Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Δευτέρα 24 Ιανουαρίου 2022

Νάουσα 23 Γενάρη 1933. Το συλλαλητήριο των υφαντουργών βάφεται στο αίμα. «Ζήτησαν δουλειά, πήραν σφαίρες…»

Δημοσιεύτηκε στην Προλεταριακή Σημαία φυλ.909, στις 22/1/2022 


Η περίοδος του Μεσοπολέμου στην Ελλάδα ήταν πλούσια σε εργατικές κινητοποιήσεις και σκληρές απεργίες που συχνά απέβαιναν νικηφόρες. Η άνοδος του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος μαζί με την αύξηση της επιρροής των κομμουνιστικών ιδεών μέσα στην ελληνική κοινωνία είχαν ως αποτέλεσμα να αναγκάσουν το κράτος να απαντά με άγρια καταστολή. Ήδη το 1929 είχε ψηφιστεί το Ιδιώνυμο, ένας νόμος δηλαδή που απαγόρευε τις εργατικές κινητοποιήσεις και την κομμουνιστική δράση. Πολλά μέλη και στελέχη του ΚΚΕ καθώς και συνδικαλιστές εργάτες διώχθηκαν, φυλακίστηκαν και εξορίστηκαν για τη δράση τους. Η ελληνική αστική τάξη έτρεμε μπροστά στο ενδεχόμενο η ανάταση αυτή του επαναστατικού κινήματος να αποκτήσει προοπτική, να καταλήξει νικηφόρα για την εργατική τάξη και να ανατραπεί το καπιταλιστικό σύστημα. Χρειάστηκε λίγα χρόνια αργότερα να επιβληθεί η δικτατορία του Μεταξά για να φρενάρει έστω και προσωρινά την άνοδο του κινήματος. 

 

Σε μια σειρά πόλεις της Ελλάδας που είχε αναπτυχθεί η βιομηχανική παραγωγή οι εργάτες πάλευαν καθημερινά ενάντια στην εργοδοσία και απέσπασαν σημαντικές κατακτήσεις. Η πόλη της Νάουσας είχε μεγάλη παράδοση στους εργατικούς αγώνες. Πολύ σημαντική ήταν η πρώτη απεργία των εργατών στα κλωστοϋφαντουργεία και τα νηματουργεία τον Μάη του 1914 με αιτήματα οικονομικά αλλά και σχετικά με το ωράριο εργασίας τους και τις εργασιακές συνθήκες. Θα λέγαμε ότι το σύνολο των αιτημάτων τους ήταν ένα είδος συλλογικής σύμβασης. 

Πολύ πιο σοβαρά όμως ήταν τα γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στις αρχές του 1933. Στις 21 Γενάρη του 1933 τα κλωστοϋφαντουργεία Λαναρά-Κύρτση στη Νάουσα προχώρησαν σε κλείσιμο, πετώντας στην ανεργία 3000 εργάτες. Είχε προηγηθεί η απόφαση του δημάρχου Γ. Περδικάρη από τον προηγούμενο χρόνο να φορολογήσει τα προϊόντα τους. Ο δήμαρχος διέδιδε, για να καθησυχάσει τους πολίτες του, ότι με τα χρήματα που θα συγκέντρωνε από την φορολογία των βιομηχανικών προϊόντων θα πραγματοποιούσε έργα για το λαό. Να σημειώσουμε εδώ πως ο φόρος που θα επιβαλλόταν δεν ήταν κάποιο σοβαρό ποσό που θα έθετε σε οικονομικό κίνδυνο τη λειτουργία των εργοστασίων. 

Η εργοδοσία όμως από την πλευρά της είχε καταφέρει να ελέγχει σημαντικό μέρος των εργατών της και να τους κινητοποιεί με το αίτημα της κατάργησης του φόρου, κάτι που δεν αφορούσε τους εργάτες αλλά την ίδια. Σε άλλη περίπτωση απειλούσε ότι θα προχωρούσε σε κλείσιμο των εργοστασίων, όπως ήδη είχε γίνει προειδοποιητικά τον Ιούλη του 1932. Έτσι κατάφερνε να στρέφει τους εργάτες μόνο εναντίον του δημάρχου ενώ οι ίδιοι εμφανίζονταν ως θύματα. 

Επειδή η λειτουργία των εργοστασίων του Λαναρά είχε επίπτωση στην οικονομική ζωή της πόλης, δημιουργήθηκε επιτροπή στην οποία συμμετείχαν και επαγγελματίες της Νάουσας που στήριζαν το αίτημα του Λαναρά και άλλων βιομηχάνων. Ο δήμαρχος όμως αρνούνταν να άρει τη φορολογία που επέβαλε. Έτσι η πόλη, στις αρχές του 1933, βρισκόταν σε αναβρασμό και προετοιμαζόταν μεγάλο συλλαλητήριο. Οι ιδιοκτήτες των κλωστοϋφαντουργείων είχαν διαρρεύσει ότι επίκειται το κλείσιμο των εργοστασίων τους και η μεταφορά τους σε άλλη πόλη. Και στις 21 του Γενάρη η απειλή έγινε πραγματικότητα. Τα εργοστάσια έκλεισαν. 

Το συλλαλητήριο προγραμματίστηκε για τις 22 Γενάρη του 1933. Ταυτόχρονα με την επιτροπή, στο συλλαλητήριο καλούσε και η τοπική οργάνωση του ΚΚΕ μαζί με το Ενιαίο Μέτωπο Εργατών - Αγροτών - προσφύγων (σχηματίστηκε λίγα χρόνια νωρίτερα με πρωτοβουλία του ΚΚΕ) αλλά σε διαφορετικό σημείο και με καθαρά εργατικά αιτήματα για δουλειά και ψωμί. Μάλιστα στη Νάουσα βρισκόταν εκείνες τις μέρες για να οργανώσει τη συγκέντρωση και ο Δ. Παρτσαλίδης, βουλευτής του Ενιαίου Μετώπου. Ο λόγος της διαφοροποίησης ήταν ότι γνώριζε πως η κινητοποίηση της επιτροπής ελεγχόταν από τους βιομηχάνους και δεν είχε εργατικά αιτήματα, παρά μόνο την άρση της φορολογίας των προϊόντων τους. Από την άλλη μεριά είχε ενημερωθεί από την Ενωτική ΓΣΕΕ ότι το κλείσιμο των εργοστασίων ήταν προαποφασισμένο, ανεξάρτητα από την απόφαση του Δημάρχου για τη φορολογία. 

 Έγραφε χαρακτηριστικά ο Νέος Ριζοσπάστης στις 24/1/1933: «Ολη η Νάουσα λοιπόν κάτω από το φάσμα της πείνας! Και οι εργοστασιάρχες εκμεταλλευτές βρήκαν τρόπο να εκμεταλλευτούν και απολυμένους ακόμα τους σκλάβους τους υφαντουργούς (…) Και είπαν στους εργάτες: "Θέλετε δουλειά; Απαιτήστε να σηκωθεί ο φόρος". Σάμπως είναι υπόθεση των εργατών η απαλλαγή τους από τους φόρους και το μεγάλωμα των κερδών τους» 

Η απάντηση από τη μεριά του βενιζελικού κράτους (μετά από απαίτηση του δημάρχου) ήταν να συγκεντρώσει στρατό και αστυνομία από τις γύρω πόλεις για να αντιμετωπίσει το λαό. Οι δύο συγκεντρώσεις πορεύτηκαν προς το Δημαρχείο. Όταν οι εργάτες έφτασαν μπροστά στο κτίριο βρέθηκαν περικυκλωμένοι από τις δυνάμεις καταστολής. Στα αιτήματά τους έλαβαν για άλλη μια φορά αρνητική απάντηση, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί μεγάλη αναστάτωση μεταξύ των συγκεντρωμένων. Τότε ο επικεφαλής του στρατιωτικού τμήματος βρήκε το πρόσχημα που χρειαζόταν και διέταξε τους στρατιώτες τους να πυροβολήσουν στο ψαχνό. Αυτοί όμως αρνήθηκαν. Οι μόνοι που πυροβόλησαν ήταν οι αστυνομικοί και σκότωσαν επιτόπου 4 υφαντουργούς. Τραυματίστηκαν πολλοί και ένας ακόμη από αυτούς υπέκυψε τις επόμενες μέρες. Όλοι τους ήταν φτωχοί βιοπαλαιστές.

 Έχει μεγάλη αξία να δούμε τον τρόπο με τον οποίο περιγράφει ο Νέος Ριζοσπάστης της 25/1 τα γεγονότα, περισσότερο για το ύφος των άρθρων της εποχής εκείνης: «3000 εργάτες συγκεντρώθηκαν με τα γυναικόπαιδα μπροστά στη δημαρχία. Ζητούσαν ψωμί-δουλειά. Σ’ απάντηση όμως δέχτηκαν απ’ το κράτος των κεφαλαιοκρατών στα στήθια πυρά ομαδόν, καυτό μολύβι. Ο εργάτης ζητάει ψωμί και μεροκάματο και σ’ απάντηση του προσφέρουν τον υποκόπανο. Ο φτωχός χωριάτης δεν έχει να πληρώσει τους φόρους, τον βάζουν φυλακή. Οι άνεργοι ζητούν ψωμί για να μην πεθάνουν της πείνας και σ’ απάντηση τους ξαπλώνουν νεκρούς στους δρόμους. Τι κι αν πεινά ο εργάτης; Τι κι αν όλος ο εργαζόμενος λαός έχει καταντήσει αγνώριστος από την πείνα; Δεν δίνουν γι αυτό πεντάρα οι εκμεταλλευτές (…) Επικεφαλής της επίθεσης αυτής ενάντια στην εργατική τάξη βρίσκεται ο αρχιδολοφόνος Βενιζέλος». 

Ακόμα και για τη στάση των φαντάρων που αρνήθηκαν να πυροβολήσουν αναφέρει: «Κανένας φαντάρος δεν πυροβόλησε. Η ταξική αυτή στάση των φαντάρων της Νάουσας είναι το φωτεινότερο παράδειγμα για το τι πρέπει να κάνει κάθε φαντάρος σε περίπτωση εξέγερσης των εργατών(…) η στάση τους είναι και μια προειδοποίηση της αστικής τάξης για τη συναδέλφωση των φαντάρων και εργατών στους αυριανούς μεγάλους ταξικούς αγώνες» (ΝΡ 26/1) 

Οι αρχές απαγόρευσαν τις συγκεντρώσεις την ημέρα της κηδείας των εργατών και για να εκφοβίσουν τον λαό της Νάουσας και να επιρρίψουν ευθύνες στους διαδηλωτές, προχώρησαν στη σύλληψη ενός εργάτη (Δημητριάδης), κατηγορώντας τον ότι πυροβόλησε στη διάρκεια του συλλαλητηρίου. 

Το μακελειό στη Νάουσα ξεσήκωσε κύμα διαμαρτυριών σε όλη τη χώρα. Σε μια διαμαρτυρία της επιτροπής Εργατικής Βοήθειας στο υπουργείο Δικαιοσύνης για να απαιτήσουν στήριξη των οικογενειών των δολοφονημένων εργατών και τιμωρία των πραγματικών υπευθύνων, πήραν την κυνική απάντηση από τον υπουργό πως «θα πνίξει στο αίμα κάθε εξέγερσή τους, για να μην του πάρουν τον αέρα οι εργάτες» (ΝΡ 27/1)

Μετά από τα αιματηρά γεγονότα, το δημοτικό συμβούλιο αποφάσισε να άρει τη φορολογία. Παρόλα αυτά τα περισσότερα εργοστάσια του Λαναρά έκλεισαν, πράγμα που σημαίνει ότι η εργοδοσία έπαιξε ένα πολύ άσχημο παιχνίδι στις πλάτες των εργατών για να δικαιολογήσει το κλείσιμο των εργοστασίων της που ήταν προαποφασισμένο. Αυτό κατήγγειλε και ο ΝΡ την 27/1 «η εργατική τάξη ορκίζεται να τους εκδικηθεί και να παλέψει για την ανατροπή του καθεστώτος των Λαναράδων, Βενιζέλων και Περδικάρηδων».

 Δεν είναι πρωτόγνωρη αυτή η πρακτική των βιομηχάνων ούτε και έμεινε μόνο στις παλαιότερες εποχές. Υπάρχουν πολλά αντίστοιχα παραδείγματα και από το πρόσφατο παρελθόν. Πόσες φορές δεν χρησιμοποίησε η Ελντοράντο το σωματείο των εργαζομένων της, ως δύναμη κρούσης απέναντι στον αγώνα των κατοίκων της Χαλκιδικής ενάντια στα σχέδια καταστροφής του τόπου τους από την εταιρεία; Πόσες φορές δεν απείλησε η Ελντοράντο ότι θα κλείσει την εξόρυξη και θα πετάξει στο δρόμο τους εργαζομένους της αν δεν νομοθετήσει το κράτος υπέρ της; Πόσοι βιομήχανοι ακόμα και στις μέρες μας δεν απειλούν με λοκ άουτ και απολύσεις αν δεν ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους ή αν δε σταματήσουν την απεργία τους οι εργαζόμενοι; Άλλωστε κατά καιρούς οι κυβερνήσεις επιχείρησαν να νομιμοποιήσουν αυτή την τακτική των εργοδοτών, όπως έγινε το 1976 με τον νόμο Λάσκαρη (ν. 330). 

Αλλά και η εταιρεία της οικογένειας Λαναρά τα προηγούμενα χρόνια πολλές φορές απείλησε ότι αν δεν χρηματοδοτηθεί από το κράτος θα κλείσει τα εργοστάσια και θα απολύσει τους εργάτες της. Και αφού πέτυχε να πάρει δάνεια και χρηματοδοτήσεις, με απίστευτο θράσος, προχώρησε στο οριστικό κλείσιμο των εργοστασίων και στο πέταγμα των εργαζομένων στην ανεργία το 2009. Την ίδια τακτική εφάρμοσαν και εφαρμόζουν δεκάδες επιχειρήσεις με διάφορα προσχήματα, όπως η κακή οικονομική κατάσταση, η έλλειψη ρευστότητας (ειδικά την περίοδο των μνημονίων),η πανδημία κ.α. Την ίδια ώρα που τα κέρδη τους γιγαντώνονται και οι λογαριασμοί τους στις ελβετικές τράπεζες αυγαταίνουν. 

Σ.Σ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου