Δημοσιεύτηκε στην Προλεταριακή Σημαία φύλ. 878, στις 19/9/2020
Πολλά χρόνια πριν την επιχείρηση «αναμόρφωσης» των κομμουνιστών στη Μακρόνησο, υπήρξε ένα άλλο αντίστοιχο εγχείρημα από τη μεριά του αστικού κράτους. Κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα, μέσα σε μια δύσβατη και απομονωμένη περιοχή του νομού Ιωαννίνων γεμάτη χαράδρες και με αντίξοες καιρικές συνθήκες χειμώνα-καλοκαίρι, από τον Αύγουστο του 1924 ξεκίνησε η λειτουργία του Πειθαρχικού Ουλαμού Καλπακίου. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά σε φύλλο του Ριζοσπάστη (22/1/1929): «Το στρατιωτικό κάτεργο του Καλπακίου είναι αναμφισβήτητα η τελευταία λέξη της εγκληματικής επινόησης του ελληνικού μιλιταρισμού, το σύμβολο του κανιβαλισμού και αξιόλογα θα μπορούσε να χρησιμεύσει για υποδειγματικό πρότυπο στον διεθνή φασισμό».
Αρχικά ειπώθηκε ότι στο στρατόπεδο του Καλπακίου θα μεταφέρονταν φαντάροι με «προβληματική» συμπεριφορά, απείθαρχοι, με παραβατικό παρελθόν, τα «στραβόξυλα» όπως τους έλεγαν. Στην πραγματικότητα όμως δημιουργήθηκε ένα μεσαιωνικό κάτεργο όπου μεταφέρθηκαν κομμουνιστές και δημοκράτες φαντάροι και ναύτες. Στη δεκαετή λειτουργία του τους ασκήθηκαν συνεχή και σκληρά σωματικά και ψυχολογικά βασανιστήρια, με στόχο, όπως επίσημα τέθηκε, «να αποβάλλουν το μικρόβιο του κομμουνισμού» που είχε εισχωρήσει και στο στρατό. Δεν ήταν τυχαία η χρονική στιγμή που επιλέχθηκε η δημιουργία του στρατοπέδου. Η ίδρυση του ΣΕΚΕ-ΚΚΕ και η αντιπολεμική στάση του ακόμα και μέσα στο στρατό στην μικρασιατική εκστρατεία, οι αγώνες των φαντάρων και η διεκδίκηση δημοκρατιών δικαιωμάτων αλλά και καλύτερων συνθηκών διαβίωσης μέσα στους στρατώνες θορύβησε την ελληνική αστική τάξη και το στρατοκρατικό κατεστημένο που ήθελαν έναν στρατό πειθήνιο όργανό τους που να εξυπηρετεί τα πολεμοκάπηλα σχέδιά τους και τα συμφέροντα των ξένων προστατών τους.
Ο Θανάσης Κλάρας (Αρης Βελουχιώτης), ο Κώστας Καραγιώργης, ο Δημήτρης Βλαντάς και πολλοί άλλοι κομμουνιστές, μέλη της ΟΚΝΕ, «φιλοξενήθηκαν» στο Καλπάκι σε μια προσπάθεια του κράτους να «συνετιστούν» και να «συμμορφωθούν». Μετά την ψήφιση του βενιζελικού «Ιδιώνυμου» ακόμη περισσότεροι ήταν αυτοί που μεταφέρθηκαν στο Καλπάκι, διωκόμενοι απλώς και μόνο για τις πολιτικές τους απόψεις. Φυσικά υπήρχαν και αυτοί που κατηγορούνταν για παραβάσεις του κοινού ποινικού δικαίου (κλεφτρόνια, χρήστες ναρκωτικών, λιποτάκτες). Πολλοί από αυτούς αξιοποιήθηκαν από τη διοίκηση του στρατοπέδου ως μπράβοι και βασανιστές των αριστερών φαντάρων.
Η καταναγκαστική εργασία κρατούσε από το πρωί μέχρι το βράδυ. Αγγαρείες και σκληρές δουλειές όπως το κόψιμο ξύλων, η διάνοιξη δρόμων μέσα στο δάσος, η μεταφορά βαριών υλικών σε τεράστιες αποστάσεις ήταν η σκληρή καθημερινότητα. Η πείνα, η δίψα, ο βούρδουλας, τα καψώνια και η ψυχολογική πίεση συμπλήρωναν τη βαρβαρότητα. Χαρακτηριστικό καψώνι ήταν το …πότισμα των τηλεγραφόξυλων που συνοδευόταν με ευφυολογήματα του τύπου «όταν τα τηλεγραφόξυλα ανθίσουν θα έρθει ο κομμουνισμός στην Ελλάδα». Πολλές φορές, ακόμα και μέσα στη νύχτα οι αξιωματικοί ξυπνούσαν τους φαντάρους για να τους χτυπήσουν με απίστευτη αγριότητα. Πολλοί πέθαναν από τους καθημερινούς ξυλοδαρμούς, από φυματίωση και άλλες αρρώστιες. Άλλοι έμειναν σακάτηδες για όλη τους τη ζωή ή έχασαν τα λογικά τους. Ο διαβόητος Χρήστος Παπαχρήστος, ένα απόβρασμα της κοινωνίας που τον έκαναν διοικητή τού στρατοπέδου μέχρι το 1929, έλεγε στους φαντάρους: «Αφού δεν μπορώ να σας σκοτώσω με τα χέρια μου θα σας κάνω να πεθάνετε μόλις πάτε σπίτια σας». (Ριζοσπάστης 24/1/1929).
Οι απόπειρες απόδρασης ήταν πολλές αλλά οι περισσότερες αποτυχημένες. Όσοι δραπέτες συλλαμβάνονταν τους περίμεναν ακόμη χειρότερα βασανιστήρια. Δεν είναι τυχαίο ότι το Καλπάκι αποκαλούνταν «ο τάφος των ζωντανών».
Υπάρχουν πολλές μαρτυρίες φαντάρων του Καλπακίου που περιέγραφαν παραστατικά τα βασανιστήρια τα οποία υπέστησαν. Σε γράμμα φαντάρων στο Ριζοσπάστη της 9/1/1927 αναφέρουν: «Πεινούμε, μας δέρνουν, μας έχουν ξυπόλητους και ψειριασμένους. Μας βάζουν να κάνουμε τις πιο βαριές και σκληρές δουλειές». Στο ίδιο φύλλο αναφέρονται σε μια περίπτωση στρατιώτη που ζήτησε ακρόαση από τον διοικητή αλλά αυτός «τον ετσάκισε κυριολεκτικώς στο ξύλο με έναν δερμάτινο βούρδουλα. Τόσο πολύ τον έδειρε ώστε λιποθύμησε».
«Το καλοκαίρι απαγορεύεται να παν στις βρύσες για νερό. Κάθε συζήτηση απαγορεύεται. Απαγορεύεται το κάπνισμα και το ν’ αρρωστήσει κανείς. Αν κανείς τολμήσει να δηλώσει πως είναι άρρωστος με το ξύλο τον οδηγούν στη δουλειά κάτω από τον ήλιο ή το κρύο και του κόβουν το φαγητό. Έτσι ο στρατιώτης Τρανουδάκης λιποθυμισμένος με πυρετό 39-40 αναγκάστηκε να μένει στον καυστικό ήλιο. Με προδιαγραμμένο δολοφονικό σχέδιο δεν του δίναν φαγητό για να μην πάθη …τίποτα. Έτσι πέθανε το καλοκαίρι. Έτσι μεταχειρίζονται τους κομμουνιστές που δουλεύουν με 40 βαθμούς πυρετό». (Ριζοσπάστης 22/3/1928)
Πολύ σοβαρές είναι οι καταγγελίες για βασανισμούς φαντάρων στις αρχές του 1928: «…Καθημερινά πριν να φύγουν τ’ άστρα από τον ουρανό, οι φαντάροι που "σωφρονίζονται" υποχρεώνονται να σηκωθούν για δουλειά. Το καλοκαίρι δουλεύουν 17 ώρες. Μετά την εξαντλητική δουλειά ξύλο αλύπητο από τους 15 οπλισμένους σαν αστακούς φαντάρους τους οποίους ονομάζουν γενίτσαρους (...) Στις 13 του Γενάρη ο στρατιώτης Σκανδάλης δήλωσε ασθένεια. Ο επιλοχίας και δύο λοχίες τον πλάκωσαν στο ξύλο και σπάσαν απάνω του δυο μαγκούρες και ένα βούρδουλα. Έπεσε αναίσθητος. Κατά διαταγή του διοικητού τού δώσανε ένα δεύτερο, όπου επί τρεις μέρες ξερνούσε αίμα!». (Ριζοσπάστης 22/3/1928).
Οι κομμουνιστές φαντάροι όμως δεν το έβαλαν κάτω. Οργάνωσαν τη ζωή τους όσο μπορούσαν καλύτερα. Η αλληλεγγύη ήταν το καλύτερο όπλο τους απέναντι στους βασανιστές τους. Πραγματοποιούσαν μυστικές συγκεντρώσεις και πολιτικές συζητήσεις. Μάλιστα κατάφεραν να βγάλουν και δύο χειρόγραφες εφημερίδες που τις διακινούσαν χέρι με χέρι κρυφά σε όλο το στρατόπεδο.
Τον Ιούνη του 1928 ξέσπασε μια μεγάλη εξέγερση και κατάφεραν να περιορίσουν για κάποιο διάστημα τους βασανισμούς και την τρομοκρατία. Το 1929 ο Παπαχρήστος αντικαταστάθηκε από τον Φατούρο.
Ακόμα μεγαλύτερη ήταν η εξέγερση του Σεπτέμβρη 1930 κατά την οποία κατηγορήθηκαν και καταδικάστηκαν οι Πανούσης, Μαρκοβίτης, Βλαντάς, Γαμβέτας, Τσακίρης, Αδαμόπουλος, Κορδέλης από το Στρατοδικείο Ιωαννίνων. Στη δίκη των 7 κομμουνιστών φαντάρων που έγινε στις 28 Νοέμβρη του 1930, (επί κυβέρνησης Βενιζέλου) καταδικάστηκαν ο Πανούσης και ο Μαρκοβίτης σε θάνατο, ο Γαμβέτας ισόβια και οι υπόλοιποι σε πολυετή κάθειρξη. Όλοι τους φυλακίστηκαν στην Αίγινα. Η απόφαση αυτή ξεσήκωσε χιλιάδες δημοκράτες, εργάτες και φοιτητές που ξεσηκώθηκαν σε μεγάλες πόλεις της χώρας και πραγματοποίησαν διαδηλώσεις, απαιτώντας την ακύρωση της θανατικής ποινής. Η Κομμουνιστική Διεθνής Νέων και άλλες οργανώσεις του εξωτερικού κάλεσαν τα μέλη τους να κινητοποιηθούν. Πολλοί Έλληνες και ξένοι διανοούμενοι όπως ο Γληνός, ο Ξενόπουλος, ο Καζαντζάκης, ο Βάρναλης, ο Αϊνστάιν κ.α. υπερασπίστηκαν τους φυλακισμένους. Τελικά στο αναθεωρητικό δικαστήριο που πραγματοποιήθηκε στις 12 Γενάρη του 1931 ακυρώθηκαν οι θανατικές ποινές.
Άλλη μία δίκη 12 κομμουνιστών φαντάρων, που κατηγορήθηκαν για ανατρεπτική δράση επειδή μοίραζαν προκηρύξεις με αντιπολεμικό περιεχόμενο, είχε γίνει τον Απρίλη του 1929 με αποτέλεσμα να καταδικαστούν σε φυλάκιση.
Το 1933 η κατάσταση στο στρατόπεδο επιδεινώθηκε ξανά με την τοποθέτηση του νέου διοικητή υπολοχαγού Πάστρα και οι φαντάροι ξαναζήσανε στιγμές Παπαχρήστου.
Το κάτεργο του Καλπακίου έκλεισε το 1934 μετά από διαμαρτυρίες πολλών Ελλήνων και ξένων πολιτικών και διανοουμένων. Όμως μετά το Ιδιώνυμο και πολύ περισσότερο κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Μεταξά, ιδρύθηκαν νέοι τόποι εξορίας, τόποι μαρτυρίου και θυσίας, για να φυλακίσουν χιλιάδες κομμουνιστές και δημοκράτες. Με τη μαγιά αυτών των ανθρώπων, λίγα χρόνια αργότερα, θα γεννηθεί το ΕΑΜ και ο ΕΛΑΣ. Με τις θυσίες χιλιάδων κομμουνιστών και λαϊκών αγωνιστών θα απελευθερωθεί η Ελλάδα, θα δημιουργηθεί η Κυβέρνηση του Βουνού και αργότερα θα γραφεί η ηρωική εποποιία του ΔΣΕ για να μας θυμίζουν ότι κάποιοι έδωσαν τα νιάτα τους και τη ζωή τους στην προσπάθειά τους να αποδείξουν ότι «τα τηλεγραφόξυλα μπορούν να ανθίσουν».
Πηγές: Φύλλα Ριζοσπάστη 1924-1934, Εθνική Βιβλιοθήκη της Ελλάδας από το https://www.nlg.gr/
Σ.Σ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου