του Βασίλη Σαμαρά
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Αντίθεση
Νο3, Οκτώβρης 2009
Ένα ζήτημα ταξικής πάλης
Εδώ και μερικούς μήνες ο κόσμος συγκλονίζεται από την
εκδήλωση της οικονομικής κρίσης και τις συνέπειές της. Σε σχέση μ’ αυτήν
γίνονται, γράφονται και λέγονται πολλά, τέτοια και αλλιώτικα. Το σύστημα μέσω
των κυβερνήσεων και άλλων οργανισμών προωθεί μια σειρά μέτρα. Αναλύσεις επί
αναλύσεων από κάθε πλευρά και στη βάση όλων των διαφορετικών αντιλήψεων και
θεωριών. Και προτάσεις, πολλές προτάσεις, επίσης από κάθε πλευρά. Εδώ θα μας
απασχολήσει περισσότερο το ποια μέτρα προωθούνται. Στη βάση ποιας λογικής αλλά
και με ποιες μορφές παρουσιάζονται. Τι μέτρα και ποιες πολιτικές
αντιπροτείνονται από άλλες πλευρές και επίσης στη βάση ποιας λογικής και τι
σημαίνουν.
Από τη μεριά του συστήματος, το κεντρικό μότο είναι πως η
κρίση αποτελεί ένα φαινόμενο που αφορά όλους με τον ίδιο τρόπο, ένα «κοινό»
πρόβλημα και, συνεπώς, απαιτείται η από «κοινού» αντιμετώπισή του. Πρόκειται,
βέβαια, για προσπάθεια παραπλάνησης του κόσμου. Ούτε «κοινό» πρόβλημα είναι,
ούτε «από κοινού» θα αντιμετωπιστεί, ούτε «κοινό» θα είναι το κόστος και οι συνέπειες. Οι δυνάμεις του συστήματος
είναι αυτές που διαθέτουν τα μέσα άσκησης πολιτικής, αυτές θα πάρουν τα μέτρα
(ήδη τα παίρνουν) που θεωρούν κατάλληλα για την αντιμετώπιση του προβλήματος
και πάντοτε στη βάση της δικής τους λογικής και των δικών τους συμφερόντων. Η
όλη φιλολογία έχει στόχο την παραπλάνηση, τον αποπροσανατολισμό του κόσμου, την
αδρανοποίησή του στη βάση της «κοινότητας» του ζητήματος. Ακριβώς επειδή σ’
αυτόν τον κόσμο στοχεύουν να φορτώσουν τα βάρη της κρίσης και όχι μόνο. Τέτοια
«κοινότητα»!
Από τη μεριά τους οι πάσης φύσεως και ποικιλίας
ρεφορμιστικές δυνάμεις ασκούν κριτική τόσο στην έως τώρα πολιτική (που οδήγησε
στην κρίση) όσο και στα μέτρα που προωθούνται, και θα λέγαμε μάλιστα εύστοχη σε
ορισμένες πλευρές της. Αφού λοιπόν ξεμπερδέψουν μ’ αυτό το «καθήκον», περνάνε
στις «προτάσεις» τους. Πολλές προτάσεις, πάρα πολλές προτάσεις. Για την
αντιμετώπιση της κρίσης και όχι μόνον. Σε ποιον τις απευθύνουν; Μα, προφανώς,
στις δυνάμεις του συστήματος που, όπως αναφέρθηκε προηγούμενα, είναι αυτές που
διαθέτουν τα μέσα και τις δυνατότητες άσκησης πολιτικής. Δυνατότητες που
-αντικειμενικά- οι ρεφορμιστές δεν έχουν. Έχουν όμως την άποψη πως «η κρίση μάς
αφορά όλους» και, μιας και είναι έτσι, συνεισφέρουν και αυτοί τη «χρήσιμη»
συμβολή τους. Πιστεύουν, στ’ αλήθεια, πως αυτό που λείπει από το σύστημα είναι
οι προτάσεις που αφειδώς διατυπώνουν; Αναμφισβήτητα, το στοιχείο της αυταπάτης
είναι ισχυρό, αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Το βασικό και ουσιώδες εδώ είναι ότι
με αυτόν τον τρόπο συνεισφέρουν και ισχυροποιούν την άποψη που πλασάρει το
σύστημα περί «κοινού» προβλήματος. Δημιουργούν σύγχυση ως προς τον πραγματικό
χαρακτήρα του προβλήματος, εξωραΐζουν το σύστημα και τις προθέσεις του. Ταυτόχρονα αποπροσανατολίζουν τον κόσμο, τον
οδηγούν σε μια στάση αναμονής, εκτονώνουν την οργή του, τον ακινητοποιούν, δίνουν χρόνο
στο σύστημα να προωθήσει και να υλοποιήσει την πολιτική του.
Υπάρχει και μια άλλη, «τρίτη» άποψη. Αυτή που σαν
κεντρικό και «μαχητικό» της μοτίβο έχει το «να πληρώσει το κεφάλαιο» και άλλα
παρόμοιας μορφής και χαρακτήρα. Σύνθημα που ακούγεται «ταξικό», μαχητικό και
αδιάλλακτο. Στην πραγματικότητα πρόκειται για άποψη εξίσου ανόητη (το λιγότερο)
με εκείνο το «φέρτε πίσω τα κλεμμένα» που, όχι τυχαία, εκπορευόταν από τους
ίδιους πολιτικούς χώρους. Απόψεις που στην ουσία εμφορούνται από τις ίδιες
αυταπάτες για τη φύση και το χαρακτήρα του συστήματος. Γι’ αυτό άλλωστε
μορφοποιούνται σε θέσεις που, τις περισσότερες φορές και παρά το «ριζοσπαστικό»
τους περίβλημα, δεν αποτελούν παρά παραλλαγές των ρεφορμιστικών προτάσεων. Που
προσανατολίζουν τις αγωνιστικές διαθέσεις ενός κόσμου σε κατευθύνσεις
αδιέξοδες, που τον οδηγούν τελικά στην απογοήτευση και τον αδρανοποιούν,
«ανακυκλώνοντας» την οργή του.
Θα μπορούσε βέβαια να αναρωτηθεί κανείς: Μα, δεν μας
αφορά όλους η κρίση; Βεβαίως και μας αφορά. Μόνο που δεν μας αφορά όλους με τον ίδιο τρόπο, από την ίδια πλευρά και
στη βάση των ίδιων συμφερόντων. Το βασικό και ουσιώδες είναι, όπως πάντα, η συγκεκριμένη
ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης. Το να προσδιορίσουμε ποιο πεδίο
διαμορφώνεται (με βάση και την κρίση), ποια είναι τα πραγματικά προβλήματα που
αναδεικνύονται, ποιες δυνάμεις αντιπαρατίθενται, σε ποια βάση και με ποιο
αντικείμενο. Στη βάση ακριβώς μιας τέτοιας εκτίμησης, οδηγούμαστε στην άποψη
ότι η αντιμετώπιση της κρίσης ούτε «κοινή» υπόθεση είναι, ούτε ζήτημα
«προτάσεων», αλλά ούτε και «φαεινών» και άλλων ευρεσιτεχνιών. Ήταν πάντα και
παραμένει ζήτημα ταξικής πάλης. Μιας ταξικής πάλης που το σύστημα από τη
μεριά του τη διεξάγει με τον πιο αποφασιστικό και ανελέητο τρόπο. Ακριβώς γιατί
δεν είχε ποτέ -και ούτε έχει- κανενός είδους αυταπάτες περί του τι κρίνεται και
πώς οδηγείται σ’ αυτήν ή εκείνην τη λύση. Είναι προφανές ότι απαιτείται ανάλογη
αποφασιστικότητα αλλά και συγκρότηση των λαϊκών δυνάμεων, ώστε να μπορούν να
ανταποκριθούν στις απαιτήσεις αυτής της πάλης αποτελεσματικά και νικηφόρα. Μόνο
που, για να φτάσουν σ’ αυτό το σημείο, πρέπει ταυτόχρονα να παραμερίσουν πολλές
και πάσης φύσεως και μορφής αυταπάτες.
Για την κρίση
Αναγκαία εδώ και η αναφορά στα της κρίσης. Τις αιτίες,
τους όρους και τις διαδρομές που οδήγησαν στην εκδήλωσή της. Κυρίως επειδή αυτά
που προηγήθηκαν συνδέονται άμεσα με το πεδίο που διαμορφώθηκε και τους όρους
που το προσδιορίζουν. Έστω και αν -για λόγους οικονομίας αυτού του κειμένου- θα
είναι αναγκαστικά και όσο γίνεται συντομευμένη, αυτή η αναφορά χρειάζεται. Απέναντι
στην όλη φιλολογία που αναπτύσσεται γύρω από την κρίση, υπάρχει ένα ζήτημα που,
κατά την άποψή μας, χρειάζεται να αποσαφηνιστεί πριν απ’ όλα. Το ότι δεν
πρόκειται για κρίση των παραγωγικών δυνατοτήτων της ανθρωπότητας. Με απλά
λόγια, οι παραγωγικές δυνατότητες που έχει αναπτύξει η ανθρωπότητα (υποδομές,
παραγωγικές επιχειρήσεις, ανθρώπινο παραγωγικό δυναμικό) είναι σε θέση να
παράξει αυτά που παρήγαγε πριν από την κρίση (και να καλύψει έτσι τις
αντίστοιχες ανθρώπινες ανάγκες) και πολύ περισσότερα.
Πρόκειται για κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, του
τρόπου λειτουργίας του. Εμφανίζεται με τη μορφή μπλοκαρίσματος των οικονομικών
παραγωγικών λειτουργιών, που έχει ως συνέπεια την καταστροφή παραγωγικών
δυνάμεων. Βασικός της όρος, η αδυναμία πραγματοποίησης (με τις διαμορφωμένες
έως τότε συνθήκες) του προσδοκώμενου κέρδους για τους καπιταλιστές. Η αιτία
είναι ακριβώς η… ίδια. Η ασυγκράτητη επιδίωξη του άμεσου, μέγιστου δυνατού
κέρδους από τους καπιταλιστές «πετυχαίνει» το ακριβώς αντίθετο. Να «εξαντλήσει»
τους όρους, τις συνθήκες και τους παράγοντες κερδοφορίας. Τον ίδιο ακριβώς στόχο
έχουν και τα μέτρα που προωθούν οι δυνάμεις του συστήματος για την αντιμετώπιση
της κρίσης. Την αποκατάσταση των όρων κερδοφορίας για το κεφάλαιο, με την
ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και συνολικά των λαών, ενώ η
καταστροφή παραγωγικών δυνάμεων διαμορφώνει το «παρθένο» έδαφος που απαιτείται
για την ανάπτυξη της νέας κερδοφορίας. Εδώ, σ’ αυτά βρίσκεται το κρίσιμο
ζήτημα. Στην κατανόηση του χαρακτήρα και της στόχευσης αυτών των μέτρων και
συνεπώς αυτών που απαιτούνται για την αντιμετώπισή τους. Ας τα δούμε λίγο περισσότερο.
Η συσσώρευση και οι πηγές της
Αφετηρία για την εκδήλωση της κρίσης υπήρξε το σκάσιμο
της «φούσκας», όπως ονομάστηκε, των οικιστικών δανείων στις ΗΠΑ. Αυτό
πυροδότησε το ρήγμα στην άλλη, την παγκόσμια φούσκα, που είχε γιγαντωθεί
ιδιαίτερα την τελευταία εικοσαετία. Μια φούσκα που αποτελούνταν κυρίως από τα
«παράγωγα», όπως αναφέρονται, χρηματιστικά «προϊόντα» και των οποίων η
ονομαστική αξία υπερέβαινε στο πολλαπλάσιο τις πραγματικές αξίες τις οποίες,
υποτίθεται, εκπροσωπούσαν. Με τη σειρά του, αυτό το συνολικό ξεφούσκωμα
συμπαρέσυρε και συνεχίζει να συμπαρασύρει όλες τις οικονομικές λειτουργίες. Δεν
θα σταθούμε καθόλου στις διάφορες ερμηνείες, οι περισσότερες των οποίων απλώς
συγκαλύπτουν τις βασικές αιτίες, που βρίσκονται στην ίδια τη φύση του καπιταλιστικού
συστήματος. Θα σημειώσουμε απλώς ότι, αν δεν έσκαγε στο οικιστικό των ΗΠΑ και
στο χρόνο που συνέβη, θα έσκαγε αναπόφευκτα αλλού κάποια άλλη στιγμή.
Αυτό στο οποίο θα θέλαμε να σταθούμε είναι ότι στη βάση
της «φούσκας» υπήρξε μια πραγματική συσσώρευση κεφαλαίων. Κεφαλαίων που σ’
αυτόν ή εκείνον το βαθμό, με αυτόν ή τον άλλον τρόπο, αντιστοιχούσαν σε
πραγματικές αξίες. Τα ερωτηματικά που αναδεικνύονται εδώ είναι βασικά δύο:
α) Αυτή η συσσώρευση ποιες πηγές είχε και πώς
πραγματοποιήθηκε;
β) Γιατί αυτά τα κεφάλαια, αυτές οι αξίες δεν… αξιοποιήθηκαν
επενδυτικά και στην κλίμακα που τους αντιστοιχούσε; Εδώ, σ’ αυτό το τελευταίο
βρίσκεται ο πυρήνας της συγκεκριμένης κρίσης έτσι όπως αυτή εξελίχθηκε.
Πηγές αυτής της συσσώρευσης υπήρξαν αυτές που ήταν πάντα. Κατ’ αρχάς και ως
πρωταρχική, η υπεραξία. Το μέρος της παραγόμενης αξίας που δεν αποδίδεται στους
παραγωγούς της, αλλά παρακρατείται από τους κεφαλαιοκράτες. Από εκεί και πέρα -και
ανεξάρτητα με το πώς εμφανίζεται και σε ποιους τύπους μεταμορφώνεται- δυο είναι
οι βασικοί δρόμοι συσσώρευσης αυτής της υπεραξίας. Ο πρωταρχικός αφορά την
άμεση εκμετάλλευση της εργατικής τάξης. Ο δεύτερος, την καταλήστευση των
εξαρτημένων χωρών από τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις μέσω των άνισων
«ανταλλαγών» και άλλων μορφών εκμετάλλευσης. Το μόνο που θα συμπληρώσουμε εδώ
σε σχέση μ’ αυτά (γιατί θα επανέλθουμε) είναι ότι αυτοί οι δυο δρόμοι
εκμετάλλευσης αποτελούν -από οικονομική άποψη- τα βάθρα του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού
συστήματος. Όσον αφορά τα οφέλη που μπορεί να αποκομίζει μια ιμπεριαλιστική
δύναμη σε βάρος μιας άλλης, αυτό είναι ένα ζήτημα άλλης τάξης, αφορά τη
μοιρασιά της «λείας» και κρίνεται στη βάση συσχετισμών.
Η επίθεση του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστών της Δύσης
Εκείνο που χρειάζεται να απαντηθεί στη συνέχεια είναι στη
βάση ποιων όρων αυτή η συσσώρευση μπόρεσε τα τελευταία χρόνια να
πραγματοποιηθεί σ’ αυτή τη γιγαντιαία κλίμακα. Οι κύριες αιτίες βρίσκονται στην
ανατροπή των παγκόσμιων συσχετισμών σε βάρος της εργατικής τάξης και συνολικά
των λαών. Μια ανατροπή που στη βάση της βρίσκεται η οπισθοχώρηση, η ήττα του
εργατικού, επαναστατικού, κομμουνιστικού κινήματος και η οποία συμπαρέσυρε και
προκάλεσε την αποσάθρωση συνολικά του μετώπου πάλης των λαών. Αυτό ήταν που
έδωσε τη δυνατότητα στο κεφάλαιο να περάσει στην επίθεση ενάντια στην εργατική
τάξη, να προχωρήσει στην κατάργηση σειράς δικαιωμάτων και κατακτήσεων. Να θέσει
ως στόχο την επαναθεμελίωση των ταξικών σχέσεων σε βάση απόλυτης κυριαρχίας του
κεφαλαίου, έτσι ώστε η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης να μπορεί να εντείνεται
στο έπακρο με τα λιγότερα δυνατά εμπόδια.
Ταυτόχρονα, και ιδιαίτερα μετά τις ανατροπές του
1989-1991, έδωσε τη δυνατότητα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, βασικά της Δύσης
με επικεφαλής τις ΗΠΑ, να προχωρήσουν σε μια εκστρατεία επανακατάκτησης-επαναποικιοποίησης
του κόσμου που με περισσό θράσος τη βαφτίσανε «παγκοσμιοποίηση». Είχαμε έτσι
την «απελευθέρωση» των αγορών, της κίνησης κεφαλαίων, των «επενδύσεων», της
«αγοράς εργασίας». Δηλαδή την απελευθέρωση της δυνατότητας των ιμπεριαλιστών να
διευρύνουν την εκμετάλλευση των αδύναμων χωρών σε επίπεδα ληστείας. Συνακόλουθα
είχαμε και την «απελευθέρωση» (κατάκτηση) των χωρών του πρώην ανατολικού μπλοκ,
που διεύρυνε το πεδίο εκμετάλλευσης και κυριαρχίας τους. Ταυτόχρονα, όσοι
δυστροπούσαν απέναντι στη νέα κατάσταση συντρίφτηκαν ανελέητα και
παραδειγματικά (Ιράκ 1991 και Γιουγκοσλαβία στη συνέχεια).
Αυτές οι εξελίξεις διαμορφώνουν ένα πεδίο συσσώρευσης
σχεδόν πρωταρχικού χαρακτήρα. Δεν αναφερόμαστε απλά και μόνο στην απομύζηση,
συσσώρευση τεράστιων όγκων κεφαλαίου. Αναφερόμαστε στη διαμόρφωση, σε παγκόσμια
κλίμακα, μιας στρατιάς εργατών που όχι μόνο δεν κατέχουν μέσα παραγωγής, αλλά
τους αφαιρούνται (απαλλοτριώνονται) και τα στοιχειωδέστερα των δικαιωμάτων
τους. Οι εργαζόμενοι βρίσκονται έτσι εντελώς αφοπλισμένοι και χωρίς τη
δυνατότητα αντίστασης στην ανελέητη εκμεταλλευτική διάθεση του κεφαλαίου. Στη
διαμόρφωση ενός τέτοιου πεδίου συντείνει και η μετανάστευση εκατομμυρίων
εργαζομένων σε παγκόσμια κλίμακα, ένα φαινόμενο που συνδέεται και με το αμέσως
επόμενο ζήτημα.
Στο ίδιο διάστημα έχουμε μια πραγματική κατάληψη των
πηγών ενέργειας και πρώτων υλών και συνολικά των πλουτοπαραγωγικών πηγών των
εξαρτημένων χωρών. Την καταστροφή (μέσω των «απελευθερώσεων» που αναφέραμε)
παραγωγικών τους κλάδων και ολάκερων οικονομιών έως και σε επίπεδα οικονομικής
ερήμωσης. Συνολικά, την απαλλοτρίωση των όποιων δυνατοτήτων τους να σταθούν
στοιχειωδώς οικονομικά στα πόδια τους. Έτσι, αυτό που διαμορφωνόταν σαν
μοναδική «διέξοδος» ήταν να παραδίδονται δεμένες χειροπόδαρα (μέσω «δανείων»
και «δεσμεύσεων» που επιβάλλονταν από το ΔΝΤ και με άλλους τρόπους) στις
ορέξεις των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων. Ταυτόχρονα, αυτή η οικονομική ερήμωση
ήταν που ωθούσε κατά κύματα τον κόσμο να φεύγει και να αναζητεί την τύχη του
(την ατυχία του) σε άλλες χώρες. Μια εξέλιξη που προσφέρει στο κεφάλαιο
εκατομμύρια φθηνά εργατικά χέρια. Ταυτόχρονα, και με βάση τη «μετέωρη» (από
άποψη δικαιωμάτων) θέση αυτών των ανθρώπων, υποβαθμίζεται η δυνατότητα
αντίστασης του συνολικού εργατικού «σώματος».
Τα αδιέξοδα και η στρέβλωση της στρέβλωσης
Μέχρις εδώ όλα «καλά» (για τους ιμπεριαλιστές). Το ζήτημα
ήταν πως όλη αυτή η συσσώρευση έπρεπε να βρει διέξοδο. Διέξοδο επενδυτική. Όλη
αυτή η κερδοφορία δεν έχει σχεδόν κανένα νόημα αν δεν εντάσσεται στον κύκλο της
διευρυνόμενης αναπαραγωγής του κεφαλαίου. Αντίθετα, τα κεφάλαια, και όχι μόνο
τα «εικονικά» αλλά κι εκείνα που αντιστοιχούν σε πραγματικές αξίες,
απαξιώνονται αν δεν επενδυθούν, αν παραμένουν εν αδρανεία. Ως προς αυτό, οι
επενδύσεις στο πεδίο της υπαρκτής «παραδοσιακής» οικονομίας έχουν ένα όριο: το
συγκεκριμένο κάθε φορά μέγεθός της, που μάλλον δεν μπορούσε να απορροφήσει
επενδυτικά τον όγκο των κεφαλαίων που σωρεύονταν. Πολύ περισσότερο που, με βάση
την αφαίμαξη της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων και των λαών σε παγκόσμια
κλίμακα, υποχωρούσε η ζήτηση, δημιουργώντας έτσι «αντικίνητρα».
Αυτή η συσσώρευση θα μπορούσε (θεωρητικά τουλάχιστον) να
βρει διέξοδο σε νέες επενδύσεις, σε νέους κλάδους πρωτοποριακούς, σε τομείς
αιχμής κ.λπ., έτσι ώστε να υπάρξει (ή να δημιουργήσει βάσιμες προσδοκίες ότι θα
υπάρξει) μια πραγματική μεγέθυνση. Τέτοιες τάσεις, κατευθύνσεις αλλά και
πρακτικές υπήρξαν. Σε επίπεδο επιστημονικής έρευνας, εργαστηρίου, πειραματικών
εφαρμογών αλλά και στο πεδίο της βιομηχανικής παραγωγής (πληροφορική-«Νέα
Οικονομία»). Το ζήτημα είναι ότι η κλίμακα στην οποία πραγματοποιούνταν δεν
αντιστοιχούσε και δεν μπορούσε να απορροφήσει τη συσσώρευση που συνεχιζόταν,
ενώ και η «Νέα Οικονομία» έπιασε τα όριά της για εκείνη την περίοδο.
Αυτό, πέραν όλων των άλλων, οδήγησε και σε μια ακόμα
στρέβλωση (στρέβλωση της στρέβλωσης). Το χρηματιστικό κεφάλαιο ήδη έπαιξε
σημαντικό ρόλο στη διαδικασία της συσσώρευσης και ισχυροποιούσε τη θέση του.
Στις συνθήκες που διαμορφώνονταν (κυριαρχίας-ασυδοσίας), αδυναμίας επενδυτικής
απορρόφησης, ισχυροποιούνταν οι τάσεις αναζήτησης «διεξόδου» σε «επενδύσεις»
χρηματιστικού, κερδοσκοπικού χαρακτήρα. Έτσι ο χρηματιστηριακός μηχανισμός από
«μέσο» μετατράπηκε σε αυτοσκοπό. Τα παράγωγα «προϊόντα» και τα παράγωγα των
παραγώγων πήραν τερατώδεις διαστάσεις, διευρύνοντας το άνοιγμα της «ψαλίδας»
ανάμεσα στο εικονικό και το πραγματικό σε πρωτοφανή κλίμακα.
Η ύπαρξη μιας τέτοιας ψαλίδας είναι κατ’ αρχάς σύμφυτη με
τη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος και την υπηρετεί. Η όποια αποδοχή
και υπόστασή της βασίζεται στην «πίστη». Κλειδί για τη διατήρηση αυτής της
πίστης αποτελεί (από οικονομική άποψη) η πραγματική μεγέθυνση στο πεδίο της
πραγματικής οικονομίας. Στην πράξη υπάρχει μια διαρκής «μετακίνηση» αυτής της
ψαλίδας προς τα εμπρός με όρο τη σχετική εναρμόνιση του ανοίγματός της με την
πραγματική μεγέθυνση. Από πολιτική και κοινωνική άποψη, στη βάση αυτής της
«πίστης» υπάρχει η εμπιστοσύνη ότι οι οικονομικοί, κοινωνικοί και πολιτικοί (ως
και στρατιωτικοί) όροι, τόσο οι εσωτερικοί (ταξικοί) όσο και οι διεθνείς, θα
παραμείνουν σταθεροί και αμετάβλητοι. Έτσι ώστε να διασφαλίζεται ότι αυτή η
κατάσταση πραγμάτων θα μπορεί να συνεχίζεται και να αναπαράγεται αδιατάρακτα
και εις το διηνεκές. Το ότι αυτό δεν είναι δυνατό ούτε γενικά ούτε ειδικά (και
αποδείχτηκε για άλλη μια φορά) οι παράγοντες του συστήματος έχουν την τάση να
το «ξεχνάνε», αλλά αυτό δεν είναι δικό μας πρόβλημα.
Η «συνάντηση» της οικονομίας με την πολιτική
Τι δεν πήγε καλά σ’ αυτό το ανθηρό (για το σύστημα) τοπίο;
Σε σχέση με το ζήτημα «κλειδί» από οικονομική άποψη, δηλαδή της πραγματικής
μεγέθυνσης, αυτό σε καθοριστικό βαθμό συνδέθηκε με το ζήτημα των επενδύσεων σε
νέους, πρωτοποριακούς κ.λπ. τομείς. Σε σχέση μ’ αυτό υπήρξαν και υπάρχουν πολλά
και πάσης φύσεως προβλήματα. Πρόβλημα κεφαλαίων, πρόβλημα «περάσματος» από το
πεδίο έρευνας και εργαστηρίου στο πεδίο της βιομηχανικής παραγωγής και από εκεί
στην αγορά κ.ά. Εδώ θα σταθούμε μόνο σ’ αυτό που θεωρούμε πως είχε (και
συνεχίζει να έχει) αποφασιστική σημασία και καθοριστική επίδραση στις
εξελίξεις. Επενδύσεις αυτού του χαρακτήρα και σε αυτή την κλίμακα απαιτούν κατ’
αρχάς μια συσσώρευση κεφαλαίων σε πλανητική κλίμακα, σαν αυτή που ήδη
πραγματοποιούνταν. Ταυτόχρονα, ωστόσο, απαιτούν και μια αγορά αντίστοιχων -πλανητικών-
διαστάσεων για την απόσβεση, απόδοση, κερδοφορία αυτών των επενδύσεων. Αν
μάλιστα συνυπολογίσουμε τη συνάρτηση του «χρόνου», αυτή η πλανητική αγορά
χρειάζεται να είναι ελεγχόμενη σ’ όλη της την έκταση και διασφαλισμένη σε βάθος
χρόνου. Εδώ ήταν που «ξανασυναντήθηκε» η οικονομία με την πολιτική (αν δεχτούμε
ότι διαχωρίστηκαν ποτέ), καθώς μια τέτοια διασφάλιση δεν μπορεί να υπάρξει στη
βάση οικονομικών και μόνο όρων αλλά προϋποθέτει αντίστοιχους πολιτικούς έως και
στρατιωτικούς όρους.
Ένας τέτοιος έλεγχος έδειχνε να είναι διασφαλισμένος για
λογαριασμό των δυτικών ιμπεριαλιστικών δυνάμεων μετά το 1989-1991 και στη
διάρκεια της δεκαετίας του ’90. Έδειχνε, αλλά δεν ήταν. Οι πραγματικοί
συσχετισμοί στον κόσμο ήταν διαφορετικοί απ’ ό,τι υπολογιζόταν κι αυτό αργά ή
γρήγορα θα αναδεικνυόταν. Καθοριστικό ρόλο στην όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών
αντιθέσεων και στην ανάδειξη των πραγματικών δεδομένων έπαιξε η ανοιχτή και
απροκάλυπτη προώθηση της πολιτικής της παγκόσμιας κυριαρχίας από τις ΗΠΑ μετά
την άνοδο της ομάδας Τσένι-Μπους στην εξουσία. Σημείο καμπής, η εισβολή των ΗΠΑ
στο Ιράκ (2003). Σ’ αυτήν δεν αντιτάχθηκαν μόνο οι λαοί που κατά εκατομμύρια
διαδήλωναν στους δρόμους ή μόνο η Ρωσία και η Κίνα από τις άλλες
ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Την αντίθεσή τους εκδήλωσαν ανοιχτά και οι σύμμαχες
των ΗΠΑ ευρωπαϊκές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις και κατά κύριο λόγο Γαλλία,
Γερμανία. Διαμορφώθηκαν έτσι συνολικά οι όροι για την ανάδειξη ενός ρήγματος στο
πλαίσιο του συστήματος, από τα «πάνω» μέχρι τα «κάτω». Το καθοριστικό χτύπημα
το έδωσε η ηρωική αντίσταση του ιρακινού λαού. Αυτή ήταν που ανέδειξε το
αδιέξοδο της στρατηγικής των ΗΠΑ. Την αναντιστοιχία στόχου και διαθέσιμων μέσων
για την επίτευξή του. Πυροδότησε την ανάπτυξη της αντίστασης στο Αφγανιστάν και
συνολικά στη Μ. Ανατολή. Συνέβαλε έτσι καθοριστικά στη διαδικασία αφύπνισης των
λαϊκών μαζών και στην ενίσχυση των τάσεων ανασύνταξης των λαϊκών δυνάμεων.
Ταυτόχρονα, στο ρήγμα που είχε αναδειχτεί «διείσδυαν» για να το διευρύνουν και
δυνάμεις που έως τότε τις καθήλωνε η ισχύς και επιθετικότητα των ΗΠΑ.
Οι βεβαιότητες κυριαρχίας κυριολεκτικά ανατινάχτηκαν.
Αυτό που αναδείχτηκε ήταν αυτό που ήδη συντελούνταν από καιρό. Μια διαδικασία
αναδιάταξης δυνάμεων που συνεχίζεται με ερώτημα ως προς την εξέλιξή της. Όσο
για τη διασφάλιση «σταθερού» (δηλαδή ευνοϊκού) οικονομικού περιβάλλοντος, πήγε
περίπατο. Οι αγορές όχι μόνο δεν διασφαλίζονταν, και μάλιστα σε βάθος χρόνου,
αλλά και «στένευαν», καθώς στο παιχνίδι έμπαιναν και δυνάμεις που δεν
λογαριάζονταν ως τότε. Δεν εννοούμε μόνο τις Ρωσία, Κίνα αλλά και δυνάμεις σαν
την Ινδία και τη Βραζιλία που διεκδικούν ρόλο και μερτικό ή ακόμη και δυνάμεις
όπως το Ιράν, η Αργεντινή, η Βενεζουέλα κ.ά.
Στο μεταξύ, η φούσκα γιγαντωνόταν, όχι μόνο ανεξέλεγκτη
αλλά και απομακρυνόμενη από τα πραγματικά δεδομένα σε αποστάσεις περίπου
«διαστημικές». Ήταν πλέον απλώς ζήτημα χρόνου και συγκυριών το πότε θα σκάσει
και πού. Και… έσκασε, συμπαρασύροντας όλες τις οικονομικές λειτουργίες.
Ταυτόχρονα ανέδειξε και το υπόβαθρό της που ήταν η συνολική κρίση του συστήματος.
Όλα αυτά και σε συνδυασμό με ένα σύνολο εξελίξεων, στις οποίες αναγκαστικά δεν
αναφερθήκαμε, ανέδειξαν και έθεσαν επιτακτικά ένα ζήτημα αναπροσαρμογών
στρατηγικής για το σύνολο των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων. Η ανάδειξη, λ.χ., του
Ομπάμα στην προεδρία των ΗΠΑ υπογραμμίζει τόσο τη σημασία των ανατροπών που
έχουν συντελεστεί όσο και σηματοδοτεί την κρισιμότητα αυτών που έπονται.
Πού βρισκόμαστε και προς τα πού πάμε
Το ότι οι ηγεσίες των διαφόρων ιμπεριαλιστικών χωρών
προχωρούν σε αναπροσαρμογές της στρατηγικής τους σημαίνει πολλά πράγματα εκτός
από ένα. Ότι το σύστημα αλλάζει τη φύση του, τους στόχους του, αυτά που
χαρακτηρίζουν τη σχέση του (αντίθεση) με το λαό. Μα, αναρωτιούνται ορισμένοι,
αφελώς ή κουτοπόνηρα, οι δυνάμεις του συστήματος δεν διδάσκονται από τις
συνέπειες μιας τέτοιας κρίσης, από τα προβλήματα που δημιουργούνται για το ίδιο
το σύστημα κ.λπ.; Φυσικά και διδάσκονται. Μόνο που διδάσκονται με τον δικό τους
τρόπο και για δικό τους λογαριασμό. Σ’ αυτή τη βάση και μόνο σ’ αυτήν
επιχειρούνται οι διάφορες αναπροσαρμογές στρατηγικής. Αυτό που στοχεύουν είναι
το πώς θα υπηρετηθούν καλύτερα τα συμφέροντα του συστήματος, συνολικά απέναντι
στις εργαζόμενες λαϊκές μάζες αλλά και της κάθε δύναμης ξεχωριστά και σε σχέση
ανταγωνισμού με τις άλλες. Το μόνο, συνεπώς, που δεν επιτρέπεται ως προς αυτό
είναι οι αυταπάτες που καλλιεργούνται από διάφορες πλευρές.
Θεωρούμε λοιπόν ότι θα συνεχιστεί, θα διευρυνθεί και θα
βαθύνει η επίθεση του κεφαλαίου ενάντια στην εργατική τάξη.
Θα επιμείνουν οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις στην κατεύθυνση
επανακατάκτησης-επαναποικιοποίησης του κόσμου.
Θα οξύνεται ολοένα και περισσότερο και σε όλα τα πεδία ο
ανταγωνισμός ανάμεσά τους.
Τις εκτιμήσεις μας αυτές τις στηρίζουμε τόσο στη φύση,
στους βασικούς όρους ύπαρξης και λειτουργίας του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού
συστήματος όσο και στην εκτίμηση των πραγματικών δεδομένων, τάσεων και
κατευθύνσεων που διαμορφώνονται σήμερα στο πλαίσιό του. Η βάση ύπαρξης του
καπιταλιστικού συστήματος βρίσκεται στην κυριαρχία της κεφαλαιοκρατικής αστικής
τάξης πάνω στην εργατική και τις άλλες τάξεις και τη δυνατότητα εκμετάλλευσής
της που διασφαλίζει αυτή την κυριαρχία. Ταυτόχρονα, η εκμετάλλευση της
εργατικής τάξης με τη σειρά της δίνει τη δυνατότητα εδραίωσης και αναπαραγωγής
αυτής της κυριαρχίας και συνολικά του συστήματος. Κινούσα δύναμη του
καπιταλιστικού συστήματος είναι το κέρδος. Το κέρδος, και ανεξάρτητα των μορφών
με τις οποίες εμφανίζεται, έχει μία και μόνη πρωταρχική πηγή, μία και μόνο
«πρώτη ύλη». Την υπεραξία. Όπως ήδη αναφέρθηκε, το μέρος της αξίας που δεν
αποδίδεται στους παραγωγούς της, αλλά παρακρατείται από τους κεφαλαιοκράτες.
«Προορισμός» της καπιταλιστικής οικονομικής λειτουργίας
είναι η διευρυνόμενη αναπαραγωγή του κεφαλαίου. Και εδώ τα κεφάλαια που
διατίθενται γι’ αυτήν σωρεύονται με βάση το κέρδος, δηλαδή την υπεραξία, γύρω
από την οποία περιστρέφεται το καπιταλιστικό σύμπαν. Το καπιταλιστικό σύστημα
δεν μπορεί ούτε να «παραιτηθεί» ούτε να αλλάξει τίποτε από αυτά. Το να
αυταπατάται κανείς ότι μπορεί να συμβεί κάτι τέτοιο είναι σαν να πιστεύει ότι
το καπιταλιστικό σύστημα μπορεί να αυτοαναιρεθεί, να αυτοκαταργηθεί. Όλη η
αστική οικονομική θεωρία (που κατά τον Μαρξ έπαψε να είναι επιστήμη ήδη από την
εποχή του) αυτό που έχει πλέον σαν αντικείμενό της είναι: Πρώτον, η συγκάλυψη αυτής
της πραγματικότητας και, δεύτερον, η επεξεργασία μεθόδων καλύτερης
εκμετάλλευσης των εργαζομένων. Όσο για τις ρεφορμιστικές θεωρίες, κλείνουν τα
μάτια και «αποφεύγουν» το θέμα για έναν κυρίως λόγο. Επειδή η παραδοχή, η
αντιμετώπιση της πραγματικότητας θα έθετε τους φορείς της μπροστά στην
αναγκαιότητα αντιπαράθεσης με το σύστημα (και όχι μόνο θεωρητικής).
Η ιμπεριαλιστική διάσταση του συστήματος
Άλλες τόσες θεωρίες συγκάλυψης της πραγματικότητας
αναπτύσσονται σε σχέση με την εκμετάλλευση των λαών των εξαρτημένων χωρών. Όπως
ήδη αναφερθήκαμε, αν η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης αποτελεί τον βασικό και
ταυτόχρονα άμεσο δρόμο αποκόμισης κερδών και συσσώρευσης κεφαλαίων, ο δεύτερος
συνδέεται με τη ληστρική εκμετάλλευση των εξαρτημένων χωρών από τις ιμπεριαλιστικές
μητροπόλεις. Και όπως επίσης αναφέραμε, αυτά αποτελούν -από οικονομική άποψη-
τα βάθρα του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού συστήματος. Εκείνο που χρειάζεται
εδώ να κατανοηθεί είναι πως η ιμπεριαλιστική διάσταση του συστήματος δεν
αποτελεί ένα «εξωτερικό» χαρακτηριστικό, αλλά ένα «εσωτερικό», οργανικό
στοιχείο της συνολικής λειτουργίας του καπιταλιστικού-ιμπεριαλιστικού
συστήματος. Πρόκειται για «παλιά» ιστορία, που οι ρίζες της βρίσκονται ήδη στην
περίοδο της αποικιοκρατίας, για να συνεχίσει αναπτυσσόμενη-μεταμορφωνόμενη στην
περίοδο του ιμπεριαλισμού και μέχρι τις μέρες μας. Στην πορεία, τα φθηνά
αποικιακά προϊόντα, οι φθηνές πρώτες ύλες (και ενέργειας στη συνέχεια) ολοένα
και περισσότερο διαμορφώνονταν σε συστατικό της «εσωτερικής» κεφαλαιοκρατικής
συσσώρευσης. Αυτή η «εσωτερίκευση» της «εξωτερικής» δράσης είχε τις συνέπειές
της στη συνολική λειτουργία του συστήματος και όχι μόνο την οικονομική.
Διαμόρφωσε κατηγορίες καπιταλιστών που τα κύρια συμφέροντά τους συνδέονταν
άμεσα με αυτή τη διάσταση. Συνακόλουθα, επέδρασε στην ίδια την κοινωνική
διάρθρωση, στη διαμόρφωση αντίστοιχης ιδεολογίας και πολιτικών αντιλήψεων.
Αυτή η ληστεία που πραγματοποιήθηκε επί αιώνες με τους
πιο κτηνώδεις τρόπους, αυτό το έγκλημα πλασαρίστηκε με τους πιο ωραιοποιημένους
χαρακτηρισμούς. Εμφανίστηκε ως «αποστολή εκπολιτισμού των αγρίων», την ίδια
στιγμή που κατέστρεφε πολιτισμούς χιλιετιών και ωθούσε στη βαρβαρότητα.
Επιστράτευσε το επιχείρημα της «ανάπτυξης των καθυστερημένων χωρών», ενώ στην
πραγματικότητα κατέστρεφε τις παραγωγικές οικονομικές υποδομές, σχέσεις και
λειτουργίες που είχαν διαμορφωθεί επί αιώνες, οδηγώντας αυτές τις χώρες στην
πιο μεγάλη καθυστέρηση. Τέλος, στις μέρες μας, την επιβολή των όρων της πιο
εντατικής εκμετάλλευσης τη βάφτισε «ενοποίηση του κόσμου» («παγκοσμιοποίηση»),
ενώ αυτό που συντελούνταν ήταν η γιγάντωση του χάσματος ανάμεσα στις
εξαρτημένες χώρες και τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις.
Αν η προσπάθεια συγκάλυψης, ωραιοποίησης από τη μεριά των
παραγόντων του συστήματος είναι κάτι το αναμενόμενο, εκείνο που είναι
«ακατανόητο» είναι η «αρωγή» που προσφέρεται σ’ αυτή την κατεύθυνση από την
πλευρά της υποτιθέμενης Αριστεράς. Και δεν εννοούμε μόνο τον «παραδοσιακό»
ρεφορμισμό, που συστηματικά εξορκίζει την πραγματικότητα με «καλοσυνάτες»
προτάσεις. Εννοούμε και διάφορα ριζοσπαστικής ή και «κομμουνιστικής» προέλευσης
θεωρήματα που αναιρούν την ιμπεριαλιστική διάσταση του συστήματος,
«υπερβαίνοντάς» την. Στην πραγματικότητα δεν κάνουν τίποτε άλλο από το να
πλασάρουν το αστικό θεώρημα της «παγκοσμιοποίησης» απλώς ανεστραμμένο. Αυτή η
συγκάλυψη της ιμπεριαλιστικής διάστασης του συστήματος δεν έχει απλώς λαθεμένο
αλλά και αντιδραστικό χαρακτήρα. Με τον πιο ανάγλυφο τρόπο φάνηκε αυτό όταν
οδήγησε σε πολιτικές στάσεις «ίσων αποστάσεων» ή και στήριξης ιμπεριαλιστικών
επεμβάσεων που κομμάτιασαν χώρες και ματοκύλησαν λαούς.
Αλλά, στ’ αλήθεια, ποιον κόσμο με «τον άνθρωπο πάνω από
τα κέρδη», ποιο δημοκρατικό σοσιαλισμό ή και ποιον κομμουνισμό (τρομάρα μας)
μπορούμε να οικοδομήσουμε αγνοώντας και παρακάμπτοντας το δεδομένο ότι ένα
μεγάλο μέρος της ανθρωπότητας στενάζει κάτω από τα δεσμά της ιμπεριαλιστικής
επικυριαρχίας; Ή να θεωρήσουμε μήπως ότι αυτή είναι πλέον η νέα «εκπολιτιστική»
και «απελευθερωτική» αποστολή του αναπτυγμένου κόσμου απέναντι στους υπανάπτυκτους;
Αιώνες κυριαρχίας της Δύσης στον πλανήτη δημιούργησαν μια
συνείδηση «ιδιοκτητών του κόσμου» με την οποία και συνεχίζουν να λειτουργούν.
Εδώ βρίσκεται η πηγή τόσο του ρατσισμού όσο και σειράς άλλων αντιδραστικών
αντιλήψεων. Το ανεστραμμένο και «αριστερό» είδωλο αυτών των αντιλήψεων
βρίσκεται σ’ εκείνες τις απόψεις που δεν μπορούν να «χωνέψουν» ότι ο κόσμος δεν
αρχίζει και τελειώνει στην περιοχή που περικλείει τις αναπτυγμένες
καπιταλιστικές-ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις της Δύσης. Ας είμαστε όμως επιεικείς.
Ας δεχτούμε ότι για πολλούς απ’ αυτούς οι τέτοιου είδους αντιλήψεις δεν
αποτελούν παρά έκφραση της σύγχυσης στην οποία βρίσκονται. Να, σαν αυτή που
τους έχει οδηγήσει στο να καταγγέλλουν τις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις (είναι
μια πρόοδος), χωρίς ωστόσο να αποδέχονται την ιμπεριαλιστική διάσταση του
συστήματος που βρίσκεται πίσω απ’ αυτές. (Οπως κραύγαζε κι εκείνος ο έρμος ο
Πολύφημος, «με τύφλωσε ο κανένας»).
Οι «σταθερές» της εκμετάλλευσης
Η επίθεση του κεφαλαίου και των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων
ενάντια στην εργατική τάξη και τους λαούς έχει ήδη διαμορφώσει συσχετισμούς και
δεδομένα ευνοϊκά για τις δυνάμεις του συστήματος. Έχει αφαιρέσει δικαιώματα και
κατακτήσεις της εργατικής τάξης, έχει αποδυναμώσει τη δυνατότητα αντίστασής
της. Έχει αυξήσει την πίεση στις ρεφορμιστικές δυνάμεις να προσαρμόσουν ακόμη
περισσότερο την πολιτική τους ώστε πρακτικά να μην αμφισβητούν στο ελάχιστο τις
επιλογές του κεφαλαίου. Γενικότερα και σε συνδυασμό με τις συνολικές αρνητικές
εξελίξεις στο κίνημα, έχει κατορθώσει να διαμορφώσει έναν ταξικό, πολιτικό
συσχετισμό σε βάρος της εργατικής τάξης και ευνοϊκό για το κεφάλαιο.
Αντίστοιχα στο διεθνές πεδίο, έχουν διαμορφώσει ένα
πλέγμα όρων, σχέσεων, συσχετισμών και μηχανισμών που επιτρέπουν στις
ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις να λεηλατούν ασύδοτα τις εξαρτημένες χώρες. Παρ' όλα
αυτά -και ίσως αυτό να είναι το πιο χαρακτηριστικό της κατάστασης-, δεν είναι
οι μητροπόλεις που χρωστάνε στις εξαρτημένες χώρες, αλλά είναι αυτές οι χώρες
που «χρωστάνε», που έχουν υποθηκεύσει το σήμερα και το αύριό τους στις
ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Θα ήταν συνεπώς κάτι παραπάνω από αφέλεια να
περιμένει κανείς ότι οι δυνάμεις του συστήματος θα παραιτηθούν από αυτά τα
πλεονεκτήματα έτσι, του καλού καιρού. Ότι θα αποκαταστήσει, λ.χ., το κεφάλαιο
τα δικαιώματα της εργατικής τάξης. Ότι θα επιστρέψουν οι ιμπεριαλιστικές
δυνάμεις στους λαούς των εξαρτημένων χωρών το προϊόν της ληστείας.
Αντίθετα, και όπως κιόλας μας δείχνουν οι εξελίξεις και
οι πολιτικές που προωθούνται, η επίθεση και θα συνεχιστεί και θα διευρυνθεί και
θα βαθύνει. Όχι μόνο επειδή αποτελεί βασικό στοιχείο της πολιτικής του
συστήματος, αλλά και σαν όρος σταθεροποίησης και διεύρυνσης των ευνοϊκών γι’
αυτό συσχετισμών που έχει διαμορφώσει. Πολύ περισσότερο που σε συνθήκες κρίσης
έχει μια σειρά επιπλέον λόγους να κινηθεί σε μια τέτοια κατεύθυνση.
Σε μια τέτοια κατεύθυνση ωθούν συνολικά οι εξελίξεις, η
κατάσταση που διαμορφώνεται στον κόσμο, οι τάσεις που αναδεικνύονται και
ισχυροποιούνται στο πλαίσιο του συστήματος. Η οικονομική και γενικότερη κρίση
του συστήματος και τα προβλήματα που θέτει. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις
ιμπεριαλιστικές δυνάμεις για το ξαναμοίρασμα των αγορών και συνολικά του
κόσμου. Ένας ανταγωνισμός που παροξύνεται σε σχέση με το ποια δύναμη θα πάρει
το προβάδισμα στο πλαίσιο της διαδικασίας αναδιάταξης δυνάμεων που ήδη
συντελείται.
Αντιμετώπιση της κρίσης για το σύστημα (συνολικά παρμένο)
σημαίνει ένα πράγμα. Αποκατάσταση των όρων και συνθηκών κερδοφορίας για το
κεφάλαιο. Η κερδοφορία του κεφαλαίου, ανεξάρτητα της ποικιλίας μορφών με τις
οποίες εμφανίζεται, έχει, όπως ήδη αναφέραμε, δυο θεμελιώδεις πρωταρχικές
σταθερές. Την εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και την απομύζηση του πλούτου
των εξαρτημένων χωρών. Στην ένταση της εκμετάλλευσης αυτών των «πηγών» θα
στηριχτεί πρωταρχικά και, όπως πάντα, η διαμόρφωση όρων νέας κερδοφορίας. Όσον
αφορά τις μεταξύ τους συναλλαγές, τον ανταγωνισμό για το ποιος θα μετακυλήσει
σε ποιον κόστη ή ποιος θα αποκομίσει κέρδη από τον άλλον ιμπεριαλιστή, αφορούν
στην ουσία το ίδιο «αντικείμενο». Ανεξάρτητα των μορφών και τρόπων απεικόνισης,
της ποικιλίας των μεθόδων υφαρπαγής, αυτό που «μοιράζονται» δεν είναι άλλο από
το προϊόν της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και της ληστείας των
εξαρτημένων χωρών. Ας τα δούμε λίγο πιο συγκεκριμένα.
Η επίθεση ενάντια σε εργατική τάξη-λαούς κλιμακώνεται
Οι δυνάμεις του συστήματος στο μόνο ζήτημα που εμφανίζουν
«κοινότητα αντίληψης» είναι η παραπέρα ανάπτυξη της επίθεσης ενάντια στην
εργατική τάξη (και συνολικά τους λαούς). Άξονας της επίθεσης, η προώθηση,
εμπέδωση και «νομιμοποίηση» των «ελαστικών σχέσεων εργασίας», δηλαδή η
κατάργηση του δικαιώματος στη δουλειά. Μέσω αυτού προωθούν την αποσυγκρότηση
της εργατικής τάξης, την υποβάθμιση της θέσης της. Ταυτόχρονα, αποδυναμώνουν
έτσι τη βάση στήριξης όλων των άλλων δικαιωμάτων. Την εντατικοποίηση της
εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης, καθώς μέσα από τη «μείωση» των ωρών εργασίας
το κεφάλαιο πετυχαίνει το ακριβώς αντίθετο. Την αύξησή τους (βλέπε και
καθιέρωση εβδομάδας εργασίας έως και εξήντα πέντε ωρών). Αυτό που μειώνεται
πραγματικά είναι οι ώρες που οι εργαζόμενοι πληρώνονται και ασφαλίζονται
κανονικά (τρόπος του λέγειν). Αντίθετα, αυξάνονται κατακόρυφα οι ώρες που
παρέχουν την εργατική τους δύναμη στο κεφάλαιο με μειωμένες αμοιβές και χωρίς
ασφάλιση. Με την εντατικοποίηση των ρυθμών εργασίας (μέσα και από τον εκβιασμό
της απόλυσης), τις απλήρωτες υπερωρίες, με την ανασφάλιστη εργασία, τόσο τη
«νόμιμη» όσο και τη μαύρη, με τη δεύτερη και τρίτη δουλειά στην οποία
εξαναγκάζονται οι εργαζόμενοι για να τα βγάλουν πέρα.
Προωθείται η παραπέρα μείωση του μεριδίου της εργατικής
τάξης στο εθνικό εισόδημα (στην παραγωγή του οποίου αποτελεί τον κύριο
συντελεστή). Με τη μείωση των αμοιβών των εργαζομένων. Με την εκτεταμένη
ανεργία και τη διεύρυνση του «δικαιώματος» της εργοδοσίας να προχωρά σε όσες
απολύσεις θέλει. Με τη συνέχιση των αντι-«μεταρρυθμίσεων» στο ασφαλιστικό,
δηλαδή τις ακόμη μεγαλύτερες περικοπές στα ασφαλιστικά και δικαιώματα
περίθαλψης των εργαζομένων. Με αντίστοιχες αντι-«μεταρρυθμίσεις» στην
εκπαίδευση, με την προώθηση ταξικών φραγμών και επιβαρύνσεων που μετατρέπουν
την υποτιθέμενη «δωρεάν» εκπαίδευση σε είδος πολυτελείας και απρόσιτο για τους
νέους των λαϊκών τάξεων.
Την επίθεσή του ενάντια στην εργατική τάξη το κεφάλαιο
ήδη τη θωρακίζει με κάθε λογής μέτρα, μηχανισμούς και πολιτικές. Προωθεί το
διαχωρισμό (τη διάσπαση) της εργατικής τάξης σε ντόπιους και «ξένους»,
πριμοδοτώντας ως αιχμή της μεθόδευσης τη δράση διάφορων φασιστοειδών.
Ταυτόχρονα, αξιοποιεί την οπισθοχώρηση του κινήματος, ενισχύοντας τις τάσεις
αποπροσανατολισμού, παρεμποδίζοντας έτσι την ενοποίηση, ισχυροποίηση της
εργατικής τάξης. Προωθείται συστηματικά ο περιορισμός, η απαγόρευση ουσιαστικά
της συνδικαλιστικής δράσης, ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα, όπου ασκείται η πιο
άγρια και απροκάλυπτη εργοδοτική τρομοκρατία. Σαν αντιστάθμισμα προωθείται ο
κρατικός και εργοδοτικός «συνδικαλισμός». Διαμορφώνεται ένα ολάκερο νομικό
πλαίσιο που καθιστά ουσιαστικά «παράνομη» κάθε μορφή εργατικής αντίστασης και
δράσης. Ανασυγκροτούνται και ενισχύονται οι κρατικοί, δικαστικοί και
αστυνομικοί μηχανισμοί καταπίεσης, τρομοκράτησης, καταστολής.
Με ανάλογο τρόπο εξελίσσεται η πολιτική τους και απέναντι
στους λαούς των εξαρτημένων χωρών. Οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, με βάση και την
κρίση, προχωρούν σε μια σειρά μέτρων προστατευτισμού των οικονομιών τους. Την
ίδια στιγμή, ωστόσο, επιμένουν αμετακίνητα στο δόγμα της ελεύθερης διακίνησης
κεφαλαίων, της «ελευθερίας των αγορών», διακηρύσσοντας, ταυτόχρονα, την
εναντίωσή τους στον προστατευτισμό. Εννοείται «των άλλων» και βασικά των πιο αδύναμων
χωρών που αδυνατούν να αντιδράσουν καθώς συνεχίζουν να τελούν υπό καθεστώς
εξάρτησης και ομηρίας.
Παρά τις τεράστιες καταστροφές που έχουν υποστεί οι
παραγωγικές υποδομές και συνολικά οι οικονομίες των εξαρτημένων χωρών,
επιβάλλονται αυστηρές ποσοστώσεις στην παραγωγή προϊόντων που την ίδια στιγμή
εφαρμόζονται πολύ «χαλαρά» (εικονικά) στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις. Σε
εντελώς αντίστροφη τροχιά, το καθεστώς των επιδοτήσεων, που εφαρμόζονται
ανοιχτά ή καλυμμένα στις μητροπόλεις, ενώ απαγορεύονται για τις εξαρτημένες
χώρες. Γύροι επί γύρων για τα αγροτικά προϊόντα και διαρκής η επιμονή των
ιμπεριαλιστών να διατηρήσουν, παγιώσουν, διευρύνουν τα πλεονεκτήματα που έχουν
αποκτήσει όλα αυτά τα χρόνια. Κρατούν σταθερά τον έλεγχο των διεθνών
οικονομικών οργανισμών, ενώ η ενίσχυση με δισεκατομμύρια του ΔΝΤ έχει σαν
βασικό της στόχο την εμπέδωση του ελέγχου των σχέσεων με τις εξαρτημένες χώρες
και τη διατήρηση των προνομίων των ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων.
Συνεχίζεται η αφαίμαξη του εργατικού, τεχνικού και επιστημονικού
δυναμικού των εξαρτημένων χωρών με βάση την καθυστέρηση, τις καταστροφές που
έχει επιφέρει στις οικονομίες τους η ληστρική δράση των ιμπεριαλιστών. Για να
μην πηγαίνουμε πολύ μακριά, ας ρίξουμε μια ματιά στη «δική μας» ΕΕ και αυτά που
προωθούνται στο πλαίσιό της. Με το «σύμφωνο σταθερότητας», με την ΚΑΠ που έχει
ρημάξει την αγροτική οικονομία στη χώρα μας και αλλού. Με τις «υποδείξεις»
Αλμούνια, την «επιτήρηση», την απαγόρευση, ουσιαστικά, άσκησης δημοσιονομικής,
οικονομικής πολιτικής στις κυβερνήσεις των πιο αδύναμων ευρωπαϊκών χωρών.
Ταυτόχρονα, όλες οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις συγκροτούν ή
συμμετέχουν στη δημιουργία στρατιωτικών σωμάτων «ταχείας επέμβασης» (λέγονται
και «ειρηνευτικά»). Η λογική είναι ακριβώς η ίδια που οδηγεί στην ενίσχυση των
δυνάμεων καταπίεσης και καταστολής στο εσωτερικό των χωρών τους. Η πολιτική της
εκμετάλλευσης γεννήθηκε μαζί με τη βία, εδραιώθηκε με τη βία και θα συνεχίσει
να στηρίζεται στη βία.
Κρίση και αναδιάταξη δυνάμεων
Τα μέτρα αντιμετώπισης της κρίσης που προωθούνται από τις
δυνάμεις του συστήματος δεν αφορούν απλά και μόνο την κρίση, αλλά το σύνολο των
προβλημάτων που αντιμετωπίζει το σύστημα τόσο ως όλον όσο και ως κάθε δύναμη
ξεχωριστά. Μέτρα που αφορούν την άμεση αντιμετώπιση της κρίσης και των συνεπειών
της. Που συνδέονται με τον ανταγωνισμό που μαίνεται ανάμεσα στις
ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Που σχετίζονται με το ποια δύναμη θα πάρει το
προβάδισμα στην κούρσα παραγωγής νέων πρωτοποριακών προϊόντων προωθημένης
τεχνολογίας και ανταγωνιστικότητας. Που συμπλέκονται με τη διαδικασία
αναδιάταξης δυνάμεων που ήδη συντελείται. Με αυτήν την έννοια, τα μέτρα που
προωθούνται αφορούν, και με τον τρόπο του το καθένα, τόσο το κάθε ζήτημα
ξεχωριστά όσο και το όλο πλέγμα των ζητημάτων που έχουν τεθεί. Ας ξεκινήσουμε
«ανάποδα» κι από το «τέλος».
Η παρόξυνση του ανταγωνισμού ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές
δυνάμεις συνδέεται άμεσα με τη διαδικασία αναδιάταξης δυνάμεων που με έναν
τρόπο συντελείται ήδη από την περίοδο των ανατροπών του 1989-1991. Μια εξέλιξη
που σηματοδότησε το «τέλος» όχι βέβαια της Ιστορίας αλλά του «κόσμου» όπως
αυτός διαμορφώθηκε μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και στη συνέχεια. Μια
διαδικασία που συνδυάστηκε με εξελίξεις που σηματοδοτούν μια συνολική κρίση του
συστήματος, των όρων, των «σταθερών» (και όχι μόνο των οικονομικών), των
συσχετισμών και σχέσεων (και αντιθέσεων) στη βάση των οποίων λειτουργούσε έως
τότε.
Αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ σε σχέση με όλα αυτά -και θα
θέλαμε να υπογραμμίσουμε ιδιαίτερα- είναι ότι η εξέλιξη της κρίσης (και των
πολιτικών αντιμετώπισής της) θα αποτελέσει ταυτόχρονα και πεδίο στο οποίο θα
διαμορφώνονται βασικοί όροι αυτής της αναδιάταξης δυνάμεων που συντελείται. Για
να το πούμε αλλιώς, από αυτή την «περιπέτεια» το σύστημα τόσο στο σύνολο όσο
και ως ξεχωριστές δυνάμεις δεν θα «βγει» με τον ίδιο τρόπο και με την ίδια
διάταξη δυνάμεων με την οποία «μπήκε» σ’ αυτήν. Δεν μπορούμε εδώ να
«προφητεύσουμε» ούτε ποια θα είναι αυτή η νέα διάταξη δυνάμεων ούτε πότε και με
ποιον τρόπο θα κριθεί (ως προς το τελευταίο μάλιστα δεν μπορούμε να
αποκλείσουμε ούτε τις πιο ζοφερές των εκδοχών). Μπορούμε όμως να πούμε με
αρκετή σιγουριά ότι το νέο παγκόσμιο ταμπλό, η νέα παγκόσμια ιεραρχία και η
θέση της κάθε δύναμης σ’ αυτήν δεν είναι καθόλου δεδομένη. Κρίνεται και θα
συνεχίσει να κρίνεται από το τώρα μέχρι το «τότε». Με ακόμη μεγαλύτερη σιγουριά
μπορούμε να πούμε ότι τέτοιου είδους ζητήματα ούτε παζαρεύονται ούτε μπορούν να
λυθούν σε τραπέζι διαπραγματεύσεων. «Λύνονται» στη βάση του πιο σκληρού
ανταγωνισμού και αναμετρήσεων σε όλα τα πεδία. Το οικονομικό, το πολιτικό, έως
και το στρατιωτικό.
Ανταγωνισμός και αναζήτηση υπεροχής
Καθοριστικό ρόλο σ’ αυτή τη διαδικασία θα παίζει το ποια
δύναμη (ή δυνάμεις) θα κερδίσει την κούρσα των νέων πρωτοποριακών κ.λπ.
προϊόντων. Ένα ζήτημα που συνδέεται επίσης με το πρόβλημα της πραγματικής
μεγέθυνσης, αλλά και της συνολικής διεξόδου στην κρίση. Ένα ζήτημα που δεν
μπορεί να απαντηθεί ολοκληρωμένα στο πεδίο και τα όρια της ήδη υπάρχουσας
οικονομίας. Το σύστημα χρειάζεται και αναζητεί μια νέα εκτίναξη, νέα και διευρυμένα
πεδία κερδοφορίας. Το ζήτημα έχει τεθεί από καιρό και ήδη αναφερθήκαμε σ’ αυτό.
Σήμερα τίθεται ξανά στην ημερήσια διάταξη και μάλιστα σε βάση «επείγοντος». Σε
σχέση μ’ αυτό, υπάρχουν πολλά και σημαντικά προβλήματα, που ως ένα μόνο βαθμό
θίξαμε προηγούμενα. Δεν θα σταθούμε στα επιστημονικού, τεχνολογικού χαρακτήρα
προβλήματα που υπάρχουν. Σε σχέση μ’ αυτά θα αναφερθούμε σε δυο και μόνο
εκφράσεις του ζητήματος.
Πρώτο, στο ότι εδώ και χρόνια εντείνεται ο ανταγωνισμός
ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις μέσα από διάφορες μορφές, ανοιχτές ή
καλυμμένες. Το εγχείρημα CERN, λ.χ., κατά κύριο λόγο αποτελούσε ένα είδος
απάντησης των Ευρωπαίων στο διαστημικό πρόγραμμα των ΗΠΑ. (Ανάλογο είχε και η
Σ.Ε. και ό,τι απ’ αυτό μπόρεσε να «διασώσει» η Ρωσία). Τη δημιουργία δηλαδή
ενός «εργαστηρίου» της πιο προωθημένης επιστημονικής, τεχνολογικής έρευνας που
να μπορεί να δώσει απαντήσεις όχι στη «δημιουργία του κόσμου» αλλά σε
προβλήματα του κόσμου τούτου. Το δεύτερο αφορά τα επιστημονικά κριτήρια στη
βάση των οποίων ένα προϊόν κρίνεται κατάλληλο για χρήση, είναι ασφαλές και
χωρίς, λ.χ., επιπτώσεις στην υγεία των ανθρώπων, το περιβάλλον κ.λπ. Ως προς
αυτό, η άποψή μας είναι ότι στον καπιταλισμό αυτά τα «επιστημονικά» κριτήρια
είναι απλώς… οικονομικά. Το αποφασιστικό κριτήριο είναι αν ένα προϊόν μπορεί να
ενταχθεί αποτελεσματικά στον κύκλο κερδοφορίας του κεφαλαίου. Όλα τα άλλα
έρχονται δεύτερα.
Αποφασιστική σημασία έχει η συγκέντρωση, συσσώρευση των
κεφαλαίων που είναι αναγκαία για επενδύσεις τέτοιας κλίμακας. Από το πεδίο της
έρευνας μέχρι το πέρασμα στη μαζική παραγωγή και το πλασάρισμα στην αγορά. Αυτή
η συσσώρευση έχει σαν βασικές και πρωταρχικές της πηγές αυτές στις οποίες
κιόλας αναφερθήκαμε. Την ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και της
καταλήστευσης των εξαρτημένων χωρών. Υπάρχει δηλαδή εδώ ένας ακόμη λόγος για τη
συνέχιση, κλιμάκωση της επίθεσης του συστήματος ενάντια στις εργαζόμενες λαϊκές
μάζες. Ταυτόχρονα, συναρτάται με το ποια ή ποιες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις θα
υφαρπάξουν από τις άλλες το μεγαλύτερο μέρος της λείας. Μαίνεται ήδη ένας
πραγματικός πόλεμος σ’ αυτό το πεδίο και θα αναφερθούμε περισσότερο παρακάτω.
Καθοριστικού χαρακτήρα είναι το ζήτημα του ελέγχου των
πηγών ενέργειας και πρώτων υλών, καθώς και των δρόμων μεταφοράς τους. Ο
οξύτατος ανταγωνισμός σ’ αυτό το πεδίο όχι μόνο είναι ολοφάνερος αλλά έχει εδώ
και χρόνια πάρει στρατιωτικό-πολεμικό χαρακτήρα. Οι ιμπεριαλιστικές
στρατιωτικές επεμβάσεις σε διάφορες χώρες εντάσσονται, όπως ήδη αναφέραμε, στην
εκστρατεία επανακατάκτησης-επαναποικιοποίησης του κόσμου από τον ιμπεριαλισμό.
Ταυτόχρονα, ωστόσο, αποτελούν και όργανο αναδιανομής και ελέγχου αυτών των
πηγών και δρόμων (αγωγών λ.χ.) ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Αυτή η
σκληρή πραγματικότητα δίνει και ένα είδος απάντησης στη φιλολογία που
αναπτύσσεται γύρω από την «πράσινη» ενέργεια και το τι μπορεί να αποδώσει. Απ’
ό,τι δείχνουν όλα τα δεδομένα αλλά και εκτιμήσεις που δεν ασχολούνται
φιλολογικά με το θέμα αλλά το εξετάζουν συγκεκριμένα, αυτή η μορφή μπορεί να
καλύψει ένα μικρό μόνο μέρος των αναγκών που υπάρχουν. Για αρκετά χρόνια ακόμα,
οι «παραδοσιακές» μορφές ενέργειας θα συνεχίσουν να έχουν τον πρώτο και κύριο
λόγο. (Πώς αλλιώς άλλωστε θα μπορούσε να ερμηνευτεί ο ανταγωνισμός που
συνεχίζεται λυσσαλέος;). Από κει και πέρα, η πυρηνική ενέργεια (που τελικά
πλασάρεται και ως «πράσινη») αν, πότε και ποιο μέρος των αναγκών θα καλύψει
μένει να το δούμε.
Ιδιαίτερη σημασία έχει η «εκκαθάριση» του πεδίου. Τα νέα
προϊόντα για να επιβληθούν χρειάζονται ένα όσο γίνεται πιο «παρθένο» έδαφος. Ήδη
η κυριαρχία των ιμπεριαλιστών έχει επιφέρει μεγάλες καταστροφές στην
παραγωγική, οικονομική υποδομή των εξαρτημένων χωρών. (Κρίσιμο χαρακτήρα έχει,
λ.χ., η «ερήμωση» του αγροτικού τομέα και η επιβολή παραγωγικών, διατροφικών
μοντέλων από τα ιμπεριαλιστικά μονοπώλια). Ταυτόχρονα, η οικονομική κρίση
συνεχίζει αυτό το «έργο» τόσο στις εξαρτημένες χώρες όσο και μέσα στις ίδιες
τις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις. Χιλιάδες μικρομεσαίες επιχειρήσεις
εξαφανίζονται για να αφήσουν χώρο στις μεγάλες. Αλλά ακόμη σ’ αυτές παίρνει
διαστάσεις το φαινόμενο εξαγοράς, απορρόφησης, «ενοποίησης» επιχειρήσεων,
γιγαντώνοντας την τάση συγκέντρωσης, συγκεντροποίησης του κεφαλαίου. Μία και
μόνη παρατήρηση εδώ σε σχέση μ’ αυτά. Όλες αυτές οι ανακατατάξεις έχουν ένα
κόστος. Κόστος που, όπως πάντα, φορτώνεται στους πιο αδύναμους. Μόνο που ούτε
έτσι καλύπτεται. Στην πραγματικότητα έχουμε εδώ μια μετάθεση κόστους «στο
μέλλον» (και δεν είναι η μόνη) και η οποία επίσης θα βαρύνει και τότε τους
δεδομένους αποδέκτες.
Σε συνάρτηση με το προηγούμενο, υπάρχει και ένα ζήτημα
«προσαρμογής της ζήτησης». Διαμόρφωσης των αντίστοιχων καταναλωτικών συνηθειών,
προτιμήσεων και συμπεριφορών. Δεν πρόκειται εδώ για ένα ζήτημα οικονομικού και
μόνο χαρακτήρα, όπως ακούγεται. Πρόκειται για βίαιη εισβολή με στόχο την
ανατροπή των δεδομένων οικονομικών, κοινωνικών, ιδεολογικών και πολιτιστικών
όρων και λειτουργιών των ανθρώπων. Μια εισβολή που, με βάση το αντικείμενό της,
θα είναι μεγαλύτερων διαστάσεων από αυτήν που ήδη πραγματοποιείται εδώ και
δεκαετίες και που θα επιφέρει αντίστοιχες μεταβολές σε όλα τα πεδία. Και που
βέβαια θα πραγματοποιηθεί με ακόμη πιο βίαιο τρόπο από την προηγούμενη (είτε
έμμεση είναι η βία που θα ασκηθεί είτε άμεση). Δεν αναφερόμαστε μόνο στα κύματα
της διαφήμισης που σίγουρα θα μας κατακλύσουν. Εννοούμε και το σύνολο των μέσων
με τα οποία διαμορφώνονται και επιβάλλονται πρότυπα «ζωής» και κυρίως
κατανάλωσης. Την τηλεόραση, τον κινηματογράφο, τη μουσική, το ραδιόφωνο, τα
περιοδικά και γενικά τα ΜΜΕ. Αλλά ούτε μόνο αυτά. Ο ιμπεριαλισμός ποτέ δεν
άφησε τα πράγματα «στην τύχη τους» ή στους «νόμους της αγοράς» και μόνον. Θα τα
υποστηρίξει, όπως πάντα, με όλα τα μέσα, οικονομικά, πολιτικά έως και
στρατιωτικά. Είναι αναγκαίο να κατανοηθεί ότι η βασική συνάρτηση όλων αυτών
είναι ο «χρόνος». Ο χρόνος που απαιτείται για να ολοκληρωθεί η όποια έρευνα.
Για το πέρασμα από το εργαστήρι στη μαζική βιομηχανική παραγωγή. Για την
προώθηση όλων αυτών των διεργασιών που αναφέραμε. Την εκκαθάριση του πεδίου,
την αναπροσαρμογή της ζήτησης, το πλασάρισμα, την επιβολή των νέων προϊόντων
στην αγορά.
Τέλος, το ζήτημα στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε σαν «ζήτημα
των ζητημάτων». Το πρόβλημα των αγορών. Εδώ απλώς υπενθυμίζουμε τα βασικά. Ότι
επενδύσεις τέτοιας κλίμακας προϋποθέτουν συσσώρευση πλανητικών διαστάσεων.
Συνακόλουθα απαιτούν ανάλογων διαστάσεων αγορά για την απόσβεση, απόδοση,
κερδοφορία αυτών των επενδύσεων. Ταυτόχρονα, τη διασφάλιση αυτών των όρων σε
βάθος «χρόνου». Μια διασφάλιση που δεν μπορεί να υπάρξει στη βάση οικονομικών
και μόνον όρων αλλά που απαιτεί πολιτική και στρατιωτική στήριξη (έως και σε
επίπεδα κυριαρχίας). Στόχος και προοπτική μιας τέτοιας εξέλιξης είναι κατ’
αρχάς η αναπροσαρμογή των όρων «ανταλλαγών» ακόμη περισσότερο υπέρ των
ιμπεριαλιστικών μητροπόλεων και σε βάρος των εξαρτημένων χωρών. Είναι προφανές
ότι σε μια τέτοια κούρσα οι ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις δεν έχουν απλώς το
προβάδισμα αλλά όλα τα δεδομένα στα χέρια τους. Με αυτούς τους όρους και πάντα
στη βάση της υπόθεσης ότι δεν θα μεσολαβήσουν ανατροπές πολιτικού χαρακτήρα και
σε ανάλογη κλίμακα, το ήδη τεράστιο χάσμα ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές και τις
εξαρτημένες χώρες θα διευρυνθεί ακόμη περισσότερο.
Όσον αφορά το πώς θα διαμορφωθούν οι σχέσεις και οι
συσχετισμοί ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, αυτό θα κριθεί στη βάση του
πιο άγριου ανταγωνισμού. Ενός ανταγωνισμού που ήδη μαίνεται σε όλα τα πεδία. Οι
όροι τού αύριο διαμορφώνονται σήμερα και κάθε μέρα. Ας περάσουμε λοιπόν σ’
αυτό.
Η «αποκήρυξη» του προστατευτισμού διά της… εφαρμογής του
Με το ξέσπασμα της κρίσης τεράστιοι όγκοι κεφαλαίων
διατέθηκαν από κυβερνήσεις-κεντρικές τράπεζες των ιμπεριαλιστικών χωρών: Για τη
διάσωση του τραπεζοπιστωτικού συστήματος. Για την ενίσχυση επιχειρήσεων. Για
την τόνωση της αγοράς κ.λπ. Συσκέψεις επί συσκέψεων ακολούθησαν σε διεθνές
επίπεδο για την «από κοινού» αντιμετώπιση της κρίσης. Η κίνηση είχε τη λογική
της. Οι παράγοντες του συστήματος γνωρίζουν πολύ καλά ότι άμα βουλιάξει το
σύστημα (ως σύνολο) δεν θα μείνει αλώβητος κανένας ιδιαίτερος σχηματισμός του.
Μόνο που ταυτόχρονα η κάθε καπιταλιστική-ιμπεριαλιστική δύναμη, πρωτίστως,
«καίγεται» για τα δικά της συμφέροντα. Για το πώς θα διασωθεί, για το πώς θα
βγει με τις λιγότερες δυνατές απώλειες από την κρίση. Για το πώς θα προωθήσει
τους δικούς της στόχους. Έτσι, όλες αυτές οι συσκέψεις εξελίσσονται σε παρτίδες
πόκερ, όπου η κάθε πλευρά επισείει τους «κοινούς κινδύνους» για να επιβάλει
τους δικούς της όρους. Όπου επικαλείται το «κοινό συμφέρον» για να ενισχύσει τη
θέση της ή και να διαμορφώσει τις αντίστοιχες συμμαχίες. Για παράδειγμα, οι
παράγοντες του συστήματος γνωρίζουν ότι η υποχώρηση των διεθνών συναλλαγών θα
τους πλήξει όλους. Σύσσωμες λοιπόν εξορκίζουν και αποκηρύσσουν τον
προστατευτισμό σε όλους τους τόνους. Αυτό που κερδίζει ωστόσο όλο και
μεγαλύτερο έδαφος στην πολιτική που εφαρμόζουν είναι ο προστατευτισμός.
Διατίθεται ήδη μεγάλος όγκος κεφαλαίων για σταθεροποίηση,
ανασυγκρότηση του «εθνικού» επιχειρηματικού πλέγματος. Την ενίσχυση,
αναζωογόνηση της εσωτερικής αγοράς. Τη δημιουργία όρων ανταγωνιστικότητας (και
καθόλου με όρους «ελευθερίας των συναλλαγών») απέναντι στα «αλλοεθνή» προϊόντα,
σε μια διαρκή προσπάθεια μετακύλησης κόστους. Παρά τις «αντιρρήσεις» ορισμένων
εκπροσώπων της «νεοφιλελεύθερης σχολής», τεράστια ποσά διατίθενται για τη
διάσωση μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων στις ΗΠΑ. Ανάλογα για τη διάσωση της
γαλλικής αυτοκινητοβιομηχανίας. Παρόμοια στη Γερμανία, την Κίνα, τη Ρωσία, την
Ιαπωνία. Έχουμε μάλιστα το φαινόμενο επιχειρηματικοί όμιλοι να κλείνουν
θυγατρικές επιχειρήσεις τους σε «τρίτες» χώρες για να διασώσουν τις «μητρικές» στη
χώρα-πατρίδα (προς δόξαν της «παγκοσμιοποίησης)! Δίνονται κατευθύνσεις και
επιβάλλονται όροι ώστε οι προμηθευτές διαφόρων επιχειρήσεων να είναι
«ομοεθνείς». Αθρόες οι καταγγελίες εκατέρωθεν για το πώς εφαρμόζονται οι
επιδοτήσεις και οι ποσοστώσεις από την κάθε πλευρά.
Ο ίδιος ο πρόεδρος των ΗΠΑ, Ομπάμα, κάλεσε τους
συμπολίτες του να «αγοράζουν αμερικανικά». Το ότι στη συνέχεια «στρογγύλεψε»
αυτή τη δήλωσή του δεν έχει καμία σημασία (είχε ήδη παίξει το ρόλο της), ενώ
ανάλογες δηλώσεις έγιναν από επιφανείς παράγοντες και σ’ όλες τις άλλες χώρες
(πάντα συνοδευόμενες από εκκλήσεις «ενάντια στον προστατευτισμό»). Ακόμα και η
εκ νέου ανακάλυψη της «πράσινης οικονομίας» και των συμφωνιών για την
«προστασία του περιβάλλοντος», έως και από χώρες που μέχρι χτες την
αποστρέφονταν, εντάσσεται στην ίδια λογική: ποια ή ποιες δυνάμεις θα επιβάλουν
τέτοιους όρους ώστε να ενισχύεται η δική τους ανταγωνιστικότητα απέναντι στις
άλλες.
Πιστώσεις από το… μέλλον
Ένα «μεγάλο παιχνίδι» ήδη εξελίσσεται στο
χρηματοπιστωτικό και νομισματικό πεδίο. Το πρώτο μέτρο που πάρθηκε με το
ξέσπασμα της κρίσης (από την κυβέρνηση Μπους στις ΗΠΑ τότε) ήταν η διάθεση
σχεδόν ενός τρισ. δολαρίων για τη διάσωση του τραπεζοπιστωτικού συστήματος.
Ακολούθησαν και άλλες κυβερνήσεις με τη διάθεση ανάλογων ποσών και, στην
κλίμακα του μεγέθους της κάθε χώρας, στην ίδια κατεύθυνση. Ταυτόχρονα έγιναν
και κινήσεις «αποδοχής απωλειών» αναγκαίων για τη μείωση του χάσματος ανάμεσα
στο «εικονικό» και το πραγματικό. Είχαμε έτσι διαγραφές κεφαλαίων από το
ενεργητικό χρηματοπιστωτικών, τραπεζικών οργανισμών, κλείσιμο ορισμένων που δεν
σώζονταν με τίποτα. Συμμάζεμα, «αποθήκευση» των λεγόμενων «τοξικών» κεφαλαίων
σε ιδιαίτερους οργανισμούς με κρατικές εγγυήσεις κ.λπ.
Πριν προχωρήσουμε, να θυμίσουμε σύντομα κάποια πράγματα
στα οποία έχουμε κιόλας αναφερθεί. Το χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν αποτελεί
παρά έναν μηχανισμό συγκέντρωσης, συσσώρευσης κεφαλαίων, δημιουργίας «ροής»
κεφαλαίων «εκ των κάτω προς τα άνω» και από την περιφέρεια στο κέντρο.
Ιδιαίτερα μετά το 1990 αυτή η ροή είχε σαν βασική της κατεύθυνση τις
ιμπεριαλιστικές χώρες της Δύσης και κυρίως τις ΗΠΑ. Σ’ αυτό το πλαίσιο, και
αυτή η υπερδιόγκωση του «εικονικού» (η φούσκα) είχε τη λειτουργία και τη
χρησιμότητά της. Έδινε τη δυνατότητα στους κατόχους αυτών των τίτλων να
ελέγχουν την κίνηση κεφαλαίων, να υφαρπάζουν, υπεξαιρούν, οικειοποιούνται ή και
να υποθηκεύουν πραγματικό πλούτο. Να θυμίσουμε, λ.χ., τη «μετοχοποίηση» της
παραγωγής πετρελαίου ως και των «επόμενων χρόνων» που εκτίναξε την τιμή του
κοντά στα 200 δολάρια. Αντίστοιχες «μετοχοποιήσεις» της μελλοντικής παραγωγής
διαφόρων πρώτων υλών ή και της παραγωγής δημητριακών που γονάτισαν κάποιες
αδύναμες χώρες.
Αυτό ακριβώς το σύστημα, που διασφάλιζε τη δυνατότητα
αφαίμαξης των εξαρτημένων χωρών από τους ιμπεριαλιστές (αλλά και των
εργαζόμενων μαζών στις μητροπόλεις), που έδινε ξεκάθαρα πλεονεκτήματα στους
ιμπεριαλιστές της Δύσης και την υπεροχή στις ΗΠΑ, κλονίστηκε συθέμελα από την
κρίση. Δεν εξαφανίστηκε, ωστόσο, αλλά τέθηκε ζήτημα του πώς αντιμετωπίζεται
πλέον. Η στάση της κάθε δύναμης καθορίστηκε (και καθορίζεται) από τη θέση, το
ρόλο και τα πλεονεκτήματα (ή αντίστροφα) που της έδινε η ύπαρξή του. Οι ΗΠΑ
θέλουν να μείνει ως έχει. Οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές να γίνουν αναπροσαρμογές
προς όφελός τους με περιορισμό των προνομίων των ΗΠΑ. Η Ρωσία, η Κίνα και άλλοι
επιδιώκουν συνολική αναπροσαρμογή. Οσο για τους λαούς, δεν ήρθε ακόμη η ώρα
τους να «μιλήσουν».
Το πρώτο, το άμεσο πρόβλημα αφορούσε το πού θα
κατευθυνθεί η χρηματοδότηση. Ποιοι χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί, ποιες
τράπεζες, ποιες μετοχές θα στηριχτούν και ποιες όχι. Κάποιες σκέψεις, κάποιες
δειλές κουβέντες για διεθνή συντονισμό έμειναν απλές κουβέντες. Το ζήτημα το
έλυσε η κάθε κυβέρνηση μόνη της (ακόμη και στην «ενωμένη» Ευρώπη) με «εθνικά»
κριτήρια. Το δεύτερο αφορούσε τον επιμερισμό των απωλειών που, όπως αναφέραμε,
η αποδοχή τους ήταν αναγκαία για τη μείωση της διάστασης εικονικού-πραγματικού.
Ποια κεφάλαια, λ.χ., θα χαρακτηριστούν «τοξικά» και ποια όχι. Ποιοι
τραπεζοπιστωτικοί οργανισμοί, ποιων χωρών, ποια κεφάλαια θα πρέπει να
διαγράψουν από το ενεργητικό τους και σε ποια κλίμακα; Η επίτευξη συμφωνίας σ’
ένα τέτοιο ζήτημα είναι «τεχνικά» δύσκολη και πολιτικά αδύνατη.
Η απάντηση δίνεται από άλλους δρόμους και στην εντελώς
αντίθετη κατεύθυνση. Όπως αναφέραμε, διατίθενται τεράστιοι όγκοι κεφαλαίων προς
πάσα κατεύθυνση. Η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ μάλιστα έχει βαλθεί να εκτυπώνει
αβέρτα δολάρια. Στο μεταξύ , το χρέος των ΗΠΑ έχει υπερδιογκωθεί και ειδικά
απέναντι στην Κίνα. Και εδώ θα μπορούσε να ειπωθεί παραλλαγμένο το γνωστό: οι
ΗΠΑ κάνουν πως «πληρώνουν» και η Κίνα κάνει πως «εισπράττει». Τι σημαίνουν όλα
αυτά; Κατ’ αρχάς θέλει απάντηση ένα ερώτημα. Πόθεν προέρχονται αυτά τα
κεφάλαια, τι αντιπροσωπεύουν σε πραγματικές αξίες αλλά και σε τι χρησιμεύουν; Θα
λέγαμε ότι προέρχονται από το… μέλλον! Κάτι σαν «δάνειο» από τους επόμενους
οικονομικούς κύκλους. Ότι αντιπροσωπεύουν αυτό που ίσως υπάρξει για να
αντιπροσωπευτεί (πραγματική ανάπτυξη-μεγέθυνση στο πεδίο της πραγματικής
οικονομίας). Όσο για το σε τι χρησιμεύουν, έχουμε ήδη άνοδο μετοχών σε διάφορα
χρηματιστήρια. Καθόλου τυχαία, των μετοχών εκείνων των επιχειρήσεων που
εισέπραξαν γενναίες επιχορηγήσεις. Στην πραγματικότητα έχουμε εδώ κινήσεις
αναδιανομής κερδών και ζημιών. Έναν σκληρότατο ανταγωνισμό για το ποιες (και
ποιων) μετοχές θα επιπλεύσουν και ποιες θα καταποντιστούν.
Ταυτόχρονα, όλος αυτός ο πληθωρισμός πλήττει άμεσα τα
καθηλωμένα εισοδήματα των εργαζόμενων λαϊκών μαζών σ’ όλο τον κόσμο. Ωστόσο το
πρόβλημα παραμένει και απλώς μετατίθεται. Η πραγματική οικονομία εξακολουθεί να
κινείται στα ρηχά (όταν δεν υποχωρεί), ενώ οι προοπτικές μιας συνολικής
εκτίναξης σκοντάφτουν στα προβλήματα που προαναφέραμε. Διαμορφώνονται έτσι οι
όροι μιας νέας φούσκας και πιθανότατα πιο επικίνδυνης από την προηγούμενη. Το
τελευταίο συνδέεται με το ότι το σύστημα (ως σύνολο και ως ξεχωριστές δυνάμεις)
ήδη αναλώνει σ’ αυτή την κούρσα τις νομισματικές του εφεδρείες. Όλη αυτή η
αθρόα «παραγωγή» κεφαλαίων υπονομεύει νομίσματα, νομισματικό σύστημα,
συναλλαγές. Παρά τις εκκλήσεις, διαβουλεύσεις, συσκέψεις: Οι ΗΠΑ συνεχίζουν να
εκτυπώνουν δολάρια, ευελπιστώντας ότι η συνολική τους ισχύς θα τους δώσει τη
δυνατότητα να αντιμετωπίσουν για άλλη μια φορά την κατάσταση (όπως παλιότερα,
λ.χ., με τα ευρωδολάρια, τα πετροδολάρια, το χρέος προς την Ιαπωνία κ.λπ.).
Μόνο που τα μεγέθη, και κυρίως οι συσχετισμοί, είναι σήμερα διαφορετικοί.
Απέναντι σ’ αυτόν τον πληθωρισμό, οι ευρωπαίοι ιμπεριαλιστές οχυρώνονται από τη
μια μεριά στο «σκληρό» ευρώ και σε μια «μετρημένη» δημοσιονομική πολιτική. Δεν
έχουν άλλωστε πολλά περιθώρια στο πεδίο αυτό, με ένα νόμισμα που έχει μεν μια
οικονομική βάση, αλλά όχι αντίστοιχη πολιτική και στρατιωτική στήριξη (όπως,
λ.χ., ένα ενιαίο κράτος με μια αντίστοιχα ενιαία οικονομική και κυρίως πολιτική
βούληση). Από την άλλη, αποφασίζεται από κάθε χώρα η διάθεση κεφαλαίων,
εκδίδονται συνεχώς κρατικά ομόλογα και άλλοι αντίστοιχοι τίτλοι. Ταυτόχρονα,
στον «ιδιωτικό» τομέα η «στενότητα» αντισταθμίζεται με υπερδιόγκωση της
κυκλοφορίας επιταγών, γραμματίων κ.λπ. (τώρα πόσο «σκληρό» -και για πόσο- θα
παραμείνει το ευρώ με τέτοιους όρους, μένει να το δούμε).
Στον ορίζοντα διαφάνηκε μια νέα κίνηση που μπορεί να έχει
έως και πολύ σημαντικές συνέπειες. Αναφερόμαστε στη συμφωνία Ρωσίας, Κίνας,
Ινδίας και Βραζιλίας (ΒΡΙΚ) για κοινό νομισματικό «καλάθι», αποτελούμενο από τα
νομίσματα αυτών των χωρών. Ένα καλάθι που προορίζεται να υποκαταστήσει στις
μεταξύ τους συναλλαγές (και ίσως όχι μόνο) το δολάριο ή και το ευρώ. Δεν
μπορούμε να πούμε αυτή τη στιγμή αν αυτό αποτελεί μια τακτική ή στρατηγική
επιλογή. Αν δηλαδή αυτό που επιδιώκουν είναι μια πίεση (βασικά προς τις ΗΠΑ)
για αναπροσαρμογή του διεθνούς χρηματοπιστωτικού και νομισματικού συστήματος,
όπως εδώ και καιρό προτείνουν. Αν ωστόσο πρόκειται (ή στην πορεία διαμορφωθεί) για
στρατηγική επιλογή (που εκ των πραγμάτων δεν θα περιοριστεί στο νομισματικό
πεδίο), είναι βέβαιο ότι θα επιφέρει μεγάλες αναστατώσεις και ανατροπές.
Σημειώσεις επί του πολιτικού
Όλα όσα αναφέραμε στις προηγούμενες σελίδες θα γίνονταν
περισσότερο κατανοητά αν συνεχίζαμε εξετάζοντας και την -έτσι ή αλλιώς
καθοριστική- πολιτική τους διάσταση. Ωστόσο ήδη αυτό το κείμενο έχει «βαρύνει»
αρκετά. Συνειδητά λοιπόν θα αποδεχτούμε την «έλλειψη» και θα περιοριστούμε σε μία
και μόνη επισήμανση. Ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις έχει
περάσει εδώ και καιρό στο πολιτικό, στρατιωτικό και «εδαφικό» του στάδιο. Παρά
τις περί του αντιθέτου ρητορείες, όλες οι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ενισχύουν,
αναπτύσσουν τη στρατιωτική τους ισχύ στα μέτρα, τις δυνατότητες και τα όρια της
καθεμιάς. Σειρά επεμβάσεων (και στρατιωτικών) που κομματιάζουν χώρες και λαούς
αποτελούν ταυτόχρονα και έμμεσες (ένοπλες) αναμετρήσεις «αναδιανομής εδαφών»
ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Οι ΗΠΑ, με τον Ομπάμα πλέον, μετά το
Ιράκ διευρύνουν τον πόλεμο στο Αφγανιστάν και τον επεκτείνουν στο Πακιστάν. Από
την άλλη μεριά, το τσάκισμα της Γεωργίας από τη Ρωσία δείχνει πόσο έχουν
αλλάξει οι όροι του παιχνιδιού και κυρίως σε ποιες περιοχές επικινδυνότητας
μπαίνει ο κόσμος.
Περί «κοινότητας προβλημάτων» και προτάσεων
Ας επιστρέψουμε στο αρχικό ερώτημα. Για ποιο «κοινό
πρόβλημα», αλήθεια, μπορούμε να μιλήσουμε με βάση όλα αυτά; Όσο μας αφορά, δεν
έχουμε να προσθέσουμε ούτε λέξη για να καταδείξουμε πως τίποτα κοινό δεν
υπάρχει ανάμεσα στις επιδιώξεις των κεφαλαιοκρατικών, ιμπεριαλιστικών δυνάμεων
από τη μια και της εργατικής τάξης και συνολικά των λαών από την άλλη. Η όλη
φιλολογία που αναπτύσσεται έναν και μόνο στόχο έχει.
Να συγκαλύψει το χαρακτήρα και τους στόχους που προωθεί
το σύστημα ενάντια στις εργαζόμενες λαϊκές μάζες.
Να τις αποπροσανατολίσει, να τις αδρανοποιήσει, να
εξουδετερώσει όσο μπορεί τις διαθέσεις και δυνατότητες αντίστασης.
Να αποδυναμώσει, να απομονώσει όσους θα επιμείνουν να
αντιστέκονται, ώστε να τους τσακίσει με το μικρότερο δυνατό κόστος.
Κάποιοι ωστόσο επιμένουν να έχουν «προτάσεις». Αλήθεια,
τι θα προτείνουν και σε ποιον; Στον Ομπάμα να μην εκστρατεύσει στο Αφγανιστάν ή
στον Πούτιν να αποχωρήσει από τη Γεωργία; Θα προτείνουν άραγε στο κεφάλαιο να
μη λειτουργεί κεφαλαιοκρατικά (μη γελάτε, το έχουν ήδη κάνει) ή στον
ιμπεριαλισμό να μην είναι… ιμπεριαλισμός;
Ας δείξουμε ωστόσο «κατανόηση». Αν παρατηρήσουμε, λ.χ.,
τις συζητήσεις στα διάφορα πάνελ, θα δούμε ότι σταθερά τούς απευθύνεται το
ερώτημα. «Ποιες είναι οι προτάσεις σας;». Και αυτοί πρόθυμα ανταποκρίνονται και
αραδιάζουν «προτάσεις» επί παντός επιστητού. Με τη σειρά τους στη συνέχεια,
όταν και όπου τύχει να βρεθούμε σε αντιπαράθεση, απευθύνουν και σ’ εμάς το ίδιο
ερώτημα. «Ποιες είναι οι προτάσεις σας;». Και ακολουθεί η μομφή. «Δεν έχετε
προτάσεις»!
Πράγματι. Δεν έχουμε ούτε μία, ούτε καν μισή πρόταση να
κάνουμε στο σύστημα. (Έχουμε και διατυπώνουμε προτάσεις πάλης στο λαό και μόνο
σ’ αυτόν, αλλά αυτό θα μας απασχολήσει παρακάτω). Το ζήτημα είναι (θα έπρεπε να
είναι) απλό για ανθρώπους που θεωρούνται αριστεροί, ορισμένοι μάλιστα και
«κομμουνιστές». Μόνο που δεκαετίες αστικορεφορμιστικής κυριαρχίας έχουν κάνει
τη σύγχυση βασίλειο. Ας ξεκινήσουμε λοιπόν από την αλφαβήτα του πράγματος. Τι
σημαίνει, αλήθεια, κάνω πρόταση, τι μπορεί να σημαίνει η διατύπωση μιας
πρότασης (ή προτάσεων);
Θα λέγαμε ότι κατ’ αρχάς σημαίνει το αυτονόητο. Οτι
δηλαδή αυτή η πρόταση έχει, μπορεί να έχει αποδέκτες. Για να ισχύει, ωστόσο,
κάτι τέτοιο, υπάρχει μια θεμελιώδης προϋπόθεση. Η ύπαρξη κοινού πεδίου (συμφερόντων,
απόψεων, αντιλήψεων). Αυτοί λοιπόν που κινούνται σ’ αυτό το πεδίο μπορούν να
συσκέπτονται, να ανταλλάσσουν σκέψεις, απόψεις, προτάσεις, να τις
επεξεργάζονται, να τις τροποποιούν αναζητώντας την καταλληλότερη για την
προώθηση των κοινών τους επιδιώξεων και συμφερόντων. Σε καμιά περίπτωση δεν
μπορεί να ισχύσει αυτό ανάμεσα σε υποκείμενα με διαφορετικά ή πολύ περισσότερο
με ανταγωνιστικά συμφέροντα και επιδιώξεις. Σ’ αυτή την περίπτωση, τα ζητήματα
«λύνονται» σε βάση αντιπαράθεσης και με όρους αντιπαράθεσης.
Ποιο «κοινό πεδίο» υπάρχει συνεπώς ανάμεσα στην
κεφαλαιοκρατική αστική τάξη από τη μια και την εργατική τάξη από την άλλη και
ποιες «προτάσεις» μπορεί να κάνει η μια στην άλλη; Η «πρόταση» της
κεφαλαιοκρατίας είναι ο καπιταλισμός, δηλαδή η κατοχύρωση της δυνατότητάς της
να εκμεταλλεύεται και να καταπιέζει την εργατική τάξη και συνολικά τον
εργαζόμενο λαό. Η «πρόταση» της εργατικής τάξης αφορά την οικοδόμηση μιας
κοινωνίας δικαίου, χωρίς εκμετάλλευση και καταπίεση. Τι κοινό, συνεπώς, μπορεί
να υπάρξει ανάμεσα σ’ αυτές τις δύο «προτάσεις» και ποιο πεδίο «συνεννόησης»
ανάμεσά τους;
Κάποιοι ωστόσο επιμένουν να το «ανακαλύπτουν», ανάγοντας
την εξ αντικειμένου «συμβίωση» της αστικής με την εργατική τάξη σε πεδίο
«κοινότητας» προβλημάτων ή και συμφερόντων. Ας σταθούμε λίγο σ’ αυτό. Σ’ αυτήν
την εκ των πραγμάτων συμβίωση, η αστική με την εργατική τάξη συνδέονται με
διάφορες μορφές σχέσεων. Τι είδους σχέσεις είναι αυτές και τι εκφράζουν;
Αναιρούν, λ.χ., το δεδομένο της αντίθεσης ανάμεσά τους, που αποτελεί και το
θεμέλιο αυτών των σχέσεων, ή το αποτυπώνουν και το εκφράζουν συγκεκριμένα;
Διαμορφώνονται σε σχέσεις ενότητας ή παραμένουν σχέσεις αντίθεσης;
Μετατρέπονται σε σχέσεις συνεργασίας ή συνεχίζουν να είναι ανταγωνιστικές;
Μεταμορφώνονται σε σχέσεις δίκαιης κατανομής του εθνικού προϊόντος ή παραμένουν
αμετακίνητα εκμεταλλευτικές; Εντέλει, διαμορφώνονται δημοκρατικώ τω τρόπω ή
επιβάλλονται με τη βία;
Η κεφαλαιοκρατική αστική τάξη δεν έχει ίχνος αυταπάτης
ούτε για το χαρακτήρα του συστήματος που εκπροσωπεί αλλά ούτε και κανένα
δισταγμό για τα όποια μέσα χρειαστεί να χρησιμοποιήσει για να διασφαλίσει την
κυριαρχία της. Έχουν όμως κάποιοι άλλοι. Όλοι εκείνοι που πρόθυμα προσέρχονται
στους «διαλόγους» που ανοίγει το σύστημα και με περισσό ζήλο διατυπώνουν τις
«προτάσεις» που τους ζητάει.
Η «υπέρβαση» του ταξικού διαχωρισμού
Τι σημαίνει, ωστόσο, η διατύπωση τέτοιων προτάσεων σ’ ένα
τέτοιο πλαίσιο; Σημαίνει, πολύ απλά και καθαρά, άρνηση της ύπαρξης του ταξικού
διαχωρισμού της κοινωνίας. Αποδοχή της άποψης περί ενότητας της κοινωνίας,
ύπαρξης κοινού πεδίου συμφερόντων, δυνατότητας επίλυσης των όποιων διαφορών
μέσω «διαλόγου». Αντιλήψεις που πρωταρχικά πλασάρει η αστική τάξη, όχι βέβαια
γιατί τις ενστερνίζεται αλλά για να συγκαλύψει την πραγματικότητα. Γνωρίζει πολύ
καλά πως όσο πιο ανάγλυφα προβάλλει ο ταξικός διαχωρισμός της κοινωνίας τόσο
περισσότερο ωθούνται οι λαϊκές μάζες στην κατεύθυνση της αγωνιστικής
διεκδίκησης των δικαιωμάτων και υλοποίησης των προσδοκιών τους. Αντίθετα, όσο
πιο αμβλυμένη εμφανίζεται η αντίθεση τόσο περισσότερο έδαφος βρίσκουν οι κάθε
λογής αυταπάτες.
Ιδιαίτερα αρνητικός ο ρόλος τους όταν σε φάσεις όξυνσης
της ταξικής διεκδικητικής πάλης παρεμβάλλονται για να δημιουργήσουν ψεύτικες
προσδοκίες, να σπείρουν τον εφησυχασμό. Να οδηγήσουν έτσι τον κόσμο σε μια
στάση αναμονής περί του τι άραγε θα αποδώσει ο «διάλογος» επί των «προτάσεων»
που έχουν υποβληθεί. Φυσικά δεν αποδίδουν ποτέ και τίποτα το ουσιαστικό, στο
μεταξύ όμως ο κόσμος έχει αποπροσανατολιστεί, έχει αδρανοποιηθεί, έχει κιόλας ηττηθεί
χωρίς καν να δώσει τη μάχη για την οποία προετοιμαζόταν. Όπως συμβαίνει και
τώρα με την κρίση και τα μέτρα που προωθεί το σύστημα ενάντια στο λαό. «Η κρίση
μάς αφορά όλους» διακηρύσσουν οι ρεφορμιστές. Μόνο που όταν δεν ξεκαθαρίζεται
ότι δεν μας αφορά όλους προς την ίδια μεριά και με τον ίδιο τρόπο, αυτή η
αναφορά δεν αποτελεί τίποτε άλλο από μια διαφορετική διατύπωση της αστικής
άποψης περί «κοινού προβλήματος». Άλλωστε ο ίδιος ο χαρακτήρας και το
περιεχόμενο των προτάσεών τους είναι πλήρως διαφορετικό. Έχουμε έτσι προτάσεις
για το πώς θα οργανωθεί η παραγωγή. Πώς θα ρυθμιστεί η διακίνηση προϊόντων. Για
το πώς θα αναδιοργανωθεί -το παγκόσμιο παρακαλώ- τραπεζικό χρηματιστικό
σύστημα. Για το πώς θα προγραμματιστεί η φορολογία (του κεφαλαίου, των κερδών, των
μετοχών, των εισηγμένων επιχειρήσεων) και άλλες τέτοιες «νουθεσίες» προς τις
δυνάμεις του συστήματος. Φυσικά και πρόκειται για ανοησίες με τις οποίες
πιθανότατα να ξεκαρδίζονται στα γέλια οι παράγοντες του συστήματος. Ωστόσο αυτό
είναι η μια πλευρά του ζητήματος. Η άλλη αφορά το ότι οι ρεφορμιστές με αυτές
τις προτάσεις και τη λογική που τις συνοδεύει επιχειρούν να «πείσουν» το
σύστημα ότι μπορούν να του είναι «χρήσιμοι». Ότι αξίζει να τους ανατεθεί ένας
κάποιος ρόλος. Ο οποίος μάλιστα δεν αποκλείεται να τους ανατεθεί. Ιδιαίτερα αν
το σύστημα πιεστεί από την όξυνση της λαϊκής διεκδικητικής πάλης. Μόνο που θα 'ναι
ο ρόλος που πάγια τους «αναγνωρίζεται». Τις αποφάσεις που ήδη έχει πάρει το
σύστημα (στη βάση των δικών του αντιλήψεων και συμφερόντων) να τις πλασάρουν
σαν αποφάσεις «κοινής αποδοχής», ώστε να φρενάρουν τις αγωνιστικές διαθέσεις
των λαϊκών μαζών και της νεολαίας.
Πώς (δεν) θα «πληρώσει» το κεφάλαιο
Ας περάσουμε λοιπόν στην άλλη κατεύθυνση αντιμετώπισης
του ζητήματος. «Να πληρώσει για την κρίση το κεφάλαιο», βροντοφωνάζουν κάποιοι.
Σύνθημα διεκδίκησης που φαντάζει αγωνιστική, αποφασιστική και σχεδόν «άγρια».
Συνήθως συνοδεύεται και από μια ακόμα «πιο άγρα» προτροπή. «Να γίνουμε
απειλητικοί για το σύστημα»! Και πώς θα γίνει αυτό, παρακαλώ; Με το να πάρουμε
αγριωπές πόζες; Αλλά ας τα βάλουμε σε μια σειρά. «Να πληρώσει το κεφάλαιο»
λοιπόν. Αν επρόκειτο για κάποιο απλώς προπαγανδιστικό, αβανταδόρικο σύνθημα σαν
τα τόσα που ακούγονται, θα 'λεγε κανείς κομμάτια να γίνει. Μόνο που
διατυπώνεται σαν άποψη που ορίζει μάλιστα πολιτική κατεύθυνση. Μια κατεύθυνση
ίδια μ’ εκείνη που προσδιόριζε το ανάλογης ανοησίας σύνθημα «φέρτε πίσω τα
κλεμμένα». Στην ουσία της αυτή η αντίληψη και παρά το «αγριωπό» περιτύλιγμα
εμπεριέχει όλη τη λογική και τις αυταπάτες που χαρακτηρίζουν τις ρεφορμιστικές
προτάσεις. Ας εξηγηθούμε.
Για να «πληρώσει» το κεφάλαιο, ένας και μόνο τρόπος
υπάρχει. Να ανατραπεί. Να πάρει ο λαός την εξουσία. Ποτέ άλλοτε. Μέχρι τα τότε
εισπράττει και μόνον εισπράττει. Λιγότερα ή περισσότερα κάθε φορά και ανάλογα με
τις συνθήκες και τους συσχετισμούς, αλλά αυτή παραμένει η μοναδική και
αναλλοίωτη σχέση. Από την άλλη μεριά, ο λαός μέχρι τα τότε θα πληρώνει και μόνο
πληρώνει. Επίσης λιγότερα ή περισσότερα κάθε φορά, αλλά μέχρι την ανατροπή του
κεφαλαίου αυτός ο λογαριασμός παραμένει μονής κατεύθυνσης. Κάθε άλλη άποψη πάνω
σ’ αυτό είναι απλώς αυταπάτη (και αυτό είναι η πιο αθώα εκδοχή). Όσο για το τι
κάνουμε «μέχρι τα τότε», είναι ένα άλλο πολύ σοβαρό ζήτημα για να μπορεί να
απαντηθεί με φαεινές. Αλλά γι’ αυτό παρακάτω.
Ο στόχος του κινήματος δεν είναι να «φοβίσει» το σύστημα.
Ο στόχος είναι να το ανατρέψει. Το στοιχείο της «απειλής» είναι δευτερογενές
«σύμπτωμα» που εμφανίζεται σε συνάρτηση με το κατά πόσο αυτή η διαδικασία
(πάλη) προώθησης αυτού του στόχου παίρνει πραγματική, υλική υπόσταση. Η τέτοια
τοποθέτηση του ζητήματος οδηγεί σε μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Συνοπτικά
αναφέρουμε στην κατεύθυνση της συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων και μέχρι το
επίπεδο του να γίνουν ικανές να αναμετρηθούν νικηφόρα με το σύστημα. Από εκεί
και πέρα, το αν, πότε και πόσο θα «φοβηθεί» το σύστημα ποσώς μας ενδιαφέρει.
Αυτό όμως που έχουμε εδώ είναι μια αντιστροφή της
σχέσης των πραγμάτων και αναγωγή του δευτερογενούς και σχετικά αδιάφορου
στοιχείου σε πρωταρχικό. Δεν πρόκειται απλώς για λάθος. Στην πραγματικότητα
αποτελεί τυπική έκφραση μιας βαθύτατα μικροαστικής αντίληψης πραγμάτων. Αυτής
που αναζητάει εναγώνια τις θεαματικές ενέργειες που θα εντυπωσιάσουν τον κόσμο,
που θα «τρομάξουν» το σύστημα, που θα «επιταχύνουν» τις εξελίξεις. Το
ουσιαστικό αποτέλεσμα ενός τέτοιου προσανατολισμού είναι ένα. Η παραίτηση από
τη μοναδική κατεύθυνση που μπορεί να έχει και αποτελεσματικότητα και προοπτική.
Της πάλης για τη συγκρότηση των λαϊκών δυνάμεων. Αυτή η παραίτηση εμπεριέχει
και τη δεύτερή της όψη. Αποτελεί ταυτόχρονα και «αναγνώριση» της αρμοδιότητας
των αποφάσεων στις δυνάμεις του συστήματος. Από την άποψη αυτή, δεν διαφέρει σε
τίποτα το ουσιώδες από την τυπική ρεφορμιστική λογική.
Οι ρεφορμιστές προσπαθούν να «πείσουν» τις δυνάμεις του
συστήματος να πάρουν τις αποφάσεις τους με βάση αυτά που τους προτείνουν.
Κάποιοι άλλοι επιδιώκουν το ίδιο πράγμα προσπαθώντας -μάταια- να φανούν
«απειλητικοί». Και είναι κι εκείνοι που επιχειρούν έως και με ακραίες ενέργειες
να το «φοβίσουν» ώστε να πάρει (το σύστημα πάντα) τις «κατάλληλες» αποφάσεις.
Χέστηκε το σύστημα με τέτοιες αδιέξοδες ή και «ωφέλιμες» (για το ίδιο)
ανοησίες. Γνωρίζει πολύ καλά ότι ο κοινός παρονομαστής όλων αυτών των
κατευθύνσεων είναι η αποσύνδεσή τους από το μόνο πράγμα που υπολογίζει: τη
μαζική, οργανωμένη πάλη. Είναι η παραίτησή τους από τη μόνη εξέλιξη που θα
αποτελούσε πραγματικό κίνδυνο γι’ αυτό. Την ολόπλευρη συγκρότηση των λαϊκών
δυνάμεων.
Η πρότασή μας και σε ποιους
απευθύνεται
Πώς αντιμετωπίζουμε συνεπώς το
πρόβλημα που έχουμε μπροστά μας; Στη βάση ποιων κατευθύνσεων ή ποιων
«προτάσεων»; (Γιατί βεβαίως και έχουμε και διαμορφώνουμε προτάσεις. Προτάσεις
πάλης, που απευθύνονται στο λαό και μόνο σ’ αυτόν).
Ως προς τη γενική διάσταση του
ζητήματος, ορισμένες -αναγκαστικά σύντομες- επισημάνσεις. Πρώτιστη ανάγκη, η
συνειδητοποίηση με τον πιο ουσιαστικό τρόπο και σ’ όλες του τις πλευρές ότι
αυτό που ξανοίγεται μπροστά μας δεν είναι τίποτε άλλο παρά το πεδίο μιας
ταξικής πάλης που γίνεται ολοένα και σκληρότερη. Ότι αυτή η πραγματικότητα
μπορεί και πρέπει να αντιμετωπιστεί μόνο με βάση τα μέτρα και τις απαιτήσεις
της. Ότι αυτή η απάντηση στα προβλήματα του λαού και της νεολαίας δεν είναι
υπόθεση «προτάσεων» στο σύστημα, εκλογικών ποσοστών ή άλλων φαεινών, αλλά
ζήτημα πάλης. Ότι αυτή η πάλη πρέπει να διαπερνάται από τη λογική και να
χαρακτηρίζεται από τον προσανατολισμό, την κατεύθυνση συγκρότησης των λαϊκών
δυνάμεων. Ότι αυτή η συγκρότηση δεν είναι θέμα «σχεδίου» εκκλήσεων για μια
κάλπικη «ενότητα» που δεν πατάει παρά σε εκλογικούς υπολογισμούς, συνταγών ταχύρρυθμης
ανάπτυξης και άλλων παρόμοιων ευρεσιτεχνιών. Είναι μια πολύπλευρη, σύνθετη,
επίπονη, μακρόχρονη και «άχαρη» κάποιες φορές διαδικασία, που σ’ ένα πεδίο και
μόνο πραγματοποιείται και κατακτά τα θεμελιακά της στοιχεία. Στο πεδίο της
καθημερινής ταξικής πάλης.
Πρωταρχικό πεδίο και ζήτημα
κλειδί σε μια τέτοια κατεύθυνση, η ανάπτυξη της αντίστασης και της πάλης στη
διαρκή και ανελέητη επίθεση που έχει εξαπολύσει το σύστημα ενάντια στον
εργαζόμενο λαό και τη νεολαία. Από την άποψη αυτή, την τακτική που με
οποιοδήποτε πρόσχημα εμποδίζει, υπονομεύει την ανάπτυξη, μαζικοποίηση αυτής της
αντίστασης και πάλης τη θεωρούμε εγκληματική απέναντι στο λαό και το κίνημα.
Αυτή η τακτική θεωρούμε ότι στρέφεται ενάντια τόσο στην αναγκαιότητα αποτελεσματικής
αντιμετώπισης των άμεσων προβλημάτων του λαού όσο και της διαμόρφωσης όρων
προοπτικής για το κίνημα.
Και εδώ χρειάζεται να αποσαφηνιστούν κάποια πράγματα.
Στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν πρόκειται απλά για λαθεμένες τακτικές,
συμπτώματα σεχταρισμού, υποκειμενισμού ή ανάλογων λαθεμένων αντιλήψεων.
Αποτελούν έκφραση και συνέπεια βαθιά ριζωμένων ιδεολογικών αντιλήψεων που
οδηγούν σε αντίστοιχες πολιτικές κατευθύνσεις. Πολιτικές κατευθύνσεις που, παρά
την ποικιλία μορφών με τις οποίες εμφανίζονται, έχουν και κάποια κοινά
χαρακτηριστικά. Την αποδοχή, την προσαρμογή, την υποταγή εντέλει στον
καπιταλιστικό «μονόδρομο», την αναζήτηση δρόμων και διεξόδων μέσα στο πλαίσιο
που αυτός ορίζει. Συνακόλουθα, την έλλειψη εμπιστοσύνης στο λαό, στη δυνατότητά
του να αναπτύξει, να συγκροτήσει τις δυνάμεις του, να χαράξει δικό του δρόμο. Το
φαινόμενο δεν είναι πρωτοφανέρωτο στην ιστορία της ταξικής πάλης. Οι διαστάσεις
ωστόσο που έχει πάρει στην εποχή μας έχουν άμεση σχέση με την υποχώρηση, την
ήττα του εργατικού, επαναστατικού, κομμουνιστικού κινήματος.
Δεκαετίες ρεβιζιονιστικής, ρεφορμιστικής κυριαρχίας στο
κίνημα έστρωσαν το δρόμο σ’ έναν κατακλυσμό αστικών, μικροαστικών,
οπορτουνιστικών ιδεών και αντιλήψεων. Τόσο ώστε να στρεβλώσουν, να αλλοτριώσουν
την υποτιθέμενη «αριστερή» σκέψη και για πολλούς σε βαθμό αγιάτρευτο. Την εμπότισαν
τόσο πολύ με αστικές, στην ουσία, αντιλήψεις, ώστε να τους είναι αδύνατο να
αντιληφθούν τα απλούστερα των πραγμάτων, ώστε να τους φαίνονται «παράξενες» οι
πιο στοιχειώδεις αριστερές απόψεις. Αντίθετα, πρόθυμα σαγηνεύονται με ό,τι
σάπιο σερβίρει το σύστημα, αρκεί να έχει το κατάλληλο λαμπερό (και συνήθως
«νεωτερικό») περιτύλιγμα. Το σύστημα φυσικά από τη μεριά του, έχοντας
αντιληφθεί πολύ καλά πόσα πλεονεκτήματα του παρέχει αυτή η εξέλιξη, έχει
διαμορφώσει έναν πλήρη και πολύμορφο μηχανισμό παρέμβασης στον αριστερό χώρο.
Με τη χρήση των ΜΜΕ, με εφημερίδες, περιοδικά, με οργανώσεις (συνήθως ΜΚΟ), με
στρατιές ανθρώπων, δημοσιογράφων, διανοούμενων, «στοχαστών» που καθημερινά
σερβίρουν με «αριστερό» έως «επαναστατικό» περιτύλιγμα ό,τι πιο
αποπροσανατολιστικό, αντιδραστικό και σάπιο τους υπαγορεύεται (άμεσα ή έμμεσα)
από τους επιτελείς (τις «δεξαμενές σκέψης») του συστήματος. Έναν μηχανισμό που
εκσυγχρονίστηκε, ανανεώθηκε μετά το 1981, με το ΠΑΣΟΚ και το Λαλιώτη να
καθοδηγεί την «παραγωγή», ανάδειξη και πλασάρισμα στην πιάτσα πολλών «χρήσιμων
αριστερών». Να δημιουργηθεί έτσι ένα πραγματικό απόστημα που ακόμα πυορροεί στο
σώμα του κινήματος. Είναι φανερό ότι μια βασική προϋπόθεση για την ανάπτυξη της
λαϊκής αντίστασης και πάλης και την ανασυγκρότηση του κινήματος είναι η διαρκής
και αδιάλλακτη ιδεολογική πάλη για να πεταχτεί όλη αυτή η σαβούρα εκεί που της
αξίζει. Στα σκουπίδια.
Ζήτημα πάλης
Ας περάσουμε λοιπόν στο πρόβλημα που άμεσα έχουμε μπροστά
μας. Ποιος είναι συνεπώς ο δρόμος αντιμετώπισης της κρίσης; Ή, καλύτερα, για να
ακριβολογούμε, πώς αντιμετωπίζουμε τη νέα επίθεση που -με αφορμή και την κρίση-
εξαπολύει το σύστημα ενάντια στις εργαζόμενες λαϊκές μάζες και τη νεολαία; Όπως
ήδη εξαρχής το θέσαμε, μπορεί να αντιμετωπισθεί μόνο σαν ζήτημα ταξικής πάλης
και με όλα όσα κάτι τέτοιο συνεπάγεται. Πέρα από τα όσα μόλις προηγούμενα
αναφέραμε, αυτά που πιο συγκεκριμένα απαιτούνται είναι:
α) Ο όσο γίνεται πιο εύστοχος και συγκεκριμένος προσδιορισμός
εκείνων των διεκδικήσεων (στόχων) που μπορούν με τον πιο άμεσο και
αποτελεσματικό τρόπο να ενεργοποιήσουν τη λαϊκή αντίσταση και πάλη.
β) Η αναζήτηση και ο προσδιορισμός των μορφών
οργάνωσης-συγκρότησης της λαϊκής πάλης με βάση και τις σημερινές συνθήκες,
απαιτήσεις και δεδομένα.
γ) Η αναζήτηση και ο προσδιορισμός των μορφών πάλης που
μπορούν να εκφράσουν αποτελεσματικά τις διαθέσεις του κόσμου και να προσδώσουν
«υλική» πολιτική υπόσταση στην κίνησή του.
Διεκδικήσεις-στόχοι και σημασία τους
Το κρίσιμο, κατά την άποψή μας, και αποφασιστικής
σημασίας ζήτημα είναι κάθε φορά ο προσδιορισμός των διεκδικήσεων (στόχων) του
λαού με όσο γίνεται πιο συγκεκριμένο και εύστοχο τρόπο. Δεν είναι από τα
«ευκολότερα» των ζητημάτων. Το παράδοξο μάλιστα είναι ότι φαίνεται «λίγο» σε
όσους συνηθίζουν να ξεφεύγουν από το πρόβλημα με «συνολικές προτάσεις», φαεινές
και άλλες «υπερβάσεις». (Υπάρχουν πρόσφατες συγκεκριμένες εμπειρίες ως προς
αυτό με το ασφαλιστικό και το νόμο-πλαίσιο για την παιδεία, αλλά και το Δεκέμβρη).
Το ζήτημα είναι πως η πάλη του λαού, για να μπορεί να εκφράζεται συγκεκριμένα
και να παίρνει «υλική»-πολιτική υπόσταση, πρέπει να πατάει σε συγκεκριμένες
διεκδικήσεις. Διαφορετικά βρίσκεται στον αέρα, όσο και αν φλυαρούν κάποιοι, όσα
«σημαντικά» και μεγαλεπήβολα σχέδια κι αν ανεμίζουν. Αυτό που χρειάζεται
συνεπώς είναι διεκδικήσεις που να αντιστοιχούν σε πραγματικά και οξυμένα
προβλήματα των εργαζόμενων λαϊκών μαζών. Που εκφράζουν τις ανάγκες και τις
απαιτήσεις του λαού. Που ακριβώς γι’ αυτό τις αντιλαμβάνεται, τις κατανοεί, τις
ενστερνίζεται, τις κάνει δική του υπόθεση, επειδή πραγματικά αποτελούν δική του
υπόθεση. Ταυτόχρονα, όσο πιο συγκεκριμένες είναι και όσο περισσότερο τις
ενστερνιστεί τόσο πιο δύσκολα μπορούν να τον αποπροσανατολίσουν, να του πλασάρουν
«σχέδια» στη θέση της συγκεκριμένης διεκδίκησης. Διεκδικήσεις που για όλους
αυτούς τους λόγους αγγίζουν έναν ευρύτερο κόσμο, μπορούν να τον συσπειρώσουν,
να προσδώσουν μαζικά χαρακτηριστικά στον αγώνα του.
Στην ίδια βάση, ανοίγονται συγκεκριμένα μέτωπα πάλης και
αντιπαράθεσης με το σύστημα. Μιας αντιπαράθεσης στην οποία οι δυνάμεις του
συστήματος αναγκάζονται να αποκαλύψουν τις πραγματικές τους διαθέσεις και
επιδιώξεις. Ακριβώς επειδή στα μέτωπα που ανοίγουν οι τέτοιου χαρακτήρα
διεκδικήσεις «συναντούν», αντιπαρατίθενται και συγκρούονται με τους
πραγματικούς στόχους που προωθεί το σύστημα ενάντια στο λαό. Από την άποψη
αυτή, ένας καλός «οδηγός» για τον προσδιορισμό αυτών των διεκδικήσεων είναι
κατά κανόνα η ανάλυση και ο προσδιορισμός των στόχων που προωθεί το σύστημα
ενάντια στο λαό.
Σε σχέση με αυτά, ενδεικτικά και μόνον αναφέρουμε. Την
πάλη ενάντια στις «ελαστικές» σχέσεις εργασίας και για την υπεράσπιση του
δικαιώματος στη δουλειά. Ενάντια στις απολύσεις με οποιοδήποτε πρόσχημα κι αν
γίνονται και συνολικό αγώνα ενάντια στην ανεργία. Ενάντια σε οποιαδήποτε μείωση
των αμοιβών των εργαζομένων που προωθείται είτε με τα «μειωμένα» ωράρια είτε με
όποια άλλη δικαιολογία. Διεκδίκηση αυξήσεων σε μισθούς και συντάξεις που να
ανταποκρίνονται στο κόστος της ζωής. Απόρριψη της λογικής των «ατομικών»
συμβάσεων και αδιάλλακτη επιμονή στις συλλογικές συμβάσεις εργασίας. Απόρριψη
κάθε αύξησης στα όρια ηλικίας συνταξιοδότησης, στις αυξήσεις εισφορών των
εργαζομένων, στην κατάργηση των βαρέων και ανθυγιεινών. Πάλη για αναγνώριση,
καθιέρωση του ασφαλιστικού σαν καθολικού κοινωνικού δικαιώματος. Αγώνας για
πραγματική και δωρεάν ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για όλο το λαό. Πάλη για
υπεράσπιση του αγροτικού εισοδήματος, ενάντια στις πολιτικές («ευρωπαϊκές» και
εγχώριες) ξεριζώματος των αγροτών από τη γη τους. Αγώνας ενάντια στα φορολογικά
χαράτσια και ρυθμίσεις που τσακίζουν τους μικρομεσαίους. Αγώνας ενάντια στους
ταξικούς φραγμούς που προωθούνται στο χώρο της παιδείας και για την υπεράσπιση
του δικαιώματος της νεολαίας στην εκπαίδευση, τη δουλειά, την ελευθερία, τη
ζωή.
Για τις μορφές οργάνωσης
Το ζήτημα των μορφών οργάνωσης της πάλης ήταν πάντα ένα,
έτσι ή αλλιώς, σοβαρό ζήτημα. Στις μέρες μας εμφανίζεται ακόμη πιο έντονο στο
βαθμό που συνδέεται με το συνολικό ζήτημα συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων. Ένα
ζήτημα που δεν μπορεί βέβαια να απαντηθεί ούτε εύκολα ούτε από τη μια στιγμή
στην άλλη, αλλά σε μια πορεία και σε βάση συνολικής αντιμετώπισης των
προβλημάτων του κινήματος. Ωστόσο, η πραγματικότητα που αντιμετωπίζουμε θέτει
συγκεκριμένες και άμεσες αναγκαιότητες. Βιώνουμε μια περίοδο που από τη μια
εντείνεται η επίθεση του συστήματος ενάντια στο λαό, παίρνοντας όλο και πιο
άγριες μορφές. Από την άλλη, το επίπεδο συγκρότησης των λαϊκών δυνάμεων και της
πάλης τους βρίσκεται αρκετά πίσω σε σχέση με τις απαιτήσεις που υπάρχουν.
Οι αιτίες γι’ αυτό έχουν σαν βάση τους την υποχώρηση, την
ήττα του εργατικού, επαναστατικού, κομμουνιστικού κινήματος, με βασικές
αρνητικές συνέπειες σε όλα τα πεδία. Τη διαδικασία αποσυγκρότησης της εργατικής
τάξης -του κορμού ισχύος της λαϊκής πάλης- που συντελείται εδώ και χρόνια. Τον
εκφυλισμό του κομμουνιστικού κινήματος. Την κυριαρχία στον ευρύτερο αριστερό
χώρο ρεβιζιονιστικών, ρεφορμιστικών, οπορτουνιστικών ιδεολογικών πολιτικών
αντιλήψεων και δυνάμεων. Την επιβολή μορφών ελεγχόμενου κρατικού συνδικαλισμού,
ενώ στον ιδιωτικό τομέα έχει επιβληθεί η εργοδοτική τρομοκρατία και σχεδόν η
απαγόρευση ανεξάρτητης συνδικαλιστικής οργάνωσης. Ταυτόχρονα, η επιβολή των
ελαστικών εργασιακών σχέσεων υπονομεύει, δημιουργεί πρόσθετες δυσκολίες στις
προσπάθειες συνδικαλιστικής συγκρότησης.
Αποτέλεσμα όλων αυτών των εξελίξεων, η απομαζικοποίηση
των συνδικάτων, η απουσία εσωτερικής ζωής και λειτουργίας, η αφυδάτωση, η
αποδυνάμωσή τους. Το κυριότερο, η απογοήτευση των εργαζομένων, ο κλονισμός της
εμπιστοσύνης τους τόσο απέναντι στα συνδικάτα όσο και στην οργανωμένη
συνδικαλιστική πάλη ή ακόμη χειρότερα στην αποτελεσματικότητα των αγώνων. Το
πρόβλημα επιτείνεται από το ότι η «ηγεσία» του συνδικαλιστικού κινήματος (ΓΣΕΕ και
άλλοι αντίστοιχοι οργανισμοί) ελέγχεται από αστικές, σοσιαλδημοκρατικές και
ρεφορμιστικές δυνάμεις. Από δυνάμεις που δεν είναι καθόλου διατεθειμένες να
αγωνιστούν για τα συμφέροντα των εργαζόμενων λαϊκών μαζών. Αντίθετα,
λειτουργούν σαν βραχίονας προώθησης της πολιτικής του συστήματος με μοναδική
μέριμνα (όταν, όσο και όπως) τη λείανση των πλευρών που προκαλούν τις οξύτερες
αντιδράσεις των εργαζομένων.
Από την άλλη μεριά, η δύναμη που θέλει να εμφανίζεται σαν
η ταξική έκφραση των εργαζομένων (ΠΑΜΕ), το μόνο που δεν δείχνει να την
απασχολεί είναι η ανάπτυξη της ευρύτερης δυνατής μαζικής αντίστασης και πάλης.
Δρα επιλεκτικά και μόνον όταν έχει διασφαλίσει τον πλήρη έλεγχο και την αυστηρή
περιχαράκωση της κίνησής της. Με αυτόν τον τρόπο, ωστόσο, όχι μόνο δεν ανοίγει
δρόμους προσπέλασης και συμμετοχής σ’ έναν κόσμο που θέλει και εκδηλώνει
τέτοιες διαθέσεις, αλλά λειτουργεί σαν να θέλει αυτό ακριβώς να αποφύγει. Αυτός
ο «φόβος απέναντι στο κίνημα» δεν είναι άσχετος με την πολιτική του φορέα (ΚΚΕ)
από τον οποίο ποδηγετείται. Μια πολιτική κεντρικό στοιχείο της οποίας είναι η
με κάθε τρόπο αποφυγή «περιπλοκών» που θα μπορούσαν να το υποχρεώσουν σε
πραγματική αντιπαράθεση με τις δυνάμεις του συστήματος. Όσο για τις δυνάμεις
της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, πέρα από τις -αντικειμενικά- μικρότερες
δυνατότητές τους, είναι συχνό το φαινόμενο να υποτάσσουν τις ανάγκες του
κινήματος σε μικροκομματικές τους επιδιώξεις.
Το πρόβλημα που έχουμε μπροστά μας είναι φανερό. Από τη
μια μεριά το σύστημα, πλήρως συγκροτημένο, να επιτίθεται στο λαό με τις
δυνάμεις, τα μέσα και τους μηχανισμούς σε πλήρη ανάπτυξη. Από την άλλη, οι
υποτιθέμενες πολιτικές και συνδικαλιστικές «ηγεσίες» ούτε να θέλουν ούτε και να
μπορούν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις που θέτει η κατάσταση που διαμορφώνεται.
Και απέναντί τους οι εργαζόμενες λαϊκές μάζες και η νεολαία, που οργίζονται,
που θέλουν να δώσουν τις δικές τους απαντήσεις, αλλά που δεν έχουν συγκροτήσει
ακόμη εκείνους τους «κινητήρες» που θα δίνουν μονιμότητα, συνοχή, διάρκεια και
αποτελεσματικότητα στους αγώνες τους.
Με βάση αυτά τα δεδομένα, θεωρούμε ότι κάθε κίνηση, κάθε
πρωτοβουλία οργάνωσης, συγκρότησης (και πάλης) «από τα κάτω» είναι όχι μόνο
αποδεκτή και θεμιτή, αλλά απαραίτητη και αναγκαία. Αυτή η εκτίμηση δεν αναιρεί
καθόλου ότι η βασική μας κατεύθυνση, ο στόχος στον οποίο θα πρέπει να
συγκλίνουν οι προσπάθειές μας είναι η ενεργοποίηση, μαζικοποίηση των
πρωτοβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων (συλλόγων, ενώσεων εργαζομένων,
αγροτών, σπουδαστών κ.λπ.) και η δημιουργία τους εκεί που δεν υπάρχουν τέτοιες
(ή ακόμη και η συγκρότηση στην πορεία σε ανώτερο πολιτικό επίπεδο). Ισα ίσα.
Γενικός στόχος παραμένει πάντα η ενεργοποίηση, οργάνωση,
συγκρότηση της μεγάλης πλειοψηφίας του εργαζόμενου λαού και της νεολαίας. Μόνο
που έχουμε πλήρη επίγνωση πως αυτό απαιτεί τους όρους και το «χρόνο» του και
δεν απαντιέται με συνταγές ταχύρρυθμης ανάπτυξης. Θεωρούμε ωστόσο ότι,
ανεξάρτητα από αδυναμίες, ανεπάρκειες και λάθη, αυτές οι «ατελείς» πρωτοβουλίες
και προσπάθειες δίνουν την άμεση και αναγκαία απάντηση στα προβλήματα που
καθημερινά τίθενται. Προσφέρουν συλλογικές μορφές έκφρασης στις διαθέσεις ενός
κόσμου και διαμορφώνουν όρους κίνησης και δράσης. Αποτελούν έκφραση των
αναγκαιοτήτων που αναδεικνύει η ταξική πάλη, των μορφών που τους δίνει και θα
συνεχίσει να δίνει, προκρίνοντας και αναδεικνύοντας διαρκώς κάποιες και
απορρίπτοντας άλλες. Με μια έννοια, αποτελούν τα πρωτοκύτταρα που γονιμοποιούν,
ενεργοποιούν τη διαδικασία ανασύνθεσης, αναγέννησης του κινήματος.
Τέλος, ορισμένες επισημάνσεις πάνω σ’ ένα ζήτημα που έτσι
ή αλλιώς παραμένει ανοιχτό. Θεωρούμε θεμελιώδες αυτές οι κινήσεις να ξεκινούν
«από τα κάτω» και να «παραμένουν» εκεί. Να αποτελούν έκφραση της διάθεσης και
της αναγκαιότητας του λαού να οργανωθεί και να διατηρούν αυτόν το χαρακτήρα.
Ανεξάρτητες από τις δυνάμεις του συστήματος, από άμεσες ή έμμεσες υπαγορεύσεις,
από «αφιλοκερδείς» στηρίξεις, προβολή ή και «χορηγίες». Να αναζητούν την
ταυτότητά τους στην αντίθεση με το σύστημα, τη στήριξή τους στο λαό και το
περιεχόμενό τους στον αγώνα για τα λαϊκά προβλήματα.
Σ’ αυτή τη βάση θεωρούμε ότι το κεντρικό στοιχείο των
μορφών οργάνωσης στις σημερινές συνθήκες θα πρέπει να αναζητείται σ’ αυτό που
αποτελεί την «κινούσα δύναμη» των αγώνων. Τις συγκεκριμένες διεκδικήσεις του
λαού και της νεολαίας που ταυτόχρονα αποτελούν και τον παράγοντα που μπορεί να
δίνει υπόσταση και έρμα στις όποιες μορφές οργάνωσης. Ευνόητο ακόμη είναι ότι
θα πρέπει να αναζητούνται εκείνοι οι τρόποι και μορφές που θα ανοίγουν
δρόμους συμμετοχής και ενεργοποίησης του κόσμου στην ευρύτερη δυνατή κλίμακα.
Ταυτόχρονα θεωρούμε ότι απέναντι στις υπάρχουσες συνδικαλιστικές και πολιτικές
δυνάμεις θα πρέπει να διαφυλάσσεται η ανεξαρτησία αγωνιστικών (και όχι μόνο)
επιλογών. Αυτό όχι σε βάση και λογική διαχωρισμού και διάστασης, ούτε απολιτικής
(ίσα ίσα, το ακριβώς αντίθετο). Αυτό που προτάσσουμε είναι η κατοχύρωση της
δυνατότητας παρσίματος πρωτοβουλιών δράσης παρά και ενάντια στην αδράνεια και
τον εφησυχασμό που κατά κανόνα επιβάλλουν αυτές οι δυνάμεις.
Από εκεί και πέρα και απέναντι στο εμπόριο της «ενότητας»
που γίνεται από πολλές πλευρές, θεωρούμε ότι το πεδίο συνάντησης όλων όσων τους
απασχολεί πραγματικά το ζήτημα είναι το πεδίο της αντίστασης, είναι το πεδίο
των αγώνων. Μόνο εκεί και μόνο με όρους πάλης μπορεί να οικοδομηθεί η πιο
στέρεη και αποτελεσματική ενότητα. Όσον αφορά την πολιτική διάσταση του
πράγματος, είχαμε και έχουμε σταθερά την άποψη ότι δεν υπάρχει «απολιτική»
στην… πολιτική. Ότι οι ανάλογες απόψεις δεν αποτελούν παρά μια ξεκάθαρη
υποκρισία και με στόχο τη συγκάλυψη των πραγματικών πολιτικών επιδιώξεων όσων
τις προβάλλουν. Όσο μας αφορά, παραμένουμε αμετακίνητοι στη λογική των καθαρών
(πολιτικών) λογαριασμών. Θεωρούμε ότι μόνο σε μια τέτοια βάση μπορεί να
απαντηθεί, σε μια πορεία, το μεγάλο ζήτημα της συγκρότησης στο ανώτερο-πολιτικό
επίπεδο. Σ’ αυτή τη λογική θεωρούμε ότι το «πεδίο συνάντησης» που προαναφέραμε
αποτελεί ταυτόχρονα και το πεδίο δοκιμασίας αντιλήψεων, απόψεων και προτάσεων
στην αναγκαία διαδικασία σύνθεσης και διαχωρισμού τους.
Σε σχέση με τις μορφές πάλης
Όπως και στο ζήτημα των μορφών συγκρότησης έτσι και στο
ζήτημα των μορφών πάλης εκδηλώνεται, αναπτύσσεται ήδη μια «ποικιλία» εκφράσεων.
Αυτές οι τάσεις εκφράζουν τη διάθεση ενός κόσμου (και με ιδιαίτερο τρόπο της
νεολαίας) να αντισταθεί στην πολιτική του συστήματος (όπως άλλωστε το είδαμε
στο κίνημα των καταλήψεων και το Δεκέμβρη). Να σπάσει το κλίμα αδράνειας που
έχουν επιβάλει οι κυρίαρχες δυνάμεις. Από την άποψη αυτή, εκφράζει μια υγιή
αντίδραση του κόσμου, ακόμη και όταν εκδηλώνεται «λαθεμένα». Όπως και στο
κεφάλαιο για τις μορφές συγκρότησης αναφέραμε, όλα αυτά αποτελούν εκφράσεις και
στοιχεία μιας πολύμορφης, γόνιμης διαδικασίας ανασύνθεσης του κινήματος.
Μιας εξέλιξης που συντελείται αντικειμενικά και όχι επειδή την υπαγορεύει
κάποιος ή κάποιοι. (Και για τον ίδιο λόγο δεν μπορεί ούτε να την «απαγορεύσει»
ούτε να την αναστείλει). Αυτό δεν σημαίνει ότι κάθε παρέμβαση και σε αναφορά με
τις κατευθύνσεις που παίρνει αυτή η διαδικασία είναι μη νοητή ή και αθέμιτη.
Για να μη μακρηγορούμε, θα αναφέρουμε ένα και μόνο επιχείρημα. Επειδή αυτή η
θρυλούμενη «μη παρέμβαση» απλούστατα… δεν υπάρχει. Στην πραγματική ζωή,
στην ταξική και πολιτική πάλη, όλοι παρεμβαίνουν παντού για να επηρεάσουν, να
διαμορφώσουν όρους ή και να στρέψουν την εξέλιξη των πραγμάτων προς την κατεύθυνση
που επιθυμούν. Και, όταν λέμε όλοι, εννοούμε όλοι. Αριστεροί, αναρχικοί,
ρεφορμιστές, σοσιαλδημοκράτες, αστικές και ιμπεριαλιστικές δυνάμεις έως και
διάφορες άλλες «υπηρεσίες». Όσοι λοιπόν ωρύονται ενάντια στις «κομματικές»,
λ.χ., ή όποιες άλλες παρεμβάσεις απλώς υποκρίνονται, επιδιώκοντας να
διασφαλίσουν την αποκλειστικότητα της δικιάς τους παρέμβασης. Επειδή λοιπόν δεν
έχουμε καμιά διάθεση να παραιτηθούμε από αυτήν τη δυνατότητα χάριν κάποιου
-κανενός- εκ των προαναφερθέντων, έχουμε να πούμε μερικά πράγματα.
Ούτε ταμπού ούτε φετίχ
Πάνω στο ζήτημα των μορφών πάλης, η συζήτηση έχει μια
μεγάλη ιστορία και έχει και μέλλον. Από τη μεριά μας θα θέλαμε να ξεκαθαρίσουμε
κατ’ αρχάς ορισμένα ζητήματα. Δεν έχουμε κανένα ταμπού σε σχέση με οποιαδήποτε
μορφή πάλης. Κάθε μορφή πάλης που υπηρετεί τη λαϊκή υπόθεση είναι και θεμιτή
και αποδεκτή. Από την απλή διαμαρτυρία μέχρι τον ένοπλο επαναστατικό αγώνα στη
φάση της τελικής αναμέτρησης με το σύστημα.
Ταυτόχρονα, δεν έχουμε κανένα φετίχ. Οι μορφές πάλης δεν
είναι αυτοσκοπός. Καμιά μορφή πάλης δεν μπορεί να υπερβεί αφ’ εαυτής ή να
υποκαταστήσει την αναγκαία διαδικασία διαμόρφωσης όρων. Με αυτήν την έννοια, οι
μορφές πάλης δεν επιλέγονται παρά στη βάση ενός και μόνο πρωταρχικού κριτηρίου.
Αν πάνε μπροστά την ανάπτυξη του κινήματος ή την πάνε πίσω. Βεβαίως στην πράξη
αυτή η επιλογή δεν είναι τόσο εύκολη ή απλή όσο ακούγεται και γράφεται. Το
ζήτημα έχει περιπλεχθεί στις μέρες μας με βάση την αδράνεια που έχει επιβάλει
στο κίνημα η κυριαρχία αστικών, σοσιαλδημοκρατικών και ρεφορμιστικών δυνάμεων.
Η απόρριψη κάθε έννοιας αντιπαράθεσης με το σύστημα και των μορφών που
εκφράζουν, υλοποιούν μια τέτοια αντιπαράθεση.
Αυτό έχει οδηγήσει έναν κόσμο -και σωστά, όπως ήδη
αναφέραμε- στο να επιδιώκει το «σπάσιμο» αυτής της αδράνειας. Ταυτόχρονα -και
σαν μάλλον αναπόφευκτη υπερβολή σε τέτοιες συνθήκες- έχει οδηγήσει και σε ένα
είδος φετιχοποίησης μορφών πάλης και σε άλλες λαθεμένες αντιλήψεις και
πρακτικές. Το πρώτο και κύριο που χρειάζεται να αποσαφηνιστεί εδώ και με το
οποίο σχετίζονται τόσο η μια όσο και η αντίθετή της απόκλιση είναι η βασική
πολιτική διάσταση του ζητήματος. Η αφετηριακή ιδεολογική και πολιτική
κατεύθυνση στη βάση της οποίας κάνει κανείς τις όποιες επιλογές του. Στο αν
δηλαδή κινείται με στόχο την ανατροπή του συστήματος ή οι επιλογές του
βρίσκονται με τον έναν ή τον άλλον τρόπο «εντός πλαισίου». Ο προσδιορισμός της
μιας ή της άλλης κατεύθυνσης περιέχει πολλές πλευρές, ωστόσο εδώ θα σταθούμε σε
μία, που και θεμελιώδης είναι και σχετική με το θέμα μας.
Την επαναστατική ανατροπή δεν την πραγματοποιεί καμιά
ομάδα, οργάνωση, κόμμα, καμιά πρωτοπορία. Την πραγματοποιούν (μπορούν να την
πραγματοποιήσουν) μόνον οι λαϊκές μάζες, συγκροτημένες (με την πλήρη έννοια του
όρου συγκρότηση) στο ανώτερο δυνατό επίπεδο. Σε συνάρτηση μ’ αυτό, το δεύτερο
που χρειάζεται να αποσαφηνιστεί αφορά το ρόλο της πρωτοπορίας. (Ακόμη και αν
την εννοήσουμε ως πραγματική και όχι ως υποτιθέμενη, όπως συμβαίνει σε πολλές
περιπτώσεις σήμερα). Στην επαναστατική λογική ο ρόλος της πρωτοπορίας δεν είναι
να δρα αυτή στη θέση των μαζών, να υποκαθιστά την κίνηση και τη δράση των
μαζών. Είναι να συμβάλλει ολόπλευρα και αποτελεσματικά στην ενεργοποίηση,
αγωνιστικοποίηση, πολιτικοποίηση, επαναστατικοποίηση των λαϊκών μαζών. Σε αυτή
τη βάση οι μορφές πάλης δεν επιλέγονται βέβαια με κριτήριο το αν είναι
αποδεκτές από το σύστημα, αλλά ούτε με το πόσο εντυπωσιακές, σκληρές ή
φαντασμαγορικές είναι. Επιλέγονται με κριτήριο το αν υπηρετούν την εξέλιξη που
προαναφέραμε.
Με αυτήν την έννοια, οι αποκλίσεις προς τη μια ή την άλλη
κατεύθυνση και ανεξάρτητα από το στοιχείο ανωριμότητας που μπορεί να τις
χαρακτηρίζει (όπου, όταν, όπως), έχουν μια λίγο πολύ κοινή ή παραπλήσια
πολιτική αφετηρία. Την ανεπαρκή ή και στρεβλή θεώρηση του καπιταλιστικού,
ιμπεριαλιστικού συστήματος και την με ανάλογο τρόπο διαμόρφωση της πολιτικής
κατεύθυνσης. Αυτό εκφράζεται με διάφορους τρόπους και παρεκκλίσεις. Αν από τη
μια εκδηλώνεται με την πολιτική της αδράνειας, από την άλλη με την αναγωγή σε
κύριο ζήτημα της μορφής πάλης. Αυτό που κυρίως χρειάζεται να κατανοηθεί εδώ
είναι πως η επιβολή της αδράνειας από τους ρεφορμιστές, λ.χ., δεν είναι μια
«ιδιοτροπία» τους ή κάτι ανάλογο. Είναι συγκεκριμένη έκφραση της ιδεολογικής
τους κατεύθυνσης και επιλογή που απορρέει από την πολιτική τους γραμμή. Το να
ανάγεται συνεπώς σε κύριο ζήτημα αντιπαράθεσης με το ρεφορμισμό αυτό που αφορά
τις μορφές πάλης σημαίνει ότι αφήνεται στο απυρόβλητο ή έστω υποβαθμίζεται η
αντιπαράθεση σ’ αυτό που είναι το κύριο. Το πολιτικό.
Αρκετή σύγχυση υπάρχει σε σχέση με ενέργειες
«παραδειγματικού» χαρακτήρα. Όπως και σε προηγούμενο κείμενο έχουμε αναφερθεί,
η παραδειγματική δράση μπορεί να είναι θεμιτή, χρήσιμη και αποδεκτή μόνο στη
βάση συγκεκριμένων συνθηκών και αναγκαιοτήτων. Όταν, λ.χ., αντικειμενικά δεν
μπορεί να γίνει κάτι πιο μαζικό, παρ' ότι υπάρχει αναγκαιότητα πολιτικής
παρέμβασης. Όταν, ωστόσο, έρχεται να υποκαταστήσει τη δράση των μαζών, τότε
είναι απόλυτα αρνητική, επειδή στην πραγματικότητα την «εμποδίζει». Και εδώ να
ξεκαθαρίσουμε μια «παρανόηση». «Παραδειγματικού» χαρακτήρα δράση δεν
αναπτύσσουν μόνο όσοι στοχεύουν -υποτίθεται- στη «διέγερση» των μαζών, αλλά
κάλλιστα μπορούν να προωθήσουν και οι ρεφορμιστές, στοχεύοντας στο ακριβώς
αντίθετο. Όπως ήδη έχουμε αναλύσει (στο κείμενο που προαναφέραμε), τέτοια
στοιχεία εμπεριέχει (πέραν των άλλων πλευρών της) η δράση του ΚΚΕ με την
επιλεκτικότητα και περιχαράκωσή της. Ο κοινός παρονομαστής είναι η μη απεύθυνση
στον κόσμο, ο αποκλεισμός στην ουσία της συμμετοχής του κόσμου (πέραν του
«πυρήνα πρωτοπόρων»). Ταυτόχρονα, και παρά τις υποτίθεται αντίθετες επιδιώξεις,
έχουν και κοινό αποτέλεσμα. Την αδρανοποίηση του κόσμου.
Ανάλογη σύγχυση υφίσταται και σε σχέση με το ζήτημα της
«σύγκρουσης». Να την αποφύγουμε άραγε πάση θυσία (ταμπού) ή να την επιδιώξουμε
με κάθε τρόπο (φετίχ); Πρόκειται στην πραγματικότητα για ψευτοδίλημμα, η
απάντηση στο οποίο βρίσκεται «έξω απ’ αυτό». Βρίσκεται στο πολιτικό περιεχόμενο
της κίνησης, στους στόχους που θέτει. Αυτό που ενδιαφέρει είναι η αποφασιστική
προώθησή τους. Με αυτό συναρτάται και ο αντίκτυπος, το θετικό ή αρνητικό
αποτέλεσμα είτε υπάρξει είτε όχι χτύπημα από τη μεριά του συστήματος.
Πολύ λιγότερο αξίζει να σταθούμε στην ιλαροτραγική
έκφραση μιας αντίληψης που περιστρέφεται γύρω από το αν «μας δείξει η
τηλεόραση». Λες και τα ΜΜΕ του συστήματος δεν γνωρίζουν -και μάλιστα πολύ καλά-
το αν, τι, πότε και με ποιον τρόπο θα προβάλουν. Αλλά το μόνο που θα έπρεπε να
απασχολεί είναι το αν και κυρίως με ποιον τρόπο «μας βλέπει» ο λαός. Αυτή
άλλωστε είναι και η σχέση που δεν εξαρτάται από τις διαθέσεις των παραγόντων
του συστήματος.
Τέλος, και όπως στην αρχή αυτού του κεφαλαίου αναφέραμε,
θεωρούμε θετική και ελπιδοφόρα εξέλιξη τη διάθεση ενός κόσμου να κινηθεί, την
εκδήλωση μιας ενεργητικής στάσης που ανατρέπει την παθητικότητα, το πνεύμα
πρωτοβουλίας, την εφευρετικότητα, την πολυμορφία, την ανάπτυξη της δράσης
απέναντι στην αδράνεια. Ταυτόχρονα, θεωρούμε ότι πρέπει να αναζητούνται εκείνες
οι μορφές δράσης που ανοίγουν δρόμους προσπέλασης και συμμετοχής σε περισσότερο
κόσμο, που οδηγούν σε σύνδεση με τον κόσμο. Βασικό στοιχείο μιας τέτοιας
κατεύθυνσης θεωρούμε -και εδώ- τη συνάρτηση της όποιας κίνησης και δράσης με τα
συγκεκριμένα προβλήματα και διεκδικήσεις των εργαζόμενων λαϊκών μαζών και της
νεολαίας. Αυτή η σύνδεση είναι που μπορεί να προσδώσει τη μεγαλύτερη δύναμη και
αποτελεσματικότητα στην πάλη μας. Ταυτόχρονα, αποτελεί και τον ασφαλέστερο
δρόμο για τη ματαίωση των σχεδιασμών του συστήματος να συκοφαντήσει, να
απομονώσει τους αγώνες για να μπορεί να τους τσακίσει. Ή, ακόμη και στην πάντα
υπαρκτή περίπτωση που το επιχειρήσει, να υποστεί το μεγαλύτερο δυνατό πολιτικό
κόστος. Η δύναμη του κινήματος βρίσκεται στη σύνδεση με τις λαϊκές μάζες,
βρίσκεται στη σύνδεση με το λαό - και αυτό είναι κάτι που δεν πρόκειται να
αλλάξει ποτέ και με κανέναν τρόπο.
Όπως μάλλον έχει γίνει αντιληπτό, εμείς δεν
αντιλαμβανόμαστε καθόλου σαν «κοινό πρόβλημα» το ζήτημα της «αντιμετώπισης» της
κρίσης, ούτε και έχουμε καμιά διάθεση να εκπονήσουμε «προτάσεις» (στο σύστημα)
για κάτι τέτοιο. Η μόνη συζήτηση που έχει νόημα για μας -ως προς αυτό το θέμα-
είναι αυτή που αφορά τα τρία ζητήματα που θέσαμε. Ποιες διεκδικήσεις, ποιες
μορφές συγκρότησης και ποιες μορφές πάλης. Μια συζήτηση που φυσικά δεν θεωρούμε
ότι «κλείνει» με τα όσα αναφέραμε, αλλά παραμένει ανοιχτή. Συνεπώς, κάθε άποψη,
κάθε αντίρρηση και κάθε κριτική από οποιαδήποτε πλευρά τη θεωρούμε όχι μόνο
ευπρόσδεκτη, αλλά χρήσιμη και αναγκαία συμβολή. Μόνο που και πάλι «δεν
τελειώσαμε». Ακόμη κι αν απαντήσουμε με τον πιο ικανοποιητικό τρόπο στα
προηγούμενα, θα συνεχίσει να υπάρχει ένα σημαντικό κενό. Η αντιμετώπιση του
ζητήματος των -όπως αναφέρονται- οικονομικών μεταναστών ή -κατ’ εμάς- του
ζητήματος της ενοποίησης της εργατικής τάξης στη χώρα μας. Ας περάσουμε λοιπόν
σ’ αυτό.
Το σύγχρονο δουλεμπόριο
Το ζήτημα ενός κόσμου που ξεριζώνεται από τον τόπο του
για να αναζητήσει δουλειά στη Δύση -κυρίως- δεν είναι καινούριο. Στη σύγχρονή
του μορφή εμφανίζεται και παίρνει σοβαρές διαστάσεις τα τελευταία είκοσι
χρόνια. Ο θόρυβος που ξεσηκώθηκε το τελευταίο διάστημα στη χώρα μας δεν οφείλεται
στο ότι οι ιθύνοντες «ανακάλυψαν» σήμερα το πρόβλημα. Ούτε μπορεί να αποδοθεί
στην επιβολή και μόνον της «γραμμής Καρατζαφέρη». Έχει σχέση με συγκεκριμένες
επιλογές του συστήματος. Όπως επίσης και τα πογκρόμ ενάντια στους μετανάστες
που εξαπολύθηκαν από ακροδεξιές δυνάμεις για να συνεχιστούν από τα επίσημα
όργανα του κράτους (νόμοι, διατάξεις, ΜΑΤ).
Απέναντι στην πολιτική του συστήματος (παλαιότερη και
σημερινή) έχουν αντιδράσει με διάφορους τρόπους δυνάμεις της Αριστεράς και
γενικότερα του προοδευτικού χώρου. Σε ανθρωπιστική κατ’ αρχάς βάση, όπου άτομα
και ομάδες έχουν καταβάλει σημαντικές προσπάθειες για να συνδράμουν τους
μετανάστες, να τους διευκολύνουν, να τους συμπαρασταθούν. Ταυτόχρονα, ομάδες
και οργανώσεις έχουν κινηθεί σε αντιρατσιστική βάση, ενάντια στην ξενοφοβία και
στο σοβινισμό, προωθώντας διάφορες εκδηλώσεις και αγωνιστικές κινητοποιήσεις.
Το τελευταίο διάστημα, ομάδες του αντιεξουσιαστικού και αναρχικού χώρου
αντιπαρατέθηκαν μαχητικά στις φασιστικές επιθέσεις και συγκρούστηκαν με τα ΜΑΤ
για το ίδιο ζήτημα.
Όσον αφορά την πιο ολοκληρωμένη αντιμετώπιση του
ζητήματος, οι κινήσεις που έχουν γίνει δεν ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις που
θέτει, είτε από -ποσοτική- ανεπάρκεια δυνάμεων (όσο μας αφορά) είτε από
ανεπάρκεια πολιτικής βούλησης όσον αφορά τις βασικές δυνάμεις της Αριστεράς.
Είναι φανερό ότι απαιτείται μεγαλύτερη, ουσιαστικότερη και πιο ολοκληρωμένη
αντιμετώπιση του ζητήματος. Αφορά αυτή την ουσιαστική κατανόηση της φύσης και
του χαρακτήρα του προβλήματος. Τη σχέση του με την ελληνική κοινωνία και
ειδικότερα την ταξική πάλη που διεξάγεται στο πλαίσιό της και με βάση αυτή τη
διαμόρφωση μιας συνολικής κατεύθυνσης αντιμετώπισής του.
Ένα καθόλου «προσωρινό» πρόβλημα
Στη βάση του προβλήματος βρίσκεται η καταλήστευση των
εξαρτημένων χωρών από τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις. Η πολιτική της καταστροφής
των οικονομιών αυτών των χωρών σε επίπεδα ερημοποίησης, που διώχνει τον κόσμο
από τον τόπο του. Το φαινόμενο διευρύνθηκε με την κατάρρευση του ανατολικού
μπλοκ και την αντίστοιχη πολιτική οικονομικής ερημοποίησης που επιβλήθηκε σ’
αυτές τις χώρες. Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος βρίσκεται στην επιθυμία του
κεφαλαίου στις ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις για «φρέσκο», φθηνό και αφοπλισμένο
εργατικό δυναμικό. Έτσι, η διαδικασία αφαίμαξης αυτών των χωρών από τις
ζωντανές, δημιουργικές εργατικές δυνάμεις (αλλά και τεχνικό, επιστημονικό
δυναμικό) πήρε πολύ μεγάλες διαστάσεις.
Μπορούμε συνεπώς να πούμε με σιγουριά πως η υποτιθέμενη
«δυσφορία» και «ανησυχία» των δυνάμεων του συστήματος για το φαινόμενο, είναι
υποκριτική. Το ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο θέλει, επιδιώκει και προωθεί το ξερίζωμα
αυτού του κόσμου, θέλει αυτό το εργατικό δυναμικό, δικό του έργο είναι αυτό το
σύγχρονο δουλεμπόριο. Ταυτόχρονα και με βάση όλα αυτά, θα πρέπει να
κατανοήσουμε πως δεν πρόκειται για ένα συγκυριακό, παροδικό φαινόμενο, αλλά για
ένα διαρκές. Θα συνεχίσει να υπάρχει και να ανατροφοδοτείται ενόσω θα υπάρχουν
οι σημερινές παγκόσμιες οικονομικές σχέσεις και συσχετισμοί. Σαν τέτοιο λοιπόν πρέπει
να αντιμετωπίζεται.
Οι επιπτώσεις είναι πολλές τόσο στις χώρες που
αφαιμάζονται από το εργατικό τους δυναμικό όσο και στις χώρες «υποδοχής». Εμάς
εδώ θα μας απασχολήσει αυτή που σχετίζεται με τη διαμόρφωση των ταξικών όρων
στις δεύτερες. Ζήτημα που αφορά και τη χώρα μας και συνδέεται άμεσα με την
εξέλιξη και την προοπτική της ταξικής πάλης σ’ αυτήν. Με βάση αυτές τις
εξελίξεις διαμορφώνεται πλέον μια εργατική τάξη στη δούλεψη του ίδιου
κεφαλαιοκρατικού σχηματισμού, αλλά ταυτόχρονα διαχωρισμένη σε δυο διαφορετικά
κατ’ αρχάς τμήματα. Ένα των γηγενών εργαζομένων και ένα που αποτελείται από
εργαζόμενους που προέρχονται από άλλες χώρες. Χωρίς να θεωρούμε καθόλου
προνομιακή τη θέση του πρώτου, το γεγονός είναι πως οι συνθήκες για το δεύτερο
είναι κατά πολύ χειρότερες. Εξευτελιστικές αμοιβές, εξοντωτικές συνθήκες
εργασίας, άθλιες συνθήκες ζωής. Ταυτόχρονα, με βάση τις συγκεκριμένες
πολιτικές, βρίσκεται «στον αέρα», χωρίς δικαιώματα και εκ των πραγμάτων
φοβισμένο, αδρανές, με μικρή συμμετοχή στους εργατικούς αγώνες και πάντα κάτω
από την απειλή της απόλυσης.
Αυτή η κατάσταση δεν αφήνει ανεπηρέαστη τη θέση και του
γηγενούς τμήματος, καθώς διευκολύνει την επίθεση του κεφαλαίου ενάντια συνολικά
στην εργατική τάξη. Να διαμορφώνει τις εργασιακές σχέσεις σε βάρος συνολικά της
εργατικής τάξης, να μειώνει το μερίδιό της στο εθνικό εισόδημα (αλλά και
«ατομικά» τις εργατικές αμοιβές). Τόσο περισσότερο όσο κατορθώνει να διατηρεί
διαχωρισμένη την εργατική τάξη σε δυο τμήματα που δεν «επικοινωνούν» μεταξύ
τους. Μια σχέση πραγμάτων που απορρυθμίζει, αποδιοργανώνει, αποδυναμώνει τη
δύναμη αντίστασης συνολικά της εργατικής τάξης.
Ψέματα και αλήθειες
Για την καλύτερη κατανόηση ορισμένων πραγμάτων αλλά και
την αντιμετώπιση της φαιάς προπαγάνδας είναι χρήσιμο να αναφερθούν ορισμένα
πράγματα που αφορούν το πώς έχει το ζήτημα στη χώρα μας. Το ελληνικό κεφάλαιο
έχει αποκομίσει τεράστια κέρδη από την εκμετάλλευση αυτών των «ξένων», ενώ έχει
ωφεληθεί σε μεγάλο βαθμό συνολικά η ελληνική οικονομία. Επί είκοσι χρόνια,
εκατοντάδες χιλιάδας εργατικά χέρια (για την «παραγωγή» των οποίων δεν έχει
ξοδέψει ούτε δεκάρα η ελληνική οικονομία) παράγουν έργο στη χώρα μας με
πενιχρές αμοιβές. Επιπλέον, το μεγαλύτερο μέρος αυτών των αμοιβών το αναλώνουν
στο πλαίσιο του ελληνικού οικονομικού σχηματισμού και το καταθέτουν σε
ελληνικές τράπεζες. Ταυτόχρονα το ελληνικό κεφάλαιο αξιοποιεί αυτή τη σχέση
ανοίγοντας «δουλειές» με τις χώρες προέλευσης. Αυτό δηλαδή το χοντροκομμένο που
ακούγεται πως «τους ταΐζουμε» στην πραγματικότητα ισχύει εντελώς αντίστροφα.
Με ανάλογο τρόπο μπαίνει και το άλλο που κατά κόρον
χρησιμοποιείται (και δυστυχώς ως ένα βαθμό «πιάνει») πως «μας παίρνουν τις
δουλειές». Το ότι οι αλλοδαποί εργαζόμενοι χρησιμοποιούνται σε δουλειές που δεν
έχουν και τόση ζήτηση στους ημεδαπούς είναι η μια πλευρά του ζητήματος. Η άλλη
πλευρά, που είναι και η κύρια, είναι ότι δεν «μας παίρνουν» αλλά «φέρνουν»
δουλειές. Στοιχειώδης γνώση της πολιτικής οικονομίας λέει ότι η διεύρυνση
κερδών συνεπάγεται και αντίστοιχη διεύρυνση των επενδύσεων και συνολικά του
κύκλου εργασιών. Κάτι που ήδη συμβαίνει στη χώρα μας. Είναι γεγονός ότι, με
βάση τα κέρδη που έχει αποκομίσει το ελληνικό κεφάλαιο από αυτή την ιστορία,
αυτή η διεύρυνση θα μπορούσε να είναι πολύ μεγαλύτερη. Αλλά αν το κεφάλαιο
προτίμησε ένα μεγάλο μέρος των κερδών του να τα «επενδύσει» κερδοσκοπικά και
όχι παραγωγικά (ή ακόμα σε βίλες και κότερα), αυτός ο «λογαριασμός» δεν μπορεί
να ζητηθεί από τους μετανάστες (ούτε φυσικά από τους ημεδαπούς εργαζόμενους).
Θα προσπεράσουμε με συντομία -όχι γιατί δεν έχουν σημασία
αλλά για λόγους οικονομίας- και διάφορα άλλα που λέγονται και ακούγονται. Για
την εγκληματικότητα που «φέρνουν οι μετανάστες», για την αθλιότητα που
χαρακτηρίζει -λέει- τον τρόπο που ζουν, την τάση απομονωτισμού και μη
αφομοίωσης που τους χαρακτηρίζει κ.λπ. Όσοι λοιπόν έχουν τόσο μεγάλο «καημό» με
την εγκληματικότητα ας ψάξουν να τη βρουν (και θα λέγαμε να την αντιμετωπίσουν,
αλλά δεν έχουμε τέτοιες αυταπάτες) στις μήτρες της. Στη Siemens, στο Βατοπέδι, στο ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα που είναι θεμελιωμένο
στην κλοπή, τη βία και το έγκλημα. Όσο για τα άλλα, το μόνο που μπορεί να
θαυμάσει κανείς είναι το μέγεθος της υποκρισίας. Πρόκειται για απύθμενο θράσος
να μιλάνε για «αθλιότητα» των μεταναστών αυτοί που τους καταδικάζουν στις πιο
άθλιες συνθήκες ζωής. Είναι πρόκληση να μιλάνε για «απομονωτισμό» αυτοί που
τους καταδικάζουν στην απομόνωση και που προωθούν σχέδια εγκλεισμού τους σε
στρατόπεδα συγκέντρωσης.
Όλα αυτά κάνουν φανερό ότι όλες αυτές οι «ανησυχίες» για
το «πρόβλημα της μετανάστευσης» δεν είναι όσο φαίνονται πραγματικές. Και ότι
κυρίως θέλουν να συγκαλύψουν πραγματικότητες και σχεδιασμούς. Η αντιμετώπισή
του, λ.χ., σαν «ανεπιθύμητου» φαινομένου απαλλάσσει το ιμπεριαλιστικό κεφάλαιο
από την υποχρέωση αναγνώρισης της πραγματικής φύσης και προέλευσης του
προβλήματος. Όχι πως υπάρχει περίπτωση να αναλάβει ο ιμπεριαλισμός τις ευθύνες
του (όπως αυταπατώνται κάποιοι) απέναντι σε χώρες και λαούς που έχει
καταστρέψει. Το θέμα είναι πως όσο πιο καθαρά προβάλλουν τα πραγματικά
χαρακτηριστικά του προβλήματος τόσο αυτό θα λειτουργεί σαν κίνητρο στο να
ενεργοποιηθούν άλλες (λαϊκές) δυνάμεις για την αντιμετώπισή του.
Ταυτόχρονα, συντηρεί το κλίμα ανασφάλειας στους
αλλοδαπούς εργάτες ώστε να παραμένουν εξαρτημένοι, αδύναμοι και χωρίς να
μπορούν να αντιδράσουν στην ασύδοτη εκμετάλλευσή τους. Αποπροσανατολίζει τον
γηγενή πληθυσμό, μεταθέτει τα πραγματικά προβλήματα, συγκαλύπτει ευθύνες,
δημιουργεί το κλίμα εκείνο που αποτρέπει την προσέγγιση των αλλοδαπών με τους
γηγενείς. Πάνω απ’ όλα, παρεμποδίζει, διατηρεί το διαχωρισμό της υπαρκτής
εργατικής τάξης στη χώρα μας. Τέλος, ρυθμίζει τον έλεγχο της «ροής» αυτού του
κόσμου, αν και νομίζουμε πως αυτό θα μπορούσε να γίνει πιο αποτελεσματικά, με
μικρότερο κόστος και χωρίς όλη αυτή τη βαρβαρότητα αν δεν συνέτρεχαν οι
προηγούμενες σκοπιμότητες.
Πάλη ενάντια στην τρομοκρατία
Η κατανόηση αυτών των επιδιώξεων και της πραγματικής
κατάστασης κάνει πιο φανερό και τον άλλο αποπροσανατολισμό. «Σέρνεται η
κυβέρνηση από τον Καρατζαφέρη και την ακροδεξιά», κραυγάζουν στη διαπασών
πολλοί, ακόμη και εκ της Αριστεράς προερχόμενοι. Φυσικά και είναι ζήτημα προς
αντιμετώπιση η δράση της ακροδεξιάς. Μόνο που ως προς την ουσία του πράγματος
συμβαίνει το ακριβώς αντίθετο. Κανένας Καρατζαφέρης (ούτε στη χώρα μας ούτε
στις άλλες χώρες με ανάλογα φαινόμενα) δεν μπορεί ούτε και διανοείται να πάει
πραγματικά κόντρα στις επιλογές του κεφαλαίου. Αντίθετα, αυτές τις επιλογές
υλοποιεί είτε με απευθείας υπόδειξη είτε αντιλαμβανόμενος το προς τα πού φυσάνε
οι αέρηδες. Όπως παντού και πάντα, η ακροδεξιά και οι φασίστες λειτουργούν σαν
εκείνη την απόφυση του συστήματος που αναλαμβάνει τη βρόμικη δουλειά. Τις
ενέργειες που δεν μπορούν να κάνουν επίσημα όργανα του κράτους. Τα πογκρόμ και
τις επιθέσεις ενάντια στους μετανάστες. Θα λέγαμε τις «νύχτες των κρυστάλλων»,
αν δεν είχαμε εδώ να κάνουμε μόνο με λαμαρίνες και πισσόχαρτα.
Πώς αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα. Αυτονόητο είναι πως οι
κινήσεις ανθρωπιστικού χαρακτήρα συνεχίζουν να έχουν πεδίο κίνησης και δράσης.
Είναι επίσης καθαρό πως το μέτωπο ενάντια στην ξενοφοβία, το σοβινισμό, το
ρατσισμό θα πρέπει να συνεχίσει να αναπτύσσεται και να ισχυροποιείται. Ένα πολύ
σημαντικό ζήτημα θέτει πλέον η τρομοκρατική δράση της ακροδεξιάς και των
φασιστών. Θα πρέπει να είναι κατανοητό ότι το κλίμα που διαμορφώνεται με τα
μέτρα της κυβέρνησης από τη μια και τη δράση της ακροδεξιάς από την άλλη αφορά
το σύνολο της πολιτικής ζωής στη χώρα μας. Αφορά το πώς διαμορφώνονται οι όροι
και το πεδίο της ταξικής πάλης, θέτει ένα ζήτημα δημοκρατίας. Με ανάλογο τρόπο
συνεπώς έπρεπε και πρέπει να αντιμετωπιστεί από το σύνολο των δημοκρατικών,
προοδευτικών και αριστερών δυνάμεων στη χώρα μας. Αν δημιουργείται η εντύπωση
ότι το ζήτημα απασχολεί μόνον ή κυρίως τις αντιεξουσιαστικές, αναρχικές ομάδες,
το «φταίξιμο» δεν βρίσκεται σ’ αυτές αλλά σ’ εκείνες τις δυνάμεις που δεν
αναλαμβάνουν τις ευθύνες τους.
Το κύριο ζήτημα
Εκείνο πάντως που πάνω απ’ όλα πρέπει να κατανοηθεί είναι
πως η βάση του προβλήματος (συνεπώς και της απάντησης σ’ αυτό) βρίσκεται στο
ζήτημα του διαχωρισμού (ή της ενότητας ως απάντηση) της υπαρκτής εργατικής
τάξης της χώρας μας. Οι πρώτοι μάλιστα που οφείλουν να το κατανοήσουν είναι οι
γηγενείς εργαζόμενοι. Να κατανοήσουν ότι όσο η υπαρκτή εργατική τάξη παραμένει
διαχωρισμένη τόσο πιο αδύναμη είναι απέναντι στο κεφάλαιο και στις επιθέσεις
που αυτό εξαπολύει ενάντιά της. Να κατανοήσουν ότι το δικό τους πρώτα και κύρια
ταξικό συμφέρον βρίσκεται στη συνένωση, συμπόρευση και τον κοινό αγώνα με το
«άλλο τμήμα» της εργατικής τάξης. Ότι όσο αυτό το άλλο τμήμα παραμένει χωρίς
δικαιώματα τόσο και θα περιορίζονται και τα δικά τους. Να κατανοήσουν ακόμη ότι
αυτή η συνένωση είναι κατ’ αρχάς δικό τους έργο. Ότι αυτοί μπορούν να πάρουν
την πρωτοβουλία και να κινηθούν σε μια τέτοια κατεύθυνση. Οι λόγοι είναι
πολλοί, αλλά εδώ θα αναφερθούμε (σύντομα και περιεκτικά) σε έναν και μόνο. Αυτούς
δεν μπορούν να τους… απελάσουν.
Τέλος, να κατανοήσουν οι αριστερές πολιτικές δυνάμεις
(όποιες και όσες τέλος πάντων) και ιδιαίτερα εκείνες που αναφέρονται στην
επανάσταση και το σοσιαλισμό ένα πράγμα. Πραγματική και αποτελεσματική
αναμέτρηση με το σύστημα, είτε στο μερικό είτε στο συνολικό πεδίο, δεν μπορεί
να πραγματοποιηθεί με τη μισή (σχεδόν) από την υπαρκτή εργατική τάξη εκτός
ταξικού, πολιτικού αγώνα. Δηλαδή στην πραγματικότητα με το σύνολο της εργατικής
τάξης διαχωρισμένο, αφοπλισμένο, αποδυναμωμένο. Βεβαίως το ζήτημα είναι αν και
τι μπορούν να «κατανοήσουν» πλέον οι δυνάμεις που αναφέρονται στην Αριστερά. Όχι
μόνο σε σχέση με το ζήτημα στο οποίο μόλις αναφερθήκαμε, αλλά σε σχέση με το
σύνολο των προβλημάτων που απασχολούν το κίνημα και ζητάνε απαντήσεις. Άλλωστε
αυτό είναι το ζήτημα που προσπαθεί να θέσει η συζήτηση που επιχειρούμε να
ανοίξουμε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου