Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Τετάρτη 20 Μαρτίου 2019

30 χρόνια από το θάνατο του Νίκου Ξυλούρη


του Π. Αναγνωστόπουλου
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Έναυσμα», τ.33, Άνοιξη 2010

«Και στον πόλεμο όλα για όλα κουβαλούσα πολυβόλα να σκοτώνονται οι λαοί για τ' αφέντη το φαί...»




Τριάντα χρόνια συμπληρώθηκαν φέτος από το θάνατο του Νίκου Ξυλούρη (7/7/1936-6/2/1980), του οποίου η φωνή έχει συνδεθεί με πολύ σπουδαίες στιγμές όχι μόνο του ελληνικού τραγουδιού αλλά και του ελληνικού βίου γενικότερα. Το τραγούδι του ήταν σύμβολο της αντίστασης την εποχή της δικτατορίας και βασικό στοιχείο του προοδευτικού τραγουδιού στη μεταπολίτευση. Καλλιτέχνης με πολύ πλατύ ρεπερτόριο, είχε ερμηνεύσει παραδοσιακά τραγούδια με την ίδια δύναμη και πάθος που τραγούδησε λόγια μουσική, όπως τα τραγούδια του Μαρκόπουλου, του Ξαρχάκου και άλλων πολλών συνθετών και στιχουργών.

 
Γεννήθηκε στα Ανώγεια Ρεθύμνου και ανήκε σε μια οικογένεια με πολλούς μουσικούς και συγκεκριμένα λυράρηδες. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του ήταν ιδιαίτερα δύσκολα. Ήταν μόλις πέντε ετών, όταν το χωριό του κάηκε από τους Γερμανούς που μετέφεραν τα γυναικόπαιδα στο Μυλοπόταμο. Όλα τα παιδιά μπήκαν σε οικοτροφείο. Γρήγορα ξεχωρίζει με το τραγούδι του. Μετά το τέλος του πολέμου που όλοι γυρίζουν στα Ανώγεια πείθει τον πατέρα του -ο οποίος μέχρι τότε αρνιόταν- να του αγοράσει μία λύρα. Στα 17 του, μετακομίζει στο Ηράκλειο όπου τραγουδάει και παίζει στο κέντρο «Κάστρο». Με τα λεφτά που παίρνει πληρώνει ίσα ίσα το ενοίκιο για την κάμαρα που μένει. Έχει ν' αντιμετωπίσει τη μουσική της εποχής (ταγκό, βαλς, ρούμπα, σάμπα κλπ.) που του φαίνεται εντελώς ξένη, καθώς και τους μεγάλους λυράρηδες που δεν τον βλέπουν με καλό μάτι. Οι καλοί φίλοι όμως που έχει αποκτήσει στο Ηράκλειο τον βοηθούν οργανώνοντας γλέντια και το όνομα του αρχίζει σιγά -σιγά να γίνεται γνωστό στο ευρύ κοινό. Το 1958 ηχογραφεί τον πρώτο του δίσκο με τίτλο «Μια μαυροφόρα που περνά». Το 1966 κερδίζει το πρώτο βραβείο σε φεστιβάλ στο Σαν Ρέμο της Ιταλίας για την ερμηνεία του στο συρτάκι που έπαιξε με τη λύρα και την επόμενη χρονιά ανοίγει στο Ηράκλειο το μουσικό κέντρο «Ερωτόκριτος». Το 1969 κυκλοφορεί με μεγάλη επιτυχία ο δίσκος «Ανυφαντού» και ο Ξυλούρης εμφανίζεται με μεγάλη επιτυχία στην Αθήνα όπου και τελικά μετακομίζει. Εκεί γνωρίζεται με το σκηνοθέτη και ποιητή Ερρίκο Θαλασσινό, ο οποίος τον συστήνει στο Γιάννη Μαρκόπουλο. Η γνωριμία τους σηματοδοτεί την αρχή μιας πολύχρονης συνεργασίας. Παράλληλα η γνωριμία με τον Τάκη Λαμπρόπουλο αποφέρει συμβόλαιο συνεργασίας με την «Columbia». Ακολουθούν τρεις σπουδαίες δισκογραφικές δουλειές: η πρώτη περιλαμβάνει παλιές επιτυχίες από δίσκους 45 στροφών καθώς και ηχογραφήσεις του σε Κρητικά κομμάτια και τιτλοφορείται «Ψαρονίκος-Κρητικά τραγούδια». Ακολουθούν δύο εξαιρετικές δουλειές με το Γιάννη Μαρκόπουλο. Το «Χρονικό», σε στίχους του Κ.Χ. Μύρη, που περιέχει τραγούδια πολιτικά που ακούγονται μέχρι σήμερα και την επόμενη χρονιά τα ριζίτικα των οποίων την ενορχήστρωση επιμελήθηκε ο Μαρκόπουλος. Ο τελευταίος αυτός δίσκος βραβεύτηκε μάλιστα από τη Γαλλική Ακαδημία του Σαρλ Κρος.


Μέσα στην καρδιά της δικτατορίας, η φωνή του Ξυλούρη, είτε λέει τα τραγούδια του Μαρκόπουλου είτε παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, γίνεται σημαία αντίστασης... «Πότε θα κάνει ξαστεριά», «Αγρίμια κι αγριμάκια μου». Ακολουθούν δύο ακόμα δουλειές με το Γιάννη Μαρκόπουλο, η «Ιθαγένεια» και ο «Στρατής ο θαλασσινός», αλλά και συνεργασίες με το Σταύρο Ξαρχάκο («Διόνυσε, καλοκαίρι μας», «Συλλογή»), το Χριοτόδουλο Χαλαρή («Τροπικός της Παρθένου», «Ακολουθία») και το Χρήστο Λεοντή («Καπνισμένο μου τσουκάλι»). Το καλοκαίρι του 1973 ο Νίκος Ξυλούρης κάνει το ντεμπούτο του στο θέατρο. Είναι ο τραγουδιστής στην παράσταση «Το μεγάλο μας τσίρκο» που ανεβάζουν η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος στο θέατρο «Αθήναιον», με αντικείμενο την ιστορική διαδρομή της Ελλάδας στα νεότερα χρόνια. Ο Νίκος Ξυλούρης δίνει τον καλύτερο εαυτό του και η παράσταση έχει μεγάλη απήχηση, μάλιστα μένει σταθμός στην καλλιτεχνική καριέρα του. Η στάση του και τα τραγούδια που ερμηνεύει τον φέρνουν αντιμέτωπο με τη χούντα. Οι συναυλίες, οι δίσκοι του, οι ραδιοφωνικές και οι τηλεοπτικές εκπομπές του απαγορεύονται. Ήταν πραγματικά δύσκολα χρόνια για τον Ξυλούρη και κυνηγήθηκε από τις αρχές. Όπως μάλιστα αναφέρει η γυναίκα του σε παλαιότερη συνέντευξη της, κατά τη διάρκεια της παράστασης «Το μεγάλο μας τσίρκο» δύο χωροφύλακες τον παρακολουθούσαν, αλλά δεν τολμούσε το τότε καθεστώς να τον πειράξει καθώς ήταν σύμβολο αντίστασης για το λαό και τη νεολαία. Μέσα από τις αναφορές και τα τραγούδια του βρίσκει τρόπο έκφρασης η αγανάκτηση του κόσμου για το πολιτικό σκηνικό, που οδηγεί στην εξέγερση του Πολυτεχνείου.

Το 1974 κυκλοφορεί η «Συλλογή», με παλαιότερα και καινούρια τραγούδια του Ξαρχάκου όπως: το «Πώς να σωπάσω» (στίχοι Κ. Κινδύνη), «Αυτόν τον κόσμο τον καλό» (στίχοι Β. Ανδρεόπουλου), «Γεια σου χαρά σου Βενετία», «Παλικάρι στα Σφακιά» (στίχοι Ν. Γκάτσου) και «Ήτανε μια φορά» (στίχοι Κ. Φέρρη). Τα μεταπολιτευτικά χρόνια τραγουδά κάποια ακόμα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, του Σταύρου Ξαρχάκου και του Γιάννη Μαρκόπουλου. Παράλληλα, ηχογραφεί τα «Αντιπολεμικά» τραγούδια του Λίνου Κόκοτου και του Δημήτρη Χριστοδούλου και κάποια μελοποιημένα από τον Ηλία Ανδριόπουλο ποιήματα του Γιώργου Σεφέρη. Επανέρχεται όμως και στα παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, ενώ λέει και κάποια λαϊκά τραγούδια του Στέλιου Βαμβακάρη. Με τον «Αργαλειό», το «Φιλεντέμ», τον «Πραματευτή», αλλά και το «Μεσοπέλαγα αρμενίζω», ακούγεται και πάλι έντονα έχοντας πάντα προοδευτικό στίγμα.
Ενώ όμως είναι στο απόγειο της καριέρας του, οι έντονοι πόνοι στο κεφάλι και στο θώρακα τον οδηγούν στο να κάνει εξετάσεις όπου διαπιστώνεται ότι έχει καρκίνο, νόσος που τελικά θα γίνει η αιτία του θανάτου του σε ηλικία μόλις 44 χρόνων. Η προσωπικότητα του Ξυλούρη και οι ενέργειες του ταιριάζουν με τη γενικότερη στάση της διανόησης εκείνη την εποχή. Μια στάση υπέρ του λαού και των κινημάτων και μια στάση που μεταφράζει σε τέχνη τις επιδιώξεις του λαού. Στάση που δυστυχώς λείπει στις μέρες μας...

Μέσα στην καρδιά της δικτατορίας, η φωνή του Ξυλούρη, είτε λέει τα τραγούδια του Μαρκόπουλου είτε παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης, γίνεται σημαία αντίστασης...
«Πότε θα κάνει ξαστεριά», «Αγρίμια κι αγριμάκια μου».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου