Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Τρίτη 8 Δεκεμβρίου 2015

Το πρόβλημα της Αριστεράς και η αβάσταχτη ελαφρότητα των ετοιμοπαράδοτων «λύσεων»

Προλεταριακή Σημαία φ. 489, 15-11-2003

Εχουν ενταθεί το τελευταίο διάστημα οι συζητήσεις για το πρόβλημα της αριστεράς. Αυτό είναι καλό. Ταυτόχρονα ωστόσο έχουν πολλαπλασιασθεί και οι «προτάσεις» που εν είδει μαγικών συνταγών προσφέρουν έτοιμη και γρήγορη «λύση». Αυτό είναι κακό. Το πιο χαρακτηριστικό μάλιστα είναι πως αυτή η πρεμούρα τους έχει πιάσει όλους ενόψει εκλογών. Αυτό είναι ύποπτο. Ας εξηγηθούμε.
Το πρόβλημα της αριστεράς είναι ένα υπαρκτό, ένα μεγάλο, ένα κρίσιμο ζήτημα. Ταυτόχρονα είναι ένα πρόβλημα που υφίσταται εδώ και πάρα πολλά χρόνια και που συντίθεται από πολλά μερικότερα αλλά επίσης σοβαρά και κρίσιμα προβλήματα. Αυτό πολύ απλά σημαίνει πως δεν μπορεί να λυθεί εφάπαξ και επιμένουμε, πως όποιος ισχυρίζεται ή έστω αφήνει να εννοηθεί κάτι τέτοιο είναι απλά απατεώνας. (Υπάρχουν και απλώς ανόητοι αλλά δεν είναι αυτοί το κύριο πρόβλημα).



Σημαίνει επίσης ότι δεν μπορεί -και δεν θα λυθεί- μέσα από μια συζήτηση ή διαδικασία συζητήσεων. Αυτό -όταν δεν πρόκειται και πάλι περί απάτης- μόνο την ιδεαλιστική, μεταφυσική αντίληψη ορισμένων προδίδει.
Το πρόβλημα της αριστεράς θα λυθεί σε μια πορεία, μέσα στη «διαδικασία» της ταξικής πάλης, όπου οι συζητήσεις (αντιπαραθέσεις-πολεμικές κ.ά.) θα ‘ναι απλώς ένα στοιχείο της.
Τρίτο, το πρόβλημα της αριστεράς δεν είναι απλά ένα πρόβλημα ενότητας, αλλά και διαχωρισμών που θα συντελεστούν μέσα στην ίδια διαδικασία. Σαν στοιχείο λοιπόν αυτής της διαδικασίας και η σημερινή μας παρέμβαση, η συμμετοχή μας σ’ αυτή τη συζήτηση.
Ζήτημα πρώτον λοιπόν. Αλήθεια πρέπει να υπάρχει αριστερά; Είναι υποχρεωτικό δηλαδή; Κι αν ναι, για ποιο λόγο; Και πόση ή πόσο αριστερά; Γιατί καθώς είναι γνωστό έχουν υπάρξει απόψεις για το «τέλος της Ιστορίας», το «τέλος των ιδεολογιών», των «-ισμων», για απόψεις που θεωρούν «παρωχημένη» τη διάκριση δεξιά-αριστερά. Και εδώ δεν μιλάμε για απόψεις περιθωριακές, αλλά για εκείνες που κυριάρχησαν την τελευταία δεκαετία, βρίσκοντας μάλιστα σοβαρή απήχηση και στον ευρύτερο αριστερό (ή «αριστερό») χώρο. Μήπως έχουν δίκιο; Αν ναι, γιατί; Κι αν όχι, επίσης γιατί; Η ανάγκη ύπαρξης (της αριστεράς) πηγάζει απ’ το κεφάλι μας ή απ’ την κοινωνία και τις αντιθέσεις της; Και ποιες είναι αυτές; Τι είδους απαντήσεις απαιτούν; Ποιες στρατηγικές και πολιτικές γραμμές υπαγορεύουν;
Αλλά σαν να ξεκινήσαμε από το «τέλος».

Μια αναγκαία ιστορική αναφορά
Το πρόβλημα της αριστεράς όπως ήδη αναφέραμε δεν είναι σημερινό. Υπάρχει εδώ και πολλά χρόνια. Δεν είναι βέβαια δυνατό σ’ αυτές εδώ τις γραμμές να τεθεί στην ολότητά του. Εδώ θα παραθέσουμε απλά και πολύ επιγραμματικά κάποια ζητήματα, γεγονότα, εξελίξεις και ζητήματα που τέθηκαν και έτσι απλώς για να πάρει μια ιδέα ο αναγνώστης. Πολύ περισσότερο που πιστεύουμε πως η «μνήμη» πολλών έχει αδυνατίσει, ενώ στους νεότερους δεν τους δόθηκε απλώς η δυνατότητα να την αποκτήσουν.
Τις αφετηρίες του προβλήματος, έτσι όπως τίθεται σήμερα, θα πρέπει βασικά να τις αναζητήσουμε στις μετά τον πόλεμο εξελίξεις και ιδιαίτερα μετά το 1950. Τίθεται εκ παραλλήλου -και σύμπλεξη μεταξύ τους- από τη μια το ζήτημα της πορείας οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη ΣΕ και τις άλλες σοσιαλιστικές χώρες και από την άλλη το πρόβλημα της στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος στις καπιταλιστικές χώρες ή μπορούμε και να το θέσουμε σαν συνολικό πρόβλημα στρατηγικής του κομμουνιστικού κινήματος στη νέα περίοδο. Οπως είπαμε, εδώ σημειώνουμε απλά κάποια πράγματα. Ενα σοβαρό προμήνυμα του τι έμελλε να επακολουθήσει ήταν η ρήξη με τον Τίτο και του τιτοϊσμού το 1948. Ο μεγάλος σεισμός όμως έμελλε να ακολουθήσει μετά το θάνατο του Στάλιν και το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ που επικύρωσε την κυριαρχία του ρεβιζιονισμού στη ΣΕ και τις άλλες (όχι όλες) σοσιαλιστικές χώρες. Ακολουθεί η ρήξη ανάμεσα στη ΣΕ (κ.ά.) από τη μια και το ΚΚ Κίνας και το Κόμμα Εργασίας Αλβανίας από την άλλη. Το ρήγμα επεκτείνεται στο σύνολο των κομμουνιστικών κομμάτων, δημιουργείται το μ-λ κίνημα με σοβαρή επίδραση ιδιαίτερα σε χώρες όπου αναπτύσσονται εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα.
Η επόμενη σοβαρή εξέλιξη είναι η όξυνση της διάστασης ανάμεσα στις δυο πτέρυγες του ρεβιζιονισμού και της αναδυόμενης Νέας Αστικής Τάξης (ΝΑΤ) της ΣΕ. Ενωμένες μέχρι τότε ενάντια στη σοσιαλιστική κατεύθυνση συγκρούονται για την ηγεμονία στα πλαίσια της συμμαχίας τους με αποτέλεσμα την ανατροπή του Χρουστσόφ και την άνοδο του Μπρέζνιεφ.
Την ίδια περίοδο στην Κίνα διεξάγεται σκληρή πάλη ανάμεσα στην επαναστατική (Μάο) και τη ρεβιζιονιστική κατεύθυνση (Λιού Σάο Σι-Τεγκ Χσιάο Πιγκ). Μια πάλη που κορυφώνεται στη διάρκεια της Μεγάλης Προλεταριακής Πολιτιστικής Επανάστασης (1966), που αποτέλεσε την πιο σοβαρή και μεγαλειώδη απόπειρα του κομμουνιστικού κινήματος να απαντήσει με επαναστατικό, κομμουνιστικό τρόπο στα ζητήματα που έθετε το προχώρημα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης και άσκησε μεγάλη επίδραση στα κινήματα σε όλο τον κόσμο. Μια απόπειρα που δεν ολοκληρώθηκε, για να φτάσουμε -μετά το θάνατο και του Μάο- στην ολοκληρωτική επικράτηση του ρεβιζιονισμού (Τεγκ) και στην Κίνα.
Στη ΣΕ τα αδιέξοδα της γραμμής «εφόδου του σοσιαλισμού» (δηλαδή της σοσιαλιμπεριαλιστικής πλέον επιθετικότητας και πραξικοπηματισμού) και η «στασιμότητα» που τα συνόδευσε οδηγούν στην άνοδο του Αντρόποφ και της γραμμής «εξυγίανσης». Ο πρόωρος θάνατός του οδηγεί στην ένταση της εσωτερικής διαπάλης στο ΚΚΣΕ και μετά ένα σύντομο διάστημα (Τσερνιένκο) στην άνοδο του Γκορμπατσόφ, δηλαδή κυριάρχηση της «φιλελεύθερης» τάσης, αυτής που προσέβλεπε σ’ έναν «σοσιαλδημοκρατικού» τύπου καπιταλισμό.
Ανάλογη πορεία ακολουθεί και η Κίνα αλλά με το δικό της «ελεγχόμενο» τρόπο. (Το λεγόμενο κινέζικο μοντέλο του «σοσιαλισμού της αγοράς»). Στη ΣΕ έχουμε την ορμητική άνοδο της ανοιχτά φιλοκαπιταλιστικής τάσης (Γιέλτσιν) για να φτάσουμε στις ανατροπές του ’89-’91 και την ολοκλήρωση της παλινόρθωσης.
Στις καπιταλιστικές χώρες η άνοδος του Χρουστσόφ οδηγεί στην κυριάρχηση των ρεβιζιονιστικών-ρεφορμιστικών τάσεων, εκτός όπως αναφέραμε, ορισμένες χώρες όπου υπήρχαν εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα. Εδώ υπήρξε ωστόσο και μια άλλη σοβαρή εξέλιξη. Η κυριάρχηση του ρεφορμισμού οδήγησε στην ενίσχυση των τάσεων εκείνων που περισσότερο προσέβλεπαν στην πρόσδεση-συνεργασία με τις αστικές τάξεις των χωρών του παρά με εκείνην της ΣΕ. Ετσι είδαμε τη δημιουργία του λεγόμενου «Ευρωκομμουνιστικού» ρεύματος που έπαιρνε όλο και μεγαλύτερες αποστάσεις από τη σοβιετική πολιτική για να φτάσει σε ουσιαστική ρήξη μετά την επέμβαση της ΣΕ στην Τσεχοσλοβακία (1968), καθώς ανάλογες τάσεις (αποστασιοποίησης από τη ΣΕ) διαμορφώνονταν και στις χώρες του ανατολικού μπλοκ.
Στην ίδια περίοδο (δεκαετία ’60) εκτός από το μ-λ κίνημα διαμορφώνεται ένα ρεύμα που συνοπτικά θα μπορούσαμε να πούμε αναζητάει τις απαντήσεις έξω από τον καπιταλισμό, τον μπρεζνιεφικού τύπου «σοσιαλισμό» αλλά και τον «Ευρωκομμουνισμό». Ενα ρεύμα που εκφράστηκε στις διάφορες τάσεις της Νέας Ευρωπαϊκής Αριστεράς (ΝΕΑ) αλλά και στα εξωκοινοβουλευτικά κινήματα της περιόδου.
Η κρίση του 70 (στροφή της Κίνας, ήττα στη Χιλή, γενικότερα αδιέξοδα) οδηγούν και εδώ σε μια κρίση, με ένα τμήμα αυτών των δυνάμεων να οδηγείται σε αντιλήψεις που οδηγούν στις Ερυθρές Ταξιαρχίες στην Ιταλία, τη ΡΑΦ στη Γερμανία κλπ., ενισχύονται οι τάσεις της αυτονομίας αλλά και ένας νέου τύπου ρεφορμισμός, μέχρι να αντιμετωπίσουν και όλες αυτές οι τάσεις τα δικά τους αδιέξοδα.
Με ανάλογο τρόπο εξελίχθηκαν τα πράγματα και στις ιδιαίτερες ελλαδικές συνθήκες. Μετά από την κατάλληλη «προετοιμασία» από τους σοβιετικούς ρεβιζιονιστές καθαιρείται πραξικοπηματικά η κανονική ηγεσία του ΚΚΕ (1955) για να ολοκληρωθεί το έγκλημα με την αθλιότητα της «6ης Ολομέλειας» (1956) και την ανάδειξη των εγκάθετων Κολλιγιάνη-Παρτσαλίδη που επιδίδονται μετά μανίας στην καταδίωξη της πλειοψηφίας των κομμουνιστών που διαφωνούσαν με το πραξικόπημα.
Στη συνέχεια είχαμε τη συγκρότηση του μ-λ κινήματος στην Ελλάδα (Αναγέννηση) και στις Ανατολικές χώρες όπου ζούσαν οι πολιτικοί πρόσφυγες.
Ακολουθεί η διάσπαση των ρεβιζιονιστών το 1968 και η εμφάνιση αυτών που ονομάστηκαν τότε ΚΚΕ εσωτερικού και ΚΚΕ εξωτερικού (ΚΚΕ). Στη διάρκεια της δικτατορίας εμφανίζονται μια σειρά οργανώσεις που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο εκφράζουν τάσεις ανάλογες με αυτές που εμφανίστηκαν νωρίτερα στον ευρωπαϊκό χώρο.
Η άνοδος του ΠΑΣΟΚ μετά το ’74 (πτώση της δικτατορίας) έχει καταλυτικές επιδράσεις στο σύνολο των δυνάμεων της ευρύτερης αριστεράς, εξέλιξη που σχετίζεται με το έρμα και την πραγματική υπόσταση αυτών των δυνάμεων.
Οι δύο πτέρυγες του ρεβιζιονισμού συμπορεύονται ανοιχτά με το ΠΑΣΟΚ, η εξωκοινοβουλευτική αριστερά οδηγείται σε κρίση και μετατρέπεται σε περιοχή αλίευσης στελεχών και «ανανέωσης» του στελεχικού δυναμικού του ΠΑΣΟΚ, ενώ η κρίση πλήττει και τις μ-λ δυνάμεις.
Μια σημαντική εξέλιξη έχουμε το 1989, όπου στο όνομα της …«κάθαρσης», οι δύο πτέρυγες του ρεβιζιονισμού συνεργάζονται με τη …δεξιά σε μια αποθέωση του οπορτουνισμού του πολιτικού τους αμοραλισμού αλλά και της ανοησίας τους, συνολικά της έλλειψης έρματος που τις χαρακτήριζε. Τις συνέπειες τις υφίσταται κύρια το ΚΚΕ που σε συνδυασμό με τις επιδράσεις των ανατροπών, το ’89-’91 οδηγείται σε νέα διάσπαση, διπλή αυτή τη φορά, καθώς το μεγαλύτερο τμήμα του στελεχικού του απαράτ φεύγει προς τα δεξιά και εντάσσεται στον ΣΥΝ ενώ το σύνολο σχεδόν της νεολαίας και ομάδα στελεχών στρέφεται αριστερά και συγκροτεί το ΝΑΡ.

Μια καθόλου απροσδόκητη μετάλλαξη

Φυσικά με αυτή μας την αναφορά δεν έχουμε την αυταπάτη ότι καλύψαμε έστω στο ελάχιστο το πλήθος των γεγονότων και των εξελίξεων, τη γκάμα των ζητημάτων που έχουν τεθεί και δεν αποπειραθήκαμε καν να αναφερθούμε στην ουσία τους. Ούτε άλλωστε θα ‘ταν δυνατόν κάτι τέτοιο. Αλλά το κάναμε ακριβώς γι’ αυτό! Η αναφορά μας ήταν ενδεικτική και μόνον και είχε την σκοπιμότητα του να πάρει μια ιδέα ο αναγνώστης (κύρια οι νέοι) του ποια και πόσα ζητήματα έχουν τεθεί και γιατί δεν μπορούν να απαντηθούν εν μία νυκτί και επειδή κάποιοι θα το «αποφασίσουν».
Ταυτόχρονα να σημειώσουμε πως αν σταματήσαμε τις αναφορές μας στις εξελίξεις του ’89-’91 αυτό δεν τον κάναμε καθόλου τυχαία. Θέλαμε να αναφερθούμε πολύ συγκεκριμένα και να υπογραμμίσουμε κάποιες εξελίξεις. Οι ανατροπές που συντελέστηκαν τότε είχαν πέραν όλων των άλλων την επίδρασή τους στην εμφάνιση ενός επαίσχυντου, αηδιαστικού και ταυτόχρονα συγκλονιστικού φαινομένου.
Εκατομμύρια «κομμουνιστών» στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες σπεύδουν να δηλώσουν τη μετάνοιά τους και μεταβαπτίζονται εν μία νυκτί σε «σοσιαλδημοκράτες» ή και (αστούς) «δημοκράτες». Αντίστοιχα εκατοντάδες χιλιάδες «κομμουνιστές» στις δυτικές χώρες μεταλλάσσονται με τον ίδιο τρόπο. Δεκάδες «κομμουνιστικών» κομμάτων μεταβαπτίζονται σε «σοσιαλδημοκρατικά» κλπ, ανακαλύπτουν τις «αρετές» της αστικής «δημοκρατίας του καπιταλιστικού συστήματος της ΕΕ, του ΝΑΤΟ και της «Μεγάλης Αμερικάνικης Δημοκρατίας».
Κάποιες πτέρυγες του ρεβιζιονισμού-ρεφορμισμού που δεν προσχωρούν ανοιχτά (και για λόγους αυτοσυντήρησης) παλινδρομούν ανάμεσα στον «πειρασμό» να ακολουθήσουν το δρόμο των προηγούμενων και την αγωνιώδη αναζήτηση σημείων στήριξης (καθώς έτσι είχαν εθιστεί) στον Ζουγκάνοφ, την Κίνα και «άλλες σοσιαλιστικές χώρες». Και μόνο μικρές ομάδες κομμουνιστών, μαρξιστών-λενινιστών και αντιιμπεριαλιστών αγωνιστών σε χώρες του τρίτου κόσμου επιμένουν να αντιστέκονται και να υπερασπίζονται -οι «ξεροκέφαλοι»- το Κομμουνιστικό Κίνημα, την προσφορά του, την αναγκαιότητα ανασυγκρότησής του και πάν’ απ’ όλα την αναγκαιότητα της αντίστασης της ασυμβίβαστης πάλης ενάντια στο καπιταλιστικό-ιμπεριαλιστικό σύστημα.
Ολα αυτά δεν αποτελούν μόνο ένα μέγα θέμα ηθικής τάξης. Πάν’ απ’ όλα συνιστούν ένα πολύ ουσιαστικό και κρίσιμο πολιτικό ζήτημα. Εμείς δεν θα παραγνωρίσουμε τη σημασία και την απογοήτευση που έσπειραν οι καταρρεύσεις, η ολοκλήρωση της παλινόρθωσης. Μόνο που όλοι αυτοί (οι περισσότεροι) αντέδρασαν έτσι «σαν έτοιμοι από καιρό», και μάλιστα ενδύθηκαν τους «νέους» ρόλους τους πασιχαρείς και ανακουφισμένοι. Και ήσαν έτοιμοι γιατί πραγματικά προετοιμάζονταν από καιρό και κυρίως προετοίμαζαν και από τη μεριά τους αυτές τις εξελίξεις. (Το κατά δύναμιν ο καθείς).
Τις προετοίμαζαν, όταν, με πρόσχημα την «προσωπολατρία» και τα «εγκλήματα του Στάλιν», ανέτρεπαν την σοσιαλιστική κατεύθυνση στη ΣΕ και στις άλλες σοσιαλιστικές χώρες. Τη θεμελίωναν, όταν, στο όνομα της «δημοκρατίας» και της κατάργησης της «δικτατορίας» του προλεταριάτου, απαλλάσσονταν από το «βραχνά» της σύνδεσης (και αναφοράς) στο ρόλο και τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Οταν, με το εφεύρημα του παλλαϊκού κόμματος, απαλλάσσονταν από το βήμα παρέμβασης και ελέγχου όσων επέμεναν να παραμένουν κομμουνιστές. Οταν, με πρόσχημα την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, τα οικονομικά κίνητρα και την «πρωτοβουλία» των διευθυντών, την αυτονομία και αποδοτικότητα των επιχειρήσεων, θεμελίωναν το ρόλο και άνοιγαν το δρόμο για τη διαμόρφωση και κυριαρχία της Νέας Αστικής Τάξης. Οταν, με σημαία το παλλαϊκό κράτος, επέβαλλαν τη δικτατορία αυτής της ΝΑΤ.
Τις προετοίμαζαν όσοι («ορθόδοξοι» και «ανανεωτές» ενωμένοι τότε) τα υποστηρίζανε όλα αυτά χαιρετίζοντάς τα σαν το «νέο ρεύμα υψηλής τάσης» που θα «ανανέωνε», λέει, το κομμουνιστικό κίνημα.
Οσοι, με σημαία τους το επαίσχυντο 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, ανακαλύψανε τις «δυνατότητες» που προσφέρει η αστική δημοκρατία, το «ειρηνικό πέρασμα», τον κοινοβουλευτικό δρόμο, τον ιστορικό συμβιβασμό με την αστική τάξη. Αυτοί που κάνανε πολιτική τους την ταξική συνεργασία, τη συναλλαγή με το σύστημα και εικόνισμά τους τις «βαθιές διαρθρωτικές αλλαγές» (του συστήματος). Οι ίδιοι που συκοφαντούσανε τον «δογματισμό» του ΚΚ Κίνας και που σε αγαστή συνεργασία με τους αστούς κονδυλοφόρους προσπάθησαν να δυσφημήσουν, να διασύρουν το νόημα της ΜΠΠΕ.
Προσθέσανε τη συμβολή τους όσοι, με πρόσχημα την κριτική στον μπρεζνιεφικού τύπου «σοσιαλισμό» (που πράγματι απαιτούνταν), την χρησιμοποίησαν σαν εφαλτήριο για να περάσουν στην αμαύρωση των επιτευγμάτων του σοσιαλισμού (στο όνομα των «σταλινικών εκτροπών) και από κει στην άρνηση της ίδιας της Οκτωβριανής Επανάστασης και το «πραξικόπημα» του Λένιν και των Μπολσεβίκων που εξέτρεψε την ιστορία από την ομαλή της ανέλιξη. Μπορούσαν πλέον να προσγειωθούν στο έδαφος του καπιταλισμού, να ανακαλύψουν τις αρετές του, να αποφανθούν περί του «παρωχημένου» της Λενινιστικής άποψης για τον ιμπεριαλισμό και (πασπαλίζοντάς τα όλα αυτά με ολίγον Μαρξ) την «ενσωμάτωση» ή και την «εξαφάνιση» της εργατικής τάξης κλπ, κλπ.
Τις προετοίμαζαν όσοι στον συνασπισμό των Ευρωπαίων ιμπεριαλιστών είδαν την «Μεγάλη Ευρωπαϊκή οικογένεια», όσοι χαιρετίσανε την γκορμπατσοφική περεστρόικα, όσοι δεν ντράπηκαν να συνεργήσουν μαζί του στην επίθεση ενάντια στην εργατική τάξη με το άθλιο πρόσχημα της «τεμπελιάς των εργατών».
Ολοι εκείνοι όλων των τάσεων και πτερύγων που συνεργήσανε με τις δυνάμεις του συστήματος στο να γίνει ο αντικομμουνισμός κυρίαρχη ιδεολογική τάση (ιδιαίτερα τη δεκαετία του 80) ακόμη και μέσα στις γραμμές των αριστερών οργανώσεων ακόμη και εκείνων που θέλαν να αναφέρονται στον …κομμουνισμό. Και όλα αυτά την ίδια περίοδο και χωρίς να αντιλαμβάνονται πολλοί απ’ αυτούς ότι το σύστημα διαμόρφωνε πλέον όλους τους όρους για τη μεγάλη και τελική του έφορο ενάντια στους λαούς σε όλα τα πεδία και σε όλα τα μέτωπα.

Η γοητεία της «συμμετοχής»

Να τα ξεχάσουμε όλα αυτά; Να τα αγνοήσουμε; Να προσπεράσουμε τα θέματα της ηθικής τάξης; Να υποβαθμίσουμε το μεγάλο -πολιτικό- ζήτημα της απόδοσης ευθυνών στον καθένα κατά τα έργα του; Το δίλημμα -αν είναι δίλημμα- μας το απαντάει η σημερινή πραγματικότητα. Γιατί ακόμα κι αν λέγαμε «περασμένα» όλα αυτά, το θέμα είναι πως δεν μπορούμε να πούμε ότι είναι και «ξεχασμένα». Επιβιώσανε (και επιβιώνουν) και στις αντιλήψεις, τις πολιτικές απόψεις και πρακτικές όλων αυτών και στο αμέσως επόμενο διάστημα.
Είχαμε φαινόμενα ανοιχτής και μαζικής προσχώρησης «αριστερών» στο σύστημα μια και η διάκριση σε αριστερά-δεξιά έπρεπε να θεωρείται πλέον «παρωχημένη».
Την ανακάλυψη των νέων προοπτικών και ρόλων της «αριστεράς» με τη «διεύρυνση των οριζόντων»της που έφταναν μέχρι την «κεντροαριστερά» των Κλίντον, Μπλερ και Σρέντερ. Τον «σοσιαλισμό» του Ζοσπέν. Τον εκσυγχρονισμό του Σημίτη. Το Ευρωπαϊκό «όραμα».
Είχαμε την απολογητική, ηττοπαθή στάση άλλων, την ταλάντευση, την ενεργή ή παθητική αποδοχή αστικών θεωρημάτων και αντιλήψεων, την ουσιαστική προσχώρηση σε μια λογική αποδοχής του «μοιραίου», της κυριαρχίας του συστήματος και του ρόλου του «διορθωτή» των πιο εξόφθαλμα αρνητικών του πλευρών, την θεωρητικοποίηση (σε διάφορες παραλλαγές) ενός τέτοιου ρόλου σαν μοναδικής διεξόδου για την …«αριστερά».
Το κεφάλαιο επιτίθονταν λυσσαλέα ενάντια στην εργατική τάξη και τις εργαζόμενες μάζες και αυτοί ανακάλυπταν τον «κοινωνικό διάλογο». Συζητούσαν για τα «παραδεκτά όρια των απολύσεων». Για συμμετοχές, συνδιοικήσεις και συναποφάσεις. Για «ανεκτές» αυξήσεις και στα «όρια αντοχής της οικονομίας». Για «λογικά» όρια κέρδους των κεφαλαιοκρατών. Για τα «οικονομικά κριτήρια» στο ζήτημα του ασφαλιστικού. Και σε φάση που κορυφώνονταν η επίθεση στο δικαίωμα στη δουλειά και τις εργασιακές σχέσεις, κάποιοι ανακάλυπταν το 35ωρο υπό το εμπνευσμένο επιχείρημα «λιγότερη δουλειά, δουλειά για όλους».
Ο ιμπεριαλισμός επέλαυνε προωθώντας μια πολιτική επαναποινικοποίησης του κόσμου, επέδραμε κομματιάζοντας χώρες και λαούς και αυτοί βλέπανε σ’ όλα αυτά την «ειρηνευτική παρέμβαση» της «Διεθνούς Κοινότητας». Το ΝΑΤΟ αναδείχνονταν σε ύπατο ρυθμιστή και φορέα της παγκόσμιας «νομιμότητας», διακήρυσσε ανοιχτά το «δικαίωμά» του επέμβασης και κατάργησης της ανεξαρτησίας των χωρών, καταπάτησης της ελευθερίας τους κι αυτοί ψελλίζανε για «εκδημοκρατισμούς» και «εθνοκαθάρσεις».
Ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός διεκήρυσσε το «δικαίωμα φόνου» οποιουδήποτε και σε οποιαδήποτε γωνιά της γης κι αυτοί συναινούσαν στο όνομα της «απόδοσης δικαιοσύνης», «ανησυχούσαν» για τον «κίνδυνο» του φονταμενταλισμού, της «τρομοκρατίας» κλείνοντας ταυτόχρονα τα μάτια στην τρομοκρατική δράση του μεγαλύτερου εγκληματικού μηχανισμού που ανέδειξε η ιστορία.
Ο κόσμος φλέγονταν και κάποιοι άλλοι κρατούσαν «ίσες αποστάσεις», αδρανούσαν, υπονόμευαν, εμπόδιζαν την οργή των μαζών να εκφραστεί, να γίνει κίνηση, να μετατραπεί σε πολιτική δύναμη αντίστασης στη βαρβαρότητα.

Να τα «ξεπεράσουμε» κι αυτά; Τα εντελώς πρόσφατα, τα μόλις χτεσινά; Αλλάξανε μήπως τα πράγματα, οι αντιλήψεις, οι θέσεις, οι απόψεις, οι πρακτικές; Αν άλλαξε, τι άλλαξε, πόσο και σε ποια κατεύθυνση, και κυρίως (γιατί κάποιες αλλαγές έχουν πράγματι συντελεστεί) το πώς θα αλλάξουν πραγματικά, θα αναφερθούμε στη συνέχεια. Αλλά εδώ θα θέλαμε να θέσουμε και από τη μεριά μας ένα ερώτημα. Μπορούμε να απαντήσουμε στο πρόβλημα της αριστεράς και της μεγάλης υπόθεσης των λαών χωρίς να ξεκαθαρίσουμε όλη αυτή την κοπριά, χτεσινή, σημερινή και μελλούμενη; Μπορούμε να προχωρήσουμε, να ξεφύγουμε από το τέλμα επιμένοντας να πλατσουρίζουμε στα βουρκόνερα; Ας δώσει ο καθείς την απάντησή του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου