Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Κυριακή 14 Νοεμβρίου 2021

Η ρεβιζιονιστική στροφή του 1956, το ΚΚΕ και το μ-λ κίνημα

Δημοσιεύτηκε στην Προλεταριακή Σημαία σε δύο συνέχειες, φυλ. 903 και 904 στις 16/10/2021 και 30/10/2021

 



(με αφορμή το άρθρο «Μαοϊσμός, “μ-λ κίνημα” και οπορτουνισμός», 15-9-2021, ιστοσελίδα «Ατέχνως»)


Από τότε που το ΚΚΕ ξεκίνησε τη διαδικασία «επαναπροσδιορισμού» του, είναι αναγκασμένο να συναντάει στον δρόμο του το λεγόμενο «μαοϊκό ρεύμα». Αυτό αναδεικνύεται τόσο μέσα από τους προσυνεδριακούς του διαλόγους (κυρίως από το 18ο Συνέδριο και μετά), όσο και από άρθρα στην ΚΟΜΕΠ και σε διαδικτυακά μέσα που εκφράζουν τις απόψεις του. Είναι μια άβολη υπόθεση, που προσπαθεί να την αντιμετωπίσει με αστήριχτους χαρακτηρισμούς, λάσπη και ιστορικές παραχαράξεις.

 

Το ΚΚΕ μετά το ’89-’91



Οι εξελίξεις την περίοδο 1989-1991 τόσο στο εσωτερικό (Συνασπισμός, συγκυβέρνηση, οικουμενική, αποχώρηση νεολαίας από αριστερά και διάσπαση ΣΥΝ προς τα δεξιά), όσο και, κυρίως, στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» (κατάρρευση της ΣΕ, διάλυση ΚΚΣΕ και συνολικά του διεθνούς ρεβιζιονιστικού ρεύματος στο οποίο ανήκε), έθεσαν στο ΚΚΕ σοβαρότατο θέμα ταυτότητας, χαρακτήρα, πολιτικής γραμμής έως και ύπαρξης. Εγκαταλείπεται, λοιπόν, η «σοσιαλδημοκρατική» κατεύθυνση (η οποία άλλωστε δεν έδωσε τα επιθυμητά αποτελέσματα και την οποία κάλυπτε επάξια ο ΣΥΝ) και ξεκινάει η «πορεία αποκατάστασης του επαναστατικού χαρακτήρα του». Στην πραγματικότητα, επαναφέρεται ο «σκελετός του μπρεζνιεφισμού» πασπαλισμένος με (προοδευτικά αυξανόμενη) επαναστατική φρασεολογία.

Αυτό που πρώτα έπρεπε να απαντήσει η ηγεσία του ΚΚΕ ήταν η παλινόρθωση στη Σοβιετική Ένωση (ΣΕ). Ο «επαναπροσδιορισμός» του δεν μπορούσε να στέκεται στον αέρα. Δεν μπορούσε να μην έχει ιδεολογικές και ιστορικές αναφορές. Δεν μπορούσε να μη δικαιώνει την «ιστορική συνέχεια του επαναστατικού χαρακτήρα» του σημερινού ΚΚΕ (ακόμη κι αν αυτός έπρεπε να «αποκατασταθεί»).



Εμφανώς ανέτοιμη να δώσει πειστικές απαντήσεις, η ηγεσία του ΚΚΕ επικεντρώνεται στο 14ο Συνέδριο (Δεκέμβρης 1991) στη «μη σωστή εφαρμογή της Περεστρόικα» και στη «στάση αποστασίας και προδοσίας της σοβιετικής ηγεσίας και του Γκορμπατσόφ». Στην ειδική για το θέμα Συνδιάσκεψη του 1995 πάει πιο πίσω και εντοπίζει τις «λαθεμένες απόψεις» που εκδηλώθηκαν ήδη από το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956) και σιγά-σιγά οδήγησαν στον εκφυλισμό του κόμματος την περίοδο της Περεστρόικα και στην ολοκλήρωση της παλινόρθωσης το 1991. Επειδή όμως και αυτό το αφήγημα δεν μπορούσε να σταθεί επάξια στα ερωτηματικά που έθεταν τα μέλη του ΚΚΕ και κυρίως δε συγκροτούσε ικανοποιητικό σώμα απόψεων, η όλη προσπάθεια προχώρησε και ολοκληρώθηκε στο 18ο Συνέδριο (Φλεβάρης 2009). Ως σημείο στροφής θεωρείται πλέον καθαρά το 20ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ, απ’ όπου ξεκίνησε μια πολιτική που αποδυνάμωνε συνεχώς τον κεντρικό σχεδιασμό και ανέκοπτε την επέκταση της κρατικής ιδιοκτησίας σε όλους τους τομείς της οικονομίας (για το ΚΚΕ σοσιαλισμός σημαίνει κρατική ιδιοκτησία και κεντρικός σχεδιασμός). Αυτή η «οπορτουνιστική στροφή» συνετέλεσε στη «σταδιακή απώλεια των επαναστατικών χαρακτηριστικών του κόμματος», που οδήγησε στην επικράτηση των «αντεπαναστατικών δυνάμεων στο κόμμα και στην εξουσία τη δεκαετία του 1980».

Αν οι πρώτες προσεγγίσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ συνεπάγονταν μόνο μια κάποια «αυτοκριτική» για την περίοδο της Περεστρόικα, η τελική τοποθέτηση μπορεί να δίνει πιο «ολοκληρωμένες» απαντήσεις και βοηθάει την κομματική συγκρότηση, όμως οδηγεί και σε δύο πιεστικά ερωτήματα: «Τι έκανε το ΚΚΕ όλο αυτό το διάστημα;» και «μήπως τελικά είχαν δίκιο οι “μαοϊκοί”;».

Το σημερινό ΚΚΕ, γέννημα της ρεβιζιονιστικής στροφής του ’56


Η ηγεσία του ΚΚΕ προσπαθεί να πείσει ότι πέρα από το ότι «ήταν αδιάβαστη» και της έλλειπε «το ανάλογο ιδεολογικό επίπεδο» και πέρα από την «υπέρμετρη εμπιστοσύνη που έδειχνε στο κόμμα της πρώτης σοσιαλιστικής χώρας», ο βασικός υπεύθυνος για «κάποια γλιστρήματα που είχε κατά καιρούς» ήταν ο οπορτουνισμός που εισχωρούσε συνεχώς στις γραμμές του. Παρόλα αυτά, ισχυρίζεται ότι το ΚΚΕ στάθηκε σταθερό στην κομμουνιστική κατεύθυνση, ενταγμένο σε εκείνο το ρεύμα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος που εκφραζόταν και έδινε τη μάχη μέσα στο ΚΚΣΕ μέχρι τη δεκαετία του 1980 και είχε πάντα ψηλά τις «κόκκινες σημαίες».

Ποιο είναι αλήθεια αυτό το συνεπές ρεύμα; Με ποιες θέσεις το εξέφρασε, έστω με ταλαντεύσεις, το ΚΚΕ στην Ελλάδα; Από «βιολογική» άποψη, όλη η ηγεσία του σημερινού ΚΚΕ στην ιστορική της εναλλαγή (Κολιγιάννης, Φλωράκης, Παπαρήγα, Κουτσούμπας) έχει ως οργανωτική, ιδεολογική και πολιτική μήτρα τη ρεβιζιονιστική στροφή του 20ου συνέδριου του ΚΚΣΕ και την πραξικοπηματική επιβολή της στο ΚΚΕ με την 6η Ολομέλεια του 1956. Και παράλληλα, πράγμα που είναι πιο ουσιαστικό, όλοι οι βασικοί άξονες πάνω στους οποίους βασίστηκε η πολιτική και ιδεολογική συγκρότηση και κίνηση του ΚΚΕ για δεκαετίες ολόκληρες μετά το ’56, το ειρηνικό πέρασμα, η συμμαχία με την «εθνική αστική τάξη», η θεωρία των σταδίων, η πολιτική ουράς στην Ένωση Κέντρου, η πραγματική αλλαγή με το ΠΑΣΟΚ, οι συγκυβερνήσεις με ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, η γραμμή του ουσιαστικού εκδημοκρατισμού του αστικού κράτους κλπ, κλπ, είναι έκφραση και υλοποίηση αυτής της ρεβιζιονιστικής στροφής.

Εντάξει, θα πουν οι του ΚΚΕ, αυτά είναι «κάποια γλιστρήματα», που όμως τώρα έχουν διορθωθεί. Το 18ο και το 19ο Συνέδριο ξανάφεραν το κόμμα στον σωστό δρόμο. Έχουμε αναφερθεί αναλυτικά μέσα από παλιότερα άρθρα στην ΠΣ και στην «Αντίθεση», επάνω στις θέσεις αυτών των συνεδρίων· την καρικατούρα, μπρεζνιεφικού τύπου σοσιαλισμό που περιγράφουν, την εμμονή και αναπαραγωγή κλασικών ρεφορμιστικών θεωριών όπως αυτή των παραγωγικών δυνάμεων, την άρνηση της επαναστατικής ανατροπής και την υπόκλιση στον καπιταλιστικό μονόδρομο, την άρνηση της ταξικής πάλης, του ιμπεριαλισμού και της εξάρτησης κλπ, κλπ.

Το σημερινό ΚΚΕ όχι μόνο δεν αποτελεί συνέχεια του παλιού επαναστατικού («σταλινικού») ΚΚΕ, αλλά αποτελεί πλήρη και απόλυτη άρνησή του σε όλα τα επίπεδα, σ’ αυτό της κοσμοαντίληψης, της θεωρίας, της πολιτικής κατεύθυνσης, της αντίληψης για το κίνημα και τον λαό, στο επίπεδο της συγκρότησης, λειτουργίας και διαμόρφωσης συνείδησης. Γεννήθηκε μέσα από τη διάλυσή του και στη βάση των δεδομένων που επέβαλε το 20ο Συνέδριο. Και η μόνη ουσιαστική «σύνδεση» που έχει με αυτό (πέρα από την καπηλεία του ονόματος και των συμβόλων) είναι ότι αποτέλεσε μέρος του αντεπαναστατικού ρεύματος που στράφηκε και ενάντιά του. Που ξεκίνησε από το 20ο συνέδριο του ΚΚΣΕ, απλώθηκε στην πλειοψηφία των πρώην ΚΚ, ήρθε σε ρήξη με το τριτοδιεθνιστικό κομμουνιστικό κίνημα και αποτέλεσε τον καθοριστικό παράγοντα για την αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης και τη διάλυση των μετώπων πάλης των λαών.

Αυτή την καταστροφική εξέλιξη προσπάθησε να ανατρέψει το «μαοϊκό ρεύμα» ή πιο σωστά το μαρξιστικό λενινιστικό ρεύμα εκείνης της περιόδου. Δεν το κατάφερε, δεν κατάφερε να ανοίξει έναν νέο κύκλο για το εργατικό επαναστατικό κομμουνιστικό κίνημα, αλλά είναι το μοναδικό που έδωσε τη μάχη με αξιόλογα αποτελέσματα και παρακαταθήκες για το σήμερα και το αύριο της υπόθεσης της εργατικής τάξης και των λαών. Αυτό το ρεύμα, οι πολιτικοί «πρόγονοι» του σημερινού ΚΚΕ για δεκαετίες το χαρακτήριζαν προβοκατόρικο, κατασκεύασμα των μυστικών υπηρεσιών και απόλυτα εχθρικό. Ενάντιά του και ενάντια στους αγωνιστές μαρξιστές λενινιστές εξαπέλυσαν βαριές κατηγορίες, διαγραφές και απηνείς διώξεις στα πρώτα χρόνια μετά τη ρεβιζιονιστική στροφή. Ακριβώς για να μπορέσουν να περάσουν τη γραμμή του 20ου και να διαλύσουν το παλιό επαναστατικό ΚΚΕ.

Τώρα βέβαια, ανένηψαν και καταγγέλλουν το 20ο συνέδριο, «αποκαθιστούν» τον Στάλιν. Το πόσο υποκριτική είναι αυτή η αποκατάσταση και η υποτιθέμενη επανάκαμψη στον μαρξισμό λενινισμό, φαίνεται και από το πώς στέκονται στις εξελίξεις που έλαβαν χώρα στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 έως τα μέσα της δεκαετία του 1960 ή, αν θέλετε, από την αμηχανία, τη ρηχότητα και τα ψέματα με τα οποία αντιμετωπίζουν το δεύτερο ερώτημα που αναφέραμε παραπάνω: «μήπως τελικά είχαν δίκαιο οι μαοϊκοί;». 

 

Η ρήξη στο Διεθνές ΚΚ μετά το 1956



Όπως είναι φυσικό, η απάντηση που δίνει η ηγεσία του ΚΚΕ είναι κατηγορηματικά αρνητική. Οποιαδήποτε άλλη απάντηση θα οδηγούσε σε αυτοαναίρεση του ίδιου της του εαυτού. Όχι μόνο επειδή θα απαιτούσε μια ουσιαστική αυτοκριτική για μια ολόκληρη περίοδο, αλλά επειδή θα σήμαινε την ανατροπή μιας συνολικής πολιτικής, ιδεολογικής και φιλοσοφικής προσέγγισης, την οποία συγκρότησε και ενσωμάτωσε στη φυσιογνωμία της όλα τα χρόνια από το 1956 μέχρι σήμερα.

Έτσι λοιπόν για το ΚΚΕ δεν υπήρξε ιδεολογική και πολιτική ρήξη μέσα στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, παρά «την οπορτουνιστική στροφή» που έγινε στο ΚΚΣΕ με το 20ο Συνέδριο και «παρά την κριτική στάση του ΚΚ Κίνας σε μια σειρά πλευρές των αποφάσεων αυτών», όπως παραδέχεται ο Κύριλλος Παπασταύρου, υπεύθυνος της ιδεολογικής επιτροπής του ΚΚΕ το 2011, σε συνέντευξή του στην ΚΟΜΕΠ τ.3/2011, ύστερα από επίσκεψή του στην Κίνα και συνομιλίες με το ΚΚΚ. «Στην πραγματικότητα (συνεχίζει ο Παπασταύρου) το ΚΚΚ δεν αντέδρασε στη γραμμή του 20ού Συνεδρίου του ΚΚΣΕ παρά μόνο όταν οξύνθηκαν οι σχέσεις των δύο κρατών με αφορμή τη μεθοριακή Κινεζο-Ινδική διένεξη στη δεκαετία του 1960. Οριστική ρήξη ανάμεσα στις δύο χώρες επέφερε η θέση της ΕΣΣΔ για τα πυρηνικά όπλα». Το ίδιο υποστηρίζει και ο Γιώργος Κατημερτζής, στέλεχος του ΚΚΕ, με πρόσφατο άρθρο του (15-9-2021) στον διαδικτυακό τόπο «Ατέχνως», προσδιορίζοντας το 9ο Συνέδριο του ΚΚΚ (Απρίλης 1969) σαν το σημείο οριστικής ρήξης των δύο ΚΚ.



Και οι δύο ψεύδονται εν γνώσει τους, επειδή απλώς θέλουν να «ψαρεύουν» στα θολά λασπόνερα του δικού τους οπορτουνισμού, ποντάροντας στη μεγάλη χρονική απόσταση από εκείνη την περίοδο και στην άγνοια των νεότερων αγωνιστών. Δεν επιτρέπει ο χώρος της εφημερίδας μια αναλυτική «επανόρθωση» των όσων ψευδώς γράφουν. Θα κάνουμε όμως μια πολύ σύντομη αναφορά στα βασικά γεγονότα εκείνης της περιόδου.

 


Το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα στα χρόνια 1953-1964 μπήκε σε μια φάση που σημαδεύτηκε απ’ όσα συνέβησαν στην ΕΣΣΔ μετά τον θάνατο του Στάλιν, την άνοδο στην εξουσία της ομάδας Χρουστσόφ, το 20ο Συνέδριο, τα γεγονότα στην Ουγγαρία και στην Πολωνία, το πραξικόπημα του Χρουστσόφ-Ζούκοφ το 1957, τη Διάσκεψη των ΚΚ των ανατολικών χωρών το 1957 στη Μόσχα με τη συμμετοχή του Μάο Τσετούνγκ όπου επιτεύχθηκε ένας πρώτος συμβιβασμός με την έκδοση Διακήρυξης και τον χαρακτηρισμό του ρεβιζιονισμού ως κύριου εχθρού για το ΚΚ, το αμερικανοσοβιετικό ειδύλλιο (συμφωνίες Καμπ-Ντέιβιντ κ.λπ.), την έκδοση στην Κίνα του βιβλίου «Ζήτω ο Λενινισμός» που μ’ αυτό ουσιαστικά εγκαινιάστηκε η πολεμική του ΚΚ Κίνας ενάντια στους σοβιετικούς (1960), τη Διάσκεψη των 81 ΚΚ στη Μόσχα το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου και την έκδοση σχετικής Δήλωσης. Μέχρι τις αρχές του 1963 που άρχισε η δημοσίευση σειράς άρθρων πολεμικής του ΚΚ Κίνας, μεσολαβούν συνέδρια ρεβιζιονιστικών κομμάτων όπου οργανωμένες ομάδες αντιπροσώπων προσπαθούν να εμποδίσουν να μιλήσουν οι αντιπρόσωποι του ΚΚ Κίνας. Σημαντικά γεγονότα της ίδιας αυτής περιόδου είναι το 22ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ (1961), όπου ανοιχτά καταγγέλλεται το ΚΕ Αλβανίας, ενώ την ίδια περίοδο αποφασίζεται να πεταχτεί η σωρός του Στάλιν από το Μαυσωλείο, καθώς και η «κρίση των πυραύλων» στην Καραϊβική (1962). Το Διεθνές ΚΚ το 1963 και 1964 κυριαρχείται από τη δημόσια πολεμική ανάμεσα στα ΚΚ Κίνας και το ΚΚΣΕ, την άρνηση της Κίνας και της Αλβανίας να γίνουν ριζώνες και πορτοκαλεώνες της ΣΕ και τη διακοπή των σχέσεων της ΣΕ με Κίνα και Αλβανία, καθώς και από γεγονότα όπως η ανοιχτή επέμβαση των Αμερικάνων στο Βιετνάμ και η άνοδος στην εξουσία στην ΕΣΣΔ των μπρεζνιεφικών. Το 1963 δημοσιεύεται το «γράμμα από 25 σημεία» του ΚΚΚ προς το ΚΚΣΕ, που εγκαινιάζει την ανοιχτή ρήξη με τον ρεβιζιονισμό σε παγκόσμια κλίμακα, εξηγεί το δρόμο που πήραν η ΣΕ και τα πρώην κομμουνιστικά κόμματα και υπερασπίζεται τις μ-λ θέσεις. Ακολουθεί η έκκληση του Μάο και η συγκρότηση ανεξάρτητων μαρξιστικών-λενινιστικών κομμάτων και οργανώσεων, ενώ αρχίζει να ξεσπά σειρά επαναστατικών κινημάτων σε διάφορες χώρες του κόσμου. Στην Ελλάδα, το πρώτο επίσημο βήμα των μαρξιστών λενινιστών γίνεται με τις Ιστορικές Εκδόσεις το 1963, ενώ η έκδοση της περιοδικού «Αναγέννηση» το 1964 σηματοδοτεί την αρχή της πολιτικής τους παρουσίας.



Είναι γεγονός ότι η επίθεση του Χρουστσόφ στο 20ο Συνέδριο κατά του Στάλιν και η περιβόητη «Μυστική Έκθεση» αιφνιδίασε όλους σχεδόν τους ηγέτες των κομμουνιστικών κομμάτων. Όμως, από τα τέλη του 1956-αρχές 1957 εκδηλώνεται με άρθρα στον αλβανικό και κινέζικο κομματικό τύπο, μια τάση όχι ανοιχτής, αλλά πάντως ουσιαστικής αντίθεσης με τις θέσεις της σοβιετικής ηγεσίας σε μια σειρά θέματα και στο «ζήτημα Στάλιν» (άρθρο του Υ. Κάπο του ΚΕ Αλβανίας το καλοκαίρι του 1956, το άρθρο της ηγεσίας του ΚΚ Κίνας «Και πάλι για την ιστορική πείρα της δικτατορίας του προλεταριάτου» το, Δεκέμβρη του 1956), ενώ είναι πλέον γνωστή η τοποθέτηση του Μάο στην Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΚ το Νοέμβρη του 1956, για τα «δύο σπαθιά» (τον Λένιν και τον Στάλιν) που έχει πετάξει η σοβιετική ηγεσία μαζί με τον λενινισμό. Η κινέζικη ηγεσία, που έκανε ουσιαστική κριτική για κάποια (σοβαρά κατά τη γνώμη της) θεωρητικά και πολιτικά λάθη του Στάλιν, γρήγορα αντιλήφθηκε ότι η συνολική απόρριψή του από τη σοβιετική ηγεσία ήταν απλώς το μέσο για τη στροφή στον ρεβιζιονισμό.

Το ουσιαστικό ζήτημα, που εσκεμμένα αποσιωπούν και παραβλέπουν οι αρθρογράφοι του ΚΚΕ (και συνολικά η ηγεσία του), είναι ότι σχεδόν αμέσως μετά το 20ο Συνέδριο γίνεται (στην αρχή μέσα στους κόλπους του ΚΚ και στη συνέχεια ανοιχτά) μια έντονη και αναλυτική αντιπαράθεση ανάμεσα σε δύο γραμμές: αυτή που εξέφραζε η ηγεσία του ΚΚΣΕ (ο Χρουστσόφ και στη συνέχεια ο Μπρέζνιεφ), που υποστηρίζεται από τον Τολιάτι του ΚΚ Ιταλίας, τον Τορέζ του ΚΚ Γαλλίας και κάνει ανοίγματα στον Τίτο, και αυτή που εξέφραζε το ΚΚ Κίνας με τον Μάο και υποστηρίζεται από το ΚΕ Αλβανίας (και στην αρχή από τα ΚΚ της Κούβας του Βιετνάμ, της Ινδονησίας, της Ιαπωνίας κ.ά). Ήταν μια αντιπαράθεση ανάμεσα στον ρεβιζιονισμό των πρώτων και στον μαρξισμό λενινισμό των δεύτερων. Ζητήματα όπως: ειρηνικό πέρασμα ή βίαιη ανατροπή, ειρηνική συνύπαρξη σαν γενική γραμμή της εξωτερικής πολιτικής ή προλεταριακός διεθνισμός και υποστήριξη των επαναστατικών κινημάτων, άμιλλα και συνεργασία με τον ιμπεριαλισμό ή ανειρήνευτη αντίθεση μ’ αυτόν, παλλαϊκό κράτος ή δικτατορία του προλεταριάτου, κόμμα όλου του λαού ή προλεταριακό κόμμα, επέκταση της εμπορευματικής παραγωγής ή πλήρης εξάλειψή της κ.λπ., αποτέλεσαν αντικείμενο ευρείας συζήτησης και πολεμικής στους κόλπους του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.



Σ’ αυτή την αντιπαράθεση, η τότε ηγετική ομάδα του ΚΚΕ (συνέχεια της οποίας είναι και η σημερινή) τάχθηκε ανοιχτά με το μέρος του ρεβιζιονισμού. Ή μάλλον πιο σωστά, από εκείνη την περίοδο και μετά (ανοιχτά μέχρι το 1990 και στην ουσία μέχρι σήμερα) το ΚΚΕ που προέκυψε από την 6η Ολομέλεια του 1956 (δηλαδή το σημερινό ΚΚΕ), εντάχθηκε στο ρεύμα του ρεβιζιονισμού που κυριάρχησε στο 20ο Συνέδριο επικυρώνοντας την πολιτική εξουσία της ανερχόμενης νέας αστικής τάξης στη ΣΕ. Αυτό το ρεύμα με κέντρο τη ΣΕ επιβλήθηκε στην πλειοψηφία των πρώην κομμουνιστικών κομμάτων (αλλού πιο εύκολα και αλλού με ωμή βία), προκαλώντας τη διάλυση του κομουνιστικού κινήματος παγκοσμίως. Συνέπεια αυτής της αρνητικής εξέλιξης ήταν η σταδιακή αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης και των μετώπων πάλης των λαών σε όλο τον κόσμο και η ανατροπή των ταξικών και πολιτικών συσχετισμών σε όφελος του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού, με κατάληξη τη νέα βαρβαρότητα του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος που βιώνει η ανθρωπότητα σήμερα. Και είναι άκρως προκλητικό να χρεώνει το ΚΚΕ στο μ-λ κίνημα αυτή τη δυσμενή εξέλιξη («το “μ-λ κίνημα” και το ευρύτερο μαοϊκό ρεύμα έδρασαν καταλυτικά στην αποσταθεροποίηση, στη διάσπαση και στην αποδυνάμωση του ταξικού εργατικού κινήματος» (Γ. Κατημερτζής, «Ατέχνως»).



Ύστερα από αυτά, είναι πολύ «φυσιολογικό» η ηγεσία του ΚΚΕ να υποστηρίζει ότι αυτό που εκδηλώθηκε τη δεκαετία 1955-1965 ήταν απλώς κρατικές διαφορές Κίνας-Ρωσίας. Ότι δεν συγκροτήθηκε ένα νέο μαρξιστικό λενινιστικό ρεύμα. Ότι οι κομμουνιστές συνέχισαν να υπάρχουν μέσα στα «παλιά» ΚΚ και στο ΚΚΣΕ. Και ότι τελικά «οι μαοϊκοί δεν δικαιώθηκαν» όπως αναφέρεται στις Θέσεις του 18ου Συνεδρίου του ΚΚΕ και σε μια σειρά άρθρα της ΚΟΜΕΠ και αλλού.

 

Οι «νέοι» προσανατολισμοί του ΚΚΕ

 



Βέβαια το «αξιοπερίεργο» είναι ότι σ’ αυτή τη «ΛΔ της Κίνας (που) ουδέποτε αποτέλεσε συνεπή ιδεολογικό φορέα της διδασκαλίας του Μαρξ, του Ένγκελς και του Λένιν… (που) ακολούθησε πιστά… μία χοντροκομμένη νόθευση των βασικών μαρξιστικών-λενινιστικών αρχών… (η οποία) συνέβαλε στη διατήρηση και στη διαιώνιση της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και στην οριστική καπιταλιστική παλινόρθωση μετά τον θάνατο του Μάο» (Γ. Κατημερτζής, 15-9-2021 «Ατέχνως») το ΚΚΕ προσέτρεξε προς αναζήτηση κομματικών σχέσεων και προστασίας, όταν κατέρρευσε το στήριγμα και η αναφορά της ΣΕ και του ΚΚΣΕ το 1991.

Στις Θέσεις για το 16ο Συνέδριο του (Σεπτέμβρης 2000), η Κίνα κατατάσσεται στις χώρες που «οικοδομούν σοσιαλισμό», με την παρατήρηση ότι «κάνει ανοίγματα στη διεθνή αγορά… όπου αντιμετωπίζει την επιθετικότητα των ιμπεριαλιστών (που έχουν) στόχο να υποσκάψουν τη σοσιαλιστική προοπτική της». Στο 17ο Συνέδριο (Φλεβάρης 2005) αρχίζει να «ανησυχεί» και διαπιστώνει ότι «Η εμφάνιση εκμεταλλευτικών δυνάμεων με πολιτικές εκφράσεις στην κινέζικη κοινωνία περικλείει όχι μόνο κινδύνους για τα συμφέροντα του κινέζικου λαού, αλλά και για τον ρόλο της στο διεθνές αντιιμπεριαλιστικό κίνημα». Στο 19ο Συνέδριο η ανησυχία μεγαλώνει, αφού «η πορεία και γενικότερα οι θέσεις (του ΚΚΚ)… ασκούν αρνητική επίδραση στο κομμουνιστικό κίνημα, αξιοποιούνται πολύπλευρα σε βάρος του». Για να φτάσουμε στο 20ο όπου για πρώτη φορά γίνεται αναφορά για «καπιταλιστικοποίηση της Κίνας», ενώ πλέον στο 21ο η Κίνα αναγορεύεται σε δύναμη που απειλεί την πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ στον παγκόσμιο συσχετισμό, γεγονός που οξύνει τον μεταξύ τους ανταγωνισμό.

Αυτή όμως η κλιμακωτή (και αναιτιολόγητη) μετατροπή της Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας σε σκέτη Κίνα, δηλαδή η μετατροπή της από το χώρα που οικοδομεί τον σοσιαλισμό (εν έτει 2000!) σε χώρα που προορίζεται να ανέλθει εντός ολίγων ετών στην κορυφή του καπιταλιστικού ιμπεριαλιστικού συστήματος, δεν εμποδίζει το ΚΚΕ από το να κατατάσσει, ακόμη και σήμερα έστω με προβληματισμούς, το ΚΚΚ στη λίστα των κομμάτων που παίρνουν μέρος στη «Διεθνή Συνάντηση Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων» που ιδρύθηκε το 1998 με πρωτοβουλία του και συγκαλείται κάθε χρόνο κάτω από την εποπτεία της «Ομάδας Εργασίας» της οποίας βασικό μέλος είναι το ΚΚΕ!

Πρόκειται για οπορτουνισμό και «ανασφάλεια» ενός ρεφορμιστικού κόμματος που αναζητάει προστάτες και που μολονότι απορρίπτει τον «σοσιαλισμό της αγοράς» που οικοδομεί η Κίνα (Κύριλλος Παπασταύρου, ΚΟΜΕΠ τ.3/2011), έλκεται από τον «κεντρικό σχεδιασμό» που ως ένα βαθμό διατηρεί. Άλλωστε όπως σημειώσαμε πιο πάνω, για το ΚΚΕ ο «κεντρικός σχεδιασμός» αποτελεί την κατεξοχήν κομμουνιστική παραγωγική σχέση!

 

Το μ-λ κίνημα

 



Από τη μια πλευρά, λοιπόν, το ΚΚΕ διατηρεί «συντροφικές» σχέσεις με το ΚΚΚ και από την άλλη, όχι μόνο ακυρώνει την προσφορά του μ-λ κινήματος, αλλά υποστηρίζει ότι το «δήθεν γνήσιο μαρξιστικό λενινιστικό κίνημα» και ο Μάο προωθούσαν «μία χοντροκομμένη νόθευση των βασικών μαρξιστικών-λενινιστικών αρχών» (Γ. Κατημερτζής, 15-9-2020 «Ατέχνως»).

Αναφερθήκαμε ήδη συνοπτικά στην επικράτηση του ρεβιζιονισμού στο ΚΚΣΕ μετά τον θάνατο του Στάλιν και στην εξάπλωσή του στην πλειοψηφία των πρώην κομμουνιστικών κομμάτων. Αναφερθήκαμε, επίσης πολύ συνοπτικά, στην αντίδραση του Μάο, του ΚΚ Κίνας και κάποιων άλλων κομμάτων (κυρίως του ΚΕΑ), όπως και στη σταδιακή (και με διαφορετικό τρόπο, ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρο, σύνδεση με τον λαό κ.λπ.) συγκρότηση ξεχωριστών μαρξιστικών λενινιστικών οργανώσεων και κομμάτων στον κόσμο. Έχουμε κάνει παλιότερα [4η Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ(μ-λ)] μια πρώτη αποτίμηση όλων αυτών των εξελίξεων. Εδώ θα πούμε μόνο συνοπτικά ορισμένα πράγματα για το μ-λ κίνημα.

Η ανοιχτή αντιπαράθεση με τον ρεβιζιονισμό και ο οργανωτικός διαχωρισμός από αυτόν, θεωρούμε (όπως άλλωστε απέδειξε η ζωή) ότι ήταν ένα κρίσιμο, καθοριστικό και συνάμα υψηλό και δύσκολο καθήκον για τους κομμουνιστές εκείνης της περιόδου. Αυτό το καθήκον αναλήφθηκε από τον Μάο και άλλους ηγέτες, αλλά και από τους μαρξιστές λενινιστές σε όλο τον κόσμο. Βέβαια, η αρχική αντιπαράθεση (μέχρι το 1963) έγινε μέσα στους κόλπους του τότε διεθνούς ΚΚ (είναι μια ιδιαίτερη υπόθεση η επιβολή του ρεβιζιονισμού στο ΚΚΕ και η πάλη που δόθηκε ενάντιά του). Η θέση που επικράτησε τότε ήταν η υπεράσπιση της ενότητας και η αντίληψη ότι οι αντιμαρξιστικές θεωρίες θα μπορούσαν να παλευτούν και να αποκρουστούν με εσωτερικές διαδικασίες.



Ωστόσο, αυτή η καθυστέρηση της ανοιχτής ρήξης, που δείχνει ότι, για διάφορους λόγους, δεν είχε κατανοηθεί πλήρως από την αρχή το βάθος της ρεβιζιονιστικής στροφής, έβλαψε πολύ την υπόθεση, τόσο στη ΣΕ όσο και στις άλλες χώρες. Όταν δημοσιεύτηκε το «γράμμα από 25 σημεία» που αποτελεί το σημείο ξεχωριστής συγκρότησης του μ-λ κινήματος, ο ρεβιζιονισμός είχε ήδη επιβληθεί. Το πραξικόπημα της κλίκας Χρουστσόφ-Ζούκοφ που οδήγησε στην εκκαθάριση της ομάδας Μολότοφ-Μαλένκοφ το 1957, ήταν για τη ΣΕ απλώς το επισφράγισμα μιας πορείας που είχε ξεκινήσει νωρίτερα. Στα ευρωπαϊκά κόμματα ο σοβιετικός ρεβιζιονισμός αλλού βρήκε πρόσφορο έδαφος (όπως στην Ιταλία και τη Γαλλία που στη συνέχεια στράφηκαν στον «ευρωκομμουνισμό») και αλλού επιβλήθηκε με τη βία (όπως στην Ελλάδα). Στις δε χώρες των θυελλών (στον λεγόμενο τρίτο κόσμο) πέρασε μέσα από την υποχώρηση ταλαντευόμενων ηγεσιών.



Το ζήτημα, όμως, που στην πραγματικότητα τέθηκε εκείνη την περίοδο, δεν αφορούσε μόνο ή απλώς την αντιπαράθεση με τις ρεβιζιονιστικές θέσεις και την υπεράσπιση των «κεκτημένων» του 3οδιεθνιστικού κινήματος. Η νίκη επί του χρουστσοφικού-μπρεζνιεφικού ρεβιζιονισμού, που αναδύθηκε μέσα από μια 35χρονη πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού στη ΣΕ, απαιτούσε πολλά περισσότερα. Απαιτούσε την κριτική αποτίμηση αυτής της πορείας. Απαιτούσε απαντήσεις σε μια σειρά νέα θεωρητικά ζητήματα για το παραπέρα προχώρημα του σοσιαλισμού. Για τη διαμόρφωση των όρων ανάπτυξης και ολοκλήρωσης των σοσιαλιστικών μετασχηματισμών, στη βάση της συνέχισης της ταξικής πάλης καθ’ όλη την ιστορική περίοδο της δικτατορίας του προλεταριάτου και σε κατεύθυνση τέτοια που θα ενίσχυε και θα κατοχύρωνε συνεχώς τον ρόλο, τη θέση και την αρμοδιότητα της εργατικής τάξης. Και επιπλέον τον «μετασχηματισμό» αυτών των θεωρητικών απαντήσεων σε πολιτική πρακτική για τις χώρες του σοσιαλισμού και σε κεντρική γραμμή για το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Τέτοια ζητήματα δεν τέθηκαν από την αρχή και πολύ περισσότερο δεν παράχθηκε μια κεντρική γραμμή που να συγκροτεί και να καθοδηγεί την όλη προσπάθεια σε διεθνές επίπεδο.

Η ΜΠΠΕ, την οποία καθοδήγησε ο Μάο, ξεκινάει στα τέλη του 1965, όταν η κατάσταση στη ΣΕ και στη μεγάλη πλειοψηφία των ΚΚ είχε κριθεί. Παρ’ όλα αυτά, η ΜΠΠΕ, αυτό το τεράστιο κίνημα μαζών, που αποτέλεσε μια «επανάσταση μέσα στην επανάσταση», μια «συνολικοποίηση» της ταξικής πάλης σε συνθήκες σοσιαλισμού, μια προσπάθεια εφαρμογής στην πράξη των θεωρητικών κατακτήσεων του Μάο σε ζητήματα οικοδόμησης του σοσιαλισμού, αποτέλεσε μια τομή στην ιστορία του κομμουνιστικού κινήματος, ένα προχώρημα στη θεωρία και την πράξη του μαρξισμού λενινισμού. Γι αυτό υπήρξε πηγή έμπνευσης μεγάλων λαϊκών, εργατικών και νεολαιίστικων κινημάτων σε διάφορες περιοχές του κόσμου. Το ότι δεν κατόρθωσε να αποτρέψει την παλινόρθωση του καπιταλισμού και στην Κίνα δεν είναι τίποτε άλλο παρά η επιβεβαίωση αυτού που πολύ χαρακτηριστικά έγραφε ο Μαρξ στη 18η Μπρυμαίρ:

«…οι προλεταριακές επαναστάσεις …κάνουν αδιάκοπη κριτική στον ίδιο τον εαυτό τους, διακόπτουν κάθε τόσο την ίδια τους την πορεία, ξαναγυρίζουν σε εκείνο που φαίνεται ότι έχει πραγματοποιηθεί για να το ξαναρχίσουν από την αρχή, περιγελούν με ωμή ακρίβεια τις μισοτελειωμένες δουλειές, τις αδυναμίες και τις ελεεινότητες των πρώτων τους προσπαθειών, φαίνεται να ξαπλώνουν χάμω τον αντίπαλό τους μόνο και μόνο για να του δώσουν την ευκαιρία να αντλήσει καινούριες δυνάμεις από τη γη και να ορθωθεί πάλι πιο γιγάντιος μπροστά τους, οπισθοχωρούν συνεχώς μπροστά στην ακαθόριστη απεραντοσύνη των σκοπών τους, ώσπου να δημιουργηθεί η κατάσταση που κάνει αδύνατο κάθε ξαναγύρισμα…».

Αυτό που αποδείχθηκε εκείνη την περίοδο ήταν ότι το κομμουνιστικό κίνημα δεν ήταν ακόμη ώριμο, όχι για να «κάνει αδύνατο κάθε πισωγύρισμα», αλλά για να απαντήσει θεωρητικά, ιδεολογικά, πολιτικά και πρακτικά στην παλινόρθωση και να ανοίξει έναν νέο κύκλο «εφόδου προς τον ουρανό». Πέρα από την αδυναμία της ΜΠΠΕ να πραγματοποιήσει τους στόχους της μέσα στην Κίνα, αυτή καθ’ εαυτή από μόνη της δεν μπορούσε να αποτελέσει γενική γραμμή για το μ-λ κίνημα και επιπλέον στη μεγάλη πλειοψηφία οι μ-λ οργανώσεις δεν κατάφεραν να μπολιάσουν με τα συμπεράσματά της τη δικιά τους πολιτική δράση.

Έτσι, το μ-λ κίνημα που στην πρώτη φάση, σε συνδυασμό με την ύπαρξη της Κίνας και της Αλβανίας, αποτέλεσε ελπίδα συνέχισης του κομμουνιστικού κινήματος, υπερασπίστηκε τις μ-λ αρχές κόντρα στους σοβιετικούς ρεβιζιονιστές και τους κατά τόπους εκπροσώπους τους, προπαγάνδισε και κινήθηκε στην κατεύθυνση δημιουργίας λαϊκού κινήματος και σε πολλές περιοχές μαζικοποιήθηκε και δημιούργησε πολιτικά γεγονότα, στη συνέχεια, στη δεκαετία του 1970 και μετά τη στροφή της Κίνας, υποχώρησε και μπορούμε να πούμε ότι έχει κλείσει πλέον τον κύκλο του.

Ωστόσο, το μ-λ κίνημα είναι σήμερα η μοναδική αναφορά των κομμουνιστών που θέλουν να προχωρήσουν, να κάνουν παραπέρα βήματα, θεωρητικά και πρακτικά. Μοναδική, με την έννοια ότι προσπάθησε να σταθεί απέναντι στον ρεβιζιονισμό και την καπιταλιστική παλινόρθωση από τη σκοπιά του κομμουνισμού, της ιστορίας δηλαδή του κομμουνιστικού κινήματος και της σύνδεσής του με το μέλλον. Το μ-λ κίνημα αποτελεί την απάντηση που μπόρεσαν να δώσουν οι κομμουνιστές και η εργατική τάξη στη στροφή του ’56. Ελλιπής, ανολοκλήρωτη, αναποτελεσματική, με λάθη και αδυναμίες; Ναι, ήταν όλα αυτά. Όμως ήταν προσπάθεια απάντησης, που κινήθηκε στις ράγες της απελευθέρωσης του προλεταριάτου και των λαών από τα δεσμά του κεφαλαίου και δεν ήταν συμπόρευση και έκφραση του ρεβιζιονισμού, δηλαδή υποταγή στο κεφάλαιο, όπως ήταν αυτή που έδωσε (και συνεχίζει να δίνει) η ηγεσία του ΚΚΕ μετά το 1956.

Η ηγεσία του ΚΚΕ νομίζει ότι μπορεί να τροποποιήσει την ιστορία, να τη βάλει στα καλούπια της, να σταματήσει την κίνησή της. Η Ιστορία δε σταματάει. Νέες κινήσεις δημιουργήθηκαν και δημιουργούνται όλη αυτή την περίοδο, νέα απελευθερωτικά κινήματα ξέσπασαν και ξεσπούν. Η ταξική πάλη έχει τη δική της λογική, αποκαλύπτει κάθε μέρα τις αντιθέσεις και γεννάει τους αγωνιστές και τις συλλογικότητες που προσπαθούν να στρέψουν την κίνησή της σε όφελος των λαϊκών μαζών. Προϊόν αυτής της κίνησης, αυτής της τάσης, υπήρξε το μ-λ κίνημα και η ΜΠΠΕ. Η πείρα του, η προσφορά του και η αποτίμησή του αποτελούν αναγκαία προϋπόθεση, μαζί με την αποτίμηση και την παρακαταθήκη της 3οδιεθνιστικής περιόδου, για να γίνουν αποφασιστικά βήματα προς την ανασύνθεση του εργατικού, επαναστατικού, κομμουνιστικού κινήματος της εποχής μας.

Προς αυτή την κατεύθυνση προσπαθεί να κινηθεί το ΚΚΕ(μ-λ). Με πολλά προβλήματα και αναντιστοιχίες, προϊόντα των δύσκολων καιρών που περνάμε. Αλλά με συνέχεια (χρονική και πολιτική) πολλών δεκαετιών και με συνέπεια και προσήλωση στο κίνημα, στην εργατική τάξη και τον λαό, όπως άλλωστε κάνουν και άλλες αντίστοιχες δυνάμεις παγκοσμίως. Και είναι αυτό ακριβώς που «εξοργίζει» το ΚΚΕ (όπως αναφέρεται στο άρθρο του «Ατέχνως»): «το εγχώριο και διεθνές κομμουνιστικό κίνημα ακόμα ταλανίζεται από τον μαοϊκό οπορτουνισμό. Εξοργιστικό όμως αποτελεί το γεγονός ότι στη σημερινή εποχή… υπάρχουν κομμουνιστικά κόμματα κυρίως μαοϊκής προέλευσης που διασπείρουν τον διχασμό στο κίνημα και κατηγορούν τα συνεπή επαναστατικά κόμματα…».

Εξοργίζεται, λοιπόν, η ηγεσία του ΚΚΕ από την ύπαρξη, την πολιτική γραμμή και τη δράση του ΚΚΕ(μ-λ). Που υποστηρίζει (εμπράκτως) ότι η περίοδος της πανδημίας και των όποιων περιοριστικών μέτρων δεν είναι μια «λευκή» περίοδος, αλλά μια περίοδος έντασης της επίθεσης του συστήματος και της ταξικής πάλης. Ότι οι νόμοι Κεραμέως, Χρυσοχοΐδη, Χατζηδάκη δεν πρέπει να μείνουν στα χαρτιά αλλά να ανατραπούν. Ότι η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, η ΕΒΕ και η Τράπεζα Θεμάτων δεν θα πάνε στην αζήτητα μέσα από τους συλλόγους διδασκόντων και τις αποχές, αλλά μέσα από μαζικό απεργιακό αγώνα διαρκείας. Ότι τα συνδικάτα και οι αριστερές πολιτικές δυνάμεις δεν πρέπει να αποδεχτούν τον κρατικό συνδικαλισμό, αλλά να τον αρνηθούν στην πράξη, να αρνηθούν τα μητρώα των σωματείων και τη μετατροπή τους σε «μέσα κοινωνικής δικτύωσης» με ηλεκτρονικές «συνελεύσεις» και ψηφοφορίες…

Ο κατάλογος δεν έχει τέλος, αφού το ΚΚΕ φροντίζει να τον εμπλουτίζει συνεχώς, μολονότι έχει μπει σε μια «νέα επαναστατική πορεία» (όπως ισχυρίζεται). Γιατί και αυτή η πορεία χαρακτηρίζεται από την υπευθυνότητα και τον ρεαλισμό του απέναντι στο σύστημα, την εμμονή στην «αναποτελεσματικότητας των αγώνων» και τον φόβο του μπροστά στο πραγματικό κίνημα, τη σταθερή πίστη του στον κοινοβουλευτισμό και την υπόκλιση στις εκλογές πάσης φύσεως και επιπλέον, συμπληρώνεται με την άρνηση του ιμπεριαλισμού και της εξάρτησης, συνοδευμένη από σταθερό «πατριωτισμό», όχι κομμουνιστικής κατεύθυνσης, αλλά «εθνικής» κοπής και προέλευσης.

Εμείς, λοιπόν, ως ΚΚΕ(μ-λ) έχουμε κάθε λόγο να συνεχίσουμε να «εξοργίζουμε» την ηγεσία του ΚΚΕ…

Σημειώσεις:

1. Μια αναλυτική κριτική στις θέσεις και στην πολιτική γραμμή του ΚΚΕ από το 1956 έως το 2020 γίνεται στο άρθρο «ΚΚΕ: από ταξικό υποκείμενο σε ρεφορμιστικό συμπλήρωμα του συστήματος», σε τρεις συνέχειες στα τεύχη 15, 16 και 17 του περιοδικού «Αντίθεση».

2. Επίσης αναλυτική τοποθέτηση στις θέσεις του ΚΚΕ για την παλινόρθωση και τον σοσιαλισμό γίνεται στα άρθρα: «18ο Συνέδριο ΚΚΕ: Στρουθοκαμηλισμός για τα αίτια της καπιταλιστικής παλινόρθωσης», «Αντίθεση» τεύχος 2 και «Για τις θέσεις του ΚΚΕ στο ζήτημα της παλινόρθωσης και του Σοσιαλισμού», «Αντίθεση» τεύχος 5 τα οποία μπορείτε να τα διαβάσετε και εδώ: ΓΙΑ ΤΙΣ ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΚΚΕ ΣΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ

Πηγή: https://antigeitonies3.blogspot.com/2021/10/1956.html

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου