της Άσπας Βαρδάκη
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό
«Έναυσμα», τ. 48, φθινόπωρο 2017
Κάτω από τις κομμουνιστικές
δικτατορίες στην Ευρώπη, εκατοντάδες χιλιάδες αθώοι εκτελέστηκαν, σκοτώθηκαν,
φυλακίστηκαν, βασανίστηκαν, αναγκάστηκαν να εκτελέσουν καταναγκαστικά έργα, ή
απελάθηκαν» (κοινή δήλωση εκπροσώπων στο αντικομμουνιστικό συνέδριο στο Ταλίν της
Εσθονίας). Είναι μόνο μία από τις δηλώσεις συκοφάντησης του κομμουνισμού και
εξίσωσης του με τον ναζισμό που γέμισαν τις οθόνες και τον τύπο το τελευταίο
διάστημα. 100 χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, γινόμαστε ακροατές μιας
καθόλου καινούριας συζήτησης: Γιατί απέτυχε το εγχείρημα οικοδόμησης μιας άλλης
κοινωνίας, στη βάση των συμφερόντων της πλατιάς μάζας των εκμεταλλευόμενων;
Γιατί έναν αιώνα μετά την πρώτη έφοδο των εργατών στον ουρανό, οι εκπρόσωποι
των ηττημένων του 1917, της αστικής τάξης και του προσωπικού της όπου γης,
έχουν τη δυνατότητα να τσαλακώνουν αυτή τη σπουδαία σελίδα στην ιστορία της
ανθρωπότητας;
Ήττα του εργατικού - λαϊκού
κινήματος
Η δυνατότητα του κεφαλαίου να
αμαυρώνει λαμπρές στιγμές του κομμουνιστικού κινήματος δεν είναι στον αέρα:
ούτε χαρίστηκε από τους λαούς, που τάχα ασφυκτιούσαν στον σοσιαλισμό, ούτε
οφείλεται σε κάποια δήθεν προδοσία τους από ηγετικά στελέχη του. Κάθε άλλο,
εδράζεται στην ήττα της σοσιαλιστικής οικοδόμησης, της αδυναμίας των πλατιών
λαϊκών μαζών να διατηρήσουν την εξουσία, όπως αποτυπώθηκε στις «καταρρεύσεις»
του '89-'91. Όπως, ωστόσο, οι καταρρεύσεις έχουν μακρά ιστορία πίσω τους,
συγκεκριμένους πολιτικούς όρους που διαμορφώνονταν μέχρι την επίσημη «αυλαία»,
έτσι έχουν αφήσει σοβαρά σημάδια μέχρι και σήμερα. Μεταξύ των σοβαρότερων
σημαδιών είναι η πολιτική, ιδεολογική, συνδικαλιστική αποσυγκρότηση των λαών
και της νεολαίας. Συνιστά συνέπεια της ήττας του προχωρήματος της δικής τους
προοπτικής, που πραγματωνόταν «βάζοντας τα» με τα ισχυρά ιμπεριαλιστικά κράτη
της εποχής - μέχρι τον ίδιο τον φασισμό, το πιο αποκρουστικό πρόσωπο του
συστήματος- που πάσχιζαν να την τσακίσουν. Αποτέλεσμα της επικράτησης των
δυνάμεων της παλινόρθωσης είναι επίσης η κυριαρχία της ρεφορμιστικής αντίληψης
στην Αριστερά, που συνέβαλε καθοριστικά στον αφοπλισμό του κινήματος και την
εδραίωση της συστημικής «επιχείρησης» συκοφάντησης του σοσιαλισμού.
Γι' αυτό, μια προσέγγιση των
αιτιών της παλινόρθωσης δεν πρέπει να θεωρηθεί σαν ζήτημα ακαδημαϊκό και
ιστορικού ενδιαφέροντος. Είναι ζήτημα του παρόντος και του μέλλοντος, αφορά
στην εκ νέου συγκρότηση του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Όχι για να μην...
ξανακάνει λάθη ή να μάθει... μελετώντας. Αλλά για να εξοπλιστεί, μέσα από τα
συμπεράσματα του, πολιτικά και ιδεολογικά, απέναντι στην επίθεση του συστήματος
που μαίνεται, να χτίσει τις αντιστάσεις του σε κατεύθυνση αναμέτρησης με
εκείνο, ως και για την επόμενη έφοδο του.
Συγχρόνως, η ερμηνεία της ήττας
είναι κατεξοχήν καθήκον της εργατικής τάξης, εκείνης που γύρισε τον κόσμο ανάποδα
κι έφερε στο προσκήνιο τα όνειρα των πληβείων. Είναι η τάξη που σήμερα δέχεται
με ρεβανσιστικό τρόπο την πολιτική της εξάρτησης και της εκμετάλλευσης.
Βομβαρδίζεται από το '91 και μετά από θεωρίες που την καλούν να αποδεχτεί τον
καπιταλιστικό μονόδρομο, γιατί δεν μπορεί τάχα να χαράξει ξανά τον δικό της
δρόμο. Οι απαντήσεις, λοιπόν, θα δίνονται και θα κατακτιούνται στην πορεία
ανασυγκρότησης της ως τάξης για τον εαυτό της, όσο θα πολιτικοποιείται, θα
οργανώνεται, θα συγκροτεί το κόμμα της, θα έρχεται αντιμέτωπη με τα λάθη της,
θα πετυχαίνει νίκες.
Το ερώτημα του προχωρήματος της
σοσιαλιστικής οικοδόμησης
Η επανάσταση του 1917 σήμανε την
ανατροπή της αστικής τάξης στη Ρωσία και την εγκαθίδρυση της εξουσίας του
προλεταριάτου. Όμως, το ζήτημα της εξουσίας του σε καμία περίπτωση δεν «έκλεισε
μια για πάντα». Βασικό ζήτημα καθ' όλη τη διάρκεια της σοσιαλιστικής
οικοδόμησης αποτέλεσε η διατήρηση αυτής της εξουσίας, η οποία μάλιστα υπήρξε
αιτία μιας σειράς τακτικών συμβιβασμών, όπως ο Πολεμικός Κομμουνισμός, η συνθήκη
Μπρεστ - Λιτόφσκ, η Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΕΠ).
Κι αυτό γιατί η διαδικασία της
σοσιαλιστικής οικοδόμησης δεν προχωρούσε γραμμικά, «κανονισμένα». Είναι
χαρακτηριστικό ότι οι σπουδαίες επιτυχίες που σημείωναν οι μπολσεβίκοι, από την
εκβιομηχάνιση και τον εξηλεκτρισμό μέχρι τη νίκη του Κόκκινου Στρατού απέναντι
στον φασισμό, συναντούσαν την ένταση της ιμπεριαλιστικής περικύκλωσης. Από τα
πιο βαριά τιμήματα ήταν εκείνο της εισόδου στο Ράιχσταγκ, οι 20.000.000 νεκροί
και οι τεράστιες υλικές καταστροφές.
Παράλληλα, στο εσωτερικό της
χώρας και του ίδιου του κόμματος των μπολσεβίκων ήταν έντονες οι πολιτικές και
κοινωνικές αντιπαραθέσεις. Συνέχισαν μάλιστα να οξύνονται μεταπολεμικά, όταν η
γρήγορη ανοικοδόμηση και η ενίσχυση του κύρους της Σοβιετικής Ένωσης την
ανήγαγε σε φάρο έμπνευσης για τα απελευθερωτικά κινήματα σε αρκετές περιοχές
του πλανήτη, ισχυροποιώντας τις κομμουνιστικές δυνάμεις.
Σε εκείνη τη φάση, είναι σαφές
ότι τα πρώτα και αναγκαία βήματα, οι πρωταρχικοί σοσιαλιστικοί μετασχηματισμοί
στην κοινωνία είχαν πραγματοποιηθεί. Είχε δηλαδή συντελεστεί η ανατροπή του
αστικού κράτους, είχαν κρατικοποιηθεί βασικοί οικονομικοί τομείς, είχε
επιτευχθεί η ανοικοδόμηση μετά τον πόλεμο ενώ είχε εμφανιστεί και μια δυναμική
διεθνής κινηματική στήριξη. Ο προβληματισμός για τη συνέχεια όμως ενισχυόταν κι
αφορούσε στον τρόπο εκσυγχρονισμού της βιομηχανίας και της αγροτικής παραγωγής.
Ό εκσυγχρονισμός αυτός δεν ήταν
μια εξέλιξη στενά τεχνικού - οικονομικού χαρακτήρα. Αντίθετα, εντασσόταν στα
πλαίσια του σοσιαλιστικού μετασχηματισμού της κοινωνίας, με φορέα την εργατική
τάξη και επίδραση στην πολιτική της. Αναζητούνταν επομένως, στο φόντο της
όξυνσης της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας, της επιβίωσης αστικών στοιχείων και
της διαμόρφωσης νέων κοινωνικών στρωμάτων όπως θα δούμε, συνολικός
προσανατολισμός για την εργατική τάξη.
Για το στρώμα της εργαζόμενης
διανόησης
Η αναζήτηση αυτή εμπεριείχε το
εξής διακύβευμα: τη διατήρηση του ηγεμονικού ρόλου από πλευράς της εργατικής
τάξης. Η καπιταλιστική παλινόρθωση επισφράγισε μια ολόκληρη πορεία αμφισβήτησης
του ηγεμονικού ρόλου της εργατιάς από ένα συγκεκριμένο κοινωνικό στρώμα που
αναδείχτηκε εντός της χώρας, τη λεγόμενη «εργαζόμενη διανόηση». Ως απόρροια της
υψηλής εκπαίδευσης που έλαβαν τα παιδιά των εργατικών- αγροτικών οικογενειών
τις πρώτες δεκαετίες του σοσιαλισμού, η εργαζόμενη διανόηση δημιουργήθηκε από
τα σπλάχνα της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Στελεχώνοντας τους κλάδους της
οικονομίας, του κράτους, της παραγωγής και της διανόησης, απαντούσε στην
έλλειψη ειδικών σε κάθε επίπεδο.
Το πρόβλημα δεν έγκειται, λοιπόν,
στην ανάγκη ή μη ύπαρξης της -υπήρχε τέτοια ανάγκη όπως φάνηκε τη δεκαετία του
1930 και στον πόλεμο- αλλά στην ερμηνεία εμφάνισης της και τον τρόπο
αντιμετώπισης της από την εργατική τάξη. Με άλλα λόγια, ήταν απαραίτητο να
κατανοηθεί ότι αφενός δεν πρόκειται για στοιχεία ή τμήμα της «παλιάς» αστικής
τάξης, ούτε εξαρχής «νέα», συγκροτημένη αστική τάξη, αφετέρου διαθέτει
ιδιαίτερα προνόμια λόγω του ισχυρού ρόλου που αναλάμβανε συνολικά στην
κοινωνία. Ότι προσέφερε μεν πολλά κατά τη διάρκεια της σοσιαλιστικής
οικοδόμησης, αλλά τα ελιτίστικα χαρακτηριστικά της την αποξένωναν συνεχώς από
την εργατιά. Στη βάση αυτή, αποκτούσε συνείδηση κοινότητας συμφερόντων και
αντίστοιχα ιδεολογία και άποψη κόντρα στην επαναστατική.
Εν ολίγοις, το προλεταριάτο είχε
να ερμηνεύσει και να απαντήσει στην πραγματικότητα της συνέχισης της ταξικής
πάλης στον σοσιαλισμό. Να μη θεωρεί ότι η αρμοδιότητα «της αρμοδιότητας» του
ανήκει μόνο επειδή κατέλαβε την εξουσία και ως εκ τούτου είναι δοσμένη, αλλά να
παλεύει σε κάθε επίπεδο για τη διατήρηση της από το ίδιο και τις μαζικές του
οργανώσεις.
Βέβαια, για να φτάσει η
διευθυντική ελίτ να ηγεμονεύσει απαιτήθηκε χρόνος. Καταρχάς και όσο μπορούμε να
πούμε, διανύθηκε μια απόσταση από την αναγνώριση της ιδιαίτερης θέσης της
εργαζόμενης διανόησης στην κοινωνία και την πολιτική ενοποίηση της μετέπειτα.
Λέγοντας ενοποίηση, αναφερόμαστε σε εκείνη των δύο ισχυρότερων τάσεων της (με
βασικά πεδία διαμόρφωσης το κράτος και την οικονομία αντίστοιχα), που έγινε πάνω
στην αντίθεση τους με την εργατιά, την αγροτιά και την επαναστατική κατεύθυνση.
Η ενοποίηση αυτή οδήγησε αργότερα στη συγκρότηση της Νέας Αστικής Τάξης (ΝΑΤ),
με την έννοια μιας ιδιότυπης αστικής τάξης που παλεύει εντός σοσιαλισμού για
την επικράτηση των συμφερόντων της εις βάρος του προλεταριάτου και με στόχο την
ανατροπή του.
Αυτήν εκπροσωπούσαν μετά τον
θάνατο του Στάλιν οι δυνάμεις που κυριάρχησαν στη Σοβιετική Ένωση στο 20ο
συνέδριο του ΚΚΣΕ (1956). Αρχικά, στην ηγεσία του βρέθηκε ο Χρουστσόφ, ως ο καταλληλότερος
να εκφράσει τις κοινές επιδιώξεις των δύο τάσεων εντός της ΝΑΤ. Στη συνέχεια
αναδείχτηκε ο Μπρέζνιεφ, στο φόντο των αναγκαίων συμβιβασμών τους απέναντι στον
κοινό εχθρό. Τέλος, η ανάδειξη του Γκορμπατσόφ εξέφρασε τα κλιμακούμενα
αδιέξοδα της ΝΑΤ, ως συνέπεια της «διαπάλης» των σοσιαλιστικών καταβολών της με
την επιθυμία της να γίνει «κανονική» αστική τάξη. Κάπως έτσι, φτάσαμε το
'89-'91 στην «κατάρρευση» του καθεστώτος, μέσα από μια πορεία συνεχούς
ανατροπής των σοσιαλιστικών χαρακτηριστικών του και ενσωμάτωσης καπιταλιστικών.
Η θεωρία των παραγωγικών δυνάμεων
Είναι η θεωρία με την οποία
εξοπλίστηκαν οι δυνάμεις της καπιταλιστικής παλινόρθωσης στη Σοβιετική Ένωση.
Δέχτηκε σκληρή κριτική από τον Στάλιν λίγο πριν τον θάνατο του, σε μια προσπάθεια
διόρθωσης προηγούμενων λαθεμένων συμπερασμάτων του και αναστροφής των κινδύνων
που διέβλεπε ότι διατρέχει η σοσιαλιστική οικοδόμηση. Η εν λόγω θεωρία βάζει
στο βάθρο της εξέλιξης της κοινωνίας τον «επιστημονικό» σχεδιασμό της.
Υποτάσσει στις παραγωγικές δυνάμεις τις παραγωγικές σχέσεις, αφού λίγο - πολύ
οι τελευταίες έχουν φτάσει στο απόγειο της εξέλιξης τους, δεν πάνε παραπέρα.
Αυτό που μένει, συνεπώς, είναι το κόμμα, ως «παλλαϊκό» πλέον, να καθοδηγήσει
την «επιστημονική τεχνική επανάσταση», ώστε η αφθονία των προϊόντων που θα
προκύψει από αυτή να καλύπτει τις ανάγκες όλων, όπως επιβάλλει ο...
κομμουνισμός στον οποίο πλέον εισέρχεται τάχα η κοινωνία.
Είναι σαφές για μας ότι η θεωρία
των παραγωγικών δυνάμεων εξέφραζε την επιδίωξη της εργαζόμενης διανόησης να
ηγεμονεύσει. Προβάλλοντας ότι η ανάπτυξη των παραγωγικών σχέσεων έχει
ολοκληρωθεί και βαφτίζοντας το κόμμα «παλλαϊκό», ισοπεδώνει την πραγματικότητα
της συνέχισης της ταξικής πάλης στον σοσιαλισμό. Άρα «ξεμπερδεύει» με τον
κίνδυνο να στραφούν οι εργατικές μάζες εναντίον της και να επιβάλλουν τον
ηγεμονικό τους ρόλο. Στην ίδια λογική έθετε την άποψη περί διανομής των αγαθών
στη βάση της «αφθονίας», λες και η διανομή εξαρτάται αποκλειστικά από την
ανάπτυξη των υλικών όρων παραγωγής και καθόλου από τον τρόπο οργάνωσης της
παραγωγής, άρα των παραγωγικών σχέσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι η θεωρία αυτή
θεμελίωσε τα προτάγματα των υπερμάχων της «ανανέωσης» (revision), των ρεβιζιονιστών, που
επικράτησαν στη χώρα το '56: το «ειρηνικό πέρασμα στον σοσιαλισμό», την κοινοβουλευτική
δηλαδή εναλλαγή, καθώς και την «ειρηνική συνύπαρξη με τις καπιταλιστικές
χώρες», το αίτημα «αποδοχής» δηλαδή της ΣΕ προς τον δυτικό ιμπεριαλιστικό
κόσμο. Πολύ απλά, όλη η ανανέωση τους εξαντλούνταν στην απάρνηση του
επαναστατικού δρόμου, την οποία στη συνέχεια επιδίωξαν να επιβάλλουν σε όλα τα
κομμουνιστικά κόμματα, με την ωμή επέμβαση στο εσωτερικό τους.
Ένα επιπλέον ζήτημα εδώ είναι ότι
η θεωρία αυτή είναι αφετηρία και των σημερινών ρεφορμιστικών απόψεων, οι οποίες
εξάλλου ξεπήδησαν μέσα από τον ρεβιζιονισμό. Πρώτον, καθορίζει την κατεύθυνση
τους επί καπιταλιστικού εδάφους. Ο ρεφορμισμός συγκλίνει στην αποθέωση της
«επιστημονικοτεχνικής επανάστασης», που συνιστά αποθέωση του ίδιου του φορέα
της, της αστικής τάξης. Είναι τέτοιος ο προοδευτικός ρόλος που της αποδίδεται,
ώστε μπορεί από το να... επιβάλλει σοσιαλιστικού χαρακτήρα σχέσεις στον
καπιταλισμό, μέχρι να... καταργεί τον εχθρό της, την εργατική τάξη, που είναι
δήθεν άχρηστη μπρος στις μηχανές που την αντικαθιστούν.
Εν ολίγοις, εμφανίζονται μπροστά
μας απαστράπτουσες οι αυταπάτες περί ομαλής εξέλιξης του καπιταλισμού σε
σοσιαλισμό, χωρίς ταξικές συγκρούσεις αλλά με μεταρρυθμίσεις. Αυτό ακριβώς
αποτυπώνουν τα αιτήματα των μεταβατικών προγραμμάτων (ΑΝΤΑΡΣΥΑ) και της λαϊκής
εξουσίας -οικονομίας (ΚΚΕ): έναν καπιταλισμό με «ανθρώπινο πρόσωπο», τη
σοσιαλδημοκρατία, ή αλλιώς τις ψεύτικες ελπίδες που έφαγε με το κουτάλι ο λαός
μας πρόσφατα, με την άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Δεύτερον, η θεωρία αυτή έχει φανερά
αντίκτυπο στο πώς αντιμετωπίζουν το ζήτημα της άλλης κοινωνίας, σαν «μοντέλο»
δηλαδή που θα επιβληθεί σε αυτή από το κράτος - κόμμα. Ήδη ο Μαρξ, όμως, έχει
τονίσει ότι ο κομμουνισμός δεν αποτελεί μοντέλο αλλά τον επαναστατικό
μετασχηματισμό της κοινωνίας σε κομμουνιστική κατεύθυνση.
Τι σημαίνει αυτό;
Η εργατική τάξη, που διεκδικεί
ηγετικό ρόλο στην κοινωνία μέσα από την ανατροπή της εξουσίας της αστικής
τάξης, δεν έχει συγκροτήσει, όπως είναι λογικό, τις δομές και τους όρους για να
διευθύνει την παραγωγή και την οικονομία, ούτε τις έχει δοσμένες και αρκεί
να... τις εφαρμόσει στην πράξη. Η πρωταρχική συγκρότηση του σοσιαλιστικού
σχηματισμού, που περιέχει στοιχεία τόσο της προεπαναστατικής κατάστασης όσο και
εκείνης που την ακολουθεί, είναι δεδομένο ότι θα μεταβληθεί.
Θα επαναπροσδιορισθούν δηλαδή οι
σχέσεις και οι ρόλοι των κοινωνικών δυνάμεων εντός του, καθώς και ο ίδιος ο
ηγεμονικός ρόλος της εργατικής τάξης, κι αυτό θα συμβαίνει για ένα μακρό
χρονικό διάστημα. Με αυτή την ανάγκη ήρθε (ξανά) αντιμέτωπος ο σοβιετικός λαός
έντονα μετά τον Β' Παγκόσμιο, όπως αναφέραμε νωρίτερα. Αυτός ο μετασχηματισμός,
ως μια διαδικασία ιστορικοκοινωνικού χαρακτήρα, δεν προγραμματίζεται βάσει της
«θεωρίας», της «επιστήμης» και άλλων...κριτηρίων. Δεν είναι μόνο ότι τέτοιου
είδους «υποδείξεις» και προγραμματισμοί δεν μπορούν να γίνονται σήμερα, επειδή
σε μια δεδομένη χρονική στιγμή, τα προβλήματα τέθηκαν στην πραγματική τους
βάση, που είναι αδύνατον να επαναληφθεί ως τέτοια. Είναι κυρίως ότι φορέας των
απαντήσεων και της υλοποίησης τους είναι -ή οφείλει τουλάχιστον να είναι- η εργατική
τάξη που χτίζει την κοινωνία της. Το αν και πόσο θα είναι εξαρτάται κυρίως από
το επίπεδο συγκρότησης της και το επίπεδο διαμόρφωσης των παραγωγικών σχέσεων.
Σχέση εργατικής τάξης -κόμματος -
κράτους
Το τελευταίο χρήζει σίγουρα
περεταίρω ανάλυσης. Πόσο μάλλον όταν η «απορρόφηση» της τάξης από το κράτος στη
Σοβιετική Ένωση εμπόδισε την εργατιά να αναγνωρίσει τα προβλήματα που είχαν
τεθεί, την ταξική αντιπαράθεση που μαινόταν, με τις εκφράσεις που αυτή έπαιρνε
σε θεωρητικό, οικονομικό και πολιτικό επίπεδο. Ή όταν συνάγουμε ότι η σοβιετική
ηγεσία, σε ένδειξη αδυναμίας, δεν έθεσε ολόπλευρα τα προβλήματα στις εργατικές
μάζες, δεν πήρε τις αναγκαίες πρωτοβουλίες μέσα σε αυτές και τα όργανα τους,
ώστε να κινηθούν ενάντια σε όσους στόχευαν στο πισωγύρισμα της ιστορίας.
Μια τέτοια συζήτηση ανοίγει με
την επισήμανση ότι, όπως η ανατροπή της αστικής εξουσίας και η εγκαθίδρυση της
εργατικής αποτελεί έργο μιας συγκεκριμένης τάξης, του προλεταριάτου, το ίδιο
συνεχίζει να ισχύει σε όλη τη μακρά πορεία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Πρώτα - πρώτα, αυτό απαιτεί τη
συγκρότηση της τάξης στο ανώτερο πολιτικό επίπεδο, το κόμμα, και σε μια σχέση
«επικοινωνίας» με εκείνο. Αυτό σημαίνει ότι όσο αναδεικνύεται, συγκροτείται και
αντίστοιχα διαμορφώνει ιδεολογία ένα πρωτοπόρο δυναμικό μέσα στην εργατική
τάξη, τόσο συγκροτείται και το κόμμα της σε επαναστατική κατεύθυνση. Όσο,
επίσης, το κόμμα διδάσκεται από την τάξη, τόσο «βρίσκεται» να έχει κύρια
καθοδηγητικό ρόλο στην κοινωνία και στο πλαίσιο της ταξικής πάλης.
Ωστόσο, δεν θα πρέπει να υπάρχει
καμία σύγχυση: το κόμμα και το κράτος δεν ταυτίζονται. Το γεγονός ότι για ένα
καίριο χρονικό διάστημα κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, το κόμμα ασκούσε
ουσιαστικά εξουσία μέσω του κράτους -με αποτελεσματικότητα- δεν αποσοβεί τον
κίνδυνο η εργατική τάξη προχωρώντας έτσι να χάσει το ανώτερο πολιτικό της
όργανο. Η συνέχιση της ταξικής πάλης στον σοσιαλισμό όχι μόνο δεν αφήνει
περιθώρια για τέτοιου είδους αφοπλισμό των εργατών αλλά φαίνεται να επιβάλλει
την αυτόνομη συγκρότηση και λειτουργία του κόμματος τους.
Τέλος, απαιτείται κάποια
διακριτότητα μεταξύ εργατικής τάξης και κράτους. Εδώ μάλλον έχουμε πολλά να
προσάψουμε στον ρεφορμισμό. Βασικός φορέας του «κεντρικού σχεδιασμού» της
σοσιαλιστικής κοινωνίας, της «κρατικοποίησης» των πάντων ως ολοκλήρωσης των
σοσιαλιστικών παραγωγικών σχέσεων και γενικότερα της άποψης περί σοσιαλισμού -
«μοντέλου» είναι ακριβώς ένα κέντρο - κράτος. Και δεν μπορούμε να «φανταστούμε»
κάτι άλλο πέρα από το ότι σε αυτό η εργατική τάξη εκχωρεί τις αρμοδιότητες της,
τη διεύθυνση της παραγωγής και συνολικά της κοινωνίας.
Σε ποιον όμως τις εκχωρεί τελικά;
Σε ένα κράτος ουδέτερο και υπερταξικό; Όχι. Κάναμε προηγουμένως λόγο για την
εργαζόμενη διανόηση και δη την αναρρίχηση της μέσω του κρατικού μηχανισμού. Η
εκχώρηση αρμοδιοτήτων, συνεπώς, συνιστά εκχώρηση του ηγεμονικού ρόλου της
εργατιάς ή αλλιώς της ίδιας της εξουσίας της! Να, λοιπόν, πώς, σε συνάρτηση με
το θέμα του κράτους, αναδεικνύονται σε ζητήματα πρώτης γραμμής η σχέση της
τάξης με τις άλλες κοινωνικές ομάδες, η συνεχής ηγεμονία σε αυτές, καθώς και η
πολιτική λειτουργία των οργάνων και του κόμματος της.
Σχετικά με ορισμένες κριτικές
Αντί για όλα τα παραπάνω, αντί να
σκύψουν δηλαδή στα ιστορικά, κοινωνικά και πολιτικά δεδομένα της περιόδου, να
κάνουν, όπως συχνά λένε επαναλαμβάνοντας τον Λένιν, «συγκεκριμένη ανάλυση της
συγκεκριμένης κατάστασης», οι δυνάμεις της κυρίαρχης Αριστεράς κινούνται σε
τελείως διαφορετική ρότα. Στο έδαφος της αντικομμουνιστικής προπαγάνδας,
αναγορεύουν συχνά σε αιτία της παλινόρθωσης τον Στάλιν και τις πολιτικές
επιλογές του, ή στην... «καλύτερη» τους πραξικοπηματίες «διαδόχους» του.
Για το ΚΚΕ, που αντλούσε υπόσταση
από τη ρεβιζιονιστική ΣΕ, οι λογικές «προδοσίας» εξυπηρετούν την αποφυγή
αυτοκριτικής του για μια ολόκληρη περίοδο αναφοράς του σε αυτή. Σε κάθε
περίπτωση, όμως, οι ρεφορμιστικές δυνάμεις, ως γνήσια παιδιά της ήττας και της
αποσυγκρότησης, αντιμετωπίζουν την ιστορία σαν ιστορία προσώπων και όχι των
μαζών και των αγώνων τους. Εξ ου και κατακεραυνώνουν με σχετική άνεση τις
αδυναμίες που εμφάνισαν οι εργάτες στο δύσκολο έργο οικοδόμησης της άλλης
κοινωνίας. Ρίχνουν κάθε ευθύνη στις επιλογές του ενός ή του άλλου ατόμου, λες
και αυτές δεν προσδιορίστηκαν από τις πολιτικές διεργασίες (ή μη) εντός των
μαζών.
Εμείς θα πούμε ότι η πολιτική
Στάλιν εξέφραζε τις ανάγκες των εργατών και της κοινωνίας τους. Ότι κομβικό
κομμάτι της ήταν η αντιπαράθεση που έκανε σε κάθε επίπεδο απέναντι στην
εργαζόμενη διανόηση, τους «ανανεωτές» και τελικά νεκροθάφτες του σοσιαλισμού.
Ήταν η ανατρεπτική κατεύθυνση που υπηρετούσε αποφασιστικά υπό αντίξοες συνθήκες
που του προσέδιδε κύρος. Τέτοιο μάλιστα που εμπόδισε την εργαζόμενη διανόηση
για μεγάλο χρονικό διάστημα να υλοποιήσει τα αντεπαναστατικά της σχέδια. Πριν
από αυτό το σημείο, βέβαια, η σταλινική ηγεσία είχε να αντιμετωπίσει μια
αντιπολίτευση (Τρότσκι, Κάμενεφ, Ζηνόβιεφ, Μπουχάριν) που έβαζε σοβαρά προβλήματα
στη σοσιαλιστική οικοδόμηση και καθόλου δε λογάριαζε την αναγνώριση της ηγεσίας
από τον σοβιετικό λαό. Η αδυναμία της αντιπολίτευσης να επικρατήσει πολιτικά
την έφτασε από τον φραξιονισμό και την αντεπαναστατική δράση μέχρι την ανοιχτή
τρομοκρατία απέναντι στην ηγεσία. Ο Στάλιν, προς απάντηση στην επιχείρηση
εξόντωσης του, προσέφυγε στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του σοσιαλιστικού
κράτους καθώς και στις δίκες του '36. Είναι ένα σημείο στο οποίο οι κριτικές
οργιάζουν. Όσες όμως αδυναμίες και αν εντοπίζει κανείς στις παραπάνω κινήσεις-
π.χ. πόσο έγιναν τα ζητήματα και η επίλυση τους υπόθεση των μαζών, ή πώς η
συγκεκριμένη λύση προσέδωσε στην αυτονόμηση που παρουσίασαν τελικά οι
μηχανισμοί βίας- δεν μπορεί να παραβλέψει το πολιτικοκοινωνικό υπόβαθρο τους.
Αυτό σε κάθε περίπτωση επέβαλε έγκαιρες και αποφασιστικές πρωτοβουλίες από
πλευράς της σοβιετικής ηγεσίας. Διαφορετικά, η εργατική τάξη και το κόμμα της
θα γίνονταν έρμαιο μιας ανεξέλεγκτης πια μειοψηφίας, σε μια περίοδο που
απαιτούνταν η ευρύτερη δυνατή συσπείρωση για την αντιμετώπιση της φασιστικής
απειλής.
Έμπρακτη απάντηση: Μεγάλη
Προλεταριακή Πολιτιστική Επανάσταση (Μ.Π.Π.Ε.)
Παρά τις δυσκολίες, στο διεθνές
επαναστατικό κίνημα επιχειρήθηκε η ερμηνεία των νέων εξελίξεων και μάλιστα στο
πεδίο των μαζών. Συγκεκριμένα, το ΚΚ Κίνας, υπό την καθοδήγηση του Μάο
Τσετούνγκ, έκανε σκληρή κριτική στους ρεβιζιονιστές και το 20ο συνέδριο.
Κόντραρε με επιμονή την κατεύθυνση της ταξικής συνεργασίας, του «ειρηνικού
περάσματος» και της ειρηνικής συνύπαρξης με τις καπιταλιστικές χώρες, καθώς και
την επέμβαση των ρεβιζιονιστών στο εσωτερικό άλλων κομμουνιστικών κομμάτων.
Η πραγματοποίηση της Μ.Π.Π.Ε.
στην Κίνα, με πρωτοβουλία του ΚΚ και του Μάο, αποτέλεσε το επιστέγασμα αυτή της
αντιπαράθεσης, αφού τη μετέφερε εντός της εργατικής τάξης και της νεολαίας. Όχι
μόνο άνοιξε τα ζητήματα της δεκαετίας του '50 ως είχαν, αντιπαραβάλλοντας την
επαναστατική στη ρεβιζιονιστική άποψη, αλλά πρόταξε τη σοσιαλιστική οικοδόμηση
ως την πιο άμεση απάντηση. Δόθηκε έτσι ανατρεπτική ώθηση σε μια σειρά λαϊκούς
και ταξικούς αγώνες παγκόσμια.
Γι' αυτό και η ήττα της, σε
συνδυασμό με την αδυναμία του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος να αφομοιώσει
τα συμπεράσματα των εξελίξεων των τελευταίων δεκαετιών, και την αυξανόμενη, με
επαναστατικό προκάλυμμα, επιρροή του ρεβιζιονισμού - ρεφορμισμού στο κίνημα,
είχε διαλυτικές συνέπειες στα μέτωπα πάλης των λαών.
Επίλογος ή «επίλογος»;
Με τις καταρρεύσεις του '90 - '91
ολοκληρώνεται η παλινόρθωση του καπιταλισμού και συνολικότερα η ανατροπή των
συσχετισμών εις βάρος των λαών. Η περίοδος που έπεται χαρακτηρίζεται από την
πιο σφοδρή επίθεση του κεφαλαίου απέναντι στα δικαιώματα της εργατικής τάξης,
καθώς και τη διαδικασία ξαναμοιράσματος του κόσμου από πλευράς των
ιμπεριαλιστών, με προεξάρχουσες τις ΗΠΑ. Αυτά καθόλου δεν τα αναιρούν τα
ιδεολογήματα της «παγκοσμιοποίησης» και του «τέλους της ιστορίας», που γίνονται
από τότε καραμέλα στα χείλη των αστών και δυστυχώς δέχονται και τα
χειροκροτήματα της πλειοψηφίας της Αριστεράς. Αντίθετα, αποτελούν ένα άσχημο περιτύλιγμα
της ιμπεριαλιστικής - καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
Γιατί, στην πραγματικότητα, δεν
είναι αυτός ο επίλογος της πάλης των λαών, ούτε φυσικά οι θυσίες τους για μια
καλύτερη ζωή πήγαν στον «βρόντο». «Το ουσιαστικό είναι ότι ο πάγος έσπασε, ο
δρόμος άνοιξε, ότι ο δρόμος χαράχτηκε» (Β.Ι. Λένιν).Ο επίλογος, λοιπόν, θα
γραφτεί όταν οι λαοί, οι εργαζόμενοι, η νεολαία, οι καταπιεσμένοι σε
οποιαδήποτε γωνιά του πλανήτη πιάσουν το νήμα από εκεί που το άφησαν, πάρουν
την τύχη τους στα χέρια τους, πετάξουν το σάπιο σύστημα στο χρονοντούλαπο της
ιστορίας και περάσουν από το «βασίλειο της αναγκαιότητας» στο «βασίλειο της
ελευθερίας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου