Προλεταριακή Σημαία φ.565, 03/2/2007
Μεγάλη φασαρία γίνεται για τα «νέα» βιβλία Ιστορίας της ΣΤ’ δημοτικού. Ο κουρνιαχτός που σηκώνεται συγκαλύπτει το πραγματικό τους περιεχόμενο. Ετσι, δίνεται η εντύπωση προς τα έξω ότι οι συγγραφείς έχουν εξοβελίσει τις εθνικιστικές κορόνες που τα «παλιά» βιβλία περιείχαν, με αποτέλεσμα διάφοροι εθνικιστικοί κύκλοι να διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους. Η πραγματικότητα παρουσιάζεται ανεστραμμένη.
Αρκεί μια πρώτη ανάγνωση για να διαπιστώσει κανείς ότι αυτό που χαρακτηρίζει το συγκεκριμένο εγχειρίδιο είναι η διαστρέβλωση της ιστορικής αλήθειας, η αποσιώπηση σημαντικών γεγονότων, η κατασυκοφάντηση των λαϊκών αγώνων, της Αριστεράς και του κομμουνιστικού κινήματος, η αναβίωση ακραίων εθνικιστικών αντιλήψεων, η συστηματική προσπάθεια δικαιολόγησης των επιλογών της αστικής τάξης σε όλα τα επίπεδα και γενικότερα το αντιδραστικό ιδεολογικό περιεχόμενο.
Τα βιβλία της Ιστορίας στην εκπαίδευση στηρίζονταν και στηρίζονται πάνω στις αντιλήψεις της αστικής τάξης για την ιστορία. Οι κοινωνικές τάξεις απλά εξαφανίζονται και τη θέση τους παίρνουν διάφορες ομάδες (π.χ. γυναίκες, παιδιά, εργάτες, καλλιτέχνες). Η ταξική πάλη αγνοείται και αποθεώνεται ο ρόλος των προσώπων και οι ιδέες παρουσιάζονται αναλλοίωτες ανά τους αιώνες σε έναν αέναο φαύλο κύκλο αντιπαράθεσης όπου μόνο τα εξωτερικά γνωρίσματα του κόσμου αλλάζουν, δίχως η ανθρωπότητα να κάνει ούτε ένα βήμα μπρος. Η ιστορία παρουσιάζεται ως μια αδιάκοπη πάλη θεσμών και ιδεών, μια συνεχής επιδίωξη για ελευθερία και ισότητα, που ολοένα σκοντάφτει στην καταπίεση και την ανισότητα, μια επιδίωξη που ποτέ δεν πραγματοποιείται μα ούτε και μπορεί ποτέ να σταματήσει ολότελα. Μια τέτοια αντίληψη εμφυσά τη ματαιότητα για κάθε ανατρεπτική-επαναστατική δράση.
Να ομονοήσει ο λαός!
Η ιστορική ύλη για την ιστορία της ΣΤ΄ δημοτικού αφορά μια
μεγάλη περίοδο που αρχίζει από το 1453 και ολοκληρώνεται με το τέλος του 20ού
αιώνα. Βασικός στόχος είναι η καλλιέργεια της εθνικής συνείδησης και η
προετοιμασία των μελλοντικών πολιτών του αστικού κράτους (βλ. βιβλίο δασκάλου).
Διακηρύσσεται, μάλιστα, ότι το βιβλίο της ΣΤ΄ επιδιώκει να λειτουργήσει
«διορθωτικά στις ανταγωνιστικές συλλογικές μνήμες, προβάλλοντας μια συνολική
εικόνα», διότι «η συλλογική μνήμη δεν είναι ενιαία», όπως η «μικρασιατική καταστροφή,
η κατοχή, η αντίσταση, ο εμφύλιος (…) η στρατιωτική δικτατορία, το Πολυτεχνείο,
το κυπριακό ζήτημα» και δυστυχώς… οι μαθητές «τα γνωρίζουν από το οικογενειακό
τους περιβάλλον» και ακόμη χειρότερα ο λαός… «δεν ομονοεί πάντοτε για τα
γεγονότα και δεν ερμηνεύει ομοιότροπα τις ιστορικές εξελίξεις». Δηλώνεται,
δηλαδή, ξεκάθαρα ότι η ιστορία «θα ξαναγραφτεί» στη συνείδηση του λαού διότι
αυτός… δεν ομονοεί. Γενικά, όλα τα γεγονότα παρουσιάζονται σύμφωνα με την
εικόνα των τωρινών και όπως ταιριάζουν καλύτερα στις ανάγκες της τωρινής
πολιτικής της αστικής τάξης. Στο συγκεκριμένο βιβλίο τα γεγονότα δίνονται συνοπτικά και τα κείμενα είναι πυκνογραμμένα και δυσνόητα για τους μαθητές. Η συνοπτική παρουσίαση της ιστορίας λειτουργεί ως άλλοθι για την αποσιώπηση σημαντικών ιστορικών γεγονότων. Αυτό, βέβαια, δεν εμποδίζει να δίνεται δυσανάλογη έκταση σε γεγονότα ή σε πρόσωπα που οι συγγραφείς επιλέγουν. Η ιστορία δίνεται με τέτοιον τρόπο που είναι αδύνατο να μπουν σε μια σειρά τα γεγονότα, να γίνει κατανοητό πώς αυτά εξελίχθηκαν και ποια ήταν η σημασία τους, καθώς επίσης να συνδεθούν τα πρόσωπα με τα γεγονότα και να αναδειχθεί ο ρόλος τους. Γενικά, επιλέγεται να προβληθούν τα ιστορικά πρόσωπα, οι ιστορικές στιγμές και οι αντιλήψεις που στηρίζουν την αστική ιδεολογία και κυριαρχία.
Είναι διάχυτη η αντίληψη της αδιάκοπης συνέχειας του ελληνισμού ανά τους αιώνες. Οι χρονικές περίοδοι και τα γεγονότα που την αμφισβητούν απλά αγνοούνται. Η περίοδος της Οθωμανικής κυριαρχίας επί της ουσίας δεν διδάσκεται. Ετσι, «οι Οθωμανοί με τον Ιερό πόλεμο που διεξάγουν έχουν ως στόχο την εξάπλωση της ισλαμικής θρησκείας». Από την περίοδο 1453 έως 1821 προβάλλονται μόνο όσα συνδέονται με την ελληνική επανάσταση.
Ενώ το προηγούμενο βιβλίο Ιστορίας μιλούσε ξεκάθαρα για «το μύθο του κρυφού σχολειού», το τωρινό επιλέγει να μην πει τίποτα, ανοίγοντας το παράθυρο στα μυθεύματα. Το ίδιο κάνει και με τον άλλο μύθο, της ύψωσης τους λάβαρου της επανάστασης από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό στην Αγία Λάβρα. Ενώ στο προηγούμενο βιβλίο ουσιαστικά διαψεύδεται, το τωρινό επιλέγει να μην πει κουβέντα. Οι πρόκριτοι που «εκλέγονται από τα μέλη των κοινοτήτων… οφείλουν να είναι ικανοί, τίμιοι και πλούσιοι». Η φράση που υπήρχε στο προηγούμενο βιβλίο «έπρεπε να είναι αρεστοί στις οθωμανικές αρχές» εξοστρακίζεται. Αποκρύβεται ο ρόλος του Πατριαρχείου και των Φαναριωτών που επί της ουσίας ήταν τμήμα της οθωμανικής διοίκησης και που κράτησαν εχθρική στάση απέναντι στην επανάσταση.
Οσο για τις δολοφονίες, τους διωγμούς και τις φυλακίσεις οπλαρχηγών όπως ο Κολοκοτρώνης, οι συγγραφείς δεν γράφουν ούτε μία λέξη. Για την 3η Σεπτέμβρη αφιερώνεται μια αράδα: «με το κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου του 1843 το ελληνικό κράτος αποκτά Σύνταγμα…» (σελ. 68). Το όνομα του Μακρυγιάννη δεν υπάρχει πουθενά στο βιβλίο. Στην ίδια σελίδα μαθαίνουμε ότι «με τις κινητοποιήσεις του 1909 (στάση στο Γουδί) τερματίζεται μια μακρά περίοδος αγώνων για τον εκδημοκρατισμό του πολιτεύματος».
Στην ενότητα «Το εθνικό ζήτημα» γίνεται λόγος για τη «Μεγάλη Ιδέα», την «προσάρτηση» εδαφών, τις «αλύτρωτες» περιοχές, την «εθνική ολοκλήρωση». Ετσι, ξαναθυμούνται οι παλιοί και γαλουχούνται οι νέοι ότι «τα σύνορα είναι προσωρινά και η επέκτασή τους είναι εθνικός στόχος». «Το ελληνικό κράτος έχει πολλές προσδοκίες…». Οι περιοχές όπου κατοικούν Ελληνες, αμιγείς ή όχι, είναι αλύτρωτες και πρέπει να ενταχθούν στο ελληνικό κράτος. «Η εθνική ολοκλήρωση γίνεται σταδιακά κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και συνεχίζεται και τον επόμενο αιώνα». Γενικά, ο όρος αλυτρωτισμός επαναλαμβάνεται πολλές φορές και όλα κρίνονται ανάλογα με το αν εξυπηρετούν τον «εθνικό στόχο». Αυτό το εθνικιστικό πνεύμα διαπνέει όλο το βιβλίο.
Σύμφωνα με το βιβλίο, ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος ξεσπά λόγω κάποιων διαφωνιών μεταξύ των κρατών και λήγει το 1918. Η μεγάλη Οκτωβριανή Επανάσταση δεν αναφέρεται πουθενά, δεν συνέβη ποτέ ή ήταν ένα ασήμαντο γεγονός, ανάξιο λόγου! Η Μικρασιατική εκστρατεία δικαιολογείται απόλυτα, αφού η Ελλάδα «κερδίζει τη διοίκηση της περιοχής» και «παίρνει εντολή να στείλει στρατό στη Σμύρνη». Τα πραγματικά γεγονότα, ο ρόλος των Μεγάλων Δυνάμεων, οι επιπτώσεις στους πληθυσμούς παραποιούνται ή αποσιωπούνται. Ολα εμφανίζονται ως απολύτως φυσιολογικά.
Το βιβλίο, επίσης, διδάσκει πως για την άνοδο του φασισμού στην Ευρώπη ευθύνεται το εργατικό κίνημα που πιέζει με τις διεκδικήσεις του τα δημοκρατικά καθεστώτα τα οποία εξαιτίας του καταρρέουν και τα διαδέχονται δικτατορίες. Μα και για τη δικτατορία του Μεταξά ευθύνεται το ελληνικό εργατικό κίνημα που πιέζει το ελληνικό κράτος, το οποίο από το 1909 «εκσυγχρονίζεται» και προστατεύει τους εργάτες. Αλλά και το 1967, μια ομάδα συνταγματαρχών «ανακόπτει τη χώρα προς τον εκδημοκρατισμό, που διαμορφώνεται από την αρχή της δεκαετίας του 1960». Η μετεμφυλιακή τρομοκρατία, οι διώξεις, οι εξορίες, τα πιστοποιητικά πολιτικών φρονημάτων είναι… εκδημοκρατισμός!
Οσο για τα γεγονότα του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου, της κατοχής και του εμφυλίου, είτε αποσιωπούνται είτε παραποιούνται τελείως χωρίς καμία αιδώ. Ετσι, το 1939 οι Γαλλία και Αγγλία αντιδρούν «για να αντιμετωπίσουν τις δυνάμεις του Αξονα» και στην πορεία «συντάσσονται με αυτές» η Ρωσία και οι ΗΠΑ! Επίσης, οι μαθητές δεν θα μάθουν ποτέ ποιος έριξε τις δύο ατομικές βόμβες στο Ναγκασάκι και στη Χιροσίμα. Οπως φαίνεται, έπεσαν μόνες τους! Η περίοδος του λεγόμενου ψυχρού πολέμου που ακολούθησε δεν υπάρχει ούτε ως φράση.
Σε όλο το βιβλίο γίνεται συστηματική προσπάθεια να δικαιολογηθεί η εξάρτηση της χώρας από τις Μεγάλες – Ιμπεριαλιστικές Δυνάμεις που παρουσιάζονται ότι καθόριζαν και καθορίζουν τη «σωτηρία» της από τα «δεινά» της. Ετσι, οι Μεγάλες Δυνάμεις «μεσολαβούν στο ελληνικό ζήτημα» κι «αναγνωρίζεται η Ελλάδα ως ανεξάρτητο και κυρίαρχο κράτος», ενώ «η εξάρτησή» του «απαιτεί τη συναίνεση και την υποστήριξή τους για τη λύση του αλυτρωτικού ζητήματος». Σε όποιο σημείο δεν μπορεί να βρεθεί μια δικαιολογία για τις παρεμβάσεις τους, αυτές αγνοούνται. Ποιος έφερε τον Οθωνα και τους Γλύξμπουργκ στην Ελλάδα, ποιοι και με ποιους όρους «μας δάνειζαν», τι έκαναν οι «ξένοι φίλοι μας» κατά τη Μικρασιατική καταστροφή, στην κατοχή, στον εμφύλιο, στη χούντα και στην Κύπρο, δεν μαθαίνουμε. Οσο για την Ευρωπαϊκή Ενωση, αυτή εμφανίζεται να δικαιώνει την «εθνική μας ολοκλήρωση», εξασφαλίζοντάς μας μια… ζεστή αγκαλιά.
Γενικά, κάθε σελίδα του βιβλίου, κάθε αράδα που γράφτηκε έχει στηθεί έτσι που να αναδεικνύει και να υπερασπίζεται όλα όσα η ελληνική αστική τάξη θεωρεί ότι πρέπει να ξέρει ο λαός, όλα όσα εξυπηρετούν την πολιτική της. Σήμερα, σε φάση αχαλίνωτου ρεβανσισμού της αστικής τάξης σε βάρος της εργατικής, η ιστορία πρέπει να ξαναγραφτεί από την αρχή. Ο λαός πρέπει να «ομονοήσει»!
Ετσι, οι συγγραφείς του βιβλίου αποδεικνύονται πραγματικοί θαυματοποιοί. Εξαφανίζουν τα πάντα! Ενοχλητικές λέξεις (π.χ. κομμουνισμός, Σοβιετική Ενωση), ενοχλητικά πρόσωπα και γεγονότα ρίχνονται στο πυρ το εξώτερο. Κάποιος, βέβαια, θα μπορούσε να αναρωτηθεί γιατί φωνασκούν Χριστόδουλοι και Παπαθεμελήδες. Μάλλον εκτιμούν ότι μπορούν να πιέσουν για ακόμα πιο αντιδραστικές αλλαγές, δεν τους αρκεί η νέα γραφή της Ιστορίας. Αλλωστε, σοβαρή αντιπαράθεση από αριστερά δεν γίνεται.
Η απάντηση δεν θα δοθεί από «έγκλειστους στα κάστρα της γνώσης», αλλά από το ζωντανό λαϊκό–εργατικό κίνημα που θα διεκδικήσει εκ νέου την Ιστορία, γράφοντας νέες σελίδες. Ο,τι και να γράφουν τα βιβλία, δεν μπορούν να ανατρέψουν τη συλλογική μνήμη του λαού που διαμορφώνεται μέσα από τη δική του δράση, τους δικούς του αγώνες!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου