Δημοσιεύτηκε στην Προλεταριακή Σημαία φύλ. 976, στις 11/1/2025
Από την αρχή των πολεμικών πράξεων του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στο ελληνικό έδαφος, με την ιταλική εισβολή του 1940 αλλά και αργότερα, ο Πειραιάς, και ιδιαίτερα το λιμάνι του, αποτέλεσε έναν από τους βασικούς στόχους των αεροπορικών βομβαρδισμών, λόγω της ιδιαίτερης οικονομικής και γεωστρατηγικής σημασίας του σε ολόκληρη τη νοτιοανατολική Μεσόγειο. Η ιταλική πολεμική αεροπορία στην αρχή, μετά η γερμανική και στη συνέχεια τα «συμμαχικά» αεροπλάνα πραγματοποίησαν εκατοντάδες βομβαρδισμούς μέχρι τη λήξη του πολέμου. Στις περισσότερες περιπτώσεις οι στόχοι ήταν στρατιωτικοί ή πλοία με υλικό σχετικό με τις ανάγκες του πολέμου. Σε όλες υπήρχαν και οι λεγόμενες «παράπλευρες απώλειες» δηλαδή δεκάδες άμαχοι νεκροί και τραυματίες. Ο βομβαρδισμός, όμως, που έγινε στις αρχές του 1944 από την αμερικανική και την αγγλική αεροπορία έμεινε στην ιστορία ως ο καταστροφικότερος και με εκατοντάδες άμαχων νεκρών, σε αντίθεση με τους μόλις 10 γερμανούς στρατιώτες που σκοτώθηκαν την ίδια μέρα.
Ο βομβαρδισμός
Ο βομβαρδισμός ξεκίνησε το μεσημέρι της 11ης Γενάρη του 1944 από αμερικανικά αεροπλάνα που απογειώθηκαν από την Ιταλία. Η πρώην σύμμαχος του Χίτλερ είχε συνθηκολογήσει πρόσφατα και το έδαφός της καταλήφθηκε από τις δυνάμεις των αγγλοαμερικανών και χρησιμοποιήθηκε για πολεμικές επιχειρήσεις. Σε αντίθεση με προηγούμενους βομβαρδισμούς, εκτός από τους συνηθισμένους στόχους στο λιμάνι, χτυπήθηκε εκτεταμένο μέρος του Πειραιά με εκατοντάδες βόμβες. Το ίδιο συνέβη και με τις άλλες δύο φάσεις της επίθεσης που πραγματοποιήθηκαν το βράδυ της ίδιας μέρας από αεροπλάνα της αγγλικής RAF. Το αποτέλεσμα ήταν η καταστροφή μεγάλου μέρους του Πειραιά και ειδικά των λαϊκών συνοικιών.
Βομβαρδίστηκε όλο το λιμάνι και οι γύρω περιοχές (Άγιος Νικόλαος, Καστέλα, Μικρολίμανο, Πασαλιμάνι, Χατζηκυριάκειο), το ιστορικό κέντρο του Πειραιά (και ειδικά η περιοχή από το Σταθμό του Ηλεκτρικού Σιδηροδρόμου ως την πλατεία Κοραή και το Δημοτικό Θέατρο και μια σειρά λαϊκές συνοικίες όπως ο Άγιος Διονύσιος, η Κοκκινιά, το Πέραμα, η Δραπετσώνα, το Κερατσίνι, τα Καμίνια, κ.ά.) (Α. Τζαφέρα)
Χτυπήθηκαν σπίτια, καταστήματα, σχολεία, εκκλησίες, εργοστάσια, τράπεζες, ο Τινάνειος Κήπος, η Ηλεκτρική Εταιρεία που τα υπόγειά της ήταν καταφύγιο αμάχων, το ΙΚΑ, η ελληνογαλλική σχολή Jeanne D’ arc και πολλά άλλα κτήρια στους κεντρικούς δρόμους του Πειραιά επί της Αλκιβιάδη, Χατζηκυριάκου, Ευαγγελιστρίας, Γούναρη, Βασιλέως Γεωργίου, Υψηλάντη, Πραξιτέλους, Ανδρούτσου και αλλού (Α. Τζαφέρα). Σε όλους αυτούς τους δρόμους σε καμιά περίπτωση δεν υπήρχαν στρατιωτικοί στόχοι.
Αξίζει να αναφέρουμε κάποιες χαρακτηριστικές περιπτώσεις όπως ο θάνατος 65 μαθητριών και των 15 δασκάλων τους της Δημοτικής Οικοκυρικής Σχολής Πειραιά, που καταπλακώθηκαν στο υπόγειο της Ηλεκτρικής Εταιρείας ή ο βομβαρδισμός του σπιτιού του δικηγόρου Α. Τζαβάρα στο οποίο γινόταν σύσκεψη στελεχών του ΕΑΜ με αποτέλεσμα το θάνατο πολλών αγωνιστών.
Οι πιο συγκρατημένες εκτιμήσεις για τον αριθμό των θυμάτων της ημέρας εκείνης αναφέρονται σε 650-800 νεκρούς και χιλιάδες τραυματίες, αν και ο πραγματικός αριθμός πρέπει να είναι μεγαλύτερος, αφού πολλοί νεκροί δε δηλώνονταν επειδή δεν είχε μείνει κάποιος συγγενής ζωντανός για να τους δηλώσει. Επίσης, τα πιο πολλά πτώματα μεταφέρονταν με τα κάρα του Δήμου στο νεκροταφείο και θάβονταν σε ομαδικούς τάφους χωρίς ληξιαρχική πράξη θανάτου. (Α. Τζαφέρα)
Στα θύματα της απάνθρωπης επίθεσης θα πρέπει να συμπεριλάβουμε και τους χιλιάδες Πειραιώτες που αναγκάστηκαν να γίνουν πρόσφυγες, να ξεσπιτωθούν μέσα στο καταχείμωνο και να μετακινηθούν προς την Αθήνα.
Όπως είναι φυσικό, οι Γερμανοί και η κατοχική κυβέρνηση, εντελώς υποκριτικά, εκμεταλλευτήκαν το γεγονός και κατηγόρησαν τους Αγγλοαμερικάνους για το έγκλημα. Ξεχνούν, βέβαια, πως οι ίδιοι το διάστημα εκείνο έκαναν συνεχώς μπλόκα στην Αθήνα και τον Πειραιά εκτελώντας δεκάδες αμάχους κάθε φορά.
Οι εξηγήσεις
Η γενικότερη κατακραυγή για το ομαδικό έγκλημα ανάγκασε την αμερικανική πλευρά να απολογηθεί και να το χρεώσει στις καιρικές συνθήκες και την εκτεταμένη και πυκνή νέφωση που επικρατούσε. Φυσικά αυτό ήταν γεγονός. Μάλιστα, υπήρξαν και συγκρούσεις των αμερικανικών και βρετανικών αεροπλάνων στον αέρα λόγω της μηδενικής ορατότητας. Ακόμα, όμως, κι αν δεχτούμε αυτόν τον ισχυρισμό, αυτός από μόνος του θα αποτελούσε έναν πολύ σοβαρό λόγο αναβολής του βομβαρδισμού.
Όμως, δεν μπορούμε να αποφύγουμε και τις δεύτερες σκέψεις. Πολλοί κατηγόρησαν τους «Συμμάχους» για εσκεμμένη ενέργεια, με στόχο το χτύπημα λαϊκών γειτονιών που ήταν η βάση στήριξης του ΕΑΜ, την τρομοκράτηση του κόσμου αλλά και μια πράξη με την οποία ήθελαν να δηλώσουν την ισχύ τους και τον ρόλο που ήθελαν να διαδραματίσουν μετά την Απελευθέρωση. Άλλωστε, είναι περίεργο πως, ενώ βομβαρδίστηκε μια τεράστια έκταση, οι στρατιωτικές εγκαταστάσεις της Βέρμαχτ στο λιμάνι, τα ναυπηγεία με τα γερμανικά πλοία στο Πέραμα, το αεροδρόμιο στο Χασάνι (σημ. Ελληνικό), το εργοστάσιο παραγωγής προϊόντων τσιμέντου που ανήκε στον Μ. Αβέρωφ (τον δωσίλογο αδελφό του πολιτικού Ευάγγελου Αβέρωφ) κ.ά. δεν υπέστησαν την παραμικρή ζημιά (Α. Τζαφέρα). Ας δούμε σύντομα τις εξελίξεις του προηγούμενου χρόνου που ενισχύουν μια τέτοια άποψη.
Το 1943 ήταν η χρονιά που άρχισε να γίνεται περισσότερο από φανερή η επερχόμενη ήττα της Γερμανίας και αναμφίβολα ο ΕΛΑΣ σύντομα θα αποκτούσε την στρατιωτική κυριαρχία σε όλη σχεδόν την ελληνική ύπαιθρο. Έμπαινε με επιτακτικό τρόπο το ζήτημα της μελλοντικής εξουσίας στη χώρα μετά την αποχώρηση των Γερμανών. Τον Νοέμβρη του 1943 ιδρύονται τα Τάγματα Ασφαλείας με στόχο να αποτραπεί το ενδεχόμενο παρσίματος της εξουσίας από το ΕΑΜ.
Η λαϊκή αυτοδιοίκηση ήταν γεγονός πλέον στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας και στις 10 Γενάρη του 1944 πάρθηκε η απόφαση ίδρυσης της ΠΕΕΑ.
Στα τέλη Δεκέμβρη του 1943 ο άγγλος λοχαγός Ντον Στοτ (πράκτορας της Ιντέλιτζενς Σέρβις και εκπρόσωπος του Βρετανικού Στρατηγείου της Μ. Ανατολής) είχε μυστική συνάντηση στην Αθήνα με γερμανούς γκεσταπίτες. Η συνάντηση κατέληξε σε συμφωνία κοινής αντιμετώπισης του «μπολσεβικισμού». (Α. Κέδρος σελ. 71). Στη συνέχεια είχε νέα συνάντηση με αντιπροσώπους των Ταγμάτων Ασφαλείας, της Αστυνομίας, του ΕΔΕΣ και άλλων αντικομουνιστικών οργανώσεων, συζητώντας τα μέτρα που έπρεπε να παρθούν κατά του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ και υπέγραψαν σύμφωνο συνεργασίας. (Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης, σελ. 195)
Ο Άντονι Ήντεν (άγγλος Υπουργός Εξωτερικών) σε έκθεσή του στις 14 Νοεμβρίου 1943 πρότεινε τη διακοπή των σχέσεων με τους ηγέτες του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ. Οι Άγγλοι, ουσιαστικά, σταμάτησαν να ενισχύουν τον ΕΛΑΣ και αναζητούσαν «αντίβαρο» για να διατηρήσουν τη χώρα στην αγγλική σφαίρα επιρροής (Mazower σελ. 357).
Όπως και αν θελήσει κάποιος να ερμηνεύσει αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα, είτε λόγω κακής ορατότητας -άρα τυφλό χτύπημα- είτε προσχεδιασμένη επιλογή χτυπήματος αμάχων (το πιθανότερο είναι να ισχύουν και τα δύο), σίγουρα μια τέτοια ενέργεια αποδεικνύει πόσο μικρή αξία έχει η ανθρώπινη ζωή για τους ιμπεριαλιστές. Άλλωστε, δεν ήταν ούτε η πρώτη ούτε η τελευταία φορά που συνέβη. Ο βομβαρδισμός από τους Αγγλοαμερικάνους της Νυρεμβέργης, της Δρέσδης και του Τόκιο στις αρχές του 1945 και πολύ περισσότερο το πυρηνικό ολοκαύτωμα στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου καταδεικνύουν ότι είναι αδίστακτοι και ότι οι πράξεις τους δε διαφέρουν από τις θηριωδίες των Ναζί στη Γκερνίκα και αλλού. Αλλά και στη σημερινή εποχή, η καταστροφή της Γάζας και η γενοκτονία του παλαιστινιακού λαού επιβεβαιώνει ότι η φρίκη και η κτηνωδία συνεχίζονται.
Πηγές
Α. Τζαφέρα «Η πόλη του Πειραιά στην Κατοχή και την Αντίσταση», Διδακτορική Διατριβή.
Α. Κέδρου, «Η ελληνική αντίσταση 1940-44», τ. Β, Θεμέλιο
M. Mazower, «Στην Ελλάδα του Χίτλερ», Αλεξάνδρεια
«Ιστορία της Εθνικής Αντίστασης (1940-1945), Σύγχρονη Εποχή
Σ.Σ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου