του Δημήτρη Μάνου
Έναυσμα, τ.1 Χειμώνας 1994
Έναυσμα, τ.1 Χειμώνας 1994
Α' μέρος
(1850 - 1940)
Μια βάση για προσέγγιση
Η εθνικιστική έξαρση στα Βαλκάνια που έχει στο κέντρο της τη γιουγκοσλαβική κρίση, εμφανίστηκε στη χώρα μας μέσα από την όξυνση των σχέσεων με την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας. Ένθεν και ένθεν των συνόρων δημιουργήθηκε ένα τεταμένο και αδιέξοδο κλίμα αλλληλοτροφοδοτούμενου εθνικισμού. Οι χάρτες που περιέχουν τη Θεσσαλονίκη στο "καινούριο" κράτος ή από την άλλη πλευρά τα περί "γυφτοσκοπιανών" ή περί του "θνησιγενούς κρατιδίου" κ.λπ., όσο κι αν αποτελούν ακραίες μορφές εθνικισμού και τυχοδιωκτισμού δεν παύουν να είναι κλωνάρια μιας ενιαίας και κοινής τελικά λογικής.
Το "λογικής" τίθεται φυσικά κατ' ευφημισμόν μιας και η αποσταθεροποίηση των συνόρων, η σοβινιστική υστερία ή οι ανεδαφικοί αλυτρωτισμοί είναι ένα παιχνίδι με τη φωτιά, που σε τελική ανάλυση θα το πληρώσουν οι λαοί με μόνους κερδισμένους τους "διαιτητές" ιμπεριαλιστές.
Άξονας της δικής μας προσέγγισης είναι ο αυστηρός διαχωρισμός ανάμεσα σ' αυτό που η ιστορία (έως και στο όχι μακρινό παρελθόν) έθεσε σαν Μακεδονικό ζήτημα και σ' αυτό που προκύπτει σαν πολιτικό πρόβλημα σήμερα στις σχέσεις των δυο λαών.
Πρόκειται για μια καθοριστική, ζωτική για μας διάκριση. Δεν μπορείς -κατά τη γνώμη μας- να ασκείς σημερινή εθνική πολιτική με όρους ιστορικούς. Αυτό είναι διπλά αντιδραστικό και καταστροφικό. Δεν είναι τυχαίο ότι οι διάφορες αντιδραστικές και αιμοχαρείς δυνάμεις που ξυπνούν στα Βαλκάνια (αλλά και γενικότερα) έχουν σαν σημαία τους διάφορες ιστορικές "επανορθώσεις".
Φυσικά, από την άλλη, δεν μπορείς να αγνοείς το πώς επιδρούν οι όποιες λύσεις έδωσε η ιστορία στη σημερινή πραγματικότητα, τι κενά αφήνουν, τι αδικίες διαιωνίζουν, τι ανισοτιμίες προκαλούν.
Και στη μια και στην άλλη περίπτωση, δεν πρέπει να κλείνεις τα μάτια. Και σε πείσμα της σοβινιστικής πόρωσης πρέπει να επιμένουμε να μείνουν ανοιχτά.
ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ; ΕΘΝΙΚΟΣ Ή ΙΣΤΟΡΙΚΟΓΕΩΓΡΑΦΙΚΟΣ ΟΡΟΣ;
Μία από τις κριτικές που ασκούνταν από τη μεριά της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής προς την ΠΓΔΜ, ήταν πως έκανε σύγχυση της Μακεδονίας, σαν χώρου ιστορικογεωγραφικού με την εθνική της επικράτεια.
Σωστή κατά βάση αυτή η κριτική, δεν την είδαμε όμως να αναδεικνύεται κατά τα τελευταία εθνικιστικά συλλαλητήρια, όπου το "η Μακεδονία είναι ελληνική" ή ακόμα παραπέρα το "η Μακεδονία είναι μία και ελληνική" αναπαρήγαγε αυτή τη σύγχυση γεωγραφικού, εθνικού χώρου (από μεριάς της Ελλάδας αυτή τη φορά).
Η συνέχεια της "υψηλής" αντιπαράθεσης έφτασε στη... διεκδίκηση του Μεγάλου Αλεξάνδρου με την ανεκδιήγητη φυσικά γενεαλογική του σύνδεση με τους Σλάβους(!) και την τοποθέτηση στη σημαία της ΠΓΔΜ του άστρου της Βεργίνας, ενώ από την άλλη, ο Μεγαλέξανδρος, αιώνιο σύμβολο του "ελληνισμού" και των "χαμένων πατρίδων" υψώθηκε φρουρός σ' αυτήν την παραχάραξη. (Ας θυμηθούμε την εξέγερση του εθνικιστικού εσμού που προκάλεσε ένα κριτικό άρθρο για τον Μεγαλέξανδρο στο περιοδικό της ΟΝΝΕΔ. Μόνο στην πυρά που δεν ρίξανε τον αρθρογράφο).
Κατά τη γνώμη μας είναι ανεδαφικό να ανατρέχει κανείς σε ιστορικές περιόδους, που δεν υπήρχε η έννοια της εθνικής συνείδησης και του έθνους (όπως τη γνωρίσαμε μετά το διαφωτισμό και την άνοδο της αστικής τάξης) για να αποδείξει ζητήματα και θέσεις που έχουν να κάνουν με τη σύγχρονη ιστορία και πολύ περισσότερο με το σήμερα!
Το θέμα δεν είναι πόσα κιλά ελληνικό αίμα έτρεχε στις φλέβες του Μ. Αλέξανδρου. Ο Δημοσθένης, αρχηγός της αντιμακεδονικής παράταξης στην Αθήνα δεν θεωρούσε τον Φίλιππο καν φιλέλληνα. Και ο Ισοκράτης αρχηγός της φιλομακεδονικής παράταξης είχε προτείνει σε άλλους τρεις Έλληνες ηγεμόνες τη συνένωση των εξαντλημένων από τον Πελοποννησιακό πόλεμο ελληνικών κρατών, πριν καταλήξει στον "φιλέλληνα" Φίλιππο.
Ο Πολυσπέρχων, ένας από τους διεκδικητές του μακεδονικού θρόνου, σ' ένα διάγγελμα του στις ελληνικές πόλεις επικαλείται ότι "οι πρόγονοί μας κάνανε πάντα καλό στους Έλληνες", θα πρέπει μήπως να αποκηρυχθεί σαν σκοπιανός μετά από δυο χιλιάδες χρόνια περίπου;
Βέβαια και ο Μαρξ υποστηρίζει πως αν "με τον Περικλή η Ελλάδα έλαμψε εσωτερικά, με τον Αλέξανδρο έλαμψε εξωτερικά". Αυτό όμως έχει να κάνει με τον πολιτισμό και την ιστορική συνέχεια στο χώρο, κι όχι με το ποσοστό των ελληνικών αιμοσφαιρίων του! Μα και όταν οι μακεδονικές κατακτήσεις πήγαν παραπέρα από τη Μ. Ασία και ξεπέρασαν τα στενά Μεσογειακά πλαίσια, ο Μ. Αλέξανδρος και ο ελληνιστικός κόσμος έγιναν κτήμα της ιστορίας των παραδόσεων και των θρύλων της Μ. Ανατολής. (Έχει ανιχνευτεί μέχρι και σχέση του χριστιανικού μύθου για τη ζωή του Χριστού και της Παναγίας με το Μεγαλέξανδρο, τα παιδικά του χρόνια, τη μητέρα του κλπ.)
Τι συμπέρασμα μπορεί να βγάλει κανείς τότε; Υπάρχουν βέβαια και οι ανώμαλοι που υποστηρίζουν πως οι Ινδίες είναι ελληνικές. Η κάθοδος των Σλάβων αποτελεί μια τομή για το χώρο της Μακεδονίας και γενικότερα το Βαλκανικό χώρο. Εντάσσονται και αντιπαλεύουν το Βυζάντιο ενώ, σε περιόδους αδυναμίας ή παρακμής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας δημιουργούνται τα πρώτα σλαβικά κράτη (Βούλγαροι, αργότερα Σέρβοι κ.λπ.). Στον καθημερινό κόσμο της παραγωγής, στον καθημερινό απλό κόσμο, στην πλειοψηφία της κοινωνίας, όλες αυτές οι ανακατατάξεις δεν είχαν καμιά επίδραση εθνικής συνειδητοποίησης ή αφύπνισης.
"Πιο συγκεκριμένα: ο μελετητής που νομίζει ότι καταγράφει π.χ. την εθνική ιδεολογία του μεσαιωνικού κόσμου, "κόσμου της καλύβας", μοιάζει με τον εξερευνητή που, χαμένος μέσα σε μια απέραντη κοιλάδα, ακούει την αντήχηση των δικών του μόνο κραυγών" (Φ.Μαλιγκούδη "Η Θεσσαλονίκη και ο κόσμος των Σλάβων"). Πολύ χαρακτηριστικό αυτό!
Η σύγχυση και η ταύτιση του ιστορικού γεωγραφικού χώρου της Μακεδονίας με εθνικούς προσδιορισμούς και μονοπωλήσεις είναι μια τέτοια υπερφίαλη αντήχηση κραυγών.
Το "η Μακεδονία είναι μία και ελληνική", πέρα από το ότι αγνοεί πως ο ιστορικογεωγραφικός μακεδονικός χώρος έχει μοιραστεί ανάμεσα σε τρεις χώρες, στην πραγματικότητα δεν προσφέρει και τίποτε από την άποψη της υπεράσπισης της εδαφικής ακεραιότητας.
Τι νόημα έχει π.χ. η προσφυγή στον Στράβωνα, με τη γνωστή φράση του ότι "Ελλάδα είναι και η Μακεδονία", που είναι αναρτημένη σε δημόσιους χώρους; Έτσι η αλλιώς, άλλη εντύπωση και συνείδηση είχε ο Στράβων της εποχής εκείνης για το τι αποτελεί Ελλάδα, χώρα, κράτος κ.λπ..
Ακόμη περισσότερο, η επίκληση αυτή δείχνει μια αδυναμία πραγματικής στοιχειοθέτησης και υπεράσπισης του εθνικού χώρου σήμερα.
Αγνοώντας τις πραγματικές απειλές για τη χώρα και το λαό που προέρχονται από εκείνους που υποτίθεται πρέπει να πείσουμε για τα "δίκαια μας" με αναφορές στον Στράβωνα, δηλαδή τους ιμπεριαλιστές. Απειλώντας την ύπαρξη ενός γειτονικού λαού και οδηγώντας τον να γίνει όμηρος των δικών "του" εθνικιστών και αλυτρωτικών, υποτιμώντας έτσι πιο επικίνδυνους τοπικούς αλυτρωτισμούς (όπως π.χ. τον βουλγαρικό) ή πιο σοβαρές απειλές (όπως π.χ. της τουρκικής στρατοκρατίας).
Το παραλήρημα της "μίας και ελληνικής Μακεδονίας" και η θεώρηση της Μακεδονίας, όχι σα γεωγραφικό αλλά σαν εθνικό προσδιορισμό, δεν είναι μόνο ιστορικά ανεδαφική αλλά και εθνικά επικίνδυνη.
Η ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ ΖΗΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΠΑΡΑΓΟΝΤΕΣ ΠΟΥ ΤΟ ΣΥΝΘΕΤΟΥΝ
Το ότι σήμερα δεν τίθεται Μακεδονικό ζήτημα δε σημαίνει πως αυτό δεν μπήκε κατά το παρελθόν. Βέβαια, η γενιά που έζησε τη ρευστότητα του ζητήματος αυτού δεν έχει τελείως παρέλθει, κι αυτό έχει τη σημασία του. Όπως έχει τη σημασία του ότι μόνο ένας τυφλός δεν θα έβλεπε την επιβίωση του προβλήματος ακόμη και σήμερα.
Αν κάνεις μια βόλτα στη Δυτική Μακεδονία, στη Φλώρινα, και ρωτήσεις, θα σου πουν για τα χωριά των προσφύγων και των "ντόπιων". Δηλαδή, κάποιοι ήρθαν αργότερα από κάποιους που ζούσανε και ζουν σ' αυτά τα μέρη. Μπορεί ακόμα να διαπιστώσεις τη διγλωσσία κλπ.
Άρα, δεν ήταν όλα αποκυήματα της φαντασίας. Κάθε άλλο. Ούτε τυχαία απασχόλησε το πρόβλημα τρεις χώρες και τρία κομμουνιστικά κινήματα, απ' τα μεγαλύτερα της Ευρώπης. Ούτε τυχαία η αμήχανη αναφορά των επίσημων σχολικών βιβλίων στους "δίγλωσσους ή σλαβόφωνους Έλληνες" (πριν περάσει βέβαια ο Πλεύρης από τα σχολεία για να τα "εκσυγχρονίσει").
Ποιοι όμως παράγοντες αποτέλεσαν το φόντο του Μακεδονικού ζητήματος;
1. Όσμωση των λαών
Οι ιστορικές και πληθυσμιακές ανακατατάξεις δεν έφεραν μόνο συγκρούσεις, αλλά οδήγησαν και στον αλληλοεπηρεασμό και τη συνεύρεση των λαών. Ο Μακεδονικός χώρος στάθηκε ένα μεγάλο τέτοιο χωνευτήρι. Η Βυζαντινή διοίκηση και η τουρκική κατάκτηση έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις μετακινήσεις πληθυσμών. Καθοριστικό στοιχείο υπήρξε, βέβαια, για όλη τη Βαλκανική και για τη Μακεδονία η κάθοδος των Σλάβων τον 6ο αιώνα. Κι αν για τα σλαβικά φύλα που κατέβηκαν μέχρι την Πελοπόννησο δεν ανιχνεύεται η παρουσία τους σήμερα, παρά σε κάποια τοπωνύμια και ουσιαστικά συγχωνεύτηκαν στο σχηματιζόμενο νεοελληνικό έθνος, δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς το ίδιο για τα σλαβικά φύλα του Μακεδονικού χώρου και της Βόρειας Βαλκανικής.
Εκεί, η προσπάθεια δημιουργίας σλαβικών βασιλείων (βουλγαρικών, σερβικών κ.λπ.) και η αντίσταση στους Βυζαντινούς και Τούρκους δημιούργησαν μια κατάσταση που διέσωσε και διατήρησε ξεχωριστά φυλετικά και εθνολογικά χαρακτηριστικά. Αυτό οδήγησε σε αλληλοεπηρεασμό και όσμωση τους ελληνόφωνους και σλαβόφωνους πληθυσμούς. Ο Φ. Μαλιγκούδης, καθηγητής ιστορίας σλαβικών λαών στο ΑΠΘ, εντοπίζει αυτή τη συνέρευση του μεσαιωνικού κόσμου της καλύβας και της καθημερινότητας πρώτον, στο θρησκευτικό συγκρητισμό που διέσωσε "κατάλοιπα από παλιές σλαβικές δοξασίες" σε παραδόσεις της σημερινής Ελλάδας, δεύτερον, στη συμβίωση των δύο γλωσσικών φορέων στη βυζαντινή επαρχία και τρίτον, στην αλληλεπίδραση των δύο γλωσσικών συστημάτων "από το πλήθος των δανείων των λέξεων".
Το πώς "διαβάζεται" εθνικιστικά η ιστορία φαίνεται από την αγνόηση αυτής της παραμέτρου, που κάνουν οι επίσημοι ιστορικοί προβάλλοντας μόνο το εκπολιτιστικό έργο των Κυρίλλου και Μεθοδίου. Σημαντικό βέβαια το εκπολιτιστικό τους έργο, αλλά εκπορευόμενο από την κυρίαρχη βυζαντινή ελληνορωμαϊκή τάξη για τον προσεταιρισμό των Σλάβων και Βουλγάρων ηγεμόνων. Έτσι -τάχα- αποδεικνύεται η μακραίωνη κυριαρχία του "ελληνοχριστιανισμού".
Η απάντηση από την άλλη πλευρά είναι το ίδιο εθνικιστική και σοβινιστική: Βούλγαροι ιστορικοί και ιστορικοί της ΠΓΔΜ υποστηρίζουν με "επιχειρήματα" τη βουλγαρική ή τη σλαβική καταγωγή των Κυρίλλου και Μεθοδίου. Έτσι θεωρούν ότι απάντησαν στα ελληνικά επιχειρήματα. Οπότε η... αιματολογική διεκδίκηση ξεσηκώνει άλλες απαιτήσεις... αιμοσφαιριακών αναλύσεων από ελληνικής πλευράς και πάει λέγοντας... (Η σύγκριση των βιβλίων ιστορίας των βαλκανικών χωρών είναι χαρακτηριστική).
2. Πολυκερματισμός εθνικών χαρακτηριστικών
Η τέτοια φυλετική και εθνολογική κατάσταση του Μακεδονικού χώρου έδωσε ένα περίεργο πολυκερματισμό εθνικών χαρακτηριστικών. Γλώσσα, θρησκεία, ιστορικό παρελθόν κλπ, μοιράστηκαν ανάμεσα στους λαούς που κατοικούσαν τη Μακεδονία, με αποτέλεσμα να μην είναι επαρκής η ανάγνωση ενός από τα χαρακτηριστικά αυτά για τον καθορισμό της εθνικής ταυτότητας.
Τι πιο φυσικό για τα μεσαιωνικά και αναγεννησιακά χρόνια, θα 'λεγε κανείς συγκρίνοντας με την ιστορία των δυτικών ευρωπαϊκών λαών. Όμως ο πολυκερματισμός των εθνικών χαρακτηριστικών ακολούθησε τον Βαλκανικό Μακεδονικό χώρο και στους νεώτερους χρόνους. Αυτό, φυσικά, οφειλόταν στην τουρκική κατάκτηση που συντηρούσε αυτόν τον πολυκερματισμό και καθυστερούσε τη δημιουργία εθνικών αστικών κρατών και την ανάδειξη εθνικών αστικών τάξεων στα Βαλκάνια.
Ο Μακεδονικός χώρος (κι εδώ εννοούμε ολόκληρη την τριχοτομημένη σήμερα εθνικά Μακεδονία) στάθηκε αρκετά ευαίσθητος απέναντι σ' αυτήν την κατάσταση πραγμάτων εξ' αιτίας ιδιομορφιών του.
Γλώσσα, θρησκεία, παιδεία: κανένα απ' τα τρία αυτά στοιχεία δεν μπορεί να μονοπωλήσει την εθνική συνείδηση. Αντίθετα, τα έβρισκε κανείς σε ποικίλους συνδυασμούς μέσα στο μακεδονικό πληθυσμό.
• Γλώσσα
Σύμφωνα με το Βακαλόπουλο, ο Μακεδονικός χώρος χωριζόταν από την άποψη της ομιλούμενης γλώσσας σε τρεις ζώνες: στη Βόρεια, πάνω - από το Μοναστήρι, όπου κυριαρχούσαν οι σλαβόφωνοι πληθυσμοί, στη Νότια ζώνη, ανάμεσα σε Θεσσαλία-Βέροια-Θεσσαλονίκη, που κυριαρχούσαν οι ελληνόφωνοι "πληθυσμοί και τη Μεσαία ζώνη που περιελάμβανε τη σημερινή βορειοδυτική ελληνική Μακεδονία, την ΠΓΔΜ και λίγο από τη βόρεια-κεντρική ελληνική Μακεδονία.
"Ιδιόμορφη -λέει ο Βακαλόπουλος στο βιβλίο του "Νεώτερη ιστορία της Μακεδονίας"- ωστόσο, τόσο ως προς τη γλωσσική διαστρωμάτωση όσο και ως προς την εθνολογική σύσταση του χριστιανικού πληθυσμού, παρέμενε η κατάσταση στη μεσαία ζώνη".
Βεβαία ο "αντικειμενικός" συγγραφέας δεν ασχολείται καθόλου με τους σλαβόφωνους. Αντίθετα, κάνει ολόκληρη ανάλυση των βλαχόφωνων-ελληνόφωνων πληθυσμών της περιοχής. Και για να υποτιμήσει την κυριαρχία του σλαβόφωνου στοιχείου στην ύπαιθρο (που και ο ίδιος παραδέχεται) μας "θυμίζει" πως περιελάμβανε βουλγαρικές, ελληνικές, βλάχικες και αλβανικές λέξεις στο γλωσσικό του "ιδίωμα".
Είναι ένας τρόπος να αποσιωπάς πράγματα που δεν κολλάνε στο ιδεολόγημα σου.
Όμως η αλήθεια δεν είναι κάτι που μπορεί να αποκρυφτεί: "Ανάλογες γαιοκτητικές σχέσεις, όπως στο Πασαλίκι της Θεσσαλονίκης, επικρατούσαν στα μέσα του 19ου αι. και στην αντίστοιχη διοικητική περιφέρεια του Μοναστηρίου, όπου η μεγάλη πλειοψηφία καλλιεργητών αποτελούνταν από Βουλγάρους, οι οποίοι ζούσαν κάτω από άθλιες συνθήκες και χρησιμοποιούσαν πρωτόγονες καλλιεργητικές μεθόδους... Οι Έλληνες, Τούρκοι και Εβραίοι τσιφλικούχοι, τους χορηγούσαν τα απαραίτητα εργαλεία, τους σπόρους και τα ζώα και, αφού αφαιρούσαν τη δεκάτη, μοιράζονταν το προϊόν της σποράς σε ίσα μέρη".
Μιλώντας μάλιστα πιο πριν, στη σελίδα 41 του ίδιου βιβλίου, λέει ότι Εβραίοι και Έλληνες μπόρεσαν "σε τελευταία ανάλυση να αποτελέσουν, οι δυο αυτές μειονότητες, την κυρίαρχη μεταπρατική αστική τάξη στον μακεδονικό χώρο".
Χωρίς έτσι να το θέλει ο συγγραφέας έδωσε μια ανάλυση και της ταξικής διαστρωμάτωσης που υπήρχε μέσα στον μακεδονικό πληθυσμό. Η οποία εξηγεί ακόμα ίσως και την απροθυμία των μακεδονίτικων πληθυσμών να μπουν κάτω από την ηγεσία ενός ελληνικού αλυτρωτικού κινήματος.
Δεν ήταν, δηλαδή, μόνο η απόσταση από το εθνικό κέντρο που επικαλούνται ως μόνιμη δικαιολογία (υπαρκτή βέβαια). Σίγουρα το ζήτημα της γλώσσας δεν ήταν ένας τομέας όπου η Ελλάδα είχε την απόλυτη υπεροχή. Η "Καθημερινή" στην ειδική έκδοση της για τη Μακεδονία, θεωρεί σαν πιο έγκυρη την απογραφή πληθυσμού που πραγματοποίησαν οι τουρκικές αρχές (Χιλμίτ Πασάς) και όπου ελληνόφωνοι και σλαβόφωνοι εμφανίζονται να μοιράζονται στη μέση περίπου την εθνογλωσσολογική σύνθεση των χωρών. Η παραδοχή αυτή βέβαια ποτέ δεν έγινε εύκολα από όλες τις πλευρές. Έγιναν αρκετές προσπάθειες παραποίησης.
"Τα εθνολογικά στοιχεία που έδιναν κατά καιρούς στη δημοσιότητα τόσο η Ελλάς όσο και η Βουλγαρία, ακόμα και αυτά των προξένων στη Θεσσαλονίκη και στο Μοναστήρι και σε σημαντικό βαθμό αυτά της κεντρικής εξουσίας, στερούνταν αξιοπιστίας και φανερώνουν μόνο τους στόχους και τις επιδιώξεις αυτών που προέβαλαν τα στοιχεία στον πόλεμο των εντυπώσεων που διεξαγόταν εκτός Μακεδονίας με την ίδια σφοδρότητα με την οποία διεξαγόταν ο ανταρτοπόλεμος στη Μακεδονία και ιδίως στην εξεταζόμενη περιοχή της".
(Ι. Κολιόπουλος/"Λεηλασία φρονημάτων").
Έτσι, ενώ η γλώσσα δεν αποτελεί -και σωστά- μοναδικό στοιχείο εθνικής συνείδησης, στη νότια ζώνη που κατοικούσαν αμιγώς ελληνόφωνοι πληθυσμοί αποτελεί! Είναι ορατή η διαφορετική μεταχείριση των ιστορικών δεδομένων κατά το δοκούν!
• Θρησκεία
"Η εξακρίβωση της εθνικής ταυτότητας του χριστιανικού πληθυσμού της Μακεδονίας, αν εξαιρέσει κανείς το μουσουλμανικό στοιχείο, που απαρτιζόταν από τους παλιούς εποίκους, Γιουρουκους και Κονιάρους τους Κιρκασίους, οι οποίοι είχαν εγκατασταθεί στα μέσα της δεκαετίας του 1860, τους εξισλαμισμένους Χριστιανούς και Εβραίους (Ντουμέδες) και τους Αλβανούς μουσουλμάνους της βορειοδυτικής κυρίως Μακεδονίας, υπήρξε μια ιδιαίτερη περίπλοκη διαδικασία εφ' όσον το κριτήριο της θρησκείας και της παιδείας δεν ήταν δυνατόν (τουλάχιστον ως τα μέσα του 19ου αι.) να προσδιορίσει απόλυτα την εθνική σύνθεση των κατοίκων".
(Α.Βακαλόπουλος,"Νεώτερη Ιστορία της Μακεδονίας").
Φυσικά ο Βακαλόπουλος που υποστηρίζει όλα τα παραπάνω σίγουρα δεν γίνεται να χαρακτηριστεί σαν... φιλοσκοπιανός. Κάθε άλλο. Η σύγχυση γλώσσας, θρησκείας έδινε έναν απίθανο συνδυασμό εθνολογικών χαρακτηριστικών. Έτσι η επίσημη τουρκική στατιστική: Έλληνες 698.962 και Βούλγαροι 557.734 μπορούσε να διαβαστεί και ως εξής: Εξαρχικοί Βούλγαροι: 557.534, Πατριαρχικοί Βούλγαροι: 320.962, Πατριαρχικοί Έλληνες: 307.000.(αποτελέσματα απογραφής όπως τα ανακοίνωσε εφημερίδα της Βιέννης εκείνη την εποχή, που δείχνει το μπέρδεμα). Ο Στρατής Μυριβήλης γράφει στη "Ζωή εν τάφω"; "Τούτοι εδώ μιλάνε μια γλώσσα που την καταλαβαίνουν και οι Σέρβοι και οι Βούλγαροι. Τους πρώτους τους μισούνε γιατί τους πιλατεύουν και τους μεταχειρίζονται σαν Βουλγάρους. Και τους Βουλγάρους τους μισούνε γιατί πήραν τα παιδιά τους στον πόλεμο. Εμάς, τους Ρωμαίους, μας δέχονται με κάποια συμπαθητική περιέργεια, μόνο και μόνο γιατί είμαστε οι γνήσιοι πνευματικοί υποτακτικοί του Πάτρικ, του Οικουμενικού Πατριαρχείου... Αυτά όλα μας κάνουν προνομιούχους στα μάτια τους. Μολαταύτα, δε θέλουν να 'ναι μήτε Μπούλγκαρι, μήτε Σρρτ, μήτε Γκρρτς".
• Παιδεία
Μετά την απώλεια της Πατριαρχικής Οικουμενικότητας και την ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας, χάνεται το προνόμιο στο οποίο αναφέρεται ο Σ. Μυριβήλης. Υποτίθεται πως η ελληνική παιδεία αποτέλεσε το άλλο δυνατό ατού του ελληνισμού.
Στοιχειώδης ανάγνωση των πηγών της εποχής αμφισβητεί αυτή την ευκολία συμπερασμάτων. Οπωσδήποτε η ελληνική παιδεία και γλώσσα, γλώσσα του εμπορίου και συνεκτικός πολιτιστικός δεσμός της μεσογειακής λεκάνης συνεπικουρούμενη κι από την κυριαρχία των Φαναριωτών και Μολδαβών ηγεμόνων, έπαιζε σημαντικό ρόλο στα Βαλκάνια. Αυτό όμως, λίγο αφορούσε τους πληβειακούς πληθυσμούς του μακεδονικού χώρου και ιδιαίτερα το μεσαίο διαφιλονικούμενο κομμάτι του.
Οι Έλληνες πρόξενοι (Φοντάνας, Πέζας, Γιαννόπουλος, Μπέτσος, Πανουργίας, Παπαρρηγόπουλος κλπ), πρόεδροι του "Συλλόγου προς διάδοση των ελληνικών γραμμάτων", ο μητροπολίτης Πελαγονίας και το σύνολο των ελληνόφωνων προκρίτων κάνουν λόγο για υποχώρηση των ελληνικών γραμμάτων, ανυπαρξία οικονομικών πόρων, πρόβλημα στελέχωσης των σχολείων, κλασσικιστικά- παρωχημένα κι όχι θετικά, σύγχρονα προγράμματα κλπ.
Παράλληλα, διαπιστώνουν άνοδο της βουλγαρικής παιδείας, της οικονομικής της υποστήριξης, θετικό και πρακτικό, "κοντά στη ζωή" πρόγραμμα του βουλγαρικού σχολείου κλπ.
Ο πρόξενος Πέζας αναφέρει ότι ήταν συχνό το φαινόμενο οι άποροι γονείς να στέλνουν τα παιδιά τους στα σχολεία, επειδή οι ξένες προπαγάνδες τους προσφέρανε ένα αλφαβητάριο και συμπληρώνει: "Τοσαύτη ενπλείστοις χωρίοις κρατεί κακοδαιμονία και ρευστότης συνειδήσεως".
(Σ. Βουρή, "Εκπαίδευση και εθνικισμός στα Βαλκάνια").
Ο Μητροπολίτης Πελαγονίας θεωρούσε σημαντικότερη τη " σύσταση οικοτροφείων στα χωριά, επειδή κατά τη γνώμη του τα πρώτα ήταν πιο αποτελεσματικά στον τομέα της εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας για την καθημερινή ζωή".
(στο ίδιο). . , ''
Η περίοδος για την οποία μιλάμε εκτείνεται από τα τέλη του προηγουμένου (19ου) ως τις αρχές του σημερινού αιώνα, οπότε ξεκινά ο λεγόμενος "Μακεδονικός Αγώνας" ή, καλύτερα, οι Μακεδονικοί Αγώνες.
"Ήταν ένα κράμα όλων των Βαλκανικών εθνοτήτων τότε η Μακεδονία. Έλληνες, Βούλγαροι, Ρουμάνοι, Σέρβοι, Αλβανοί, Χριστιανοί και Μουσουλμάνοι ζούσαν φύρδην-μίγδην κάτω από το βαρύ ζυγό των Τούρκων. Η γλώσσα τους ήταν η ίδια, Μακεδονίτικη, ένα κράμα και αυτή από σλαβικά και ελληνικά, ανακατωμένα με λέξεις τούρκικες... Εθνική συνείδηση έχουν την μακεδονική μονάχα"
(Π. Δέλτα, "Τα μυστικά του Βάλτου").
3. Ιστορική διεκδίκηση του μακεδονικού χώρου
Ο πολυκερματισμός αυτών των εθνικών χαρακτηριστικών, όχι μόνο δε μειώνεται, αλλά γίνεται ένα πιο σύνθετο κουβάρι την περίοδο της εθνικής αφύπνισης των υπόλοιπων βαλκανικών λαών. Η ίδρυση του Σερβικού και Βουλγαρικού βασιλείου στα βόρεια εδάφη, στη Βόρεια ζώνη της Μακεδονίας μεταφέρει τον εθνικό ανταγωνισμό στην ευαίσθητη Μεσαία ζώνη.
Το εναρκτήριο λάκτισμα αποτελεί η συνθήκη του Αγ. Στεφάνου (1879), που αναγνωρίζει (άσχετο τι έγινε αργότερα) το δικαίωμα της Βουλγαρίας να γίνει "μεγάλη", να επεκταθεί. Η ίδρυση της Βουλγαρικής Εξαρχίας, δηλαδή του Βουλγαρικού Πατριαρχείου, την ίδια περίοδο, αποτελεί ακόμα σημαντικό σταθμό που αλλάζει τη διάταξη δυνάμεων και ρευμάτων στον μακεδονικό χώρο.
Παράλληλα, ενεργοποιείται ο σερβικός, ο ρουμανικός, κι αργότερα, ο αλβανικός εθνικισμός. Η πρωτοπορία που είχε κατακτήσει το ελληνικό στοιχείο τόσο "από τα πάνω" (Φαναριώτες, Ηγεμόνες, Πατριαρχείο) όσο και "από τα κάτω" (ελληνικό επαναστατικό κίνημα του '21) υποχωρεί μπροστά στην ανάδυση των υπολοίπων βαλκανικών λαών.
Η προσμονή της κατάρρευσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας πολλαπλασιάζει τους εθνικούς πόθους και μετατρέπει τη Μακεδονία σε καμίνι (ιδιαίτερα τη Μεσαία ζώνη της), των Βαλκανίων και, γενικότερα, της Ευρώπης.
Η σταδιακή απεμπλοκή της Ρωσίας από τη γενική υποστήριξη των χριστιανικών λαών και ο αποκλειστικός της περιορισμός στους Σλάβους και στην Πανσλαβική Ιδέα, γέρνουν αποφασιστικά την πλάστιγγα. Ή ταυτότητα των Σλαβόφωνων της περιοχής και ο επηρεασμός του φρονήματος τους από το ελληνικό βασίλειο και τη βουλγαρική ηγεμονία προβλήθηκαν στο προσκήνιο, ιδίως κατά τη διάρκεια της σκληρής αναμετρήσεως των Ελλήνων με τους Βουλγάρους στις αρχές του 20ου αι. Οι δυο βασικές εκδοχές της ιστορίας του Μακεδονικού Αγώνος, η ελληνική και η βουλγαρική, μέρος οργανικό η καθεμιά της εθνικής ιστορίας, της Ελλάδος η πρώτη, της Βουλγαρίας η δεύτερη, αποτελούν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, δηλαδή του επηρεασμού και της στηρίξεως του φρονήματος των Σλαβόφωνων υπέρ της Ελλάδος ή της Βουλγαρίας".
Η μετατόπιση του κέντρου βάρους της βαλκανικής αφύπνισης απέναντι στους Οθωμανούς από τους Έλληνες στους Σλαβικούς λαούς (και ιδιαίτερα το Βουλγαρικό) φαίνεται και από την αδυναμία των πρώτων να οργανώσουν αξιόπιστα και επιτυχή επαναστατικά κινήματα στον βόρειο μακεδονικό χώρο.
Οι επαναστατικές κινήσεις που επηρεάζονται από το ελληνικό εθνικό κέντρο ξεσπούν κατά βάση στη νότια ζώνη της Μακεδονίας "με τον αμιγώς ελληνόφωνο πληθυσμό" (Βέροια, Ελασσόνα, Ραψάνη, Λιτόχωρο κλπ) και ιδιαίτερα στον Όλυμπο και στην Κασσανδρία-Χαλκιδική. Ιδιαίτερα το επαναστατικό κίνημα του Καρατάσου στη Χαλκιδική συνδέεται και με την αναπτυγμένη ελληνική πειρατεία στις βόρειες Σποράδες απ' όπου ξεκίνησε.
Αντίθετα, στον κυρίως αγροτικό πληθυσμό οι εξεγέρσεις χρωματίζονται από το σλαβικό στοιχείο που παίζει σιγά σιγά, πρωταγωνιστικό ρόλο. Έτσι, το 1850 έχουμε δυο σημαντικές αγροτικές εξεγέρσεις στα Βρά-νια και στο Νις.
Τα γεγονότα του Ιλιντεν του 1903
Αποτελούν κομβικό σημείο της αγροτοσλαβικής επαναστατικής κίνησης. Βέβαια, από πολλούς Έλληνες ιστορικούς γίνεται προσπάθεια να υποτιμηθούν. Να θεωρηθούν σαν μια πραξικοπηματική ενέργεια, που στόχο είχε να προκαλέσει την επέμβαση των ευρωπαϊκών δυνάμεων (θαρρείς και ολόκληρο το ελληνικό βασίλειο δεν είχε στηθεί από τα κανόνια τους στο Ναβαρίνο). Να αποδειχτεί, ότι οι αγρότες "σύρθηκαν" με τρομοκρατικές ενέργειες για να προκληθεί η τουρκική αιματηρή αντεκδίκηση, που θα εξωθούσε τις Μεγάλες Δυνάμεις να δράσουν, ώστε να προστατέψουν τους χριστιανικούς πληθυσμούς.
Μα, ακόμα και τέτοιο χρωματισμό να είχαν (και ποιο βαλκανικό, κίνημα δεν είχε και τέτοια χαρακτηριστικά, ας θυμηθούμε το "Μόσκοβο που θα φέρει το σεφέρι" ή την περίφημη "Ανώτατη Αρχή" της Φιλικής) η εξέγερση πήρε μαζικότατα χαρακτηριστικά.
"Είναι σχεδόν αδύνατο να εκτιμηθεί με ακρίβεια το ποσοστό του αγροτικού πληθυσμού της Μακεδονίας που είχε εγκαταλείψει τα χωριά και συμμετείχε στο επαναστατικό κίνημα αλλά πρέπει οπωσδήποτε να ήταν αρκετές χιλιάδες, όπως συμπεραίνει ο Άγγλος πρόξενος του Μοναστηρίου James Mc Gregor. Ανάμεσα σ' αυτές, υπήρξε σημαντικό ποσοστό σλαβόφωνου, ελληνικού ή ελληνοβλάχικου πληθυσμού, σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Άγγλου διπλωματικού εκπροσώπου, το οποίο μολαταύτα διατηρούσε γνήσια την ελληνική συνείδηση" (πάντα!).
(Βακαλόπουλος, "Νεώτερη Ιστορία της Μακεδονίας")
Η συμμετοχή αυτή είναι δεδομένη: αρκετοί κατοπινοί Έλληνες "μακεδονομάχοι" είχαν σαν σχολείο τους την εξέγερση του Ιλιντεν "τη μεγάλη αυτή επαναστατική κινητοποίηση που είχε βουλγαρική χροιά" (Βακαλόπουλος).
Πρόκειται για την προ των σοβινισμών και εθνικισμών εποχή, όπου το πνεύμα του Ρήγα, της παμβαλκανικής επαναστατικής συνεργασίας είναι ακόμα ζωντανό. Στην Αθήνα, μάλιστα, δημοκρατικοί κύκλοι δημιουργούν σύλλογο υπεράσπισης και συμπαράστασης των εξεγερμένων του Ιλιντεν. Όμως, πλέον, βρισκόμαστε στο τέλος μιας ιστορικής φάσης για τους Βαλκανικούς λαούς.
"Όταν όμως οι Βούλγαροι κήρυξαν την εκκλησιαστική τους ανεξαρτησία και αναγνωρίστηκε στην Κωνσταντινούπολη αρχηγός βουλγαρικής εκκλησίας ο Έξαρχος αντί του Πατριάρχη κι όταν η Σύνοδος του 1872 κήρυξε Σχισματικούς τους Βούλγαρους, χωρίστηκε η Μακεδονία σε Πατριαρχικούς Έλληνες και Εξαρχικούς Βούλγαρους, χωρίστηκαν και οι ουτοπίτες, οι συγχωρίτες - ακόμα και οι οικογένειες".
(Π.Δέλτα, "Τα μυστικά του βάλτου")
Ένοπλη μακεδονική αντιπαράθεση
Ο αλληλοεπηρεασμός και το αντίθετο του, η ιστορία διεκδίκησης, έδωσαν σ' αυτόν τον πολυκερματισμό εθνικών στοιχείων εκρηκτικό χαρακτήρα. Τα τρία αυτά στοιχεία έδωσαν ένα μίγμα πολύ "περίεργο".
Ο αγώνας δρόμου για τον επηρεασμό και την καθυπόταξη του φρονήματος του σλαβόφωνου (αλλά και του ελληνόφωνου) πληθυσμού της μεσαίας ζώνης παίρνει όψη απόλυτη, αιματηρή, εκδικητική.
Όσο η Επαναστατική Μακεδονική Εθνική Οργάνωση μπαίνει κάτω από την επιρροή των μοναρχικών βουλγαρικών κύκλων, πολλαπλασιάζονται οι επιθέσεις στα σλαβόφωνα και ελληνόφωνα χωριά, οι αναγκαστικές δηλώσεις εθνικής υποταγής, η θρησκευτική εκδίωξη, οι φόνοι, οι λεηλασίες.
Είναι χαρακτηριστικό πως Μακεδόνες αγωνιστές, όπως ο Καπετάν-Κώτας, μια από τις -όπως φαίνεται- πιο ευγενικές και παμβαλκανικές φυσιογνωμίες της ιστορικής αυτής εποχής, αηδιασμένοι και από τις μεθόδους αυτές εγκαταλείπουν τα σλαβικά ένοπλα τμήματα και εντάσσονται στα ελληνικά. Περισσότερο αυτό έπαιξε ρόλο και λιγότερο η εθνική του συνείδηση ως Έλληνα, όπως εξάλλου και ο Βακαλόπουλος παραδέχεται προβάλλοντας το όραμα του Κώτα. "Πάντες είμεθα Αδελφοί χριστιανοί, και, ως αληθινοί χριστιανοί πρέπει και Έλληνες και Αλβανοί και Βούλγαροι να βοηθώμεν αλλήλους, ίνα κερδίσωμεν εκείνο το οποίον ηρχίσαμεν. Διότι, ο άγων είναι ιερός και το κέρδος κοινόν".
Οι θηριωδίες του Βουλγαρικού Χορτάτου, που δηλώνουν έναν επιθετικό εθνικισμό οπωσδήποτε δίνουν στον ελληνικό εθνικισμό έναν "αμυντικό" χαρακτήρα. Ο χαρακτήρας αυτός δεν είναι αποτέλεσμα όμως συνειδητής επιλογής από το "εθνικό κέντρο", αλλά συνέπεια της αδυναμίας στην οποία "το εθνικό κέντρο" βρίσκεται. Η ελληνική πολιτική των τελευταίων δεκαετιών του 19ου αι. φτάνει να υποστηρίζει μέχρι και το στάτους κβο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ή νέα πορεία της επίσημης εξωτερικής πολιτικής του ελληνικού κράτους εγκαινιάστηκε την εποχή αυτή με την αναγκαστική εξασφάλιση και διατήρηση αγαθών σχέσεων με την Τουρκία ως απαραίτητο αντίβαρο στις αλλεπάλληλες ελληνικές αποτυχίες στο στρατιωτικό κυρίως τομέα αλλά ακόμη και σαν αντιστάθμισμα στην, ολοένα εντεινόμενη βουλγαρική διείσδυση στη Μακεδονία".
(Βακαλόπουλος)
Η ήττα του 1897 δυσκολεύει κι άλλο τη θέση της Ελλάδας
Πολύ αργότερα, στις αρχές του αιώνα, "σχεδόν" επίσημα με τον Παύλο Μελά, το "εθνικό κέντρο" αναμιγνύεται ένοπλα στην μακεδονική αντιπαράθεση με κάπως συγκροτημένο τρόπο. Μέχρι τότε, ο συντονισμός των ενόπλων ομάδων ήταν έργο στενού κύκλου κλασικιστών διανοουμένων (Σύλλογος προς διάδοσιν των Ελληνικών γραμμάτων) ή κάποιων προκρίτων.
Η άνοδος του Π. Μελά στη Μακεδονία προσπαθεί να αξιοποιήσει αυτήν την ακτινοβολία του Κώτα στον ελληνόφωνο πληθυσμό. Ο Κώτας έχει βέβαια δολοφονηθεί, πιθανόν από ενέργειες του Μητροπολίτη Καραβαγγέλη που τον στρατολόγησε στα ελληνικά ένοπλα τμήματα. Είχε ήδη προκαλέσει αντιθέσεις και αναχωρήσεις στελεχών των ενόπλων τμημάτων του Ελληνικού Κομιτάτου στην Ελλάδα, γιατί ενώ μπορούσε άνετα να εξοντώνει σλαβόφωνους και βουλγαρόφιλους ηγέτες δεν το έκανε.
Έχουμε ήδη περάσει από το ριζοσπαστικό, παμβαλκανικό εθνικισμό στον εθνικισμό του 20ου αϊ. "Μολονότι δεν είχαν λείψει οι κάθε είδους επαφές μεταξύ της ελευθέρας Ελλάδος και αλύτρωτης Μακεδονίας, το εθνικό κράτος στον ελληνικό νότο είχε διαμορφώσει μια ιθύνουσα τάξη διαφορετική από τις παραδοσιακές ομάδες των ραγιάδων χριστιανών στον τουρκοκρατούμενο ελληνικό βορρά. Ο Παύλος Μελάς και ο Καπετάν-Κώτας, αντιστοίχως, εκπροσωπούν τη "νέα" και την "παραδοσιακή" εθνική ταυτότητα".
(Κολιοπούλου "Λεηλασία Φρονημάτων")
Βέβαια, πάντα, η Ελλάδα δεν φταίει!! Αυτή είναι που "προκλήθηκε" από το βουλγαρικό και σερβικό σοβινισμό κι απάντησε. Οπότε, ο ελληνισμός δικαιολογείται γιατί είναι πάντα αμυνόμενος. Κατ' αυτούς τους ιστορικούς που στοιχειοθετούν και την επίσημη γραμμή του ελληνικού κράτους, θα 'πρεπε οι υπόλοιποι Βαλκάνιοι να καθίσουν ήσυχα στ' αβγά τους και να περιμένουν. Γιατί ακόμα και οι πιο ριζοσπαστικές εθνικιστικές ελληνικές παραστρατιωτικές ομάδες, όπως η "Μακεδονική Άμυνα", με το γραφικό χαρακτήρα του Ίωνα Δραγούμη, διακήρυττε "όχι την ανατροπή των καθεστώτων, αλλά υπεράσπισις εθνική των ελληνικών κοινοτήτων και αλληλοβοήθεια". Όσο για την εκδικητική μανία του "αμυντικού" αυτού εθνικισμού, εκδηλώθηκε σε αρκετές περιπτώσεις κατά την έκρηξη των βαλκανικών πολέμων και πήρε τη ρεβάνς του από τους σλαβόφωνους κατοίκους της ελληνικής πια Μακεδονίας με τους διωγμούς και τις μετακινήσεις πληθυσμών.
Η Π. Δέλτα στα "Μυστικά του Βάλτου" υπερασπίζοντας και προβάλλοντας την εθνικιστική υστερία, περιγράφει τις αγριότητες που διαπράχθηκαν στον "Μακεδονικό Αγώνα" και από τους Έλληνες. Όπως οι περιγραφές εκτελέσεων αιχμαλώτων στις οποίες ο νεοφερμένος καπετάν-Νικηφόρος Τερζάς εκφράζει τον αποτροπιασμό του. Λίγο δύσκολο να κατηγορηθεί η Π. Δέλτα σαν... φιλοσκοπιανή.
ΟΙ ΒΑΛΚΑΝΙΚΟΙ ΠΟΛΕΜΟΙ
Ο ρόλος τους
Οι βαλκανικοί πόλεμοι έπαιξαν ρόλο καταλύτη στον τρόπο που επανατοποθετήθηκε και επιλύθηκε το Μακεδονικό ζήτημα.
Από τη σκοπιά του ζητήματος που εξετάζουμε μας ενδιαφέρουν δυο θέματα εδώ:
1. Η κατάσταση της Βουλγαρίας μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους και τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο.
2. Το μειονοτικό ζήτημα, οι μετακινήσεις πληθυσμών και η Βαλκανική Συνεργασία ύστερα από την καταλυτική επίδραση των πολέμων.
1. Σχετικά με το πρώτο, έχουμε μια Βουλγαρία που μπαίνει στους Βαλκανικούς Πολέμους με τον αέρα της ρωσικής υποστήριξης και με σημαία την απελευθέρωση της Μακεδονίας και των αλυτρώτων αδελφών.
Κάτω από την πίεση και παρότρυνση της Ρωσικής εξωτερικής πολιτικής που ήθελε να χτυπήσει την Οθωμανική Αυτοκρατορία και να βρει διέξοδο στη Μεσόγειο, τα βουλγαρικά στρατεύματα στρέφονται προς τη Θράκη, την Ανδριανούπολη μέχρι και την Κωνσταντινούπολη. Αυτό δίνει τη δυνατότητα σε Έλληνες και Σέρβους να προωθηθούν κι έτσι στον Β' Βαλκανικό Πόλεμο, όταν οι Βούλγαροι πάνε να επιβάλουν τη Μεγάλη Βουλγαρία βρίσκονται αντιμέτωποι με τον ελληνοσερβικό συνασπισμό ενώ ταυτόχρονα δέχονται και την τουρκική αντεπίθεση, καθώς η Τουρκία αρπάζει την ευκαιρία... Παράλληλα η Βουλγαρία δέχεται και "πισώπλατο" χτύπημα απ' τη Ρουμανία, την οποία ενισχύει σ' αυτήν τη φάση η ρωσική πολιτική, εγκαταλείποντας τον παραδοσιακό της σύμμαχο για ένα πιο σίγουρο "κοντινό" γείτονα, εξαιτίας της γερμανικής πίεσης στο μέτωπο.
Η προσπάθεια να καταλάβει τη σημερινή ελληνική Θράκη και κομμάτια της Μακεδονίας, εντασσόμενη με το ξέσπασμα του Α' Παγκοσμίου Πολέμου στο πλευρό του γερμανοαυστριακού άξονα, αποτυχαίνει και η Βουλγαρία δέχεται διεθνή ταπείνωση, την τελειωτική ήττα.
Το αποτέλεσμα για τη Βουλγαρία, χώρα που είχε το μεγαλύτερο κόστος σε ανθρώπινες ζωές (μιας και βρέθηκε πιο κοντά απ' όλες τις άλλες χώρες στο κέντρο των επιχειρήσεων και στο μακεδονικό καμίνι) ήταν το ψαλίδισμα των προσδοκιών της, το κλείσιμο της διεξόδου στη θάλασσα, μα το πιο σημαντικό ήταν η απώλεια του Τετράπλευρου της Μαύρης θάλασσας, της Δοβρούτσας, όπου κατοικούσανε σημαντικοί βουλγαρόφωνοι πληθυσμοί (αναγκάστηκε να το δώσει στη Ρουμανία) και η απώλεια της Μακεδονίας, δηλαδή των σλαβόφωνων και βουλγαρόφωνων "αδελφών", η απελευθέρωση των οποίων στάθηκε το εισιτήριο συμμετοχής της στον πόλεμο.
Το εθνικό κέντρο της Βουλγαρίας παρουσίασε γι' αυτόν τον τελευταίο σκοπό αξιοσημείωτη ενότητα όλων των πτερύγων, (σταμπουλοφικοί, ριζοσπάστες, μοναρχικοί, δημοκρατικοί) κι είχε πετύχει σημαντική εσωτερική εθνική συσπείρωση από τα "κάτω".
Ο Τρότσκι, που τότε ήταν πολεμικός ανταποκριτής στη Βουλγαρία για λογαριασμό ρωσικών εφημερίδων, γράφει:
"Οι μνήνες της Τουρκοκρατίας είναι πολύ νωπές εδώ, πολύ περισσότερο από τις μνήμες των Ρώσων αγροτών από τη δουλοπαροικία, και στη διπλανή πόρτα, στη Μακεδονία, η τουρκική κυριαρχία υφίσταται ακόμα, καθώς μια ατέλειωτη πλημμύρα Μακεδόνων προσφύγων δεν αφήνει τους Βούλγαρους να ξεχάσουν ούτε στιγμή. Ο Βούλγαρος στρατιώτης είδε πάντως αυτό τον πόλεμο ως απαραίτητο και δίκαιο, ως δικό του πόλεμο".
(Λέον Τρότσκι, "Τα Βαλκάνια και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι" - πολεμικές ανταποκρίσεις)
Δεν μπορούμε να ισχυριστούμε ίδιο για την ελληνική πλευρά. Το αντίστοιχο εθνικό κέντρο, ενώ εμφανίζει ενότητα και προόδους κατά την απελευθέρωση της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, παρουσιάζεται διασπασμένο στο Μακεδονικό μέτωπο.
Οι μοναρχικοί κύκλοι, επηρεασμένοι από τον Γερμανοαυστριακό άξονα, καθυστερούν την προέλαση προς τα βόρεια (Μοναστήρι). Οι Βενιζελικοί εκφράζοντας τα αγγλογαλλικά συμφέροντα της Αντάντ, που ήθελε να ανακόψει την κάθοδο των Σλάβων στη Μεσόγειο (ουσιαστικά της Ρωσίας), σπρώχνουν τα στρατεύματα προς της Θεσσαλονίκη, που αποτέλεσε αργότερα και κέντρο μιας από τις δυο κυβερνήσεις του περίφημου "εθνικού διχασμού".
Είναι χαρακτηριστικό πως ούτε ο Β' Βαλκανικός Πόλεμος δεν είχε διαμορφώσει τα σύνορα όπως τα γνωρίζουμε σήμερα. Εν πάση περιπτώσει η βουλγαρική ταπείνωση και ο πληγωμένος αλυτρωτισμός έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην εθνική πίεση και φόρτιση που δέχτηκε ο μακεδονικός χώρος στο Μεσοπόλεμο και στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο.
2. α) Το μειονοτικό
Η εθνική τριχοτόμηση της Μακεδονίας μετά τον Α' Παγκόσμιο, κληροδοτεί ένα ακανθώδες μειονοτικό πρόβλημα στην περιοχή.
Είναι σίγουρο πως τα μειονοτικά προβλήματα της Βαλκανικής αποτελούν το κεντρικό ζήτημα των πέντε ημιεπισήμων βαλκανικών συνδιασκέψεων που γίνονται με πρωτοβουλία του Παπαναστασίου και τυχαίνουν της σιωπηλής συγκατάθεσης των επίσημων ελληνικών κυβερνήσεων, που προσπαθούν να εμφανίσουν την Ελλάδα σαν το πιο ομοιογενές εθνικό κράτος των Βαλκανίων και βασικό παράγοντα ειρήνης.
Οι Συνδιασκέψεις αυτές εκφράζουν και θέσεις για Βαλκανική Συνομοσπονδία έως και Ένωση, σταδιακά, των βαλκανικών χωρών. Στην ουσία, πίσω τους βρίσκεται η Αγγλία που προσπαθεί μ' αυτόν τον τρόπο να δυναμώσει την επιρροή της.
Συνεπώς, παράλληλα με τους σοσιαλιστές και τους κομμουνιστές που πρόβαλαν τη θέση για Βαλκανική Ομοσπονδία (που τόσο κατακρίθηκε), υπήρχε και η ιμπεριαλιστική αναφορά στη Βαλκανική Ομοσπονδία, άσχετα από τους πραγματικούς στόχους που εξυπηρετούσε. Αυτό σήμαινε πως το μειονοτικό πρόβλημα ήταν αρκετά σημαντικό.
Ο βασικός αντιρρησίας των διασκέψεων ήταν η Βουλγαρία, που αν και εμφανιζόταν ένθερμος υποστηρικτής της Ένωσης, εκφράζει τα μεγαλύτερα εθνικά παράπονα, ειδικά στο Μακεδονικό χώρο. Την ίδια περίοδο, οι πράκτορες της είχαν διαβρώσει την ΕΜΕΟ, εκτελώντας και δολοφονώντας τους αυτονομιστές ηγέτες της και υπάγοντας την στον μοναρχοφασιστικό έλεγχο του βουλγαρικού στρατιωτικού επιτελείου (Βερχοβιστές).
β) Μετακινήσεις πληθυσμών
Μιλώντας για την επίδραση των βαλκανικών πολέμων εννοούμε ουσιαστικά τις δυο επίσημες συνθήκες αμοιβαίας μεταναστεύσεως με τη Βουλγαρία (1919) και με την Τουρκία(1923).
Ουσιαστικά, ο κύκλος αυτός κλείνει με την ολοκλήρωση της εγκατάστασης των προσφύγων στην περιοχή, που επηρέασε σημαντικά την εικόνα του πληθυσμού των δύο επαρχιών του τότε νομού Φλωρίνης (Φλώρινα και Καστοριά, μαζί).
Εδαφικά, το 51% του εδάφους της Μακεδονίας δόθηκε στην Ελλάδα, το 39% στην τότε Σερβία και το 10% στη Βουλγαρία.
Πληθυσμιακά όμως, και απ' ό,τι φάνηκε αργότερα, δεν μπορούμε να πούμε πως το ζήτημα είχε λυθεί αντικειμενικά. Για την επίσημη μειονοτική πολιτική βέβαια του ελληνικού κράτους, οι μετακινήσεις είχαν τελειωτικά λύσει και αυτό το ζήτημα. Το ελληνικό υπόμνημα στη Δ' Βαλκανική Συνδιάσκεψη θεωρεί ότι οι 80.000-101.000 περίπου (!) βουλγαρόφωνοι που μετανάστευσαν στη Βουλγαρία σύμφωνα με τις επίσημες συνθήκες, ήταν αυτοί που "είχαν αποκτήσει βουλγαρική εθνική συνείδηση". Οπότε, οι εναπομείναντες θεωρούνταν ολοκληρωτικά Έλληνες (βρισκόμαστε στη δεκαετία του '30).
Όμως, οι απογραφές που γίνονται εκείνη την περίοδο θεωρούν "το φρόνημα ως δεδομένο και ως ζητούμενο αφού, "πατριαρχικός" θεωρήθηκε ότι εσήμαινε "Έλληνας" και "εξαρχικός" ή "σχισματικός" "Βούλγαρος" "...
(Κολιόπουλος, "Λεηλασία φρονημάτων")
Ήταν σαφέστατη η γραμμή του επίσημου κράτους: Χρησιμοποίηση της θρησκείας για τον καθορισμό εθνικής ταυτότητας.
"Προκειμένου να επιτευχθούν οι γενικώς αποδεκτοί αυτοί στόχοι του έθνους, όλα τα μέσα ήταν αποδεκτά"
(στο ίδιο)
Να σημειώσουμε πως το βιβλίο του Κολιόπουλου έχει πάρει το βραβείο Ακαδημίας Αθηνών για το 1994.
Αλλά και οι απογραφές δεν ήταν στην πραγματικότητα απογραφές.
"Αυτά και άλλα στοιχεία για τον αριθμό των Σλαβόφωνων και το ποσοστό τους επί του συνολικού πληθυσμού των βόρειων επαρχιών της περιοχής, που ευρίσκονται διάσπαρτα σε διάφορες ελληνικές αρχειακές συλλογές, δεν είναι προϊόντα επίσημης απογραφής και δεν μπορούν να θεωρηθούν ακριβή, ιδιαίτερα αυτά που είναι προφανές ότι είναι αποτέλεσμα υπολογισμών και όχι καταμετρήσεως. Αλλά και στοιχεία απογραφής να ήταν, πάλι η ακρίβεια τους δε θα μπορούσε να θεωρηθεί δεδομένη, επειδή πολλοί δίγλωσσοι κάτοικοι των σλαβόφωνων χωριών είναι βέβαιο πως εδίσταζαν να δηλώσουν άλλη γλώσσα από την ελληνική"
(στο ίδιο)
Και ακόμα, "οι υπολογισμοί αυτοί δεν ελάμβαναν υπόψην τον, βραδέως μεν αλλά συνεχώς, αυξανόμενο αριθμό των δίγλωσσων από την αδιάκοπη μετά το 1913 λειτουργία αποκλειστικά ελληνικών σχολείων στα σλαβόφωνα χωριά της περιοχής"
(στο ίδιο)
Οι στατιστικές αυτές (τρόπος του λέγειν) που βασίζονταν στην τεχνητή σύγχυση του όρου "Πατριαρχικός" με το "ελληνόφρων" και του όρου "Σχισματικός" με το "βουλγαρόφρων", εξακολουθούν να δίνουν πλειοψηφικά ποσοστά στο σλαβόφωνο πληθυσμό (65% περίπου στο νομό Φλωρίνης σε απογραφή της Νομαρχίας μετά το 1925 που είχε ολοκληρωθεί η μετακίνηση πληθυσμών).
γ) Η "εσωτερική" μετακίνηση
Το επίσημο ελληνικό κράτος "έλυσε" το πρόβλημα με την εσωτερική μετακίνηση. Τη μετακίνηση ανθρώπων και τη μετακίνηση... συνειδήσεων και φρονημάτων.
- Εγκατάσταση προσφύγων
Η εγκατάσταση ελληνόφωνων (στη βόρεια) και τουρκόφωνων (στη πεδινή) ΒΔ Μακεδονία άλλαξε ριζικά τη σύνθεση του πληθυσμού.
"Πολλοί από τους πρόσφυγες αυτούς εγκαταστάθηκαν σε σπίτια Βουλγάρων, τους οποίους οι ελληνικές στρατιωτικές αρχές εξόρισαν γι' αυτόν το σκοπό σε ορισμένα νησιά του Αιγαίου πελάγους και στη Θεσσαλία. Αρκετές βουλγαρικές οικογένειες κατέφυγαν στη Βουλγαρία για να αποφύγουν την αναγκαστική μετανάστευση".
(Αρετή Τουντα-Φεργάδη, "Μειονότητες στα Βαλκάνια")
Παράλληλα, "οι αρχές αποθάρρυναν ή απέτρεπαν την παλιννόστηση από τη Βουλγαρία σλαβόφωνων, νέων επί το πλείστον στρατεύσιμης ηλικίας, οι οποίοι είχαν διαφύγει ακολουθώντας τα βουλγαρικά στρατεύματα το 1913-1918 μετά τις αντίστοιχες ήττες της Βουλγαρίας".
(Κολιόπουλος, "Λεηλασία φρονημάτων")
Η τακτική αυτή είχε σαν συνέπεια τη δημιουργία δύο κατηγοριών πολιτών. "Οι επήλυδες έπαιρναν τη θέση των ανεπιθύμητων γηγενών σε πολλές περιπτώσεις, οι οποίοι φτάνοντας στη Βουλγαρία επιτάχυναν την απομάκρυνση των εκεί Ελλήνων που δεν ήσαν λιγότερο διστακτικοί να εγκαταλείψουν τις εστίες τους από τους ομολόγους τους στην Ελλάδα ή λιγότερο ανεπιθύμητοι στη χώρα που ζούσαν... Η αντίθεση σλαβόφωνων προς τους πρόσφυγες και η ταύτιση των τελευταίων με το κράτος είχαν ως συνέπεια την περαιτέρω απομάκρυνση των πρώτων από το κράτος και τα όργανα του: "Βούλγαροι" για τους πρόσφυγες και "ρευστής" ή "άδηλου" συνειδήσεως για τα κρατικά όργανα, οι σλαβόφωνοι αντιμετωπίζονταν συνήθως με καχυποψία ή αμηχανία στην καλύτερη περίπτωση και εχθρικά στη χειρότερη". (στο ίδιο)
- Απαγορεύσεις
Αποκορύφωμα της εθνικής εκκαθάρισης αποτελεί στη δεκαετία του 1930 η απαγόρευση της "χρήσεως της σλαβικής δημοσίως" (μεταξικός νόμος).
Την ίδια περίοδο, γνωρίζει άνοδο το "κυνήγι μαγισσών" και το όργιο διώξεων σλαβόφωνων, ιδιαίτερα αριστερών, και η ρετσινιά του "ξενοκίνητου πράκτορα" κάνει την πρώτη ανοιχτή εμφάνιση της. Οι σλαβόφωνοι απέφευγαν να μιλούν τη γλώσσα τους δημόσια, μιλούσαν ελληνικά στις συναλλαγές τους και σλαβικά ιδιωτικά. Η "διγλωσσία" μ' αυτήν την έννοια επιβλήθηκε, επεκτάθηκε και εντάθηκε σαν κατάσταση πραγμάτων.
- Μετακίνηση... συνείδησης
Στόχος της επιχείρησης αυτής ήταν ουσιαστικά η... μετακίνηση συνείδησης. Επρόκειτο στην πραγματικότητα μια επιχείρηση εθνικής εκκαθάρισης.
Δεν είναι τυχαίο που στον μεσοπόλεμο αυξάνεται το μεταναστευτικό ρεύμα από την περιοχή προς Αμερική και Αυστραλία. Οι λόγοι δεν είναι μόνο οικονομικοί όπως ισχυρίζονται. (Το εθνικιστικό μένος της σλαβομακεδονικής Αυστραλιανής εμιγκράτσιας και ο τυφλός αλυτρωτισμός και τυχοδιωκτισμός τους έχουν τις ρίζες τους σ' αυτήν την εποχή.)
Οι εναπομείναντες έπρεπε, αφού δεν μετακινήθηκαν φυσικά, να μετακινηθούν συνειδησιακά.
Η περιβόητη έκθεση Παπαναστασίου για τις μειονότητες, ενώ αναγνωρίζει τη μουσουλμανική, τουρκική, ισραηλιτική, ακόμα και την αλβανική ("30.000 Τσάμηδες") μειονότητα στην Ήπειρο, και τους αναγνωρίζει παράλληλα, και εκπαιδευτικά-θρησκευτικά δικαιώματα, αγνοεί επιδεικτικά τους σλαβόφωνους.
Θεωρεί σαν ιδίωμα και διάλεκτο την ομιλούμενη γλώσσα (κάτι θυμίζει αυτό), θέτει σαν δεδομένο ότι έχουν κοινή ελληνική καταγωγή (φυλετική εξήγηση) και δεδομένη την εθνική ελληνική συνείδηση. Την "επικράτηση του σλαβικού ιδιώματος" την αποδίδει στην "ανάμειξη με σλαβικά φύλο (πάλι η καθαρή θεωρία της φυλής) και στο ότι "ήταν πιο εύκολη η εκμάθησή της". Έτσι, ξεμπερδεύει.
Το τραγελαφικό ήταν ότι στο κλείσιμο του το υπόμνημα αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο: "αν οποιαδήποτε ομάδα από αυτούς τους πληθυσμούς ήγειρε αξίωση να αναγνωριστεί ως μειονότητα, θα ικανοποιοιούνταν".
Κρίνοντας με βάση τα παραπάνω είναι σαν να λέμε σε κάποιον κολλημένο στον τοίχο προ εκτέλεση αν προτιμά να ζήσει ή να πεθάνει. Βέβαια, ποτέ σύμφωνα με το υπόμνημα δε θα γινόταν κάτι τέτοιο, γιατί η αξίωση αυτή θα έπρεπε να πηγάζει από την αυτοπροαίρετη θέλησή της και να μην προέρχεται από τη βία την οποία ασκούσαν οι αυτοαποκαλούμενες "μακεδονικές οργανώσεις" (σύμφωνα με το υπόμνημα). Με δυο λόγια, ποτέ!
Βέβαια, το επίσημο κράτος βασιζόταν στο ότι τους σλαβόφωνου της ΒΔ Μακεδονίας επίσημα δεν τους κάλυπτε καμιά εθνική βαλκανική δύναμη.
Οι ίδιοι δε οι Βούλγαροι στη φάση εκείνη βρισκόμενοι στο μπλοκ των ηττημένων και, φυσικά, των αναθεωρητών των μεταπολεμικών συμφωνιών, επιδίωκαν την ενσωμάτωση της ελληνικής Μακεδονίας και την έξοδο στο Αιγαίο μέσα από το σύνθημα της "Ενιαίας Μακεδονίας και Θράκης". Καλύπτονταν πίσω από το σύνθημα, δηλαδή, της "Αυτονομίας".
"Άλλο πράγμα" φυσικά, αν οι Βούλγαροι κομιτατζήδες είχαν κατασφάξει το σλαβόφωνο πληθυσμό της Μακεδονίας κατά τη διάρκεια του δικό τους "Μακεδονικού Αγώνα", προκειμένου να αποσπάσουν δηλώσεις βουλγαροφιλίας.
"Άλλο πράγμα" αν στα βουλγαρικά εδάφη οι πραγματικοί αυτονομιστές γνώριζαν το δικό τους κυνήγι μαγισσών από τα όργανα του βουλγαρικού κράτους, τις κρυφές δολοφονίες, τον έλεγχο της ΕΜΕΟ κλπ.
Αν αυτή η διελκυστίνδα ήταν πιο ματωβαμμένη από τη μερί της Βουλγαρίας και πιο "μαύρη" από την πλευρά της Ελλάδας ωστόσο ήταν μια καταπιεστική αλυσίδα που κρεμόταν πάνω από τον σλαβόφωνο πληθυσμό της Μακεδονίας. Βέβαια, η ελληνική αστική τάξη πήρε τη δίκη της ρεβάνς στα εμφυλιακά-μετεμφυλιακά χρόνια, ώστε η διελκυστίνδα να ματώσει για τα καλά και από τις δυο μεριές.
Η πολιτική αυτή, όσον αφορά την Ελλάδα, δεν ήταν ηθικά μόνο μια λαθεμένη πολιτική. Τα δεδομένα που δημιούργησε στην περιοχή της ελληνικής Μακεδονίας, σε συνδυασμό με την αμαχητί παράδοση της χώρας στους Γερμανοβούλγαρους κατακτητές, λίγο έλειψε να κοστίσουν εθνικά σε ανεπανόρθωτο βαθμό.
Και ήταν το κομμουνιστικό κίνημα -σε αντίθεση μ' αυτό που λυσσαλέα υποστηρίζεται- που με τη στάση του δημιούργησε μια εθνική πολιτική αποτροπής του κινδύνου για την εδαφική ακεραιότητα της ελληνικής Μακεδονίας-Θράκης. Η αστική τάξη στα τόσα χρόνια κυριαρχίας της δεν κατόρθωσε να αναπτύξει κάτι ανάλογο, παρά ν' ανοίγει πληγές και ζητήματα θεωρώντας ότι τα κουκουλώνει.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΛΕΙΣΙΜΑΤΟΣ ΤΗΣ ΙΣΤΟΡΙΚΗΣ ΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΜΑΚΕΔΟΝΙΚΟΥ
Τι έκλεισε και τι άνοιξε
Οι Βαλκανικοί πόλεμοι και ο Α' Παγκόσμιος Πόλεμος έκλεισαν ιστορικά το Μακεδονικό ζήτημα. Η μεσοπολεμική σταθεροποίηση των συνόρων και η οριστική δημιουργία των Βαλκανικών κρατών ήταν από τους βασικούς παράγοντες της λύσης. Κάτι τέτοιο φυσικά δεν σημαίνει ότι η λύση ή οι "λύσεις" που δόθηκαν διαπνέονταν από το πνεύμα του δικαίου ή ότι δεν άφηναν εκκρεμότητες διαφόρων ειδών.
Οι επιλύσεις και διευθετήσεις των μειονοτικών ζητημάτων σημαδεύτηκαν από το μαχαίρι, τον κνούτο, την απαγόρευση, την προκατάληψη. Έτσι, τα μειονοτικά προβλήματα που βρίσκονταν ανάμεσα στις "μυλόπετρες των εθνικών κρατών" χρησιμοποιήθηκαν σαν μοχλός επανατοποθέτησης των εθνικών ζητημάτων, που είχε αντιμετωπίσει ο Βαλκανικός (Α' και Β') και ο Α' Παγκόσμιος πόλεμος.
Αν, τελικά, οι Βαλκανικοί πόλεμοι έσερναν μαζί τους μια απελευθερωτική διάθεση και γράμμα (απαλλαγή από τον δεσποτικό Τουρκικό Οθωμανισμό κλπ) οι νέοι κύκλοι διευθετήσεων και διεκδικήσεων αποκτούν καθαρά αντιδραστικό χαρακτήρα. Ο αντιδραστικός χαρακτήρας προσδιορίζεται από την εμπλοκή των ιμπεριαλιστικών και αποικιοκρατικών δυνάμεων, τη διάσπαση της βαλκανικής συνεργασίας μέσα από την ένταξη των χωρών στον ιμπεριαλιστικό ανταγωνισμό. Αυτό φάνηκε ωμά στο Β' Παγκόσμιο Πόλεμο. Το αντιφασιστικό-αντικατοχικό όμως σάλπισμα στη Βαλκανική και η αλλαγή του χαρακτήρα του πολέμου έδωσαν κάποια από τη χαμένη απελευθερωτική ορμή στα εθνικά ζητήματα και στον πόθο για εθνική αυτοδιάθεση και Εθνική Ανεξαρτησία. Ψυχή αυτής της φάσης ανάτασης ήταν αναμφισβήτητα οι κομμουνιστές.
Έτσι ή αλλιώς, η ύπαρξη εθνικών κρατών βάρυνε στις καινούριες λύσεις που δόθηκαν, όπου σε γενικές γραμμές επαναβεβαιώθηκαν τα σύνορα του Α' Παγκόσμιου Πολέμου.
- Η κληροδοτημένη ιδιομορφία των σλαβόφωνων πληθυσμών της "μεσαίας" ζώνης
1. Ιδιαιτερότητα χωρίς έκφραση
Το φόντο του Μακεδονικού ζητήματος όπως είχε εξελιχτεί ιστορικά (αλληλοεπηρεασμός - πολυκερματισμός - ιστορική διεκδίκηση), οι Βαλκανικοί Πόλεμοι, ο Α' και Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, άφησαν μετέωρο ένα πληθυσμιακό κομμάτι του πάλαι ποτέ ενιαίου μακεδονικού χώρου.
Όλες αυτές οι έντονες ανακατατάξεις, μετακινήσεις, μεταβολές και επιρροές στα μακεδονικά Βαλκάνια άφησαν σε σημαντικό βαθμό, επιπλέον, ακάλυπτο εθνικά έναν γηγενή μακεδονικό πληθυσμό που μιλούσε τη σλαβική (ή κάποια παραλλαγή της), είχε τα δικά του ήθη και έθιμα, τραγούδια, κουλτούρα. Δεν είναι μόνο η γλώσσα αλλά και ο εθνικός πολιτιστικός χαρακτήρας που έχει βέβαια ατονήσει.
Επρόκειτο για ένα ίζημα, ένα απομεινάρι όλων αυτών των "μετατοπίσεων" της Ιστορίας από το μεσαίωνα μέχρι τα πρόσφατα χρόνια. Ακάλυπτο ή πολύ... καλυμμένο (που είναι το ίδιο πράγμα) το κομμάτι αυτό παρουσίασε -σαν χαρακτηριστικό του στοιχείο- πρόβλημα εθνικής έκφρασης.
Και πραγματικά να θέλουμε να δούμε το ζήτημα χωρίς προκαταλήψεις, αφαιρώντας τον παράγοντα θρησκεία (που τόσες παρεξηγήσεις ή "παρεξηγήσεις" προκάλεσε), σε παρόμοιο συμπέρασμα θα καταλήξουμε.
Αυτό το ιδιόμορφο ίζημα (ερμηνεύοντας το, άλλοι σαν κατακάθι στη δική τους εθνική εκκαθάριση, άλλοι σαν απαύγασμα της σοβινιστικής τους αφύπνισης) είναι σίγουρο πως φορτώθηκε τόσα προβλήματα, ώστε ούτε στα ζητούμενα ούτε στα αζήτητα της ιστορίας να μπορεί να καταφύγει.
Η εξαφάνιση ή η μεγέθυνση του, μετέτρεψε ένα ζήτημα που θα μπορούσε να λυθεί στο πλαίσιο της βαλκανικής συνεργασίας και με γνώμονα την αυτοδιάθεση και την εθνική ισοτιμία σε πρόβλημα, ταλαιπωρώντας και καταματώνοντας μια φιλήσυχη και ειρηνική βαλκανική λαότητα.
2. Πρόβλημα αυτοπροσδιορισμού και ετεροπροσδιορισμού.
Αυτοπροσδιορισμός
Η ιστορική διεκδίκηση -συμπλεκόμενη με τον πόθο για αυτοδιάθεση-παρουσίασε μια διάσταση στους κόλπους των σλαβόφωνων και του εθνικού τους κινήματος, του σλαβομακεδονικού: Βουλγαροφιλία- Αυτονομισμός.
Ρίζες αυτής της διάσπασης:
Η οργάνωση ΕΜΕΟ που αποτέλεσε τον οργανωτή της σλαβόφωνης αντίστασης κατά την Οθωμανική κατοχή από την αρχή της ύπαρξης της, συνέδεσε τη δράση της με τους σλαβικούς σοσιαλιστικούς-δημοκρατικούς κύκλους. Στο αρχικό δε πρόγραμμα της ΕΜΕΟ, πέρα από τις εθνικές διεκδικήσεις, υπήρχαν και κοινωνικές διεκδικήσεις που αφορούσαν, κατά βάση, τη σλαβόφωνη αγροτιά (χτύπημα του Οθωμανικού φεουδαλισμού - μοίρασμα γης, αγροτική μεταρρύθμιση κλπ).
Ο δίαυλος αυτός της ριζοσπαστικής επαφής εθνικού-κοινωνικού αποδείχτηκε τελικά σημαντικός, θετικός μα και μοιραίος για το τότε σλαβομακεδονικό κίνημα.
Η εξέγερση του Ιλιντεν (20 Ιούλη 1903) που ανακήρυξε τη βραχύβια "Δημοκρατία του Κρουσόβου", βασικό σημείο αναφοράς του αυτονομιστικού σλαβόφωνου μακεδονικού κινήματος, αποτέλεσε την κρίσιμη καμπή στην πορεία της οργάνωσης.
Οι ηγέτες εκείνης της περιόδου έχουν συγκεκριμένο σοσιαλιστικό παρελθόν και καταβολές. Ο Πάνε Σαντάσκυ, που ανήκε στην αναρχική σοσιαλιστική τάση της ΥΜΚΟ (ΕΜΕΟ) και ο Τσερνοπέεφ, είναι τέτοια παραδείγματα.
Έδρασαν στην περιοχή των Σερρών και του Κιλκίς και όταν συγκρούστηκαν με τις "Συνταγματικές Λέσχες", που προωθούσε η ΥΜΚΟ, συγκρότησαν το 1909 στη Θεσσαλονίκη το "Εθνικό Ομοσπονδιακό Κόμμα", που εμπνεόταν από το σοσιαλισμό. Είχαν όραμα την αυτονομία της Μακεδονίας στο πλαίσιο μιας εκδημοκρατισμένης Ομοσπονδιακής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και αγροτική μεταρρύθμιση. Η ακόμα, ο Βλάχωφ (ο πρώτος σλαβόφωνος μακεδόνας βουλευτής της νεοτουρκικής βουλής) που προσχώρησε αργότερα στη γνωστή νεοϊδρυθείσα Φεντερασιόν της Θεσσαλονίκης, ανήκε σ' αυτήν την τάση.
Άλλοι παρόμοιοι ηγέτες ήταν ο Πάνιτσα, που προσχώρησε το 1909 στο επαναστατικό κίνημα "Επαναστατικός Στρατός" των Νεότουρκων ενάντια στο οθωμανικό αντεπαναστατικό πραξικόπημα. Ο δίαυλος όμως που περιγράψαμε έμελλε να δημιουργήσει σοβαρά προβλήματα μέσα στην ΕΜΕΟ.
Η ρευστή εθνολογικά κατάσταση (δεν είναι μόνο οι σλαβόφωνοι αλλά και οι άλλοι Βαλκάνιοι που συμμετείχαν στο -πολλά υποσχόμενο τότε- νεοτουρκικό κίνημα) και η -όχι και τόσο στερεή- σοσιαλιστική συνείδηση (λόγω μικρής πολιτικής και κοινωνικής ανάπτυξης) "φέρνουν" τη Βουλγαρία μέσα στις σλαβομακεδονικές επαναστατικές οργανώσεις.
Ξεκινά, έτσι, ένας αγώνας σκοτεινός, αλληλοεξόντωσης των διαφόρων τάσεων που σταδιακά καταλήγει στον έλεγχο της κίνησης από το Βουλγαρικό κομιτάτο, την ίδρυση στη Σόφια της "Ανώτατης Μακεδονικής Επιτροπής", που στην ουσία ήταν όργανο της Βουλγαρίας και ήθελε να παραγκωνίσει την παλιά "αυτονομιστική" ηγεσία.
Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι η δολοφονία του Σαραρόφ, ηγέτη της βουλγαρόφιλης ΥΜΚΟ, από τον Σαντάσκυ για τον οποίο έγινε λόγος. Φυσικά, τα πογκρόμ και οι δολοφονίες από τη βουλγαρόφιλη τάση ήταν πολύ μεγαλύτερα. Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτό που επίκαλείται ο Τρότσκι στις πολεμικές του ανταποκρίσεις, πως στα 1903-1904, μετά την εξέγερση του Ιλιντεν, η βουλγαρική κυβέρνηση απέρριψε κάθετα την πρόταση της Εξαρχείας για την ίδρυση αγροτικής τράπεζας στη Μακεδονία, εξηγώντας πως, αν οι Μακεδόνες αγρότες αποκτούσαν μια κάποια ευημερία θα κώφευαν στη βουλγαρική προπαγάνδα!
Η σύγκρουση αυτή στο πλαίσιο της ΕΜΕΟ έμεινε γνωστή σαν σύγκρουση ανάμεσα στους Βερχοβιστές (βουλγαρόφιλη τάση) και τους αυτονομιστές.
Ετεροπροσδιορισμός
Μα και οι "άλλοι", και συγκεκριμένα η ελληνική πλευρά, που υποτίθεται είχε λύσει το ζήτημα, δεν τα πήγαν καλύτερα όταν βρίσκονταν στη θέση να χαρακτηρίσουν τους σλαβόφωνους.
Οι αλλοτινές και οι σημερινές εκτιμήσεις της ελληνικής πλευράς, επίσημης και ημιεπίσημης, ακόμα κι όταν έχουν κάποιο αυτοκριτικό περιεχόμενο, δείχνουν αρκετή σύγχυση και αντιφάσεις.
Η θέση, για παράδειγμα, του ελληνικού υπομνήματος Παπαναστασίου στη Β' Βαλκανική Συνδιάσκεψη -για το οποίο έγινε λόγος- που θεωρεί ότι όσοι έφυγαν ήταν βουλγαρόφωνοι κι όσοι έμειναν έχουν ελληνική συνείδηση, έρχεται σε κατάφωρη αντίθεση με την υπογραφή του 1925 του πρωτοκόλλου Πολίτη-Καρλώφ, που θεωρεί όλη τη σλαβόφωνη κοινότητα της Ελλάδας σαν Βουλγάρους, μερικά χρόνια πριν!
Η συνομολόγηση του πρωτοκόλλου ξεσηκώνει -πέρα από την εσωτερική- την αντίδραση της Σερβίας που διαμαρτύρεται έντονα και επιτυγχάνει την ακύρωση του.
Υπάρχει και ένα κομμάτι της ελληνικής βιβλιογραφίας (πχ. Μαλιγκούδης), που μέσα από σοβαρές αναλύσεις, τοποθετεί γλώσσα και ψυσύνθεση πιο κοντά στους Βούλγαρους και αναδεικνύει τον τεχνητό χαρακτήρα της σκοπιανής εθνικής συγκρότησης, της γραμματείας (δηλαδή της επίσημης γραφτής γλώσσας της ΠΓΔΜ) κλπ.
Ένα άλλο κομμάτι (πχ. Κολιόπουλος), που απηχεί την πιο ραφιναρισμένη εθνικιστική και αντικομμουνιστική θέση, έχει τη θεωρία του αδιαμόρφωτου υλικού. Υλικού, που καιροσκοπικά, τυχοδιωκτικά, αλλά και βιαστικά, οδήγησε το φρόνημα του στη μια ή την άλλη κατεύθυνση. Σύμφωνα μ' αυτήν την άποψη, η κόντρα του ελληνικού κράτους, η επιμονή στο φρόνημα-θρησκεία και όχι στη γλώσσα, ανάγκασαν τους σλαβόφωνους να οχυρωθούν πίσω από τη γλώσσα σαν τελευταίο καταφύγιο.
Πιθανόν, μια πιο ευέλικτη πολιτική να συγχώνευε δημιουργικά τους σλαβόφωνους στο νεοελληνικό έθνος. Πιθανόν...
Το θέμα είναι, όμως, πως τα ιστορικά γεγονότα εξελίχτηκαν μ' ένα συγκεκριμένο τρόπο. Και αυτός ο τρόπος απέδειξε πως η αστική τάξη της χώρας αντιμετώπισε το "θέμα" σαν εθνική εκκαθάριση με τη βία, το κνούτο και το μαχαίρι. Οπότε, η συζήτηση κατόπιν εορτής κι αφού έχει "διαπραχτεί ο φόνος", ίσως δεν έχει και κανένα νόημα. Το "υλικό", έτσι ή αλλιώς, δεν το ρώτησε ποτέ κανείς (ούτε οι υποτιθέμενοι βέβαια "απελευθερωτές" του) πώς αισθάνεται.
Η βάση της πολιτικής ήταν πάντα ο βίαιος "εξελληνισμός". Αυτό που λέει ο Καραβαγγέλης κατά τη στρατολόγηση του Κώτα: "Εσείς είσαστε Έλληνες από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου και πέρασαν οι Σλάβοι και σας εξεσλάβωσαν". Άρα τώρα θα πρέπει να εξελληνιστείτε!"
Το πρόβλημα όμως για τους πληθυσμούς που σύμφωνα με τον Στρατή Μυριβήλη δεν ήθελαν να είναι "μήτε Μπουλγκαρ, μήτε Σρρ, μήτε Γκρρς" δεν απαντήθηκε ποτέ.
3. Βεβιασμένη εθνική ιστορική παράδοση
Στο σημείο αυτό, θα συμφωνήσουμε με τη διατύπωση που κάνει ο Κολιόπουλος πως, "η απόσταση ανάμεσα στον "Εξαρχικό" και τον "Βούλγαρο", όπως και ανάμεσα στον "Πατριαρχικό" και τον "Έλληνα" ήταν χρονική απόσταση μισού τουλάχιστον αιώνος, την οποία οι σλαβόφωνοι εκαλούντο να καλύψουν από τη μια μέρα στην άλλη".
(Κολιόπουλος, "Λεηλασία φρονημάτων"),
Αυτό το άλμα από τον παμβαλκανικό "ρηγικό" εθνικισμό (που χωρούσε μέσα ακόμα και Νεότουρκους) στον εθνικισμό της συγκρότησης των βαλκανικών κρατών, δεν πρόλαβε να το "χωνέψει" η σλαβόφωνη κοινότητα της Μεσαίας μακεδονικής ζώνης.
Όπως επίσης, είναι σωστό πως τα γύρω εθνικά κράτη φρόντισαν να μοιράσουν "τους εθνικούς ήρωες και το παρελθόν της περιοχής".
Ήρωες της περιοχής, όπως ο Κώτας, ο Βαγγέλης από τα Ασπρόγεια, ο Βασίλειος Τσακαλάρας ή Τσοκαλαράνης από το Ξυνό Νερό, που πολέμησαν στον Μακεδόνικο Αγώνα, αγωνίστηκαν ως Έλληνες οι δυο πρώτοι και ως Βούλγαροι οι άλλοι δυο.
(Κολιόπουλος, "Λεηλασία φρονημάτων")
- Η βεβιασμένη και σύντομη εθνική ιστορική παράδοση αποτελεί ένα άλλο χαρακτηριστικό της ρευστότητας που "ζει" αυτό το κομμάτι.
4. Συγκοινωνούντα δοχεία εθνικής στάσης και πολιτικής θέσης
Ο Τρότσκι στις ανταποκρίσεις του παραθέτει ονόματα από το σύνολο των αστών πολιτικών της Βουλγαρίας που πέρασαν από το "σοσιαλισμό" πριν καταλήξουν να στελεχώσουν το αστικομοναρχικό κράτος.
Η σύγχυση της πολιτικής θέσης και της εθνικής στάσης αποτέλεσε βασικό χαρακτηριστικό της εθνικοπολιτικής ρευστότητας του μακεδονικού χώρου. Το φευγαλέο πέρασμα από τις σοσιαλιστικές απόψεις ήταν ένα σχολείο πολιτικής για πολλούς αστούς ηγέτες των σλαβικών και βορείων Βαλκανίων (ανάλογα παραδείγματα περιγράφονται για Σερβία-Ρουμανία).
Αυτή η σύγχυση δεν μπορεί παρά να έδωσε και τυχοδιωκτικά-καιροσκοπικά χαρακτηριστικά στο σλαβόφωνο κίνημα που, ακολουθώντας δυναμιτίστικες ενέργειες, προσπαθούσε να στρέψει την προσοχή των ευρωπαϊκών δυνάμεων στη Μακεδονία.
Η "πρόκληση ενδιαφέροντος" ήταν κοινή στην ψυχολογία των βαλκανικών επαναστατικών κινήσεων (και η ελληνική περίπτωση δεν είναι καθόλου άσπιλη απ' αυτήν την άποψη). Πολύ περισσότερο στους σλαβόφωνους του μεσαίου μακεδονικού χώρου που διεκδικούνταν απ' όλες τις πλευρές.
Εν κατακλείδι, το κλείσιμο του μακεδονικού ζητήματος κληροδότησε στη νεώτερη βαλκανική Ιστορία ένα ιδιαίτερο πληθυσμιακό κομμάτι, που τριχοτομήθηκε εδαφικά και εκβιάστηκε να τριχοτομηθεί και εθνικά- πολιτιστικά.
Το σλαβόφωνο κομμάτι της μεσαίας -πάλαι ποτέ ενιαίας- μακεδονικής ζώνης, που δεν είχε μόνο γλωσσικές ιδιαιτερότητες αλλά και γενικότερα ιδιαιτερότητες κουλτούρας και ηθών παρουσίασε πρόβλημα εθνικής έκφρασης και ταυτότητας.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Τσιμπουκίδης: "Αλέξανδρος ο Μακεδών" Ποτέμκιν: Ή ιστορία της διπλωματίας"
Μαρία Νυσταζοπουλου-Πελεκίδου: "Οι βαλκανικοί λαοί"
Λέων Τρότσκι: "Τα Βαλκάνια και οι Βαλκανικοί Πόλεμοι - Πολεμικές ανταποκρίσεις" 1.
Κολιόπουλου: "Λεηλασία φρονημάτων" Βακαλόπουλος: "Νεότερη Ιστορία της Μακεδονίας"
Σοφία Βουρή: "Εκπαίδευση και εθνικισμός στα Βαλκάνια"
Αρετή Τούντα-Φεργάδη: "Μειονότητες στα Βαλκάνια"
Θ.Κατσουλάκος - Κ.Τσαντίνης: "Προβλήματα ιστοριογραφίας στα σχολικά εγχειρίδια των βαλκανικών κρατών"
Φ.Μαλιγκουδη: "Θεσσαλονίκη και ο κόσμος των Σλάβων"
Δ.Λιθοξόου: "Μειονοτικά ζητήματα και εθνική συνείδηση στα Βαλκάνια"
Π.Δέλτα: "Τα μυστικά του βάλτου" Σ.Μυριβήλης: Ή ζωή εν τάφω"
"Μακεδονία - Ιστορική επισκόπηση" - Ειδική έκδοση εφημερίδας "Καθημερινή"
Περιοδικό "Σχολιαστής" (τεύχος 84, Φλεβάρης 1990)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου