Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2015

2ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΚΚΕ(μ-λ). Οι εξελίξεις στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα και η δημιουργία του μαρξιστικού - λενινιστικού κινήματος στην Ελλάδα

 Προλεταριακή σημαία φ. 179-180-181-182-183-184



Στο κείμενο της Κ.Ε. που ακολουθεί περιλαμβάνονται τα παρακάτω ζητήματα:

-Η διαμόρφωση των κατευθύνσεων του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος της Ελλάδας σε συνάρτηση με τις εξελίξεις στο παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα.
-Η εκτίμηση για το έργο και τη συμβολή του Μάο Τσετούνγκ.
-Το ΚΚΕ(μ-λ) και το διεθνές μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα.
-Ένα σύντομο βιβλιογραφικό σημείωμα πάνω στα θέματα που περιλαμβάνονται στο κείμενο αυτό.

Η έκταση που δόθηκε στα κείμενα που ακολουθούν οφείλεται στην ποσότητα και στο πολύπλοκο των ζητημάτων με τα οποία καταπιάνονται. Δεν πρέπει να ερμηνευτεί σαν άποψη της Κ.Ε. ότι πρέπει να δοθεί το κύριο βάρος του Συνεδρίου στη συζήτηση γύρω από τα θέματα αυτά, που αν και η Κ.Ε. έχει τη γνώμη ότι είναι πολύ σημαντικά, πιστεύει ότι η κύρια προσοχή του Συνεδρίου πρέπει να στραφεί στην εξειδίκευση των γενικών θέσεων, στα ζητήματα δηλαδή που σχετίζονται με τη διαμόρφωση της τακτικής και τις κατευθύνσεις του κόμματος και που θα συζητηθούν στη συνέχεια.

Κλείνοντας το σημείωμα αυτό, θα ήταν χρήσιμο να αναφέρουμε τους λόγους που οδήγησαν σε μια εκτεταμένη  παρουσία των ζητημάτων που ακολουθούν:
α) Από το προηγούμενο συνέδριο έχουν αλλάξει σημαντικά τα πράγματα και έχουμε προχωρήσει σε τροποποιήσεις των θέσεών μας. Οι αλλαγές αφορούν δύο βασικές ενότητες θεμάτων: Η πρώτη σχετίζεται με την απόρριψη της «Θεωρίας των τριών κόσμων», την καταγγελία της πολιτικής του ΚΚ Κίνας και της κινέζικης κυβέρνησης, την ανάπτυξη της πολεμικής με τον κινέζικο ρεβιζιονισμό. Η δεύτερη σχετίζεται με την έκφραση της αντίθεσής μας προς την απόρριψη του έργου του Μάο Τσετούνγκ αλλά και προς τον τρόπο, με τον οποίο η θέση αυτή προβλήθηκε και έγινε αποδεκτή. Η θέση που το κόμμα μας υιοθέτησε, συζητήθηκε και στις δυο αυτές περιπτώσεις και έγινε αποδεκτή απ’ τη συντριπτική πλειοψηφία των συντρόφων και των συναγωνιστών. Είναι φανερό ότι χρειάζεται μια πιο αναλυτική και τεκμηριωμένη θεμελίωση για την εξέλιξη των θέσεων του κόμματος από το προηγούμενο Συνέδριο και γι ατη διαμόρφωση της σημερινής του θέσης.
β) Τα θέματα στα οποία αναφέρεται το κείμενο είναι σοβαρά. Τα συναντήσαμε συχνά μπροστά μας και ορισμένες φορές δυσκολευτήκαμε να τοποθετηθούμε γιατί αμφισβητήθηκε αν η θέση που παίρνουμε ήταν σύμφωνη με όσα το κόμμα (στο Συνέδριο και σε μεταγενέστερες αποφάσεις) είχε ήδη αποφασίσει.
γ) Η εξέλιξη (και η τροποποίηση) των θέσεων του διεθνούς μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος, μας υποχρεώνει να ξεκαθαρίσουμε τη στάση μας απέναντι στις νέες αυτές θέσεις, ανεξάρτητα απ’ το αν έχουμε τη γνώμη πως τα ζητήματα αυτά θα έπρεπε ή όχι να πάρουν σήμερα τις διαστάσεις που αναγκαζόμαστε κάτω από τις συνθήκες αυτές να τους δώσουμε.
δ) Πέρα από τη βαρύτητα που έχουν αυτά καθ’ αυτά τα θέματα που αναφέρουμε, οι θέσεις που στο παρελθόν πήραμε και αυτές που θα πάρουμε συνδέονται σε αρκετά μεγάλο βαθμό με τη φυσιογνωμία του Κόμματος όσο και με τη διαμόρφωση των προοπτικών του.


«…Οι αστικές επαναστάσεις… βαδίζουν ορμητικά από επιτυχία σε επιτυχία, τα δραματικά τους αποτελέσματα ξεπερνούν το ένα το άλλο, άνθρωποι και πράγματα φαίνονται σαν να περιβάλλονται από αστραφτερά διαμάντια, η έκσταση είναι το πνεύμα της ημέρας. Μα οι επαναστάσεις αυτές ζούνε λίγο καιρό, γρήγορα φτάνουν στο αποκορύφωμά τους και μια μακρόχρονη αποχαύνωση κυριεύει την κοινωνία προτού μάθει να αφομοιώνει νηφάλια τα αποτελέσματα της ορμητικής και θυελλώδικης εποχής. Αντίθετα, οι προλεταριακές επαναστάσεις … κάνουν αδιάκοπη κριτική στον ίδιο τον εαυτό τους, διακόπτουν κάθε τόσο την ίδια τους την πορεία, ξαναγυρίζουν σε εκείνο που φαίνεται ότι έχει πραγματοποιηθεί για να το ξαναρχίσουν από την αρχή, περιγελούν με ωμή ακρίβεια τις μισοτελειωμένες δουλειές, τις αδυναμίες και τις ελεεινότητες των πρώτων τους προσπαθειών, φαίνεται να ξαπλώνουν χάμω τον αντίπαλό τους μόνο και μόνο για να του δώσουν την ευκαιρία να αντλήσει καινούριες δυνάμεις από τη γη και να ορθωθεί πάλι πιο γιγάντιος μπροστά τους, οπισθοχωρούν συνεχώς μπροστά στην ακαθόριστη απεραντοσύνη των σκοπών τους, ώσπου να δημιουργηθεί η κατάσταση που κάνει αδύνατο κάθε ξαναγύρισμα…»
Καρλ Μαρξ, «Η 18 Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη»

Στις δεκαετίες του 1960 και 1970 στο διεθνή χώρο συνέβηκαν πολλά γεγονότα και σημαντικές αλλαγές. Σ’ αυτό που ήταν τότε το παγκόσμιο μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα συντελέστηκαν πολλές μεταβολές. Απέναντι σ’ αυτές τις εξελίξεις, το κίνημά μας πήρε κατά καιρούς θέσεις. Οι θέσεις αυτές όσο και αν σε ορισμένες περιπτώσεις δεν πάρθηκαν εύκολα και ανώδυνα, ουσιαστικά βρίσκονταν σε συνέπεια με τη φυσιογνωμία του κινήματος αυτού, όπως είχε προβάλλει από τα πρώτα χρόνια της ζωής του. Οι βασικές απ’ αυτές τις θέσεις αφορούν τη στάση σ’ αυτό που ονομάζεται «ζήτημα Στάλιν» (δηλαδή τη στάση απέναντι στο κομμουνιστικό κίνημα της περιόδου 1923-1953), τη χρουστσοφική περίοδο του ρεβιζιονισμού, τη μπρεζνιεφική στροφή στη θεωρία και πρακτική του σοσιαλιμπεριαλισμού. Αφορούν τη στάση απέναντι στη γραμμή και πρακτική του ΚΚ Κίνας την περίοδο του Μάο και την περίοδο μετά τον θάνατό του και τις αλλαγές που ακολούθησαν, τη στάση απέναντι στη γραμμή και πρακτική του ΚΕ Αλβανίας και τελικά το πώς αντιλαμβάνονταν το κίνημά μας και πώς έκφραζε στην πράξη το χαρακτήρα της πάλης εναντία στο ρεβιζιονισμό. Όπως είναι επόμενο σήμερα, αυτές οι θέσεις χρειάζονται παραπέρα βάθεμα, καθώς και μια σειρά άλλα ζητήματα που έχει προβάλλει η ζωή, απαιτούν μια πιο σοβαρή, επίμονη και αδιάκοπη επεξεργασία.

«…οι δυο πόλοι μιας αντίθεσης, όπως ο θετικός και ο αρνητικός είναι τόσο αδιαχώριστοι όσο και αντίθετοι και παρόλη τους την αντιθετικότητα, ο ένας εισχωρεί μέσα στον άλλον».
Φρίντριχ Ένγκελς, «Αντί-Ντύρινγκ»




Η ΣΤΑΣΗ ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΣΤΑΛΙΝ
ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1955-1964

Η διαμόρφωση του διεθνούς μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος

Το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα στα χρόνια 1953-1964 μπήκε σε μια φάση που σημαδεύτηκε απ’ όσα συνδέθηκαν στην ΕΣΣΔ μετά το θάνατο του Στάλιν, τον πόλεμο ενάντια στις δυνάμεις που θεωρήθηκαν πως προσπαθούσαν να πάρουν στα χέρια τους την κατάσταση (που το πιο βαρυσήμαντο περιστατικό στάθηκε η υποτιθέμενη δίκη και η εκτέλεση του Μπέρια) την άνοδο στην εξουσία της ομάδας Χρουστσόφ, το 20ο Συνέδριο, τα γεγονότα στην Ουγγαρία και στην Πολωνία, το πραξικόπημα του Χρουστσόφ-Ζούκοφ το 1957 με την εκκαθάριση της ομάδας Μολότοφ-Μαλένκοφ, τη Διάσκεψη των ΚΚ των ανατολικών χωρών το 1957 στη Μόσχα με τη συμμετοχή του Μάο Τσετούνγκ, την έκδοση Διακήρυξης που περιείχε την καταδίκη του ρεβιζιονισμού, το αμερικανοσοβιετικό ειδύλλιο (συμφωνίες Καμπ-Ντέιβιντ κ.λπ.), την έκδοση στην Κίνα του βιβλίου «Ζήτω ο Λενινισμός» που μ’ αυτό ουσιαστικά εγκαινιάστηκε η πολεμική του ΚΚ Κίνας ενάντια στους σοβιετικούς (1960), τη Διάσκεψη των 81 ΚΚ στη Μόσχα το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου και την έκδοση Δήλωσης. Μέχρι τις αρχές του 1963 που άρχισε η δημοσίευση σειράς άρθρων πολεμικής του ΚΚ Κίνας, μεσολαβούν συνέδρια ρεβιζιονιστικών κομμάτων όπου οργανωμένες ομάδες αντιπροσώπων προσπαθούν να εμποδίσουν να μιλήσουν οι αντιπρόσωποι του ΚΚ Κίνας. Σημαντικά γεγονότα της ίδιας αυτής περιόδου είναι το 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ όπου ανοιχτά καταγγέλλεται το ΚΕ Αλβανίας, ενώ την ίδια περίοδο αποφασίζεται να πεταχτεί η σωρός του Στάλιν από το Μαυσωλείο, η «κρίση των πυραύλων» στην Καραϊβική (1962). Το ΚΚ το 1963 και 1964 κυριαρχείται από τη δημόσια πολεμική ανάμεσα στα ΚΚ Κίνας και το ΚΚΣΕ και από γεγονότα όπως η ανοιχτή επέμβαση των Αμερικάνων στο Βιετνάμ και η άνοδος στην εξουσία στην ΕΣΣΔ των μπρεζνιεφικών. Στα χρόνια αυτά (1962-1964) άρχιζε η συγκρότηση ανεξάρτητων μαρξιστικών-λενινιστικών κομμάτων και οργανώσεων, ενώ αρχίζουν να ξεσπούν σειρά επαναστατικά κινήματα σε διάφορες χώρες του κόσμου.

Το κεντρικό πρόβλημα στην περίοδο αυτή στάθηκε το «ζήτημα Στάλιν». Και ήταν κεντρικό πρόβλημα γιατί από την αντιμετώπισή του θα καθοριζόταν η πορεία του κομμουνιστικού κινήματος .
Στα χρόνια 1953-1956 που στάθηκαν κρίσιμα για την πορεία των πραγμάτων, το δικό μας κίνημα ήταν το πρώτο στον κόσμο που δέχτηκε την επίθεση του ρεβιζιονισμού που ολοκλήρωνε την κυριαρχία του στη Σοβιετική Ένωση. Δεν υπήρχε κομμουνιστικό κόμμα που να δέχτηκε μια τέτοια μεταχείριση όσο το δικό μας στην περίοδο αυτή. Και ακριβώς αυτή η μεταχείριση καθώς και η αντίσταση που προβλήθηκε μας επιτρέπει να θεωρήσουμε (όπως το ‘χουμε κάνει χρόνια πριν) το 1955 σαν το χρόνο που αρχίζει να διαμορφώνεται η κατεύθυνση που μετεξελίχτηκε στο κίνημά μας.
Σε συνέχεια η επίθεση του ρεβιζιονισμού επεκτάθηκε και μέσα στην Ελλάδα.
Ποια ήταν η στάση των κομμουνιστικών κομμάτων απέναντι στα όσα διαδραματίστηκαν στο ΚΚΣΕ, στα χρόνια ανάμεσα στο θάνατο του Στάλιν και στο 20ο Συνέδριο;
Αυτό που έχει αποδειχθεί είναι πως οι ηγεσίες σχεδόν όλων των κομμάτων δέχτηκαν την ουσία της κριτικής που έκανε στο Στάλιν η ηγεσία του ΚΚΣΕ μετά την εξόντωση του Μπέρια. Απορίες, ερωτηματικά, ακόμα και διαφωνίες σε διάφορα επιμέρους σημεία υπήρξαν. Όπως και δυσφορία που εκφράστηκε κατά διάφορους τρόπους για τη μέθοδο της ενημέρωσης και τη διαδικασία. Αλλά τόσο η ουσία της κριτικής όσο και τα μέτρα που πάρθηκαν στο διεθνή τομέα και στο εσωτερικό (ΕΣΣΔ) έγιναν γενικά δεκτά.
Θα ‘πρεπε να πούμε πως τα κίνητρα και οι λόγοι αυτής της αποδοχής δεν ήταν ίδιοι. Δεν πρέπει συνεπώς να εξισωθεί η στάση κομμάτων σαν του ΚΚ Κίνας μ’ εκείνη κομμάτων σαν το ΚΚ Ιταλίας ή άλλων που τοποθετήθηκαν με βάση το γνωστό σκεπτικό, «αφού το αποφάσισαν οι σοβιετικοί σύντροφοι καλώς έγινε». Να σημειωθεί εδώ ότι η κριτική στο Στάλιν αρχικά δεν ήταν φαινομενικά καταλυτική ούτε μηδενιστική. Δεν συγκρινόταν εξωτερικά με τη «Μυστική Έκθεση» του Χρουστσόφ, που καθώς είναι γνωστό, παραδόθηκε στις αμερικανικές μυστικές υπηρεσίες και πρωτοδημοσιεύθηκε από το Στέιτ Ντιπάρτμεντ. Ήταν όμως μια μεταφυσική, ιδεαλιστική τοποθέτηση.
Ανεξάρτητα απ’ αυτά, δεν ήταν δυνατό να γίνει δεκτή σαν βάσιμη η εξήγηση που δόθηκε από το ΚΚ Κίνας, ότι δεν είχε αρχικά αντιληφθεί τον αληθινό χαρακτήρα του χρουστσοφισμού. Γιατί για μια δοκιμασμένη και έμπειρη ηγεσία ενός κομμουνιστικού κόμματος η κριτική τοποθέτηση των σοβιετικών του 1956 δεν στεκόταν στα πόδια της.
Η επιδοκιμασία και η ενίσχυση λοιπόν που δόθηκε στην ηγεσία του ΚΚΣΕ στην περίοδο 1953-1956 από τις ηγεσίες των περισσότερων κομμουνιστικών κομμάτων είναι αναμφισβήτητη. Και υπάρχουν συγκεκριμένοι λόγοι που την υπαγόρευαν.
Μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η άνοδος στην εξουσία σε μια σειρά χώρες των κομμουνιστικών κομμάτων δημιούργησε μια νέα κατάσταση. Στα προβλήματα και τις αντιθέσεις που είχαν δημιουργηθεί μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα και που είχαν παρακαμφθεί από τον πόλεμο, προστέθηκαν νέα προβλήματα και νέες αντιθέσεις.  
Χρειαζόταν το κομμουνιστικό κίνημα να αντιμετωπίσει τη νέα κατάσταση και τα παλιά και νέα προβλήματα με τρόπους και μεθόδους αλλιώτικες απ’ ό,τι στις προηγούμενες περιόδους, έτσι ώστε να αξιοποιηθεί η πείρα που ‘χει συσσωρευτεί και να χαραχθούν οι δρόμοι που έπρεπε να ακολουθήσει το κίνημα στις νέες συνθήκες. Κάτι τέτοιο δεν έγινε. Έτσι, για παράδειγμα, στις περισσότερες χώρες που διώχθηκαν οι αντιδραστικές τάξεις και εγκαθιδρύθηκε λαϊκή εξουσία, τα κομμουνιστικά κόμματα ήταν αδύνατα και το ΚΚΣΕ και η σοβιετική κυβέρνηση έπαιξαν τον πρωταρχικό ρόλο στη λύση των προβλημάτων της επανάστασης. Οι εθνικοί δρόμοι και οι εθνικές ιδιομορφίες που προβάλλονταν στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια για την οικοδόμηση των νέων καθεστώτων παραμερίστηκαν από το ΚΚΣΕ όσο αύξανε η διεθνής ένταση, διαλυόταν ο αντιχιτλερικός συνασπισμός και διαμορφώνονταν στον κόσμο τα δύο στρατόπεδα. Οι αυταπάτες που είχαν γεννηθεί και αναπτυχθεί για το χαρακτήρα και τη σταθερότητα της αντιχιτλερικής συμμαχίας καθώς και η άσκηση εξουσίας, έσπρωξαν πολλές ηγεσίες κομμάτων σ’ αυτές τις χώρες στην εφαρμογή μιας διπλής πολιτικής όπου οι εθνικές ιδιομορφίες και οι εθνικοί δρόμοι έκρυβαν οπορτουνιστικές κατευθύνσεις και εθνικιστικές τάσεις. Βαθμιαία τα δυο σκέλη του ρόλου που έπαιξε το ΚΚΣΕ και η σοβιετική κυβέρνηση στις χώρες αυτές, η διεθνιστική βοήθεια απ’ τη μια, σοβιετική κρατική παρουσία απ’ την άλλη, αναπτύχθηκαν ανισόμετρα έτσι ώστε από μια στιγμή και πέρα το δεύτερο κυριάρχησε στο πρώτο. Τα αξιώματα «ό,τι είναι σοβιετικό είναι διεθνιστικό και επαναστατικό», «Σοβιετική Ένωση ίσον παγκόσμιος κομμουνισμός» κ.λπ. όσο κι αν εκφράζανε τη συσπείρωση των κομμουνιστών όλου του κόσμου γύρω από την πρώτη χώρα της δικτατορίας του προλεταριάτου, στην πορεία διευκόλυναν την επιβολή μιας κηδεμονίας κρατικής, όπου τα στοιχεία του διεθνισμού ερχόταν σε δεύτερη μοίρα. Η κηδεμονία αυτή συνοδευόταν από παραχωρήσεις προς τη Σοβιετική Ένωση που ναι μεν εμπνεόταν από την ανάγκη να δυναμώσει η νέα εξουσία και ν’ αποτραπεί ενδεχόμενη καπιταλιστική παλινόρθωση στις χώρες αυτές, αλλά που όμως έθιγαν τα εθνικά αισθήματα σε χώρες όπου το κομμουνιστικό κίνημα δεν ήταν ισχυρό και που όπως ήταν επόμενο, η αντίδραση θα εκμεταλλευόταν αυτές τις παραχωρήσεις ή τις επεμβάσεις για να χτυπήσει την Επανάσταση.
Έτσι οι ηγεσίες των κομμουνιστικών κομμάτων πολλών χωρών αποδέχτηκαν ορισμένα δημαγωγικά μέτρα των χρουστσοφικών που υποτίθεται πως επανόρθωναν αυτές τις «αδικίες» ξεκινώντας είτε από στενά εθνικά ή και εθνικιστικά κίνητρα είτε από άλλες αντιλήψεις όπως συνέβηκε με το ΚΚ Κίνας. Όμως έτσι ενισχύθηκαν οι διαφοροποιήσεις στις ηγετικές σφαίρες του ΚΚΣΕ και βοήθησαν οι χρουστσοφικοί να επιπλεύσουν και να φτάσουν στο 20ο Συνέδριο και στο πραξικόπημα του 1957 (απομάκρυνση Μολότοφ, Μαλένκοφ κ.λπ.) που εδραίωσε την κυριαρχία τους.
Παρά τα γεγονότα αυτά, η επίθεση του Χρουστσόφ στο 20ο Συνέδριο κατά του Στάλιν με την περιβόητη «Μυστική Έκθεση» ήταν κάτι που αιφνιδίασε όλους σχεδόν τους ηγέτες των κομμουνιστικών κομμάτων. Ο σάλος μεγάλωσε όταν δημοσιεύτηκε η έκθεση σ’ όλο τον αστικό τύπο των καπιταλιστικών χωρών. Οι σοβιετικοί ηγέτες προχώρησαν σ’ αυτή την επιχείρηση σκοπεύοντας σε δυο στόχους: Από τη μια να βοηθήσουν στο εσωτερικό να πραγματοποιήσουν τις αλλαγές που θεωρούσαν αναγκαίες για την ολοκληρωτική σταθεροποίηση της κυριαρχίας του νεοαστικού συνασπισμού κομματικών υπευθύνων-στρατηγών-τεχνοκρατών και στο εξωτερικό να δημιουργήσουν ευνοϊκές συνθήκες από τη μια μεριά των ιμπεριαλιστών και των αντιδραστικών γενικά για την επίτευξη του παραπάνω εγχειρήματος. Από την άλλη, να δώσουν όπλα σε εκείνες τις δυνάμεις που έλεγχαν στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα για να συντριβεί η αντίσταση όλων όσων θα εναντιώνονταν ή θα δυσκόλευαν τις αλλαγές πολιτικής, τακτικής και προσανατολισμού. Η επιχείρηση αυτή θα διευκόλυνε την προσέγγιση με τις δυνάμεις του ιμπεριαλισμού για την επίτευξη μιας συνεννόησης που θα επέτρεπε στη σοβιετική ηγεσία να προωθήσει τους στόχους της. Άνοιξε έτσι στο κομμουνιστικό κίνημα από μέρους των χρουστσοφικών μια περίοδος επεμβάσεων, ανοιχτών ή σκεπασμένων, παζαρεμάτων αλλά και συγκρούσεων στο εσωτερικό του ΚΚΣΕ που κατέληξαν στη νίκη των αντεπαναστατικών δυνάμεων.
Στις συνθήκες αυτές οι κομμουνιστές που έβλεπαν με ανησυχία τις εξελίξεις, που αντιλαμβάνονταν, όσο τότε ήταν δυνατό, τους στόχους και τις επιδιώξεις των ρεβιζιονιστών, ήταν φυσικό να στρέψουν την προσοχή τους στην υπεράσπιση του Στάλιν, του κόμματος, του κινήματος.
Από την πλευρά των ηγετών του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος οι μηχανορραφίες των χρουστσοφικών ρεβιζιονιστών βρήκαν ανταπόκριση σε πολλούς. Στα περισσότερα κόμματα η σοβιετική ρεβιζιονιστική ομάδα επέτυχε εύκολα τις αλλαγές που επιδίωκε. Σε άλλα τα πράγματα έγιναν πιο περίπλοκα και οδήγησαν σε καταστάσεις εκρηκτικές όπως στην Πολωνία και την Ουγγαρία, όπου η επιχείρηση άρχισε να στρέφεται ενάντια στους εμπνευστές της.
Σ’ ό,τι αφορά τα μεγάλα κόμματα του καπιταλιστικού κόσμου, οι ηγεσίες του διατηρήθηκαν με τους επιδέξιους ελιγμούς και των δυο πλευρών. Αντιμετώπισαν σοβαρές απειλές, αλλά για άλλη μια φορά η σοβιετική υποστήριξη με πλήθος ανταλλάγματα τα βοήθησε να ξεπεράσουν τους κινδύνους.
Το Κόμμα Εργασίας της Αλβανίας, όπως και όλα τα κόμματα, χαιρέτισε τις αποφάσεις του 20ου Συνεδρίου και στο Συνέδριό του που έγινε το 1956 ασχολήθηκε με την εξάλειψη των συνεπειών της προσωπολατρίας στην Αλβανία. Όμως από το καλοκαίρι του 1956 ο Υ. Κάπο σε άρθρο του μιλάει για τον Στάλιν και την προσφορά του με έντονο τρόπο, χωρίς βέβαια να κάνει ακόμα λόγο για την ανατροπή των θέσεων του 20ου Συνεδρίου.
Τα δύο άρθρα «Για την ιστορική πείρα της δικτατορίας του προλεταριάτου» της ηγεσίας του ΚΚ Κίνας, ήταν εκείνα που είχαν την μεγαλύτερη διεθνή απήχηση, όσο κι αν οι διατυπώσεις τους συγκρατούνταν σε ορισμένα πλαίσια. Το δεύτερο, σε σχέση με το πρώτο άρθρο, περιείχε θέσεις που έδειχναν τις τάσεις της κινεζικής ηγεσίας, αν και στα δύο άρθρα υπάρχουν εγκωμιαστικές αναφορές στο 20ο Συνέδριο.
Έτσι στα τέλη του 1956 και στις αρχές του 1957 διαγράφεται μια τάση όχι ανοιχτής αλλά ουσιαστικής αντίθεσης προς τη σοβιετική ηγεσία. Η αντίθεση αυτή θα επιδιωχθεί να λυθεί με τη σύσκεψη των κομμουνιστικών κομμάτων των σοσιαλιστικών χωρών το καλοκαίρι του 1957. Παρά τις διαφωνίες που εκδηλώθηκαν, με τη διακήρυξη που εκδόθηκε καθορίστηκε μια κοινή γραμμή που από την επόμενη της υπογραφής της υπονομεύτηκε από τα περισσότερα κόμματα, των οποίων παρά τα προβλήματα που είχαν με τη σοβιετική ηγεσία, ο βαθμός της εξάρτησης παρέμενε σταθερός.
Κι εδώ αγγίζουμε το πρόβλημα της εξέλιξης των θέσεων της κινέζικης ηγεσίας στο διάστημα αυτό. Το ΚΚ Κίνας όπως βγαίνει κι από τα ντοκουμέντα του της αντίστοιχης περιόδου και από τις συγκεκριμένες πολιτικές πρωτοβουλίες του, προχωρεί σε μια ολοένα και πιο έντονη διαμόρφωση δικιάς του γραμμής θεωρώντας όμως σα δεδομένη τη φιλία και τη συνεργασία με τη Σοβιετική Ένωση, την ανάγκη της ενότητας κριτικής σε πλευρές της πολιτικής του ΚΚΣΕ και των άλλων κομμάτων. Γι’ αυτό στη Διάσκεψη της Μόσχας, ενώ ο Μάο άσκησε οξύτατη κριτική σε θέσεις του 20ου Συνεδρίου αλλά και σε πλευρές της πολιτικής του ΚΚΣΕ, ωστόσο ήταν ο μοναδικός ηγέτης που επέμεινε πολύ να μπει στα ντοκουμέντα η διατύπωση πως το ΚΚΣΕ είναι η κεφαλή του κομμουνιστικού κινήματος. Όσο κι αν αυτό φαίνεται σήμερα παράδοξο, την εποχή εκείνη οι κεντρόφυγες τάσεις στο κομμουνιστικό κίνημα και το σοσιαλιστικό στρατόπεδο ήταν τόσο ισχυρές, που οι τοποθετήσεις που έδιναν προεξάρχοντα ρόλο στο ΚΚΣΕ προκαλούσαν τη λύσσα πολλών αν όχι όλων από τους σημερινούς, χωρίς όρους υμνητές της Μόσχας, της «σοβιετικής πρωτοπορίας» κ.λπ. Αυτό φάνηκε και στη χώρα μας.
Η Διακήρυξη του 1957 φάνηκε πως επανέφερε τα πράγματα στο σωστό δρόμο. Σύμφωνα μ’ αυτήν ο κύριος κίνδυνος ήταν ο ρεβιζιονισμός. Ωστόσο, με τη μέθοδο της συγκεκριμένης εφαρμογής των θέσεων, στα περισσότερα κόμματα αντιστρέφονταν τα πράγματα όπως στη δική μας περίπτωση. Ο δογματισμός και ο σεχταρισμός θεωρήθηκε κύριος κίνδυνος στο ελληνικό κίνημα, ενώ ο ρεβιζιονισμός παρέμενε κύρια απειλή στο διεθνές επίπεδο.
Αλλά και στο πεδίο της υλοποίησης των θέσεων και του πνεύματος της Διακήρυξης, η σοβιετική ηγεσία στα χρόνια που ακολούθησαν τη Διάσκεψη της Μόσχας του 1957 ενέργησε για να καταστήσει τα θετικά σημεία της νεκρό γράμμα ενεργώντας προς την αντίθετη κατεύθυνση. Έτσι, αφού οι χρουστσοφικοί απαλλάχθηκαν απ’ όσους συμπαθούσαν έστω και από μακριά την λεγόμενη «αντικομματική ομάδα», προχώρησαν σε συγκεκριμένες ενέργειες για την εφαρμογή μιας πολιτικής υποχωρήσεων απέναντι στους Αμερικάνους ιμπεριαλιστές, με σκοπό να φτάσουν σε μια συνεννόηση και συνεργασία. Την ίδια εποχή στο ΚΚ Κίνας σημειώνονται εσωτερικές διεργασίες που καταλήγουν στην προώθηση του Λιού Σάο-σι στην ουσιαστική καθοδήγηση του κόμματος, που όμως συνοδεύεται από μια μεγαλύτερη ένταση στις σχέσεις με το ΚΚΣΕ. Ταυτόχρονα προετοιμάζονται και εξαπολύονται τα μεγάλα κινήματα με το μεγάλο άλμα προς τα εμπρός που έκφραζαν τη θέληση του ΚΚ Κίνας να προχωρήσει στην οικοδόμηση του σοσιαλισμού παίρνοντας υπόψη του τα διδάγματα της σοβιετικής πείρας από αρνητική πλευρά. Η κρίση στις σχέσεις με το ΚΚΣΕ φτάνει σε οξύτατο σημείο. Ιδιαίτερα όταν ο Χρουστσόφ περιοδεύει στην Αμερική και σκαρώνεται το αμερικανοσοβιετικό ειδύλλιο με τις διαβόητες συμφωνίες του Καμπ Ντέιβιντ. Τότε η χρουστσοφική ομάδα προχωρεί σε ενημέρωση των «αδελφών κομμάτων» για τις διαφορές τους με το ΚΚ Κίνας και το ΚΕ Αλβανίας.
Το 1960 στάθηκε ο χρόνος όπου η υπονομευτική δράση της σοβιετικής ηγεσίας στην Κίνα έφθασε στο αποκορύφωμά της συνοδευόμενη από ιδεολογική επίθεση, από ένταση της αντικινεζικής δουλειάς στα κομμουνιστικά κόμματα και από διπλωματικές μανούβρες στο διεθνή χώρο για την απομόνωσή της. Ακριβώς γιατί εξορμούσε η Κίνα για να πετύχει πολλαπλούς στόχους με το μεγάλο άλμα, όλες οι προσπάθειες της ρεβιζιονιστικής ηγεσίας συνέκλιναν προς την χρεοκοπία αυτής της πρωτότυπης επιχείρησης. Το ΚΚ Κίνας αντιδρά και για πρώτη φορά με τη μπροσούρα «Ζήτω ο Λενινισμός» εκθέτει μερικές από τις βασικές διαφορές με τους σοβιετικούς με έμμεσο τρόπο. Στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα υπήρχε τότε ένας αριθμός κομμάτων που διαχώριζε τη θέση του με το σοβιετικό κόμμα σε ορισμένα ζητήματα κι έβλεπε με συμπάθεια τις θέσεις του ΚΚ Κίνας. Αυτό θα εκφραστεί στη Διάσκεψη των 81 κομμάτων το φθινόπωρο του 1960 που κατέληξε στη γνωστή Δήλωση, όπου ο συμβιβασμός των απόψεων ήταν μεγαλύτερος από ό,τι το 1957. Μετά αρχίζει μια ξέφρενη προσπάθεια των σοβιετικών για την απομόνωση του ΚΚ Κίνας και του ΚΕΑ, για την ανατροπή καθοδηγήσεων ή τον προσεταιρισμό τους σ’ αυτά τα κόμματα που είχαν εκδηλώσει συμπάθεια στις κινέζικες θέσεις πριν και κατά τη διάρκεια της Διάσκεψης. Η εξέλιξη της επίθεσης με το μεγάλο άλμα προς τα μπρος έβαλε τη σφραγίδα της στη διαμόρφωση της γραμμής του ΚΚ Κίνας. Πρέπει να σημειώσουμε πως μέχρι το φθινόπωρο του 1962 που έγινε η δέκατη Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚ Κίνας, όπου και εκδηλώθηκε οξύτατη κριτική δυσαρέσκεια και υπόκωφη αποδοκιμασία, συνέβηκαν γεγονότα τέτοια όπως η ανάκληση των σοβιετικών ειδικών, η εγκατάλειψη έργων και σχεδίων οικοδόμησης από τους σοβιετικούς, οι ανοιχτές επιθέσεις σε συνέδρια κομμάτων κατά των κινέζων αντιπροσώπων, το 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, όπου η αποχώρηση του Τσου Εν Λάι συνδυάστηκε με την κατάθεση στεφανιού στον τάφο του Στάλιν που μόλις είχε πεταχτεί από το Μαυσωλείο, μετά την καταγγελία του ΚΕ Αλβανίας κ.λπ. Απέναντι σ’ αυτή την κατάσταση η κινέζικη ηγεσία φαίνεται, έξω από μερικές εξαιρέσεις, ενωμένη στην αντίθεση προς τους σοβιετικούς, αλλά δεν στάθηκε ενωμένη όσον αφορά το περιεχόμενο αυτής της αντίθεσης. Δεν στάθηκε -κι αυτό είναι βασικό- ενωμένη στην πορεία της χώρας στο εσωτερικό, γεγονός που προσδιόρισε από τότε την έκταση και τον χαρακτήρα των συγκρούσεων στο ΚΚ Κίνας. Όλα τα λάθη πραγματικά ή υποθετικά, όλες οι καθυστερήσεις, οι δοκιμασίες που δέχθηκε ο κινέζικος λαός στα χρόνια 1959-1961 ρίχθηκαν άμεσα ή έμμεσα στο Μάο. Έτσι που μετά την Ολομέλεια αυτή, παρόλη την αποδοχή των θέσεων του Μάο για το χαρακτήρα του ρεβιζιονισμού, για την αρνητική πείρα της διδακτορίας του προλεταριάτου στην ΕΣΣΔ και για μέτρα που έπρεπε να παρθούν για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην Κίνα, η εξουσία περνάει στα χέρια της δυάδας Λιού Σάο Σί - Τενγκ Χσιάο Πινγκ που στα λόγια αποδέχονταν τους προσανατολισμούς του Μάο αλλά στην πράξη τους υπονομεύουν. Η υπονόμευση αυτή δείχθηκε και προς τα έξω, όταν με τη δημόσια πολεμική με τους σοβιετικούς το 1963-1964 τέθηκε το ζήτημα του οργανωτικού διαχωρισμού με τους ρεβιζιονιστές στα άλλα κόμματα. Αλλά δεν μπορούμε να αποδώσουμε τα όσα δεν έγιναν από την πλευρά του ΚΚ Κίνας στο μέτωπο της οικοδόμησης του διεθνούς μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος μονάχα στην υπονομευτική δουλειά των αντιμαοϊκών παραγόντων στην κινέζικη καθοδήγηση. Σ’ αυτό όμως το ζήτημα θα ξαναγυρίσουμε πιο πέρα.
Αν βάλουμε σαν οριακό σημείο την πτώση του Χρουστσόφ (φθινόπωρο 1964), μπορούμε να πούμε συνοψίζοντας, πως οι θέσεις του ΚΚ Κίνας σημείωσαν την παρακάτω εξέλιξη: Ενώ μέχρι το 1962 το ΚΚ Κίνας υπερασπίζεται τον Στάλιν, εσωτερικά έχει προχωρήσει την κριτική της περιόδου της οικοδόμησης του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ, ενώ δημόσια επιμένει στην τοποθέτηση που υπάρχει στο άρθρο «Για το ζήτημα Στάλιν» στη σειρά άρθρων πολεμικής ενάντια στο ΚΚΣΕ. Ταυτόχρονα στο άρθρο για τον «Χρουστσοφικό ψευδοκομμουνισμό» δίνεται η ουσία των όσων διατυπώθηκαν στην 10η Ολομέλεια χωρίς να γίνεται αναφορά σε ονόματα. Έτσι ενώ πριν το 1957 το ΚΚ Κίνας ενώθηκε σ’ ένα βαθμό με τους σοβιετικούς στην κριτική για τον Στάλιν, στα θέματα της προσωπολατρίας, της εσωκομματικής δημοκρατίας κ.λπ., μετά περνάει στην υπεράσπιση του θετικού έργου του, τονίζοντας κύρια αυτή την πλευρά και πολύ αργότερα προχωρεί στην κριτική της περιόδου που σφραγίζεται με το πρόσωπο του Στάλιν. Σ’ ότι αφορά τις σχέσεις με το ΚΚΣΕ, η γραμμή της ενότητας και πάλης εγκαταλείπεται κύρια μετά το 1961 με τις επιφυλάξεις που σημειώσαμε πιο πριν.
Η ουσιαστική αντιπαράθεση του ΚΚ Κίνας και του ΚΕΑ προς τον σοβιετικό ρεβιζιονισμό αρχίζει στα τέλη του 1963 ουσιαστικά το 1964. Οι συνθήκες τότε ήταν οι ακόλουθες: Στην Κίνα και πιο ειδικά στο εσωτερικό του ΚΚ Κίνας υπάρχουν οι καταστάσεις που αναφέραμε (και που γνωρίζουμε πολύ καλύτερα). Σ’ αυτό που αποτελούσε τότε το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα ο συσχετισμός δυνάμεων ήταν κάθε άλλο παρά ευνοϊκός από την άποψη των διεργασιών που προωθήθηκαν την αμέσως προηγούμενη περίοδο της ενότητας και πάλης. Την εποχή αυτή ο ευνοϊκός παράγοντας είναι πως οι συνέπειες της ρεβιζιονιστικής πολιτικής είναι τέτοιες που έχουν προκαλέσει παγκόσμια κατακραυγή. Υπάρχουν μια σειρά κινήματα που ανεβαίνουν σε διάφορες περιοχές του κόσμου. Όμως (κι εδώ η είναι η ΟΥΣΙΑ), ο τρόπος, οι ρυθμοί και η έκταση που δίνεται στην αντιπαράθεση στο διεθνή χώρο, βρίσκονται πολύ πιο κάτω από το ύψος ενός τέτοιου γιγάντιου καθήκοντος όπως είναι η ανασυγκρότηση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος.
Ποια σύγκριση μπορεί να γίνει με το βάρος, τις τεράστιες προσπάθειες που καταβλήθηκαν από το μπολσεβίκικο κόμμα μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση σε συνθήκες πείνας, ερήμωσης, πολέμων, έλλειψης των πάντων για την συγκρότηση της 3ης Διεθνούς; Δεν κάνουμε μηχανική μεταφορά πραγμάτων που ανήκαν σε διαφορετικές εποχές. Όμως πρέπει να πούμε πως υπήρχε μια σύγχυση χωρίς προηγούμενο στο τι επιδιώκεται, ιδιαίτερα απ’ τα κόμματα στα οποία αντικειμενικά έπεφτε το κύριο βάρος για την ανασυγκρότηση του παγκόσμιου κομμουνιστικού μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος. Δημιουργήθηκε για μια περίοδο η εντύπωση ότι στόχος ήταν η συγκρότηση μιας νέας Διεθνούς. Έχουν δημοσιευθεί και στην Αναγέννηση κείμενα νέων κομμάτων όπου προβάλλεται αυτή η ιδέα. Στην πράξη υπήρχαν δυο ειδών κατευθύνσεις από το ΚΚ Κίνας στις επαφές με τα κόμματα, τις ομάδες, τα κινήματα στο εξωτερικό. Το πρώτο είδος έβλεπε την υπόθεση σαν μια προσπάθεια εκλαΐκευσης των έργων του Μάο και των κινέζικων θέσεων και τίποτα παραπάνω. Το δεύτερο έβλεπε το ζήτημα ουσιαστικότερα. Τελικά στο κεφάλαιο αυτό, το εξαιρετικά σημαντικό, η στάση του ΚΚ Κίνας συνέχισε να είναι αξεκαθάριστη, γεμάτη αντιφάσεις.
Για την ιστορία σημειώνουμε πως το κίνημά μας είχε βάλει το ζήτημα της αποκατάστασης μιας συνεργασίας ανάμεσα στα κόμματα, κινήματα και ομάδες σε ουσιαστικό κι όχι τυπικό επίπεδο. Συγκεκριμένα έβαλε το ζήτημα πως είναι αδιανόητο ο ρεβιζιονισμός που γεννάει σχίσματα και διασπάσεις να ενεργεί ενιαία, με μέθοδο και συνέχεια, ενώ ο μαρξισμός-λενινισμός να προχωρήσει σε διασπαρμένη τάξη. Αυτά πριν 13 χρόνια. Για μας το ζήτημα ήταν όχι τυπικό, οργανωτικό-διαδικαστικό. Ήταν ζήτημα στόχων, προγράμματος, συνεργασίας ουσιαστικής στα ιδεολογικά-πολιτικά προβλήματα κι όχι αν θα γίνει μια νέα Διεθνής ή αν θα γίνονται συσκέψεις αντιπροσώπων των κομμάτων.

Είναι γνωστό, γιατί είχε ειπωθεί κι άλλες φορές, πώς από το 1955 που εκδηλώθηκε η αντίσταση στο ρεβιζιονισμό, στον ηγεμονισμό και στο μεγαλοαστισμό αρχίζει στην Τασκένδη, σε συνέχεια στις άλλες ανατολικές χώρες και μετά μέσα στην Ελλάδα, στη συντριπτική πλειοψηφία τους αυτοί που αντιστάθηκαν ήταν απλοί αγωνιστές, κατώτερα και μεσαία στελέχη. Υπήρχε βέβαια και ένας αριθμός ανώτατων και ανώτερων στελεχών του κόμματος που χτυπήθηκαν από τη στροφή της 6ης Ολομέλειας και που για την υπεράσπισή τους κινητοποιήθηκαν οι αγωνιστές που προαναφέραμε. Είναι αυτοί οι πρώην κομματικοί υπεύθυνοι που σε διάφορες στιγμές λιποτάκτησαν και πέρασαν είτε ανοιχτά στο ρεβιζιονισμό, είτε σε μια θέση ουσιαστικής υποστήριξής του. Οι τιμητικές εξαιρέσεις δεν αλλοιώνουν την εικόνα.
Με βάση αυτά που εκτέθηκαν πριν, στην περίοδο που εξετάζουμε, κυριαρχική τάση στους αγωνιστές αυτούς ήταν η συσπείρωση πάνω στη βάση της υπεράσπισης του κόμματος, της ιστορίας του, των αρχών του μπροστά στην αποσυνθετική, διαλυτική δράση του εικοστοσυνεδριακού πνεύματος. Πολλοί που είχαν σκέψεις, αντιρρήσεις, ερωτηματικά, διαφωνίες για την περασμένη ή πρόσφατη πορεία του κινήματος, τα παραμέριζαν για να υπερασπίσουν το βασικό. Η επίδραση όμως των εξελίξεων στο κομμουνιστικό κίνημα γενικά, στον ιδιαίτερο χώρο τον ελλαδικό και εξωελλαδικό, η στάση των υπευθύνων και μια σειρά γεγονότα που δεν έχει θέση η αναφορά τους εδώ, μείωσαν βαθμιαία μέσα στην Ελλάδα τον αριθμό αυτών που αντιστέκονταν. Έτσι από το 1960 και περισσότερο από το 1967, ενώ στο εξωτερικό η πάλη των αγωνιστών επηρεάζεται αρνητικά από τις παλινωδίες και το συμφιλιωτισμό του Ν. Ζαχαριάδη, στο εσωτερικό η δραστηριότητα αυτών που αντιστέκονται παρόλο που είναι ενεργητική, γενικά αποτελεί στόχο πια όχι μονάχα της ρεβιζιονιστικής ηγεσίας αλλά και μεγάλου μέρους εκείνων που λίγα χρόνια πριν στέκονταν στο ίδιο χαράκωμα.
Σ’ αυτό που πήγαινε να αποκρυσταλλωθεί σαν μαρξιστική-λενινιστική κατεύθυνση στο διάστημα των χρόνων 1962-1964 υπήρχαν οι δυο παρακάτω τάσεις: η πρώτη θεωρούσε την υπόθεση της πάλης σαν πάλη για την αποκατάσταση των πραγμάτων στην «προτεραία» τους θέση. Η δεύτερη τάση θεωρούσε πως το χθες δεν ξαναγίνεται. Πως αναγκαστικά μπαίνουμε σε μια περίοδο οξύτατων συγκρούσεων σ’ όλους τους τομείς και ενώ έπρεπε να υποστηρίξουμε μ’ όλες τις δυνάμεις το ΚΚ Κίνας και το ΚΕΑ δεν έπρεπε να επιδιώκουμε τη λύση των διαφωνιών μας από τα πάνω.
Τελικά, αυτό που εκφράστηκε σαν κατεύθυνση είναι μια σύνδεση των δυο τάσεων.
Στην πράξη, αν και κατά διαστήματα, δόθηκε προς τα έξω η εντύπωση ότι το κίνημά μας κατευθυνόταν σαν «κινεζόφιλο», αργότερα σαν «αλβανόφιλο» κίνημα, δηλαδή στη βάση της πρώτης τάσης, ο τόνος είχε από την αρχή δοθεί, γιατί τα ίδια τα πράγματα οδήγησαν εκεί, προς τη δεύτερη τάση. Αναφέρουμε ενδεικτικά ότι το κίνημά μας είναι από τα ελάχιστα στην Ευρώπη που δεν συγκροτήθηκαν στη βάση των γνωστών συνδέσμων φιλίας με την Κίνα και την Αλβανία, όπως συνέβηκε με τα περισσότερα μαρξιστικά-λενινιστικά κινήματα. Στη συνέχεια το κίνημά μας, ανεξάρτητα από αδυναμίες, κατάφερε να συνδυάσει τη διεθνιστική υποστήριξη προς το ΚΚ Κίνας και το ΚΕΑ και προς κάθε επαναστατικό κίνημα (παρά το ότι ο διεθνισμός δεν εκδηλώθηκε πάντα αμοιβαία) με την παράλληλη υποστήριξη των απόψεων που θεωρούσε σωστές. Το τελευταίο αυτό έχει σημαντικά συμβάλλει στο ότι το κίνημά μας είναι ίσως εκείνο με τις πιο περιορισμένες διεθνείς σχέσεις σ’ ολόκληρη την ιστορία του αν και από την πλευρά μας επιδιώχθηκε το αντίθετο.




Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ ΘΕΣΕΩΝ ΤΟΥ ΚΚΚ ΚΑΙ ΟΙ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΜΑΣ ΣΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ 1964-1974

Εξετάζοντας την παρουσίαση των θέσεών μας στα βασικά ζητήματα στη χρονική περίοδο που αναφέρουμε, θα πρέπει αναγκαστικά να δούμε την εξέλιξη των θέσεων του ΚΚ Κίνας σε σύνδεση με τις αλλαγές που συνέβηκαν στο διεθνή χώρο.
Το πρώτο γεγονός υπήρξε η πτώση του Χρουστσόφ. Μπορούμε να πούμε πως η «αξιοπιστία» του ρεβιζιονισμού δεν είχε πέσει σε τέτοιο χαμηλό σημείο όσο στα τέλη του 1964.
Στον κόσμο ωρίμαζαν ή ξεδιπλώνονταν μεγάλα αντιιμπεριαλιστικά, αντικαπιταλιστικά, αντιφασιστικά κινήματα. Ο αγώνας του Βιετνάμ με την επέμβαση των αμερικάνων ανέβαινε και η τελευταία δημόσια δήλωση του Χρουστσόφ ήταν μια απερίφραστη, μαζί και χυδαία καταδίκη αυτού του αγώνα. Οι συγκρούσεις μέσα στο ρεβιζιονιστικό χώρο που φαινόταν ενωμένος μέχρι τότε, παίρνουν μια όψη απειλητική. Η αμερικανοσοβιετική συνεργασία που πέρασε με επιτυχία τη δοκιμασία της «κρίσης των πυραύλων», είχε προχωρήσει. Το κρατικό κύρος της ΕΣΣΔ είχε δεχθεί τέτοια πλήγματα που χρειαζόταν να γίνει κάποια στροφή. Οι ίδιοι παράγοντες, κοινωνικοί, πολιτικοί, οικονομικοί, στρατιωτικοί που προώθησαν τον Χρουστσόφ στην εξουσία, τον ξήλωσαν με την πιο μεγάλη ευκολία. Υπήρξαν κάποιες διαμαρτυρίες, από δυτικά κύρια ρεβιζιονιστικά κόμματα, για τον τρόπο που ξηλώθηκε, φόβοι διατυπώθηκαν για «επάνοδο του σταλινισμού», αλλά υπήρξε και φούντωμα ελπίδων και αυταπατών σε πολλούς μισο-«σταλινικούς» πως «αυτό ήταν», «τώρα τα δύο μεγάλα κόμματα θα τα βρουν». Στην περίπτωση τη δική μας, ασκήθηκε κάθε είδος πίεση από τέτοια τοποθέτηση ανθρώπων να μην εκδοθεί η «Αναγέννηση» γιατί θα ερχότανε σε αντίθεση με το ΚΚ Κίνας και το ΚΕΑ που ‘χαν σταματήσει την πολεμική. Και πραγματικά για μια περίοδο είχε σταματήσει η πολεμική, ο Τσου Εν Λάι πήγε στη Μόσχα και άρθρο της «Λαϊκής Ημερησίας» με διφορούμενο τρόπο έγραφε πως η σύγκρουση των δύο κομμάτων θα μείνει στη μνήμη των ανθρώπων σαν ένα «ιστορικό επεισόδιο».
Τα γεγονότα μέσα στο 1965 έδειξαν το αληθινό περιεχόμενο της νέας ηγεσίας της ΕΣΣΔ αλλά και υπογράμμισαν τις τραγικές συνέπειες της πολιτικής της αμερικανοσοβιετικής συνεργασίας που παρά τους σκληρούς σοβιετικούς τόνους θα συνεχιστεί για μερικά χρόνια ακόμα για να εξελιχθεί στο τέλος της δεκαετίας στη γραμμή του ανταγωνισμού και της συνεργασίας. Χαρακτηριστικά γεγονότα, η σφαγή στην Ινδοκίνα, η ένταση του πολέμου στο Βιετνάμ, το χτύπημα των κινημάτων στην Αφρική ή στη Λατινική Αμερική που προμηνάνε αυτή την εξέλιξη.
Τι διαφορές υπάρχουν ανάμεσα στην πολιτική του Χρουστσόφ και του Μπρέζνιεφ; Στην πραγματικότητα ο δεύτερος είναι η προέκταση, η εξέλιξη του πρώτου. Πέρα από αυτό όμως υπάρχει κάτι άλλο πιο αξιοσημείωτο: Στην περίοδο του Χρουστσόφ κυριαρχούσαν μεν οι ίδιες δυνάμεις που κυριαρχούν τώρα, όμως οι διαιρέσεις σε τμήματα αυτών των δυνάμεων για το πού θα «τραβήξει η υπόθεση» βρίσκονταν επί Χρουστσόφ σε ένταση. Σ’ ένα από τα τμήματα αυτά, λόγου χάρη, στον στρατιωτικό μηχανισμό, άνθρωποι που δεκαρολογούσαν τότε για το «μηδενικό» που ήταν ο Στάλιν, στη μπρεζνιεφική εποχή «θυμήθηκαν τις αρετές του». Αυτό δεν έγινε γιατί μεταμελήθηκαν. Αλλά γιατί προωθήθηκε με επιτυχία η γνωστή τακτική του διπλού παιχνιδιού, που εφαρμόζουν και εδώ οι μαθητές τους. Αλλά και γιατί -αυτό είναι το σημαντικότερο- ξεπέρασαν σαν ηγετικό στρώμα ορισμένες δυσκολίες που αντιμετώπισαν αρχικά. Και θέλησαν να χρησιμοποιήσουν το κύρος του Στάλιν, για την προώθηση των σοσιαλιμπεριαλιστικών τους στόχων, μέθοδος που δεν ήταν καινούρια γιατί χρησιμοποιήθηκε κατά κόρο με τον Λένιν.

Μαζί με την απαρχή της Πολιτιστικής Επανάστασης (τέλος 1965) εκδηλώνονται και οι πρώτες διαφοροποιήσεις στο στρατόπεδο των δυνάμεων που είχαν τοποθετηθεί στο πλευρό του ΚΚ Κίνας (Κούβα, με όλες τις καστρικές παλινωδίες και καιροσκοπισμούς, ΚΚ Κορέας που είχε ταχθεί με πολλή επιμονή και με δημόσιες τοποθετήσεις υπέρ της άμεσης συγκρότησης της νέας Διεθνούς, ΚΚ Ιαπωνίας) και υπήρξαν γεγονότα που υπογράμμιζαν, παρά τις αντίθετες προσδοκίες, πως το έργο της οικοδόμησης του μαρξιστικού λενινιστικού κινήματος δεν ήταν καθόλου απλό (Ινδία, Βραζιλία κ.ά.). Πολλές από αυτές τις διαφοροποιήσεις παρουσιάζονταν και τότε και αργότερα σαν εξελίξεις που σχετίζονταν με το «ζήτημα Στάλιν». Θα ήταν πιο ουσιαστικό να αναφερθούμε στη δική μας πλευρά: Ζητήθηκαν από το ΚΚ Κίνας διευκρινίσεις, πάνω στις θέσεις του για το ζήτημα Στάλιν. Από την πλευρά της ουσίας, όσο και από την πλευρά της αντιμετώπισης ενός αδελφού κινήματος που «τόλμησε» να εκφράσει την άποψή του, επιδείχθηκε μια απαράδεκτη κρατικιστική στάση: Οι εκπρόσωποι του ΚΚ Κίνας αρνήθηκαν κάθε διευκρίνιση ή εξήγηση, και περιορίστηκαν σε αφορισμούς του είδους «ο Στάλιν σας πούλησε στη Γιάλτα», ο «ρεβιζιονισμός άρχισε με τον Στάλιν» κ.λπ.
Από τα πράγματα λοιπόν το κίνημά μας καταστάλαξε σε θέσεις μιας καλώς εννοούμενης αυτονομίας, μιας ανεξαρτησίας -και μ’ αυτό εννοούμε την προλεταριακή ανεξαρτησία που δίδαξαν οι δάσκαλοι του μαρξισμού- θέσεις που γενικά εφαρμόσθηκαν στην περίοδο που ακολούθησε, παρά τις όποιες παρεκκλίσεις προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση, για να επιχειρηθεί η ανατροπή τους μετά το 1974-1975.
Για την ουσία του ζητήματος Στάλιν, δίνονταν από τους υπεύθυνους των εξωτερικών υποθέσεων σχέσεων του ΚΚ Κίνας χωρίς στοιχεία, χωρίς εξηγήσεις και συζήτηση μια αφοριστική καταδίκη του, όπως και της 3ης Διεθνούς και μαζί μ’ αυτό μια συνοπτική καταδίκη και αυτού ακόμα του λενινισμού («Η παγκόσμια επανάσταση άρχισε στο Γενάν»). Οι θεωρίες του Μάο για τον λαϊκό πόλεμο, δίνονταν με τέτοιο τρόπο που έμοιαζαν σαν σκέτος πραξικοπηματισμός. Μπροστά στο όραμα αυτής της τόσο «απλής» μηδενιστικής ερμηνείας της πορείας δεκαετηρίδων του παγκόσμιου κινήματος, ανώριμοι ή λίγο δεμένοι με το κίνημα της εργατικής τάξης αγωνιστές είτε παραδίνονταν στον ίλιγγο της γενικής αναρχούμενης αμφισβήτησης ή παραδίνονταν σ’ αυτό το σουιβισμό (τυφλή αποδοχή των πάντων) που τόσες φορές και τόσο αυστηρά και δαγκωτά έχει καταδικάσει ο Μάο Τσετούνγκ. Ή τέλος, σπρώχνονταν στην άλλη όχθη, στο ρεβιζιονισμό. Κι αυτό είναι ενδεικτικό -χρησιμοποιούμε την πιο μετριοπαθή έκφραση- για το ότι το παγκόσμιο μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα δε σημείωσε πέρα από αντικειμενικούς λόγους, την άνοδο που μπορούσε και έπρεπε να σημειώσει.
Το κίνημά μας -όσο αριθμητικά αδύνατο ή και νεαρό ήταν τότε- συσπειρώθηκε πάνω στις ακόλουθες θέσεις: Το ζήτημα Στάλιν, της ιστορίας του κομμουνιστικού κινήματος, της 3ης Διεθνούς είναι βασικά ζητήματα. Υποστηρίζουμε τη θέση αρχής που έχει πάρει δημόσια το ΚΚ Κίνας στο ζήτημα αυτό. Δεν μπορούμε να έχουμε δυο θέσεις, μια επίσημη και μια ανεπίσημη. Η αποδοχή της θέσης αυτής σήμαινε πως δεχόμαστε σαν βασική πλευρά του έργου του Στάλιν τη θετική. Στο ποιες ήταν οι αρνητικές πλευρές, η έκτασή τους κ.λπ. γίνονταν αποδεκτά τα όσα γράφτηκαν στο «Χρουστσοφικό ψευδοκομμουνισμό».
Παρά τη στάση των υπευθύνων του ΚΚ Κίνας απέναντι στο κίνημά μας, θα εξακολουθήσουμε να το υποστηρίζουμε αφού θεωρούμε πως βασικά οι θέσεις και η πρακτική του εξυπηρετούν την υπόθεση της επανάστασης και του σοσιαλισμού. Θα εφαρμόσουμε με αποφασιστικότητα και συνέπεια την αρχή του Μάο «να στηριζόμαστε στις δικές μας δυνάμεις», πράγμα που σημαίνει, έξω από άλλα, πως κριτήριο για την αποδοχή της μιας ή της άλλης εξέλιξης στο διεθνή χώρο του κινήματος θα είναι όχι το αν την υποστηρίζει το α’ ή β’ κόμμα ή κράτος, αλλά η ανταπόκρισή της στο πνεύμα του μαρξισμού-λενινισμού και στα συμφέροντα της επανάστασης στον κόσμο, πράγμα που σε κάθε περίπτωση θα πασχίζουμε να το εξετάζουμε με αυτά τα μέσα και τις δυνάμεις που διαθέτουμε. Με πνεύμα ταπεινοφροσύνης, όπως συχνά υπογραμμίζει ο Μάο, μακριά από εθνικές στενότητες και ωφελιμιστικούς προγραμματισμούς αλλά και με αποφασιστικότητα και επιμονή.
Είναι χρήσιμο να σημειώσουμε εδώ ότι επειδή μπαίνουμε σε μια περίοδο που θα σημειωθούν σοβαρές και απρόβλεπτες εξελίξεις στο διεθνή χώρο του κινήματος για να ανταποκριθούμε σαν κίνημα στην αποστολή μας, πρέπει να εντείνουμε τις προσπάθειές μας για να διαπαιδαγωγηθούν τα μέλη μας, οι συναγωνιστές μας έτσι που να αποκτήσουν αυτές τις ιδιότητες που είναι αναγκαίες σε τέτοιες συνθήκες: ανεξαρτησία γνώμης, ιδεολογικός εξοπλισμός, αποφασιστικότητα στην εφαρμογή των αποφάσεων παρά τις αντίθετες απόψεις που θα πρέπει να εκτίθενται πλατιά και αβίαστα.
Χωρίς να παρασυρθούμε σε κλυδωνισμούς πρέπει να ενθαρρύνουμε την αναζήτηση και την έρευνα ζητημάτων που απασχολούν το κίνημά μας, αναζήτηση και έρευνα που να συνδέεται με τα προβλήματα και να βρίσκεται σε ανταπόκριση με την πρακτική δράση του κινήματος.
Οι απλές αυτές θέσεις δεν ήταν πάντοτε απλές στην εφαρμογή τους. Το απέδειξε άλλωστε η ζωή. Όμως κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί πως διαπότισαν την ιστορία του κινήματός μας.
Η ουσιαστική απουσία των οποιωνδήποτε σχέσεων με το ΚΕΑ για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν μας εμπόδισε να εφαρμόσουμε τις θέσεις που αναφέραμε με τον ίδιο τρόπο που τις εφαρμόσαμε απέναντι στο ΚΚ Κίνας και να υποστηρίξουμε το ΚΕΑ και τη Λ.Σ.Δ. Αλβανίας.
Χωρίς να παραγνωρίζουμε πως τη βασική ευθύνη για όσα δεν έγιναν στο κίνημα σε παγκόσμια κλίμακα -αυτά που μπορούσαν να γίνουν κι όχι όσα θα ήταν ωραίο να γίνουν- τη φέρνουν τα κόμματα που αντικειμενικά σήκωναν το κύριο βάρος της πάλης για την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού, μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος και πρώτα απ’ όλα το ΚΚ Κίνας, πρέπει να μη διστάζουμε να λέμε πως κάθε κίνημα που ξεκινάει έχει κι αυτό τις δικές του ευθύνες. Δεν μπορεί να παρασιωπάται η ευθύνη των κομμάτων που σήκωναν το κύριο βάρος αυτής της πάλης. Αλλά δεν μπορεί να οχυρώνονται πίσω απ’ αυτό όλο όσοι δεν έκαναν το καθήκον τους και σπρώχθηκαν προς τη μια ή την άλλη κατεύθυνση ή προτίμησαν κάποιον άλλο εύκολο δρόμο.

Τα χρόνια 1967 και 1968 ήταν χρόνια που σημειώνεται μια αλλαγή στο συσχετισμό των δυνάμεων στον κόσμο. Η αλλαγή αυτή συνδέεται με το τέλος της εποχής της αμερικανοσοβιετικής συνεργασίας και την απαρχή της περιόδου όπου ο ανταγωνισμός με την ιδιοτυπία των μορφών του κατακτά την πρώτη θέση. Ενδεικτικά γεγονότα αυτής της νέας περιόδου είναι η εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, η κάθοδος του σοβιετικού στόλου στο Αιγαίο, η ένταση της σοβιετικής κηδεμονίας στο Βιετνάμ και ο ανταγωνισμός ανάμεσα στη Σοβιετική Ένωση και τις ΗΠΑ στη Μ. Ανατολή. Είναι η εποχή της μετατροπής του ρεβιζιονισμού σε σοσιαλιμπεριαλισμό. Νέα εποχή, νέα καθήκοντα, επομένως νέες θέσεις.
Οι νέες θέσεις εκφράστηκαν κι από το 9ο Συνέδριο του ΚΚ Κίνας κι από βασικά άρθρα προσανατολισμού που δημοσιεύθηκαν στον κινέζικο τύπο.
Στο διεθνές μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα την ίδια εποχή επέδρασαν αρνητικά οι αντιθέσεις ανάμεσα στο ΚΚ Κίνας και στο ΚΕΑ, ιδιαίτερα στο κεφάλαιο των προσανατολισμών του διεθνούς μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος που εκφράστηκε στην έλλειψη σαφούς προσδιορισμού των ορίων, στην υποστήριξη κινημάτων, οργανώσεων, κρατών, κομμάτων, πέρα από το χώρο του μαρξιστικού λενινιστικού κινήματος.
Σχετικές εκδηλώσεις υπήρξαν πολλές. Το κίνημα του Μάη του ’68 για παράδειγμα, όπως και άλλα κινήματα στις καπιταλιστικές χώρες, αντιμετωπίστηκαν με τρόπο που κυμαίνονταν από τη χωρίς όρους υποστήριξη των πάντων, μέχρι την πλήρη αποσιώπησή τους. Στις συνθήκες αυτές, υπήρξε είτε απουσία μαρξιστικών-λενινιστικών κομμάτων και οργανώσεων από τα κινήματα αυτά, ή διάλυσή τους στο πλήθος των εξωκοινοβουλευτικών οργανώσεων. Αλλά κι από τότε άρχισε να προβάλλεται από το ΚΚ Κίνας μια τάση σχέσεων με ρεβιζιονιστικά κόμματα της Δύσης, που ενισχύθηκε τα κατοπινά χρόνια και έγινε γραμμή μετά το 1974-1975. Οι ενέργειες αυτές γίνονταν ερήμην των οργανώσεων ή κομμάτων που στέκονταν ή θέλαν να στέκονται στο μαρξιστικό-λενινιστικό χώρο.
Αλλά η σκληρή «μαρξιστική-λενινιστική» φρασεολογία των σοβιετικών ηγετών που κάλυψε και καλύπτει την εποχή του σοσιαλιμπεριαλισμού προκάλεσε σύγχυση και έφερε μια ανακατάταξη στις δυνάμεις, στη μάζα των κομμουνιστών, παλιών και νέων, που αντιστέκονταν ή διαφωνούσαν ή ήταν δυσαρεστημένοι με τη γραμμή του 20ου Συνεδρίου. Η νέα κατάσταση αντικειμενικά αιφνιδίαζε όσους έμεναν προσκολλημένοι στην πεποίθηση πως σκοπός της πάλης ήταν να ξαναγυρίσουν τα πράγματα εκεί που βρίσκονταν την παραμονή του 20ου Συνεδρίου.
Από την άποψη αυτή, αν δεν αποκολλούνταν απ’ αυτή την πεποίθηση, θα σπρώχνονταν ή στο στρατόπεδο του ρεβιζιονισμού ή στην πολιτική απραξία. Γιατί εξωτερικά, όλα τα γνωρίσματα της μπρεζνιεφικής πολιτικής μπορούσαν να ικανοποιήσουν τις «απαιτήσεις» που απέρρεαν από μια τέτοια πεποίθηση: Δυναμικές ενέργειες στρατιωτικού χαρακτήρα, στόλος ισχυρός στη Μεσόγειο αρχικά και σε όλες τις άλλες θάλασσες, άφθονη επίκληση του Λένιν, αποφυγή πολλών αρνητικών αναφορών στον Στάλιν και κάποια μικρή προβολή του έργου του, διεθνιστική φρασεολογία και καταδίκη των εθνικισμών κ.λπ. Τι τους πρόσφερε η «άλλη πλευρά»; Μια επανάσταση στην Κίνα όπου μετά από το πλήθος των αντιφάσεων ξεπρόβαλλαν «άλματα στο κενό» και «νέα πράγματα», μια αμείλικτη κριτική ενός σοσιαλισμού που πίστευαν πως είναι ο μοναδικός και μια υπόσχεση για αγώνα αδιάκοπο, και όχι μονάχα ενάντια στους ταξικούς εχθρούς αλλά και μέσα στις ίδιες τις γραμμές της επανάστασης.
Ειδικά στη χώρα μας όλα αυτά συνδέθηκαν με ειδικές καταστάσεις και ιδιαίτερα προβλήματα. Και αυτές οι ιδιομορφίες επέδρασαν στο μαζικό πέρασμα αγωνιστών που υπερασπίζονταν τον Ζαχαριάδη στον ρεβιζιονισμό, ενώ μέσα στην Ελλάδα αυτοί που συνθηκολόγησαν με το ρεβιζιονισμό στα χρόνια 1960-1964, διακήρυχναν πως βρίσκονταν στον «κορμό» του κινήματος που είναι πάντα ο ίδιος αναλλοίωτος. (Καθώς ήδη αναφέραμε η αντικατάσταση του Χρουστσόφ από τον Μπρέζνιεφ ενίσχυσε αυτή την ερμηνεία).
Την ίδια περίοδο όπως και αλλού, σ’ ένα βαθμό και στη χώρα μας δυνάμωσε η τάση της ερμηνείας της Πολιτιστικής Επανάστασης και αυτού του νέου που πρόσφερε ο Μάο Τσετούνγκ στο μαρξισμό με ολότελα «νέο τρόπο». Με το σβήσιμο δηλαδή της επαναστατικής παράδοσης και την απόδοση στον Μάο κάθε είδους απόψεων, τάση που τροφοδοτούνταν κι από την προπαγάνδα που έκανε συχνά ο Ρ.Σ. του Πεκίνου και αρκετά κινέζικα έντυπα. Έτσι, πρακτικά μπροστά μας μπήκε το πρόβλημα της αντιμετώπισης των δύο αυτών κινδύνων. Ας σημειωθεί ότι βρισκόταν τότε το κίνημά μας στην παρανομία. Και αν η τάση της επαναφοράς στο παρελθόν ή της αναγνώρισης τού «κορμού» απειλούσε να δυναμώσει το ρεβιζιονισμό στη χώρα μας που είχε υποστεί στην πράξη μια χωρίς προηγούμενο χρεοκοπία στο ιδεολογικό και πολιτικό πεδίο, η τάση της «ολότελα νέας» ερμηνείας των φαινομένων, απειλούσε να το διαλύσει και να το μετατρέψει σε ένα μωσαϊκό φιλολογούντων, που μιλάνε άφθονα, γράφουν άρθρα και φιλονικούν αδιάκοπα. Μια αντιμετώπιση των δυο αυτών τάσεων σε συνδυασμό με την τοποθέτησή μας στη νέα περίοδο που μπήκε ο ρεβιζιονισμός επέβαλε μια προώθηση, ένα βάθεμα των θέσεών μας. Μια τέτοια προσπάθεια άρχισε στη διάρκεια της δικτατορίας.
Δεν υπάρχει τίποτα το αντιφατικό στο να υποστηρίζεις τις θέσεις που διατηρείς και να μη σταματάς την προσπάθεια για τον εμπλουτισμό τους, το βάθεμά τους ή και τη διόρθωση και προσαρμογή αυτών που ύστερα από έρευνα και σοβαρή αναζήτηση καταλήγεις πως χρειάζεται κάτι τέτοιο. Ίσα-ίσα αυτό ξεχωρίζει ένα κίνημα που προσπαθεί να παραμείνει σταθερό, αλλά και να διατηρεί τον απαραίτητο δυναμισμό, μη διστάζοντας να απορρίπτει καθετί που παλιώνει και εμποδίζει την πορεία του προς τα μπρος.
Οι παραπάνω λόγοι θα συντελέσουν ώστε τέτοια βήματα να πραγματοποιηθούν ύστερα από αρκετές δυσκολίες που σχετίζονταν με την όλη εσωτερική ιστορία του κινήματος μας από το 1970 και μετά. Παρόλα αυτά, παρ’ όλες τις διαφορές, τις εσωτερικές κρίσεις που πέρασε το κίνημά μας, παρά τις προσπάθειες αλλαγής πορείας σε σχέση με τις αρχικές του θέσεις, η φυσιογνωμία του διατηρήθηκε. Και ακριβώς οι απαιτήσεις της πάλης έδειξαν πως αν δεν ακολουθήσαμε την πορεία άλλων κομμάτων και οργανώσεων αυτό οφειλόταν τόσο στους δεσμούς μας με την πραγματικότητα, όσο και στην προσπάθεια να διατηρήσουμε, να διδαχτούμε από ό,τι βασικό και ουσιαστικό υπάρχει στην κληρονομιά που άφησε το κομμουνιστικό κίνημα της χώρας μας.
Δεν θα βρισκόμαστε μακριά από την αλήθεια αν υποστηρίζαμε πως σ’ αυτή τη νέα περίοδο οι επαναστατικές δυνάμεις του ΚΚ Κίνας έχοντας συγκεντρώσει την προσοχή τους στα άμεσα προβλήματα που συνδέονταν με την πάλη γραμμών, δεν επεξεργάσθηκαν με ολοκληρωμένο τρόπο τα γενικότερα ζητήματα έτσι που να βοηθήσουν σε μια βαθιά και επαρκή κατανόηση της νέας περιόδου.
Όπως είναι γνωστό τα πράγματα στην Κίνα εξελίχθηκαν μετά το 1972 για να φτάσουν εκεί που βρίσκονται σήμερα με σταθμό το 1973 (10ο Συνέδριο). Στο διάστημα αυτό υπάρχει μια εξέλιξη στην Κίνα που αποδόθηκε -και πρέπει να ανταποκρίνεται σε ορισμένο βαθμό στην αλήθεια- στην εξάλειψη της δύναμης και της επιρροής του Λιν Πιάο. Δηλαδή ένα χαρακτηριστικό που υπήρχε πριν το 1972 ήταν η αποκλειστική προβολή της «σκέψης Μάο Τσετούνγκ» κατά τέτοιο τρόπο, που αποσπούνταν από την προηγούμενη μαρξιστική σκέψη. Και επίσης προβάλλονται, εκδίδονται και μελετιόνται έργα των Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν και Στάλιν. Υπάρχουν αποσπάσματα κειμένων του Μάο -που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί η αυθεντικότητά τους- όπου φαίνεται την εξέλιξη αυτή να την ενθάρρυνε ή και να την υποκίνησε ο ίδιος. Η εξέλιξη αυτή ωστόσο χρησιμοποιήθηκε και από αυτούς που τα γεγονότα απέδειξαν ότι ήταν τοποθετημένοι στη Δεξιά και στο «Κέντρο» στο ΚΚ Κίνας, για την προετοιμασία του εδάφους με στόχο την εξάλειψη αυτής της προλεταριακής Αριστεράς, αποδίδοντάς της όσα λάθη είχαν γίνει στην περίοδο της ανόδου της Πολιτιστικής Επανάστασης. Έτσι οι αναφορές στον Στάλιν πληθαίνουν. Κι ενώ πληθαίνουν, στην πράξη η καταδίκη του Στάλιν για Γιάλτες κ.λπ. εξακολουθεί, πράγμα που δόθηκε η ευκαιρία να διατυπωθεί. Είναι γνωστό πως μετά το θάνατο του Μάο και το πραξικόπημα των ρεβιζιονιστών, ο ίδιος ο σημερινός πρόεδρος της Κίνας με άρθρα του, αλλά και άλλοι συνεργάτες του, πρόβαλαν την πάλη του Στάλιν κατά των αντιλενινιστικών τάσεων και προσπάθησαν να συνταυτίσουν την «συμμορία των Τεσσάρων» με τις τάσεις αυτές, παρουσιάζοντάς τους σαν τροτσκιστές. Ο λόγος είναι προφανής. Ο Χούα θέλει να παραστήσει το νέο Στάλιν και μια τέτοια υμνολογία τον βοηθάει στην υποψηφιότητα που ‘χει βάλει. Η απάτη είναι γνωστή και δεν θα πρόσθετε τίποτα να επιμείνουμε σ’ αυτό. Εκείνο που έχει σημασία είναι να δούμε πού οφειλόταν αυτή η φαινομενική σύμπτωση απόψεων πάνω στο ζήτημα Στάλιν ανάμεσα στην επαναστατική αριστερά και στη δεξιά και το «κέντρο» στην Κίνα.
Η «σύμπτωση» αυτή έχει διαφορετικά κίνητρα. Για την αριστερά στην Κίνα, που υποστήριξε μέχρι τέλους το Μάο, η θέση της απέναντι στο ζήτημα Στάλιν ξεκινούσε από την παλιά αντίθεση της ΚΔ και του Στάλιν με το ΚΚ Κίνας. Αναπτύχθηκε στην περίοδο 1953-1966 στη βάση της κριτικής που έκανε ο Μάο για την πείρα της δικτατορίας του προλεταριάτου. Νοθεύτηκε την ίδια περίοδο και παραμορφώθηκε με την παρεμβολή στοιχείων που ξεκινούσαν μεν από δικαιολογημένη πικρία, αλλά που στην εκτίμηση ιστορικών γεγονότων και περιόδων δεν είχαν θέση. Έτσι μπήκαν εθνικά στοιχεία σε συνδυασμό με μια συνολική ταύτιση Στάλιν-Χρουστσόφ που για μας ήταν και είναι απαράδεκτη. Όχι από συναισθηματικούς λόγους αλλά για ουσιαστικούς λόγους, για λόγους ιστορικής εκτίμησης. Η ουσία της διαλεκτικής όπως την εφάρμοσε ο Μάο δεν βρίσκεται στην ταύτιση διαφορετικών καταστάσεων με το τράβηγμα των αναλύσεων ως τα άκρα. Γιατί ένα τέτοιο τράβηγμα καταργεί την ίδια την ουσία της διαλεκτικής. Στην Κίνα μέσα στη φωτιά της πολεμικής και της πάλης, η ταύτιση της περιόδου όπου επικεφαλής του ΚΚΣΕ βρισκόταν ο Στάλιν, με τη χρουστσοφική-μπρεζνιεφική περίοδο έγινε και από την αριστερά. Και γι’ αυτό θεωρούμε σωστή τη στάση μας απέναντι στο ζήτημα αυτό πριν, στη διάρκεια και μετά τη δικτατορία όταν υποδηλώσαμε σε κάθε ευκαιρία τις αντιρρήσεις μας.
Σ’ ό,τι αφορά τη δικιά μας στάση, δεν μας εμπόδισαν πολλές δικαιολογημένες -ας το πούμε- πικρίες για πάνω από δέκα χρόνια, να υποστηρίζουμε και να διδασκόμαστε από το ΚΚ Κίνας και να προσπαθούμε να αντλήσουμε ό,τι ήταν δυνατό από το ΚΕΑ.
Την ίδια στάση οφείλουμε να έχουμε απέναντι στο ζήτημα Στάλιν. Η διεύρυνση της προοπτικής μας ή η εξέλιξη της θέσης μας δεν πρέπει ούτε να μας οδηγήσει σε μια συλλήβδην απόρριψη μιας ολόκληρης ιστορικής περιόδου, ούτε στη στάση απόρριψης κάθε έρευνας με δικαιολογητικά παρμένα από σκοπιμότητες αμφίβολης χρησιμότητας. Η κριτική μας στον Στάλιν, στην 3η Διεθνή, ενώ στηρίζεται σε αυτό που ήδη έχει ειπωθεί ή γραφεί από το ΚΚ Κίνας την εποχή που ηγέτης του ήταν ο Μάο Τσετούνγκ, δεν ταυτίζεται. Δεν ταυτίζεται, γιατί θεωρούμε πως υπάρχουν κενά σ’ αυτή την κριτική. Τα κενά αυτά βρίσκονται στην έλλειψη μιας ολοκληρωμένης εκτίμησης του έργου της. Έτσι δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα που να είναι γνωστό πως έχει διατυπωθεί για την 3η Διεθνή έξω από τις σχέσεις της με το ΚΚ Κίνας. Οι κριτικές αναφορές στις σχέσεις ΚΔ- κομμουνιστικών κομμάτων άλλων χωρών είναι αποσπασματικές. Το ίδιο για την πολιτική του Στάλιν μετά την διάλυση της 3ης Διεθνούς. Κι εδώ έχουμε αποσπασματικές αναφορές για το ΚΚ Ιταλίας, Γαλλίας κ.ά. αλλά όχι μια ολοκληρωμένη εκτίμηση. Φυσικά σ’ ό,τι αφορά τις σχέσεις ΚΔ-ΚΚΕ, Στάλιν-ΚΚΕ κ.λπ. οφείλουμε να πούμε πως έξω από όσα χοντροκομμένα ειπώθηκαν περί Γιάλτας, καμιά άποψη δεν έχει διατυπωθεί από οποιαδήποτε πλευρά.
Από την άλλη μεριά, το ίδιο δεν συμφωνούμε, γιατί δεν θεωρούμε πως βοηθάει το κίνημα, αυτό που θέλει να είναι πραγματικά μαρξιστικό-λενινιστικό, με την αποφυγή μιας κριτικής ανάλυσης του παρελθόντος. Η θέση μας για τις αρνητικές πλευρές της δράσης της ΚΔ και της πολιτικής του Στάλιν απέναντι στο ΚΚΕ και στο λαϊκό μας κίνημα δεν ξεκινάει από οποιαδήποτε στενά ελληνική-εθνική σκοπιά. Γιατί αν ξεκινούσε από κάτι τέτοιο δεν θα αντιστεκόμαστε σαν κίνημα επί τόσα χρόνια στις επιθέσεις των αντιδραστικών και των ρεβιζιονιστών.
Το κομμουνιστικό κίνημα μετά την οκτωβριανή επανάσταση μπήκε σε μια νέα ιστορική περίοδο, όπου σ’ ένα συνεχώς αυξανόμενο αριθμό χωρών πρωτοστάτησε στην πραγματοποίηση εκτεταμένων κοινωνικών μετασχηματισμών. Οι μετασχηματισμοί αυτοί πραγματοποιήθηκαν σε συνθήκες οξύτατων συγκρούσεων σε όλους τους τομείς.
Σημαντικοί σταθμοί στην ιστορική αυτή περίοδο στάθηκαν ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η επανάσταση στην Κίνα. Σ’ αυτή την ιστορική περίοδο σημειώθηκαν μεγάλες νίκες αλλά και δοκιμάστηκε ταυτόχρονα η δύναμη και η ζωτικότητα των ιδεών, των παραδόσεων και της πρακτικής δράσης του κινήματος έτσι όπως διαμορφώθηκε στις δοσμένες ιστορικές συνθήκες. Οι νίκες που επιτεύχθηκαν έδωσαν την πεποίθηση σε μεγάλα τμήματα της κομμουνιστικής πρωτοπορίας πως «τίποτα δεν μπορεί να αντισταθεί» στην ορμητική προώθηση του νέου κόσμου. Η πεποίθηση αυτή έριχνε σε δεύτερο πλάνο την ύπαρξη σοβαρών προβλημάτων που τα γέννησαν ακριβώς οι κατακτήσεις του κινήματος. Πιο συγκεκριμένα: Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και τη νίκη της κινεζικής επανάστασης οι αντιθέσεις που υπήρχαν σ’ όλους τους τομείς της ζωής και της πάλης οξύνθηκαν χάρη στις νέες διαστάσεις που αποκτούσε το κίνημα κι εκεί που ήταν εξουσία κι εκεί που πάλευε είτε για να κατακτήσει ή για να συσσωρεύσει δυνάμεις. Οι αντιθέσεις αυτές ήταν είτε παλιές που δεν είχαν επιλυθεί σωστά και αναφάνηκαν με νέα μορφή, είτε ήταν νέες που ξεπήδησαν από το νέο αυτό στάδιο ανάπτυξης του κομμουνιστικού κινήματος. Οι αντιθέσεις αυτές είναι εκείνες που απασχόλησαν στην τελευταία περίοδο της ζωής τους τόσο τον Ι. Στάλιν όσο και τον Μάο Τσετούνγκ. Δε θα ‘μαστε μακριά από την αλήθεια αν λέγαμε πως ο πυρήνας των ίδιων προβλημάτων διαποτίζει τα τελευταία κείμενα και του Λένιν. Πέρα από τα κείμενα, η ίδια η πρακτική δράση των ηγετών του κινήματος στάθηκε δεμένη με τα προβλήματα αυτά. Οι λύσεις που έδωσαν ή πάσχισαν να δώσουν, στηρίζονταν σε μια διαφορά αντιλήψεων που είχε τη βάση της στη διαφορά της πείρας αλλά και των γενικότερων ιστορικών συνθηκών. Ο Ι. Στάλιν ηγέτης της γενιάς της Οκτωβριανής Επανάστασης που ανέλαβε την καθοδήγηση του κόμματος και του κράτους της Σ.Ε. μετά από το θάνατο του Λένιν, βρέθηκε στο επίκεντρο των κοσμογονικών αναστατώσεων των δεκαετιών που ακολούθησαν τη μεγάλη έφοδο του προλεταριάτου. Ο Μάο Τσετούνγκ αγωνιστής-στοχαστής, κατόρθωσε να συνδυάσει την πιο πολύπλευρη πρακτική δράση με την αδιάκοπη θεωρητική αναζήτηση και γενίκευση της πείρας, διαμόρφωσε τις απόψεις του παλεύοντας στην προχωρημένη Ανατολή, νευραλγική περιοχή του κόσμου που βρισκόταν κοντά στο επίκεντρο των παγκόσμιων συγκρούσεων αλλά όχι στο ίδιο το επίκεντρο, τουλάχιστον μέχρι το θάνατο του Στάλιν. Είχε τη δυνατότητα από τα ίδια τα πράγματα να μελετήσει τους ιστορικούς, κοινωνικούς πειραματισμούς στη Σ.Ε. αλλά και στις άλλες χώρες όπου η εξουσία πέρασε στα χέρια του προλεταριάτου και κατά συνέπεια να εφαρμόσει στην κινεζική επανάσταση τα διδάγματα που έβγαλε από τη μελέτη αυτή. Τόσο ο Στάλιν όσο και ο Μάο με διαφορετικό τρόπο, σε διαφορετικές ιστορικές συνθήκες, δέχθηκαν μια μεταχείριση από εκείνους που παρίσταναν τους επιγόνους τους που είναι χαρακτηριστική για όσους θέλησαν να ανοίξουν νέους ιστορικούς δρόμους. Ο Στάλιν χτυπήθηκε από τους ίδιους τους μηχανισμούς που με διάφορους τρόπους προσπάθησε να τιθασεύσει. Ο Μάο από εκείνους τους παράγοντες που για μια ολόκληρη ιστορική περίοδο προσπάθησε να αναδιαπαιδαγωγήσει. Οι διαφορές είναι φανερές αλλά η μεταχείριση κοινή. Πιο εντυπωσιακή στην περίπτωση του Στάλιν, πιο σημαντική στην περίπτωση του Μάο. Με το θάνατο του Στάλιν απελευθερώνονται οι δυνάμεις που κρατιούνται σε αφάνεια αλλά που είχαν αρκετά δυναμώσει για να κρίνουν το «ποιος-ποιον», το ζήτημα δηλαδή της εξουσίας. Με τις εξελίξεις που προηγήθηκαν λίγα χρόνια πριν το θάνατο του Μάο και αυτές που επακολούθησαν με ταχύτητα, παρεμβαίνουν δυνάμεις πολύ εμφανείς -εμφανείς γιατί η πάλη διεξάχθηκε σε αλλιώτικες συνθήκες απ’ ότι στην ΕΣΣΔ- και καταλαμβάνουν τη θέση που δεν μπόρεσε να καλύψει η προλεταριακή αριστερά.
Παρόλο που αντιπαρατέθηκε σε καθορισμένες περιόδους αυτό που έκφραζε ο Στάλιν κι αυτό που έκφραζε ο Μάο, δεν μπαίνει σε μας ζήτημα αντιπαράθεσης του ενός προς τον άλλον σ’ ό,τι αφορά αυτό που οφείλουμε να υπερασπίσουμε. Άλλη ιστορική περίοδο εκφράζει ο Στάλιν, άλλη ο Μάο. Αν ο ιστορικός δρόμος που προσπάθησε να ανοίξει ο Μάο για πολλούς ίσως φαίνεται να έκλεισε, για μας το ζήτημα μπαίνει αλλιώς. Τα πισωγυρίσματα του επαναστατικού κινήματος δημιουργούν τις προϋποθέσεις για νέες επανόδους της επαναστατικής ορμής. Αυτό έχει διδάξει η ιστορία.



ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΑΠ’ ΤΟ ΕΡΓΟ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΜΒΟΛΗ ΤΟΥ ΜΑΟ ΤΣΕ ΤΟΥΝΓΚ

Έχουν ήδη θιγεί ορισμένες πλευρές της εκτίμησης πάνω στο έργο του Μάο Τσετουνγκ. Μια ολοκληρωμένη και αναλυτική εξέταση του έργου και της συμβολής του δεν αποτελεί μια εύκολη υπόθεση. Η δυσκολία προκύπτει από την απουσία κάποιας ιστορικής απόστασης, αλλά και από το γεγονός ότι δεν έχουν δημοσιευτεί οι απόψεις του για πολλά σοβαρά γεγονότα και εξελίξεις που συνέβηκαν στην Κίνα και στον κόσμο τα τελευταία ιδιαίτερα χρόνια της ζωής του.
Έχουμε διατυπώσει τη γνώμη ότι τίποτα δεν πείθει πως υπήρχε επιτακτική ανάγκη για να αναλυθεί και να εκτιμηθεί τώρα το έργο του Μάο. Η άποψη αυτή προϋπέθετε φυσικά ότι θα εξακολουθούσε να γίνεται δεκτή η θέση που το μαρξιστικό λενινιστικό κίνημα είχε υιοθετήσει απέναντι στο έργο του εδώ και πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Οι γενικότερες εξελίξεις δείχνουν ότι δεν είναι βέβαιο αν είχαμε δίκιο όταν εκφράζαμε τη γνώμη αυτή, γιατί σε μια εποχή σαν τη σημερινή, που ορθώνει απέναντι στους κομμουνιστές και τις δημοκρατικές μάζες επιτακτικά την ανάγκη για όσο γίνεται σαφέστερες απαντήσεις σε καίρια προβλήματα, το έργο του Μάο, χωρίς να ισχυριζόμαστε ότι δίνει απαντήσεις σ’ όλα αυτά, υποδείχνει μια σωστή διαλεκτική μέθοδο για την αντιμετώπισή τους. Το έργο του Μάο, πέρα από τις όποιες αρνητικές πλευρές του πρέπει και αυτές να μελετηθούν, και σ’ αντίθεση με όσα ισχυρίζονται όσοι το απορρίπτουν, ανοίγει δρόμους και για τη μαρξιστική λενινιστική σκέψη και για την επαναστατική πράξη. Απ’ την άλλη, η πολεμική που έχει ανοίξει απέναντι στο έργο του, δεν απαντάει στα πραγματικά προβλήματα που προκύπτουν απ’ τις φιλοσοφικές και τις πολιτικές θέσεις που διατύπωσε ο Μάο Τσετουνγκ.
Ανεξάρτητα από τις επιφυλάξεις που καλώς ή κακώς διατυπώσαμε σχετικά με τη σκοπιμότητα να εξετασθεί αναλυτικά τώρα η συμβολή του Μάο, το Κόμμα μας διατύπωσε τη θέση ότι υπερασπίζεται το έργο του μόλις το θέμα της απόρριψής του τέθηκε.
«Θα τα κάναμε θάλασσα» έχει πολύ εύστοχα πει ο Μάο για να υποδηλώσει τη ριζική αντίθεσή του σε κάθε εκδήλωση δογματισμού, «αν ακολουθούσαμε κάθε παραμικρή φράση ακόμα και του Μαρξ». Πέρα από τη συγκεκριμένη καταγραφή των θετικών και των αρνητικών πλευρών του έργου του, η διαλεκτική σκέψη του Μάο είναι χρησιμότατη και απαραίτητο όπλο στα χέρια όλων των επαναστατών, σε εποχές πολύπλοκες σαν τη σημερινή.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι πλάι στο μεγάλο επαναστατικό έργο του Μάο μπορούν να επισημανθούν λάθη και μάλιστα σημαντικά. Υπερασπιζόμενοι το έργο του, δεν έχουμε συνεπώς την παραμικρή πρόθεση να αμφισβητήσουμε αυτό το προφανές συμπέρασμα. Θέλουμε αντίθετα να αντιταχθούμε σε μια φορμαλιστική κριτική στο έργο του Μάο, που αντιπαραθέτει στο ζωντανό και δημιουργικό πνεύμα που χαρακτήριζε όλους τους μεγάλους επαναστάτες μαρξιστές, ένα μηχανιστικό και τυπικό πνεύμα που κλείνει το δρόμο σε κάθε προσπάθεια να φωτίσουν τα σύνθετα προβλήματα της εποχής μας.
Είναι φανερό ότι η κριτική που γίνεται στο έργο του Μάο θα έπρεπε να απαντήσει ή έστω να αποπειραθεί να απαντήσει στα ερωτήματα:
α)Γιατί η Κίνα πήρε το δρόμο της καπιταλιστικής παλινόρθωσης σε λιγότερα από δέκα χρόνια μετά το τέλος της πρώτης φάσης της Μεγάλης Προλεταριακής Επανάστασης; Ποια είναι η σχέση ανάμεσα σ’ αυτή την εξέλιξη και στο θεωρητικό και πρακτικό έργο του Μάο Τσετούνγκ; β) Γιατί παλινορθώθηκε ο καπιταλισμός στην ΕΣΣΔ και στις άλλες ανατολικοευρωπαϊκές -πρώην σοσιαλιστικές χώρες; Ποια είναι η σχέση ανάμεσα σ’ αυτή την παλινόρθωση και στο θεωρητικό και πρακτικό έργο του Στάλιν;
Οι απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, ούτε απλές είναι ούτε έχουν μια και μοναδική πλευρά. Πάντως, αυτές που έδωσε το ΚΚ Κίνας και ο Μάο Τσετούνγκ στο δεύτερο ερώτημα την περίοδο μετά το 1956 και γύρω στα 1963-1964, είναι πολύ πιο πειστικές απ’ αυτές που δίνονται σήμερα στο πρώτο ερώτημα, με αφορμή την κριτική στο έργο του Μάο. Το ζήτημα δεν είναι να υποβληθεί γενικά σε μια παραβολή το έργο του Μάο, μ’ εκείνο του Στάλιν, πράγμα που θα οδηγούσε αναπόφευκτα σε υποκειμενισμούς, παρόμοιους μ’ αυτούς που συχνά βλέπουμε να υιοθετούνται και με τους οποίους εξάλλου διαφωνούμε. Όμως δεν είναι δυνατό να απορριφθεί το έργο του Μάο με το αιτιολογικό ότι στο τέλος του εμφανίζεται και κυριαρχεί ο Τενγκ Χσιάο Πινγκ και ταυτόχρονα να απαλλάσσεται ο Στάλιν κάθε ευθύνης για τους Χρουστσόφ και Μπρέζνιεφ που τον ακολούθησαν.
Ο Μάο απευθυνόμενος σ’ αυτούς που απόρριψαν ξαφνικά τον Στάλιν στο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ γράφει: «Εφόσον πριν ήσασταν εκατό τα εκατό υπέρ του Στάλιν, θα έπρεπε τουλάχιστον να δώσετε μερικές εξηγήσεις γι’ αυτή την τόσο απότομη στροφή που κάνατε. Δεν δίνετε όμως καμιά εξήγηση γι’ αυτή τη στροφή 180 μοιρών, σαν να μην είχατε ποτέ στη ζωή σας υποστηρίξει τον Στάλιν, ενώ στην πραγματικότητα τον υποστηρίζατε πρώτα απόλυτα».
Αν δεχτούμε σαν ενιαία βάση των παλιότερων και των σημερινών εκτιμήσεων (ποια άλλη θα μπορούσε να είναι;) την μαρξιστική-λενινιστική θεωρία, είναι αδύνατο μιλώντας για τον Μάο Τσετούνγκ τη μια να αποκαλείται διαπρεπής συνεχιστής των μεγάλων δασκάλων του παγκόσμιου προλεταριάτου, Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Στάλιν, και να του αποδίδεται ο χαρακτηρισμός «μεγάλος μαρξιστής-λενινιστής» και την άλλη να λέγεται ότι η σκέψη του Μάο Τσετούνγκ αποτελεί παραλλαγή του ρεβιζιονισμού που άρχισε να διαμορφώνεται όταν ανέλαβε την ηγεσία του κόμματος ο Μάο Τσετούνγκ. Δεν μπορούμε καν να δεχτούμε την αλλαγή αυτή σαν αποτέλεσμα μιας καλύτερης γνώσης ορισμένων πλευρών της κινέζικης πολιτικής που δεν ήταν γνωστές. Θα ήταν βάσιμη μια τέτοια θέση αν αφορούσε ένα επιμέρους ζήτημα. Όταν όμως στη βάση πάντοτε του μαρξισμού-λενινισμού και σε τόσο σοβαρό, κεφαλαιώδες για τον εν γένει προσανατολισμό ολόκληρου του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος ζήτημα, ο Μάο Τσετούνγκ την μια αναγορεύεται σε συνεχιστή του έργου των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Στάλιν και την άλλη σε ρεβιζιονιστή, τότε συμπεραίνουμε ότι αυτό που ονομάζεται ενιαία μαρξιστική-λενινιστική βάση έχει υποστεί διαφοροποιήσεις -μ’ άλλα λόγια δεν είναι ενιαία στις δυο αυτές περιόδους. Εκτός αν δεχτούμε σαν θεμιτή την αναδρομική επανεξέταση και αναθεώρηση τόσο σοβαρών ιδεολογικών ζητημάτων κάτω από το πρίσμα της πρόσφατης εξέλιξης συγκεκριμένων πολιτικών ζητημάτων. Με δυο λόγια: Αν το βασικό που έδωσε η κινεζική επανάσταση και προσωπικά ο Μάο Τσετούνγκ δεν έχουν καμιά σχέση με το μαρξισμό-λενινισμό, τότε το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα έχει απόλυτα και ολόπλευρα την ευθύνη γιατί επί δεκαπέντε χρόνια έλεγε το αντίθετο και προσανατόλιζε τελείως στραβά όσους πίστευαν στις διακηρύξεις του.
Η συζήτηση για το αν κάποιο κόμμα στο παρελθόν αποκάλεσε τον Μάο Τσετούνγκ «κλασσικό» ή απλά «μεγάλο» δεν μπορεί να γίνει δεκτή σαν υπεύθυνη και σοβαρή τοποθέτηση στο συζητούμενο ζήτημα που δεν έχει πια σχέση με το πόσο σπουδαίος είναι ο Μάο, αλλά με το αν πρέπει ή όχι να πεταχτεί ολόκληρος στα σκουπίδια.
Γίνεται αναφορά στο φιλοσοφικό έργο του Μάο για τις αντιθέσεις, καθώς και για την ενότητα και την πάλη των αντιθέτων, για να βγει το συμπέρασμα ότι πίσω απ’ αυτό κρύβονται οι οπορτουνιστικές και αντεπαναστατικές θέσεις του. Επισημαίνεται η κριτική που έχει διατυπώσει για το ίδιο ζήτημα ο Μάο Τσετούνγκ για τον Στάλιν για να του αποδοθεί ότι βλέπει μηχανικά τα αντίθετα σαν εξωτερικά φαινόμενα και φαντάζεται τη μετατροπή των αντιθέτων σαν απλή αλλαγή θέσεων μεταξύ τους. Αυτή η κριτική έχει, καθώς θα φανεί πιο κάτω, μια γενικότερη σημασία, γιατί συνδέεται με την πορεία που χάραξε το ΚΚ Κίνας την εποχή του Μάο με την ερμηνεία που έδωσε ο Μάο και το ΚΚ Κίνας στην εξέλιξη του ΚΚΣΕ και της ΕΣΣΔ μετά το θάνατο του Στάλιν και με σειρά από άλλα ζητήματα.

Τι καινούριο πρόσθεσε το έργο του Μάο στη μαρξιστική σκέψη

«Ήδη έχουμε καταφέρει μεγάλες νίκες. Αλλά η νικημένη τάξη θα παλέψει ακόμη. Αυτοί οι άνθρωποι είναι πάντα παρόντες και αυτή η τάξη το ίδιο. Γι’ αυτό δεν μπορούμε να μιλάμε για τελική νίκη. Ακόμη και για τις επόμενες δεκαετίες. Δεν πρέπει να χαλαρώσουμε την επαγρύπνησή μας. Σύμφωνα με τη λενινιστική άποψη, η τελική νίκη μιας σοσιαλιστικής χώρας ζητά όχι μόνο τις προσπάθειες του προλεταριάτου και των πλατιών λαϊκών μαζών αυτής της χώρας, αλλά εξαρτάται ακόμα από τη νίκη της παγκόσμιας επανάστασης, της κατάργησης πάνω στη γη του συστήματος της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, που θα χειραφετήσει ολόκληρη την ανθρωπότητα. Κατά συνέπεια, το να μιλάμε επιπόλαια για οριστική νίκη της επανάστασής μας είναι σφάλμα, είναι αντιλενινιστικό. Ακόμη περισσότερο, αυτό δεν συμβαδίζει με την πραγματικότητα». Μάο Τσετούνγκ

Είναι «αντιλενινιστικό», λέει ο Μάο κι ακόμα παραπάνω: «Δεν συμβαδίζει με την πραγματικότητα». Κι έχει δίκιο να εκφράζεται μ’ αυτόν τον τρόπο, όταν είναι γνωστή η παραποίηση που γίνεται στην ουσία της σκέψης των επαναστατών που με το έργο τους καταξιώθηκαν στις συνειδήσεις των καταπιεζόμενων της γης.
Η πραγματικότητα την οποία επικαλείται ο Μάο Τσετούνγκ του δίνει απόλυτα δίκιο: Αν απορρίπταμε τις βασικές του θέσεις, θα ήμασταν υποχρεωμένοι να προστρέξουμε στη μεταφυσική για να εξηγήσουμε την εμφάνιση του Λιού Σαοσί, την επιβολή του Τενγκ Χσιάο Πινγκ, του Χρουστσόφ ή του Μπρέζνιεφ.
Πέρα όμως απ’ αυτά που έδωσε η ιστορική πείρα της δικτατορίας του προλεταριάτου, δηλαδή η πραγματικότητα που από πρώτη ακόμη ματιά, δικαιώνει τις αντιλήψεις του Μάο, ας κοιτάξουμε τη ρίζα του ζητήματος.
Είναι η πρώτη φορά, όπως σωστά επισημαίνεται, στα υλικά του 9ου Συνεδρίου του ΚΚ Κίνας, που μέσα στη θεωρία και στην πράξη του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος διατυπώθηκε με ολοκάθαρο τρόπο ότι οι τάξεις και η ταξική πάλη υπάρχουν ακόμα μετά τη βασική ολοκλήρωση του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού σ’ ό,τι αφορά την ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής και ότι το προλεταριάτο οφείλει να συνεχίσει την επανάσταση.
Πράγματι, αν παρά το γεγονός ότι το έργο του Μάο αποτελεί ένα ενιαίο σύνολο, θελήσουμε να ξεχωρίσουμε τη σημαντικότερη προσφορά του, εκείνο δηλαδή που αποτελεί κάτι το καινούριο στα όσα ήδη έχει δώσει η θεωρία και η πρακτική του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, αυτό είναι η συνεισφορά του στη μελέτη των αντιθέσεων στις συνθήκες της δικτατορίας του προλεταριάτου και στη διεξαγωγή της ταξικής πάλης για τη νίκη του προλεταριάτου και των λαϊκών μαζών ενάντια στην αστική τάξη. Το έργο του Μάο σε σημαντικό βαθμό στηρίχτηκε στην πείρα της δικτατορίας του προλεταριάτου στην ΕΣΣΔ. Ανάλογο ιστορικό προηγούμενο δεν υπήρχε φυσικά στην ΕΣΣΔ, που αποτελώντας από ιστορική άποψη εξέλιξη του δρόμου που άνοιξε η Οκτωβριανή Επανάσταση και η εγκαθίδρυση της πρώτης στον κόσμο δικτατορίας του προλεταριάτου, το ΚΚΣΕ με επικεφαλής τον Στάλιν βάδισε σε τελείως ανεξερεύνητους δρόμους. Ο ίδιος ο Μάο μιλώντας για τα σφάλματα του Στάλιν αναφέρεται στην έλλειψη πείρας και στο ότι το σοβιετικό καθεστώς δεν είχε ακόμα σταθεροποιηθεί αρκετά ώστε να αντισταθεί σε όλες τις επιδράσεις των παλιών εποχών. Και προσθέτει ότι τα σφάλματα που έγιναν στην ΕΣΣΔ την εποχή του Στάλιν ανάγονται κυρίως στον τομέα της ιδεολογίας και της γνώσης. Αν λοιπόν ο Μάο στον τομέα της πράξης σύμφωνα με τη διαλεκτική σκέψη που διακρίνει το έργο του δέχεται την πραγματοποίηση ορισμένων σφαλμάτων σαν λογική συνέπεια της απουσίας προηγούμενης ιστορικής πείρας και τονίζει τη σημασία της ύπαρξης μιας προηγούμενης θετικής και αρνητικής πείρας (τις δικτατορίας του προλεταριάτου στην ΕΣΣΔ) για την αποφυγή των ίδιων τουλάχιστον σφαλμάτων στην πάλη για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση της Κίνας, εκεί που ασκεί την οξύτερη κριτική στο Στάλιν είναι στο μέτωπο της φιλοσοφίας.
Πριν προχωρήσουμε στο ζήτημα, με τη σύντομη αυτή εισαγωγή, χρειάζεται να επισημανθούν δύο πράγματα: Το πρώτο είναι ότι η συνεισφορά του Μάο για τη διεξαγωγή της ταξικής πάλης στις συνθήκες της δικτατορίας του προλεταριάτου και γενικότερα στο έργο του στηρίζεται στην μελέτη και ανάπτυξη των αντιθέσεων και στη θεωρία της ενότητας των αντιθέτων, δηλαδή στην ίδια τη διαλεκτική όπως την ορίζει ο Λένιν, που συχνά ο Μάο τον παραθέτει στο κεφάλαιο αυτό. Το δεύτερο είναι ότι στη βάση της φιλοσοφικής σκέψης του Μάο, εντοπίζεται η ουσία της νέας προσφοράς του, σε σχέση με ό,τι είχε προηγηθεί στην ΕΣΣΔ, με δυο λόγια των νέων στοιχείων που προστέθηκαν στον προσανατολισμό της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην Κίνα με βάση την πείρα που έδινε η οικοδόμηση του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Βέβαια, η φιλοσοφική σκέψη του Μάο δεν αποτελεί ολωσδιόλου καινοτομία, με την έννοια ότι κινείται στα πλαίσια των νόμων της διαλεκτικής, όπως την ανάπτυξαν ο Μαρξ, ο Ένγκελς, ο Λένιν και ο Στάλιν (πέρα από την κριτική που γίνεται από το Μάο στο κεφάλαιο αυτό), αλλά αποτελεί ένα παραπέρα βάθεμα και μια ουσιαστική ανάπτυξη της διαλεκτικής (ενότητας και πάλης) των αντιθέτων στην κοινωνία γενικά και στη σοσιαλιστική κοινωνία ειδικότερα.
Ας προσθέσουμε μια τρίτη παρατήρηση: «Ο μαρξισμός», λέει ο Μάο, «αναπτύσσεται μέσα από την πάλη ενάντια στην αστική και μικροαστική ιδεολογία και μόνο μέσα από την πάλη μπορεί να αναπτυχθεί. Στη φιλοσοφία», λέει, «ο υλισμός και ο ιδεαλισμός σχηματίζουν μια ενότητα αντιθέτων και παλεύουν ανάμεσά του. Το ίδιο συμβαίνει με τη διαλεκτική και τη μεταφυσική». Και συμπεραίνει: «Στη σοβιετική ένωση σήμερα αγνοούν τα ”ζευγάρια” αυτά και ασχολούνται μόνο με τα ”μονά”, υποστηρίζοντας πως εκεί φυτρώνουν μονάχα μυρωδάτα λουλούδια και καθόλου δηλητηριώδη ζιζάνια και λέγοντας πως δεν υπάρχει ιδεαλισμός και μεταφυσική σε μια σοσιαλιστική χώρα». «Αν δεν ξέρετε τίποτα για τον ιδεαλισμό και τη μεταφυσική», λέει ο Μάο, «αν δεν έχετε διεξάγει ποτέ έναν αγώνα ενάντιά τους, ο υλισμός και η διαλεκτική σας δεν θα είναι σταθεροί». «Πρέπει να μελετήστε τον Καντ, το Χέγκελ, τον Κομφούκιο και Τσανγκ Κάι Σεκ, που είναι όλοι τους αρνητικό υλικό»… «Αν δεν μελετήσετε την αρνητική πλευρά, δεν θα μπορέσετε να τη χτυπήσετε»…
Κι ολοκληρώνει τη σκέψη του: «Το ωραίο υπάρχει σε αντίθεση με το άσχημο και αναπτύσσεται στην πάλη ενάντιά του». Για να συμπεράνει: «Είναι μια επικίνδυνη πολιτική να απαγορεύουμε στους ανθρώπους να έρχονται σε επαφή με το ψέμα, το άσχημο και το εχθρικό, με τον ιδεαλισμό και τη μεταφυσική, τις ανοησίες του Κομφούκιου, του Λάο Τσου και του Τσανγκ Κάισεκ. Αυτό θα μας οδηγήσει σε διανοητικό εκφυλισμό, στη μονομέρεια της σκέψης μας και στην έλλειψη ετοιμότητας για να αντιμετωπίσουμε τον κόσμο και να απαντήσουμε στις προκλήσεις».
Οι θέσεις αυτές χρησιμοποιούνται ωστόσο για να αποδειχτεί ότι ο Μάο είναι συμφιλιωτικός απέναντι σε κάθε τι το αντιδραστικό, ότι τάσσεται υπέρ της συνύπαρξης της αστικής τάξης και του προλεταριάτου στο εποικοδόμημα και φυσικά και στην οικονομική βάση.

Η συμβολή του Μάο Τσετούνγκ στον τομέα της φιλοσοφίας

Ο αγώνας στο μέτωπο της φιλοσοφίας είναι στενά δεμένος με τον αγώνα στο πολιτικό και οικονομικό μέτωπο (το οποίο εξάλλου υπηρετεί), με την πάλη και την ανάπτυξη δηλαδή της κοινωνίας στο σύνολό της. Τα φιλοσοφικά έργα του Μάο έχουν γραφτεί σε συγκεκριμένες περιόδους όπου το κόμμα αντιμετωπίζει λαθεμένες απόψεις ή διάφορες οπορτουνιστικές παρεκκλίσεις στις γραμμές του.
Με κίνδυνο να υπεραπλουστεύσουμε ή και να μεταφέρουμε χωρίς την απαιτούμενη ακρίβεια ιδέες που μπορεί να κατανοήσει κανείς καλύτερα προστρέχοντας στα ίδια τα έργα του Μάο, θα μπορούσαμε να συνοψίσουμε τη φιλοσοφική του σκέψη στις παρακάτω βασικές θέσεις. Οι θέσεις αυτές διευκολύνουν στην κατανόηση του έργου του Μάο στους υπόλοιπους τομείς. Τις παραθέτουμε γιατί ερμηνεύουν σωστά τις βασικές πολιτικές κατευθύνσεις που υιοθέτησε το ΚΚ Κίνας κάτω απ’ την καθοδήγηση του Μάο Τσετούνγκ:
Η εξέλιξη και ο μετασχηματισμός του υλικού κόσμου αλλά και της ανθρώπινης γνώσης γενικότερα στην εξέλιξη τόσο των φυσικών φαινομένων όσο και όλων των εκδηλώσεων της κοινωνικής ζωής αποτελούν μια διαρκή, αιώνια, ατελεύτητη κίνηση. Κινητήρια δύναμη της εξέλιξης αυτής είναι η ανάπτυξη των εσωτερικών αντιθέσεων των πραγμάτων ή των φαινομένων, φυσικών ή κοινωνικών, ενώ τα εξωτερικά αίτια συνιστούν την προϋπόθεση των μεταβολών. Η κίνηση για την οποία γίνεται λόγος έχει τη μορφή της κυκλικής επανάληψης. Ωστόσο το περιεχόμενο κάθε νέου κύκλου ανεβαίνει κάθε φορά σε ψηλότερο επίπεδο. Με δυο λόγια η εξέλιξη των φυσικών και κοινωνικών φαινομένων, όπως και των πραγμάτων, δεν έχει τη μορφή μιας ευθύγραμμης κίνησης, αλλά μιας σπειροειδούς -προς τα άνω- πορείας.
Οι βασικές ιδέες του Μάο Τσετούνγκ περιλαμβάνονται στα δυο γνωστά έργα του «Για την πράξη» και «Για τις αντιθέσεις» που γράφτηκαν στο Γενάν. Αν και γραμμένα στα 1937, δώδεκα χρόνια δηλαδή πριν από την απελευθέρωση της Κίνας, περικλείουν τη βάση στην οποία οικοδομήθηκε είκοσι χρόνια αργότερα η βασική θέση του Μάο για τη διεξαγωγή της ταξικής πάλης στις συνθήκες της δικτατορίας του προλεταριάτου.
Αναφερόμενος στη σπειροειδή αυτή κίνηση με την οποία αναπαριστάνει την εξέλιξη των πραγμάτων και των φαινομένων συμπεριλαμβανομένης και της εξέλιξης της ανθρώπινης νόησης, και της γνώσης ο Μάο εξηγεί το πέρασμα απ’ την αισθητηριακή γνώση στην ορθολογική γνώση κι από εκεί στην καθοδήγηση της επαναστατικής πράξης, στο μετασχηματισμό του υποκειμενικού και του αντικειμενικού κόσμου: «Πράξη, γνώση και ύστερα πάλι πράξη, γνώση. Η μορφή αυτή της κυκλικής επανάληψης είναι ατελεύτητη. Το περιεχόμενο των κύκλων αυτών της πράξης και της γνώσης ανεβαίνει κάθε φορά σε πιο ψηλό επίπεδο».
Με ανάλογο τρόπο εξηγεί ο Μάο την εξέλιξη του ταξικού αγώνα, «αγώνας, αποτυχία, καινούριος αγώνας, καινούρια αποτυχία κι αυτά ως τη νίκη» δηλαδή μέχρι τη λύση μιας (της κύριας) αντίθεσης με τον μετασχηματισμό τής μιας πλευράς της στο αντίθετό της.
Και ανατρέποντας μια στατική και συνεπώς αντιδιαλεκτική αντίληψη που εκδηλώθηκε στο κομμουνιστικό κίνημα, και που ιδιαίτερα χρησιμοποιήθηκε από το ρεβιζιονισμό με στόχο την επιβολή της κυριαρχίας του, σύμφωνα με την οποία οι αντιθέσεις, η ταξική πάλη και η επανάσταση πρέπει να πάρουν τέλος -απ’ τη στιγμή φυσικά που ο ρεβιζιονισμός γίνεται εξουσία σε κρατικό επίπεδο αλλά ακόμη και στο επίπεδο του κόμματος σε μια καπιταλιστική χώρα- ο Μάο, με ιδιαίτερη έμφαση τόνισε ότι αντιθέσεις, άρα και πάλη, άρα και ανάγκη να γίνει επανάσταση, θα εξακολουθήσουν να υπάρχουν ακόμα και σε δέκα χιλιάδες χρόνια.
Απέναντι στο δογματισμό ξεκαθαρίζει: «Το συμπέρασμά μας είναι πως τασσόμαστε υπέρ της συγκεκριμένης ιστορικής ενότητας του υποκειμενικού και του αντικειμενικού της θεωρίας και της πράξης, των γνώσεων και της δράσης. Η ρήξη ανάμεσα στο υποκειμενικό και το αντικειμενικό, η απόσπαση της γνώσης από την πράξη, αποτελούν τα χαρακτηριστικά του ιδεαλισμού και του μηχανιστικού υλισμού, του οπορτουνισμού και του τυχοδιωκτισμού». Κι επανερχόμενος σ’ αυτή τη στατική αντίληψη που αναφέραμε πιο πάνω έλεγε ότι η μεταφυσική, όπως και ο αγοραίος εξελικτισμός θεωρούν όλα τα πράγματα στον κόσμο σαν απομονωμένα, σε κατάσταση ανάπαυλας, τα θεωρούν μονόπλευρα.
Ο Μάο χωρίς, όπως ήδη αναφέρθηκε, να κινείται έξω απ’ ό,τι έδωσε στο κεφάλαιο των αντιθέσεων η μαρξιστική-λενινιστική σκέψη μέχρι την εποχή του, είναι ο πρώτος που τις αναλύει στο φιλοσοφικό επίπεδο τόσο πολύπλευρα, αλλά και που συνδέει στενά τις ιδέες του στο φιλοσοφικό τομέα με τη συγκεκριμένη επαναστατική πρακτική.
Καθορίζοντας την κίνηση των αντιθέσεων των πραγμάτων και των φαινομένων διατυπώνει τις εξής βασικές θέσεις:
Οι αντιθέσεις υπάρχουν μέσα στο προτσές ανάπτυξης όλων των πραγμάτων και όλων των φαινομένων και μέσα στο προτσές ανάπτυξης κάθε πράγματος ή φαινομένου, η κίνηση των αντιθέσεων υπάρχει από την αρχή ως το τέλος. Χρειάζεται να προσεχτεί η θέση που διατυπώνει εδώ ο Μάο, που φωτίζει αρκετά καλά και ορισμένα βασικά χαρακτηριστικά της πολιτικής του ρεβιζιονισμού, αλλά και ορισμένες βασικές παρεξηγήσεις που κατά καιρούς γίνονται στη δική μας σκέψη σχετικά με την ανάπτυξη των αντιθέσεων στα πλαίσια ενός κόμματος αλλά και σ’ ένα κράτος της δικτατορίας του προλεταριάτου. Και γενικεύει το συμπέρασμά του με σαφή τρόπο: «Η αλληλεξάρτηση και η πάλη των αντιθέτων, που είναι σύμφυτα με κάθε πράγμα, με κάθε φαινόμενο, προσδιορίζουν τη ζωή όλων των πραγμάτων και όλων των φαινομένων, οδηγούν σε ανάπτυξη όλα τα πράγματα και όλα τα φαινόμενα. Δεν υπάρχει πράγμα που δεν κλείνει μέσα του αντιθέσεις. Χωρίς αντιθέσεις δεν θα υπήρχε σύμπαν». Χρειάζεται ίσως εδώ να σημειώσουμε ότι η διαλεκτική αυτή σκέψη του Μάο εξηγεί θαυμάσια την άποψή του για την αντανάκλαση των ταξικών αντιθέσεων μέσα στο προλεταριακό κόμμα, δηλαδή το αναπόφευκτο της ύπαρξης και της ανάπτυξής τους. Η άποψη που αποδίδεται στο Μάο ότι ο ίδιος παίρνει θέση υπέρ της ταξικής συνύπαρξης της αστικής τάξης και του προλεταριάτου, τόσο στη σοσιαλιστική κοινωνία, ευρύτερα, όσο και στο κόμμα, εκτός από το ότι δεν προκύπτει από πουθενά, έρχεται σε ριζική αντίθεση με τις βασικές φιλοσοφικές θέσεις του αλλά και με το πρακτικό επαναστατικό του έργο.
Λέει ακόμα ο Μάο πως ένα νέο προτσές, σημαίνει πως η παλιά ενότητα και τα αντίθετα που τη συγκροτούν, παραχωρούν τη θέση τους σε μια νέα ενότητα και στα νέα αντίθετά της. Το παλιό προτσές τελειώνει, αρχίζει το νέο που κι αυτό κλείνει μέσα του νέες αντιθέσεις.
Πέρα από το ότι οι αντιθέσεις είναι σύμφυτες σε κάθε πράγμα και σε κάθε φαινόμενο και διαπερνούν όλο το προτσές της ανάπτυξης κάθε πράγματος και κάθε φαινομένου έχουν τόσο οι ίδιες οι αντιθέσεις όσο και καθεμιά από τις αντιτιθέμενες πλευρές τους τις ιδιομορφίες τους. Γι’ αυτό «αντιθέσεις ποιοτικά διάφορες δεν μπορούν να λυθούν παρά με μεθόδους ποιοτικά διάφορες». Η βασική αυτή άποψη καταλαμβάνει κεντρική θέση -όπως είναι γνωστό- στο έργο του Μάο Τσετούνγκ.
Εξίσου κεντρική θέση στο έργο του Μάο -όχι μόνο το φιλοσοφικό- έχει η ανάλυση για την κύρια αντίθεση και την κύρια πλευρά της αντίθεσης. Σε κάθε πολύπλοκο προτσές ανάπτυξης των φαινομένων, υπάρχουν πολλές αντιθέσεις, από τις οποίες μια σε καθένα από τα στάδια της ανάπτυξής του παίζει πρωτεύοντα ρόλο και η προσοχή πρέπει συνεπώς να συγκεντρώνεται σ’ αυτήν όταν αντιμετωπίζεται ή μελετιέται το προτσές αυτό. Μια κύρια αντίθεση μπορεί κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες να μετατραπεί σε δευτερεύουσα και το αντίθετο. Αλλά και σε κάθε αντίθεση, κύρια ή δευτερεύουσα, τα αντιτιθέμενα μέρη της αναπτύσσονται άνισα, υπάρχει δηλαδή σε κάθε αντίθεση η κύρια και η δευτερεύουσα πλευρά της, που σε ένα καθορισμένο στάδιο της ανάπτυξης της αντίθεσης μετατρέπεται η μια στην άλλη και επομένως μεταβάλλεται και ο χαρακτήρας των φαινομένων. Στο κεφάλαιο αυτό ο Μάο διατυπώνει την παρακάτω σημαντική παρατήρηση απαντώντας σ’ όσους πιστεύουν ότι σ’ ορισμένες αντιθέσεις δεν εφαρμόζεται η θέση για την μεταβολή της σχετικής θέσης των πλευρών τους σε κάποιο στάδιο της ανάπτυξης της αντίθεσης. Αναφέρεται γι’ αυτό στις αντιθέσεις ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στις παραγωγικές σχέσεις, ανάμεσα στη θεωρία και στην πράξη, ανάμεσα στην οικονομική βάση και στο εποικοδόμημα, στις οποίες σύμφωνα με τον διαλεκτικό υλισμό, την κύρια πλευρά αποτελούν οι παραγωγικές δυνάμεις, η πράξη και η οικονομική βάση αντίστοιχα και αφού αποτελούν την κύρια πλευρά, έχουν συμπεράνει κατά καιρούς ορισμένοι ότι δεν υφίσταται η αντίστοιχη θέση των πλευρών, καμιά μεταβολή. Ο Μάο παρατηρεί σχετικά:
«Μέσα σε καθορισμένες συνθήκες, οι σχέσεις παραγωγής, όπως και η θεωρία ή το εποικοδόμημα, μπορούν με τη σειρά τους να παίξουν τον αποφασιστικό, τον κύριο ρόλο. Όταν χωρίς την αλλαγή των σχέσεων παραγωγής οι παραγωγικές δυνάμεις δεν μπορούν πια να αναπτυχθούν, η αλλαγή των σχέσεων παραγωγής παίζει τον κύριο, τον αποφασιστικό ρόλο. Εφόσον, σύμφωνα με τα λόγια του Λένιν, ”χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα” η δημιουργία και η διάδοση της επαναστατικής θεωρίας παίζουν τον κύριο τον αποφασιστικό ρόλο… Όταν το πολιτικό, πολιτιστικό κ.λπ. εποικοδόμημα εμποδίζει την ανάπτυξη της οικονομικής βάσης, τότε οι πολιτικοί και οι πολιτιστικοί μετασχηματισμοί αποκτούν ουσιαστική, αποφασιστική σημασία. Μήπως οι θέσεις αυτές έρχονται σε αντίθεση με τον υλισμό; Όχι γιατί ενώ παραδεχόμαστε πως στη γενική πορεία της ιστορικής ανάπτυξη, το υλικό καθορίζει το πνευματικό, το κοινωνικό είναι καθορίζει την κοινωνική συνείδηση, ταυτόχρονα αναγνωρίζουμε και θα αναγνωρίσουμε την αντίστροφη επενέργεια της κοινωνικής συνείδησης στο κοινωνικό είναι, του εποικοδομήματος στην οικονομική βάση. Αντιμετωπίζοντας έτσι τα πράγματα δεν ερχόμαστε σε αντίθεση με τον υλισμό, ίσα-ίσα, με το να απορρίπτουμε το μηχανικό υλισμό, υπερασπίζουμε το διαλεκτικό υλισμό».
Η σχέση των παραπάνω θέσεων που διατυπώθηκαν σε χρόνο ανύποπτο με την εξαπόλυση του Μεγάλου Άλματος και ακόμα περισσότερο της Μεγάλης Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης, είναι ολοφάνερες.

Ταυτότητα και πάλη των αντιθέσεων

«Τίποτα στον κόσμο δεν αναπτύσσεται κατά τρόπο εντελώς ομαλό» (Μάο Τσετούνγκ, «Για τις αντιθέσεις»)

Η ταυτότητα των αντιθέσεων, όπως την εξηγεί ο Μάο, σημαίνει ότι καθεμιά από τις δυο πλευρές οποιασδήποτε αντίθεσης μέσα το προτσές ανάπτυξης των φαινομένων, προϋποθέτει την ύπαρξη της άλλης αντίθετης πλευράς και οι δυο τους συνυπάρχουν στην ενότητα. Ακόμα ότι η κάθε μια απ’ τις δυο αντίθετες πλευρές, κάτω από καθορισμένες συνθήκες μετασχηματίζεται στο αντίθετό της. Η ταυτότητα των αντιθέτων είναι δυνατή μόνο σε καθορισμένες, απαραίτητες γι’ αυτό συνθήκες, γι’ αυτό είναι εξαρτημένη, σχετική. Η πάλη των αντιθέτων υπάρχει παντού, χωρίς καμιά εξαίρεση και γι’ αυτό είναι απροσδιόριστη, απόλυτη. Λέει ο Μάο:
«Η ένωση εξαρτημένης και σχετικής ενότητας με την απροσδιόριστη και απόλυτη πάλη σχηματίζει την κίνηση των αντιθέτων σε όλα τα φαινόμενα».
Ο Μάο στο σχετικό κεφάλαιο των αντιθέσεων παραθέτει τον Λένιν στου οποίου εξάλλου τα κείμενα βασίζεται και η δικιά του ανάπτυξη:
«Η διαλεκτική είναι η θεωρία που δείχνει πως τα αντίθετα μπορούν να είναι και συνήθως είναι (και γίνονται) ταυτόσημα -σε ποιες συνθήκες είναι ταυτόσημα ενώ μετασχηματίζονται το ένα στο άλλο- γιατί η ανθρώπινη νόηση δεν πρέπει να θεωρεί τα αντίθετα αυτά σα νεκρά, απολιθωμένα, αλλά σαν ζωντανά, εξαρτημένα, κινητά, που μετασχηματίζονται το ένα στο άλλο». Λέει ακόμη: «Η ενότητα (σύμπτωση, ταυτότητα, ισοδύναμο) των αντιθέτων είναι εξαρτημένη, παροδική, σχετική. Η πάλη μεταξύ των αμοιβαία αποκλειόμενων αντιθέτων είναι απόλυτη, όπως απόλυτες είναι η ανάπτυξη, η κίνηση».
Στεκόμαστε κάπως ξεχωριστά εδώ γιατί πρόκειται για κεφάλαιο που καθώς αρχικά είπαμε, ο Μάο κριτικάρει τον Στάλιν.
Η κριτική του Μάο στον Στάλιν περιλαμβάνεται σε ομιλία του σε μια συνδιάσκεψη γραμματέων κομματικών επιτροπών που έγινε στις αρχές του 1957. Αφορά κατ’ αρχήν το κεφάλαιο «διαλεκτικός και ιστορικός υλισμός» από τη Σύντομη Ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος της Σοβιετικής Ένωσης (Μπολσεβίκων) και την ερμηνεία της ταυτότητας στο Επίτομο Φιλοσοφικό Λεξικό. Χρειάζεται να γίνουν εδώ δυο παρατηρήσεις. Η πρώτη, ότι η ιστορία αυτή και συνεπώς το κεφάλαιο για τον «διαλεκτικό και ιστορικό υλισμό» έχουν γραφτεί την ίδια ακριβώς περίοδο που γραφόταν το «Για την πράξη» και «Για τις αντιθέσεις», που σημαίνει ότι ο Μάο δεν είχε υπόψη του το έργο του Στάλιν. Η δεύτερη παρατήρηση είναι ότι ο Μάο στα 1941 συνιστά την υιοθέτηση της Σύντομης Ιστορίας του ΚΚΣΕ (μπ) σαν βασικού υλικού για τη μελέτη του μαρξισμού-λενινισμού που το θεωρεί σαν «την καλύτερη σύνθεση, τον καλύτερο απολογισμό του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος των εκατό τελευταίων χρόνων, σαν το υπόδειγμα της ένωσης θεωρίας και πράξης, το μοναδικό ολοκληρωμένο υπόδειγμα που υπάρχει στον κόσμο».
Πέρα απ’ αυτά, ο Μάο στέκεται στο πρώτο και ιδιαίτερα στο τέταρτο απ ‘τα γνωρίσματα της διαλεκτικής, όπως τα παραθέτει ο Στάλιν στο κεφάλαιο της Σύντομης Ιστορίας που προαναφέραμε. Στο μεν πρώτο σημείο αμφισβητεί την ορθότητα της άποψης για την αλληλοεξάρτηση όλων των πραγμάτων, λέγοντας πως αυτή δεν είναι άλλη από τις δυο αντίθετες πλευρές ενός πράγματος. Στο τέταρτο σημείο απορρίπτει σαν αντιδιαλεκτική τη θέση του Στάλιν που βλέπει μόνο την πάλη και όχι την ενότητα των αντιθέτων. Την άποψη αυτή τη βλέπει πιο καθαρά διατυπωμένη στο Επίτομο Φιλοσοφικό Λεξικό, στην ερμηνεία της «ταυτότητας» όπου γράφεται: «Δεν μπορεί να υπάρχει καμιά ταυτότητα ανάμεσα στον πόλεμο και την ειρήνη, ανάμεσα στην αστική τάξη και το προλεταριάτο, ανάμεσα στη ζωή και το θάνατο και ανάμεσα σε άλλα τέτοια φαινόμενα, γιατί είναι θεμελιακά αντίθετα το ένα με το άλλο και αποκλείονται αμοιβαία».
Πριν αναφερθούμε στην άποψη του Μάο πρέπει να προσθέσουμε ότι γενικά αποδίδεται στο Μάο ότι δεν ξεκινάει από μαρξιστικές θέσεις, μα από τις θέσεις των αρχαίων κινέζων φιλοσόφων, ότι βλέπει μηχανικά τα αντίθετα σαν εξωτερικά φαινόμενα και ότι φαντάζεται τη μετατροπή των αντιθέτων σαν απλή αλλαγή θέσεων μεταξύ τους, ότι χρησιμοποιώντας μερικά τέτοια αιώνια αντίθετα που πήρε από την αρχαία φιλοσοφία, ο Μάο Τσετούνγκ ουσιαστικά αρνείται τις εσωτερικές αντιθέσεις στα ίδια τα πράγματα και στα φαινόμενα και χειρίζεται την εξέλιξη σαν μια απλή επανάληψη, σαν αλυσίδα αμετάβλητων καταστάσεων στις οποίες παρατηρούνται τα ίδια αντίθετα και ο ίδιος συσχετισμός ανάμεσά τους, ότι εννοεί τη μετατροπή των αντιθέτων στο αντίθετό τους σαν απλή αλλαγή θέσεων κι όχι σαν λύση της αντίθεσης και σαν ποιοτική αλλαγή του ίδιου του φαινομένου.
Η απάντηση του Μάο στις κριτικές περιέχεται στο κείμενο που προαναφέραμε, όπου αναλύει περισσότερο τις αντιλήψεις που έχει ήδη διατυπώσει στις «Αντιθέσεις». Λέει σχετικά:
«Ο Λένιν μνημονεύει τον Κλαούζεβιτς: «Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα». Η πάλη σε περίοδο ειρήνης είναι η πολιτική, το ίδιο και ο πόλεμος, αν και χρησιμοποιούνται ορισμένα ειδικά μέσα. Ο πόλεμος και η ειρήνη και αποκλείονται αμοιβαία και μπορούν να μετατραπούν το ένα στο άλλο κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες. Αν δε σιγοβράζει ο πόλεμος σε καιρό ειρήνης, πως είναι δυνατό να ξεσπάσει ξαφνικά; Αν δεν σιγοβράζει η ειρήνη σε καιρό πολέμου, πώς μπορεί να εμφανιστεί ξαφνικά;
Αν η ζωή και ο θάνατος δεν μπορούν να μετατραπούν το ένα στο άλλο, τότε πέστε μου σας παρακαλώ, από πού προέρχονται τα πράγματα που ζούνε; Αρχικά υπήρχε στη γη μόνο άψυχη ύλη και τα ζωντανά πράγματα δεν εμφανίστηκαν παρά πολύ αργότερα, όταν μετασχηματίστηκε η νεκρή ύλη δηλαδή το πεθαμένο. Κάθε ζωντανό πράγμα περνάει μέσα από μια διαδικασία εξέλιξης: μεγαλώνει, αναπαράγεται και εξαφανίζεται. Ενώ η ζωή προχωράει, η ζωή και ο θάνατος βρίσκονται σε αδιάκοπη πάλη και συνεχώς μετασχηματίζονται το ένα στο άλλο.
Αν η αστική τάξη και το προλεταριάτο δεν μπορούν να μετασχηματιστούν το ένα στο άλλο, πώς συμβαίνει μέσα από την επανάσταση το προλεταριάτο να γίνεται ο κυρίαρχος και η αστική τάξη ο κυριαρχούμενος; Ο Στάλιν δεν είδε τη σύνδεση ανάμεσα στην πάλη των αντιθέτων και την ενότητα των αντιθέτων. Μερικοί άνθρωποι στη Σοβιετική Ένωση είναι τόσο μεταφυσικοί και άκαμπτοι στη σκέψη τους, που νομίζουν ότι ένα πράγμα πρέπει να είναι είτε το ένα είτε το άλλο και αρνούνται να παραδεχτούν την ενότητα των αντιθέτων. Γι’ αυτό κάνουν πολιτικά λάθη. Εμείς είμαστε προσηλωμένοι στην αντίληψη της ενότητας των αντιθέτων και ακολουθούμε την πολιτική να αφήνουμε εκατό λουλούδια να ανθίζουν και εκατό σχολές να συναγωνίζονται. Όπου ανθίζουν μυρωδάτα λουλούδια, αναπόφευκτα θα βρείτε και δηλητηριώδη ζιζάνια. Αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να το φοβόμαστε, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες μπορεί κι αυτά να μετατραπούν σε καλά πράγματα».
Από πού λοιπόν προκύπτει η άποψη ότι ο Μάο δεν ξεκινάει από μαρξιστικές θέσεις, αλλά από θέσεις αρχαίων κινέζων φιλοσόφων;
Θα προσθέσουμε εδώ, αν και αναφέρεται σε κεφάλαιο που θα εξετάσουμε πιο κάτω, ότι στην κριτική που γίνεται στον Μάο, περιλαμβάνεται ειδική μνεία για τη θέση σχετικά με την ύπαρξη ανταγωνιστικών τάξεων σε όλη την περίοδο του σοσιαλισμού. Πρόκειται φυσικά για κρισιμότατο ζήτημα, όπου ο ρεβιζιονισμός και ο σοσιαλιμπεριαλισμός στην εξουσία έχουν προφανείς λόγους να δείχνονται εξαιρετικά επιθετικοί στις μαοϊκές αντιλήψεις. Μπαίνει το ερώτημα: Πώς, αν δεν γίνει δεκτή η άποψη αυτή του Μάο, μπορεί να ερμηνευτεί η παλινόρθωση του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ και στις άλλες ανατολικοευρωπαϊκές χώρες; Είναι αντίθετα αναμφισβήτητο ότι οι ιδέες του Μάο, δίνουν τη δυνατότητα ν’ αναλυθούν, χωρίς ανάγκη προσφυγής στη μεταφυσική, τέτοια φαινόμενα. Ξεκαθαρίζουμε: Δίνουν τη δυνατότητα κι όχι μια ολοκληρωμένη απάντηση. Γιατί αν και ο Μάο, ιδιαίτερα με τους πολιτικούς αγώνες που καθοδήγησε στα τέλη της δεκαετίας του 1960, έδωσε μέρος απ’ τις απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, έχει παράλληλα συχνά αναλάβει την άποψη ότι «το κοινωνικό σύστημα που υπάρχει σήμερα στη χώρα (εννοεί το σοσιαλιστικό) είναι απείρως ανώτερο απ’ το παλιό, γιατί αν δεν είχαν έτσι τα πράγματα, το παλιό σύστημα δεν θα ανατρεπόταν και θα ήταν αδύνατο να εγκαθιδρυθεί το καινούριο». Κι έτσι γίνεται αδύνατο να καταλάβουμε πώς ξαναεγκαθιδρύθηκε το παλιό δηλαδή το απείρως κατώτερο. Είναι πιθανό πως στο ζήτημα αυτό ο Μάο δεν εκφράζει σωστά την άποψη -που ολοκλήρωσε μεταγενέστερα και που προαναφέραμε- σύμφωνα με την οποία, οι παραγωγικές σχέσεις και το εποικοδόμημα κάτω από καθορισμένες συνθήκες μπορούν να παίξουν τον αποφασιστικό ρόλο.
Φαντάζεται ο Μάο τη μετατροπή των αντιθέτων σαν απλή αλλαγή θέσεων, χωρίς δηλαδή οι εσωτερικές αντιθέσεις των πραγμάτων και των φαινομένων αν οδηγούν σε ποιοτικούς μετασχηματισμούς; Ας προσθέσουμε, πέρα απ’ τα όσα δίνει η πράξη, την παρακάτω άποψη του Μάο, που συνοψίζει καλά στο ζήτημα αυτό τη σκέψη του:
«Η αντικατάσταση του παλιού από το καινούριο είναι γενικός και απαράγραπτος νόμος του σύμπαντος. Ο μετασχηματισμός με άλμα, ενός φαινομένου σε άλλο συντελείται με ποικίλες μορφές ανάλογα με το χαρακτήρα του ίδιου του φαινομένου και τις συνθήκες μέσα στις οποίες εκδηλώνεται αυτό. Τέτοιο είναι το προτσές αντικατάστασης του παλιού από το καινούριο. Σε κάθε φαινόμενο υπάρχει μια αντίθεση ανάμεσα στο καινούριο και το παλιό που γεννά μια σειρά αγώνες με ελικοειδή πορεία. Στο τέλος αυτών των αγώνων βλέπουμε το καινούριο να μεγαλώνει και να ανυψώνεται στον ηγετικό ρόλο. Το παλιό αντίθετα φθείρεται και εξαφανίζεται. Και μόλις το καινούριο υπερισχύσει απέναντι στο παλιό, το παλιό φαινόμενο μετασχηματίζεται ποιοτικά σε ένα νέο φαινόμενο. Από δω βγαίνει πως η ποιότητα των πραγμάτων και των φαινομένων καθορίζεται βασικά από την κύρια πλευρά της αντίθεσης που κατέχει κυρίαρχη θέση. Όταν αυτή μεταβάλλεται, τότε μεταβάλλεται αντίστοιχα και η ποιότητα του φαινομένου».

Τάξεις και ταξική πάλη στη σοσιαλιστική κοινωνία

Κλείνοντας το κεφάλαιο των αντιθέσεων ο Μάο κάνει τη διάκριση ανάμεσα στην αντίθεση και στον ανταγωνισμό, εξηγεί πως μια μη ανταγωνιστική αντίθεση μπορεί κάτω από καθορισμένες συνθήκες να μετατραπεί σ’ ανταγωνιστική σε κάποιο στάδιο της ανάπτυξής της και το αντίθετο. Εκεί κάνει λόγο για την αντανάκλαση των αντιθέσεων της ταξικής κοινωνίας στο κόμμα και την ανάπτυξη ανταγωνιστικών αντιθέσεων στις γραμμές του, που καθώς έχουμε κι άλλοτε εξηγήσει, στηρίζεται στον Μαρξ, στο Λένιν και ιδιαίτερα στα «Ζητήματα Λενινισμού» του Στάλιν τα οποία συχνά παραθέτει ο Μάο. Η άποψη του Μάο παραμένει στα 1937 αλλά ακόμα και στα 1957 όχι απόλυτα διευκρινισμένη σ’ αυτό το ζήτημα. Παραθέτει στις «Αντιθέσεις» το Λένιν που κάνοντας τη διάκριση ανταγωνισμού και αντίθεσης λέει ότι ο πρώτος θα εκλείψει στον σοσιαλισμό ενώ η δεύτερη θα συνεχίσει να υπάρχει. Ο Μάο υιοθετεί αυτή την άποψη εκείνη την εποχή. Την επαναλαμβάνει μάλιστα και είκοσι χρόνια μετά, στο άλλο σημαντικό έργο του «Για την ορθή λύση των αντιθέσεων στους κόλπους του λαού», που γράφτηκε λίγο μετά το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ. «Οι αντιθέσεις της σοσιαλιστικής κοινωνίας», λέει, «δεν είναι ανταγωνιστικές και μπορούν να επιλύνονται πάντοτε απ’ το ίδιο το σοσιαλιστικό σύστημα». Στο βιβλίο αυτό ο Μάο μιλάει για τους δυο ποιοτικά διαφορετικούς τύπους αντιθέσεων και για τις αντίστοιχες μεθόδους για την αντιμετώπισή τους. Κάτω απ’ το φως αυτής της αντίληψης αναλύει τις αντιθέσεις της σοσιαλιστικής κοινωνίας και υποδεικνύει μεθόδους για την αντιμετώπισή τους στην πάλη για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Με στόχο την ορθή λύση των αντιθέσεων στους κόλπους του λαού ο Μάο γράφει ότι «το προλεταριάτο δεν μπορεί να εκπληρώσει την αποστολή του παρά μόνο  όταν στηρίζεται στις λαϊκές μάζες και συνεπώς οι κομμουνιστές «κάνοντας δουλειά ανάμεσα τους εργαζόμενους πρέπει να εφαρμόζουν τις δημοκρατικές μεθόδους της πειθούς και της διαπαιδαγώγησης και δεν επιτρέπεται σε καμιά περίπτωση η χρησιμοποίηση διοικητικών διαταγών και μεθόδων εξαναγκασμού», μορφές που αντιστοιχούν για την αντιμετώπιση των αντιθέσεων με τους εχθρούς και προσδιορίζει: «Αυτή η δημοκρατία είναι μια δημοκρατία που κατευθύνεται απ’ το συγκεντρωτισμό, αυτή η ελευθερία είναι μια ελευθερία που καθοδηγείται».
Στα ίδια πλαίσια αναπτύσσει την πολιτική των «εκατό λουλουδιών». Έχουμε και στο ζήτημα αυτό αναφερθεί αναλυτικά σε σχετικά άρθρα για να ξεκαθαριστεί ότι η πολιτική αυτή δεν αφορά το κόμμα, ζήτημα στο οποίο οι θέσεις του Μάο αφορούν το ότι η αντανάκλαση των ταξικών αντιθέσεων της κοινωνίας, άρα και της ταξικής πάλης στις γραμμές του, είναι αναπόφευκτη, άποψη που στρέφεται ενάντια στην αστική γραμμή μέσα στο κόμμα και στη γραφειοκρατία, που ευνοεί το πέρασμά της και που γι’ αυτό σκόπιμα παραχαράζεται και χτυπιέται απ’ τους ρεβιζιονιστές. Αλλά πέρα από τη διάκριση ανάμεσα στην ορθή άποψη για το αναπόφευκτο της αντανάκλασης των ταξικών αντιθέσεων μέσα στο κόμμα στη διάρκεια της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και στην υποτιθέμενη άποψη του Μάο ότι τάσσεται υπέρ της συνύπαρξης του προλεταριάτου και της αστικής τάξης στη σοσιαλιστική κοινωνία και στο κόμμα, χρειάζεται να προσθέσουμε μερικές παρατηρήσεις για την πολιτική των «εκατό λουλουδιών».
Τα «εκατό λουλούδια» είναι η δημοκρατική μέθοδος για την αντιμετώπιση των αντιθέσεων στους κόλπους του λαού στον τομέα της λογοτεχνίας και της τέχνης. Αποτελεί συνεπώς τη λογική προέκταση της θέσης του Μάο για την υιοθέτηση των αντίστοιχων μεθόδων ανάλογα με την ποιότητα των αντιμετωπιζόμενων αντιθέσεων.
«Η εξαναγκαστική επιβολή ενός στυλ, μιας σχολής και η απαγόρευση ενός άλλου στυλ, μιας άλλης σχολής με διοικητικά μέτρα, θα ζημίωνε την ανάπτυξη της τέχνης και της επιστήμης», λέει ο Μάο. «Το ζήτημα για το τι είναι αληθινό και τι ψεύτικο στην τέχνη και στην επιστήμη πρέπει να λύνεται με την ελεύθερη συζήτηση στους καλλιτεχνικούς και επιστημονικούς κύκλους, πρέπει να λύνεται από την πράξη της τέχνης και της επιστήμης και όχι με απλουστευμένες μεθόδους».
Ο Μάο εξηγεί ότι παρά το γεγονός ότι στο σοσιαλισμό υπάρχουν ευνοϊκότατοι όροι για την ανάπτυξη νέων πραγμάτων, συχνά οι νέες δυνάμεις που γεννιούνται απωθούνται και οι νέες ιδέες καταπνίγονται, όχι από συνειδητή θέληση, αλλά επειδή και για να κατανοηθούν και για να φανεί τι είναι σωστό και τι λαθεμένο, χρειάζεται χρόνος.
Πέρα απ’ αυτό ο Μάο θεωρεί ότι ο μαρξισμός μπορεί να δυναμώσει με την ιδεολογική αντιπαράθεση, ενώ χωρίς αυτήν εκφυλίζεται. «Τα φυτά που μεγάλωσαν σε θερμοκήπια, δεν έχουν πιθανότητες να γίνουν γερά», λέει και προσθέτει ότι «αν ο μαρξισμός μπορούσε ν’ ανατραπεί με την κριτική δεν θ’ άξιζε τίποτα».
Φυσικά μια πολιτική σαν κι αυτή, απαιτεί διαρκή κίνηση, διαρκή δοκιμασία, διαρκές αναβάπτισμα στην κρίση και στην επιδοκιμασία ή στην αποδοκιμασία της εργατικής τάξης και των μαζών και προκαλεί ταραχή στους ρεβιζιονιστές αλλά και σε κάθε γραφειοκρατική εφησύχαση.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο κεντρικό ζήτημα. Στο βιβλίο αυτό, παρά τη λαθεμένη άποψη για την εξαφάνιση του ανταγωνισμού στο σοσιαλισμό, διατυπώνεται για πρώτη φορά η άποψη ότι η ταξική πάλη ανάμεσα στο προλεταριάτο και στην αστική τάξη, ανάμεσα στις διάφορες πολιτικές δυνάμεις και ανάμεσα στο προλεταριάτο και στην αστική τάξη στον ιδεολογικό τομέα, όχι μόνο συνεχίζεται στο σοσιαλισμό, μα θα παραταθεί πολύ ακόμα, θα έχει διακυμάνσεις και θα μπορούσε σε ορισμένες στιγμές να γίνει πολύ οξεία. Το ζήτημα τού αν ο σοσιαλισμός ή ο καπιταλισμός θα είναι ο νικητής, δεν έχει ακόμα κριθεί γράφει ο Μάο το 1957.
Λίγο αργότερα η βασική αυτή θέση του Μάο προσδιορίζεται περισσότερο στη διάρκεια της 10ης Ολομέλειας της Κ.Ε. που εκλέχτηκε στο 8ο Συνέδριο, το Γενάρη του 1962, σ’ αυτήν που διαμορφώνεται το γενικότερο πλαίσιο της αντιπαράθεσης στο ρεβιζιονισμό:
«Η σοσιαλιστική κοινωνία διαρκεί για μια αρκετά μακριά ιστορική περίοδο και στη διάρκειά της εξακολουθούν να υπάρχουν οι τάξεις, οι αντιθέσεις των τάξεων και η πάλη των τάξεων, όπως επίσης και ο αγώνας ανάμεσα στον σοσιαλιστικό και στον καπιταλιστικό δρόμο, αλλά ακόμα και ο κίνδυνος της παλινόρθωσης του καπιταλισμού. Πρέπει να καταλάβουμε ότι αυτός ο αγώνας θα ‘ναι μακρύς και σύνθετος, πρέπει να διπλασιάσουμε την επαγρύπνηση και να συνεχίσουμε τη σοσιαλιστική διαπαιδαγώγηση. Πρέπει να κατανοήσουμε και να λύσουμε με σωστό τρόπο τα προβλήματα που αναφέρονται στις αντιθέσεις των τάξεων, να διακρίνουμε απ’ τη μια μεριά τις αντιθέσεις ανάμεσα σε μας και στους εχθρούς, απ’ την άλλη τις αντιθέσεις ανάμεσα στο λαό. Και στη συνέχεια να τους δώσουμε μια ορθή λύση. Διαφορετικά, μια σοσιαλιστική χώρα, όπως η δική μας, θα μεταβληθεί στο αντίθετό της. Θ αλλάξει φύση και θα δει την παλινόρθωση του καπιταλισμού. Από τώρα κιόλας οφείλουμε να μιλάμε γι’ αυτό το θέμα, μέρα με τη μέρα, μήνα με το μήνα, χρόνο με το χρόνο ώστε να το κατανοήσουμε καθαρά και να ακολουθήσουμε μια μαρξιστική-λενινιστική γραμμή».
Δυο χρόνια μετά, ενώ έχει αρχίσει να αφομοιώνεται η πείρα της δικτατορίας του προλεταριάτου στην ΕΣΣΔ και φουντώνει ήδη η πολεμική ενάντια στο χρουστσοφικό ρεβιζιονισμό, ο Μάο λέει στην μπροσούρα «Από πού προέρχονται οι σωστές ιδέες»:
«Στον κοινωνικό αγώνα οι δυνάμεις που εκπροσωπούν την προχωρημένη τάξη, ορισμένες φορές υφίστανται ήττα, όχι γιατί οι ιδέες τους είναι λαθεμένες, αλλά γιατί στο συσχετισμό των δυνάμεων που συγκρούονται στον αγώνα, δεν είναι τόσο δυνατές για την ώρα, όσο οι δυνάμεις της αντίδρασης. Υφίστανται συνεπώς μια προσωρινή ήττα, αλλά είναι προορισμένες να θριαμβεύσουν νωρίτερα ή αργότερα».
Σ’ όσα ήδη αναφέρθηκαν περικλείονται οι βάσεις του νέου που ο Μάο προσέφερε στη θεωρία και την πρακτική της επανάστασης. Η κριτική των αρνητικών πλευρών του έργου του, απαιτεί μια προσπάθεια που ν’ αντιστοιχεί στη σοβαρότητα με την οποία ο Μάο θεμελίωσε τις αντιλήψεις του στη θεωρία και στην πράξη.

Η επανάσταση στις εξαρτημένες αποικιακές, μισοφεουδαρχικές χώρες

Πριν προχωρήσουμε στα ζητήματα που σχετίζονται με τη συνέχιση της ταξικής πάλης στις συνθήκες της δικτατορίας του προλεταριάτου και στις εξελίξεις που υπήρξαν στην Κίνα μετά το 9ο Συνέδριο, χρειάζεται να γίνει μια σύντομη αναφορά, σε άλλες πλευρές του έργου του Μάο.
Η κινέζικη επανάσταση αποτέλεσε, για λόγους αντικειμενικούς, πρότυπο για τα περισσότερα επαναστατικά κινήματα στις εξαρτημένες μισοαποικιακές και αποικιακές χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λ. Αμερικής. Ποιοι είναι οι αντικειμενικοί αυτοί λόγοι: Η πρόσφατη ιστορία ιδιαίτερα των 30-40 τελευταίων χρόνων έδειξε ότι σειρά από τις εξαρτημένες μισο-αποικιακές ή αποικιακές χώρες αποτέλεσαν τον αδύνατο κρίκο της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας. Η λεγόμενη «ζώνη των θυελλών» αποτέλεσε το έδαφος στο οποίο ραγδαία αναπτύχτηκε η παγκόσμια επανάσταση. Και μ’ αυτή την έννοια η κινέζικη επανάσταση άσκησε στα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου βαθύτατη επίδραση τόσο σε κινήματα που καθοδηγήθηκαν από ένα προλεταριακό κόμμα όσο και σ’ εκείνα που ξέσπασαν και καθοδηγήθηκαν απ’ την αντιφεουδαρχική και αντιιμπεριαλιστική μερίδα της αστικής τάξης.
Ο Μάο Τσετούνγκ έχει σημαντικά συνεισφέρει στη μελέτη των ιδιομορφιών της επανάστασης στις εξαρτημένες αποικιακές μισοφεουδαρχικές και μισοκαπιταλιστικές χώρες, με βάση φυσικά την ανάλυση της ταξικής διάρθρωσης της κινέζικης κοινωνίας και των σταδίων της κινέζικης επανάστασης, όπως και των καθηκόντων του προλεταριακού κόμματος στις συνθήκες αυτές και στα διάφορα στάδια της επανάστασης. Η θεωρητική μελέτη και πρακτική πραγματοποίηση της επανάστασης στην Κίνα χρησίμευσε σαν πρότυπο στο βαθμό που η πείρα αυτή προσφέρονταν για γενίκευση στις εκτεταμένες περιοχές της Ασίας, της Αφρικής και της Λ. Αμερικής, που για μακρύ χρονικό διάστημα αποτέλεσαν αντικείμενο εκμετάλλευσης των προχωρημένων καπιταλιστικών και μετέπειτα ιμπεριαλιστικών χωρών της Ευρώπης, της Β. Αμερικής και της Ιαπωνίας.
Το έργο του Μάο Τσετούνγκ στο κεφάλαιο αυτό αποτελεί επέκταση των όσων έδωσε μέχρι την εποχή του η μαρξιστική-λενινιστική θεωρία και ιδιαίτερα ο Λένιν και ο Στάλιν που ανάλυσαν το εθνικό ζήτημα και τους αγώνες για την εθνική απελευθέρωση στις συνθήκες του ιμπεριαλισμού και της προλεταριακής επανάστασης.
Ο Λένιν μιλάει για τρεις τύπους χωρών σε σχέση με το ζήτημα της αυτοδιάθεσης των εθνών: Στον πρώτο συγκαταλέγει τις προχωρημένες χώρες της Δυτικής Ευρώπης και της Αμερικής, όπου το εθνικό κίνημα ανήκει στο παρελθόν. Στον δεύτερο, την Ανατολική Ευρώπη όπου το εθνικό κίνημα ανήκει στο παρόν (το κείμενο είναι γραμμένο στα 1916) ή όπως χαρακτηριστικά λέει, όπου η «πατρίδα» δεν είπε ακόμα ολόκληρο το ιστορικό της τραγούδι. Στον τρίτο, τέλος, τις μισοαποικίες και τις αποικίες όπου το εθνικό κίνημα ανήκει σε σημαντικό βαθμό στο μέλλον.
Ο Στάλιν, αφού αναλυτικά περιέγραψε τα χαρακτηριστικά του έθνους, τοποθέτησε το εθνικό ζήτημα στις συνθήκες της προλεταριακής επανάστασης. Γράφει: «Η μεγάλη, παγκόσμια σημασία της Επανάστασης του Οκτώβρη συνίσταται ακριβώς και κυρίως στο γεγονός ότι:
1) Πλάτυνε τα πλαίσια του εθνικού ζητήματος, μετατρέποντάς το από ένα μικρότερο ζήτημα πάλης ενάντια στην εθνική καταπίεση στην Ευρώπη στο γενικό ζήτημα της απελευθέρωσης από το ζυγό του ιμπεριαλισμού των καταπιεζόμενων λαών των αποικιών και των μισοαποικιών.
2) Δημιούργησε μεγάλες δυνατότητες και άνοιξε πραγματικούς δρόμους γι’ αυτή την απελευθέρωση και έτσι διευκόλυνε σημαντικά για τους καταπιεζόμενους λαούς της δύσης και της ανατολής το έργο της απελευθέρωσής τους, τραβώντας τους στον κοινό δρόμο του νικηφόρου αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό.
3) Έριξε με τον τρόπο αυτό μια γέφυρα ανάμεσα στη σοσιαλιστική Δύση και την υποδουλωμένη Ανατολή, σχηματίζοντας ένα νέο μέτωπο των επαναστάσεων που αρχίζει από τους προλετάριους της Δύσης και μέσω της επανάστασης της Ρωσίας φτάνει ως τους καταπιεζόμενους λαούς της Ανατολής, ένα μέτωπο ενάντια στο παγκόσμιο ιμπεριαλισμό».
Το δεύτερο συνέδριο της Κ.Δ. ξεκαθαρίζει ήδη ότι με τη βοήθεια της σοβιετικής κυβέρνησης και τη προπαγάνδα του νικηφόρου προλεταριάτου, το καπιταλιστικό στάδιο της οικονομικής ανάπτυξης δεν είναι αναπόφευκτο για τις καθυστερημένες χώρες που βρίσκονται στο δρόμο της εθνικής χειραφέτησης και που αφού πραγματοποιήσουν το πρώτο βήμα της επανάστασης, που στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι η καταστροφή της ξένης κυριαρχίας, αφού ολοκληρώσουν τις αστικοδημοκρατικές μεταρρυθμίσεις, με την προϋπόθεση ότι το προλεταριάτο μέσω του κόμματός του θα ασκήσει καθοδηγητικό ρόλο απ’ το πρώτο αυτό στάδιο της επανάστασης, θα φτάσουν στον κομμουνισμό χωρίς να περάσουν τα διάφορα στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης.
Οι βασικές αυτές θέσεις που συνοπτικά αναφέρονται πιο πάνω αποτέλεσαν τη βάση για το κατοπινό θεωρητικό έργο του Μάο μα και για την ίδια την κινέζικη επανάσταση.
Ο Μάο Τσετούνγκ, απ’ τα πρώτα κιόλας έργα του με τα οποία αναλύει τις τάξεις της κινέζικης κοινωνίας, υπογραμμίζει την τεράστια δύναμη των εκατομμυρίων φτωχών αγροτών και την ανάγκη να διαμορφωθούν ισχυρές οργανώσεις του ΚΚ Κίνας στην αγροτιά. Θέσεις που τον φέρνουν σε αντίθεση με διάφορα οπορτουνιστικά ρεύματα που εκδηλώνονται στις γραμμές και στην ηγεσία του ΚΚ Κίνας.
Υπερνικώντας την επίδραση των διαφόρων οπορτουνιστικών ρευμάτων, που οδήγησαν το ΚΚ Κίνας σ’ έναν εξουθενωτικό εμφύλιο πόλεμο, ο Μάο καθοδηγεί την πραγματοποίηση της Μεγάλης Πορείας που αποτελεί στροφή στην εξέλιξη της κινέζικης επανάστασης.
Οι βασικές θέσεις που προκύπτουν απ’ την πείρα της κινέζικης επανάστασης είναι:
-Η πολιτική του ενιαίου μετώπου, που εφαρμόστηκε στη διάρκεια του αντιγιαπωνέζικου πολέμου με το Κουόμιτανγκ, που συνδύασε την ενότητα (ενάντια στους γιαπωνέζους ιμπεριαλιστές) με την πάλη (ανάμεσα στην εργατική τάξη και την αγροτιά που εκπροσωπούσε το ΚΚ και την αντιγιαπωνέζικη αντιφεουδαρχική -εθνική- αστική τάξη που εκπροσωπούσε το Κουόμιτανγκ). Χρειάζεται ακόμα να τονιστεί η επιμονή του Μάο στο ζήτημα τόσο της ανεξαρτησίας, όσο και της πρωτοβουλίας του ΚΚ και των κομμουνιστών στα πλαίσια του ενιαίου μετώπου.
-Ο ηγεμονικός ρόλος του προλεταριάτου στα πλαίσια του ενιαίου μετώπου, αποτελεί στα χρόνια που διάρκεσε το αντιγιαπωνέζικο μέτωπο κεντρικό ζήτημα στην πολιτική του Μάο και του ΚΚ Κίνας σ’ αντίθεση με τους ισχυρισμούς που σε διάφορες εποχές έχουν διατυπωθεί και σύμφωνα με τους οποίους ο Μάο Τσετούνγκ στην πράξη παραγνώριζε τον καθοδηγητικό ρόλο της εργατικής τάξης.
-Η «Νέα Δημοκρατία» αποτελεί την ολοκλήρωση της αστικοδημοκρατικής επανάστασης και την προετοιμασία για τον μετασχηματισμό της σε σοσιαλιστική επανάσταση σε αντίθεση με την κλασική αστική δημοκρατική επανάσταση πραγματοποιείται κάτω απ’ την καθοδήγηση του προλεταριάτου γεγονός που εξασφαλίζει τόσο την συνεπή πραγματοποίηση όλων των αστικοδημοκρατικών μεταρρυθμίσεων όσο και τον μετασχηματισμό και την μετεξέλιξή της σε σοσιαλιστική επανάσταση.
-Με το αντιγιαπωνέζικο ενιαίο μέτωπο, και τον επαναστατικό εμφύλιο πόλεμο ενάντια στο Κουόμιτανγκ που δέχτηκε μαζική υποστήριξη από τον αμερικανικό ιμπεριαλισμό, όπως και με τη Νεοδημοκρατική επανάσταση και την μετεξέλιξή της σε σοσιαλιστική ολοκληρώνονται στη θεωρία και στην πράξη οι αρχικές γενικές θεωρητικές θέσεις της Κ.Δ. για τον επαναστατικό αγώνα στις αποικιακές και μισοαποικιακές χώρες. Η πορεία που χάραξε στον τομέα αυτό το ΚΚ Κίνας εξελίχθηκε στα πλαίσια των απόψεων που αρχικά διατύπωσε ο Στάλιν για την επανάσταση στις αποικιακές χώρες γενικά και για την κινέζικη επανάσταση ειδικότερα, άσχετα αν στην πράξη ανάμεσα στην ηγεσία της Κ.Δ. και του ΚΚΣΕ απ’ τη μια και την ηγεσία του ΚΚ Κίνας αναπτύχθηκαν διαφωνίες.

Χρειάζεται εδώ μια παρένθεση. Το ζήτημα των σχέσεων ανάμεσα στην ηγεσία του ΚΚΣΕ(μπ) και της Κ.Δ. και σ’ εκείνη του ΚΚ Κίνας είναι ένα σοβαρό ζήτημα που βάρυνε και στην εξέλιξη των μετά το 1949 σχέσεων των δυο κομμάτων. Διατυπώνεται η άποψη σύμφωνα με την οποία οι αποφάσεις και οι οδηγίες της Κομιντέρν για την Κίνα γενικά ήταν σωστές και το ΚΚ Κίνας δεν ενήργησε με βάση τις αρχές του μαρξισμού-λενινισμού και στο πνεύμα των αρχών αυτών. Πού στηρίζεται ένα τόσο σοβαρό συμπέρασμα; Στα γεγονότα του παρελθόντος; Ή στη σημερινή κινέζικη πραγματικότητα; Μια τέτοια απάντηση κινδυνεύει να αποδείξει τον Λένιν σαν τον πιο μεγάλο αποστάτη του μαρξισμού στη βάση της σημερινής σοβιετικής πραγματικότητας.
Σ’ όλες σχεδόν τις κριτικές που έχουν διατυπωθεί για την πολιτική του ΚΚ Κίνας εκείνη την περίοδο επαναλαμβάνονται, χωρίς να αποδείχνεται η ορθότητά τους, τα επιχειρήματα των σοβιετικών που τροφοδοτήθηκαν από μαρτυρίες τόσο της ομάδας Βαν Μινγκ (γγ του ΚΚ Κίνας για μια σύντομη περίοδο, εκπρόσωπου του ΚΚ Κίνας στην Κ.Δ. μέχρι το 1937, έζησε τα τελευταία χρόνια της ζωής του και πέθανε στη Μόσχα, χρουστσοφικός και μπρεζνιεφικός στη συνέχεια) όσο και του Λι Τεχ (ή Όττο Μπράουν, γερμανού απεσταλμένου της Κ.Δ. στην Κίνα, μοναδικού ξένου που πήρε μέρος στη Μεγάλη Πορεία και αποτέλεσε ηρωική φυσιογνωμία της κινεζικής επανάστασης, που όμως επιτέθηκε στο ΚΚ Κίνας και στο Μάο από χρουστσοφικές θέσεις μετά το 1964).
Η υιοθέτηση της άποψης ότι στις διαφωνίες ανάμεσα στην Κομιντέρν και το ΚΚ Κίνας, η Κομιντέρν είχε γενικά σωστές θέσεις, δεν προκύπτει απ’ τα στοιχεία που έχουν κατά καιρούς παρατεθεί, απ’ τα λιγοστά δηλαδή στοιχεία, εκείνα που μας είναι τουλάχιστον γνωστά, ενόσω μάλιστα η πράξη ή το αποτέλεσμα, δηλαδή η υπερνίκηση των αρνητικών συνεπειών της γραμμής που οδήγησε στην συγκέντρωση των δυνάμεων του ΚΚ Κίνας στα μεγάλα αστικά κέντρα με τις γνωστές καταστροφικές συνέπειες και η μετέπειτα νικηφόρα πορεία της κινέζικης επανάστασης, δικαίωσε τις απόψεις της ηγεσίας του ΚΚ Κίνας και του Μάο Τσετούνγκ. Η άποψη συνεπώς αυτή δικαιολογείται από τη θέληση να απορριφθεί έτσι κι αλλιώς ο Μάο σ’ όλη τη γραμμή και αντίστοιχα να δικαιωθεί έτσι κι αλλιώς η ηγεσία της Κομιντέρν και σ’ όλη τη γραμμή και δεν συμβάλει σε μια ψύχραιμη, αντικειμενική ανάλυση του ζητήματος.
Για τις διαφωνίες ανάμεσα στην ηγεσία του ΚΚΣΕ(μπ) και της Κ.Δ. και την ηγεσία του ΚΚ Κίνας πριν το 1949 υπάρχουν δημοσιευμένα τα παρακάτω στοιχεία:
Από τη σοβιετική πλευρά, δεδομένου ότι το ζήτημα της Κίνας βρέθηκε την περίοδο γύρω στο 1926-27 στο επίκεντρο των διαφωνιών της ηγεσίας του ΚΚΣΕ(μπ) και της Κ.Δ. με την αντιπολίτευση, υπάρχουν για την ίδια αυτή περίοδο αρκετά κείμενα του Στάλιν με τη μορφή απαντήσεων και πολεμικής με την αντιπολίτευση. Μέσα στα κείμενα αυτά γίνονται ορισμένες άμεσες αλλά και έμμεσες αναφορές σε λάθη της γραμμής του ΚΚ Κίνας που θεωρούνται όμως δευτερεύοντα.
Από την κινέζικη πλευρά υπάρχουν ελάχιστες και έμμεσες νύξεις για τις διαφωνίες ανάμεσα στις ηγεσίες των δύο κομμάτων μέχρι το 1949. Εικόνα για το περιεχόμενο των διαφωνιών μπορεί να μετασχηματισθεί μόνο σε σχέση με τις θέσεις που υπερασπίστηκαν ηγετικά στελέχη του ΚΚ Κίνας, ιδιαίτερα ο Βαν Μινγκ, που επηρεάστηκαν από τις υποδείξεις του ΚΚΣΕ ή της Κ.Δ. Κάπως πιο συγκεκριμένα στοιχεία έχουν δημοσιευθεί μετά το 1956 ή και πιο πρόσφατα. Συγκεκριμένα:
Στο άρθρο «Για το ζήτημα Στάλιν» που δημοσιεύθηκε στις 6/9/1963 διευκρινίζεται: «Επειδή ορισμένες εσφαλμένες απόψεις που είχε διακηρύξει ο Στάλιν είχαν γίνει δεκτές και είχαν εφαρμοστεί από κινέζους συντρόφους έπρεπε την ευθύνη τους να τη φέρουμε εμείς, οι κινέζοι κομμουνιστές. Γι’ αυτό, ο αγώνας που διεξήγαγε το κόμμα μας εναντίον του «αριστερού» και του δεξιού οπορτουνισμού περιορίστηκε πάντα στην κριτική των συντρόφων μας που είχαν διαπράξει σφάλματα και όχι του Στάλιν». Πιο πάνω στο ίδιο κείμενο διευκρινίζεται ότι πρόκειται για σφάλματα γραμμής που εκδηλώθηκαν στα μέλη της δεύτερης δεκαετίας στη διάρκεια της τρίτης, στις αρχές και στη μέση της τέταρτης δεκαετίας του εικοστού αιώνα.
Για το ίδιο ζήτημα στις «Δέκα σπουδαιότερες σχέσεις» γράφεται: «Ο Στάλιν έκανε μια σειρά λάθη σχετικά με την Κίνα. Ο «αριστερός» τυχοδιωκτισμός που ακολούθησε ο Βαν Μινγκ στο δεύτερο μέρος της περιόδου του Επαναστατικού Εμφύλιου Πολέμου και ο δεξιός του οπορτουνισμός στις πρώτες μέρες του Πολέμου για την Αντίσταση ενάντια στην Ιαπωνία, μπορούν και οι δύο να αναζητηθούν στο Στάλιν. Στη διάρκεια του Απελευθερωτικού Πολέμου ο Στάλιν στην αρχή μας σύστησε να μην επισπεύσουμε την επανάσταση, επιμένοντας ότι αν ο εμφύλιος πόλεμος φούντωνε, το κινέζικο έθνος θα κινδύνευε να αυτοκαταστραφεί. Ύστερα, όταν ξέσπασαν οι μάχες μάς αντιμετώπισε μισοσοβαρά-μισοελαφρά. Όταν κερδίσαμε τον πόλεμο ο Στάλιν υποψιαζότανε πως η νίκη μας ήταν νίκη τύπου Τίτο και στα 1949 και 1950 η πίεση πάνω μας ήταν πολύ ισχυρή».
Τέλος, στο προηγούμενο άρθρο του 1963 γράφεται:
«Όταν έκανε λάθος, ο Στάλιν μπορούσε πάλι να κάνει κριτική στον εαυτό του. Παραδείγματος χάρη, ο Στάλιν είχε δώσει εσφαλμένες συμβουλές για την κινέζικη επανάσταση, αλλά ύστερα από τη νίκη της αναγνώρισε το σφάλμα του».
Πέρα από αυτές τις αναφορές του ΚΚ Κίνας και του Μάο Τσετούνγκ και όσα συνάγονται από τα γραπτά του Στάλιν, υπάρχει αφθονότατη φιλολογία από τις αστικές και ρεβιζιονιστικές πλευρές για τις διαφωνίες των δύο κομμάτων σ’ εκείνη την περίοδο. Σαν πιο αυθεντικές, αν και συνοδευόμενες από ερμηνείες από τη δική του σκοπιά, θα πρέπει να θεωρηθούν οι περιορισμένες γύρω από το ζήτημα αυτό αναφορές του Έντγκαρ Σνόου.
Τα δικά μας συμπεράσματα από τα στοιχεία αυτά είναι τα παρακάτω:
α) Οι αρχικές τοποθετήσεις και της Κ.Δ. και του Στάλιν αποτέλεσαν σημαντικό βοήθημα για την κινέζικη επανάσταση γιατί προσδιόρισαν σωστά τις ιδιομορφίες της, δηλαδή ότι η αγροτική επανάσταση στην Κίνα βρέθηκε στο κέντρο του αγώνα και ήταν στενά συνδεδεμένη με τον αντιιμπεριαλιστικό αγώνα του κινέζικου έθνους, όπως και το ότι το προλεταριάτο έπρεπε να μπει επικεφαλής και να καθοδηγήσει την αστικοδημοκρατική επανάσταση και μέσω αυτού του σταδίου να οδηγήσει την επανάσταση στο σοσιαλισμό. Έχει σημασία η παρατήρηση του Στάλιν σύμφωνα με την οποία, μια από τις ιδιομορφίες (αλλά και τα πλεονεκτήματα) της κινεζικής επανάστασης ήταν ότι στην Κίνα από την αρχή, η ένοπλη επανάσταση πολεμούσε την ένοπλη αντεπανάσταση.
Ας προσθέσουμε στο ζήτημα αυτό την παρατήρηση του Σνόου ότι η απόφαση του 7ου Συνεδρίου της Κ.Δ. σχετικά με το ενιαίο αντιφασιστικό μέτωπο που έφτασε με ένα χρόνο καθυστέρηση στα χέρια των ηγετών του ΚΚ Κίνας επέδρασε στη συγκρότηση του ενιαίου αντιγιαπωνέζικου μετώπου στην Κίνα.
Δεν μπορούμε λοιπόν να συμφωνήσουμε με οποιαδήποτε υποτίμηση ή μηδενισμό της συμβολής αυτής της Κ.Δ. και του Στάλιν και πολύ περισσότερο με την άποψη ότι η κινέζικη (ίσως και η παγκόσμια) επανάσταση άρχισε στο Γενάν και πριν απ’ αυτό δεν υπήρξε τίποτε άξιο λόγου, άποψη στην οποία (σχεδόν) είχε φτάσει το ΚΚ Κίνας στα χρόνια του 1966-1969. Γιατί είναι καθαρό ότι η κινέζικη επανάσταση, από γενική άποψη και ως την απελευθέρωση της Κίνας πορεύτηκε στο δρόμο που είχε χαράξει η Οκτωβριανή Επανάσταση και παραπέρα η Κ.Δ., ο Λένιν και ο Στάλιν για τις εξαρτημένες νεοαποικιακές και αποικιακές χώρες.
β) Πέρα απ’ τη γενική αυτή διαπίστωση, απ’ τις αρχικές επεμβάσεις της Διεθνούς, στις οποίες αναπόφευκτα βαραίνει και η πολεμική με την αντιπολίτευση του ΚΚΣΕ, συμπεραίνει κανείς ότι πιθανότατα λόγω της επίδρασης που ασκούσε η σοβιετική πείρα, υποδεικνύεται να δοθεί βάρος στις εργατικές κινητοποιήσεις στα μεγάλα αστικά κέντρα. Το ζήτημα αυτό εξάλλου βρίσκεται στο επίκεντρο της πολεμικής του Μάο με του Τσεν Τουσιέου, Λι Λισάν κ.λπ. Σ’ αυτό το κεφάλαιο εξαπόλυσαν επίθεση και οι χρουστσοφικοί στα χρόνια μετά το 1963.
Στα 1926 και στη διάρκεια της πολεμικής με την αντιπολίτευση, ο Στάλιν κριτικάρει τόσο τους κινέζους κομμουνιστές που δεν κατανοούν τη βαρύτητα της αγροτικής επανάστασης στην Κίνα, όσο κι εκείνους που υποτιμούν το ρόλο του προλεταριάτου. Σ’ αυτούς τους δεύτερους συγκαταλέγει σιωπηρά και τον Μάο. Ωστόσο, το συντριπτικό χτύπημα που δέχεται στα 1927 το ΚΚ Κίνας στην Καντόνα και στη Σαγκάη, αποδείχνει ότι η υπογράμμιση του ειδικού ρόλου της αγροτιάς σε μια χώρα σαν την Κίνα, υπαγορεύει διαφορετικούς δρόμους για την ανάπτυξη της επανάστασης. Στα 1927 ο Στάλιν μιλάει δημόσια για τα λάθη της ηγεσίας του ΚΚ Κίνας χωρίς να υποδηλώνει ποια είναι αυτά και πάντως τα θεωρεί δευτερεύουσας σημασίας. Εξακολουθεί να θεωρεί σωστή τη γραμμή που εφάρμοσε η Διεθνής. Νομίζουμε ότι στο ζήτημα του δρόμου της γενικής δηλαδή μορφής της κινεζικής επανάστασης η πράξη δικαίωσε την άποψη του Μάο Τσετούνγκ και της ηγεσίας του ΚΚ Κίνας. Το ίδιο ισχύει και για την άποψη που διατύπωσε ο Στάλιν προς το ΚΚ Κίνας το 1945 για τη στάση που θα έπρεπε να υιοθετήσει απέναντι στο Κουόμιτανγκ. Τα γεγονότα δείχνουν λοιπόν ότι κάθε άποψη υποτίμησης της κινέζικης επανάστασης ή υποστήριξης των θέσεων της Κ.Δ. στα βασικά σημεία που εκδηλώθηκαν οι διαφωνίες είναι αντίθετη με την πραγματικότητα.
γ) Ήδη αναφέραμε ότι η σοβιετική πείρα επιδρούσε τόσο στη διατύπωση μη ανταποκρινόμενων στις συνθήκες υποδείξεων από το ΚΚΣΕ(μπ) και τη Κ.Δ., όσο και σε μια σχετική καχυποψία απέναντι σε ένα κίνημα που αναπτυσσόταν με διαδικασίες αρκετά διαφορετικές σε σχέση με εκείνες που οδήγησαν στην επανάσταση του Οκτώβρη. Δεύτερη πηγή διαφωνιών προήλθε απ’ την προσπάθεια μεταφοράς των όρων γενικότερων συμφωνιών που συνάφτηκαν μεταπολεμικά ανάμεσα στις βασικές δυνάμεις του αντιχιτλερικού συνασπισμού. Όλα αυτά θα μπορούσαν να μην έχουν πια σημασία -μιας και λαθεμένες εκτιμήσεις ήταν πιθανό να υπάρξουν- απ’ τη στιγμή που απελευθερώθηκε η Κίνα και διευρύνθηκε σημαντικά το σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Έχουν κάποια σημασία απ’ τη στιγμή που γίνεται προσπάθεια να αντιστραφούν οι όροι και να φανεί ότι το ΚΚ Κίνας και ο Μάο Τσετούνγκ εμφανίστηκαν στην Κίνα μόνο και μόνο για να παραβούνε τις ορθές οδηγίες του ΚΚΣΕ και της Κ.Δ., για να κάνουν λάθη και να τραβάνε το επαναστατικό κίνημα της Κίνας μακριά από τον μαρξισμό-λενινισμό.
Ο σ. Ε. Χότζα στο βιβλίου του «Ιμπεριαλισμός και Επανάσταση» διατυπώνει μια ολόπλευρη κριτική στην πολιτική του ΚΚ Κίνας και στο έργο του Μάο Τσετούνγκ, που -καθώς είναι φανερό- δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Αναφερόμενος σε μια άποψη που του διατύπωσε ο Τσου Ενλάι προφορικά στα Τίρανα, ότι ο Στάλιν υποπτευόταν μήπως το ΚΚ Κίνας ήταν υπέρ των αμερικανών ή μήπως ακολουθούσε γιουγκοσλαβικό δρόμο, συμπεραίνει ότι ο χρόνος απόδειξε πως ο Στάλιν είχε πλέρια δίκιο και ότι οι προβλέψεις του σχετικά με την κινέζικη επανάσταση και τις ιδέες που την καθοδηγούσαν βγήκαν σωστές. Ο Μάο Τσετούνγκ στο ίδιο βιβλίο χαρακτηρίζεται είτε σαν «δημοκράτης, προοδευτικός επαναστάτης που δεν είχε ποτέ του καμιά σχέση με τον μαρξισμό-λενινισμό» είτε σαν «κινέζος Χρουστσόφ», δηλαδή σαν αποστάτης του μαρξισμού-λενινισμού. Στην προκειμένη περίπτωση παρουσιάζεται σαν εκείνος που δικαίως ο Στάλιν τον υποψιάστηκε για άνθρωπο των αμερικάνων: Πρέπει όμως έτσι να δεχτούμε το οξύμωρο σχήμα σύμφωνα με το οποίο ο Στάλιν που υποψιάστηκε ότι το ΚΚ Κίνας ήταν υπέρ των αμερικανών, συμβουλεύει την ηγεσία του να μη συγκρουστεί με το Κουόμιτανγκ και τους αμερικάνους (χωρίς να διευκρινίζεται αν και στο ζήτημα αυτό οι θέσεις του ΚΚΣΕ και της Κ.Δ. ήταν γενικά σωστές), ενώ η ύποπτη σαν φιλοαμερικάνικη καθοδήγηση του ΚΚ Κίνας παρακούει την άποψη αυτή, συγκρούεται με τον Τσανγκ Κάισεκ και τους αμερικάνους και απελευθερώνει την Κίνα. Πέρα από την όποια λοιπόν ουσία της κριτικής αυτής ο Μάο παρουσιάζεται ταυτόχρονα σαν προοδευτικός δημοκράτης και σαν άνθρωπος των αμερικάνων, σαν κινέζος Χρουστσόφ και σαν άνθρωπος που δεν είχε ποτέ καμιά σχέση με τον μαρξισμό-λενινισμό. Όλα αυτά δεν ξεκαθαρίζουν, αλλά περιπλέκουν τα σοβαρά ζητήματα που απασχολούν σήμερα κάθε προοδευτικό άνθρωπο.
δ) Αν καθώς γράψαμε στο προηγούμενο σημείο, η σοβιετική πείρα βάραινε πρωταρχικά, όπως δείχνουν τα πράγματα, στις υποδείξεις που διατυπώθηκαν από το ΚΚΣΕ και την Κ.Δ., ανάλογα και πιο ακραία παραδείγματα υπερεκτίμησης της δικιάς του πείρας έδωσε κατ’ επανάληψη το ΚΚ Κίνας μετά την απελευθέρωση της Κίνας. Θα αναφερθούμε όμως στο ζήτημα αυτό πιο κάτω.
ε) Πέρα από οποιεσδήποτε επιφυλάξεις που υπάρχουν για τη διεθνή πολιτική του ΚΚ Κίνας την εποχή του Μάο, πρέπει να πούμε ότι στάθηκε στο ζήτημα Στάλιν με τρόπο διεθνιστικό και σύμφωνα με το μαρξισμό-λενινισμό και όχι με στενά εθνικιστική σκοπιά. Θα εξετάσουμε αναλυτικότερα το ζήτημα αυτό στο κεφάλαιο του αντιρεβιζιονιστικού αγώνα που διεξήγαγε το ΚΚ Κίνας. Σημειώνουμε για την ώρα ότι αν και υπήρχαν διαφωνίες απ’ την εξέλιξη των σχέσεων των δύο κομμάτων στο παρελθόν, που θα μπορούσαν να παρασύρουν σε μια αντισταλινική στάση, ο Μάο Τσετούνγκ και το ΚΚ Κίνας συνέλαβαν ορθά το νόημα της πάλης για την υπεράσπιση του Στάλιν και ενήργησαν σύμφωνα με το συμφέρον του κομμουνιστικού κινήματος, δίδαγμα που η πολιτική του σημασία δεν φαίνεται να έχει γίνει αντιληπτή σήμερα, που το επαναστατικό έργο του Μάο Τσετούνγκ βάλλεται από τους Σοβιετικούς, Κινέζους, Ευρωπαίους κ.λπ. ρεβιζιονιστές.

Ο παρατεταμένος πόλεμος

Είπαμε ήδη ότι στον τομέα της επανάστασης στις εξαρτημένες αποικιακές χώρες που το έργο του Μάο κινήθηκε στο δρόμο των θεωρητικών θέσεων της Κ.Δ., του Λένιν και του Στάλιν, η συμβολή του συνίσταται αφ’ ενός στην πρακτική υλοποίηση αυτών των θέσεων και από θεωρητική άποψη, στην υπογράμμιση του ρόλου της αγροτιάς στις συνθήκες της Κίνας και στην διαμόρφωση της φυσιογνωμίας της κινέζικης επανάστασης με ανάλογο τρόπο. Πρέπει να πούμε ότι μια δεύτερη συνεισφορά του (από θεωρητική και πρακτική άποψη) συνίσταται στη σύλληψη της αναγκαιότητας του Κόκκινου Στρατού που άρχισε να συγκροτείται στα 1927 και σε όσα έχει δώσει σχετικά με την τακτική του παρατεταμένου λαϊκού πολέμου, που επέδρασε βαθύτατα σε δεκάδες επαναστατικά κινήματα μέχρι τις μέρες μας.
Απ’ το 1927 που άρχισε να συγκροτείται ο στρατός μέχρι το 1949, για πάνω από είκοσι χρόνια ο Μάο Τσετούνγκ καθοδήγησε το ΚΚ και τον Κόκκινο και μετέπειτα Λαϊκό Στρατό συγκεντρώνοντας μια πολύπλευρη στο ζήτημα αυτό πείρα. Μεγάλο μέρος του έργου του καταλαμβάνουν τα στρατιωτικά έργα και γενικότερα τα έργα που σχετίζονται με τον επαναστατικό πόλεμο και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο Κόκκινος κι αργότερα ο Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός.
Στα πιο γνωστά έργα του, που είναι τα «Προβλήματα Στρατηγικής του Επαναστατικού Πολέμου στην Κίνα», «Προβλήματα Στρατηγικής του Αντιγιαπωνέζικου Ανταρτοπόλεμου», «ο Παρατεταμένος Πόλεμος» και τα «Προβλήματα Πολέμου και Στρατηγικής» και που γράφτηκαν ανάμεσα στα 1936 και 1938 ο Μάο αναλύει το χαρακτήρα καθώς και τα ζητήματα στρατηγικής και τακτικής του λαϊκού πολέμου, στη βάση της αρχής ότι ο λαός αποφασίζει και όχι τα όπλα. Βασικές θέσεις που είναι τα τρία στάδια της ανάπτυξης του επαναστατικού πολέμου, της στρατηγικής άμυνας, της σταθεροποίησης και της στρατηγικής αντεπίθεσης. Ο Μάο εξήγησε γιατί στην Κίνα ήταν δυνατό και έπρεπε να δημιουργηθούν απελευθερωμένες περιοχές και να εγκαθιδρυθεί σ’ αυτές λαϊκή εξουσία και βάσεις για την τελική εξόρμηση του επαναστατικού λαϊκού στρατού. Ανέπτυξε την τακτική του ανταρτοπόλεμου (ευελιξία, πρωτοβουλία, συγκέντρωση ισχυρότερων δυνάμεων και χτύπημα στα αδύνατα σημεία του εχθρού, αναδίπλωση κ.λπ.) και τόνισε ότι και στην τελική φάση του επαναστατικού πολέμου, που πρέπει να συνδυάζεται με τη γενική εξέγερση και την πολιτική κινητοποίηση των μαζών και που χρησιμοποιείται τακτικός στρατός για τη διεξαγωγή τακτικού πολέμου ενάντια στον εχθρό, και τότε ακόμη ο τακτικός πόλεμος πρέπει να συνδυάζεται με τον ανταρτοπόλεμο, που ο Μάο τον θεωρεί σαν βάση κάθε επαναστατικού πολέμου, ταξικού ή εθνικού. Την τακτική του αντάρτικου στρατού και του λαϊκού επαναστατικού πολέμου ο Μάο την επεκτείνει ακόμα και για την άμυνα της Κίνας μετά την εγκαθίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας. «Μπορεί να επιτεθούν αλλά εμείς δεν πρέπει να πολεμήσουμε έξω από τα σύνορά μας», λέει. Και αναπτύσσει την άποψή του σύμφωνα με την οποία αν μεν γίνει μια μικρή επίθεση, θα προβληθεί αντίσταση στα σύνορα, αν όμως γίνει μια μεγάλη επίθεση, τότε θα γίνει υποχώρηση, ώστε να οργανωθεί η αντίσταση στο κινέζικο έδαφος και να οργανωθεί λαϊκός απελευθερωτικός πόλεμος ενάντια στους εισβολείς. Ανάλογος ήταν και ο χαρακτήρας των αμυντικών έργων που έγιναν στην Κίνα στα 1969 και μετά, ύστερα απ’ τη σοβιετική επίθεση στο νησί Τσεν Πάο.
Στη διάρκεια ιδιαίτερα του απελευθερωτικού πολέμου ο Μάο ανάπτυξε την αρχή «να στηριζόμαστε στις δυνάμεις μας» διαμορφώνοντας αυτάρκεις μονάδες στρατού που συνδύαζαν τις πολεμικές δραστηριότητες με τη συμμετοχή στην παραγωγή.
Σ’ ότι αφορά την τακτική του επαναστατικού πολέμου, ο Μάο αντιτίθεται στον πόλεμο θέσεων, σαν βασική τακτική, ή στην πρόωρη κατάληψη και διατήρηση πόλεων που χωρίς να προσφέρουν ουσιαστικά πλεονεκτήματα στις επαναστατικές δυνάμεις, δίνουν στον εχθρό την πρωτοβουλία και τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει σοβαρά χτυπήματα. Η άποψη αυτή του Μάο με στρατηγικό στόχο την περικύκλωση των πόλεων από την ύπαιθρο όχι μόνο δικαιώθηκε στην Κίνα, μα και σε όλες ανεξαίρετα τις επαναστάσεις που διεξάχθηκαν στα τριάντα τελευταία χρόνια στις πρώην εξαρτημένες αποικιακές χώρες.

Το ΚΚ Κίνας και ο Μάο Τσετούνγκ για το ρόλο της εργατικής τάξης

Έχει συχνά διατυπωθεί κριτική που αποδίδει στο ΚΚ Κίνας και στο Μάο ότι υποτίμησαν τον ηγεμονικό ρόλο του προλεταριάτου στα πλαίσια του ενιαίου μετώπου και υπερτίμησαν τον ρόλο της αγροτιάς, ότι γενικότερα για το ΚΚ Κίνας ο πρωτοποριακός ρόλος της εργατικής τάξης δεν ήταν ζήτημα ξεκάθαρο.
Στα πλαίσια της κριτικής αυτής διατυπώνεται και η γνώμη ότι ο Μάο Τσετούνγκ είχε αντιλήψεις που υποτιμούσαν τον ηγετικό ρόλο του προλεταριάτου και υπερτιμούσαν το ρόλο της νεολαίας. Γίνεται γι’ αυτό χρήση μερικών φράσεων, αποσπασμένων απ’ το συνολικό τους πλαίσιο, έτσι που αλλοιώνεται η πραγματική άποψη του Μάο. Η άποψή του για το ζήτημα αυτό είναι ωστόσο καθαρή. Λέει:
«Τι ρόλο άρχισε να παίζει η κινέζικη νεολαία από τον καιρό του ”κινήματος της 4 Μάη”; Άρχισε να παίζει κατά κάποια έννοια πρωτοποριακό ρόλο. Αυτό παραδέχονται όλοι στη χώρα εκτός από τους υπεραντιδραστικούς. Τι σημαίνει να παίζεις πρωτοποριακό ρόλο; Σημαίνει να μπαίνεις επικεφαλής, να βαδίζεις στην πρώτη γραμμή της επανάστασης. Υπάρχει στις γραμμές του κινέζικου λαού που αγωνίζεται ενάντια στον ιμπεριαλισμό και στη φεουδαρχία, ένα σώμα αποτελούμενο από νέους διανοούμενους και σπουδαστές. Είναι ένα σώμα αρκετά σημαντικό. Αν και πολυάριθμοι νέοι άνθρωποι έχουν ήδη δώσει τη ζωή τους, αριθμεί σήμερα ένα δυναμικό πολλών εκατομμυρίων. Είναι ένας στρατός που συγκροτεί ένα από τα μέτωπα, πρόκειται μάλιστα για ένα μέτωπο σημαντικό στον αγώνα ενάντια στον ιμπεριαλισμό και στη φεουδαρχία. Αυτός όμως ο στρατός δεν αρκεί και δεν θα μπορέσουμε να κερδίσουμε τον εχθρό στηριζόμενοι αποκλειστικά σ’ αυτόν, γιατί, στο τέλος, δεν αποτελεί την κύρια δύναμη. Ποια είναι λοιπόν η κύρια δύναμη; Είναι οι εργάτες και οι αγρότες. Οι νέοι μας, διανοούμενοι και σπουδαστές πρέπει ν ‘ανακατευτούν στις εργατικές και αγροτικές γραμμές που αντιπροσωπεύουν το 90% του πληθυσμού, να τις κινητοποιήσουν, να τις οργανώσουν. Αν δεν έχουμε την κύρια αυτή δύναμη που αποτελείται απ’ τους εργάτες και τους αγρότες, αν υπολογίζουμε αποκλειστικά στο σώμα των νέων διανοούμενων και σπουδαστών, δεν θα μπορέσουμε να νικήσουμε τον ιμπεριαλισμό και τη φεουδαρχία». Και συνεχίζει ο Μάο, ανατρέποντας αντίθετες απόψεις που αναπτύχθηκαν σε τμήματα της νεολαίας: «Πώς μπορούμε να προσδιορίσουμε αν ένας νέος είναι επαναστάτης ή όχι; Πώς να κάνουμε τη διάκριση; Υπάρχει ένα μοναδικό κριτήριο, κι αυτό είναι να δούμε αν αυτός ο νέος θέλει να συνδεθεί με τις εργατικές και αγροτικές μάχες κι αν πραγματικά δένεται μ’ αυτές» («Ο προσανατολισμός του κινήματος της νεολαίας», λόγος που εκφώνησε ο Μάο Τσετούνγκ στην μαζική συγκέντρωση της νεολαίας του Γενάν, στην 20η επέτειο του κινήματος 4 του Μάη). Τι προκύπτει από την παράθεση αυτών των κομματιών; Προκύπτει ότι γράφτηκαν για να πείσουν αυτούς που δεν κατανοούν το ρόλο της εργατικής τάξης και της αγροτιάς και όχι για να αποδείξουν ότι η νεολαία αποτελεί το πρωτοπόρο απόσπασμα της αντιιμπεριαλιστικής, αντιφεουδαρχικής πάλης.
Για όποιους έχουν μια γενική εικόνα των απόψεων του Μάο, δεν χρειάζεται ιδιαίτερη προσπάθεια να αποδειχθεί ότι απ’ άκρη σ’ άκρη το έργο του διαπνέεται από μια απόλυτα μαρξιστική-λενινιστική θέση για το ρόλο του προλεταριάτου και ότι αγωνίζεται ο ίδιος επανειλημμένα ενάντια σε οπορτουνιστικά ρεύματα που διαπνέονται από αντίθετες θέσεις. Για ν’ απαντήσουμε ωστόσο σε μια εκλεκτική χρησιμοποίηση αποσπασματικών φράσεων που συναντάμε συχνές στην κριτική που γίνεται στον Μάο Τσετούνγκ και που έχει στόχο να δείξει ότι ο Μάο θεωρούσε σαν πρωτοπόρα δύναμη της επανάστασης άλλοτε τη νεολαία, άλλοτε την αγροτιά, άλλοτε τους μικροαστούς της πόλης, μεταφέρουμε -ολόκληρα φυσικά- ορισμένα αποσπάσματα από κείμενά του για τα οποία έχει σχετικά γίνει λόγος. Πριν όμως απ’ αυτό είναι ίσως χρήσιμο να διατυπώσουμε εδώ την παρακάτω σκέψη:  
Το κινέζικο κόμμα όταν αποκαλύφθηκε ότι ο Λιν Πιάο ήταν αποστάτης, ρεβιζιονιστής κ.λπ. δεν αρκέστηκε σ’ αυτό μα θέλησε να πείσει ότι ο Λιν Πιάο ήταν πάντοτε πράκτορας (ίσως και να γεννήθηκε πράκτορας), τακτική που εξευτελίζει φυσικά την ίδια την κινέζικη ηγεσία που ανέβασε σε υψηλότατα αξιώματα, επαίνεσε με τη γνωστή υπερβολή και μάλιστα λιβάνισε επί τόσα χρόνια έναν πράκτορα. Η τακτική αυτή δεν αποτέλεσε δυστυχώς στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος κινέζικη αποκλειστικότητα, και είναι απόρροια μιας αντιδιαλεκτικής μεταφυσικής άποψης που δεν μπορεί να κατανοήσει ότι ένας επαναστάτης ακόμα και μεγάλος, δεν κάνει μόνο σωστά αλλά κάνει και λάθη ή ότι ένας που κάνει λάθη, μπορεί να κάνει και μερικά σωστά. Μιας άποψης που δεν μπορεί να κατανοήσει πολύ περισσότερο ότι ένας άνθρωπος ταγμένος στην υπόθεση του προλεταριάτου μπορεί κάτω από ορισμένες συνθήκες με ή παρά τη θέλησή του, να υπηρετήσει ταξικά συμφέροντα αντίθετα προς την προλεταριακή υπόθεση, όπως ακόμα ότι μπορεί να συμβεί και το αντίθετο. Δεν μπορεί η αντιδιαλεκτική αυτή άποψη ν’ αντιληφθεί ότι ένα κόμμα στο οποίο κάτω από ορισμένες συνθήκες επικράτησε ο ρεβιζιονισμός, δεν σημαίνει ότι ήταν πάντοτε ρεβιζιονιστικό, κ.λπ.
Η Κ.Ε. του ΚΚ Κίνας άσχετο τι έκανε η ίδια αργότερα, απαντώντας για το ζήτημα Στάλιν στην Κ.Ε. του ΚΚΣΕ το 1963, και συγκεκριμένα στον Χρουστσόφ, που χαρακτήρισε τον Στάλιν σαν «φονιά», «εγκληματία», «ληστή», «τυχοδιώκτη», «δεσπότη», «βλάκα», «ηλίθιο» κ.λπ., είπε πολύ σωστά ότι δεδομένου ότι ο Στάλιν ήταν επικεφαλής του σοβιετικού κόμματος για 30 χρόνια και ο Χρουστσόφ συμμετείχε στην καθοδήγηση του κόμματος και το κράτους, θα πρέπει να θεωρήσουμε τον Χρουστσόφ, είτε συνένοχο του «φονιά» και του «εγκληματία», είτε συνένοχο του «βλάκα» και του «ηλίθιου». Αν λοιπόν δεχόμαστε αυτά που ορισμένα μαρξιστικά-λενινιστικά κόμματα αποδίδουν σήμερα στο ΚΚ Κίνας και στον Μάο Τσετούνγκ τότε θα έπρεπε να δώσουμε κάποια πειστική εξήγηση για τα δεκαπέντε και πάνω χρόνια, όπου εξηγούσαμε στους κομμουνιστές και τους προοδευτικούς ανθρώπους τα αντίθετα. Δεν θα είχαμε δικαίωμα, αν έτσι σκεπτόμαστε, να προσπερνάμε εύκολα το ότι βρεθήκαμε για δεκαπέντε χρόνια συνένοχοι ενός «Κινέζου Χρουστσόφ», ενός οπαδού της «αρχαίας κινέζικης φιλοσοφίας», ενός «εκλεκτικού», ενός «πραγματιστή», ενός «πραξικοπηματία», ενός «σωβινιστή» που επιπλέον τον θεωρήσαμε σαν μεγάλο μαρξιστή-λενινιστή και συνεχιστή του έργου των Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν και Στάλιν δημιουργώντας μεγάλη σύγχυση.
Ας έρθουμε όμως σε ορισμένα γραπτά του Μάο, που τμήματά τους έχουν χρησιμοποιηθεί για να αποδειχθεί ότι δεν θεωρεί την εργατική τάξη σαν πρωτοπόρα δύναμη της επανάστασης. Γράφει ο Μάο στη «Νέα Δημοκρατία»: «Ο Στάλιν έλεγε πως το εθνικό ζήτημα είναι ουσιαστικά ζήτημα αγροτικό[1] κι αυτό σημαίνει ότι η κινέζικη επανάσταση είναι ουσιαστικά μια αγροτική επανάσταση και η σημερινή πάλη εναντίον της Ιαπωνίας είναι ουσιαστικά πάλη των αγροτών εναντίον της Ιαπωνίας. Η νεοδημοκρατική πολιτική σημαίνει ουσιαστικά παραχώρηση της εξουσίας στους αγρότες. Με το «ουσιαστικά» εννοούμε βασικά χωρίς να αγνοούμε τους άλλους παράγοντες, όπως και ο ίδιος ο Στάλιν το είχε ήδη εξηγήσει. Κάθε μαθητής ξέρει ότι το 80% του πληθυσμού της Κίνας είναι αγρότες. Έτσι το αγροτικό πρόβλημα έχει γίνει το κύριο πρόβλημα της κινέζικης επανάστασης. Οι εργάτες έρχονται δεύτεροι μετά τους αγρότες στον κινέζικο πληθυσμό. Υπάρχουν στην Κίνα πολλά εκατομμύρια βιομηχανικοί εργάτες και μερικές δεκάδες εκατομμύρια χειροτέχνες και εργάτες γης. Η Κίνα δεν θα μπορούσε να ζήσει χωρίς τους εργάτες των διαφόρων κλάδων της βιομηχανίας γιατί είναι οι παραγωγοί στον βιομηχανικό τομέα της οικονομίας. Η επανάσταση δεν θα μπορέσει να νικήσει χωρίς την εργατική τάξη της σύγχρονης βιομηχανίας, γιατί αυτή είναι η πιο συνειδητοποιημένη επαναστατική τάξη που καθοδηγεί την κινέζικη επανάσταση». (υπογράμμιση δική μας)
Το πρόβλημα που ωστόσο ο Μάο θέτει εδώ είναι ο σημαντικός ρόλος της αγροτιάς, στις συνθήκες της Κίνας. Το πρόβλημα αυτό μπήκε αντικειμενικά και σε άλλες χώρες όπως για παράδειγμα στην Αλβανία. Ο σ. Ε. Χότζα έχει πει σχετικά: «Η αλβανική αγροτιά ήταν η κύρια δύναμη στην επανάστασή μας, παρόλα αυτά, η εργατική μας τάξη, μ’ όλο που ήταν αριθμητικά πολύ μικρή, καθοδήγησε την αγροτιά γιατί η επανάσταση καθοδηγούνταν από τη μαρξιστική-λενινιστική ιδεολογία, την ιδεολογία του προλεταριάτου ενσαρκωμένη στο Κομμουνιστικό Κόμμα».
Το απόσπασμα του Μάο που παραθέσαμε πιο πάνω είναι παρμένο από το κεφάλαιο «Οι παλιές και οι νέες τρεις αρχές του λαού». Ο Μάο, αντιμετωπίζοντας τους αντιδραστικούς του Κουόμιτανγκ, υπερασπίζεται τις «τρεις αρχές του λαού» επικαλούμενος την ερμηνεία που τους έδωσε ο Σουν Γιάν Τσεν, στο Μανιφέστο του Πρώτου Εθνικού Συμβουλίου του Κουόμιτανγκ, δηλαδή ότι περιλαμβάνουν τη συμμαχία με τη Ρωσία, τη συνεργασία με τους κομμουνιστές και την υποστήριξη των αγροτών και των εργατών. Και απαντώντας στις αντικομουνιστικές επιθέσεις του Κουόμιτανγκ, αντιπαραθέτει αυτές τις τρεις αρχές σαν πολιτική βάση του ενιαίου αντιγιαπωνέζικου μετώπου και αναπτύσσει τους λόγους για τους οποίους αυτές, την εποχή εκείνη, συνέπιπταν με το μίνιμουμ πρόγραμμα του ΚΚ Κίνας. Προσθέτει ότι οι κομμουνιστές ήταν έτοιμοι να αγωνιστούν για την εφαρμογή των τριών αυτών αρχών του λαού. Στόχος του κεφαλαίου αυτού δεν είναι συνεπώς ν’ αναλύσει από ταξική άποψη στα πλαίσια του μετώπου το ρόλο της εργατικής τάξης και της αγροτιάς, αλλά ν’ αφαιρέσει το έδαφος στις επιθέσεις των αντιδραστικών του Κουόμιτανγκ υιοθετώντας (σαν μίνιμουμ πρόγραμμα και σαν βάση συνεργασίας) και αντιπαραθέτοντάς τους τις τρεις αρχές του Σουν Γιάν Τσεν, εκ των οποίων η τρίτη μιλάει για υποστήριξη των αγροτών και εργατών, χωρίς φυσικά -δεν ήταν δυνατόν ο Σουν Γιάν Τσεν και το Κουόμιτανγκ να κάνουν κάτι τέτοιο- να ερμηνεύεται από μαρξιστική σκοπιά ο ειδικός ρόλος των αγροτών και των εργατών. Θέλουμε μ’ αυτά να πούμε -αν και το απόσπασμα όπως είναι διατυπωμένο δεν νομίζουμε ότι αφήνει έδαφος για παρερμηνεία- ότι αν κάποιος θέλει να πληροφορηθεί την άποψη του Μάο για το ρόλο της εργατικής τάξης και της αγροτιάς, μπορεί θαυμάσια να καταφύγει στα ανάλογα κεφάλαια του ίδιου βιβλίου.
Στο κεφάλαιο με τίτλο «Η νεοδημοκρατική πολιτική εξουσία» γράφει: «Η λαοκρατική δημοκρατία της Κίνας που εμείς θέλουμε τώρα να χτίσουμε, δεν μπορεί παρά να είναι μια λαοκρατική δημοκρατία κάτω από την δικτατορία της συμμαχίας όλων των αντιιμπεριαλιστικών και αντιφεουδαρχικών δυνάμεων που καθοδηγούνται από το «προλεταριάτο». Λέει ακόμα ο Μάο: «Η ιστορία απέδειξε ότι η κινέζικη αστική τάξη είναι ανίκανη να εκπληρώσει το καθήκον αυτό (δηλαδή να οδηγήσει το λαό στην ανατροπή του ιμπεριαλισμού και των φεουδαρχικών δυνάμεων) που δεν μπορεί παρά να πέσει στους ώμους του προλεταριάτου».
Απ’ όποια μεριά κι αν εξεταστούν οι ισχυρισμοί σύμφωνα με τους οποίους ο Μάο Τσετούνγκ αρνείται τον ηγετικό ρόλο της εργατικής τάξης δεν στέκουν, με βάση αυτά που πραγματικά λέει ο ίδιος. Γιατί πέρα από τον τονισμό που δεν παραλείπει να κάνει στο ρόλο της αγροτιάς, με βάση αυτό που εκπροσωπούσε η αγροτιά στην Κίνα του 1930 και το 1940, δεν παραλείπει επίσης να υπογραμμίζει την ανάγκη να καθοδηγείται το μέτωπο των αντιιμπεριαλιστικών δυνάμεων απ’ το προλεταριάτο, σαν προϋπόθεση για τη νίκη της νεοδημοκρατικής επανάστασης. Αν υπάρχει λοιπόν κάποιο πρόβλημα, αυτό αφορά την αναγκαιότητα της ύπαρξης του ενδιάμεσου σταδίου της νεοδημοκρατικής επανάστασης, με βάση την ταξική διάρθρωση της κινέζικης κοινωνίας. Αλλά αυτό δεν αμφισβητήθηκε ούτε απ’ τον Λένιν, ούτε από τον Στάλιν, ούτε από την Κ.Δ.
Ας συνεχίσουμε με ένα άλλο κομμάτι του Μάο παρμένο απ’ την «Έκθεση για την έρευνα στο Χουνάν σχετικά με το αγροτικό κίνημα»:
«Σε λίγο καιρό θα δούμε σ’ όλες τις επαρχίες της Κίνας, στο κέντρο, στο βορρά και στο νότο, να ξεσηκώνονται εκατοντάδες εκατομμύρια αγρότες ορμητικοί, ακατανίκητοι σαν σίφουνας, που καμιά δύναμη δεν θα μπορεί να τους συγκρατήσει. Θα συντρίψουν τις αλυσίδες τους και θα μπουν ακάθεκτοι στο δρόμο της απελευθέρωσής τους. Θα σκάψουν τον τάφο σ’ όλους τους ιμπεριαλιστές, τους μιλιταριστές, τους καταχραστές αξιωματούχους του κράτους κι όλους τους κακούς μικρούς ευγενείς των χωριών (σένσι). Όλα τα επαναστατικά κόμματα και όλοι οι επαναστάτες θα δοκιμαστούν μπροστά τους και ή θα κατακτήσουν την εμπιστοσύνη τους ή θα καταδικαστούν αποφασιστικά. Τι θα κάνουμε; Θα μπούμε μπροστά και θα αναλάβουμε την καθοδήγησή τους ή θα μείνουμε πίσω και θα περιοριστούμε να τους κριτικάρουμε χειρονομώντας από αγανάκτηση; Θα ταχθούμε εναντίον τους; Κάθε κινέζος πρέπει να διαλέξει έναν απ’ αυτούς τους τρεις δρόμους αλλά τα γεγονότα απαιτούν από τον καθένα να κάνει την εκλογή του χωρίς καθυστέρηση».
Αυτή η σαφής διατύπωση έχει στόχο να πείσει τους οπορτουνιστές (Τιέν Τουτσέου κ.λπ.) στο ΚΚ Κίνας που βρίσκονταν κάτω απ’ την πίεση των αντιδραστικών του Κουόμιτανγκ, ότι πρέπει οι κομμουνιστές να υποστηρίξουν και μάλιστα να καθοδηγήσουν το αγροτικό κίνημα. Η ουσία του προβλήματος που αναφέραμε πιο πάνω, δηλαδή η σκοπιμότητα της ύπαρξης του ενδιάμεσου νεοδημοκρατικού σταδίου με βάση την ταξική διάρθρωση της κινέζικης κοινωνίας, θίγεται και αναλύεται (όχι μια και δυο μόνο φορές) απ’ τον Μάο:
«Μπορούμε να πούμε για την κινέζικη κοινωνία ότι είναι ”μικρή στα δυο άκρα και μεγάλη στη μέση τους”. Το προλεταριάτο έχει τη μια άκρη, η τάξη των γαιοκτημόνων και των μεγαλοαστών έχει την άλλη και δεν είναι παρά μειοψηφίες. Η μεγάλη μάζα του λαού αποτελείται από την αγροτιά, τη μικροαστική τάξη των πόλεων και τις άλλες ενδιάμεσες τάξεις. Κανένα κόμμα δεν μπορεί να φέρει σε καλό τέλος τις κρατικές υποθέσεις, αν η πολιτική του δεν υπολογίζει τα συμφέροντα αυτών των τάξεων, αν τα άτομα που τις αποτελούν δεν απολαμβάνουν αυτό που τους αναλογεί και αν δεν έχουν το δικαίωμα να εκφράζονται».
Στα γραπτά του Μάο υπάρχουν εκατοντάδες αποσπάσματα που διαψεύδουν αυτό που αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της κριτικής που διατυπώνεται για το ζήτημα που εξετάζουμε εδώ, ενάντιά του. Το παρακάτω κομμάτι, συνοψίζει καλά την άποψη του Μάο:
«Η λογοτεχνία και η τέχνη μας απευθύνεται πρώτα απ’ όλα στους εργάτες, στην τάξη που καθοδηγεί την επανάσταση. Κατά δεύτερο λόγο στους αγρότες, τους πιο πολυάριθμους και αποφασιστικούς συμμάχους μας στην επανάσταση. Κατά τρίτο λόγο στους ένοπλους εργάτες και αγρότες, δηλαδή στην 8η Στρατιά, στη Νέα 9η Στρατιά και στ’ άλλα ένοπλα αποσπάσματα του λαού που είναι οι βασικές δυνάμεις του επαναστατικού πολέμου. Τέλος, στους εργαζόμενους και τους διανοούμενους της μικροαστικής τάξης των πόλεων, που είναι επίσης σύμμαχοί μας στην επανάσταση και ενδέχεται να συνεργαστούν για πολύ διάστημα μαζί μας. Αυτές οι τέσσερις κατηγορίες αντιπροσωπεύουν την τεράστια πλειοψηφία του κινέζικου λαού, είναι οι λαϊκές μάζες οι πιο πλατιές».
Ας έρθουμε στην περιβόητη «περικύκλωση της πόλης από την ύπαιθρο». Αναφερθήκαμε ήδη σε αρκετές πλευρές του ζητήματος, ως προς την ουσία του. Ο Μάο έδωσε μάχη στο ΚΚ Κίνας ενάντια στους οπορτουνιστές που αντιτάχθηκαν στην δημιουργία των επαναστατικών βάσεων στην ύπαιθρο. Η πράξη, καθώς γράψαμε (στην Κίνα και αλλού στις εξαρτημένες νεοαποικιακές και αποικιακές χώρες) τον δικαίωσε. Γράφει σχετικά το Γενάρη του 1944:
«Το σημερινό μας καθήκον είναι να προετοιμαστούμε να αναλάβουμε μια υπευθυνότητα ακόμα μεγαλύτερη: Να διώξουμε τους Ιάπωνες εισβολείς από την Κίνα, όποιες κι αν είναι οι περιστάσεις. Για το σκοπό αυτό οφείλουμε να αναπτύξουμε και να σταθεροποιήσουμε ακόμα πιο πολύ το κόμμα μας, το στρατό μας και τις επαναστατικές μας βάσεις στην ύπαιθρο. Πρέπει να μας απασχολήσει η δουλειά στις μεγάλες πόλεις και κατά μήκος των βασικών αξόνων επικοινωνίας και ν’ αποδώσουμε στη δουλειά μέσα στις πόλεις την ίδια σημασία μ’ αυτή που δίνουμε στις επαναστατικές βάσεις της υπαίθρου». Λέει ακόμα: «Στη διάρκεια αυτής της περιόδου, το καθήκον της προετοιμασίας εξεγέρσεων στις πόλεις, όπως αποφασίστηκε από το 6ο Συνέδριο του Κόμματος, δεν πραγματοποιήθηκε κι ούτε μπορούσε να πραγματοποιηθεί. Τώρα όμως είναι διαφορετικά. Η απόφαση του 6ου Συνεδρίου θα εφαρμοστεί μετά από το 7ο. Αυτό θα συγκληθεί χωρίς αμφιβολία σύντομα και θα συζητήσει τα προβλήματα δυναμώματος της δουλειάς μας στις πόλεις και για την κατάκτηση της νίκης σε εθνική κλίμακα».
Όπως φαίνεται από τα κείμενα, η συζήτηση περί πόλης και υπαίθρου αφορά την ορθότερη τακτική του επαναστατικού πολέμου και όχι την προτεραιότητα της αγροτιάς σε σχέση με το προλεταριάτο. Για να γίνει σαφέστερο αυτό παραθέτουμε ένα άλλο απόσπασμα από τα «Προβλήματα πολέμου και στρατηγικής»:
«Το κύριο καθήκον του Κόμματος του κινέζικου προλεταριάτου ήταν να ενώσει όσο το δυνατόν περισσότερους συμμάχους και ανάλογα με τις συνθήκες να οργανώσει ένοπλους αγώνες για την εθνική και κοινωνική απελευθέρωση… Χωρίς τον ένοπλο αγώνα δεν θα υπήρχε θέση για το προλεταριάτο και το Κομμουνιστικό Κόμμα στην Κίνα και δεν θα μπορούσαν να επιτελέσουν κανένα επαναστατικό καθήκον». Και συνεχίζει: «Για μεγάλο διάστημα ύστερα από το 1927 πολλοί σύντροφοι εξακολούθησαν να θεωρούν την προετοιμασία των εξεγέρσεων στις πόλεις και τη δουλειά στις αντεπαναστατικές περιοχές σαν κεντρικό καθήκον του Κόμματος. Μόνο έπειτα από τη νίκη μας στην απόκρουση της τρίτης εκστρατείας, ”περικύκλωσης και καταστολής” του εχθρού, το 1931, μερικοί σύντροφοι άλλαξαν ριζικά τη στάση τους πάνω σ’ αυτό το ζήτημα…».
Υπάρχουν ολοφάνερα τρία ζητήματα: Το ένα αφορά την υπογράμμιση του ρόλου της αγροτιάς σε μια κατ’ εξοχήν αγροτική χώρα σαν την Κίνα. Το δεύτερο αφορά το ποια τάξη -το προλεταριάτο ή η αστική- θα καθοδηγήσει την επανάσταση στο νεοδημοκρατικό της στάδιο. Το τρίτο αφορά ζητήματα της κατάλληλης τακτικής του επαναστατικού αγώνα, με στόχο φυσικά την νίκη της επανάστασης. Στο τρίτο αυτό ζήτημα γίνεται συχνά αναφορά για να απαντηθούν απόψεις που ο Μάο Τσετούνγκ ποτέ δε διατύπωσε, σ’ ότι αφορά τα δύο πρώτα ζητήματα.
Πολλές κριτικές που διατυπώθηκαν απέναντι στο ΚΚ Κίνας και στον Μάο Τσετούνγκ μπορεί να μην πείθουν ότι αυτοί υποτίμησαν το ρόλο του προλεταριάτου, θέτουν όμως σε αμφισβήτηση τον παρατεταμένο λαϊκό πόλεμο, που σαν επαναστατική μορφή δικαιώθηκε αναμφισβήτητα, μέσα από την πάλη και όχι μόνο στην Κίνα, αλλά σε πολλές πρώην εξαρτημένες νεοαποικιακές ή αποικιακές χώρες. Οι ρίζες της λεγόμενης «Θεωρίας των τριών κόσμων» είναι ένα ξεχωριστό ζήτημα. Γιατί πέρα από τη «θεωρία» αυτή, παραμένει γεγονός, ότι ο αδύναμος κρίκος της ιμπεριαλιστικής αλυσίδας βρέθηκε (και συχνά έσπασε) στις χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λ. Αμερικής. Η θέση του ΚΚ Κίνας και του Μάο στο ζήτημα αυτό είναι ξεκάθαρα διατυπωμένη στο κείμενο της Κ.Ε. του ΚΚ Κίνας με τίτλο «Προτάσεις σχετικά με τη γενική γραμμή του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος». Γράφεται σχετικά:
«Στις εκτεταμένες περιοχές της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, είναι συγκεντρωμένες οι διάφορες αντιθέσεις του σύγχρονου κόσμου. Αυτές οι περιοχές είναι οι πιο τρωτές απ’ όσες βρίσκονται κάτω από την κυριαρχία του ιμπεριαλισμού και αποτελούν σήμερα την κύρια ζώνη της παγκόσμιας επαναστατικής θύελλας που καταφέρει άμεσα πλήγματα εναντίον του ιμπεριαλισμού.
Το εθνικοδημοκρατικό επαναστατικό κίνημα των περιοχών αυτών και το διεθνές σοσιαλιστικό επαναστατικό κίνημα είναι τα δυο μεγάλα ιστορικά ρεύματα της εποχής μας. Οι εθνικοδημοκρατικές επαναστάσεις των περιοχών αυτών αποτελούν σημαντικό συστατικό τμήμα της παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης της εποχής μας.
Ο αντιιμπεριαλιστικός επαναστατικός αγώνας των λαών της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής καταφέρει πλήγματα και υπονομεύει σημαντικά τις βάσεις της κυριαρχίας του ιμπεριαλισμού, του αποικισμού και του νεοαποικισμού, αποτελεί μια πανίσχυρη δύναμη για την υπεράσπιση της παγκόσμιας ειρήνης στην εποχή μας.
Γι’ αυτό με μια ορισμένη έννοια, η όλη υπόθεση της παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης εξαρτάται από την τελική έκβαση του επαναστατικού αγώνα, που διεξάγουν οι λαοί των περιοχών αυτών, οι οποίοι αποτελούν τη συντριπτική πλειοψηφία του παγκόσμιου πληθυσμού…
…Μερικοί… προσπαθούν με όλα τα μέσα να σβήσουν τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στα έθνη που βρίσκονται κάτω από καταπίεση και στα έθνη που ασκούν καταπίεση, ανάμεσα στις χώρες που βρίσκονται κάτω από καταπίεση και στις χώρες που ασκούν καταπίεση, να ανακόψουν τον επαναστατικό αγώνα των λαών των περιοχών αυτών…
…Η εργατική τάξη κάθε σοσιαλιστικής χώρας και κάθε καπιταλιστικής χώρας πρέπει να εφαρμόσει πραγματικά τα μαχητικά συνθήματα: ”Προλετάριοι όλων των χωρών ενωθείτε” και ”προλετάριοι όλων των χωρών και καταπιεζόμενοι λαοί ενωθείτε!”. Πρέπει να μελετήσει την επαναστατική πείρα των λαών της Ασίας, της Αφρικής και της Λατινικής Αμερικής, να υποστηρίξει σταθερά την επαναστατική τους δράση και να θεωρήσει την υπόθεση της απελευθέρωσής τους σαν το σίγουρο στήριγμα για τον ίδιο τον εαυτό της… Η εργατική τάξη των χωρών της Ευρώπης και της Αμερικής δεν θα μπορέσει ποτέ να πετύχει την απελευθέρωσή της, αν δεν ενωθεί με τα καταπιεζόμενα έθνη, αν δεν απελευθερωθούν τα έθνη αυτά. Ο Λένιν πολύ σωστά έλεγε: «Το επαναστατικό κίνημα των προοδευμένων χωρών δεν θα ήταν στην πραγματικότητα παρά μια καθαρή απάτη, αν οι εργάτες της Ευρώπης και της Αμερικής δεν ενώνονταν πλήρως και με τον πιο στενό τρόπο με τις εκατοντάδες εκατομμυρίων των ”αποικιακών” σκλάβων, που καταπιέζονται από το κεφάλαιο»…
Και πιο κάτω προσδιορίζει: «Η ιστορία εμπιστεύτηκε στα προλεταριακά κόμματα των περιοχών αυτών την ένδοξη αποστολή … να σταθούν στις πρώτες γραμμές του εθνικού δημοκρατικού κινήματος και ν’ αγωνιστούν για ένα σοσιαλιστικό μέλλον».
Βλέπουμε λοιπόν, ότι ο καθοδηγητικός ρόλος του προλεταριάτου καθόλου δεν αμφισβητείται, ότι δεν αλλοιώνεται η θέση της Κ.Δ., του Λένιν ή του Στάλιν σε σχέση με το απελευθερωτικό κίνημα και τα καθήκοντα της προλεταριακής πρωτοπορίας, αλλά παράλληλα μπαίνει ένα πρόβλημα της σημασίας του επαναστατικού κινήματος στις εξαρτημένες αποικιακές και νεοαποικιακές χώρες, στα πλαίσια της παγκόσμιας προλεταριακής επανάστασης. Το ΚΚ Κίνας βλέπει με την παραπάνω τοποθέτησή του καθαρά την μετατόπιση του κέντρου της παγκόσμιας επανάστασης στις περιοχές αυτές, γεγονός που αποτελεί μια μεταβολή σαφή μεν σε σχέση με την εποχή του Μαρξ που έβλεπε την επανάσταση να προηγείται στις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες, αλλά λιγότερο σαφή σε σχέση με τον Λένιν που μιλάει για τον αδύνατο κρίκο του ιμπεριαλισμού και που προβλέπει τις επαναστατικές θύελλες που έρχονται στην Ασία και στην Κίνα πιο συγκεκριμένα («η καθυστερημένη Ευρώπη και η προχωρημένη Ασία» κ.λπ.). Ο Στάλιν τονίζει τη σημασία του εθνικού ζητήματος και του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα με ακόμα μεγαλύτερη σαφήνεια. Πέρα απ’ αυτά, αποτελεί αναμφισβήτητο γεγονός ότι το παγκόσμιο επαναστατικό κέντρο μετακινήθηκε βασικά μετά τον τελευταίο πόλεμο, απ’ την Ευρώπη προς τις «εκτεταμένες περιοχές της Ασίας, της Αφρικής και της Λ. Αμερικής». Τα γεγονότα δείξανε ότι σωστά τονίστηκε ο ρόλος του επαναστατικού κινήματος στις περιοχές αυτές από το ΚΚ Κίνας και τον Μάο Τσετούνγκ και μια τέτοια θέση δε συνεπάγεται την υποτίμηση του προλεταριάτου των καπιταλιστικών χωρών, ενώ παράλληλα καθώς ήδη είπαμε αποτελεί εξέλιξη μιας τάσης που εντοπίστηκε από τον Λένιν και υπογραμμίστηκε σαφέστατα από τον Στάλιν. Μπαίνει το ερώτημα, αν έχουν οι θέσεις αυτές κάποια σχέση με τη «Θεωρία των τριών κόσμων». Δεν μπορούμε να το αποκλείσουμε, αλλά δεν το θεωρούμε και προφανές. Γιατί απ’ αυτές μέχρι τη «θεωρία των τριών κόσμων» απαιτείται η αναθεώρηση της μαρξιστικής-λενινιστικής θέσης για το χαρακτήρα της κινητήριας δύναμης και την καθοδηγητική δύναμη της εθνικής-δημοκρατικής (νεοδημοκρατικής) επανάστασης, όπως αναπτύχθηκε και εφαρμόστηκε από το ΚΚ Κίνας και τον Μάο Τσετούνγκ στα πλαίσια (από γενική άποψη) των θέσεων του Λένιν, του Στάλιν και της Κ.Δ. Χρειάζεται ακόμα η μεταβολή μιας άλλης βασικής μαρξιστικής-λενινιστικής θέσης με την υιοθέτηση του συμφιλιωτισμού, της ταξικής υποταγής και συνεργασίας με ορισμένες τουλάχιστον ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (στην πράξη, ακόμα και με υπερδυνάμεις).
Επειδή λοιπόν διαφωνήσαμε και καταγγείλαμε τη «θεωρία των τριών κόσμων» (όπως έκαναν και άλλα κόμματα) πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι για μας ούτε προφανής είναι η σύνδεση της θεωρίας αυτής με την έμφαση που σωστά δόθηκε απ’ το ΚΚ Κίνας στη σημασία της επανάστασης στη λεγόμενη ζώνη των θυελλών, ούτε, ακόμα κι αν υπάρχει κάποια σύνδεση, θεωρούμε πως η αναπότρεπτη και νομοτελειακή εξέλιξη εκείνης της θέσης οδηγεί στη «θεωρία των τριών κόσμων». Γιατί η πρώτη ήταν μια σωστή, σύμφωνη με την πραγματικότητα, σύμφωνη με τον μαρξισμό-λενινισμό θέση, μια φυσιολογική εξέλιξη στο κάτω-κάτω των θέσεων που διατυπώθηκαν μέχρι τότε από το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα, ενώ η άλλη είναι μια λαθεμένη, αταξική και αντεπαναστατική θεωρία που οδήγησε σε μια ανάλογη αντεπαναστατική πρακτική.
Για το ζήτημα της «Θεωρίας των τριών κόσμων» που αναλυτικότατα έχουμε εξηγήσει τη θέση μας στα τρία τελευταία χρόνια, ας ξεκαθαρίσουμε το ζήτημα της σχέσης του Μάο Τσετούνγκ με αυτή τη θεωρία. Το κόμμα μας πήρε τις εξής θέσεις: Αρχικά κατάγγειλε τη «Θεωρία των τριών κόσμων» διατυπώνοντας αντίστοιχες επιφυλάξεις για το αν ο Μάο Τσετούνγκ έχει κάποια σχέση μαζί της. Στη συνέχεια είπαμε ότι η θέση μας για τους «τρεις κόσμους» παραμένει εξίσου καταδικαστική, ανεξάρτητα αν ο Μάο έχει ή δεν έχει κάποια σχέση με τη θεωρία και παράλληλα διατυπώσαμε τη γνώμη ότι δεν μπορεί να μην υπάρχουν ευθύνες και στον Μάο Τσετούνγκ για την τελική εξέλιξη των πραγμάτων στην Κίνα. Η θέση αυτή η δεύτερη ήταν σωστή. Χρειάζεται ωστόσο να επεξηγήσουμε.
Υπάρχουν δυο αντιφατικά στοιχεία: Το ένα αφορά το προγενέστερο έργο του Μάο, αυτό για το οποίο ήδη μιλήσαμε αναλυτικά, το έργο του που αποτελεί μια πολύτιμη συνεισφορά στο παγκόσμιο εργατικό επαναστατικό κίνημα. Απ’ το έργο αυτό, όχι μόνο δεν προκύπτει «Θεωρία των τριών κόσμων» μα ίσα-ίσα βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με τη συμφιλίωση με τον ιμπεριαλισμό που η «θεωρία» αυτή συνεπάγεται. Απ’ την άλλη μεριά, είναι γεγονός ότι όταν η θεωρία αυτή μπήκε σε εφαρμογή ο Μάο Τσετούνγκ, σαν πρόεδρος του Κόμματος, δέχτηκε όλους τους επισκέπτες της Κίνας που ανέπτυσσαν μαζί της σχέσεις στα πλαίσια αυτής της «θεωρίας» συμπεριλαμβανομένων και των Κίσινγκερ και Νίξον. Τέλος οι απόψεις του Μάο τα τελευταία αυτά χρόνια δεν μας είναι γνωστές και δεν μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε ποια ήταν η θέση του. Συμπερασματικά πρέπει να κατασταλάξουμε ότι ο Μάο Τσετούνγκ έχει στο ζήτημα αυτό σημαντική ευθύνη, άσχετο αν δεν έχουμε στοιχεία για να διευκρινίσουμε ποια είναι αυτή και πώς έγινε η μετάβαση από προγενέστερες θέσεις σ’ αυτές τις τελευταίες. Όπως επίσης έχει κάποια σοβαρή ευθύνη για τη στάση του απέναντι σε πτέρυγες της δεξιάς, που καθώς τα πράγματα έδειξαν, κατάφεραν να στηρίξουν τις θέσεις τους, ν’ αντεπιτεθούν και να καταλάβουν την εξουσία, όταν τους δόθηκε η ευκαιρία.
Δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο το ότι οι επισκέψεις των Κίσινγκερ-Νίξον γίνονται στη διάρκεια της πάλης για την αντιμετώπιση της ομάδας του Λιν Πιάο, όπου με πρόσχημα την καταπολέμηση των αντεπαναστατικών ιδεών του μπόρεσε να ξαναεμφανιστεί και να σηκώσει κεφάλι η δεξιά. Ξαναχτυπήθηκε φυσικά η δεξιά λίγους μήνες πριν το θάνατο του Μάο, αλλά καθώς φάνηκε όχι σε βαθμό που να συντριβεί. Υπενθυμίζουμε ότι ο Τενγκ Χσιάο Πινγκ δυο φορές όσο ζούσε ο Μάο αποτέλεσε στόχο κριτικής και καθαιρέθηκε από κάθε θέση στο ΚΚ Κίνας. Η πρώτη το 1957, σαν υπαρχηγός του Λιού Σαοσί, δηλαδή του κύριου στόχου της προλεταριακής επανάστασης. Η δεύτερη το 1976. Πώς θα μπορούσε να επανέλθει στα πράγματα μετά την Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση, αν δεν είχε ισχυρούς προστάτες στα ανώτατα κλιμάκια της καθοδήγησης του ΚΚ Κίνας; Κι είναι πασίγνωστο ότι ο Τσου Ενλάι, που με προσωπική παρέμβαση του Μάο απόφυγε το 1957 μια τύχη ανάλογη με τον Τενγκ Χσιάο Πινγκ, υποστήριξε την αποκατάσταση αυτού του τελευταίου και της ομάδας του, χρησιμοποιώντας την πάλη για το ξεκαθάρισμα της αντεπαναστατικής ομάδας Λιν Πιάο. Θ’ αναφερθούμε ξανά στα ζητήματα αυτά πιο κάτω. Ας πούμε για την ώρα ότι οι ευθύνες του Μάο για το ότι, παρά την καθαρή από θεωρητική άποψη θέση του, διακυβεύτηκαν οι κατακτήσεις της Μεγάλης Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης όπως και οι ευθύνες του, όποιες είναι αυτές για τους «τρεις κόσμους», συγκαταλέγονται στ’ αρνητικά του που όμως δεν μπορούν να σβήσουν το μεγάλο επαναστατικό του έργο, παρακαταθήκη πολύτιμη για τους κομμουνιστές όλου του κόσμου. Γνώμη μας είναι πως αν η επανάσταση του Οκτώβρη, ό,τι κι αν έγινε στον κόσμο από τότε, χάραξε δρόμους που μέσα απ’ αυτούς εξακολουθεί και θα εξακολουθεί για αρκετό διάστημα να πορεύεται η προοδευτική ανθρωπότητα, έτσι δεν θα υπάρξει νέο ποιοτικό άλμα στην κοινωνική εξέλιξη, στο οποίο δεν θα έχει βαρύνει, ό,τι καινούριο έδωσε ο Μάο Τσετούνγκ για την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας και του νέου ανθρώπου.

Ο αγώνας ενάντια στον χρουστσοφικό ρεβιζιονισμό

Αποτελεί εθνικιστική παρέκκλιση η θέση ότι η γενική αλήθεια του μαρξισμού-λενινισμού πρέπει να εξειδικεύεται στις συγκεκριμένες συνθήκες κάθε χώρας; Αποτελεί υποκατάσταση του μαρξισμού-λενινισμού από κάποια εθνικιστική άποψη αυτό που ονομάζει ο Μάο «στυλ δουλειάς, ζωντανό και γεμάτο φρεσκάδα, ευχάριστο στην ακοή και στην όραση του κινέζικου λαού»;
Γνωστότατη είναι η χιλιοειπωμένη άποψη του Λένιν πάνω στο ζήτημα. Ο Στάλιν μίλησε για την αρχή «να υπολογίζεται υποχρεωτικά το εθνικά ιδιαίτερο και το εθνικά ειδικό κάθε ξεχωριστής χώρας στην επεξεργασία των καθοδηγητικών εντολών της Κ.Δ. για το εργατικό κίνημα αυτών των χωρών». Ο σ. Ε. Χότζα έχει πει μιλώντας για την Αλβανία: «Πρέπει οι αρχές της θεωρίας μας να στηρίζονται στη δικιά μας πραγματικότητα και να τη φωτίζουν. Πρέπει να εκφράζονται στην απλή και καθαρή γλώσσα του λαού μας». («Πώς να ενισχύσουμε το κόμμα από οργανωτική άποψη και πώς να το διαπαιδαγωγήσουμε ιδεολογικά», 21-4-1967).
Έχουμε επανειλημμένα στα δεκαπέντε αυτά χρόνια γίνει μάρτυρες μιας «εθνικής» σκοπιάς που ξεκινώντας απ’ τη «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης» κατέληγε σε μια υπερτίμηση της «εθνικής πείρας» η οποία φιλοδοξούσε να πάρει παγκόσμιες διαστάσεις. Είναι σήμερα καθαρό, ότι για πολλά χρόνια το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα υπέφερε απ’ την εσωστρέφεια και τον υποκειμενισμό των κομμάτων που αντικειμενικά έφεραν το κύριο βάρος της πάλης του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος ενάντια στο ρεβιζιονισμό και το σοσιαλιμπεριαλισμό. Βασική είναι φυσικά η ευθύνη του ΚΚ Κίνας, που αντικειμενικά σ’ αυτό έπεφτε το κύριο βάρος.
Η μάχη που δόθηκε ενάντια στο ρεβιζιονισμό το 1963-1964 ήταν από πολλές απόψεις -καθώς ήδη αναφέραμε- κατώτερη των απαιτήσεων που έβαζε ένα τόσο μεγάλο καθήκον, όσο ήταν η συγκρότηση του παγκόσμιου κομμουνιστικού μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος σε νέες επαναστατικές βάσεις. Η θεωρητική επεξεργασία που έγινε, ήταν περιορισμένη από πλευράς θεμάτων και ανεπαρκής. Σοβαρότατα ζητήματα, όπως η συγκρότηση νέων κομμάτων πιάστηκαν σχεδόν «κατά λάθος» και όχι μόνο από το ΚΚ Κίνας. Δόθηκαν μερικές γενικές θέσεις, στη διάρκεια της πολεμικής με το ΚΚΣΕ, που βοήθησαν σ’ ένα γενικό προσανατολισμό των κομμουνιστών. Από κει και πέρα ακολούθησε ένας βερμπαλιστικός χείμαρρος, ένας ωκεανός φράσεων που δεν περιλάμβανε τίποτα περισσότερο, παρά στερεότυπες επαναλήψεις πασίγνωστων και συχνά πεπαλαιωμένων πραγμάτων, ενώ η ανεπάρκεια στην ανάλυση νεότερων φαινομένων γινόταν με το πέρασμα του χρόνου όλο και πιο εμφανής. Χρειάζεται να προσθέσουμε ότι η τάση της εσωστρέφειας επιδεινώθηκε στο ΚΚ Κίνας, μετά την αρχή της πολιτιστικής επανάστασης.
Διατυπώνεται η άποψη ότι το ΚΚ Κίνας ταλαντευόμενα και συγκυριακά αντιτάχθηκε στο χρουστσοφικό ρεβιζιονισμό. Την άποψη αυτή δεν τη δεχόμαστε κατ’ αρχήν γιατί είδαμε ότι στο ΚΚ Κίνας η πάλη ενάντια στο ρεβιζιονισμό, πέρα από τους διεθνείς όρους, ήταν αποτέλεσμα μιας εσωτερικής διαδικασίας που ωρίμασε από καιρό και που είχε έγκαιρα αναλυθεί από τα έργα του Μάο Τσετούνγκ.
Πέρα απ’ αυτό είναι γεγονός ότι το ΚΚ Κίνας έδειξε κάποια ταλάντευση, όταν ο Μπρέζνιεφ ανέτρεψε τον Χρουστσόφ, γεγονός που το κίνημά μας -στο ξεκίνημά του τότε- έζησε από κοντά. Απ’ το σημείο όμως αυτό μέχρι να μηδενιστεί ο ρόλος του ΚΚ Κίνας, η απόσταση είναι μεγάλη. Πρώτο, γιατί και στα κείμενα που δημοσιεύτηκαν απ’ το 1956 και σ’ αυτά που δόθηκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα, είναι καθαρό ότι το ΚΚ Κίνας και ο Μάο Τσετούνγκ έχουν σαφέστατα θέση για τον ρεβιζιονισμό και τις εξελίξεις στην ΕΣΣΔ από εκείνη την εποχή, άσχετα αν εκφράστηκαν ταλαντεύσεις σε επίπεδο τακτικής. Και δεύτερο, γιατί χωρίς να μειώνεται η μεγάλη αξία της αντιπαράθεσης όλων των άλλων μαρξιστικών-λενινιστικών κομμάτων στο ρεβιζιονισμό, αν τότε δόθηκε κάποιο θεωρητικό πλαίσιο στην αντιπαράθεση αυτή που διαμόρφωνε μια γενικότερη προοπτική, αν αργότερα (σε πιο περιορισμένο βαθμό) δόθηκε μια κάποια ανάλυση του μετασχηματισμού του ρεβιζιονισμού σε σοσιαλιμπεριαλισμό, αυτό έγινε από το ΚΚ Κίνας. Ανεξάρτητα απ’ την ανεπάρκειά της, η συμβολή αυτή, συγκαταλέγεται στο ενεργητικό του ΚΚ Κίνας και στο βαθμό που του αναλογεί, στη θετική συνεισφορά του Μάο Τσετούνγκ.
Η κινέζικη πείρα εξασφάλισε ένα αρκετά πλήρες ιδεολογικό και πολιτικό πλαίσιο, για το αναπτυσσόμενο τότε εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα. Ίσως είναι ένας λόγος, για τον οποίο οι δεσμοί ανάμεσα σ’ αυτό και στο ΚΚ Κίνας υπήρξαν στενοί, σ’ όλα τα χρόνια μετά το 1964 και μέχρι που το ΚΚ Κίνας αποφάσισε ν’ απεμπολήσει τα συμφέροντα των καταπιεσμένων λαών προς όφελος της συμμαχίας του με τους αμερικάνους. Η ανεπάρκεια όμως στην επεξεργασία νεώτερων θέσεων έγινε πολύ πιο αισθητή στο επίπεδο του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος όπου τα μεν νεαρά μαρξιστικά-λενινιστικά κόμματα κινήθηκαν με τη βεβαιότητα (και την αναμονή) ότι τα φώτα θα έρθουν απ’ τα κόμματα που βρίσκονται στην εξουσία κι ιδιαίτερα απ’ το ΚΚ Κίνας, ενώ το ΚΚ Κίνας απαντούσε στερεότυπα (άσχετο αν άργησε να γίνει αντιληπτό το νόημα της απάντησής του) «να στηριζόσαστε στις δικές σας δυνάμεις».
Ήταν φυσικό στα χρόνια γύρω το 1970 και μετά, με τη στάση αυτή του ΚΚ Κίνας να δημιουργηθεί η μεγαλύτερη σύγχυση, το μεγαλύτερο χάος στο μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα. Διασπάσεις, πολλαπλές ομάδες, ασάφεια στους προσανατολισμούς. Η πρωτοβουλία συνεπώς που άρχισε απ’ το 1976 να παίρνει το ΚΕΑ για την ανασυγκρότηση του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος υπήρξε κατ’ αρχήν θετική ενέργεια. Παραμένει φυσικά πέρα απ’ την αρχική έκφραση της αντίθεσης προς τον κινέζικο ρεφορμισμό, το πρόβλημα του γενικότερου προσανατολισμού του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος, όπου σε πολλές πλευρές του έχουμε εκφράσει και διατηρούμε τις αντιρρήσεις μας.
Μιλήσαμε για την εσωστρέφεια που χαρακτήρισε γενικότερα το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα. Αυτή μας οδηγεί στο ερώτημα: Μπορεί ο μαρξισμός αν φοβάται την επαφή με τον ιδεαλισμό, μήπως και τα θολώσει, ν’ αποτελέσει τη βάση που θα στηρίξει το γκρέμισμα του παλιού κόσμου και το χτίσιμο του νέου; Πιστεύουμε πως όχι μόνο αυτό δεν μπορεί να γίνει, μα αν ένας που θεωρεί τον εαυτό του μαρξιστή φοβάται πως η επαφή με μια αντιμαρξιστική θεωρία μπορεί να τον θολώσει, τότε είναι απόλυτα βέβαιο ότι αργά ή γρήγορα θα θολώσει ο ίδιος (αν δεν έχει ήδη θολώσει) γιατί η ζωή, δηλαδή η ταξική πάλη, οι ταξικές αντιθέσεις, άρα και οι αντιμαρξιστικές φιλοσοφικές απόψεις δεν είναι κλεισμένες σε μπουκάλια, αλλά κυκλοφορούν, διαχέονται, αναπαράγονται κι εμφανίζονται ακόμα κι εκεί που έβαλες διπλοσκοπιές ν’ απαγορέψουν την είσοδό τους.
Πριν κλείσουμε το κεφάλαιο αυτό, ας επανέλθουμε σε ορισμένα κείμενα, που αποτέλεσαν διεθνώς τη βάση για την αντιπαράθεση στο ρεβιζιονισμό, και τα οποία έδωσε πέρα από όποιες ταλαντεύσεις του ΚΚ Κίνας.
Για το ζήτημα Στάλιν:
Το κείμενο «Σχετικά με την ιστορική πείρα της δικτατορίας του προλεταριάτου» δημοσιευμένο ελάχιστες μέρες μετά το 20ο Συνέδριο, στις 5/4/1956, υιοθετεί την κριτική του 20ου Συνεδρίου, βασικά για την προσωπολατρεία και την όχι κανονική λειτουργία της δημοκρατίας στο ΚΚΣΕ, αλλά παράλληλα, αν και με συντροφική απέναντι στο ΚΚΣΕ γλώσσα, υπερασπίζεται τον Στάλιν σαν μεγάλο επαναστάτη, μαρξιστή-λενινιστή. Στο ίδιο αυτό κείμενο γράφεται η θέση ότι «ο Στάλιν πήρε σφαλερή απόφαση για το ζήτημα της Γιουγκοσλαβίας».
Αντιλαμβανόμενοι προφανώς οι ηγέτες του ΚΚ Κίνας αφενός, πόσο μακρινά το πήγαινε ο Χρουστσόφ, αφετέρου πώς εκμεταλλεύτηκε τη θέση τους αυτή ο Τίτο, επανέρχονται στις 29/12/1956 με νέο άρθρο και με τίτλο «Και πάλι για την ιστορική πείρα της δικτατορίας του προλεταριάτου», όπου υπερασπίζονται περισσότερο τον Στάλιν, επαναλαμβάνουν τις ίδιες βασικές θέσεις και βάζουν σαν κεντρικό στόχο τον Τίτο και την πολιτική του για να επανορθώσουνε το προηγούμενο λάθος. Έκτοτε, οι επιθέσεις ενάντια στον Τίτο δυναμώνουν («Είναι η Γιουγκοσλαβία σοσιαλιστική χώρα;» κ.λπ.) το ίδιο και η πολεμική με τον χρουστσοφισμό, ενώ το ΚΚ Κίνας δίνει τον τόνο στην υπεράσπιση του Στάλιν διατυπώνοντας μια πολύ περιορισμένη κριτική που την θεωρεί ότι χαρακτηρίζει δευτερεύουσες πλευρές του έργου του, ενώ η κύρια πλευρά παραμένει η θετική συνεισφορά του.
Να προσθέσουμε ακόμα ότι το 1956 που δημόσια δίνονται τα άρθρα που είπαμε πιο πάνω, εσωτερικά στην Κίνα διατυπώνονται για όλα τα ζητήματα, και για το ζήτημα Στάλιν, πολύ σαφέστερες θέσεις από τον Μάο Τσετούνγκ. Στο λόγο του στην 2η Ολομέλεια της ΚΕ του 8ου Συνεδρίου (15/11/1956) ο Μάο διατυπώνει τη γνωστή θέση για δυο σπαθιά (Λένιν και Στάλιν) που έχουν πεταχθεί από τη σοβιετική ηγεσία, μαζί με τον λενινισμό. Η θέση αυτή δόθηκε στη δημοσιότητα το 1970, ενώ ολόκληρος ο λόγος του Μάο Τσετούνγκ στην Ολομέλεια πρωτοδημοσιεύτηκε μετά το θάνατό του και περιλαμβάνεται στον 5ο τόμο των Διαλεχτών Έργων του.
Χωρίς να μεταφέρουμε τις συνθήκες του 1956 ή του 1963 με βάση τη συνολική μας εκτίμηση για το έργο του Μάο, παρά τις επιφυλάξεις που γεννούν οι όποιες αρνητικές πλευρές του, η υπεράσπιση των βασικών θέσεων που περικλείει, πρέπει ν’ αποτελέσει βασικό συστατικό στοιχείο της πάλης των κομμουνιστών στην σημερινή εποχή, γιατί ο Μάο έχει πραγματικά δώσει ό,τι καινούριο υπήρξε στη μαρξιστική σκέψη διεθνώς τα τελευταία χρόνια. Υπεράσπιση δεν σημαίνει φυσικά αποθέωση. Κάτι τέτοιο θα ήταν σοβαρό σφάλμα απ’ τη μεριά μας αν το επαναλαμβάναμε σήμερα, με την πείρα που έχουμε στο μεταξύ αποκτήσει. «Η σκέψη του Μάο Τσετούνγκ ανακηρύχτηκε ανώτατη βαθμίδα του μλ στη σημερινή εποχή», γράφει στο βιβλίο του ο σ. Ε. Χότζα. Αυτό πράγματι έγινε. Στην εποχή ιδιαίτερα του Λιν Πιάο, σε συνδυασμό με τον υποκειμενισμό που οδήγησε στον υπερτονισμό της κινέζικης πείρας, έγινε προσπάθεια να σβήσει καθετί «μη κινέζικο» απ’ την παγκόσμια μαρξιστική-λενινιστική σκέψη και να αποσπασθεί ολότελα η «σκέψη Μάο Τσετούνγκ» από την προηγούμενη μαρξιστική σκέψη. Ο Μάο θίγει το ζήτημα αυτό το 1970 σε συνομιλίες του με τον Ε. Σνόου. Θίγεται πολύ εκτενέστερα μετά τα γεγονότα με τον Λιν Πιάο και την κριτική της θεωρίας της μεγαλοφυΐας. Η θέση που υιοθετείται στο 10ο Συνέδριο του ΚΚ Κίνας σημαίνει να τεθεί ο Μάο στη συνέχεια των Μαρξ-Ένγκελς-Λένιν και Στάλιν, με κάποια ιδιαίτερη υπογράμμιση του ρόλου του.
Από πλευράς ουσίας το έργο του Μάο Τσετούνγκ βρίσκεται στη συνέχεια του έργου των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Στάλιν. Νομίζουμε όμως ότι ο όρος «μαρξιστική-λενινιστική -σκέψη Μάο Τσετούνγκ»[2] αποδίδει σωστότερα τη συνολικότερη ιδεολογική και πολιτική τοποθέτησή μας σήμερα. Στην πράξη τον έχουμε υιοθετήσει εδώ και καιρό. Χρειάζεται να μονιμοποιήσουμε τη χρησιμοποίησή του τροποποιώντας ανάλογα και το καταστατικό.

Βάση και εποικοδόμημα

Ας προσπαθήσουμε να δούμε ένα πρόβλημα που παρουσιάζεται αρκετά σύνθετο κι όπου εντοπίζεται -πέρα από το μέτωπο της φιλοσοφίας- η κριτική του Μάο Τσετούνγκ προς τον Στάλιν. Γράφει σχετικά ο Μάο Τσετούνγκ:
«Για πολύ καιρό ο Στάλιν αρνιόταν ότι οι αντιθέσεις ανάμεσα στις σχέσεις παραγωγής και στις παραγωγικές δυνάμεις και ανάμεσα στο εποικοδόμημα και την οικονομική βάση υπάρχουν στο σοσιαλιστικό σύστημα. Μόλις πριν ένα χρόνο από το θάνατό του, όταν έγραφε το βιβλίο «Οικονομικά προβλήματα του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» ανάφερε διστακτικά την αντίθεση ανάμεσα στις σχέσεις παραγωγής και στις παραγωγικές δυνάμεις μέσα στο σοσιαλιστικό σύστημα και παραδέχτηκε ότι η λαθεμένη πολιτική και τα ακατάλληλα μέτρα θα οδηγούσαν σε αναστάτωση. Ωστόσο, και πάλι δεν τοποθετούσε το ζήτημα των αντιθέσεων ανάμεσα στις σχέσεις παραγωγής και τις παραγωγικές δυνάμεις και ανάμεσα στο εποικοδόμημα και την οικονομική βάση στο σοσιαλιστικό σύστημα σαν ένα ζήτημα καθολικής σημασίας, ούτε παραδεχόταν ότι αυτές είναι οι βασικές αντιθέσεις που προωθούν την σοσιαλιστική κοινωνία προς τα εμπρός. Νόμιζε ότι όλα είναι εξασφαλισμένα κάτω από την εξουσία του. Εμείς απ’ τη μεριά μας δεν πρέπει να νομίζουμε ότι όλα είναι εξασφαλισμένα κάτω από την εξουσία μας, αλλά ότι είναι εξασφαλισμένα και ταυτόχρονα επισφαλή». (Μάο Τσετούνγκ, «Ομιλία σε συνδιάσκεψη γραμματέων κομματικών επιτροπών», 27 Γενάρη 1957).
Λέει ακόμα ο Μάο κριτικάροντας σχετική απόφαση του 8ου Συνεδρίου του ΚΚ Κίνας:
«Η αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και στην αστική τάξη, ανάμεσα στο σοσιαλιστικό δρόμο και τον καπιταλιστικό δρόμο, είναι αναμφίβολα η κύρια αντίθεση στη σύγχρονη κινέζικη κοινωνία… Τώρα συνεχίζουμε τη σοσιαλιστική επανάσταση, η κύρια αιχμή της οποίας κατευθύνεται ενάντια στην αστική τάξη… Η κύρια αντίθεση βρίσκεται μεταξύ σοσιαλισμού και καπιταλισμού, μεταξύ κολεκτιβισμού και ατομικισμού ή με λίγα λόγια ανάμεσα στο σοσιαλιστικό δρόμο. Η απόφαση του 8ου συνεδρίου δεν αναφέρει καθόλου αυτό το ζήτημα. Περιλαμβάνει ένα κομμάτι που λέει ότι η κύρια αντίθεση είναι αυτή που υπάρχει ανάμεσα στο εξελιγμένο σοσιαλιστικό σύστημα και τις καθυστερημένες κοινωνικές και παραγωγικές δυνάμεις. Αυτή η διατύπωση είναι λαθεμένη. Στη 2η Ολομέλεια της 7ης Κ.Ε. δηλώσαμε ότι μετά την πανεθνική νίκη, η κύρια αντίθεση θα ήταν εσωτερικά η αντίθεση ανάμεσα στην εργατική τάξη και την αστική τάξη και εξωτερικά η αντίθεση ανάμεσα στην Κίνα και τον ιμπεριαλισμό»…
Ας δούμε ορισμένες θέσεις του ΚΕΑ πάνω στο ίδιο ζήτημα. Λέει ο σ. Ε. Χότζα:
«Οι μεγάλες οικονομικές μεταβολές που επήλθαν στη χώρα μας, η επαναστατικοποίηση κάθε πράγματος στη χώρα μας προσκρούουν -ας μην το ξεχνάμε ποτέ- στο παλιό και οπισθοδρομικό, αυτή η επαναστικοποίηση προσκρούει επίσης στην πίεση της εξωτερικής αντίδρασης…». Ο λόγος που γίνεται εδώ για αντίθεση ανάμεσα στο παλιό και στο καινούριο ερμηνεύεται πιο κάτω: «Με απώτερη επαναστατικοποίηση της χώρας μας, της συνείδησης των ανθρώπων μας, πρέπει να εννοούμε την ανατροπή παλιών εθίμων, συνηθειών, ηθών στη ζωή και την αντικατάστασή τους από νέα έθιμα, συνήθειες, ήθη στη ζωή».
Την εποχή εκείνη (1967-1968) καθώς θα δούμε κι από αποσπάσματα άλλων ομιλιών του σ. Ε. Χότζα αναπτύσσεται στην Αλβανία το κίνημα της επαναστατικοποίησης.
Γράφει το 1967 ο σ. Ε. Χότζα: «Θα ‘ταν για μας λάθος να ησυχάσουμε και να φαντασθούμε ότι ο αγώνας ενάντια στη γραφειοκρατία πήρε τέλος… Πρέπει να καταλάβουμε ότι ο αγώνας αυτός δεν θα τελειώσει ποτέ όσο υπάρχουν τάξεις και πάλη των τάξεων, θα ‘ναι συνεπώς διαρκής … Θα ‘ναι διαρκής γιατί δεν πρόκειται για απλή υιοθέτηση μερικών τεχνικών μέτρων, όπως φαντάζονται μερικοί… Η γραφειοκρατία που αναπτύσσεται με συγκεκριμένες μορφές και παίρνει αποκρουστικά χαρακτηριστικά, εμπνέεται από ιδεαλιστικές αντιλήψεις, που αναπτύσσονται, παίρνουν διαφορετικές μορφές για να υπηρετήσουν τη φεουδαρχία, την αστική τάξη και τους κεφαλαιοκράτες, για να κυριαρχήσουν στις μάζες, να τις καταπιέσουν, να τις εκμεταλλευτούν στο έπακρο. Έτσι λοιπόν η γραφειοκρατία είναι μια μορφή σκέψης και δράσης ανοιχτά αντίθετη στο λαό και στα ζωτικά του συμφέροντα… Οι αντιλήψεις που σχηματίζουν την γραφειοκρατία και τον γραφειοκράτη είναι ιδεαλιστικές, αντιδραστικές, αντεπαναστατικές, αντιμαρξιστικές».
Λέει ακόμα: «Πρέπει να αγωνιστούμε ώστε η ουσία της δημοκρατικής εξουσίας να κυριαρχεί, ώστε ο θεμελιακά λαϊκός της χαρακτήρας να έχει το προβάδισμα, δεδομένου ότι ο χαρακτήρας αυτός θα καταργήσει ως τα θεμέλια τα γραφειοκρατικά στοιχεία που κληροδοτήθηκαν από το παρελθόν ή που ξαναγεννώνται με άλλη μορφή». (Ε. Χότζα «Η απώτερη επαναστατικοποίηση του κόμματος και της εξουσίας», 6/2/1967)
Στο διάστημα που αναπτύσσεται το κίνημα της επαναστατικοποίησης γίνεται επίμονη αναφορά στη γραμμή των μαζών, προωθείται η μεταρρύθμιση στην εκπαίδευση (ώστε να συνδεθεί στενότερα με την παραγωγή, να καταργηθεί ο παλιός ρόλο των δασκάλων, να προωθηθεί σταδιακά κατάργηση των βαθμών) παίρνει διαστάσεις η πάλη για την εξίσωση της γυναίκας με τον άντρα και για κατάργηση των απαρχαιωμένων εθίμων, γίνεται επίμονη αναφορά στην αντίθεση ανάμεσα στο νέο και στο παλιό και στην ανάγκη ν’ απαλλαχτούν οι επικίνδυνες και καταστρεπτικές επιβιώσεις στη συνείδηση των ανθρώπων και το εποικοδόμημα τοποθετείται στο επίκεντρο των στόχων του ΚΕΑ.
«Καλώ», λέει ο σ. Ε. Χότζα, «το κόμμα και την εργατική τάξη να σκεφτεί βαθιά στα προβλήματα αυτά και να μην πιστεύει ότι αυτό που γίνεται στα ρεβιζιονιστικά κόμματα δεν έχει καμιά σχέση με το κόμμα μας και τη χώρα μας, ότι κανένας κίνδυνος δεν απειλεί το κόμμα και τη χώρα μας». Και ερμηνεύει την «καταστροφή που συνέβηκε στο μπολσεβίκικο κόμμα των Λένιν-Στάλιν» με την «ανισορροπία ανάμεσα στην ορθή κατανόηση και εφαρμογή της γραμμής σ’ όλους τους τομείς, με την αρτηριοσκλήρωση των θεωρητικών και οργανωτικών αρχών του κόμματος στην απουσία μιας ταξικής πάλης που διεξάγεται με ριζοσπαστικό τρόπο, συνεχή και συνεπή, τη γραφειοκρατία και πολλές άλλες εκδηλώσεις». (Ε. Χότζα «για την απώτερη επαναστατικοποίηση του σχολείου μας», 7/3/1968)
Λέει ακόμα ο σ. Ε. Χότζα μιλώντας για τη Σ.Ε.: «Δεκάδες κι εκατοντάδες χιλιάδες στελέχη της επανάστασης (μιλάω εδώ για τα καλύτερα) αποπροσανατολίστηκαν και υποτάχτηκαν στους αντεπαναστάτες, σύγχρονους ρεβιζιονιστές. Άλλοι πρόδωσαν την επανάσταση…
…Το κόμμα μας πρέπει να αναβαπτίζεται συνέχεια, να αναβαπτίζει τους ανθρώπους του, τα στελέχη του, το λαό μαζικά, να τους οδηγεί σταθερά και πάντα στον αγώνα, στην επανάσταση, να τους κρατά σ’ επαγρύπνηση, να οξύνει το πνεύμα, το κουράγιο, την εμπιστοσύνη, την πρωτοβουλία, το αίσθημα ευθύνης, να τους κάνει σκληρούς σε κάθε εχθρό, ενάντια σε κάθε εχθρική πράξη που θα μπορούσε να διαπραχθεί ενάντια στο κόμμα και τον σοσιαλισμό, να μην αφήνει τους ανθρώπους να επαναπαύονται στις δάφνες τους, να τους κάνει ικανούς, να τους εμφυσήσει μια συνείδηση καθαρή, προλεταριακή, να τους κάνει να κατακτήσουν τις πιο σύγχρονες γνώσεις της τεχνικής και της κουλτούρας…» (Ε. Χότζα, «Η ιδεολογική διαπαιδαγώγηση των στελεχών και των μαζών», 13/1/1968)
Οι θέσεις αυτές διατυπώνονται με έμφαση στο 6ο Συνέδριο του ΚΕΑ. Στο 7ο Συνέδριο λέγεται με σαφήνεια: Το σοσιαλιστικό μας Κράτος, σε κάθε δραστηριότητά του, στηρίζεται στη μεγάλη μαρξιστική-λενινιστική αρχή της ταξικής πάλης, τη μεγάλη κινητήρια δύναμη που κάνει να προχωρεί η σοσιαλιστική επανάσταση». Λέγεται ακόμα: «Η οικοδόμηση του σοσιαλισμού είναι ένα προτσές σκληρού ταξικού αγώνα ανάμεσα σε δυο δρόμους, τον σοσιαλιστικό και τον καπιταλιστικό δρόμο, μια πάλη που διεξάγεται σ’ όλα τα μέτωπα, τόσο στο πολιτικό, όσο και στο ιδεολογικό και στο στρατιωτικό και το οικονομικό. Αυτή η πάλη, ακόμα και στις συνθήκες του σοσιαλιστικού συστήματος, είναι ένα αντικειμενικό φαινόμενο, είναι η κύρια κινητήρια δύναμη που προωθεί την επανάσταση και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού που υπερασπίζεται το κόμμα, το κράτος και όλη τη χώρα ενάντια στον αστο-ρεβιζιονιστικό εκφυλισμό και την παλινόρθωση του καπιταλισμού που εξυγιαίνει τη συνείδηση των εργαζομένων και δυναμώνει το προλεταριακό τους πνεύμα» (Ε. Χότζα, «Εισήγηση στο 7ο Συνέδριο του ΚΕΑ»). Στο νέο σύνταγμα εξάλλου της Λ.Σ.Δ. Αλβανίας διατυπώνεται η θέση ότι «η ταξική πάλη είναι η κινητήρια δύναμη της σοσιαλιστικής επανάστασης».
Ο σ. Ε. Χότζα κριτικάρει αυστηρά τα διευθυντικά στελέχη, που «πιστεύουν ότι καλώντας την εργατική τάξη να χτυπήσει τη γροθιά στο τραπέζι και να πάρει θέση ενάντια στους γραφειοκράτες, όποιοι και να ‘ναι, η εργατική τάξη θα στρεφόταν ενάντια στο Κόμμα» και διατυπώνει τη σημαντική, όπως ο ίδιος τη χαρακτηρίζει, καθοδηγητική εντολή του Κόμματος «η πολιτική και η ιδεολογία στο τιμόνι», συνδεδεμένη με την οικονομία, την εκπαίδευση, την κουλτούρα, την οργάνωση του κράτους. Και καλεί την εργατική τάξη και την εργαζόμενη αγροτιά να ασκήσουν έλεγχο στις οργανώσεις του κόμματος, στα συνδικάτα κ.λπ. με στόχο τη γραφειοκρατία. «Μόνο μια πολιτική και ιδεολογική δουλειά σε βάθος στα συνδικάτα και σ’ όλες τις άλλες μαζικές οργανώσεις», λέει ο Ε. Χότζα, «μπορεί ν’ αναβαπτίσει το κόμμα και την εργατική τάξη, να σταθεροποιήσει το σοσιαλισμό και να εξασφαλίσει διαρκείς επιτυχίες σ’ όλους τους τομείς» (Ε. Χότζα, «Ο έλεγχος της εργατικής τάξης», 9/4/1968).
Ο εργατικός και μετέπειτα εργατοαγροτικός έλεγχος και οι ομάδες εργατοαγροτικού ελέγχου που καθιερώθηκαν σ’ εκείνα τα χρόνια δημιουργούν αρκετά ερωτήματα, στη βάση της κριτικής που περιλαμβάνει το βιβλίο «Ιμπεριαλισμός και Επανάσταση» για τη Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση.
Αναφερθήκαμε κάπως εκτεταμένα στις θέσεις αυτές του ΚΕΑ και το σ. Ε. Χότζα, απ’ τη μια γιατί ενισχύουν τα συμπεράσματα στα οποία κι εμείς φτάνουμε, αφ’ ετέρου γιατί τα κείμενα αυτά δεν είναι αρκετά γνωστά, σ’ αντίθεση με ό,τι συμβαίνει με τα αντίστοιχα κείμενα του ΚΚ Κίνας και του Μάο Τσετούνγκ. Στη βάση των παραπάνω θέσεων δεν νομίζουμε ότι μπορεί να στοιχειοθετηθεί η απόρριψη της άποψης του Μάο, σύμφωνα με την οποία θα υπάρχουν οι τάξεις και η ταξική πάλη σ’ όλη τη διάρκεια της σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Ο σ. Ε. Χότζα στο βιβλίο του «Ιμπεριαλισμός και Επανάσταση» χαρακτηρίζει τη Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση» σαν παλατιανό πραξικόπημα και σαν απάτη. Το «παλατιανό» αυτό «πραξικόπημα», ωστόσο ξεσήκωσε εκατομμύρια ανθρώπων στην Κίνα και στον κόσμο ολόκληρο. Και χαρακτηρίστηκε η «απάτη» αυτή απ’ το ίδιο το ΚΕΑ «σαν σπουδαία κατάκτηση για την Κίνα και για την ανθρωπότητα».
Στη διάρκεια της ΜΠΠΕ διαλύθηκαν καθοδηγητικά όργανα του ΚΚ Κίνας, στα οποία κυριάρχησαν οι λιουσαοσικοί. Το πρόβλημα τού γιατί και πώς κυριάρχησαν στην Κ.Ε. και σ’ άλλα καθοδηγητικά όργανα του ΚΚ Κίνας οι λιουσαοσικοί φυσικά παραμένει. Όμως, κι αυτό σαν δεδομένο, δεν βλέπουμε για ποιο λόγο το πρωταρχικό ζήτημα θα είναι η τήρηση της «κομματικής τάξης», για ποιο δηλαδή λόγο δεν θα έπρεπε να διαλυθούν ή να υπερφαλαγγιστούν καθοδηγητικά όργανα και κομματικές οργανώσεις που η πολιτική τους οδηγούσε στην αντεπανάσταση, στην παλινόρθωση της αστικής εξουσίας, ακόμα και να χρησιμοποιηθούν διάφορες οργανωτικές μορφές που εξυπηρετούν την πάλη των πρωτοπόρων επαναστατικών δυνάμεων, όπως χρησιμοποιήθηκαν τα χρόνια εκείνα στην Κίνα απ’ τη στιγμή που κρίνεται το μέλλον του σοσιαλισμού.
Η επανάληψη στερεότυπων θέσεων για το ρόλο του προλεταριακού κόμματος, είναι ολοφάνερο πως δεν λύνει κανένα απ’ τα προβλήματα που έφερε στην επιφάνεια η ιστορική πείρα της δικτατορίας του προλεταριάτου. Γιατί τα νέα αυτά προβλήματα ανακύψανε παρά το ότι ολοκληρώθηκε ο βασικός μετασχηματισμός στην οικονομική βάση, παρά το ότι δεν τέθηκε ούτε στιγμή σε αμφισβήτηση ο καθοδηγητικός ρόλος του προλεταριακού κόμματος τόσο στην ΕΣΣΔ όσο και αλλού.
Πέρα, λοιπόν, από την κριτική για τον Μάο που παρουσιάζεται σαν αρνητής του ρόλου του προλεταριακού κόμματος, μπαίνει το ερώτημα: Είναι σωστή ή λαθεμένη η άποψη τού ότι κάτω από καθορισμένες συνθήκες οι παραγωγικές σχέσεις και το εποικοδόμημα μπορούν να παίξουν τον κύριο ρόλο σε σχέση με τις παραγωγικές δυνάμεις και την οικονομική βάση; Η ιστορική πορεία της δικτατορίας του προλεταριάτου στην ΕΣΣΔ, στην Κίνα και αλλού μας πείθουν ότι κάπου εκεί πρέπει να αναζητηθούν οι απαντήσεις, στα ερωτήματα που γέννησαν οι υποχωρήσεις, στις χώρες όπου είχε αρχίσει και προχωρούσε η οικοδόμηση της νέας σοσιαλιστικής κοινωνίας.
Ας ξαναγυρίσουμε στον Μάο Τσετούνγκ που στηριγμένος απ’ τη μια στην ιστορική πείρα της δικτατορίας του προλεταριάτου στην ΕΣΣΔ και στις άλλες πρώην σοσιαλιστικές χώρες (όπως φάνηκε από πολλά κείμενά του η αντεπανάσταση στην Ουγγαρία επέδρασε βαθύτατα στη διαμόρφωση των θέσεών του) απ’ την άλλη σε μια διαλεκτική εξέταση της εξέλιξης των φαινομένων, έδωσε στον τομέα της πάλης για την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας ό,τι πιο νέο έχει δώσει η μαρξιστική σκέψη μέχρι τις ημέρες μας και γι’ αυτό πρέπει να θεωρηθεί σαν η σημαντικότερη προσφορά του.
Μελετώντας την ιστορική πείρα της δικτατορίας του προλεταριάτου στην ΕΣΣΔ και προσπαθώντας να ολοκληρώσει τα συμπεράσματά του για την Κίνα, είδαμε πιο πάνω ότι ο Μάο υποσημειώνει τις παρατηρήσεις που διατύπωσε ο Στάλιν λίγο πριν τον θάνατό του στα «Οικονομικά Προβλήματα του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» κρίνοντας όμως ότι περιορίζει τα συμπεράσματα και δεν δίνει την κυριαρχική θέση που πρέπει στις αντιθέσεις ανάμεσα στις παραγωγικές σχέσεις και τις παραγωγικές δυνάμεις, στην οικονομική βάση και στο εποικοδόμημα.
Πράγματι, πολλά απ’ τα ζητήματα που οδήγησαν στην ΜΠΠΕ, μερικά απ’ τα προβλήματα που το μεγάλο αυτό επαναστατικό κίνημα προσπάθησε να λύσει, απασχόλησαν τον Στάλιν στα 1952, καθώς φαίνεται απ’ το βιβλίο «Οικονομικά Προβλήματα του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ».
Ο Στάλιν εκεί καταπιάνεται με τις αντιθέσεις πόλης-χωριού και διανοητικής-χειρωνακτικής εργασίας, που τη λύση τους θεωρεί προϋπόθεση για την προετοιμασία του περάσματος στον κομμουνισμό, μαζί με άλλες προϋποθέσεις, δηλαδή της κοινωνικής παραγωγής (δίνοντας προτεραιότητα στην παραγωγή μέσων παραγωγής), τη μετατροπή της κολχόζνικης ιδιοκτησίας σε κρατική ιδιοκτησία και την αντικατάσταση του συστήματος της κυκλοφορίας των εμπορευμάτων με την ανταλλαγή των προϊόντων.
Ο Στάλιν αναφέρεται στο ότι ο νόμος της αξίας συνεχίζει στις συνθήκες εκείνες να λειτουργεί σε μια περιορισμένη σφαίρα, χωρίς να αποτελεί τον ρυθμιστή της σοσιαλιστικής οικονομίας, γεγονός που, όπως λέει, οφείλεται στο ότι στην ύπαιθρο η σοσιαλιστική ιδιοκτησία δεν ήταν κρατική, που με τη σειρά του αποτελούσε μια πλευρά της συνεχιζόμενης διαφοροποίησης πόλης-χωριού.
Οι απόψεις του Στάλιν για τα ζητήματα που μας απασχολούν, είναι καθαρά διατυπωμένες στην απάντησή του στον Γιαροσένκο, με τίτλο «Τα λάθη του συντρόφου Γιαροσένκο» που περιλαμβάνεται στην ίδια συλλογή. Γράφει συγκεκριμένα:
«Το βασικό λάθος του συντρόφου Γιαροσένκο είναι ότι απομακρύνεται από τον μαρξισμό σχετικά με τον ρόλο των παραγωγικών δυνάμεων και των παραγωγικών σχέσεων στην ανάπτυξη της κοινωνίας. Ότι υπερβάλει στ’ άκρα το ρόλο των παραγωγικών δυνάμεων και ελαχιστοποιεί αντίστοιχα το ρόλο των παραγωγικών σχέσεων, για να τελειώσει δηλώνοντας ότι στο σοσιαλισμό οι παραγωγικές σχέσεις αποτελούν μέρος των παραγωγικών δυνάμεων».
Ο Στάλιν αντιμετωπίζει εδώ μια ακραία έκδοση της λεγόμενης θεωρίας των παραγωγικών δυνάμεων. Σαν οπαδός της ίδιας αυτής θεωρίας κριτικαρίστηκαν ο Λιού Σάο Σι στη διάρκεια της πολιτιστικής επανάστασης και πιο πρόσφατα στα 1976 ο Τενγκ Χσιάο Πινγκ. Η θεωρία αυτή για να τη διατυπώσουμε σχηματικά- πρεσβεύει ότι αφού ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στις παραγωγικές σχέσεις σύμφωνα με το διαλεκτικό υλισμό οι πρώτες είναι οι βασικές, τότε, μετά το βασικό μετασχηματισμό της οικονομικής βάσης με την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής δεν απομένει παρά να προγραμματιστεί ορθολογικά η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Άρα ο ορθολογικός προγραμματισμός στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων αποτελεί κατ’ επέκταση, σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, την κινητήρια δύναμη της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Σύμφωνα με την ίδια αυτή θεωρία, απ’ τη στιγμή που την κύρια πλευρά της αντίθεσης ανάμεσα στις παραγωγικές δυνάμεις και στις παραγωγικές σχέσεις αποτελούν οι πρώτες, το πρόβλημα του σοσιαλισμού έχει λυθεί μόλις μετατραπούν σε κρατική ιδιοκτησία τα μέσα παραγωγής. Η θεωρία αυτή που αποτελεί μια μηχανιστική και δογματική έκφραση του διαλεκτικού υλισμού υποτιμάει ή παραγνωρίζει τελείως την επίδραση που ασκούν οι παραγωγικές σχέσεις στις παραγωγικές δυνάμεις, το εποικοδόμημα στην οικονομική βάση και το ότι απ’ τη στιγμή που ασκούν αυτή την επίδραση μπορεί-κάτω από ορισμένες συνθήκες να γίνονται και καθοριστικές.
Λέει χαρακτηριστικά ο Στάλιν στην απάντησή του στον Γιαροσένκο: «Οι νέες παραγωγικές σχέσεις (εννοεί τις σχέσεις στο σοσιαλισμό σ’ αντίθεση με τις παλιές σχέσεις του καπιταλισμού) είναι η κύρια και αποφασιστική δύναμη που καθορίζει, για να μιλάμε καθαρά, τη συνεχή και ρωμαλέα ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, που χωρίς τις οποίες, οι παραγωγικές δυνάμεις είναι καταδικασμένες να φυτοζωούν, όπως συμβαίνει σήμερα στις καπιταλιστικές χώρες». Και συνεχίζει με μια σημαντικότερη παρατήρηση: «Βέβαια οι νέες παραγωγικές σχέσεις δεν μπορούν να παραμείνουν και δεν παραμένουν αιώνια νέες. Αρχίζουν να γερνάνε κι έρχονται σε αντίθεση με την ανώτερη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Χάνουν σιγά-σιγά το ρόλο τους της βασικής κινητήριας δύναμης των παραγωγικών δυνάμεων για τις οποίες γίνονται ένα εμπόδιο. Έτσι στη θέση αυτών των ξεπερασμένων παραγωγικών σχέσεων, εμφανίζονται νέες παραγωγικές σχέσεις και ο ρόλος τους είναι ν’ αποτελέσουν τη βασική κινητήρια δύναμη της ανώτερης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων».
«Αυτό το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό», συνεχίζει ο Στάλιν «της ανάπτυξης των παραγωγικών σχέσεων -που περνάει απ’ το ρόλο του εμποδίου στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σ’ εκείνο της κινητήριας δύναμης που τις σπρώχνει μπροστά κι απ’ εκείνο της κινητήριας δύναμης στο ρόλο του εμποδίου στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων- αποτελεί ένα από τα βασικά στοιχεία του μαρξιστικού διαλεκτικού υλισμού».
Λέει ακόμα ο Στάλιν: «…πριν φτάσει στην αρχή ”ο καθένας σύμφωνα με τις ανάγκες του” η κοινωνία πρέπει να κάνει την οικονομική και πολιτιστική της αναδιαπαιδαγώγηση, περνώντας μια σειρά στάδια, στη διάρκεια των οποίων η εργασία, που δεν ήταν παρά ένα μέσο για την εξασφάλιση της επιβίωσης, θα μετατραπεί στα μάτια της κοινωνίας στην πρώτη ζωτική ανάγκη και η κοινωνική ιδιοκτησία στην αμετακίνητη και αναλλοίωτη βάση της επιβίωσης της κοινωνίας».
Τέλος ο Στάλιν γράφει: «Βέβαια, οι παραγωγικές μας σχέσεις γνωρίζουν σήμερα μια περίοδο όπου αντιστοιχούν πλήρως στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και τις κάνουν να προοδεύουν με γιγάντια βήματα. Μα θα ήταν λάθος να μείνουμε σ’ αυτά και να πιστέψουμε ότι δεν υπάρχει καμιά αντίθεση ανάμεσα στις παραγωγικές μας δυνάμεις και στις παραγωγικές σχέσεις. Αντιθέσεις υπάρχουν και θα υπάρχουν ασφαλώς, αφού η ανάπτυξη των παραγωγικών σχέσεων καθυστερεί και θα καθυστερεί σε σχέση με την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Εάν οι «καθοδηγητικοί οργανισμοί κάνουν μια σωστή πολιτική, αυτές οι αντιθέσεις δεν μπορούν να εκφυλιστούν σε ανταγωνισμό, και δεν θα καταλήξουν σε μια σύγκρουση ανάμεσα στις παραγωγικές σχέσεις και στις παραγωγικές δυνάμεις της κοινωνίας. Θα είναι διαφορετικά αν ακολουθήσουμε μια λαθεμένη πολιτική σαν αυτή που συνιστά ο σύντροφος Γιαροσένκο. Τότε μια σύγκρουση θα είναι αναπόφευκτη και οι παραγωγικές μας σχέσεις μπορούν να μετατραπούν σε πολύ σοβαρό εμπόδιο στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων».
Κατά συνέπεια ο Στάλιν, ένα χρόνο πριν το θάνατό του, ασχολείται με τα προβλήματα που βρέθηκαν στο επίκεντρο της πολιτιστικής επανάστασης δεκαπέντε χρόνια αργότερα στην Κίνα, αντιτασσόμενος ως ένα βαθμό σε μια ανάλογη θεωρία μ’ εκείνη των παραγωγικών δυνάμεων. Όμως, απ’ τη μια εντόπισε τις παρατηρήσεις του αποκλειστικά στον τομέα της οικονομίας μιλώντας για την αντίθεση παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων και παραγνωρίζοντας τελείως βασικούς τομείς του εποικοδομήματος που έχει αποδειχθεί ότι ασκούν καθοριστική επίδραση στην οικονομική βάση, ενώ απ’ την άλλη αν και δεν παραγνώρισε το ενδεχόμενο ύπαρξης ανταγωνιστικών αντιθέσεων στο σοσιαλισμό (αυτή η παρατήρησή του έχει μεγάλη σημασία) πίστεψε ότι ορισμένα σωστά μέτρα των καθοδηγητικών οργανισμών μπορούν να τις λύσουν και να τις μετατρέψουν σε μη ανταγωνιστικές. Η συμβολή συνεπώς του Μάο Τσετούνγκ συνίσταται στο ότι, στη βάση φυσικά της προηγούμενης πείρας, ξεκαθάρισε ότι η αντίθεση ανάμεσα στο προλεταριάτο και στην αστική τάξη (αντίθεση προφανώς ανταγωνιστική) σε όλους τους τομείς είναι η κύρια αντίθεση σ’ όλη την περίοδο της σοσιαλιστικής κοινωνίας και η συνεπής διεξαγωγή της ταξικής πάλης είναι η κινητήρια δύναμη που σπρώχνει μπροστά τη σοσιαλιστική κοινωνία. Η συνεισφορά του βρίσκεται στο ότι γενίκευσε ορισμένα συμπεράσματα που μέχρι την εποχή του αντιμετωπίστηκαν σαν δευτερεύουσας σημασίας φαινόμενα που εμφανίστηκαν παράπλευρα στην περίοδο της οικοδόμησης του σοσιαλισμού. Μπόρεσε με δυο λόγια να οδηγηθεί σε πληρέστερα συμπεράσματα, ως προς τους νόμους που κινούν την εξέλιξη της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Βέβαια, ανάμεσα στη θεωρητική σύλληψη και στα προβλήματα που γεννάει η πράξη υπάρχει μεγάλη απόσταση. Ο Στάλιν πίστεψε ότι με σωστά μέτρα μιας σωστής καθοδήγησης μπορεί ν’ αποτραπεί η μετατροπή των αντιθέσεων σε ανταγωνιστικές ένα χρόνο πριν το θάνατό του και τέσσερα χρόνια πριν από το 20ο Συνέδριο. Ο Μάο προχωρώντας πιο πέρα, θεώρησε την ανάπτυξη ανταγωνιστικών αντιθέσεων στο σοσιαλισμό αναπόφευκτη, το ενδεχόμενο παλινόρθωσης του καπιταλισμού πάντα πιθανό όσο δεν εξαλειφθεί ο καπιταλισμός απ’ τη γη, αλλά πίστεψε ότι θα μπορούσε ν’ αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη εξαπολύοντας αρχικά το Μεγάλο Άλμα και στη συνέχεια την προλεταριακή επανάσταση. Ο αγώνας για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας είναι οπωσδήποτε πιο τραχύς απ’ αυτό που καλλιέργησε για πολλά χρόνια μια μορφή του χυδαίου και δογματικού «μαρξισμού».

Η Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση

«Σύμφωνα με την υλιστική αντίληψη της ιστορίας, ο καθοριστικός παράγοντας στην ιστορία είναι σε τελευταία ανάλυση η παραγωγή και η αναπαραγωγή της πραγματικής ζωής… Αν κάποιος τώρα το διαστρεβλώνει αυτό, έτσι που να βγαίνει πως ο οικονομικός παράγοντας είναι ο μοναδικά καθοριστικός, τότε μετατρέπει εκείνη τη θέση σε αφηρημένη, παράλογη φράση, που δε λέει τίποτα. Η οικονομική κατάσταση είναι η βάση, αλλά τα διάφορα στοιχεία του εποικοδομήματος, οι πολιτικές μορφές της ταξικής πάλης και τ’ αποτελέσματά της -τα Συντάγματα, που καθορίζει η νικήτρια τάξη ύστερα από τη μάχη που κέρδισε κ.λπ.- οι νομικές μορφές κι ακόμα περισσότερο οι αντανακλάσεις όλων αυτών των πραγματικών αγώνων στον εγκέφαλο αυτών που συμμετέχουν στην πάλη, οι πολιτικές, νομικές, φιλοσοφικές θεωρίες, οι θρησκευτικές αντιλήψεις και η παραπέρα ανάπτυξή τους σε συστήματα δογμάτων, ασκούν κι αυτά την επίδρασή τους πάνω στην πορεία των ιστορικών αγώνων και σε πολλές περιπτώσεις αυτά κυρίως καθορίζουν τη μορφή τους. Είναι μια αλληλεπίδραση όλων αυτών των στοιχείων, μέσα στην οποία επιβάλλεται σε τελευταία ανάλυση, σαν αναγκαιότητα η οικονομική κίνηση μέσα από το ατέλειωτο πλήθος των συμπτώσεων (δηλαδή των πραγμάτων και γεγονότων που η μεταξύ τους εσωτερική συνάφεια είναι τόσο μακρινή ή τόσο αναπόδειχτη που μπορούμε να τη θεωρήσουμε σαν ανύπαρκτη και να μη τη λογαριάζουμε). Διαφορετικά, η εφαρμογή της θεωρίας σε μια οποιαδήποτε περίοδο της ιστορίας θα ήταν, μα την αλήθεια, ευκολότερη από τη λύση μιας απλής πρωτοβάθμιας εξίσωσης». (Φ. Ένγκελς, «Γράμμα στον Ιωσήφ Μπλοχ»)

Η σχέση ανάμεσα στη βάση και στο εποικοδόμημα πρέπει να εξετάζεται διαλεκτικά κι όχι μηχανικά ή μεταφυσικά. Όπως ήδη αναφέραμε, ο Μάο έχει διατυπώσει τη γνώμη ότι όταν το εποικοδόμημα εμποδίζει την ανάπτυξη της οικονομικής βάσης, τότε οι πολιτικές και πολιτιστικές αλλαγές γίνονται βασικές και αποφασιστικές.
«Η κοινωνική επανάσταση του 19ου αιώνα», λέει χαρακτηριστικά ο Μαρξ στη 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, «δεν μπορεί να αντλήσει την ποίησή της από το παρελθόν αλλά μόνο από το μέλλον. Δεν μπορεί να αρχίσει με τον ίδιο τον εαυτό της προτού σβήσει όλες τις προλήψεις σχετικά με το παρελθόν. Οι προηγούμενες επαναστάσεις είχαν ανάγκη από κοσμοϊστορικές αναμνήσεις για να κρύψουν από τον εαυτό τους το περιεχόμενό τους. Για να φτάσει στο δικό της περιεχόμενο η επανάσταση του 19ου αιώνα, πρέπει ν’ αφήσει τους πεθαμένους να θάψουν τους νεκρούς τους. Εκεί η φράση ξεπερνούσε το περιεχόμενο, εδώ το περιεχόμενο ξεπερνάει τη φράση».
Από γενική θεωρητική άποψη τα ζητήματα αυτά, της σχέσης, της αλληλεπίδρασης κ.λπ. της βάσης και του εποικοδομήματος είναι αρκετά ξεκαθαρισμένα. Αν χρειάζεται να επιμείνουμε, αυτό γίνεται για δυο λόγους: Ο πρώτος είναι ότι, καθώς ήδη αναφέρθηκε, η μετάβαση από τη θεωρητική γνώση στην επαναστατική πράξη ξαναφωτίζει τη θεωρία με σωρεία νέων προβλημάτων, που δεν ήταν εξαρχής ορατά, πολύ περισσότερο που η πραγματοποίηση ενός τόσο φιλόδοξου στόχου όσο είναι η αλλαγή του ανθρώπου, η δημιουργία του νέου ανθρώπου σε μια νέα κοινωνία, είναι στόχος, όπως ο καθένας καταλαβαίνει, εξαιρετικά σύνθετος και δύσκολος. Ο δεύτερος λόγος είναι ότι αν και από γενική θεωρητική άποψη τα ζητήματα της σχέσης του εποικοδομήματος με την οικονομική βάση, είναι ξεκαθαρισμένα, επικράτησε, για λόγους ευκολίας, μια μηχανιστική άποψη που μετέτρεπε την κύρια πλευρά σε μόνιμα και σταθερά κύρια, αν όχι σε μοναδική πλευρά και υποτιμούσε ή εξαφάνιζε, γενικά δεν υπολόγιζε τη δευτερεύουσα πλευρά ούτε εννοούσε ότι κάτω από ορισμένες προϋπόθεσες η δευτερεύουσα αυτή πλευρά μπορεί να γίνει κύρια.
Ας το ξεκαθαρίσουμε με κάποιο παράδειγμα:
«Η πολιτική γραμμή καθορίζει τα πάντα». Το σύνθημα αυτό βρέθηκε στο κέντρο της συνθηματολογίας την εποχή της ΜΠΠΕ και αργότερα, θέλοντας να αντιταχθεί στον οικονομισμό, στη λεγόμενη θεωρία των παραγωγικών δυνάμεων, σε κάθε άποψη που υποτιμώντας το ρόλο της ταξικής πάλης σαν κινητήριας δύναμης που σπρώχνει μπροστά τη σοσιαλιστική κοινωνία, ουσιαστικά αντιτασσόταν στη δικτατορία του προλεταριάτου κ.λπ. Ωστόσο, στις συνθήκες της Κίνας, το σύνθημα αυτό αναφερόταν σ’ ένα κόμμα 30 εκατομμυρίων μελών επικεφαλής 800 εκατομμυρίων του κινέζικου λαού. Τι σήμαινε η μεταφορά του συνθήματος αυτού στις συνθήκες τις χώρας μας ή γενικότερα των ευρωπαϊκών χωρών, όπου γνωρίζουμε κάπως τα πράγματα; Σήμαινε ότι ένα κόμμα με ριζικά αντεπαναστατική γραμμή δεν μπορεί ποτέ να κάνει επανάσταση. Υπόδειχνε για αυτό, σωστά, την ανάγκη της ολοκληρωτικής ρήξης με τα ρεβιζιονιστικά κόμματα. Σήμαινε όμως και κάτι άλλο: Η μονόπλευρη προβολή του συνθήματος περί γραμμής που καθορίζει τα πάντα, υποτίμησε ή αποσιώπησε το αν η γραμμή αυτή έχει κάποια σχέση με τη μάζα της εργατικής τάξης και των εργαζομένων ή είναι για αποκλειστική χρήση μιας μικρής και περιορισμένης ομάδας ατόμων. Στην Κίνα του 1965 η σχέση του κόμματος με τη μάζα της εργατικής τάξης και των εργαζομένων δεν μπορούσε να τεθεί σε αμφισβήτηση. Δεν ίσχυσε φυσικά το ίδιο και για τα νέα μαρξιστικά λενινιστικά κόμματα που μόλις είχαν συγκροτηθεί. Ο Μάο γράφει στις αντιθέσεις ότι η απόσπαση του υποκειμενικού απ’ το αντικειμενικό σημαίνει ή οπορτουνισμό ή τυχοδιωκτισμό. Η άποψη ότι η πολιτική γραμμή αποφασίζει για τα πάντα υπονοεί προφανώς ότι μέσα στην ορθότητα της γραμμής περιλαμβάνεται και η μη απόσπαση του υποκειμενικού απ’ το αντικειμενικό, το ότι δηλαδή σ’ ένα λογικό χρονικό διάστημα, μπορεί αυτή να γίνει κτήμα των μαζών ή έστω ενός σοβαρού τμήματός τους. Όμως η μονόπλευρη προβολή του συνθήματος «η γραμμή αποφασίζει για τα πάντα», αποτέλεσε όχι μόνο το άλλοθι, αλλά και την ώθηση στο να δημιουργούνται στα πλαίσια ή στις παρυφές του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος διασπάσεις αλυσιδωτές, σχεδόν με το παραμικρό να σχηματίζονται ομάδες μερικών δεκάδων ατόμων, που μετέτρεπαν τον υποκειμενισμό τους σε πολιτική πλατφόρμα με την αυτοπεποίθηση που έδινε το σύνθημα «η γραμμή αποφασίζει για όλα» και με τη βεβαιότητα που τουλάχιστον οι επικεφαλής τους διέθεταν, ότι η γραμμή στη βάση της οποίας συγκρότησαν την ομάδα τους είναι η σωστή γραμμή. Πώς τώρα είναι δυνατό μια γραμμή να είναι σωστή και παράλληλα επί μια ή δύο δεκαετίες η απήχησή της στις μάζες να παραμένει μηδενική, αυτό είναι άλλο ζήτημα. Η μηχανιστική, δογματική μεταφορά του συνθήματος αυτού είχε μερικά γνωστά αποτελέσματα: Διαφορές που δεν θα έπρεπε υποχρεωτικά να πάρουν ανταγωνιστικό χαρακτήρα τον πήραν και πολύ γρήγορα, με την «άνεση» που εξασφάλιζε αυτό το σύνθημα. Η συζήτηση γύρω από διαφορετικές απόψεις έγινε πρακτικά ανέφικτη και η πάλη για την ενότητα θεωρήθηκε λίγο-πολύ ύποπτη, οπορτουνιστική, συμβιβαστική, συμφιλιωτική, έξω από αρχές κ.λπ. Το κίνημά μας έχει υποφέρει από τέτοιες καταστάσεις, ενώ οι θλιβερότερες εκφράσεις του δογματισμού αυτού με τις πρόσφατες διασπάσεις οργανώσεων που προήλθαν από παλιότερη διάσπαση του κινήματός μας δεν προκαλούν πια -όπως θα συνέβαινε άλλοτε- γέλια, αφού συμβάλουν στο να υπονομευτεί γενικότερα το κύρος και η αξιοπιστία του μαρξισμού-λενινισμού στην εργατική τάξη και στις μάζες.
Πέρα όμως απ’ το συγκεκριμένο παράδειγμα, συνέπεια της λαθεμένης αντίληψης που περιγράψαμε πιο πάνω ήταν να ειδωθεί με δυσπιστία ή με καχυποψία τόσο ο σκελετός των σχετικών απόψεων του Μάο Τσετούνγκ, όσο και ένα κίνημα σαν την Πολιτιστική Επανάσταση, που ανέτρεπε αρκετές ριζωμένες αντιλήψεις και ταρακουνούσε την εφησύχαση, σύμφωνα με την οποία, μιας και το κύριο είναι η οικονομική βάση, η οποία στην προκειμένη περίπτωση είναι σοσιαλιστική, τότε τα πράγματα θα βαδίσουν ούτως ή άλλως κατ’ ευχήν, πέρα από την όποια επίδραση των υποκειμένων που συγκροτούν τη συγκεκριμένη κοινωνία και των μεταξύ τους σχέσεων, σάμπως οι κοινωνικές νομοτέλειες να κινούνται απ’ τα άψυχα αντικείμενα του κόσμου.
«Η αναταραχή πάνω στη γη προκαλεί την τάξη πάνω στην γη. Μετά από εφτά-οχτώ χρόνια, αυτό ξαναρχίζει. Τα κακοποιά στοιχεία αναπηδούν από μόνα τους πάνω στη σκηνή. Αυτό καθορίζεται από την ταξική τους φύση και δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά». Την άποψη αυτή διατύπωσε ο Μάο Τσετούνγκ στα 1966, τότε που άρχιζε η Πολιτιστική Επανάσταση. Η βασική αυτή ιδέα, σύμφωνα με την οποία χρειάζεται κάθε τόσο να ταράζονται τα λιμνασμένα νερά για να ξεχωρίσει η ήρα από το στάρι, για να ατσαλωθούν οι κομμουνιστές και οι μάζες των εργατών, των αγροτών, των εργαζομένων, για να χτυπηθεί η αστική τάξη, να σταθεροποιούνται οι προηγούμενες νίκες και ν’ ανοίγει ο δρόμος σε νέες κατακτήσεις, υπάρχει διάχυτη σε πολλά κείμενα του Μάο. Η ιδέα της Πολιτιστικής Επανάστασης φαίνεται ότι έχει ξεκινήσει με βάση τη μισοαποτυχία του Μεγάλου Άλματος, οφειλόμενη εν μέρει στο ότι αντιτάχθηκαν σ’ αυτό πολλά και βασικά καθοδηγητικά στελέχη του ΚΚ Κίνας αλλά και γιατί ορισμένοι απ’ τους στόχους που τέθηκαν, φαίνεται ότι ήταν γενικά πιο προχωρημένοι απ’ ό,τι μπορούσαν τότε να δεχθούν και να ακολουθήσουν οι μάζες.
Τι συμπεράσματα μπορούν να βγουν για τη Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση;
1. Η Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση αποτέλεσε ένα πρωτοφανές στην ιστορία επαναστατικό κίνημα. Από ιστορική άποψη ήρθε να πραγματοποιήσει ένα νέο βήμα στην πάλη για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού και γενικότερα στην πορεία της προοδευτικής ανθρωπότητας για την οικοδόμηση μιας νέας κοινωνίας, προωθώντας στη θεωρία και στην πράξη τον μαρξισμό λενινισμό σε σχέση ιδιαίτερα με όσα λαθεμένα διατυπώθηκαν στις τάξεις και στις ταξικές αντιθέσεις στην ΕΣΣΔ το 1936 και λίγο αργότερα στο 18ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ(μπ.) αλλά ακόμα και με όσα κατ’ αρχήν σωστά αλλά μονομερή περιλαμβάνονται στα «Οικονομικά Προβλήματα του Σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ» για τα οποία μιλήσαμε πιο πάνω. Η Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση έχει πλευρές θετικές και αρνητικές. Η κύρια πλευρά της καθορίζεται απ’ την κινητοποίηση εκατομμυρίων εργατών, αγροτών, εργαζομένων, σπουδαστών με στόχο να κλείσει ο δρόμος στις δυνάμεις που επιδίωκαν την καπιταλιστική παλινόρθωση, να σταθεροποιηθεί και να δυναμώσει η δικτατορία του προλεταριάτου, να μπουν για λύση προβλήματα όπως η αντίθεση πόλης-χωριού, η αντίθεση πνευματικής και χειρωνακτικής εργασίας, με στόχο την ενίσχυση φυσικά της δικτατορίας του προλεταριάτου. Όλα αυτά έγινε προσπάθεια να πραγματοποιηθούν με τη συμμετοχή των ίδιων των μαζών των εργατών, αγροτών, εργαζομένων, νεολαίων.
Η κύρια πλευρά της Μεγάλης Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης καθορίζεται ακόμα από το ότι κινητοποίησε εκατομμύρια νέων ιδιαίτερα ανθρώπων στις πέντε ηπείρους σε αγώνες που εμπνεύστηκαν απ’ αυτήν κι απ’ τα μηνύματά της.
2. Καθώς είναι γνωστό, τρεις βασικά ομάδες χτυπήθηκαν στη διάρκεια της ΜΠΠΕ. Η πρώτη, με επικεφαλής τον τότε δήμαρχο του Πεκίνου Πενγκ Τσενγκ, αποτέλεσε τον πρώτο στόχο της ΜΠΠΕ και η πάλη ενάντιά της χρησίμευσε για αν ετοιμαστεί το έδαφος για την ανάπτυξη της πάλης ενάντια στον κύριο στόχο που ήταν η ομάδα των Λιού Σαοσί, Τενγκ Χσιάοπινγκ και Τάο Τσου. Η τρίτη ομάδα ήταν εκείνη της υπεραριστεράς με εκπροσώπους της στην Ομάδα της Κ.Ε. που ήταν επιφορτισμένη με την Π.Ε. και χτυπήθηκε στα τέλη του 1967. Σ’ αυτήν αποδίδονται εξτρεμισμοί κάθε είδους και υπερβολές του τύπου ότι η «σκέψη του Μάο φτιάχνει τεράστια καρπούζια και πεπόνια» που ανατυπώθηκαν στον αστικό τύπο της Δύσης με στόχο φυσικά τη δυσφήμιση της ΜΠΠΕ και του ΚΚ Κίνας. Η τρίτη αυτή ομάδα θεωρήθηκε ότι με τις ακραίες θέσεις της ουσιαστικά υπονόμευε την ΜΠΠΕ και εμπόδιζε την πλατύτερη συμμετοχή της εργατικής τάξης και των λαϊκών μαζών σ’ αυτήν ενισχύοντας τη δεξιά, επίπτωση που ξεπεράστηκε με το χτύπημά της. Υπάρχουν ωστόσο -πέρα απ’ τις γελοιότητες του τύπου που αναφέραμε πιο πάνω και απ’ τις οποίες δεν μπορούμε να κρίνουμε την ΜΠΠΕ γιατί δεν την χαρακτηρίζουν- και άλλες σοβαρές αρνητικές πλευρές.
3. Η πολιτικοποίηση των μαζών μέσω του μικρού κόκκινου βιβλίου με τ’ αποσπάσματα από τα έργα του Μάο Τσετούνγκ και η μαζική αποστήθιση των αποσπασμάτων από μικρούς και μεγάλους αποτέλεσε συνέπεια της κυριαρχίας μιας δογματικής και μηχανιστικής αντίληψης που υποκαθιστούσε την αναγκαιότητα της ιδεολογικοπολιτικής διαπαιδαγώγησης της εργατικής τάξης και των λαϊκών μαζών, με τη ρηχή, αποσπασματική αποστήθιση ορισμένων φράσεων.
4. Η αποστήθιση των αποσπασμάτων από το μικρό κόκκινο βιβλίο συνδυάστηκε με τη σχεδόν ολοκληρωτική εξαφάνιση των έργων του Μαρξ, του Ένγκελς του Λένιν και του Στάλιν σε αντίθεση με ό,τι μέχρι τότε είχε εφαρμοστεί στην Κίνα, που ας σημειωθεί -το αναφέρουμε χαρακτηριστικά- όχι μόνο κυκλοφορούσαν και μελετιόνταν πλατιά τα μαρξιστικά βιβλία, αλλά επιπλέον είναι η μοναδική χώρα όπου κυκλοφόρησαν τα άπαντα του Χρουστσόφ την εποχή ακριβώς που κορυφωνόταν η πάλη ενάντια στον χρουστσοφισμό, όπως επίσης, την εποχή που κορυφωνόταν η πάλη ενάντια στους κινέζους ρεβιζιονιστές, ο Μάο συνιστούσε να διαβαστεί (για να κριτικαριστεί) το βιβλίο του Λιού Σαοσί «Η θεωρία της ατομικής τελειοποίησης του κομμουνιστή». Ουσιαστικά ο υποβιβασμός αν όχι η εξαφάνιση των έργων των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Στάλιν αποτέλεσε συστατικό της υπερβολής και της υπερτίμησης του έργου του Μάο Τσετούνγκ και συνδυάστηκε με την προβολή της θεωρίας της «μεγαλοφυΐας» στην οποία πρωτοστάτησε βέβαια ο Λιν Πιάο, αλλά δεν μπορούμε να τον θεωρήσουμε σαν τον μοναδικό υπεύθυνο. Γιατί παρά την κριτική που έχει κάνει προσωπικά ο Μάο στο ζήτημα αυτό, παρά την επανέκδοση βιβλίων και τις καμπάνιες μελέτης των έργων των Μαρξ, Ένγκελς, Λένιν και Στάλιν που έγιναν στη διάρκεια της πολεμικής ενάντια στην ομάδα Λιν Πιάο, η προβολή του έργου του Μάο, αν και περιορίστηκε σε σχέση με τη προηγούμενη περίοδο, κρατήθηκε πάντοτε σε εξαιρετικά υψηλά επίπεδα. Γεγονός ακόμα πιο απαράδεκτο, όταν παρθεί υπόψη ότι το ΚΚ Κίνας και ο Μάο έχουν διατυπώσει εντονότατες κριτικές για την προσωπολατρία του Στάλιν.
5. Γύρω απ’ τον Μάο Τσετούνγκ καλλιεργήθηκε μια υπερβολική προσωπολατρία που ξεπέρασε τα όρια της φυσιολογικής εκτίμησης και αγάπης που μπορεί να έτρεφαν οι κομμουνιστές και ο λαός της Κίνας στο πρόσωπό του και πήρε διαστάσεις που άγγιζαν τα όρια της μεταφυσικής ως προς το ρόλο ενός ηγέτη όσο μεγάλος κι αν ήταν στην πορεία της επανάστασης. «Ο μεγάλος παιδαγωγός», ο «μεγάλος τιμονιέρης» κ.λπ. δώσαν και πήραν σε συνδυασμό με τη στερεότυπη ευχή «να ζήσει χίλια χρόνια» που μετατράπηκε αργότερα στο «να ζήσει πολύ, πάρα πολύ». Η γενική εικόνα που δόθηκε ήταν ότι η Κίνα δεν γνώριζε καθόλου τι θα γινόταν όταν θα εξέλειπε ο Μάο Τσετούνγκ.
6. Ο ορισμός του Λιν Πιάο σαν διαδόχου του Μάο Τσετούνγκ στο καταστατικό που ενέκρινε το 9ο Συνέδριο, αποτέλεσε πρωτοφανές γεγονός και υιοθέτηση μεθόδου ξένης προς τη δημοκρατική πρακτική του κομμουνιστικού κινήματος. Αποτέλεσε ένα απ’ τα μελανότερα σημεία της πολιτικής του ΚΚ Κίνας σε κείνη την περίοδο, ή τουλάχιστον ένα από εκείνα που γέννησαν και στο δικό μας και σε άλλα μαρξιστικά-λενινιστικά κινήματα τα πρώτα μεγάλα ερωτηματικά για το τι ακριβώς συμβαίνει στο ΚΚ Κίνας.
7. Αν ο διορισμός του Λιν Πιάο σαν διαδόχου ή το κόκκινο βιβλιαράκι με το οποίο συνέδεσε στενά τη δράση του δημιούργησαν άσχημες εντυπώσεις, πολύ χειρότερη εντύπωση δημιούργησε ο τρόπος με τον οποίο έγινε η καθιέρωση του Λιν Πιάο, ο χαρακτηρισμός του με πολιτικούς όρους που χρησιμοποιούνταν όχι με την έννοιά τους, αλλά σαν βρισιές και το ότι για πρώτη φορά μετά το τέλος της πρώτης φάσης της ΜΠΠΕ όπου ήταν σαφείς οι πολιτικοί λόγοι για τους οποίους γινόταν η επίθεση σε κάποια άποψη ή σε κάποια ομάδα, χρησιμοποιήθηκαν αστυνομικές μέθοδοι για την αντιμετώπισή του (η ιστορία με το ντοκουμέντο 571, το ετοιμαζόμενο πραξικόπημα κ.λπ.). Σ’ όλα αυτά ήταν αισθητή η έλλειψη γνησιότητας και συνεπώς πειστικότητας, ανεξάρτητα απ’ το ότι τα πράγματα με τον Λιν Πιάο κάπως έτσι όπως τα εξέθεσε το ΚΚ Κίνας εκ των υστέρων πρέπει να είναι. Συμπεραίνουμε ότι η έλλειψη πειστικότητας προέρχεται από το γεγονός ότι με τον Λιν Πιάο πρέπει να είχε συναφθεί μια συμμαχία έξω από αρχές στη φύση της πολεμικής με τους Λιού Σαοσί, Τενγκ Χσιάοπινγκ, Πενγκ Τσενγκ και φυσικά εκ των υστέρων δεν ήταν εύκολο να πείσει κανείς για το πώς η δεύτερη, μετά τον Μάο προσωπικότητα της ΜΠΠΕ διορισμένος μόλις διάδοχός του, «κοντινός σύντροφος στα όπλα», εμφανίζεται σαν πραξικοπηματίας και πέφτει με το αεροπλάνο στη Μογγολία πηγαίνοντας για τη Μόσχα, αφού απέτυχε να δολοφονήσει τον Μάο. Αυτά όλα δεν αμφισβητήθηκαν ούτε απ’ τη δεξιά, ούτε απ’ την αριστερά. Ίσως αυτό ν’ αποδείχνει πως ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. Όπως και να ‘χει η πολιτική και ιδεολογική βάση της κριτικής του Λιν Πιάο δεν ήταν ούτε ξεκάθαρη, ούτε πειστική. Και τα πρώτα ρήγματα στην πλατύτατη διεθνώς ακτινοβολία του ΚΚ Κίνας που είχε κυρίως θεμελιωθεί με την ΜΠΠΕ άρχισαν να εμφανίζονται για να προστεθούν σύντομα κι άλλα.
8. Η ΜΠΠΕ είχε στόχο το εποικοδόμημα. Κι απ’ αυτό, τόσο η ίδια αυτή επανάσταση όσο και γενικότερα ο Μάο στο έργο του, αφιέρωσαν σημαντική θέση στον τομέα της τέχνης και της λογοτεχνίας, τομείς που κατά κανόνα (υπήρξαν αρκετές ευτυχείς εξαιρέσεις) έχουν ελάχιστα μελετηθεί από μαρξιστική σκοπιά κι έχουν δώσει ελάχιστα αξιόλογα δείγματα της νέας δημιουργίας. Χωρίς να υπάρχει μια σημαντική μελέτη στον τομέα αυτό, από τα έργα που γίναν γνωστά συμπεραίνει κανείς ότι η ΜΠΠΕ στον τομέα της τέχνης και της λογοτεχνίας φρόντισε να φέρει αλλαγές στο περιεχόμενο αποκλειστικά -πολλές φορές με απλοϊκό αν όχι αφελή τρόπο- και θα ‘ταν δύσκολο να κάνει λόγο κανείς για έργα προλεταριακής τέχνης. Βέβαια, από πλευράς πολιτικού περιεχομένου, χτύπησε τα αντιδραστικά έργα, προώθησε έργα που από γενική άποψη στεκόταν στις γραμμές της εργατικής τάξης, του λαού, του κομμουνιστικού κόμματος και της επανάστασης, δημιούργησε νέες σχέσεις ανάμεσα στους καλλιτέχνες και στις μάζες στέλνοντάς τους ακριβώς στις μάζες με τις οποίες συμμετείχαν στην παραγωγή (εκτός από την καλλιτεχνική τους δραστηριότητα), έκανε σοβαρές προσπάθειες στην εκλαΐκευση των καλλιτεχνικών έργων που προηγούμενα παράμεναν απρόσιτα για τις πλατιές μάζες κ.λπ.
9. Έχει γίνει αρκετός λόγος για το ρόλο του κόμματος στη διάρκεια της ΜΠΠΕ και κριτικάρεται ο Μάο ότι τάχθηκε υπέρ της διάλυσης του κόμματος και της υποκατάστασής του από τις επαναστατικές επιτροπές. Αναφερθήκαμε στην ουσία του επιχειρήματος σε προηγούμενο κεφάλαιο. Προσθέτουμε εδώ ένα σημείο απ’ την απόφαση της Κ.Ε. του ΚΚ Κίνας για την ΜΠΠΕ που υιοθετήθηκε στα τέλη του 1966 και που ξεκαθαρίζει τη σχέση των νέων μορφών οργάνωσης που προέκυψαν απ’ την ΜΠΠΕ με το Κόμμα.
«Πολλά νέα πράγματα άρχισαν να εμφανίζονται στο κίνημα της Μεγάλης Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης. Οι ομάδες και οι επιτροπές της πολιτιστικής επανάστασης όπως και άλλες μορφές οργάνωσης, που δημιουργήθηκαν από τις μάζες σε πολλές σχολές και σε πολλούς οργανισμούς, είναι κάτι το καινούριο και έχουν μια μεγάλη ιστορική σημασία.
Οι ομάδες, επιτροπές και συνέδρια της πολιτιστικής επανάστασης είναι οι καλύτερες μορφές οργάνωσης μέσα στις οποίες οι μάζες διαπαιδαγωγούνται οι ίδιες κάτω από την καθοδήγηση του Κομμουνιστικού Κόμματος. Αποτελούν μια εξαιρετική γέφυρα που επιτρέπει στο Κόμμα μας να διατηρεί στενούς δεσμούς με τις μάζες. Αποτελούν όργανα εξουσίας της προλεταριακής πολιτιστικής επανάστασης».
Εξάλλου απ’ τα τέλη του 1967, οι συνέπειες των αναγκαίων αλλαγών που προκλήθηκαν βασικά στα καθοδηγητικά όργανα του ΚΚ Κίνας άρχισαν να ξεπερνιούνται, διαδικασία που είχε ολοκληρωθεί μέχρι τη σύγκλιση του 9ου Συνεδρίου.
10. Αναφερθήκαμε πιο πάνω σ’ αυτά που φαίνονται σαν μαύρη λίστα της ΜΠΠΕ για τρείς λόγους: Ο πρώτος, γιατί πρόκειται για πραγματικά περιστατικά. Ο δεύτερος, για να φανεί πόσο πολύπλοκη κατάσταση δημιουργήθηκε μ’ ένα τέτοιο μεγάλο επαναστατικό κίνημα σε μια χώρα που ο πληθυσμός της ξεπερνάει τρεις φορές την Ευρώπη. Ο τρίτος, για να πούμε ότι η ΜΠΠΕ υπήρξε ένα μεγαλειώδες επαναστατικό κίνημα παρ’ όλες τις αρνητικές πλευρές της. Γιατί στη διάρκειά της πραγματικά «μετακινήθηκαν τα βουνά» όπως συμβολικά είπε ο Μάο. Γιατί γίναν εκατοντάδες Τακίν και Τατσάι, που η σημασία τους δεν βρίσκεται στους ρυθμούς στους οποίους ανέβηκε η παραγωγή αλλά στις νέες σχέσεις που αποκαταστάθηκαν σε όλα τα επίπεδα, ανάμεσα στους επιστήμονες, τους τεχνίτες και τους εργάτες, ανάμεσα στις γυναίκες και στους άντρες, ανάμεσα στους μαθητές και στους δασκάλους, ανάμεσα στις μάζες και στην Κοινότητα, ανάμεσα στο Κόμμα και στις μάζες. Γιατί στη διάρκειά της προωθήθηκε η πιο τολμηρή εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, η πρώτη που έτεινε να καταργήσει τις παλιές σχέσεις στον τομέα της εκπαίδευσης και που υπηρετούσε το στόχο της κατάργησης των διαφορών τόσο ανάμεσα στο χωριό και στην πόλη, όσο και ανάμεσα στη χειρωνακτική και την πνευματική εργασία. Γιατί κυρίως παρά τις λαθεμένες ενέργειες που έγιναν, πέτυχε σε αρκετά μεγάλο βαθμό να συγκινήσει, να πολιτικοποιήσει και να κινητοποιήσει εκατομμύρια εργατών, αγροτών, εργαζομένων, νεολαίων, καλώντας τους να στηριχτούν στις δυνάμεις τους, να συμμετάσχουν ενεργά στην ταξική πάλη, να χτυπήσουν την αστική τάξη, σ’ όλους τους τομείς, μ’ όποια μορφή κι αν εμφανίζεται, να ισχυροποιήσουν τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Δεν συνεπήρε η ΜΠΠΕ εκατομμύρια ανθρώπους, μέσα αλλά κι έξω απ την Κίνα, για λόγους ανύπαρκτους. Ανεξάρτητα αν οι φιλόδοξοι στόχοι που έθεσε μπροστά της δεν εκπληρώθηκαν στη φάση αυτή, αποτέλεσε έτσι κι αλλιώς ιστορικό βήμα στην πάλη της ανθρωπότητας για την οριστική της χειραφέτηση.
11. Μια επανάσταση, όπως και μια πολιτική γραμμή, δεν μπορεί να κριθεί απ’ τα άμεσα μονάχα αποτελέσματά της. Τη στιγμή που φαίνεται πως σταθεροποιήθηκε μια νίκη με την πραγματοποίηση του 9ου Συνεδρίου, ο Μάο ήδη εκφράζει καθαρότατα τους φόβους του στην πρώτη ολομέλεια της Κ.Ε. μετά το 9ο Συνέδριο:
«Φαίνεται ότι δεν γίνεται τίποτα αν δεν κάνουμε τη Μεγάλη Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση, γιατί τα θεμέλιά μας δεν είναι στέρεα. Κρίνοντας από τις παρατηρήσεις μου, φοβάμαι ότι στη μεγάλη πλειοψηφία των εργοστασίων -δεν εννοώ σ’ όλα ή στη συντριπτική τους πλειοψηφία- η καθοδήγηση δεν είναι στα χέρια γνήσιων μαρξιστών ούτε στα χέρια των εργαζομένων μαζών. Όχι ότι δεν υπάρχουν καλοί ανάμεσα στους υπεύθυνους των εργοστασίων. Υπάρχουν. Υπάρχουν καλοί ανάμεσα στους γραμματείς, τους αναπληρωτές γραμματείς και τα μέλη των κομματικών επιτροπών και ανάμεσα τους γραμματείς των κομματικών πυρήνων. Αλλά αυτοί ακολουθούν τη γραμμή που είχε εφαρμόσει ο Λιού Σαοσί -που σημαίνει ότι από τη μεριά τους καταφεύγουν στα υλικά κίνητρα, δίνουν πρωταρχική σημασία στο κέρδος και αντί να προωθούν την προλεταριακή πολιτική, δίνουν επιδόματα και άλλα…».
«Αλλά πραγματικά, υπάρχουν και κακά στοιχεία στα εργοστάσια. Αυτό δείχνει ότι η επανάστασή μας δεν έχει τελειώσει». Η άποψη αυτή του Μάο Τσετούνγκ έχει δημοσιευθεί στο άρθρο του Τσανγκ Τσουέν Κιάο, «Για την ολοκληρωτική δικτατορία πάνω στην αστική τάξη», που δημοσιευμένο το 1975 σε μια εποχή δηλαδή που ανεβαίνει η δύναμη της δεξιάς, χαρακτηρίζεται από τις ίδιες ανησυχίες για το μέλλον της δικτατορίας του προλεταριάτου στην Κίνα.
Σ’ όλη αυτή την περίοδο των δέκα τελευταίων χρόνων της ζωής του Μάο εκφράζεται απ’ τη μια η αναγκαιότητα να προχωρήσει και να σταθεροποιηθεί η προλεταριακή επανάσταση, από την άλλη ο φόβος ότι οι δυνάμεις δεν είναι επαρκείς για ν’ αποτρέψουν μια καπιταλιστική παλινόρθωση, φόβος που συνοδεύεται απ’ την αισιόδοξη πρόβλεψη:
«Αν η δεξιά εξαπολύσει ένα αντικομουνιστικό πραξικόπημα στην Κίνα είμαι σίγουρος πως ούτε τότε δεν θα μείνει ήσυχη. Είναι μάλιστα πολύ πιθανό πως το καθεστώς της θα διαρκέσει πολύ λίγο, γιατί οι επαναστάτες που εκπροσωπούν τα συμφέροντα του λαού που αποτελεί πάνω από το 90% του πληθυσμού, δεν θα το επιτρέψουν». Και ως ένα βαθμό η αισιόδοξη αυτή πρόβλεψη του Μάο επιβεβαιώθηκε, αφού για πολύ χρόνο μετά την επιβολή του Χούα και του Τενγκ συνεχίζονταν μαζικές διαδηλώσεις ενάντιά τους.
Ας κάνουμε όμως μια σύντομη παρένθεση για να δούμε τι εννοεί ο Μάο μιλώντας για καπιταλιστική παλινόρθωση:
Όταν το 1949 απελευθερώθηκε η Κίνα, ο Μάο μίλησε για το πρώτο βήμα μιας πορείας δέκα χιλιάδων λι. Μπορεί να φαίνεται υπερβολικά μετριοπαθής σαν διατύπωση, αλλά εκφράζει την πραγματική του σκέψη. Μετά από το 10ο Συνέδριο είπε σχετικά:
«Με μια λέξη, η Κίνα είναι μια σοσιαλιστική χώρα. Πριν από την απελευθέρωση ήταν σχεδόν σαν μια καπιταλιστική χώρα. Ακόμα και τώρα εφαρμόζουμε ένα σύστημα μισθών οχτώ βαθμίδων, διανομή στον καθένα σύμφωνα με την εργασία του και ανταλλαγή με χρηματικά μέσα, πράγμα που πολύ λίγο διαφέρει από την παλιά κοινωνία (υπογράμμιση δική μας). Η διαφορά βρίσκεται στο ότι το σύστημα ιδιοκτησίας έχει αλλάξει».
Λέει ακόμα: «Σήμερα η χώρα μας εφαρμόζει ένα εμπορευματικό σύστημα και επίσης το σύστημα των μισθών είναι άνισο, υφίσταται το σύστημα μισθών οχτώ βαθμίδων κ.λπ. Αυτά δεν μπορούν παρά μόνο να περιοριστούν κάτω από τη δικτατορία του προλεταριάτου. Έτσι αν οι άνθρωποι σαν τον Λιν Πιάο έρθουν στην εξουσία, θα τους είναι αρκετά εύκολο να παλινορθώσουν το καπιταλιστικό σύστημα».
Την εποχή της κριτική ενάντια στην ομάδα του Λιν Πιάο, δηλαδή λίγο πριν, στη διάρκεια και λίγο μετά το 10ο Συνέδριο απ ‘τη μια προωθούνται σε καθοδηγητικές θέσεις στελέχη που αναδείχτηκαν στη διάρκεια της ΜΠΠΕ απ’ την άλλη, επωφελούμενα προφανώς απ’ την κριτική ενάντια στον Λιν Πιάο, στελέχη που καθαιρέθηκαν στη διάρκεια της ΜΠΠΕ παρά τη συντριπτική αυτοκριτική τους, αποκαθίστανται και μάλιστα σε καθοδηγητικές θέσεις. Η νέα σύγκρουση ξεσπάει στις αρχές της άνοιξης του 1976 με άμεσο αποτέλεσμα μια προσωρινή υποχώρηση της δεξιάς η οποία όμως διατήρησε τις θέσεις της και κατέλαβε ολοκληρωτικά την εξουσία μετά το θάνατο του Μάο. Την ίδια αυτή περίοδο για την οποία μιλάμε αρχίζει αρχικά δειλά, αργότερα απερίφραστα να διατυπώνεται η «θεωρία των τριών κόσμων».
Αναφέρθηκε ήδη ότι μια πολιτική γραμμή, ιδιαίτερα μια γραμμή που οδήγησε σε ένα επαναστατικό κίνημα σαν αυτό της ΜΠΠΕ δεν μπορεί να κριθεί μονάχα απ’ τα άμεσα αποτελέσματά της. Χωρίς λοιπόν τη βεβαιότητα ότι δίνουμε μια πλήρη και σωστή απάντηση, μπορούμε κατ’ αρχήν να διατυπώσουμε το συμπέρασμα ότι ο Μάο Τσετούνγκ αν και από θεωρητική άποψη ανέλυσε σωστά τις αντιθέσεις της κινέζικης κοινωνίας και υπόδειξε σωστά την αναγκαιότητα της διεξαγωγής της ταξικής πάλης στις συνθήκες της δικτατορίας του προλεταριάτου, απέναντι σ’ ένα -καθώς φαίνεται- δυσμενή συσχετισμό δυνάμεων, επιχείρησε να πραγματοποιήσει διάφορους συμβιβασμούς, που δεν έγινε δυνατό ν’ αποτρέψουν τις εξελίξεις που μεσολάβησαν στην Κίνα. Με δυο λόγια δεν κατάφερε στην πράξη να δώσει σωστή λύση στις αντιθέσεις της κινέζικης κοινωνίας, όπως παρουσιάστηκαν στα χρόνια από το 1965 και ιδιαίτερα από το 1970 και αργότερα.

Μερικά ακόμη ζητήματα σχετικά με την κριτική που διατυπώνεται για το έργο του Μάο Τσετούνγκ

Ξεκαθαρίστηκε ότι διαφωνούμε στη γενική γραμμή που περικλείουν οι διάφορες κριτικές που απορρίπτουν το έργο του Μάο Τσετούνγκ χωρίς να σημαίνει αυτό πως δεν υπάρχουν επιμέρους στοιχεία τους τα οποία μπορούν να μας βρίσκουν σύμφωνους, όπως για παράδειγμα η αναφορά που κάναμε ήδη πιο πάνω στην υπερβολή με την οποία προβλήθηκε το έργο του Μάο και στην προσωπολατρία, αν και η οπτική με τα οποία τα κρίνουμε, διαφέρει σημαντικά από εκείνη που περιλαμβάνουν οι κριτικές αυτές. Συμπληρωματικά αναφερόμαστε σε ορισμένα άλλα σημεία για τα οποία μιλήσαμε ως εδώ.
1) Έγινε και παλιότερα λόγος για διάφορες εδαφικές διεκδικήσεις που τη στιγμή που διατυπώθηκαν αποπροσανατόλιζαν και υπονόμευαν την πάλη ενάντια στο ρεβιζιονισμό. Βέβαια δεν έχουμε κανένα απολύτως λόγο να υπεραμυνθούμε των προσαρτήσεων εδαφών της Κίνας απ’ την τσαρική Ρωσία, τα οποία δεν επιστράφηκαν ποτέ. Συμφωνούμε ωστόσο ότι ακόμα κι αν πρόκειται για εδάφη που ανήκουν «δικαιωματικά» στην Κίνα (είτε αυτό αφορούσε παλιότερες προσαρτήσεις της τσαρικής Ρωσίας είτε άλλων χωρών που συνορεύουν) το ΚΚ Κίνας θα όφειλε να εγκαταλείψει την πολεμική και τις διεκδικήσεις γύρω απ’ αυτές, γιατί πράγματι ο ιδεολογικός και πολιτικός αγώνας ενάντια στο ρεβιζιονισμό υπονομευόταν δίνοντας την εντύπωση ότι η διαμάχη στην ουσία της γίνεται για ορισμένες εδαφικές εκτάσεις.
Προφανώς η άποψη αυτή δεν αναφέρεται στα γεγονότα του 1969 στο Τσεν Λάο στο οποίο οι σοβιετικοί επιτέθηκαν για να το καταλάβουν.
2) Έγινε κι αλλού αναφορά για τις ευθύνες του ΚΚ Κίνας απέναντι στα μαρξιστικά-λενινιστικά κόμματα. Πέρα όπως από τις ευθύνες για τον τρόπο που υποδείχτηκε να συγκροτηθεί το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα και που δεν ανήκουν μόνο στο ΚΚ Κίνας, πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι τα πράγματα δεν ήταν απ’ την αρχή όπως για παράδειγμα το 1973. Το ΚΚ Κίνας αρχικά ανάπτυξε σχέσεις και πρόβαλε την πάλη πολλών μαρξιστικών-λενινιστικών κομμάτων και οργανώσεων και ο Μάο Τσετούνγκ συζήτησε με τις αντιπροσωπείες των κομμάτων που συγκροτήθηκαν εκείνη την εποχή (άσχετο αν το δικό μας κίνημα έτυχε γενικά μιας ειδικής μεταχείρισης από το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα). Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει με την ανάπτυξη της ΜΠΠΕ που συνδυάστηκε με μια εσωστρέφεια και μπορούμε να πούμε ότι χωρίς να υπάρξει διακοπή, πάγωσαν ωστόσο οι σχέσεις του ΚΚ Κίνας με τα μαρξιστικά-λενινιστικά κόμματα, πράγμα που δεν συνέβηκε με τα απελευθερωτικά κινήματα.
Με το τέλος της πρώτης φάσης της ΜΠΠΕ και στα χρόνια που ακολούθησαν, άρχισε η προβολή από το ΚΚ Κίνας πολλών ταυτόχρονα ομάδων και κόμματων σε κάθε χώρα, για να καταλήξει ν’ αναπτύξει σχέσεις με τις διάφορες αντιμαρξιστικές-οπορτουνιστικές ομάδες.
3) Έχει αρκετά πλατιά, από όσους απορρίπτεται το έργο του Μάο Τσετούνγκ, γίνει χρήση ενός αποσπάσματος από ένα γράμμα του στην Κιάνγκ Τσινγκ που λέει ότι «η δεξιά στην εξουσία μπορεί να χρησιμοποιήσει τα λόγια μου για να γίνει ισχυρή για κάποιο διάστημα, αλλά η αριστερά μπορεί να χρησιμοποιήσει άλλα λόγια δικά μου και να οργανωθεί για να ανατρέψει τους δεξιούς». Από αυτό συνάγεται ότι αφού και η δεξιά και η αριστερά μπορεί εξίσου να χρησιμοποιήσει τα λόγια του Μάο για να διατηρηθεί στην εξουσία, πάει να πει ότι ο Μάο είναι εκλεκτικός και δεν είναι μαρξιστής-λενινιστής, γιατί αν ήταν, η δεξιά δεν θα έπρεπε να μπορεί να χρησιμοποιήσει τα λόγια του. Γράφονται αυτά σαν να μη χρησιμοποίησαν επί χρόνια οι σοσιαλδημοκράτες τον Μαρξ, οι ρεβιζιονιστές τον Λένιν ώστε να φαίνεται περίεργο μονάχα όταν κάτι τέτοιο συμβαίνει στο Μάο. Ο ίδιος ο Λένιν αντιμέτωπος με την κακοποίηση και την καπηλεία του Μαρξ απ’ τους οπορτουνιστές της εποχής του ξεκαθάρισε χωρίς κανένας να φανταστεί να του αποδώσει ότι θεωρούσε τον Μαρξ …αντιμαρξιστή και εκλεκτικό.
«Όπου ο μαρξισμός είναι δημοφιλής ανάμεσα στους εργάτες, εκεί αυτό το πολιτικό ρεύμα, αυτό το «αστικό εργατικό κόμμα» θα ομνύει και ορκίζεται στο όνομα του Μαρξ. Αυτό δεν μπορεί να του το απαγορέψει κανείς, όπως δεν μπορεί να απαγορέψει σε έναν εμπορικό οίκο τη χρησιμοποίηση οποιασδήποτε ετικέτας, οποιασδήποτε ταμπέλας, οποιασδήποτε διαφήμισης. Στην ιστορία συνέβαινε πάντα τα ονόματα των επαναστατών ηγετών, των δημοφιλών ανάμεσα στις καταπιεζόμενες τάξεις, μετά το θάνατό τους να προσπαθούν οι εχθροί τους να τα οικειοποιηθούν για να εξαπατήσουν τις εργαζόμενες μάζες». (Λένιν, «Ο ιμπεριαλισμός και η διάσπαση του σοσιαλισμού»).
Το ίδιο ακριβώς συνέβηκε με τον Μάο Τσετούνγκ μετά το θάνατό του, όπου η δεξιά, επειδή ήταν δημοφιλής στις μάζες, χρησιμοποίησε το όνομά του για να γκρεμίσει το έργο του, «χρησιμοποίησε τον Τουνγκ Κουέι για να πολεμήσει τα φαντάσματα», όπως είπε ο Μάο για μια ανάλογη τακτική του Λιν Πιάο.

Για το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα

Σ’ ό,τι αφορά τις σχέσεις μας με το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα απ’ το 1964 έχουμε τη γνώμη ότι πέρα από επιμέρους ενδεχόμενους λαθεμένους χειρισμούς, ενεργήσαμε γενικά διεθνιστικά.
-Προβάλαμε και υποστηρίξαμε απ’ την αρχή την πάλη όλων των μαρξιστικών-λενινιστικών κομμάτων, παρά το ότι δεν υπήρξε κατά κανόνα αμοιβαιότητα και τα περισσότερα δεν δεχόντουσαν καν σχέση μαζί μας, χωρίς να εξηγούν τους λόγους.
-Υποστηρίξαμε σταθερά την πολιτική του ΚΚ Κίνας και του ΚΕΑ, ανεξάρτητα απ’ το ότι δεν υπήρξε και στο κεφάλαιο αυτό αμοιβαιότητα για πολλά χρόνια.
-Αποφύγαμε -σ’ αντίθεση με άλλα κόμματα- να διαμορφώσουμε τη στάση μας απέναντι στο διεθνές μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα με βάση μια στενά εθνική σκοπιά, ακόμα κι όταν βρεθήκαμε σε πραγματικά δύσκολες, απ’ τη σκοπιά αυτή, περιστάσεις.
Οι σημερινές διαφωνίες μας με ορισμένες θέσεις των περισσότερων μαρξιστικών-λενινιστικών κομμάτων, έχουν ως εδώ αναλυτικά εκτεθεί. Πέρα από όσα ήδη αναφέρθηκαν, εκφράσαμε το φόβο ότι η κριτική που διατυπώνεται απέναντι στον Μάο Τσετούνγκ, αμβλύνει αντικειμενικά το ιδεολογικό μέτωπο απέναντι στον ρεβιζιονισμό και στον σοσιαλιμπεριαλισμό. Και συμβαίνει αυτό, όταν γίνεται χρήση επιχειρημάτων που κατά κόρον έχουν χρησιμοποιηθεί απ’ τον σοσιαλιμπεριαλισμό και σε μια εποχή που το έργο του Μάο βάλλεται από κάθε πλευρά ιδιαίτερα απ’ τους κινέζους ρεβιζιονιστές.
Από την άποψη αυτή δεν θεωρούμε τυχαία την εξέλιξη του ΚΚ Ιταλίας(μ-λ) ή ακόμα το γεγονός ότι και από άλλα κόμματα αποσχίστηκαν ομάδες με φιλοσοβιετικό προσανατολισμό.
Πέρα όμως απ’ αυτά και παρά τη διαφωνία μας με την ουσία της κριτικής που διατυπώνεται για τον Μάο Τσετούνγκ, το ΚΕΑ διατηρεί μια σταθερή στάση απέναντι στον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό, τον σοβιετικό σοσιαλιμπεριαλισμό και σε κάθε ιμπεριαλιστική δύναμη. Το ΚΕΑ και κυβέρνηση της Λ.Σ.Δ. Αλβανίας τηρούν μια σταθερά ανεξάρτητη πολιτική και δεν υποκύπτουν στους εκβιασμούς και πιέσεις κάθε είδους. Τέλος το ΚΕΑ υπερασπίζεται διεθνώς τα επαναστατικά κινήματα και την ανάπτυξη της ταξικής πάλης, ενώ στο εσωτερικό αγωνίζεται για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση υποστηρίζοντας και ενισχύοντας τη δικτατορία του προλεταριάτου.
Στο βαθμό που αυτές παραμένουν οι θέσεις του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος η στάση μας θα είναι στάση ενότητας και αλληλεγγύης, ανεξάρτητα από το πώς βλέπουν τα άλλα κόμματα τις δικές μας θέσεις και το ζήτημα των σχέσεων ανάμεσα στα κόμματα. Σύμφωνα με τη δικιά μας γνώμη οι σχέσεις αυτές μπορούν να αναπτυχθούν μονάχα στη βάση της ισοτιμίας, με το δικαίωμα κάθε κόμματος να εκφράζει τις απόψεις του για κάθε ζήτημα που έχει διαφορετική γνώμη.
Η υποστήριξη και οι σχέσεις που πρέπει το κίνημα να έχει με τα μαρξιστικά-λενινιστικά κόμματα, παρά τις διαφωνίες πάνω σε σοβαρά ζητήματα, δεν φιλοδοξεί να προβάλει σαν υπόδειγμα μιας γενικής, για κάθε εποχή, γραμμής στο κομμουνιστικό κίνημα. Δεν ξέρουμε πώς τα πράγματα θα εξελιχθούν αύριο. Ξέρουμε όμως ότι σήμερα αν η γενική γραμμή συνίσταται στην άμεση ανασυγκρότηση ενός σχήματος στα πρότυπα της Γ’ Διεθνούς, αυτό θα αποτελέσει κακή απομίμηση. Γιατί οι συνθήκες εκείνες και οι σημερινές δεν έχουν σύγκριση, γιατί ιδιαίτερα το ισχυρότατο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα της εποχής εκείνης της Γ’ Διεθνούς καθόλου δεν εξυπηρετεί να μεταφερθεί μηχανικά στα δεδομένα του σημερινού μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος. Δεν πιστεύουμε ότι στον σημερινό κόσμο οι δυνάμεις που θα μπορούσαν να ενωθούν και να παλέψουν μαζί περιορίζονται σ’ αυτό που αποτελεί το σημερινό μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα. Η σημερινή εποχή απαιτεί μια συζήτηση αντιλήψεων σ’ όλα τα ζητήματα. Δεν επιτρέπεται ν’ αντιγράφουμε από άλλες εποχές μονάχα τη φόρμα, το εξωτερικό περίβλημα, όταν δεν υπάρχουν οι άλλες προϋποθέσεις.
Σήμερα χρειάζεται να εκτεθούν οι απόψεις και να συζητηθούν, να βρεθούν μορφές κοινής δράσης παρά τις διαφωνίες (με την προϋπόθεση ότι υπάρχει συμφωνία σ’ ορισμένα βασικά ζητήματα). Χρειάζεται η συζήτηση διαφορετικών απόψεων να μην πολλαπλασιάζει τις διασπάσεις αλλά να ενισχύει την ενότητα, χρειάζεται να διαφωνήσουμε για να ενωθούμε. Μ’ αυτή την οπτική ιδωμένη είναι και η θέση μας σύμφωνα με την οποία πρέπει να συνεχιστούν οι σχέσεις με τ’ άλλα μαρξιστικά-λενινιστικά κόμματα. Είναι εύκολο να λέει κανείς ότι ο μαρξισμός-λενινισμός είναι ένας, ενιαίος και αδιαίρετος. Αυτό μπορεί να ισχύει για την αλήθεια, την αντικειμενική αλήθεια. Η γνώση όμως της αλήθειας σε σχέση με την αντικειμενική αλήθεια, αποτελούν δυο γραμμές ασύμπτωτες που όλο πλησιάζουν αλλά ποτέ δεν διασταυρώνονται. Όταν μιλάμε για ενιαίο και αδιαίρετο μαρξισμό και άλλο εννοούσαμε και κάναμε χθες και άλλο σήμερα (πάντα στο όνομα του μαρξισμού-λενινισμού) αυτό δεν σημαίνει ότι υπάρχουν δυο αντικειμενικές αλήθειες, αλλά ότι η ερμηνεία που δίνεται για το τι είναι σωστό ή λαθεμένο, τι μαρξιστικό-λενινιστικό και τι όχι, περιέχει λάθη που ακόμα κι αν υπάρχουν οι αγαθότερες προθέσεις, μπορούν να προέρχονται από ελλιπή γνώση των πραγματικών δεδομένων ή από ελλιπή κατανόηση της αντικειμενικής αλήθειας.
Με τις προϋποθέσεις αυτές, οι σχέσεις με το μαρξιστικό-λενινιστικό κίνημα πρέπει απ’ το κόμμα μας να αναπτυχθούν, παίρνοντας τα κατάλληλα μέτρα και χωρίς αυτό να δεσμεύει γενικότερα τις διεθνείς σχέσεις του κόμματός μας.
Μ’ αυτές τις θέσεις πρέπει να κινηθούμε ελπίζοντας κι επιδιώκοντας να πείσουμε ότι αυτή η κατάσταση είναι επιβεβλημένη με βάση τις σημερινές συνθήκες.




ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

«Η επιστήμη θα ήταν περιττή αν η ουσία των πραγμάτων και η εξωτερική τους μορφή συνέπιπταν άμεσα». (Μαρξ, «Κεφάλαιο», τ. 3)

Η τωρινή κρίση θα είναι άλλη μια ή μια αλλιώτικη κρίση, απ’ όσες μεσολάβησαν μέχρι τώρα στον αιώνα αυτόν;
Τούτη τη φορά όλοι μιλάνε για τη σοβαρότητά της. Είναι όμως η κρίση αυτή μια ολότελα νέα ή μια νέα φάση μιας υπάρχουσας κρίσης;
Ο μαρξισμός-λενινισμός της εποχής της Διεθνούς θεωρούσε πως το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα μπήκε στην περίοδο της γενικής κρίσης του μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση. Η εκτίμηση αυτή παρέμεινε με διάφορες ερμηνείες και τροποποιήσεις σαν εκτίμηση του κομμουνιστικού κινήματος για αρκετές δεκαετηρίδες και σήμερα προβάλλεται όταν τα πράγματα φαίνονται βολικά από τη σοβιετική ηγεσία και τους άλλους εξαρτημένους απ’ αυτήν σχηματισμούς. Υπάρχουν απ’ την άλλη ευρωκομουνιστές ηγεσίες που αμφισβήτησαν την εκτίμηση αυτή και την αμφισβητούν, ενώ αρκετοί θεωρητικοί διαφόρων εξωκοινοβουλευτικών κινημάτων την απορρίπτουν. Ο λόγος είναι γνωστός: πώς συμβιβάζεται μια γενική κρίση που κρατάει δεκαετηρίδες -πάνω από μισό αιώνα- με μια ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, της επιστήμης, της τεχνολογίας σε τέτοια πρωτοφανέρωτα επίπεδα;
Το επιχείρημα φαίνεται τόσο ισχυρό που πολλοί στο παρελθόν και πολλοί περισσότεροι τώρα το δέχονταν και το δέχονται ασυζήτητα. Ακόμα και αν παράλληλα πρόβαλαν ανοιχτά θέσεις αντίθετες για να μην παραδεχτούν ότι το βάλαν κάτω. Στη βάση αυτή αναπτύχθηκε μια τέτοια σύγχυση που παρεμπόδισε μια οποιαδήποτε μαρξιστική ανάλυση. Και αφού απουσιάζει μια πραγματική ανάλυση, είναι υποχρεωμένος όποιος προσπαθεί να σκεφτεί, να επιστρατεύσει την εμπειρία. Και η εμπειρία στήνει συχνά παγίδες.
Υπάρχουν πλήθος από γεγονότα που γεννούν δυο ερωτήματα: Πρώτο, στη διάρκεια των εξήντα και πάνω χρόνων που πέρασαν από το 1916 η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων ήταν και είναι η κύρια πλευρά της εξέλιξης στον κόσμο; Και δεύτερο, πού στηρίχθηκε και πού στηρίζεται αυτή η οικονομική-επιστημονική-τεχνική ανάπτυξη;
Στις δεκαετηρίδες -που γι’ αυτές γίνεται λόγος- ο καπιταλισμός αφού πέρασε τη φάση της κρίσης του 1929-1932 μετατράπηκε σ’ ένα σύστημα που διατήρησε την κυριαρχία του μέσω των τερατώδικων διαστάσεων που έδωσε στους στρατιωτικούς εξοπλισμούς και στην αποστράγγιση, καταλήστευση, κατασπατάληση κάθε είδους φυσικών πόρων, σε μια διεστραμμένη «οικονομική ανάπτυξη» στη βάση ενός μόνιμου πληθωρισμού και στο πατρονάρισμα της επιστημονικής έρευνας προς την κατεύθυνση της εξυπηρέτησης αυτής της διεστραμμένης «οικονομικής ανάπτυξης» και της επέκτασης σε πρωτοφανείς διαστάσεις των μέσων του πολέμου και της καταστροφής.
Οι άμεσοι και έμμεσοι απολογητές των θαυμάτων του «αναγεννημένου καπιταλισμού» εξυμνούν την τεράστια επιστημονικο-τεχνική επανάσταση, την «κατάκτηση της Σελήνης», «του Διαστήματος», την πυρηνική ενέργεια, την υποκατάσταση των μέσων συντήρησης με τις συνθετικές κατασκευές από τα μονοπώλια και τα τόσα ωραία και θαυμαστά. Τώρα που οι συνέπειες αυτής της αλόγιστης και αναρχούμενης πορείας προς την καταστροφή αυτού που λέγεται «περιβάλλον», στην αποστράγγιση των φυσικών πόρων, στην ξέφρενη συσσώρευση πυρηνικών όπλων κ.λπ. γίνονται φανερές, πάλι προσπαθούν να μετατρέψουν το πρόβλημα προβάλλοντας παλιωμένα επιχειρήματα για τον υπερπληθυσμό, για την εξάντληση των ενεργειακών πηγών και τόσα γνωστά και χιλιοειπωμένα, βοηθώντας στο να βγουν συμπεράσματα αλλιώτικα απ’ αυτά που η πραγματικότητα επιβάλλει.
Πέρα όμως απ’ ό,τι πιστεύουν οι κάθε είδους απολογητές του καπιταλισμού, δεν αποτελεί ασφαλώς ηθικολογική κρίση η διαπίστωση πως ο καπιταλισμός στο διάστημα των δεκαετηρίδων που γι’ αυτές γίνεται λόγος, εξαπόλυσε ή προκάλεσε χιλιάδες μεγάλους ή «μικρούς» πολέμους. Υπάρχει κάτι ανάλογο στην παγκόσμια ιστορία; Συγκρίνεται η σταθερή πληθωριστική κατάσταση των δεκαετηρίδων αυτών με οποιαδήποτε περίοδο στην ιστορία του καπιταλισμού;
Ο σημερινός καπιταλισμός είναι γνήσιο παιδί του χθεσινού και προχθεσινού καπιταλισμού. Η βασική του ιδιομορφία βρίσκεται στο γεγονός της συνύπαρξής του με την οικοδόμηση του σοσιαλισμού σε εκτεταμένες περιοχές του κόσμου. Η ιδιομορφία αυτή έβαλε τη σφραγίδα της σε πολλά από τα χαρακτηριστικά του. Η ανάπτυξη (και με τον τρόπο που έγινε) της λεγόμενης επιστημονικο-τεχνικής επανάστασης και αυτού που ονομάζεται οικονομική ανάπτυξη είναι εκδηλώσεις αυτής της ιδιομορφίας.
Οι κοινωνικοί και εθνικοί μετασχηματισμοί που εγκαινιάσθηκαν με την Οκτωβριανή Επανάσταση επιτάχυναν την ιστορική πορεία. Έτσι στη διάρκεια μερικών δεκαετιών συντελέσθηκαν τόσες και τέτοιες αλλαγές που θα είχαν συντελεστεί με τα προηγούμενα μέτρα σε αρκετές εκατονταετίες. Πραγματικά η όψη του κόσμου άλλαξε. Μέχρι τότε η ιστορία του κόσμου αφορούσε μερικές εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους. Σήμερα η ιστορία αγκαλιάζει το σύνολο του πληθυσμού του κόσμου και όλων των περιοχών της γης. Οι μετασχηματισμοί αυτοί και η πορεία για την πραγμάτωση άλλων μετασχηματισμών -η έκταση και τα όρια αυτών των διαδικασιών- έβαλαν τη σφραγίδα τους στην εξέλιξη του καπιταλισμού.
Έχουν καλλιεργηθεί αρκετές πλάνες σχετικά με όσα συνέβηκαν στον αιώνα μας. Κι ένα από αυτά που συνέβηκαν είναι πως ενώ ο καπιταλισμός προσπάθησε να διδαχθεί με ορισμένη έννοια από το σοσιαλισμό για να ξεπεράσει τις δυσκολίες του στην περίοδο του 1930 και μετά, ο σοσιαλισμός όχι μονάχα διδάσκεται από τον καπιταλισμό αλλά και υιοθετεί παρόλα τα εγχειρίδια και τις οικονομικές αναλύσεις το καπιταλιστικό πρότυπο ανάπτυξης. Στη βάση αυτή πρέπει να αναζητήσουμε τη «στροφή» του 1953-1956. Όπως και ένα βασικό περιεχόμενο της εσωκομματικής πάλης στην Κίνα από το 1961 ακόμα. Ο Στάλιν προσπάθησε στα τελευταία χρόνια της ζωής του να αποτρέψει μια τέτοια εξέλιξη χωρίς να μπορέσει να φράξει το δρόμο στις δυνάμεις που έσπρωχναν τα πράγματα προς τα εκεί. Ο Μάο για να λύσει το βασικό πρόβλημα που θα επέτρεπε στην Κίνα να μην μπει στο δρόμο των αντιφάσεων που χαρακτήριζε τη σοβιετική κοινωνία εξαπόλυσε το «Μεγάλο Άλμα προς τα εμπρός».
Η συνάφεια που αποκαταστάθηκε σε πολλούς τομείς ανάμεσα στην καπιταλιστική οικονομία και την σοσιαλιστική οικονομία δίνει νέα όψη στην κρίση για την οποία γίνεται λόγος και καθορίζει την έκταση, την ένταση και τη διάρκειά της. Είναι αυτή η κρίση που έχει μιλήσει ο Μαρξ, που ξεσπάει όταν ώριμες, υπερώριμες κοινωνικές μεταβολές δεν πραγματοποιούνται ή ανατρέπονται γιατί ο υποκειμενικός παράγοντας δεν βρίσκεται στο ύψος των απαιτήσεων της αντικειμενικής κατάστασης. Έτσι ενώ τη δεκαετία του 1930 παρ’ όλες τις σκληρές πραγματικότητες που αντιμετώπιζε η Σοβιετική Ένωση στην εκβιομηχάνιση και την κολεκτιβοποίηση παρέμενε νησίδα απαλλαγμένη από τις συνέπειες της κρίσης του 1929-1932, σήμερα ποια εικόνα προσφέρουν οι «σοσιαλιστικές οικονομίες»; Ο τελευταίος λόγος στον Μπρέζνιεφ (Νοέμβρης 1979) αλλά και τα προσκυνήματα του Χούα το δείχνουν.
Βρισκόμαστε επομένως μπροστά σε μια γενική κρίση ολόκληρου του καπιταλιστικού και του πρώην σοσιαλιστικού συστήματος. Όμως υπάρχουν διαφορές. Οι διαφορές σχετίζονται με τις δυνατότητες που έχει το σοσιαλιμπεριαλιστικό στρατόπεδο να συγκεντροποιεί τις προσπάθειες και τους πόρους, να εξαπατάει περισσότερο τις μάχες, να εκμεταλλεύεται τη δυσαρέσκεια των μαζών στις καπιταλιστικές χώρες.
Από δω απορρέουν μια σειρά συνέπειες που πρέπει να τις πάρει υπόψη του κάθε επαναστατικό κόμμα ή οργάνωση.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση, η επαναστατική έφοδος των χρόνων 1918-1921, η κρίση του 1929-1932, η πορεία προς το φασισμό και τον πόλεμο, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος, η νίκη της Κινέζικης Επανάστασης, τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και οι αλλαγές που έγιναν στα τελευταία τριάντα χρόνια έχουν μελετηθεί και εκτιμηθεί αλλά με τρόπο που οι πιο πρόσφατες εξελίξεις φανερώνουν πως είναι ανεπαρκής. Αυτό σε συνδυασμό με την επίδραση των πιο πρόσφατων εξελίξεων σε παγκόσμια κλίμακα συντελούν στη διαμόρφωση πιεστικών προβλημάτων που με τη σειρά τους οδηγούν πολλούς αγωνιστές είτε στον αγνωστικισμό-μηδενισμό, είτε στην προσχώρηση στη «σιγουριά» του σύγχρονου ρεαλισμού.
Αν προσπαθήσουμε να δώσουμε την ουσία των δυο αυτών στάσεων, θα μπορούσαμε να πούμε πως από τη μια μεριά υπάρχει η πιο ειλικρινής αναγνώριση της ζωτικότητας και της αξίας του καπιταλισμού και η απογοήτευση γι’ αυτό που θεωρείται πως αντιπροσωπεύει τον σοσιαλισμό και από την άλλη μεριά μια διπλή στάση, δηλαδή η βεβαιότητα για τα σοσιαλιστικά επιτεύγματα και την πορεία προς τον «σοσιαλισμό» σε συνδυασμό με το μεγαλύτερο θαυμασμό και τις προσπάθειες μίμησης των καπιταλιστικών αξιών. Με δύο λόγια, σοσιαλισμός στις διακηρύξεις, καπιταλισμός στην πράξη.
Η ανάγκη για τη χάραξη μιας καθαρής διαχωριστικής γραμμής ανάμεσα στα στοιχεία που υποβοήθησαν την εξέλιξη των πραγμάτων στη μετατροπή μεταβατικών κοινωνιών από μεταβατικές κοινωνίες προς τον σοσιαλισμό στο αντίθετό τους και στα στοιχεία που αποτέλεσαν τα πραγματικά σοσιαλιστικά φύτρα, έχει γίνει επιτακτική από καιρό. Ο τρόπος που αντιμετωπίζεται αυτό το ζήτημα καθορίζει αν ξεκινάει κανείς από μια αντιδραστική δεξιά αφετηρία ή από μια επαναστατική σκοπιά. Καθορίζει αν προσπαθεί να δικαιολογήσει μια στάση ευκαιριακής ικανοποίησης στενών εθνικιστικών αναγκών ή αν πρόκειται για γόνιμες αναζητήσεις με σκοπό τη χάραξη μιας επαναστατικής προοπτικής.
Στην ιστορική περίοδο που περνάμε, πολλοί είναι εκείνοι που στέκονται κριτικά απέναντι σ’ αυτό που αυτοονομάζεται σοσιαλιστικό στρατόπεδο. Όμως ταυτόχρονα είναι πάρα πολλοί εκείνοι που σήμερα παρουσιάζονται σαν υποστηριχτές του, παίρνοντας μια στάση που βρίσκεται σε αντίθεση με τη χθεσινή απροκάλυπτη εχθρότητά τους. Δεν πρόκειται για μάζες μονάχα εξαπατημένων που πιστεύουν πως αυτό είναι το σοσιαλιστικό στρατόπεδο, ότι αυτό είναι το κομμουνιστικό κίνημα, αλλά και για πολλούς, από τους παλιούς υποστηρικτές του κινήματος που έχασαν τις αυταπάτες τους, που ξέρουν, που το λένε, που το γράφουν πως το χθεσινό κομμουνιστικό κίνημα, το χθεσινό σοσιαλιστικό στρατόπεδο δεν έχουν πάρα πολύ σχέση με το σημερινό. Όμως είναι οπαδοί ή και ενεργητικά μέλη του γιατί έχει δύναμη, αποτελεσματικότητα, έχει «συγχρονιστεί» και στο κάτω-κάτω της γραφής δεν βλέπουν μια άλλη άμεση «εναλλακτική λύση».
Όπως και αλλού στη χώρα μας η επίθεση του ρεβιζιονισμού στον ιδεολογικό τομέα συνδυάζει τα καθαρά φραστικά στοιχεία του μουσειακού μαρξιστικού οπλοστασίου των σοβιετικών αρχόντων με την προβολή των «ρεαλιστικών» διαθέσεών τους και με την επιχειρηματολογία της ισχύος, του πραγματισμού και της «σύνεσης». Και είναι πασίγνωστο πως η ιδεολογία πορεύεται μαζί με πιο ακαταμάχητα επιχειρήματα, απτά, υλικά, αποτελεσματικά. Μια κάπως προσεκτική μελέτη των κειμένων, των εντύπων, της προφορικής ζύμωσης αλλά και της πρακτικής δραστηριότητας της παράταξης που διατείνεται πως αποτελεί τη νόμιμη συνέχεια του κομμουνιστικού κινήματος στη χώρα μας το αποδείχνει. Τα έργα των κλασικών του μαρξισμού μπαίνουν στη βιτρίνα και υπογραμμίζουν με μακάβριο τρόπο πως τους θεωρούν «άταφους νεκρούς», που παραμένουν άταφοι για τον ίδιο λόγο που παραμένει άταφος στο Μαυσωλείο του ο Λένιν ή που αυξομειώνονται οι αναφορές στο έργο και στην προσωπικότητα του Στάλιν, δηλαδή, για να δώσουν την εντύπωση της μαρξιστικής-λενινιστικής συνέπειας που τους είναι τόσο απαραίτητη για την εξαπάτηση του προλεταριάτου και των λαϊκών μαζών.
Η μετατροπή του κομμουνιστικού κινήματος και του πρώην σοσιαλιστικού στρατοπέδου σ’ αυτό που έγινε ύστερα στάθηκε μια πολύπλοκη διαδικασία. Μέσα απ’ αυτή την πολυπλοκότητα ξεπροβάλλει μια (μη ομολογημένη) αδυναμία στα επιμέρους τμήματά του να αντιμετωπίσουν τα νέα προβλήματα και καθήκοντα πέρα από μια ορισμένη εθνική σκοπιά. Με συνέπεια την αδυναμία στη χάραξη των απαραίτητων διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στα όσα επιδίωκαν για την προώθηση της υπόθεσης στα δικά τους εθνικά πλαίσια με εκείνα που έπρεπε να επιδιώξουν σε διεθνή κλίμακα. Έτσι που να μην κυριαρχούν τα πρώτα στα δεύτερα ή να μην βλέπουν σε κρίσιμες στιγμές τα δεύτερα με το φακό των πρώτων. Κοιτάζοντας τα πράγματα με το ιστορικό μάτι θα μπορούσε να ειπωθεί πως όλα αυτά αποτελούν το απαραίτητο τίμημα για να οπλιστούν οι αυριανοί άνθρωποι με εκείνη την πείρα και τη γνώση που θα τους βοηθήσουν να σπρώξουν ακόμα πιο πέρα την ιστορία.
Ο Μαρξ έχει πει για τους Γάλλους προλετάριους της εποχής του: «Η τωρινή γενιά μοιάζει με τους Εβραίους που τους οδηγεί ο Μωυσής από την έρημο. Δεν έχει μόνο να κατακτήσει έναν κόσμο. Πρέπει να χαθεί για να κάνει τόπο στους ανθρώπους που είναι ώριμοι για έναν καινούριο κόσμο». Θα μπορούσαμε να πούμε πως το απόσπασμα αυτό που αφορούσε τη «δυστυχισμένη» γενιά των προλετάριων του Παρισιού που σφάχτηκαν από τους αστούς δημοκράτες του 1848, έχει κάποια εφαρμογή με βάση βέβαια τις τόσες και τόσες διαφορές, για τις γενιές που σήκωσαν στις πλάτες τους την πορεία της Επανάστασης στις τελευταίες δεκαετίες.
Ο παραλληλισμός αυτός θα μπορούσε να προκαλέσει δυο τουλάχιστον αντιδράσεις: εκείνων που πιστεύουν πως δεν μπορεί να γίνεται λόγος για χαμένες γενιές, όταν «το σοσιαλιστικό στρατόπεδο έχει κατακτήσει τον μισό κόσμο κι ετοιμάζεται να κατακτήσει τον άλλο μισό» κι εκείνων που πιστεύουν πως τα πάντα ναυάγησαν, ενώ οι γενιές που σήκωσαν στην πλάτη τους την πορεία της επανάστασης στις τελευταίες δεκαετίες έχουν βολευτεί σε καλές θέσεις, τόσο στον λεγόμενο σοσιαλιστικό όσο και στον καπιταλιστικό κόσμο.
Δυο λαθεμένες και ηττοπαθείς στάσεις: Η πρώτη, του ρεαλισμού, της προσαρμογής, του «τι να γίνει, καλό είναι κι αυτό που υπάρχει». Η κατάσταση αυτή χαρακτηρίζει πολλούς ανθρώπους με συμμετοχή στο κίνημα από παλιά. Υπάρχει μια δεύτερη, που θεωρεί πως όλα ήταν ψεύτικα και λαθεμένα. Η κατάσταση αυτή χαρακτηρίζει έναν αυξανόμενο αριθμό νέων κυρίως αλλά και πιο μεγάλων.
Μπροστά σ’ αυτές τις δυο καταστάσεις, που η μια τροφοδοτεί την υποταγή και την προσαρμογή στο ρεβιζιονισμό και η άλλη τη διάλυση, τον μηδενισμό των πάντων και υποδείχνει την «ατομική λύση» υπάρχει μια άλλη στάση: Εκείνη που φροντίζει να βγάζει νηφάλια και ψύχραιμα συμπεράσματα που πραγματικά προσπαθεί να διδαχθεί από το χθες για να πολεμήσει καλύτερα αύριο. Αυτή η στάση είναι εκείνη που βοήθησε πολλές γενιές κομμουνιστών να σπρώξουν προς τα μπρος τον τροχό της ιστορίας.

Από αυτά που γράφηκαν προηγούμενα -που κάθε άλλο παρά εξάντλησαν τα ζητήματα που απασχολούν όλους- βγαίνουν ορισμένα συμπεράσματα που θα προσπαθήσουμε να διατυπώσουμε:
1. Μπήκαμε σε μια νέα εποχή. Ορισμένα χαρακτηριστικά της από την πλευρά που μας ενδιαφέρει είναι: Η μετατροπή διεθνιστικών κινημάτων σε κινήματα που οι διεθνείς στόχοι τους εξυπηρετούν εθνικούς και κοσμοκρατορικούς σκοπούς. Η παγίδευση μεγάλων μαζών σε πολλές περιοχές του κόσμου στα πλαίσια αυτών των κινημάτων. Η ανάπτυξη ξεπερασμένων από την ιστορία ιδεολογιών και κινημάτων που στη βάση τους καταφεύγουν μάζες με επαναστατικές διαθέσεις. Ενισχύεται η τάση προσφυγής απογοητευμένων μαζών σε κινήσεις, ρεύματα που εμπνέονται από τον μυστικισμό.
Ο μαρξισμός σαν θεωρία βιβλιακή ή περικάλυμμα επιδιώξεων επεκτατικών, εθνικιστικών χρησιμοποιείται σε πρωτοφανέρωτη κλίμακα.
Οι εξελίξεις αυτές έχουν αντικειμενικές και υποκειμενικές αιτίες. Για ορισμένες απ’ αυτές έγινε κάποιος λόγος στην ανάλυση που προηγήθηκε. Θεωρούμε πως αυτές οι εξελίξεις δεν αναιρούν την ουσία του μαρξισμού όπως τον προώθησαν σε σύνδεση με την επαναστατική πρακτική ο Μαρξ, ο Ένγκελς, ο Λένιν, ο Στάλιν και ο Μάο Τσετούνγκ, αλλά και τη συμβολή που έδωσαν άλλοι προλετάριοι στοχαστές. Η κριτική για διάφορες πλευρές της δράσης κατά πρώτο λόγο του Στάλιν κατά δεύτερο του Μάο δεν έχει την έννοια της απόρριψης αυτού του ουσιαστικού που πρόσφεραν στην υπόθεση της απελευθέρωσης των καταπιεζόμενων. Θεωρούμε πως ό,τι νέο και επίκαιρο έχει προσφερθεί στην επαναστατική σκέψη τα τελευταία χρόνια το έχει προσφέρει κυρίως ο Μάο Τσετούνγκ.
Οι νέες συνθήκες επιβάλουν μια μεγαλύτερη προσπάθεια για την αφομοίωση αυτού του έργου και για την απαλλαγή από έναν τρόπο σκέψης που αντιστοιχούσε (αν αντιστοιχούσε) σε άλλες εποχές. Δηλαδή μια μεγαλύτερη προσπάθεια στην κατάκτηση του διαλεκτικού πνεύματος γιατί μονάχα ερευνώντας όλες τις πλευρές κάθε φαινομένου χωρίς να παραμελούμε καμιά, μπορούμε να φτάσουμε στην κατανόηση της κύριας πλευράς, χωρίς να παρασυρόμαστε από το πνεύμα μιας διαλεκτικής που εξίσωνε την έξαρση της κύριας πλευράς με την απάλειψη όλων των άλλων πλευρών ή και αντίστροφα. Ή που θεωρούσε τις διάφορες πλευρές των φαινομένων σε κατάσταση ακινησίας και μετέτρεπε τη διαλεκτική σε μηχανική κίνηση.
Μονάχα εφαρμόζοντας αυτή την αντίληψη μπορούμε να αποφύγουμε να καταλήξουμε σε μονόπλευρα συμπεράσματα ποτισμένα είτε από την απαισιοδοξία είτε από την πιο άκριτη αισιοδοξία.
2. Για να παραφράσουμε μια έκφραση του Μάο Τσετούνγκ, το 90% του πληθυσμού του κόσμου υποφέρει, καταπιέζεται, αγανακτεί, αγωνίζεται, θέλει με δυο λόγια να αλλάξουν τα πράγματα. Δηλαδή θέλει την επανάσταση. Μια επανάσταση σε όλους τους τομείς: πολιτικό, οικονομικό, πολιτιστικό. Αυτή η διάθεση γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης και στο μέλλον αυτό θα ενταθεί περισσότερο, από όλα τα γνωστά και ίσως και άλλα νεόκοπα ρεβιζιονιστικά, αντιδραστικά, ημιφασιστικά και φασιστικά κόμματα, «κινήματα», αιρέσεις και κάθε είδους οργανωμένα συγκροτήματα.
Αυτή η αντικειμενική βάση αποτελεί για όλους τους επαναστάτες στον κόσμο τη βασική πηγή αισιοδοξίας. Έχει αποδειχθεί πως παρ’ όλους τους τελειοποιημένους, φοβερούς μηχανισμούς που διαθέτουν οι αντιδραστικοί κάθε χρώματος στον κόσμο, όταν στις μάζες δεν μένει άλλη διέξοδος από τον αγώνα οι μηχανισμοί αυτοί αποδείχνονται ανίσχυροι.
Μαζί μ’ αυτή την αντικειμενική βάση υπάρχει και μια υποκειμενική κατάσταση. Οι πιο προχωρημένες μάζες χωνεύουν την πείρα, θετική και αρνητική, των κοσμογονικών αλλαγών που έγιναν στον αιώνα μας, των ηρωικών εφόδων και των αμέτρητων εξάρσεων. Όσο και αν σ’ αυτό το χώνεμα της πείρας παρεμβαίνουν οι γνωστοί μηχανισμοί της βίας, της ιδεολογικής σύγχυσης και του αποπροσανατολισμού, δεν μπορεί παρά να ξεπηδήσουν νέες πρωτότυπες μορφές πάλης και νέοι αποφασισμένοι αγωνιστές και πολιτικοί μηχανισμοί στον κόσμο.
Η πάλη μας είναι και πρέπει να γίνει ακόμα πιο σταθερή σ’ ό,τι αφορά τη διεθνή πλευρά της. Υποστηρίζουμε κάθε δίκαιο αγώνα που κατευθύνεται ενάντια στον ιμπεριαλισμό, τον σοσιαλιμπεριαλισμό, στην καταπίεση και στην εκμετάλλευση. Αποκαθιστούμε σχέσεις με όσες οργανώσεις, κινήματα, κόμματα θεωρούμε πως αγωνίζονται για τους ίδιους σκοπούς και συμπίπτουν οι απόψεις μας στα βασικά ζητήματα. Δεν κόβουμε τις γέφυρες με όσες οργανώσεις, κινήματα, κόμματα έχουμε διαφορετικές απόψεις αλλά συμφωνούν στο να μη μεταχειριστεί η κάθε πλευρά μέθοδες επιβολής των απόψεών της. Χρησιμοποιούμε για τη ζύμωσή μας οποιαδήποτε δυνατότητα μάς προσφέρεται ακόμα και σε χώρους που έκφραζαν αντίθετες ολοκληρωτικά απόψεις προς τον προσανατολισμό μας, αλλά που διακηρύχνουν πως βρίσκονται σε αντίθεση με τον ιμπεριαλισμό και τον ηγεμονισμό.
Ξεκαθαρίζουμε ακόμα περισσότερο την ιδεολογική-πολιτική φυσιογνωμία μας σ’ όλους τους τομείς: Παίρνοντας -έξω από τ’ άλλα- από τον Λένιν το πιο τολμηρό, διεθνιστικό πνεύμα, αντλώντας από τον Στάλιν τα διδάγματα για την αξία και τη στερεότητα της οργάνωσης, αφομοιώνοντας δημιουργικά όσα πρόσφερε ο Μάο και στην πρώτη γραμμή στο πρόβλημα των σχέσεων κόμματος-μαζών, καθοδήγησης-μαζών, στελεχών-βάσης και τις αναλύσεις του για την σύγχρονη εποχή, γυρίζουμε με πιο μεγάλη επιμονή στη μελέτη του έργου των Μαρξ-Ένγκελς για να ξεσκεπάσουμε τον κρατικοποιημένο μαρξισμό και τον μαρξισμό της μόδας. Για να βοηθηθούμε στο να δίνουμε απαντήσεις στα πιεστικά προβλήματα της σημερινής εποχής για να μεγαλώσουν οι δεσμοί μας με τις μάζες, για να αποκτούμε καθαρή γραμμή και τακτική.
3. Το ίδιο το γεγονός πως ξεπεράσαμε κάθε είδους δοκιμασίες και πιέσεις, πως ξεπεράσαμε τόσες και τόσες κρίσεις και υπερνικήσαμε τις συνέπειες διασπάσεων (ή αποστασιών) όσο και λαθών δικών μας και δεν αδυνατίσαμε αλλά από γενική άποψη δυναμώσαμε, αποδείχνει πως όχι μονάχα είναι δυνατή αλλά αποτελεί επιτακτική ανάγκη η ανεξάρτητη παρουσία μας στον πολιτικό, κοινωνικό, αγωνιστικό στίβο.
Η δημιουργία του κινήματός μας, όποιες κι αν ήταν οι δυνατότητες, οι αδυναμίες, οι ικανότητες, οι ελλείψεις, η προσφορά, τα λάθη όσων πρωτοστάτησαν, κράτησαν και συνέχισαν την πάλη με μικρές ή «μεγάλες» ευθύνες, αποτέλεσε μια ιστορική αναγκαιότητα που δεν υπαγορεύτηκε από διεθνείς σκοπιμότητες της στιγμής που συγκροτήθηκε. Και δεν είναι τυχαία η εχθρική, απροκάλυπτα, λυσώδικα εχθρική στάση όλων των οργάνων του λεγόμενου δημοκρατικού τύπου για ολόκληρα δεκαέξι χρόνια Ούτε η πολιτική πολλών αν όχι όλων των λεγόμενων επαναστατών, αμφισβητιών κ.λπ. απέναντί μας. Πέρα απ’ αυτούς, η ίδια η στάση του ρεβιζιονισμού και των δυο πτερύγων του σ’ όλη τη διάρκεια της ύπαρξής μας αποδείχνει τη σημασία που αποδίνουν στο κίνημά μας, τον κίνδυνο που βλέπουν σ’ αυτό.
Ανεξάρτητα από τα πραγματικά λάθη που έγιναν παλιότερα και πρόσφατα, όλοι πρέπει να συνειδητοποιήσουμε δυο πράγματα: να μην μπερδεύουμε την πίεση που ασκούν πάνω μας οι αντικειμενικές δυσκολίες της πάλης που επιτείνονται -γιατί γενικά δεν διαλέγουμε πάντα τον πιο εύκολο δρόμο- με καταστάσεις που έχουν δημιουργηθεί (σε όσους έχουν δημιουργηθεί) σαν αποτέλεσμα κακών χειρισμών ή λαθών του κόμματος ή των οργανώσεών του. Σε τέτοιες καμπές έχει παρατηρηθεί πως είναι πιθανό άξιοι αγωνιστές να πέσουν στο σφάλμα να μπερδέψουν αυτά τα δυο πράγματα.
«Νίκη», έλεγε ο Στάλιν, είναι η «διέξοδος από μια δύσκολη κατάσταση». Πραγματικά υπάρχει μια δύσκολη κατάσταση. Δεν μπορούμε να την αλλάξουμε ούτε με το να πάψουμε να τη σκεφτόμαστε σαν τέτοια, ούτε με το να καταφεύγουμε σε πολύ διαδομένες τα τελευταία χρόνια θεωρίες που είναι ξένες προς το κίνημά μας. Η καμπή που περνάμε πρέπει να μας κάνει ακόμα πιο αποφασιστικούς στην περιφρούρηση της ουσίας, αυτού που εκφράζει το κίνημά μας έτσι που να μη γίνει κατορθωτή καμιά παρέκκλιση είτε προς τη μια είτε προς την άλλη κατεύθυνση, απ’ αυτές που αναφέραμε προηγούμενα.
4. Είπαμε πως μια ιστορική αναγκαιότητα επέβαλε τη γέννηση και την ανάπτυξη του κινήματός μας. Χωρίς να μειώνουμε άλλα λαϊκά κινήματα ή να υπερβάλουμε τη δική μας συμβολή, το δικό μας κίνημα της εποχής όχι μονάχα του 1941-1949, αλλά και της δεκαετίας του 1950 και του 1960, παρ’ όλη την υπονομευτική δουλειά του ρεβιζιονισμού, είχε ένα πλάτος και βάθος τέτοιο που έδειχνε το ωρίμασμα των όρων για το θρίαμβό του. Συγκροτήθηκε, όχι μια φορά μονάχα. Σε συνέχεια κατόρθωσε να ξαναπεταχτεί μέσα σε συνθήκες πολιτικής κρίσης στην κορυφή του, που στη δημιουργία και στην συντήρησή της συνέβαλαν και οι χειρισμοί του διεθνούς κινήματος και να ξαναπάρει την πάνω βόλτα.
Ωρίμαζαν μέσα στις συνειδήσεις της μεγάλης μάζας των αγωνιστών του αιτήματα και σκέψεις που εκφράζονταν σκόρπια και κάτω από διάφορες μορφές. Αν έσκυβε και μάζευε μια καθοδήγηση που θα την ένοιαζαν, τουλάχιστο το ίδιο με την άποψη των «κορυφών» κι οι σκόρπιες, ασυστηματοποίητες αντιδράσεις της βάσης, θα ‘βγαζε πολύτιμα συμπεράσματα για τη χάραξη της γραμμής, για μια πραγματική στροφή στην εσωτερική κομματική ζωή για τις μορφές πάλης, για τη μαζική δουλειά, για όλα όσα συγκροτούν τα μέτωπα πάλης ενός λαϊκού κινήματος. Από την ίδια την προέλευσή του το κίνημά μας τις απαιτήσεις και τα αιτήματα των αγωνιστών που αναφέραμε ξεκίνησε να εκφράσει. Και οι πόρτες είχαν κλείσει για να γίνει εσωκομματική πάλη στα πλαίσια των οργανισμών που είχαν οριστικά πάρει το ρεβιζιονιστικό δρόμο. Πέρα απ’ αυτό, είτε αυτοί που πρωτοστάτησαν στη συγκρότηση του κινήματός μας το είχαν συνειδητοποιήσει είτε όχι, είτε το θέλαν είτε όχι, το κίνημα αυτό έκφραζε αντικειμενικά μια πραγματικά καινούρια εξέλιξη στο χώρο τουλάχιστο τον δικό μας, τον ελλαδικό. Το να συνειδητοποιηθεί, να ξεκαθαριστεί, το να βγουν κάθε φορά τα αναγκαία συμπεράσματα, δεν ήταν ούτε είναι εύκολο. Ας στρέψουμε λοιπόν την προσοχή, τη δραστηριότητά μας, τις ικανότητες έρευνας, όσοι διαθέτουν τέτοιες, στην καρδιά του προβλήματος: στη συστηματοποίηση όσων θέλουν, προσδοκούν, σκέφτονται οι απλοί άνθρωποι του μόχθου, οι απλοί αγωνιστές. Δεν θα έρθει στις γραμμές μας ο κόσμος κατά μάζες. Δεν επιτρέπουν όλες οι στιγμές τέτοια συρροή. Αλλά θα βαθύνουμε τους δεσμούς μας, θα στεριώσουμε οργανώσεις, η ματιά μας θα φτάνει όχι μονάχα σ’ αυτό που φαίνεται άμεσα, αλλά και πιο πέρα.
5. «Για να γνωρίσουμε πραγματικά ένα αντικείμενο, πρέπει να αγκαλιάσουμε, να μελετήσουμε όλες του τις πλευρές, όλες τις σχέσεις και όλα του τα «νοήματα». Αυτά δεν θα τα εξαντλήσουμε ποτέ, αλλά η υποχρέωση να αντιμετωπίζουμε τα προβλήματα από όλες τους τις πλευρές θα μας προφυλάξει από πλάνες και από αρτηριοσκλήρωση» (Λένιν, «Ακόμα μια φορά για τα συνδικάτα…»).
Πολλά μεγάλα κόμματα ή κινήματα έπεσαν σε πλάνες ή έπαθαν αρτηριοσκλήρωση. Οι κίνδυνοι αυτοί παραμονεύουν και σήμερα.
Το πρόβλημα που μπαίνει σήμερα μπροστά στους κομμουνιστές αλλά και σ’ εκείνους που θέλουν να είναι επαναστάτες βρίσκεται σε τούτο: Πέρα από τις αναλύσεις, τις θεωρίες, τις φραστικές αμφισβητήσεις, στην πράξη θα εφησυχάσουν ή θα ξεσηκωθούν; Πιο συγκεκριμένα: Θα εφησυχάσουν διαλέγοντας στην πράξη -έστω και αν αμφισβητούν στην θεωρία- τον θεσμοποιημένο «κομμουνισμό» μπρεζνιεφικής κατεύθυνσης, τον ευρωκομουνισμό οποιασδήποτε απόχρωσης, την παρωδία του μαρξισμού -λενινισμού τεγκικής παραλλαγής ή θα προτιμήσουν να πάρουν τον τραχύ δρόμο της εξέγερσης ενάντια σ’ όλα αυτά; Το δρόμο της εξέγερσης που δεν θα στρέφεται μονάχα σ’ όσα από πρακτική άποψη απορρέουν από όλους αυτούς τους ψευτοκομμουνισμούς, αλλά που θα κατευθύνεται στα «κέντρα» τους, δηλαδή στη θεωρία τους, στην ιδεολογία τους, την πολιτική τους και την οργάνωσή τους. Μια εξέγερση που δεν θα αμφισβητεί μονάχα αλλά και θα οικοδομεί καθημερινά, επίμονα, βασανιστικά μια άλλη προοπτική από θεωρητική, πολιτική, οργανωτική άποψη. Γιατί αν περιοριστεί η εξέγερση στην εξέγερση, τότε αναπόφευκτα θα οδηγηθούν όσοι διαλέξουν αυτή τη στάση είτε σε μονοπάτια που οδηγούν σε αδιέξοδα, είτε σε δρόμους όπου θα βρεθούν να συμπορεύονται με δυνάμεις που αποσκοπούν στη διαιώνιση και χειροτέρευση κάθε είδους σκλαβιάς και εκμετάλλευσης.
Ο Μάο Τσετούνγκ Στη 10η Ολομέλεια της Κ.Ε. του ΚΚ Κίνας το 1962 είχε τονίσει: «…Τα προσεχή πενήντα, εκατό χρόνια θα είναι μια επική περίοδος θεμελιακών αλλαγών στο παγκόσμιο κοινωνικό σύστημα, θα είναι μια εποχή σεισμών και ανατροπών, μια εποχή που δεν μπορεί να συγκριθεί με καμιά άλλη εποχή. Για να ζήσουμε αυτή την εποχή πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι να αντιμετωπίσουμε μεγάλους αγώνες που από πολλές απόψεις θα είναι διαφορετικοί από τους μεγάλους αγώνες των προηγούμενων περιόδων. Για να ανταποκριθούμε σ’ αυτό το καθήκον πρέπει να κάνουμε ό,τι μπορούμε για να συνδυάζουμε τη γενική αλήθεια του μαρξισμού-λενινισμού με τη συγκεκριμένη πρακτική της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην Κίνα και με τη συγκεκριμένη πρακτική της μελλοντικής παγκόσμιας επανάστασης και μέσα από την πράξη να πετύχουμε να κατανοήσουμε τους αντικειμενικούς νόμους της πάλης. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να υποστούμε πολλές ήττες και πολλές αναποδιές που απορρέουν από την τύφλωσή μας, αλλά έτσι θα διατηρήσουμε τις ελπίδες και θα κατακτήσουμε την τελική νίκη. Απ’ αυτή την άποψη υπάρχουν πολλά πλεονεκτήματα να θεωρήσουμε πως θα υπάρξει μια παρατεταμένη περίοδος. Αντίθετα θα ήταν επιζήμιο να υπολογίσουμε πως θα πρόκειται για μια σύντομη περίοδο».
Όλα αυτά μπορεί να απευθύνονταν στους κομμουνιστές της Κίνας το 1962, δηλαδή πριν δεκαοκτώ χρόνια, που αντιμετώπιζαν συγκεκριμένα προβλήματα. Όμως αν σκεφτούμε πως στην Ολομέλεια αυτή έγιναν οι πιο ουσιαστικές αναλύσεις για την πείρα της δικτατορίας του προλεταριάτου και χαράχτηκε ο δρόμος για την ανοιχτή αντιπαράθεση στον ρεβιζιονισμό σε όλους τους τομείς θα δούμε πως τα λόγια αυτά -η ουσία τους- απευθύνεται στους κομμουνιστές όλου του κόσμου. Γιατί δίνουν μια γενική προοπτική και υπογραμμίζουν πλευρές της τάσης, της εξέλιξης στον κόσμο απ’ όλες τις απόψεις.
Τα χρόνια που πέρασαν από το 1962 έδειξαν πως πολλά απ’ όσα είχε προβλέψει ο Μάο Τσετούνγκ πραγματοποιήθηκαν. Ποιος μπορεί να αρνηθεί τις ανατροπές, τους σεισμούς, τις ήττες του επαναστατικού κινήματος; Ποιος μπορεί να αρνηθεί πως αντικειμενικά τα πράγματα σπρώχνουν-επιβάλλουν αγώνες «που θα είναι διαφορετικοί από τους μεγάλους αγώνες των προηγούμενων περιόδων»; Ποιος μπορεί να αρνηθεί απ’ όσα ζούμε, βλέπουμε, πως μπήκαμε σε «μια εποχή που δεν μπορεί να συγκριθεί με καμιά άλλη εποχή»; Και ποιος μπορεί να παραβλέψει αυτή τη βασικότατη υπόδειξη, «μέσα από την πράξη να πετύχουμε να κατανοήσουμε τους αντικειμενικούς νόμους της πάλης»;
Ο Ένγκελς σε γράμμα του στον Σμιτ το 1895 αναφέρει: «… η αντίληψη ενός πράγματος και η πραγματικότητά του είναι παράλληλες, σαν δυο ασύμπτωτες γραμμές που προσεγγίζουν ακατάπαυστα η μια την άλλη χωρίς ποτέ να ενώνονται. Η διαφορά που τις χωρίζει είναι ακριβώς εκείνη που κάνει ώστε η αντίληψη να μην είναι άμεσα η πραγματικότητα και η πραγματικότητα να μην έχει άμεσα τη δική της αντίληψη. Από το γεγονός πως μια αντίληψη διαθέτει τον ουσιαστικό χαρακτήρα μιας αντίληψης, επομένως δεν συμπίπτει με μιας με την πρώτη ματιά, με την πραγματικότητα, επομένως χρειάζεται κατ’ αρχή να αφαιρεθεί, απ’ αυτό το γεγονός είναι πάντοτε κάτι πολύ περισσότερο από μια απλή νοητική κατασκευή, γιατί η πραγματικότητα δεν αντιστοιχεί σ’ αυτά τα αποτελέσματα (νοητικές κατασκευές) παρά με μια μακριά περιστροφή και ακόμα και τότε δεν προσεγγίζει παρά με ασύμπτωτο τρόπο».
Γι’ αυτό οι θεμελιωτές και οι κλασικοί του μαρξισμού και της Επανάστασης δεν σκάρωναν θεωρίες στα γρήγορα και με βάση μονάχα τα χαρτιά, τους πίνακες, τα σχεδιαγράμματα. Αν, όπως έχει πει ο Μαρξ, η εξωτερική όψη των φαινομένων συνέπιπτε με την ουσία των πραγμάτων, τότε θα ήταν περιττή η επιστήμη.
Ο Μάο Τσετούνγκ έδωσε γενικές κατευθύνσεις για την εποχή που ζούμε. Αυτές τις γενικές κατευθύνσεις εφόσον τις δεχόμαστε σαν σωστές οφείλουμε με επιμονή και με βάση την πείρα που συσσωρεύουμε, τις μελέτες που κάνουμε να τις συγκεκριμενοποιούμε.
Είπαμε πως δεχόμαστε σαν σωστές τις γενικές προοπτικές και κατευθύνσεις που ο Μάο Τσετούνγκ διατύπωσε το 1962. Οφείλουμε να καθορίσουμε την έννοια της αποδοχής μας. Όπως απόδειξε η πορεία των πραγμάτων στα τελευταία είκοσι πάνω-κάτω χρόνια αντιθέσεις που υπάρχουν προηγούμενα αναπαράχθηκαν και αναπαράγονται σε γιγαντιαία κλίμακα σε σχέση με προηγούμενες ακόμα δεκαετίες. Τέτοιες είναι οι «κλασικές» αντιθέσεις του καπιταλισμού, του καπιταλισμού στην εποχή του ιμπεριαλισμού. Σ’ αυτές προστέθηκαν νέες όπως οι αντιθέσεις ανάμεσα στον σοσιαλιμπεριαλισμό και τον ιμπεριαλισμό, οι αντιθέσεις όλων των λαών προς τις κυρίαρχες τάξεις και πριν απ’ όλα τις κυρίαρχες τάξεις των υπερδυνάμεων κ.ά. Δεν έχουμε σαν αντικείμενο εδώ την εξέταση των αντιθέσεων, ούτε την ιεράρχησή τους, τις αναφέρουμε μοναχά ενδεικτικά. Π.χ. η μονόπλευρη ανάπτυξη της παραγωγής και της τεχνολογίας για σκοπούς εξασφάλισης των συμφερόντων των κυρίαρχων τάξεων και πρώτα απ’ όλα των υπερδυνάμεων και όσων φιλοδοξούν να μετατρέψουν τα κράτη τους σε υπερδυνάμεις δημιουργεί χειροπιαστή απειλή για την ίδια την επιβίωση της ανθρωπότητας. Δεν πρόκειται πια για μερικά ή πολλά πυρηνικά όπλα μονάχα. Εκτός από τη συσσώρευση όπλων, αντιδραστήρων, μηχανισμών κ.λπ. για δήθεν επιστημονικούς σκοπούς, η γη περιβάλλεται όλο και περισσότερο με αλληλοϋποβλεπόμενα συστήματα κατασκοπείας που κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος πως θα κρατηθούν τα πράγματα ως εκεί. Ταυτόχρονα ο ανταγωνισμός στη γη για πρώτες ύλες σπρώχνει σε μια ξέφρενη καταστροφή όχι μονάχα του επίγειου, αλλά και του υπόγειου πλούτου, που δεν οδηγεί μονάχα στην καταστροφή φυσικών πόρων με τον τρόπο που γίνεται, αλλά δημιουργεί κινδύνους όχι μονάχα για το «περιβάλλον» αλλά για την ίδια την επιβίωση των ανθρώπων. Όσο ο ιμπεριαλισμός, ο καπιταλισμός διαιωνίζει την κυριαρχία του, τόσο δυναμώνει η απειλή για την ίδια την ανθρωπότητα Η κατάσταση αυτή οξύνει αντικειμενικά την αντίθεση ανάμεσα σ’ όλες τις ιμπεριαλιστικές χώρες και πρώτα απ’ όλα τις δυο υπερδυνάμεις και τους λαούς όλου του κόσμου. Είναι μια νέα αντίθεση που δεν υπήρχε στην έκταση και στις διαστάσεις που υπάρχει σήμερα. Δεν φταίει η «αφροσύνη των ανθρώπων» αλλά το ίδιο το σύστημα που οδηγεί τα πράγματα εκεί που τα οδήγησε.
Οι παλιές και οι νέες αντιθέσεις δημιουργούν μια τέτοια κατάσταση που κάνει την εποχή μας να μη μοιάζει με τις προηγούμενες εποχές. Ακόμα η προδοσία του ρεβιζιονισμού, οποιασδήποτε απόχρωσης, αλλά μαζί μ’ αυτή η παρουσία στην πολιτική, οικονομική ζωή, στο παγκόσμιο κοινωνικό σύστημα όχι μονάχα μερικών εκατοντάδων ανθρώπων, αλλά δισεκατομμυρίων, αποτελεί ένα νέο φαινόμενο. Φυσικά είναι απόγονοι των σοσιαλδημοκρατών της 2ης Διεθνούς οι ρεβιζιονιστές-σοσιαλιμπεριαλιστές. Αλλά οι πρώτοι ήταν ισχυρά συστατικά ενός συστήματος ενώ οι δεύτεροι έχουν γίνει το ίδιο το σύστημα κι όχι σε μια ή δυο χώρες. Δίπλα σ’ αυτό χρειάζεται να εξετασθούν φαινόμενα που παίρνουν νέες διαστάσεις. Χρειάζεται να μελετηθεί ο ρόλος της εργατικής τάξης στον σημερινό κόσμο σε συνάρτηση με τη δύναμη που είχε και το ρόλο που έπαιζε το 1914, 1929, 1945. Ακόμα η κοινωνική θέση της μεγάλης μάζας των διανοούμενων, των επιστημόνων, των φοιτητών σε σχέση με αυτό που ήταν πριν 30-40 χρόνια. Ο αριθμός τη αγροτιάς λιγοστεύει στην Ευρώπη και αλλού, πράγμα που αποτελεί μια τάση σύμφυτη στον καπιταλισμό. Αλλά συνολικά τα στρώματα των μισοαγροτών-μισοεργατών, η φτωχολογιά αυτή όπως έδειξε η Περσία αποτελεί μια σοβαρότατη αριθμητική δύναμη που σε δοσμένες συνθήκες εξυπηρετεί μια επαναστατική υπόθεση, μπορεί σε πολλές χώρες της Ασίας, της Αφρικής και της Λ. Αμερικής να έχει κάποια ειδικά χαρακτηριστικά αλλά και σε χώρες της Ευρώπης αύτη η μάζα (όχι των λούμπεν ή του «περιθωρίου», αλλά η μεγάλη μάζα των ανθρώπων νεαρής αλλά και μέσης ηλικίας, χωρίς σταθερή απασχόληση) δυνάμωσε αριθμητικά. Στο ίδιο αυτό διάστημα αναπτύχθηκαν σε πρωτοφανέρωτες διαστάσεις τα «μέσα μαζικής επικοινωνίας» που είναι ισχυρότατο όπλο για την υποδούλωση των μαζών στα χέρια των ιθυνόντων. Μαζί με άλλα αναισθητικά, βιομηχανοποιημένη μουσική, μόδα, ποδόσφαιρο, τυχερά παιχνίδια. Μπροστά σ’ αυτή την εξέλιξη, τη διαστροφή, το ψέμα, την αποβλακωτική προβολή προτύπων, αντικειμενικά ανοίγεται το μέτωπο, το πολιτιστικό σε διαστάσεις παγκόσμιες αλλά και στα πλαίσια όχι μερικών εκατομμυρίων ανθρώπων όπως πριν.
Μια νέα εποχή χρειάζεται «νέους ανθρώπους, νέα προγράμματα, νέες μορφές πάλης και οργάνωσης». Αυτό είναι φανερό. Πώς θα ξεπηδήσουν όλα αυτά; Υπάρχουν δυο τρόποι: Να σβήσουμε «ό,τι υπάρχει και να αφήσουμε το χρόνο να μας τα φέρει». Ο άλλος τρόπος είναι να παλέψουμε βήμα-βήμα, μέρα με τη μέρα, για να ανεβούμε στο ύψος των απαιτήσεων αυτής της εποχής.
«Οι άνθρωποι δημιουργούν την ίδια την ιστορία τους», λέει ο Μαρξ. «Τη δημιουργούν όμως όχι όπως τους αρέσει, όχι μέσα σε συνθήκες που οι ίδιοι διαλέγουν, μα μέσα σε συνθήκες που υπάρχουν άμεσα, που είναι δοσμένες και που κληροδοτήθηκαν από το παρελθόν». Δεν ξεπηδούν μαγικά, με μιας οι «νέοι άνθρωποι, τα νέα προγράμματα».
Δεν θεωρούμε πως η νέα άποψη με όλα όσα καινούρια φέρνει και απαιτεί, καταργεί και ακυρώνει όλα όσα συσσώρευσαν οι προηγούμενες γενιές της Επανάστασης. Ο Λένιν στα χρόνια της εξόρμησης του μπολσεβικισμού, θεωρούνταν και δογματικός και αναθεωρητής. Δογματικός γιατί υπεράσπιζε τα θεμέλια του μαρξισμού. Αναθεωρητής γιατί απέρριπτε τη θεσμοποιημένη από τη 2η Διεθνή έκφραση του μαρξισμού. Το ίδιο και ο Μάο Τσετούνγκ. Και δογματικός και αναθεωρητικής, και μάλιστα «αριστερός».
Χρέος μας είναι να μελετήσουμε και να βαθύνουμε σ’ αυτή τη θεωρητική, πρακτική κληρονομιά χωρίς μονομέρεια, οποιουδήποτε είδους.
Στη διάρκεια της Πολιτιστικής Επανάστασης στην Κίνα υπήρξαν πολλοί που ζητούσαν να καταργηθεί το Κόμμα. (Κάτι ανάλογο ζητούσε ο Πρεομπραζένσκι στη Σοβιετική Ένωση στα χρόνια του Λένιν, γιατί θεωρούσε περιττό το κόμμα μια και η εργατική τάξη κρατάει την εξουσία). Θεωρούσαν το κόμμα περιττό μια και οι μάζες έχουν πάντα δίκιο. «Οι μάζες έχουν πάντα δίκιο» είναι ένα σύνθημα που ρίχθηκε κι άλλες φορές. Όμως οι μάζες αποδείχνουν έμμεσα, ενστικτώδικα, σκόρπια, κατά πού είναι το δίκιο. Η λαϊκή σοφία δεν είναι σοφία παρά για όποιον μπορεί να τη διαβάσει. Ο Μάο Τσετούνγκ απόρριψε και πολέμησε αυτή την απαίτηση. Χωρίς κόμμα δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα. Και ίσα-ίσα οι συνθήκες της νέας εποχής δείχνουν πως χρειάζεται ένα επιτελείο της τάξης της μάζας εκατό φορές περισσότερο από πριν. Άλλο ζήτημα πώς το κόμμα αυτό πρέπει να ‘ναι ταυτόχρονα σφιχτοδεμένο κι ευλύγιστο, συγκεντρωτικό και δημοκρατικό, ανοιχτό στους πόθους και στις επιθυμίες των μαζών αλλά και «κλειστό» στις εφόδους άμεσες ή έμμεσες των εχθρών, κόμμα που να ‘ναι συλλογικός οργανωτής και καθοδηγητής, κόμμα που να περικλείνει στις γραμμές του τα καλύτερα στοιχεία της τάξης, της μάζας.
Χρειάζεται όχι εμείς μονάχα αλλά και οι επαναστάτες σ’ όλο τον κόσμο να ΞΑΝΑΡΧΙΣΟΥΜΕ. Να ξαναρχίσουμε την πάλη μας όπως την άρχισαν ξανά και ξανά στα τελευταία 100-150 χρόνια η γενιά των προλετάριων του Παρισιού του 1848, που όρμησαν με την Κομμούνα για να «κατακτήσουν με έφοδο τον ουρανό». Όπως πολλές φορές ξανάρχισαν οι φλογεροί επαναστάτες της Ρωσίας, πριν καταφέρουν αποφασιστικά πλήγματα στην απολυταρχία, τον τσαρισμό και το διεθνή καπιταλισμό. Όπως ξανάρχισαν πολλές φορές ακόμα και της ίδιας γενιάς οι κομμουνιστές στην Κίνα. Όπως ξανάρχισαν πολλές φορές οι κομμουνιστές στην Ελλάδα, το 1920, το 1930, στην Κατοχή, το Δεκέμβρη, το 1946, το 1950. Αυτό απαιτεί ο βασικός ιστορικός νόμος αλλά αυτό απαιτεί και ο ειδικός, ιστορικός νόμος των προλεταριακών επαναστάσεων.
Οι προλεταριακές επαναστάσεις «…κάνουν αδιάκοπη κριτική στον ίδιο τον εαυτό τους, διακόπτουν κάθε τόσο την ίδια τους την πορεία, ξαναγυρίζουν σε εκείνο που φαίνεται ότι έχει πραγματοποιηθεί για να το ξαναρχίσουν από την αρχή, περιγελούν με ωμή ακρίβεια τις μισοτελειωμένες δουλειές, τις αδυναμίες και τις ελεεινότητες των πρώτων τους προσπαθειών, φαίνεται να ξαπλώνουν χάμω τον αντίπαλό τους μόνο και μόνο για να του δώσουν την ευκαιρία να αντλήσει καινούριες δυνάμεις από τη γη και να ορθωθεί πάλι πιο γιγάντιος μπροστά τους, οπισθοχωρούν συνεχώς μπροστά στην ακαθόριστη απεραντοσύνη των σκοπών τους, ώσπου να δημιουργηθεί η κατάσταση που κάνει αδύνατο κάθε ξαναγύρισμα…»




Σύντομο βιβλιογραφικό σημείωμα

Σχετικά με το πρώτο κεφάλαιο, για όποιον θέλει να προχωρήσει σε μια πληρέστερη μελέτη τόσο της διαμόρφωσης των θέσεων του διεθνούς μ-λ κινήματος, όσο και στην εξέλιξη των θέσεων του δικού μας κινήματος, πρέπει να μελετήσει τα έντυπά μας απ’ το 1964 (που περιέχουν και τις δικές μας θέσεις, και τα βασικά κείμενα των άλλων μ-λ κομμάτων, ιδιαίτερα του ΚΚ Κίνας και του ΚΕΑ) καθώς και τις διάφορες εκδόσεις μας. Στα δικά μας κείμενα φαίνεται αρκετά καθαρά ανάλογα με τις περιόδους, είτε η συνύπαρξη των τάσεων που αναφέρονται στο πρώτο κεφάλαιο είτε η επικράτηση της μιας.

Αναφέρουμε μερικά βασικά κείμενα:
  • «Μια μεγάλη πολεμική στους κόλπους του διεθνούς προοδευτικού κινήματος», Αναγέννηση, τεύχος 1.
Διατυπώνεται κατ’ αρχήν η άποψη ότι το κύριο περιεχόμενο των διαφορών βρίσκεται στο αν θα γίνει αγώνας ενάντια στον ιμπεριαλισμό ή συνθηκολόγηση μπροστά στην πίεσή του. Υπεράσπιση του Στάλιν, πολεμική στον αντισταλινισμό. Διατύπωση της άποψης ότι η Λαϊκή Κίνα βρίσκεται στην πρωτοπορία του επαναστατικού αγώνα. Υπεράσπιση της αναγκαιότητας για πλήρη ρήξη με τον ρεβιζιονισμό.

  • «Άρθρο ενάντια στους φίλους των νέων χωρών», Αναγέννηση τεύχος 1.
Αναφορά στη θέση του ΚΚ Κίνας για το ζήτημα Στάλιν, όπως διατυπώνεται από το 1956 ήδη στην «Ιστορική πείρα της δικτατορίας του προλεταριάτου». Πολεμική στις αντιλήψεις του κοσμοπολίτικου ψευτοκινεζισμού που εκπροσώπευαν οι ΦΝΧ.

  • «Χωρίς καμιά αυταπάτη να δυναμώσουμε τον αγώνα ενάντια στο σύγχρονο ρεβιζιονισμό» Αναγέννηση, τεύχος 2 (Νοέμβρης 1964).
Άρθρο γραμμένο μετά την πτώση του Χρουστσόφ. Περιλαμβάνει τη θέση «Ο Χρουστσόφ απομακρύνθηκε, αλλά ο χρουστσοφισμός παραμένει».

  • Σχετικά με το ίδιο ζήτημα -είναι ενδεικτικό για την αρκετά διφορούμενη στάση του ΚΚ Κίνας- ένα άρθρο της «Λαϊκής Ημερησίας» που δημοσιεύεται στην Αναγέννηση Νο 2 και το άρθρο «Γιατί έπεσε ο Χρουστσόφ», Αναγέννηση Νο 3-4 (Γενάρης 1965).

  • Άρθρο αλβανικό που χτυπάει και τον Χρουστσόφ και την ομάδα που τον αντικατέστησε, δημοσιεύεται στην Αναγέννηση τεύχος 5 (Φλεβάρης 1965). Ανάλογο άρθρο της «Λαϊκής Ημερησίας» δημοσιεύεται στο επόμενο τεύχος Νο 6.

  • Λίγο νωρίτερα, οι «Ιστορικές Εκδόσεις» δημοσιεύουν όλα τα γνωστά άρθρα πολεμικής του ΚΚ Κίνας προς τον Χρουστσοφισμό. Τα περισσότερα ανατυπώθηκαν μετά το 1975.

  • Αφιέρωμα στα 12 χρόνια απ’ το θάνατο του Στάλιν δημοσιεύεται τον Μάρτη του 1965 στην Αναγέννηση τεύχος 6. Επίσης δύο χρόνια αργότερα ένα αρκετά κακογραμμένο άρθρο για την 14η επέτειο στο τεύχος αριθ. 28-29. Την ίδια εποχή μεταδόθηκε απ’ τον Ρ.Σ. Τιράνων το κείμενο των «Μπολσεβίκων» που αναδημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα «Λαϊκός Δρόμος» που μόλις τότε άρχισε να κυκλοφορεί.

  • «Καμιά συκοφαντία δεν μπορεί να αμαυρώσει το κοσμοϊστορικό έργο της ΜΜΠ Επανάστασης στην Κίνα», Αναγέννηση, τεύχος 22 (Ιούλης 1966).
Πρώτο άρθρο (και αρκετά έγκαιρο) υποστήριξης της ΜΠΠΕ.

  • Σ’ όλα τα προδικτατορικά έντυπα δημοσιεύονται πολλά κείμενα μαρξιστικών-λενινιστικών οργανώσεων και κομμάτων, τα πρώτα άρθρα πολεμικής με την Κούβα, η αυτοκριτική του ΚΚ Ινδονησίας κ.λπ.

Στη διάρκεια της δικτατορίας μερικά κείμενα είναι:
  • Στο Δελτίο αρ. 10 των Μαρξιστών-Λενινιστών (Δελτίο της ΟΜΛΕ που κυκλοφορούσε στη διάρκεια της δικτατορίας πριν την κυκλοφορία της «Προλεταριακής Σημαίας») δημοσιεύονται άρθρα «Για την 98η επέτειο της γέννησης του Λένιν». Το άρθρο αυτό που αναδημοσιεύεται στο περιοδικό «Λαϊκός Δρόμος», αριθ.4, διατυπώνει μια πρώτη κριτική τοποθέτηση για την ιστορική πείρα του κομμουνιστικού κινήματος της Ελλάδας σε συνάρτηση με τις διεθνείς εξελίξεις.

  • Ακολούθησε κείμενο για το ζήτημα Στάλιν που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό σε περιορισμένο αριθμό αντιτύπων.

  • «Πέντε χρόνια αγώνες», άρθρο με αφορμή τη συμπλήρωση 5 χρόνων απ’ τη συγκρότηση του μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος της Ελλάδας. Δημοσιεύτηκε στην «Προλεταριακή Σημαία» (δικτατορίας) αριθ. 9 και αναδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Λαϊκός Δρόμος» αριθ. 6.

  • «Λαϊκός Δρόμος» Νο 2-3 (Φλεβάρης ’68): «Χτύπημα σοβιετικών και άλλων ρεβιζιονιστών για τις σχέσεις τους με τη χούντα». Σημειώνουμε το άρθρο αυτό, γιατί λίγο αργότερα, το 1971, δημοσιεύεται στον «Λαϊκό Δρόμο» Νο 11 το άρθρο «Για την ειρηνική συνύπαρξη και τη ρεβιζιονιστική παραποίησή της», που έχει στόχο να τοποθετηθεί για το ταξίδι του Νίξον στην Κίνα και την αποκατάσταση των διπλωματικών σχέσεων της Αλβανίας με την Ελλάδα. Η αντιπαράθεση στους ρεβιζιονιστές γίνεται με βάση τις θέσεις που το κινέζικο κόμμα διατύπωσε γύρω στα 1963-1964.

  • Επέμβαση στην Τσεχοσλοβακία. Πρώτο άρθρο «Λαϊκός Δρόμος» Νο 4 Οκτώβρης 1968. Καταγγέλλεται η επέμβαση, αλλά αρκετά παγωμένα και με πολλές εξηγήσεις. Η θέση αυτή ξεκαθαρίζει λίγο αργότερα.

  • -Πολιτιστική Επανάσταση «Λαϊκός Δρόμος» Νο 6, Ιούνης 1969. Αναδημοσίευση άρθρων από την «Προλεταριακή Σημαία»(δικτατορίας) Νο 5. Μήνυμα μαρξιστών-λενινιστών της Ελλάδας. Μήνυμα ΜΛΟ. Άρθρο με θέμα την πλήρη υπεράσπιση της ΜΠΠΕ και με τίτλο «Ζήτω το 9ο Συνέδριο του ΚΚ Κίνας».

  • Στο «Λαϊκό Δρόμο» Νο 12 δημοσιεύεται άρθρο για το ταξίδι του Νίξον στην Κίνα.

  • «Λαϊκός Δρόμος» Νο 17 (τελευταίο), 10ο Συνέδριο ΚΚ Κίνας, μήνυμα προς το 10ο Συνέδριο κ.λπ.

Τα άρθρα που δημοσιεύτηκαν μετά τον Ιούλη του 1974 αρχικά στο «Λαϊκό Δρόμο» και μετά στην «Προλεταριακή Σημαία», είναι πιο πολλά αλλά και πιο προσιτά. Χαρακτηρίζονται από τις επιπτώσεις της προώθησης της γραμμής των «3 κόσμων», απ’ την πάλη που διεξάγεται γύρω απ’ αυτό στην οργάνωση, την προβολή των θέσεων του ΚΕΑ που αντιτάσσονται ανοιχτά στους 3 κόσμους και τ’ ανάλογα άρθρα της «Προλεταριακής Σημαίας» απ’ την ανάπτυξη των σχέσεων του κόμματος με άλλα μ-λ κόμματα και τη σημερινή εξέλιξη λόγω των γνωστών διαφωνιών, απ’ τη διατύπωση των αντιρρήσεών μας για την κριτική που γίνεται στον Μάο Τσετούνγκ.
Στα υπόλοιπα κεφάλαια, γίνεται απ’ τις παραπομπές φανερό ποια βιβλία έχουν χρησιμοποιηθεί. Μερικές διευκρινήσεις:
Απ’ τα διαλεχτά έργα του Μάο Τσετούνγκ, οι «Ιστορικές Εκδόσεις» έχουν εκδώσει πριν τη δικτατορία τους τόμους 4 και 1 (μ’ αυτή τη σειρά γιατί έτσι βγήκαν στην Κίνα). Οι τόμοι 2 και 3 δεν είχαν κυκλοφορήσει στην Κίνα μέχρι τις 21/4/1967. Υπάρχουν σε διάφορες γλώσσες (όχι στα ελληνικά) εκδομένοι απ’ τις ξενόγλωσσες εκδόσεις του Πεκίνου.
Οι 4 αυτοί τόμοι περιλαμβάνουν κείμενα μέχρι το 1949. Απ’ τις «Ιστορικές Εκδόσεις» είχε ακόμα βγει μια εκλογή στρατιωτικών έργων του Μάο Τσετούνγκ. Αλλά και όλα τα βασικά κείμενά του, είτε μέχρι το 1949, είτε μεταγενέστερα, δηλαδή μέχρι το 1957, υπάρχουν στα ελληνικά δημοσιευμένα απ’ τις «Ιστορικές Εκδόσεις» σε βιβλία αυτοτελή ή μπροσούρες.
Ο 5 τόμος εκδόθηκε μετά το θάνατό του από επιτροπή που διόρισαν οι Χούα και Τενγκ. Περιλαμβάνει μερικά ήδη δημοσιευμένα αλλά και αρκετά αδημοσίευτα κείμενα της εποχής 1950-1957. Στα ελληνικά έχει εκδοθεί απ’ το εκδοτικό του ΕΚΚΕ και απ’ τις «Μορφωτικές Εκδόσεις» (ΜΛ ΚΚΕ). Δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι είδους επιλογή έχει γίνει, δηλαδή τι μπήκε και τι κόπηκε, με βάση τις ανάγκες των Χούα και Τενγκ. Όμως μας φαίνεται επίσης ότι η αυθεντικότητα των κειμένων που δημοσιεύεται εκεί δεν μπορεί να αμφισβητηθεί.
Επίσημα κείμενα του Μάο ουσιαστικά δεν υπάρχουν μετά το 1957. Αν εξαιρεθεί η «Έκκληση στους Αφροαμερικανούς» (1970), το κειμενάκι «Από πού προέρχονται οι σωστές ιδέες» κ.λπ. Επίσης υπάρχουν αποσπάσματα από ομιλίες του που έχουν δημοσιευτεί σε κείμενα άλλων στελεχών του ΚΚ Κίνας.

Έχουν κυκλοφορήσει και τα «Ανέκδοτα Κείμενα». Πρόκειται για ομιλίες ή συνομιλίες του Μάο που έχουν ηχογραφηθεί, απομαγνητοφωνήθηκαν από κοκκινοφρουρούς και μέσω Χονγκ Κονγκ και Ιαπωνίας έφτασαν στην Ευρώπη, όπου σε πολλές πόλεις κυκλοφορούν πολλαπλές, αντιφατικές μεταξύ τους εκδοχές.
Διαβάζοντάς τα έχουν φυσικά αρκετή συγγένεια ή και μεγάλη συγγένεια με τις απόψεις του Μάο. Όμως το μειονέκτημα ότι πρόκειται για προφορικό λόγο που απομαγνητοφωνήθηκε και που ποτέ δεν μπορεί να αποδώσει ολότελα θεωρητικές, ιδιαίτερα, έννοιες, σε συνδυασμό με τις παραπάνω περιστάσεις που μπορεί να έχουν επιφέρει θελημένα ή όχι αλλαγές, μας κάνουν να μην μπορούμε να θεωρήσουμε σαν απόλυτα έγκυρα αυτά τα κείμενα, γι’ αυτό και δεν έγινε χρήση. Μπορεί να τα συμβουλευτεί κανείς για να πάρει μια ιδέα, αποφεύγοντας να δώσει βάρος σε καθεμιά φράση που αυτά περιέχουν.

Επειδή όλα τα παρατιθέμενα κείμενα είναι πολλά, συνιστούμε τη μελέτη των τριών βιβλίων του Μάο «Για την πράξη», «Για τις αντιθέσεις», «Για την ορθή λύση των αντιθέσεων στους κόλπους του λαού» που δίνουν σε γενικές γραμμές τις βασικές του απόψεις.

Τα κείμενα του σ. Ε. Χότζα της περιόδου 1967-1968 είναι παρμένα από μια συλλογή με όλους τους λόγους αυτής της περιόδου που έχουν το ίδιο ακριβώς περιεχόμενο και έχουν εκδοθεί από τις εκδόσεις Ναΐμ Φρασέρι των Τιράνων στα γαλλικά.
Στα ελληνικά έχει εκδοθεί η εισήγηση του σ. Ε. Χότζα στο 6ο και 7ο Συνέδριο του ΚΕΑ, πολλοί λόγοι και άρθρα δικά του και της «Ζέρι ι Πόπουλιτ», και πιο πρόσφατα το «Ιμπεριαλισμός και Επανάσταση», και «Σκέψεις για την Κίνα».






[1] Ο Στάλιν μιλάει για το ζήτημα αγροτών και όχι αγροτικό, που όπως διευκρινίζει ο ίδιος πρόκειται για δύο διαφορετικά πράγματα. Γι’ αυτό ωστόσο που εξετάζουμε, δεν έχει μεγάλη σημασία. Ο Στάλιν γράφει («Το εθνικό ζήτημα στη Γιουγκοσλαβία», 30/3/1925): «…τη βάση του εθνικού ζητήματος, την εσωτερική του ουσία την αποτελεί παρόλα αυτά το ζήτημα των αγροτών. Έτσι ακριβώς εξηγιέται και το γεγονός ότι η αγροτιά αποτελεί τη βασική στρατιά του εθνικού κινήματος, ότι χωρίς τη στρατιά των αγροτών δεν υπάρχει και δεν μπορεί να υπάρξει ισχυρό εθνικό κίνημα. Αυτό ακριβώς έχουν υπόψη τους όταν λένε ότι το εθνικό ζήτημα είναι ουσιαστικά ζήτημα αγροτών».
[2] Ο όρος «σκέψη Μάο Τσετούνγκ» αντί του «μαοϊσμός» εξακολουθεί να υποδηλώνει κάτι ιδιαίτερο σε σχέση με τον μαρξισμό και τον λενινισμό. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου