρεται στη ζωή του. Η γλώσσα του δεν είναι ούτε λόγια, μα ούτε και καθαρή λαϊκή της εποχής εκείνης. Φαίνεται να είναι γραμμένο στη γλώσσα που μιλιόταν τότε στα παλάτια, σαν αυτή «των σαλονιών» που έχουμε σήμερα. Λογοτεχνική αξία δεν έχει καμμιά. Οσο για το περιεχόμενό του, ο Κρουμπάχερ στην «Ιστορία της Βυζαντινής Λογοτεχνίας» γράφει ότι στο στιχούργημα αυτό «καθρεφτίζεται ο Βυζαντινός χαρακτήρας με τις μηχανορραφίες του και την κρυψίνοιά του, με τη δυσπιστία του και την ακολασία του, που φέρνει το επίχρισμα της ευσέβειας».
Εκτός από το «Σπανέα» γράφτηκαν αυτή την εποχή και διάφορα άλλα διδαχτικά αριστουργήματα. Σχεδόν όλα έχουν κοπεί πάνω στα μέτρα του πρώτου. Μερικά μοιάζουν με μαθήματα ζωολογίας, όπου ανακατώνεται η διδασκαλία με την σάτιρα. Απ’ αυτά ξεχωρίζει η «Διήγησις παιδιόφραστος των τετραπόδων ζώων», που γράφτηκε κατά το 1365, σε 15σύλλαβους στίχους και σε ανακατωμένη γλώσσα, αλλού ψευτοαρχαία και αλλού λαϊκή. Η υπόθεσή του είναι μια συνέλευση όλων των ζώων, όπου στο καθένα χωριστά λένε τα ψεγάδια του. Στο τέλος όμως αρπάζονται τα άγρια με τα ήμερα και διαλύεται η συνέλευση.
Πολύ ενδιαφέρον είναι το «Συναξάρι του τιμημένου γαϊδάρου». Πρόκειται για μια πρωτότυπη, αλλά μάλλον καμουφλαρισμένη σάτιρα των δυνατών και του κλήρου. Ενας γάϊδαρος το σκάει από τον κύριό του και μπαίνει σ’ ένα πλοίο, όπου τυχαίνει να συνταξιδεύει μ’ ένα λύκο και μια αλεπού. Εκεί αποφασίζουνε να εξομολογηθούν ο ένας στον άλλο τις αμαρτίες τους και ο πιο αμαρτωλός να τιμωρηθεί. Ο λύκος πρώτος, παρά το πλήθος των αμαρτιών του, συγχωρείται. Το ίδιο γίνεται και με την αλεπού. Ενώ ο φουκαράς ο γάϊδαρος καταδικάζεται να κατασπαραχθεί γιατί είχε κάνει τη μόνη αμαρτία να κλέψει ένα μαρουλόφυλλο! Τη στιγμή όμως που ετοιμάζονται να τον φάνε αυτός μ’ ένα έξυπνο κόλπο τούς πετάει στη θάλασσα, πληρώνοντάς τους έτσι τη συνωμοσία που έκαναν εναντίον του. Το έργο τούτο έχει σωθεί σε δυό παραλλαγές – μια με 393 στίχους 15σύλλαβους ομοιοκατάληχτους και η άλλη με 540 στίχους 15σύλλαβους ομοιοκατάληχτους. Το έργο φαίνεται ότι γράφτηκε κατά τα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου και τυπώθηκε πολλές φορές όλη την περίοδο της Τουρκοκρατίας μέχρι τα πρώτα χρόνια του 19ου αιώνα. Αρεσε πολύ στο λαό, γιατί ξεσκέπαζε και γελοιοποιούσε την υποκρισία του κλήρου και των αρχόντων. Μια καλή διασκευή του θα διαβάζονταν και σήμερα ακόμη ευχάριστα.
Αρκετό ενδιαφέρον παρουσιάζει επίσης και το στιχούργημα που έχει τον τίτλο «Στίχοι γραμματικοί Μιχαήλ Γλυκά». Τόγραψε μέσα στη φυλακή, όπου κλείστηκε για πολιτικούς λόγους και καταδικάστηκε στην ποινή της τύφλωσης (581 στίχοι 15σύλλαβοι). Παρακαλάει τον αυτοκράτορα να του χαρίσει την ποινή και να του δώσει την ελευθερία του. Ιδιαίτερη αξία έχει στο ποίημα αυτό η περιγραφή της τρομερής και σκοτεινής φυλακής, που ονομάζεται «Νούμερα» και η φριχτή ζωή των φυλακισμένων. Ο αυτοκράτορας έδωσε διαταγή να τυφλώσουν τον κρατούμενο. Ο Γλυκάς, μ’ όλα τα χάλια του και ανάμεσα στους θρήνους του, βάζει διάφορα αστεία και κάνει έτσι να διαβάζεται το έργο του με ενδιαφέρον, παρ’ όλο που και αυτουνού η γλώσσα είναι αλλού αρχαία και αλλού δημοτική. Το στιχούργημα αυτό σαν ιστορικό και κοινωνικό ντοκουμέντο της εποχής εκείνης μπορεί να διαβάζεται ακόμη και σήμερα, ταχτοποιημένο όμως κάπως στη γλώσσα. Ο Γλυκάς που καταγόταν από την Κέρκυρα, είχε γράψει κι άλλα έργα. Απ’ αυτά κάποια αξία έχει η «Χρονική βίβλος», κυρίως για τη μελέτη της Βυζαντινής ζωής.
Άλλο καθαρά διδαχτικό σε λαϊκή σχεδόν γλώσσα και σε 756 15σύλλαβους στίχους, είναι ο «Λόγος παρηγορητικός περί ευτυχίας και δυστυχίας». Ο συγγραφέας προσπαθεί εδώ με ένα παραμύθι να πείσει τους ανθρώπους ότι ποτέ δεν πρέπει να απελπίζονται, αλλά να προσπαθούν αδιάκοπα να βρούνε την ευτυχία και τελικά θα την βρουν. Εργο φλύαρο, χωρίς ζωή.
Μαζύ με τα διδαχτικά, την εποχή εκείνη κυκλοφορούσαν και πολλά σατιρικά ποιήματα, παροιμίες, άλλα με πολιτική σάτιρα και άλλα πολύ τολμηρά και αθυρόστομα, όλα λαϊκής προέλευσης. Πολλά τέτοια πολιτικοσατιρικά τα τραγούδισαν στον Ιππόδρομο της Πόλης για να σατιρίσουν τους αυτοκράτοες και τους άρχοντες. Σαν αυτούς π.χ. τους 2 στίχους, που φώναζαν στον μεθύστακα αυτοκράτορα Φωκά:
«Πάλιν τον καύκιον έπιες
πάλιν τον νούν απώλεσας…»

Απ’ όλα όμως αυτά δεν εσώθηκε κανένα ολόκληρο, γιατί και αν τάγραφε κανείς, τα καταδίωκαν και τάκαιγαν, ενώ ο συγγραφέας εύρισκε τον μπελά του.

6. Ιστορικά: Το χρονικό του Μορέως

Πεζά ιστορικά έργα στη λαϊκή γλώσσα δεν υπάρχουν αυτή την εποχή. Σώζεται όμως ένα μεγάλο έμμετρο με τον τίτλο: «Χρονικόν του Μορέως». Εχει περίπου 9000 στίχους και είναι γραμμένο από κάποιον Γασμούλο (Ετσι λέγονταν οι Φραγκοέλληνες, οι γεννημένοι από Φράγκο πατέρα και Ελληνίδα μητέρα). Η γλώσσα του είναι μίγμα δημοτικής και λόγιων τύπων, γι’ αυτό και η γλωσσική του αξία δεν είναι μεγάλη. Εχουν επίσης οι στίχοι του πλήθος από ξένες λέξεις γιατί ο Μωριάς εκείνο τον καιρό, όπως λέει και ένας άγνωστος συγγραφέας του έργου «Επιδημία Μαζάρι» (αρχές 15ου αιώνα): «Εν Πελοποννήσω… οικεί αναμίξ γένη πολιτευόμενα πάμπολα… Λακεδαίμονες, Ιταλοί, Πελοποννήσιοι, Σλαβίνοι, Ιλλυριοί, Αιγύπτιοι και Ιουδαίοι…».
Ποιητική αξία το στιχούργημα αυτό δεν έχει σχεδόν καμία, έχει όμως ιστορική αξία, γιατί ο συγγραφέας του δείχνει ότι ξέρει καλά όσα διηγιέται και δίνει πολλές εικόνες από τη ζωή και την κατάσταση που επικρατούσε τότε στην Πελοπόννησο. Σκοπός του είναι να περιγράψει και να υμνήσει την Φραγκική κατάχτηση και κυριαρχία στο Μωριά τον 13ο αιώνα του δυτικού τιμαριωτισμού. Πλέκει λοιπόν ύμνους και επαίνους στους Φράγκους, ενώ τους ντόπιους κατοίκους τους μισεί, τους περιφρονεί και τους βάζει πολύ χαμηλά σε σύγκριση με τους ξένους. Τους σταυροφόρους τους παρουσιάζει σαν ανθρώπους με τους ευγενικώτερους σκοπούς, και τον αυτοκράτορα του Βυζαντίου σαν άνθρωπο άπιστο και αναξιόπιστο. Μερικοί γραμματολόγοι λένε ότι το έργο αυτό είναι διασκευή από τα Γαλλικά, γιατί παρόμοιο χρονικό υπάρχει και στα γαλλικά και στα ιταλικά.
Αλλα ιστορικά στιχουργήματα της εποχής είναι η «Μάχη της Βάρνας» (465 δεκαπεντασύλλαβοι) του Παρασπόνδυλου Ζωτικού. Διηγιέται τη μάχη, κοντά στη Βάρνα, ανάμεσα στους Τούρκους και τους Ούγγρους-Πολωνούς (1444). Και ο «Θρήνος περί Ταμερλάνδου» (σε 15σύλλαβο) όπου ο άγνωστος συγγραφέας διηγιέται την συντριβή του Βαγιαζήτ από τον Ταμερλάνο κοντά στην Αγκυρα το 1402. Και στα δύο ποιήματα η γλώσσα είναι κατανεμημένη –αρχαία και λαϊκή.
Στα ηρωϊκά - ιστορικά μπορεί να κατατάξει κανείς και μερικά άλλα, χωρίς άλλο. Ενα είναι η «Ριμάδα περί Μεγάλου Αλεξάνδρου» από 6120 στίχους και σε γλώσσα ανακατεμένη. Περιγράφει τη ζωή του Μεγ. Αλεξάνδρου σαν παραμύθι. Επίσης δύο άλλα, η «Διήγησις του θαυμαστού ανδρός του λεγόμενου Βελισσαρίου» και η «Αχιλληίς», ανακατώνουν σε στίχους χωρίς αξία, την ιστορία με τα παραμύθια. Ολα αποτελούν μακαρονίστικα κατασκευάσματα, επηρεασμένα από τους ανατολίτικους μύθους.

7. Η Πεζογραφία

Πεζογραφία σε λαϊκή γλώσσα δεν αναπτύχθηκε σχεδόν καθόλου όλους τους αιώνες που ψυχορραγούσε το Βυζάντιο. Η μονοπώληση της μόρφωσης από τους αυλοδούλους, κόλακες και τιποτένιους καλαμαράδες της εποχής εκείνης και το πνευματικό σκοτάδι που έχει επιβάλλει η Εκκλησία, κάνουν αδύνατη τη συγγραφή πεζών έργων στη λαϊκή γλώσσα. Ποιος να τα γράψει; Οι λόγιοι ζώντας σαν ψωραλέοι σκύλοι στις αυλές των αυτοκρατόρων και των αρχόντων, περιφρονούν την λαϊκή γλώσσα, και πάντοτε την μασκαρεύουν με την αρχαία. Οι εκκλησιαστικοί λόγιοι καταφρονούν και αυτή τη γλώσσα του λαού, καταδιώκουν σαν λυσσασμένοι μαζί με τα σμήνη των καλογέρων οτιδήποτε γράφεται στη λαϊκή γλώσσα και γράφουν εκατοντάδες πελώριους τόμους κατά των αιρετικών και του Πάπα σε γλώσσα ψευτοαττική ή και λατινική.
Γι’ αυτό και το φανέρωμα της δημοτικής πεζογραφίας στο Βυζάντιο άργησε πολύ, σε σύγκριση με την ποίηση. Και ό,τι δημιουργήθηκε στους τελευταίους αιώνες του Βυζαντίου και σώζεται, είναι ασήμαντο, χωρίς σοβαρή λογοτεχνική αξία. Φαίνεται όμως ότι κυκλοφορούσαν αρκετά σατιρικά πεζά σε λαϊκή γλώσσα, αλλά τάκαψαν οι καλόγεροι ίσως, και δεν σώθηκαν παρά μόνο δύο, που η σάτιρά τους είναι πολύ ανώδυνη και δεν θίγει ούτε τη διαφθορά του κλήρου, ούτε την εξαχρείωση της Βυζαντινής κρατικής μηχανής.
Το πρώτο είναι η «Ακολουθία του ανοσίου τραγογένη Σπανού του ουρίου και εξουρίου, μηνί τω αυτώ πέρισι, εν έτει εφέτος». Πρόκειται για μια κάπως ξετσίπωτη σάτιρα των σπανών και έχει γραφτεί για να τραγουδιέται σαν εκκλησιαστικό τροπάριο, γι’ αυτό και λέγεται «ακολουθία». Παράδειγμα η αρχή του: «Ηχος πλάγιος δ’ Ω του παραδόξου θαύματος. – Ω του παραδόξου θαύματος, αν απαντήσης σπανόν, το μουστάκιν του πτύσε το, έβγαλε το γένυ του και κλάψον τον ευεργέτησε. απάνου κάτου τον λακπάτησε τον ούριον και εξούριον. ω ξυλούργουρε και αγριομούστακε, γραίας πετζίν, άγησε στ’ ανάθεμα πάλιν, παντέρημε…». Μερικοί είπαν ότι η «Ακολουθία του Σπανού» γράφτηκε για να σατιρίσει τον Ιωάννη τον Χρυσόστομο, που ήταν σπανός. Πάντως άρεσε στο λαό και το τραγουδούσε ή μάλλον το έψελνε μέχρι τον 19ο αιώνα.
Το δεύτερο πεζογράφημα που σώθηκε είναι η «Διήγηση του Πωρικολόγου». Σατιρίζει το λεφούσι των αυλικών του αυτοκράτορα με τους αμέτρητους μπερδεμένους τίτλους και αξιώματα και τις μηχανορραφίες τους. Τα πρόσωπα έχουν αντικατασταθεί με ονόματα φρούτων, οπωρικών κλπ. Η γλώσσα του είναι μίγμα αρχαίας και λαϊκής, καθώς φαίνεται και από το επόμενο απόσπασμα: «…Η δε Στάφυλος αναγγέλουσα πάλιν δεύτερον ψεύδος ως αδιάντροπος προς τον βασιλέα έφη: Ω δέσποτα βασιλεύ Κιδώνιε, ο Ροδάκινος ο περσικώτατος έχει το βέλος αυτού ηκονιμένον, ίνα το θέση επί τον τράχηλόν σου, ο θείος Πέπων εχλεμπόνιασε και επρήστη και αυτός, επαρελύθη και υπό φλεγμονής έχασκεν, και τρέχει η γαστέρα αυτού έσω».
Αλλο πεζό σε λαϊκή ή μιχτή γλώσσα με την παραμικρή έστω αξία δεν έχει διασωθεί ίσαμε τα τελευταία χρόνια του Βυζαντίου.

8. Η Λαϊκή ποίηση

Τις πρώτες και γνήσιες ρίζες της νεοελληνικής λογοτεχνίας –ακόμη και της σκέψης– πρέπει να τις αναζητήσουμε στη λαϊκή δημιουργία της εποχής. Και όταν λέμε λαϊκή δημιουργία της εποχής εκείνης, εννοούμε τα λαϊκά τραγούδια, τις παροιμίες, τα μοιρολόγια, κλπ, όχι όμως και πεζογραφήματα. Γιατί ο λαός, τότε ιδίως, μόνο με το τραγούδι μπορούσε να εκφράσει τα αισθήματά του, τις χαρές και τις λύπες του, τις αγάπες του και τα βάσανά του, τους πόθους και τις ελπίδες του. Μέσα στο τραγούδι βάζει την ψυχή του, την τόσο μεγάλη, τόσο ζωντανή, γεμάτη ανθρωπιά κι αισιοδοξία, λεβεντιά και ευγένεια. Η αρχή της αφύπνησης από την πνευματική αποχτήνωση, που είχαν καταδικαστεί οι λαοί, εκφράζεται μ’ έναν πλούτο από τα μεγάλα και ευγενικά αισθήματα που πλημμυρίζουν την καρδιά και την ψυχή του τού απλού ανθρώπου. Ρωμαλέο αντίκρυσμα της ζωής, σεβασμός στη γυναίκα και στη δουλειά, έρωτας υγιής, γεμάτος ψυχική ευγένεια, μίσος στους τυράννους, λατρεία στους λαϊκούς ήρωες.
Την ώρα που ο παρδαλός λογιωτατισμός του Βυζαντίου που ψυχορραγεί, έχει πνιγεί μέσα στη πνευματική μούχλα και κακομοιριά, οι λαοί της αυτοκρατορίας δουλεύουν σκυλίσια, παλεύουν, μισούν, αγαπάνε και τραγουδούν. Η αποξένωση και η αντίθεση ανάμεσα στην αυτοκρατορία και τους λαούς της, εκφράζεται και στην αντίθεση ανάμεσα στη λόγια και τη λαϊκή δημιουργία. Οι μεγάλες όμως δημιουργίες πηγάζουν από την ένωση αυτών των δύο στοιχείων και όχι από την αντίθεσή τους. Γι’ αυτό μέσ’ από τη σαπίλα του Βυζαντίου δεν βγήκε, όπως είδαμε και πιο πάνω, τίποτα το δημιουργικό και ρωμαλέο. Η ποίηση βγαίνει μέσα από τη ζωή και όχι μέσα από τη μούχλα. Οι λαοί της αυτοκρατορίας, μόνοι τους, δημιούργησαν τότε ακριβώς τα πρώτα αξιόλογα λογοτεχνικά μνημεία τους.
Τα πρώτα λαϊκά τραγούδια στη νεοσχηματιζόμενη νεοελληνική γλώσσα αρχίζουν να φαίνονται τον 7ο αιώνα μ.Χ. Από τότε σώζονται λίγοι στίχοι. Τότε πια είχε επικρατήσει η τονική στιχουργία και η προσωδιακή είχε σβυστεί τελείως στο στόμα του λαού. Παληά οι αρχαίοι στήριζαν το μέτρο και τη μελωδία του στίχου, στην προσωδία, δηλαδή έφτιαναν το τραγούδι συνδυάζοντας μελωδικά τα μακρά, τα βραχέα και τα δίχρονα φωνήεντα. Οταν όμως με την εξέλιξη της γλώσσας, εξαφανίστηκε η διάκριση των φωνηέντων σε μακρά και σε βραχέα, τότε το ρυθμό του στίχου τον κανόνιζε βασικά ο τόνος, που είτανε το μοναδικό γνώρισμα μιας λέξης στην προφορά. Π.χ. ο στίχος του Ομήρου:

«Ανδρα μοι ένεπε μούσα πολύτροπον».
μας φαίνεται σήμερα πεζός, ενώ μόλις τον διάβαζαν οι αρχάριοι, που δημιουργούσαν μέτρο και ρυθμό με τα μακρά και τα βραχέα φωνήεντα, ο στίχος γινόταν μουσικώτατος. Ο λαός όμως, από τότε που έπαψε να διακρίνει τα μακρά από τα βραχέα, έφτιαξε νέα μέτρα με τον τόνο κάθε λέξης π.χ.

Ψυχήν είχα κι επήρες την καρδιάν και ανέσπασές την.
Ετσι γεννήθηκε ο δεκαπεντασύλλαβος στίχος, που είναι από το 10ο αιώνα και ύστερα, ο πιο συνηθισμένος στα δημοτικά τραγούδια. Αργότερα δημιουργήθηκαν κι άλλα μέτρα με λιγότερες συλλαβές και τα δημοτικά μας τραγούδια, σε σύγκριση με των άλλων λαών, έφτασαν να είναι από τα πιο πλούσια σε μέτρα και ρυθμούς.
Οι Βυζαντινοί λόγιοι πολέμησαν το λαϊκό στίχο και προσπαθούσανε να διατηρήσουν έστω και μπαλσαμωμένα τα αρχαία μέτρα. Το στίχο της λαϊκής γλώσσας τον καταφρονούσαν και τον βρίζανε. Ο Τζέτζης τα νέα μέτρα τα ονομάζει «μέτρα της αγύρτιδος» (γλώσσας). Ο Φτωχοπρόδρομος τους λαϊκούς στίχους τους λέει «άμετρους» και γράφει μ’ αυτούς –αν τις έγραφε πράγματι– μόνον τις ζητιάνικες εκκλήσεις του στον αυτοκράτορα, που είδαμε πιο πάνω. Η περιφρόνησή τους μάλιστα προς τη λαϊκή στιχουργία έφτασε σε τέτοιο σημείο, ώστε τους στίχους με τα νέα μέτρα τους ονόμασαν «πολιτικούς» δηλαδή κοινούς («Πολιτικές» έλεγαν στο Βυζάντιο και τις πόρνες, τις κοινές γυναίκες, όπως σήμερα τις λέμε «δημόσιες»). Επίσης ο λόγιος Μάξιμος Πλανούδης (13ος αιώνας), θέλοντας να κατηγορήσει τους στιχουργούς που χρησιμοποιούσαν το λαϊκό στίχο, δείχνει και την περιφρόνησή του στο λαό, όταν ανάμεσα στ’ άλλα γράφει γι’ αυτούς τους ποιητές ότι αν ήθελε κανείς να κοροϊδέψει το έργο τους, θα έλεγε ότι το πήραν από τις γυναικούλες της Ιωνίας, επειδή κι αυτές με τέτοιο ρυθμό κλαίνε τους πεθαμένους, όταν γίνεται η κηδεία τους.
Η στάση των λογίων απέναντι στο λαό, στη γλώσσα του και στη λαϊκή δημιουργία ζημίωσε, βέβαια, σοβαρά την ανέλιξη της νεοελληνικής γλώσσας και τη διαμόρφωση της Νεοελληνικής εθνότητας. Γι’ αυτό και αιώνες ολόκληρους, μέχρι το πέσιμο του Βυζαντίου, ενώ σ’ όλες τις ευρωπαϊκές χώρες είχε αρχίσει να διαμορφώνεται οριστικά η λογοτεχνία τους, όμως για τη νεοελληνική λογοτεχνία μόνο τις πρώτες μακρυνές ρίζες της, το υπέδαφός της, πρέπει ν’ αναζητάμε όλη αυτή την περίοδο. Και πάλι ό,τι δημιουργήθηκε, το οφείλουμε αποκλειστικά στις λαϊκές μάζες και στη ζωντανή γλώσσα τους. Και δεν ήταν η Ορθοδοξία, αλλά η λαϊκή γλώσσα και η λαϊκή τέχνη η προταχρική μαγιά, που συντέλεσε στη διαμόρφωση του έθνους μας.
Ο λαός, περιφρονημένος και καταληστεμένος δημιούργησε πλήθος από κάθε λογής τραγούδια. Απ’ αυτά πολύ λίγα σώθηκαν στην τότε γλωσσική μορφή τους. Κανείς σχεδόν δεν τα φρόντισε και δεν τα συμμάζεψε. Πολλά όμως, από στόμα σε στόμα, εξελίχθηκαν με τον καιρό γλωσσικά και έφτασαν ως την εποχή μας συγχρονισμένα βέβαια, στη γλώσσα και μερικά και στο περιεχόμενο. Δίνω εδώ μερικά κομμάτια από δημοτικά τραγούδια που σώθηκαν στη γλώσσα της εποχής τους.
Στο πρώτο περιγράφεται ο πόνος του ξενητεμένου και ερωτοχτυπημένου στρατιώτη. Το δεύτερο είναι από τραγούδι της αγάπης.
1. «…Πόνους του κλαίουν τα δενδρά, θλίψες του τα λιβάδια
και ποταμοί τα δάκρυα του, βουνά τους στεναγμούς του.
Αηδόνιν εις την στράταν του να κηλαδή, να λέγη,
και οι πόνοι της καρδίας του και αναστεναγμοί του
σίγίζουν το να μη λαλή, καρδιόφωνον κρατούσι».
(«Καταλόγιν του ξένου στρατιώτη» Ν. Πολίτη Εκλογαί)

2. «Ενας πανώραιος άγουρος αγάπα ωραίαν κόρην.
χρόνους δυό τον εμάρανε της κόρης η αγάπη.
Και μαραινόμενος ο νέος στης λυγερής τον πόθον,
εμήνυσέ της μιαν αυγήν. «Κυρά μου ότι αγαπώ σε…
και βασανίζομαι κρυφά και φανερά πομένω».
Ως τάκουσε η λυγερή τα δάκρυα της ετρέξαν
μαντάτον τον απέστειλε το ούκ ήθελε ν’ ακούση.
«Εσύ μικρόν και ανήλικον, φιλίαν ουδέν εξεύρεις,
και πως εξεστομάτισες και είπες ότι αγαπάς με…»
Και τότε πάλι ο νεώτερος την λυγερήν ελάλει:
Και πως το ξεύρεις λυγερή, φιλίαν ουδέν εξεύρω;
πρώτον ας μ’ εδοκίμαζες κι ύστερον ας μ’ ερώτας.
Να δες μικρού φιλήματα, μικρού πιδεξιωσύνας,
πως κολακεύει το φιλίν, πως κυβερνά τον πόθον.
Ο πεύκος μέγα δέντρον εν αλλά καρπόν ου κάμνει,
το στάχιν εν μικρούτσικον, ειδές καρπόν που κάμνει;»

Τέλος παραθέτω μόνο τρεις στίχους από μια παραλογή (έτσι λέγονταν τα αφηγηματικά τραγούδια τα γνωστά σαν «μπαλάντες» στην Ευρωπαϊκή ποίηση) για να φανεί το ρωμαλέο και υγιές αντίκρυσμα της ζωής από το λαό.

Αλλο τι δεν εζήλεψα μεσ’ στον απάνου κόσμο,
παρά το γλήγορο άλογο και το γοργό ζευγάρι,
και τη γυναίκα την καλή, οπού τιμάει τον άντρα…
(Τα’ αγαπημένα αδέρφια και η κακή γυναίκα).

9.Τ’ ακριτικά δημοτικά τραγούδια

Ολοι οι λαοί στα τραγούδια τους, πλάι στην αγάπη, τη χαρά, τον πόνο κλπ, τραγούδησαν και τη λεβεντιά. Στις λογοτεχνίες πολλών λαών και κάτω από ορισμένες συνθήκες, τα ηρωικά τραγούδια ήταν από τα πρώτα και τα καλύτερα. Από τα πρώτα καλύτερα δημιουργήματα της λαϊκής λογοτεχνίας σε νεοελληνική γλώσσα είναι και τ' ακριτικά τραγούδια. Τα τραγούδια τούτα γεννήθηκαν στην περιοχή της Καππαδοκίας και του Πόντου στα βάθη της Μικρασίας, όπου από τον 6ο μέχρι το 10ο αιώνα εζούσαν οι Ακρίτες. Εκείνη την εποχή, η Μικρασία κατοικούνταν από δειγματολόγιο ολόκληρο λαών, όπως οι Βιθυνοί, Κιλίκιοι, Ισαυροι, Παφλαγόνες, Παίονες, Λυκάονες και άλλοι. Ολοι αυτοί ζούσαν, όπως γράφει και ο Κ. Σάθας, σε κατάσταση «εν η ο Στράβων περιέγραφεν, δηλαδή καθ’ ομάδας ή φυλάς αυτόνομοι και το ληστρικόν επιτήδευμα εις επιστήμης είδος αναγάγοντες. Ψιλώ ονόματι αναγνωρίζοντες την ημιτελώς καθυποτάξασαν αυτούς αυτοκρατορίαν, και μη καταδεχόμενοι να μισθοφορήσωσι, περιωρίζοντο απλώς ν’ αποδιώκωσι τους εισβολείς του ιδίου εδάφους, αδιαφορούντες περί της εξασφαλίσεως του γείτονος…» (Κ. Σάθα: «Μεσαιωνική Βιβλιοθήκη» τόμος 1ος πρόλογος).
Η περιοχή αυτή, όταν οι Σαρακηνοί πλημμύρισαν την Ανατολή και την Αφρική, αποτέλεσε τα σύνορα της αυτοκρατορίας. Το Βυζάντιο, για να τα φυλάξει, άρχισε να κάνει τοπική στρατολογία, από ντόπιους πληθυσμούς. Τους πλήρωνε μισθό, τους έδινε μερικά προνόμια, απαλλαγή από φόρους, τους μοίραζε τη γη. Και αυτοί, είχαν την υποχρέωση να φυλάνε από κάθε είδους επιδρομές τα σύνορα της περιοχής τους μόνο, χωρίς να τους νοιάζει τι γινόταν πέρα από τα όρια τα δικά τους. Ετσι το Βυζάντιο εξοικονομούσε στρατό και φύλαγε πιο εύκολα τα συμφέροντα της αυτοκρατορίας και των μεγαλογαιοκτημόνων, που είχαν τα απέραντα τσιφλίκια τους πίσω ακριβώς από τις ακριτικές περιοχές. Αυτό το εθνολογικό δειγματολόγιο των συνοριακών φρουρών ονομάστηκαν Ακρίτες, γιατί φύλαγαν τα σύνορα, τα άκρα της αυτοκρατορίας.
Το Μωσαϊκό των Ακριτών πλουτίστηκε σύντομα και με ομάδες άλλων, πιο μακρυνών λαών. Ο στρατηγός Στηλίχων διάλεξε 12 χιλιάδες Γότθους πολεμιστές, απ’ αυτούς που είχε αιχμαλωτίσει και τους έστειλε κι αυτούς στη Βιθυνία της Μικρασίας, να φυλάνε τις συνοριακές κλεισούρες. Επίσης στρατολογήθηκαν βαράγγοι, που κατέβηκαν από τις σκανδιναυϊκές χώρες, Λαζοί, Αρμένηδες, Κούδροι, Σλάβοι. Ο Βυζαντινός χρονογράφος Θεοφάνης αναφέρει ότι από τον καιρό του Ηρακλείου στρατολογήθησαν σαν ακρίτες ακόμη και Αραβες μισθοφόροι, για να φυλάνε τα σύνορα απ’ τους Αραβες! Ολοι αυτοί μαζί, αποτελούσαν ένα γερό μαχητικό τείχος που πάνω του έσπαζαν και εκφυλίζονταν οι επιδρομές των Σαρακηνών, γιατί οι ακρίτες υπεράσπιζαν με μεγάλη παλληκαριά τα χώματά τους. Οι Σαρακηνοί τελικά εγκαταστάθηκαν μόνιμα απέναντί τους, σέβονταν την χριστιανική θρησκεία και συχνά δημιουργούσαν φιλικές σχέσεις με τους ακρίτες. Μέσα στις ακριτικές περιοχές ζούσαν και δρούσαν και οι απελάτες. Αν παρομοιάζει κανείς τους ακρίτες με τους αρματολούς της Τουρκοκρατίας, τότε οι απελάτες είναι κάτι παρόμοιο με τους κλέφτες. Δεν πειθαρχούσαν ούτε στο Βυζάντιο, ούτε στους αρχηγούς των ακριτών ούτε και στους Σαρακηνούς. Ζούσαν τελείως ανεξάρτητοι, συγκροτημένοι σε δικά τους σώματα, πολεμώντας οποιονδήποτε ήθελε να τους υποτάξει και κάνοντας επιδρομές στα απέραντα χτήματα των Βυζαντινών φεουδαρχών της Μικρασίας. Γι’ αυτό συχνά χτυπιούνται και με τους ακρίτες, αλλά συχνά και οι ακρίτες γίνονταν απελάτες. Οι Βυζαντινοί άρχοντες και οι λόγιοι τους μισούσαν και στη γλώσσα τους η λέξη απελάτης εσήμαινε ληστής, όπως και οι κοτζαμπάσηδες ονόμασαν τους αγωνιστές της λευτεριάς κλέφτες –και έπεται συνέχεια.
Στις σχέσεις και τους αγώνες όλων αυτών των στοιχείων με τους Σαρακηνούς, είτε και με τους Βυζαντινούς ακόμη και τέλος και μεταξύ τους, το κύριο χαρακτηριστικό που ξεχώριζαν και εκτιμούσαν ήταν η προσωπική παληκαριά, που όταν συνδυαζόταν και με την τέχνη του πολέμου, ανάδειχνε τον αργηχό, που τον λάτρευαν τα παληκάρια της περιοχής του, τον σέβονταν οι γείτονες και ακόμη και αυτοί οι εχθροί του. Τα κατορθώματα των ακριτών, των απελατών, ακόμη και των Σαρακηνών γίνονταν θρύλος και τραγουδιόνταν απ’ όλους, καθένας όμως έβαζε πάνω απ’ όλους τον δικό του ήρωα. Μέσα σ’ αυτό το ηρωϊκό κλίμα, που κράτησε από τον 6ο ίσαμε το 10ο αιώνα, γεννήθηκαν τ’ ακριτικά τραγούδια.
Περιεχόμενο της ακριτικής λαϊκής ποίησης είναι βασικά οι αγώνες με τους Αραβες. Αλλά με τον καιρό η πάλη αυτή έχασε τον χαρακτήρα της ολοκληρωτικής εξόντωσης ανάμεσα στους ακρίτες και τους Σαρακηνούς. Οι Σαρακηνοί εγκατασταίνονται και αυτοί μόνιμα κοντά στους ακρίτες και δημιουργούν σχέσεις μαζί τους. Ο πολιτισμός του ενός ανταλλάζεται με τον πολιτισμό του άλλου σ’ επιδρομές, σε κούρσεμα. Ετσι γεννιέται ένας μιχτός πολιτισμός σ’ αυτή την περιοχή, γι’ αυτό και τον κεντρικό ήρωα των ακριτικών τραγουδιών, το Διγενή Ακρίτα, ο λαός τον θέλει να γεννιέται από πατέρα Σαρακηνό και μητέρα χριστιανή.
Το περιστατικό περιγράφεται και στο παρακάτω τραγούδι, που το παραβάζω ολόκληρο, για να φανεί και η λογοτεχνική αξία των ακριτικών τραγουδιών, όπως βέβαια τελειοποιήθηκαν τεχνικά-λογοτεχνικά με το πέρασμα του καιρού.

Η Αντρειωμένη Λυγερή και ο Σαρακηνός

Κάπου πόλεμος γίνεται σ’ Ανατολή και Δύση
και τόμαθε μια λυγερή και πάει να πολεμήση.
Αντρίκια ντύθη κι’ άλλαξε και παίρνει τ’ άρματά της.
Φίδια στρώνει το φάρο της κι’ οχιαίς τον καλλιγώνει
και τους αστρίτας τους κακούς τους βάνει φτερνιστήρια.
Φτερνιά δίνει του μαύρου της, πάει σαράντα μίλλια,
κι’ άλλη ματαδευτέρωσε, στον πόλεμο εμπήκε.
Στα μπα της στράταις έσωνε, στα βγα της μονοπάτια,
στ’ άλλο της στριφογύρισμα, έσπασε το λουρί της,
φανήκαν τα χρυσόμηλα τα λινοσκεπασμένα.
Σαρακηνός την αγναντά ν’ από ψηλή ραχούλα: -
«Παιδιά, και μη δειλιάσετε, παιδιά, μη φοβηθήτε
Γυναίκειος είν’ ο πόλεμος, νυφαδιακός ο κούρσος!»
Κ’ η λυγερή όντας τ’ άκουσε στον άη Γιώργη τρέχει
«Αφέντη μου άη Γιώργη μου, χώσε με το κοράσιο,
να κάμω τα μπα σου χρυσά και τα βγα σου ασημένια
και τα ξυλοκεράμιδα ούλο μαργαριτάρι»,
Εσκίσανε τα μάρμαρα κι’ εμπήκε η κόρη μέσα.
Σαρακηνός να κ’ έφτασε κοντά στον άη Γιώργη:
«Αγιε μου Γιώργη χριστιανέ, φανέρωσε την κόρη,
να βαφτιστώ στη χάρη σου εγώ και το παιδί μου
εμέ να βγάλουν Κωσταντή και το παιδί μου Γιάννη».
Ανοίξανε τα μάρμαρα κ’ εφάνηκεν η κόρη.

Από το τραγούδι φαίνεται πως ο άη – Γιώργης, μόλις ο Σαρακηνός τούταξε να βαφτιστεί και αυτός και το παιδί του, του παραδίνει αμέσως την κόρη κι έτσι γεννιέται ο Διγενής. Ένα άλλο κύριο χαρακτηριστικό των ακριτικών τραγουδιών είναι η τέλεια έλλειψη απ’ αυτά κάθε εθνικού αισθήματος και στοιχείου. Ολο εκείνο το πολυεθνικό μωσαϊκό των ακριτών δεν υπεράσπιζε την πατρίδα του με την πλατύτερη έννοια της λέξης, γιατί τέτοια δεν είχε, αλλά τη γη του και αυτούς που τον πλήρωναν. Και όταν δεν τον επλήρωναν ή για διάφορους άλλους λόγους, στρέφονταν συχνά και εναντίον τους.
Ενας άλλος τέτοιος λόγος ήταν και όταν οι μεγαλοτσιφλικάδες τους άρπαζαν τη γη. Από τον αγώνα των ακριτών έλλειπε το νόημα του Εθνους και της Πατρίδας. Γι’ αυτό λείπει και από τα τραγούδια. Ο Μηλιαράκης, που έβγαλε το 1881 ένα χειρόγραφο του ακριτικού «έπους», που βρέθηκε στην Αντρο, παραδέχεται ότι η λέξη πατρίδα δεν αναφέρεται παρά μόνο μια φορά, στο στίχο 4162 και μάλιστα με την στενή έννοια, του τόπου που ζούμε. Και προσπαθεί να εξηγήσει το φαινόμενο με τα παρακάτω λόγια: «Δεν είναι βεβαίως άπορον πως εν εποποιία εχούση υπόθεσιν ηρωϊκά κατορθώματα τοιούτου ήρωος δεν διαλάμπει η ιδέα της ελευθερίας και της πατρίδος, διότι γνωρίζομεν εκ της ιστορίας ότι περί δύο μόνον κέντρα εστρέφετο πάσα η κοινωνική κίνησις, υφ’ όλας αυτής τα επόψεις των λαών του ανατολικού κράτους «περί τον αυτοκράτορα και την εκκλησίαν».
Τ’ ακριτικά τραγούδια, οι επίσημοι βυζαντινοί, οι λόγιοι και οι εκκλησιαστικοί άρχοντες, τα περιφρονούσαν, μα ο λαός τ’ αγαπούσε και τ’ άκουγε συχνά από τραγουδιστές, που γύριζαν από τόπο σε τόπο και τα τραγουδούσαν. Ο επίσκοπος Καισαρείας Αρέθας τούς ονομάζει αγύρτες και καταραμένους, όπως φαίνεται στο παρακάτω κείμενό του: «Τους αγείροντας, ήτοι αγύρτας ως νυν δείγμα οι κατάρατοι Παφλαγόνες, ωδάς τινας συμπλάσαντες πάθη περιεχούσας ενδόξων ανδρών και προς όβολον άδοντες καθ’ εκάστην οικίαν…» (Λαογραφίας τόμος Δ’ σελίδα 539).
Τα περισσότερα απ’ αυτά τα τραγούδια, όπως διαμορφώθηκαν, μας φαίνονται σήμερα από την πλευρά της λογοτεχνικής τους αξίας, πραγματικά διαμάντια της λαϊκής ποίησης και γενικά κάθε δημιουργίας. Με την πιο λιτή φράση δημιουργούν τέχνη και ποίηση γεμάτη ζωντάνια, ηρωϊκό παλμό και μεγαλείο. Μερικά αποσπάσματα μόνο, είναι αρκετά για να δείξουν την ποιητική αξία τους. Το παρακάτω είναι από το τραγούδι του Τσαμαδού. Ο Τσαμαδός ήταν απελάτης και γι’ αυτό τον φοβούνταν οι «γέροντες» προύχοντες.

Μέσ’ στ’ άη Γιωργιού τους πλάτανους γένονταν πανηγύρι,
το πανηγύρι ήταν πολύ, κι’ ο τόπος ήταν λίγος,
δώδεκα δίπλαις ο χορός, κ’ εξήντα δύο τραπέζια
και χίλια ψένονται σφαχτά σ’ όλο το πανηγύρι
κι’ οι γέροντες παρακαλούν, τάζουν στον άη Γιώργη,
ο Τσαμαδός να μην ερθή, χαλάει το πανηγύρι,
Ακόμα ο λόγος έστεκε κι’ ο Τσαμαδός εφάνη,
που ροβολάει ωχ το βουνό κατά το πανηγύρι.
Πατεί και σειέται το βουνό, κράζει κι’ αχάν οι λόγγοι,
κ’ εκράταγε στον ώμο του δέντρο ξεριζωμένο,
κι’ απάνου στα κλωνάρια του θεριά είχε κρεμασμένα.
«Ωρα καλή σας, γέροντες. Καλό στο παληκάρι.
Ποιος έχει αστήθι, μάρμαρο και χέρια σιδερένια,
για να βγη να παλέψουμε στο μαρμαρένιο αλώνι;
(Ν. Πολίτη «Εκλογαί» σελ. 102).

Και το πεντάστιχο που ακολουθεί, είναι από το θάνατο του Διγενή, που πάλαιψε με το χάρο στα μαρμαρένια αλώνια και νικήθηκε.

Ο Διγενής ψυχομαχεί κ’ η γη τόνε τρομάσει.
Βροντά κι’ αστράφτει ο ουρανός και σειέτ’ ο απάνω κόσμος
κι’ ο κάτω κόσμος άνοιξε και τρίζουν τα θεμέλια
κ’ η πλάκα τον ανατριχιά πως θα τονε σκεπάσει,
πως θα σκεπάσει τον αητό της γης τον αντρειωμένο…

Τα τραγούδια των ακριτών ήταν πάρα πολλά, αποτελούσαν ολόκληρο κύκλο, από τη γέννηση ως το θάνατο του Διγενή. Ανάμεσα στους ακριτικούς λαούς επικρατέστατη γλώσσα ήταν η νεοελληνική, όπως είχε αρχίσει να διαμορφώνεται τότε. Αλλά σήμερα δεν σώθηκε κανένα στη γλώσσα της εποχής εκείνης. Οι ακρίτες διαλύθηκαν τελείως τον 11ο αιώνα και όπως σκόρπισαν δώθε-κείθε, πήραν μαζί τους και τα τραγούδια τους. Πρώτος ο Ιουστινιανός Β’ έκλεισε ειρήνη με τους Μαρδαΐτες του Λιβάνου. Αργότερα τον 11ο αιώνα, ο Κωνσταντίνος Μονομάχος τούς έκοψε το μισθό και τα προνόμια και τους ανάγκασε να διαλυθούν και να σκορπίσουν. Πολλοί έφτασαν στα νησιά του Αιγαίου καις την Κύπρο και άλλοι ίσως μέχρι και την κυρίως Ελλάδα.
Μαζί τους έφεραν και τα τραγούδια του ακριτικού κύκλου, που έχασαν τα αρχικά στοιχεία και χαρακτηριστικά τους, εξελίχτηκαν γλωσσικά, δουλεύτηκαν πιο πολύ τεχνικά και στο τέλος έπαθε σοβαρές αλλαγές και το περιεχόμενό τους, όπου συχνά ο Σαρακηνός γίνεται πια Τούρκος. Κυρίως όμως τα ακριτικά τραγούδια διαδόθηκαν στην Κύπρο, Ρόδο κλπ., και πολύ λίγο στην κυρίως Ελλάδα. Μερικά έγιναν τελείως αγνώριστα και με πολύ δυσκολία διακρίνει κανείς τις πρώτες ρίζες τους. Και σιγά-σιγά τη θέση τους ήρθανε να την πάρουν τα τραγούδια καινούργιων αγωνιστών της λευτεριάς, τα κλέφτικα.
Απ’ όλα τα παραπάνω δείχνεται ότι τα ακριτικά τραγούδια δεν είναι εθνικά τραγούδια. Δεν είναι ποτισμένα από κανενός είδους εθνικισμό και δεν έχουν καμμιά άμεση σχέση με το νεοελληνικό Εθνος, που τότε ήταν ιστορικά ανύπαρχτο. Η μόνη σχέση τους με το λαό μας και τη λογοτεχνία του είναι η ζωντανή γλώσσα τους και ο ύμνος στη λεβεντιά και την ελεύθερη ζωή, στοιχεία απαραίτητα για κάθε λαό, που παλεύει για τη ζωή, την ανεξαρτησία και τη λευτεριά του.
Εκείνοι που πλαστογράφησαν το Βυζάντιο και το ωραιοποίησαν για να το παρουσιάζουν σαν μια μεγάλη φυσική κληρονομιά εδαφική και πνευματική, του μεσαιωνικού «Ελληνισμού» προς τον νέο Ελληνισμό, ήταν επόμενο να κάνουν προσπάθειες για να πλαστογραφήσουν και το χαρακτήρα των ακριτικών τραγουδιών. Και ένα νέο γεγονός που ήρθε ν’ αποχαλινώσει –μα ταυτόχρονα και να γελοιοποιήσει ιστορικά και επιστημονικά– αυτό το μεγαλοϊδεατικό παραλήρημα.

10. Το ακριτικό ψευτο-έπος

Το γεγονός αυτό είναι η ανεύρεση ενός ακριτικού «έπους». Το πρώτο χειρόγραφο βρέθηκε στην Τραπεζούντα και αμέσως δημοσιεύτηκε στο Παρίσι (1875). Και σε λίγο βρέθηκαν και άλλα χειρόγραφα στην Ανδρο, Οξφόρδη, Μαδρίτη, κλπ. Πρόκειται για ένα μακαρονίστικο απέραντο στιχούργημα σε πολλές χιλιάδες στίχους, χωρίς καμμιά λογοτεχνική αξία. Ο στιχουργός του κάνει προσπάθεια να γράψει στη λαϊκή γλώσσα. Την έχει όμως ανακατώσει με λόγια στοιχεία. Ο συγγραφέας είναι άγνωστος. Η παραλλαγή της Ανδρου έχει για συγγραφέα του «έπους» το όνομα κάποιου Ευσταθίου, πιθανόν καλόγερου, ενώ η παραλλαγή της Οξφόρδης αναφέρει έναν Ιγνάτιο Πετρίζη, καλόγερο από τη Χίο. Το γεγονός ότι παρουσιάζονται δύο διαφορετικά ονόματα για συγγραφείς μαρτυράει, ότι μάλλον κανείς τους δεν είναι ο πραγματικός, αλλά ότι μερικοί, συνήθως καλόγεροι, που το αντίγραψαν ή το διασκεύασαν, έβαλαν να φιγουράρει τ’ όνομά τους για συγγραφέας.
Κατά τους Βυζαντινολόγους το ακριτικό «έπος» πρωτογράφτηκε κατά τον 11ο με 12ο αιώνα –όταν πια οι ακρίτες είχαν διαλυθεί από καιρό. Το περιεχόμενό του με δυό λόγια έχει έτσι: Ο εμίρης των Σαρακηνών Γιουσούφ αρπάζει την κόρη του βυζαντινού άρχοντα Αντρόνικου Ειρήνη και την παντρεύεται στο παλάτι του πεθερού του, αφού πρώτα δέχτηκε να βαφτιστεί χριστιανός. Απ’ αυτόν τον γάμο γεννήθηκε ο Διγενής, που σύντομα αρχίζει να δείχνει την υπερφυσική παληκαριά του, νικάει τους απελάτες, αρπάζει την κόρη του στρατηγού Δούκα και κάνει με μεγαλοπρέπεια τους γάμους του. Από κει κι ύστερα τραβάει για τα σύνορα, όπου πολεμάει αδιάκοπα με τους εχθρούς της αυτοκρατορίας, χτίζει ένα πλουσιώτατο παλάτι κοντά στον ποταμό Ευφράτη και ζει ευτυχισμένος και δοξασμένος σαν μεγάλος άρχοντας, ως τη στιγμή που πεθαίνει πάνω στο κρεββάτι του. Η γυναίκα του πεθαίνει κι αυτή από τη λύπη της πάνω στο στήθος του.
Η λογοτεχνική αξία του «Επους» είναι τιποτένια. Και στη μορφή και στο περιεχόμενο είναι ένα ανούσιο απλοϊκό κατασκεύασμα. Αντί νάχει το ηρωϊκό και δραματικό μεγαλείο του πραγματικού έπους, είναι ένα νερόβραστο στιχούργημα, γεμάτο ηθικοθρησκευτικές διδασκαλίες. Δεν λείπει από μέσα ούτε και το «Πιστεύω»! Απ’ αυτά φαίνεται ότι τόγραψαν καλόγεροι, που είχαν υπ’ όψη τους όλο τον κύκλο των ακριτικών τραγουδιών. Και μ’ ένα λόγο δεν χωράει σύγκριση ανάμεσα σ’ αυτά και στο ψευτο «έπος». Είδαμε πιο πάνω με τι μεγαλείο τραγουδιέται από το λαό ο θάνατος του Διγενή. Να τώρα με τι γελοίο τρόπο πεθαίνει από αρρώστεια στο «έπος»:

«Εκείνος αναστέναξε και έκλαιε στην κλίνη
με θρήνους και με δάκρυα πικρά φαρμακωμένα
όπου ραΐσθην η καρδιά κ’ εθάμπωσεν το φως του…»

Και ο καλόγερος κατασκευαστής του ψευτο-έπους για να μην ξεχάσει και το επάγγελμά του, τελειώνει με το «πάντα ματαιότης τα ανθρώπινα», σε «επικούς» όμως στίχους, σαν αυτούς:

«Αράχνη είναι η ζωή και κονιορτός η δόξα…
Ο κόσμος ούτος γέγονεν θλίψις τε και οδύνη.
στενοχωρία και κλαυθμός υπάρχει η ζωή μας
καθώς το λέγει ο Δαβίδ, εις τους ψαλμούς του γράφει
«τα έτη ημών εν στεναγμοίς, εν κόποις τε και πόνους»…
Και δια τούτο πας βροτός ας κλείνην την ζωήν του
την λύσιν ενθυμούμενος εκ του σαρκίου σκήνους…
Λοιπόν κλαυσάτω πας βροτός, δάκρυα σταλάξω…»

Γενικά το «έπος» τούτο –όπως πολύ πετυχημένα το τονίζει και ο Εσσελιγκ– είναι «έπος» της μεγαλοτσιφλικάδικης αριστοκρατίας. Αυτό φαίνεται καθαρά και στους παρακάτω στίχους, που ο στιχουργός τους βάζει στο στόμα του πατέρα και του θείου του Διγενή, όταν αυτός δώδεκα χρονών έκανε τα πρώτα υπερφυσικά κατορθώματα:

«Ούτος έστιν άνθρωπος από του κόσμου τούτου,
τούτον δε έστειλεν Θεός δια τους απελάτας
και τρέμει θέλουσιν αυτόν εις χρόνους της ζωής των».

Δηλαδή χαίρονται γιατί θα τον τρέμουν όχι οι Σαρακηνοί, αφού τέτοιος ήταν και ο πατέρας του, αλλά οι απελάτες. Και πραγματικά σ’ όλη του τη ζωή, μέσα στο «έπος» βρίσκεται σε αδιάκοπον αγώνα με τους ατίθασους αυτούς υπερασπιστές της ανεξαρτησίας τους.
Οι ξένοι βυζαντινολόγοι μελέτησαν το ψευτο-έπος για να βρουν μέσα σ’ αυτό στοιχεία του πολιτισμού και της ζωής του Βυζαντίου. Πολλοί όμως δικοί μας τόκαναν σημαία του μεγαλοϊδεατισμού. Ο Ν. Πολίτης πρόσφερε αρκετά στη μελέτη του νεοελληνικού πολιτισμού, ανοίγοντας το δρόμο στη λαογραφική επιστήμη. Όμως το επιστημονικό κύρος του Πολίτη, ζημιώνεται σοβαρά με την απεγνωσμένη προσπάθεια να παρουσιάσει δήθεν αδιάσπαστους, σε μια ιστορική συνέχεια, τον αρχαίο κόσμο, το Βυζάντιο και τη σύγχρονη Ελλάδα!
Εδώ θα παραθέσω ολόκληρο απόσπασμα του Πολίτη από μια ομιλία του «Περί του Εθνικού έπους των Ελλήνων»:
«Από των εσχατιών της Καππαδοκίας μέχρι των Ιονίων νήσων, και από της Μακεδονίας και των χωρών των δυτικών ακτών του Ευξείνου μέχρι της Κρήτης και της Κύπρου, άδονται μέχρι του νυν άσματα, διηγούμενα τους άθλους και τας περιπετείας του Διγενή και τους αγώνας αυτού προς τους Απελάτας και τους Σαρακηνούς και φέρονται δια στόματος παραδόσεως, αναφερόμενα εις τόπους και αντικείμενα, μεθ’ ων συνδέεται το όνομα αυτού. Εις ταύτα η φαντασία του λαού εγκατέλεξε μύθους, ων τους πλείστους παρέλαβεν ανακαινίσασα εκ της πλουσίας μυθικής κληρονομίας της αρχαιότητος, και απήρτισε τον ιδεώδη τύπον ήρωος νεαρού ως ο Αχιλλεύς, κραταιού ως ο Ηρακλής και ενδόξου ως ο Αλέξανδρος. Εν κεφαλαίω δ’ ειπείν εις τον Διγενή Ακρίταν αποκορυφούνται οι πόθοι και τα ιδεώδη του Ελληνικού Εθνους, διότι εν αυτώ συμβολίζεται η μακραίων και άρρηκτος πάλη του Ελληνικού προς τον μουσουλμανικόν κόσμον».
Ενας αντικειμενικός ιστορικός ή φιλόλογος όλες αυτές τις συγκρίσεις και τις προεκτάσεις του Πολίτη δεν μπορεί παρά να τις θεωρήσει έξω τόπου και χρόνου. Μεγαλοϊδεάτικα παραμιλητά, ντυμένα με το φόρεμα της «επιστημοσύνης» που ίσαμε σήμερα την έχουν μονοπωλήσει οι «σοφοί», του τρίτου Ελληνικού «πολιτισμού». Ετσι μερικοί απ’ αυτούς –ακριτολόγοι– για να μειώσουν την αξία των λαϊκών τραγουδιών και ν’ ανεβάσουν πιο ψηλά το «εθνικό έπος» των καλογέρων και των φεουδαρχών, διαφωνούν και με τον Πολίτη και υποστηρίζουν τώρα ότι δεν εβγήκεν το «έπος» από τα ακριτικά τραγούδια, αλλά έγινε το αντίθετο! Τα πάντα βγήκαν από το «εθνικό έπος» που συνδέει τον Ομηρο με τους κλέφτες της Τουρκοκρατίας! Στο έργο του Π. Καλονάρου «Βασίλειος Διγενής Ακρίτας» (1941) που βγήκε υπό την προστασία των καθηγητών της φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, Σκάσση, Πεζόπουλου, Καπνουκάγια, και Σταματάκου, γράφεται ότι «εκ των σημερινών ακριτικών ασμάτων τα περισσότερα προέρχονται εκ των επών και δη εκ της λαϊκής μορφής κειμένων τα δε υπόλοιπα άσματα μοιραίως υπέστησαν εκ του έπους επιδράσεις και μεταβολλάς μάλλον ή ήττον βαρείας…».
Οι κύριοι καθηγηταί, πιστά αντίγραφα των Βυζαντινών λογίων, περιφρονούν το λαό, τον θέλουν να μιμείται τους καλογερικούς «επικούς» λαπάδες, τον θεωρούν ανίκανο να δημιουργήσει μόνος του δικό του πολιτισμό. Οποιοσδήποτε όμως μελετήσει τα ακριτικά λαϊκά τραγούδια θα ιδεί ότι στην ουσία δεν έχουν καμμιά σχέση με το ψευτο-έπος και ότι στη μορφή στέκονται ασύγκριτα πιο ψηλά. Οι βασανισμένοι λαοί και τότε και τώρα χτίζουν τον πολιτισμό τους στο πείσμα των πολιτικών και πνευματικών βασανιστών τους.

Συμπεράσματα

Το κεντρικό πρόβλημα που ζητάει την λύση του είναι: τι το δημιουργικό πρόσφερε το Βυζάντιο στον πολιτισμό γενικά και στο νεοελληνικό πολιτισμό ιδιαίτερα; Οι δικοί μας από καθέδρας ιστορικοί το εξωράϊσαν και προσπάθησαν να το παρουσιάσουν σαν τον ομφαλό της γης, που αχτινοβολούσε σ’ όλον τον κόσμο και που η αχτινοβολία του έμεινε ως τα σήμερα αμείωτη! Κάτι τέτοιους «ιστορικούς» ο Βλαχογιάννης τους ονομάζει «ιεροκήρυκες του ιστορικού εξαγιασμού». Γι’ αυτό σήμερα «κάθε λογής ψευτιά, η επαγγελματική νοθεία, η ιστορική και γλωσσική ψευτιά. Οσο για τη λαογραφική ψευτιά, είναι κι αυτή παννελληνικό φαινόμενο… (Γ. Βλαχογιάννης «Ιστορικά ραπίσματα» 1936).
Η ιστορική αλήθεια διδάσκει ότι αυτή η δήθεν αχτινοβολία του Βυζαντίου είναι εφεύρεση των «ιστορικών» που πλαστογραφούν την ιστορία, για να υπερασπίσουν τα συμφέροντα της ολιγαρχίας, που τους διορίζει και τους ταΐζει. Μοιάζουν με τους «χρονογράφους» του Βυζαντίου, που έγλυφαν κόκκαλα στην αυλή του αυτοκράτορα και ιστορούσαν τα γεγονότα όπως άρεσαν σ’ αυτόν και όχι όπως συμβαίνουν στην πραγματικότητα.
Η οργανωμένη καταπίεση και καταλήστεψη του μωσαϊκού των λαών από τη Βυζαντινή γραφειοκρατία, η πάλη της μικρής και μεγάλης ιδιοκτησίας, ο υπερτροφικός παρασιτισμός του λούμπεν πληθυσμού της Κωνσταντινουπόλεως και των μοναστηριών και το ξεπούλημα των λιμανιών στους ξένους, κατεδίκασαν το Βυζάντιο σ’ ένα μακροχρόνιο ψυχορράγημα. Σαπίζει επί αιώνες, χωρίς να μπορεί να γεννήσει μέσα του το σπέρμα μιας δημοκρατικής αλλαγής, μιας λαϊκής αναγέννησης, ανάλογης μ’ εκείνη της Δύσης. Κάτω από διαφορετικές κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες το Βυζάντιο θα μπορούσε, αναπτύσσοντας δημιουργικά την πνευματική κληρονομιά του αρχαίου κόσμου, να δημιουργήσει ένα αναγεννητικό κίνημα πολύ βαθύτερο και πλατύτερο από εκείνο της Δύσης. Ομως όχι μόνο δεν ανάπτυξε παραπέρα τις πνευματικές παραδόσεις του αρχαίου κόσμου, αλλά με την αποπνιχτική του ανάσα μάρανε και ό,τι ζωντανό και δημιουργικό άφησαν οι αρχαίοι.
Το Βυζάντιο δεν πρόσφερε τίποτα το δημιουργικό στον πολιτισμό μας. Στην πραγματικότητα Βυζαντινός πολιτισμός, με ζωντανή, δημιουργική, εποικοδομητική έννοια, δεν υπήρξε ποτέ έξω απ’ ό,τι δημιούργησαν μόνοι τους οι λαοί που βρίσκονται κάτω από την κυριαρχία της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
Ούτε και στη νεοελληνική σκέψη και λογοτεχνία στο νεοελληνικό πολιτισμό γενικά πρόσφερε τίποτα το Βυζάντιο. Η μόνη κληρονομιά που μας άφησε ήταν ο μεγαλοϊδεατισμός και ο λογιωτατισμός, οι δυό μεγαλύτερες πληγές που βασάνισαν και βασανίζουν το έθνος μας. Και όπως και στο Βυζάντιο οι λογιώτατοι υπηρετούσαν πιστά το θεοκρατικό καθεστώς, έτσι και χθές και σήμερα οι σοφολογιώτατοι «διανοούμενοι» της χώρας μας υπηρετούν το μεγαλοϊδεατισμό προσπαθώντας να τον δικαιώσουν ιστορικά και επιστημονικά με τα έργα τους. Καθημερινά όμως η ζωή τούς ξεσκεπάζει και τούς γελοιοποιεί. Ο μεγαλοϊδεατισμός έχει καταντήσει σαν το φούρνο του Ναστραντίν Χότζα. Πότε κοιτάζει κατά την ανατολή, στην Κόκκινη Μηλιά, άλλοτε κατά το βορρά και άλλοτε προς το νότο μέχρι… τη Λιβύη! Και μόνο νοτιοανατολικά προς την Κύπρο, δεν τον γυρίζουν…
Σήμερα ο μεγαλοϊδεατισμός εξελίσσεται και σε κοσμοπολίτη της Παξ- αμερικάνα. Επιστρατεύεται και πάλι το Βυζάντιο για να τον δικαιώσει. Επιστρατεύονται και παρδαλοί διανοούμενοι, ιστορικοί, λογοτέχνες κλπ, που για να εξασφαλίσουν το «μεσονέφριν» του Φτωχοπρόδρομου», αναλαβαίνουν ν’ αποδείξουν ότι, όπως το Βυζάντιο υπερασπιζόταν τον «πολιτισμό» εναντίον των «βαρβάρων», έτσι και σήμερα η Ελλάδα βρίσκεται στην πρωτοπορεία των «ελευθέρων» λαών, που υπερασπίζονται τον «Δυτικό», αγγλοσαξωνικό πολιτισμό από τον Ατλαντικό μέχρι την Κορέα.
Οι προοδευτικοί όμως διανοούμενοι έχουν υποχρέωση, να μελετήσουν αυτή την περασμένη εποχή και ν’ αφαιρέσουν απ’ τους μεγαλοϊδεάτες βυζαντινολόγους, ιστορικούς και φιλολόγους, τα μονοπώλια που κατέχουν ως τα σήμερα στην εξέταση της Βυζαντινής εποχής και την καθημερινή πλαστογράφησή της κατά τέτοιον τρόπο, ώστε να υπηρετεί σκοπούς αντεθνικούς και αντιλαϊκούς. Ο Βυζαντινισμός όχι μόνο δεν έδωσε τίποτε το δημιουργικό στο νεοελληνικό έθνος, μα στάθηκε και εμπόδιο στη δημιουργία του και λίγο έλειψε να μαράνει και το μπουμπούκιασμά του, που τότε άρχιζε. Αυτό το ομολογεί και ο Σπ. Ζαμπέλιος, που στα «Δημοτικά τραγούδια» του γραφει:
«…Η μοναρχία της Κωνσταντινουπόλεως απ’ αρχής και μέχρι της ΙΔ’ εκατονταετηρίδος, μετ’ ολιγίστων εξαιρέσεων, διάκειται τοσούτον αλλοτρία εις τας εθνικάς των υπηκόων κλίσεις, ώστε δεν περιθάλπει τον ελληνισμόν ειμή τα περί τα τέλη της… βεβιασμένη σχεδόν ούσα και κατηναγκασμένη…»

Και μόνον η λαϊκή γλώσσα κ’ η λαϊκή τέχνη –ιδίως η ποίηση– αυτά ακριβώς που μίσησαν και περιφρόνησαν οι Βυζαντινοί, στάθηκαν οι κεντρικοί πυρήνες, για την κατοπινή μορφοποίηση του νεοελληνικού έθνους. Η γλώσσα του και η λαϊκή τέχνη του ήταν τα φτερά του. Το Βυζάντιο δοκίμασε να του τα κάψει. Αυτό βέβαια, δεν το πέτυχε. Πέτυχε όμως να του τα τσουρουφλίσει και να κάνει έτσι, στα χρόνια της Τούρκικης σκλαβιάς, πολύ πιο δύσκολο και αργό το δρόμο του προς τα μπρος.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου