του Βασίλη
Σαμαρά
Δημοσιεύτηκε
στην Προλεταριακή Σημαία φυλ. 460-61, στις 7/9/2002
Κι ήτανε
τόσο ωραίος ο κόσμος μας. Τόσο ειρηνικός και ασφαλής. Τόσο αγγελικά πλασμένος.
Ηταν άγνωστη η βία. Η καταπίεση, τα βασανιστήρια, το έγκλημα, οι φόνοι είχαν
εξοβελιστεί από την κοινωνία των ανθρώπων.
Ηρθε όμως
μετά εκείνος ο Μαρξ. Ο τρισκατάρατος. Ο Εωσφόρος. Και έφερε στον κόσμο τη βία.
Οχι, στους
αιώνες που προηγήθηκαν «δεν υπήρξαν» ποτέ τα εκατομμύρια των νεκρών στις
χιλιάδες των πολέμων.
«Δε γίνανε
ποτέ» οι μαζικές σφαγές εκατομμυρίων ανθρώπων μέσω των οποίων επιβλήθηκε η
«θρησκεία της αγάπης».
«Δε
συνέβη» η εξόντωση ολάκερων λαών από τους «πολιτισμένους» λευκούς αποίκους.
«Δεν
υπήρξαν» τα εκατομμύρια των ανθρώπων που κομματιάζονται καθημερινά στον τροχό
της δουλείας και της εκμετάλλευσης.
Στο
κάτω-κάτω ακόμα κι αν υπήρξαν όλα αυτά, αυτό δεν ήταν βία. Ηταν το θέλημα του
Θεού. Ο οποίος εν τη σοφία και τη αγαθότητά του εναπόθετε την εκπλήρωση του
θελήματός του στα χέρια (και τα μαχαίρια) των εκλεκτών του και κυρίαρχων της
γης. Ετσι για να διασφαλίζεται η «φυσική τάξη» των πραγμάτων. Βία είναι μόνο
κάθε πράξη αντίστασης αυτών που υφίσταται την εκμετάλλευση και την καταπίεση,
αυτών που δολοφονούνται καθημερινά. Βία είναι οτιδήποτε στρέφεται ενάντια σ’
αυτή τη «φυσική τάξη». Την ευλογημένη απ’ το Θεό.
Πρόκειται
βεβαίως για ιεροσυλία! Και μέγας ιερόσυλος ο Μαρξ. Ο οποίος τόλμησε -ακούστε
Χριστιανοί- να «εξομοιώσει τη βία της πλέμπας με το θείο θέλημα''. Αυτό ήταν
κάτι που δεν μπορούσε να το ανεχτεί η ευσέβεια, το ήθος και η αρετή των
εκλεκτών. Των ορνέων του κεφαλαίου. Των τρωκτικών του Δημόσιου Ταμείου. Των
τρόφιμων του Ευρωπαϊκού Πρυτανείου. Των κολαούζων της σύγχρονης Ρώμης. Των
διαιτουμένων των σαλονιών. Των καταπιεστών και μακελάρηδων των λαών. Και
έμπλεοι «ιερής οργής» ανοίξανε τους υπονόμους των ψυχών τους.
Και
-βδομάδες τώρα- ποτάμια ξεχύνεται ο βούρκος που θέλει να λερώσει και να
σκεπάσει ό,τι ζει και κινείται.
Ξεκάθαρος
-είναι το μόνο «καθαρό» σ’ αυτούς- ο στόχος.
Να επιβάλλουν
την «φυσική τάξη» της απόλυτης υποταγής του λαού. Τη νομιμότητα της
εκμετάλλευσης και της καταπίεσης. Την ιερότητα της βίας που διασφαλίζει την
κυριαρχία τους.
Μια
«παλιά»-σημερινή ιστορία
Θα
μπορούσε ίσως να πει κανείς ότι αυτή είναι η χυδαία εκδοχή του πράγματος. Η
απροκάλυπτη και φασίζουσα. Αυτή που συμβαδίζει με τον «πολιτισμό» (τη
βαρβαρότητα) της εποχής. Αυτή που αναλαβαίνουν να διεκπεραιώσουν οι διάφοροι
Ανδριανόπουλοι και συναφείς. Τα φασιστοειδή των καναλιών και τα σαπρόφυτα των
εντύπων. Οι μισοανακριτές και μισοασφαλίτες της «δημοσιογραφίας». Δεν είναι
ωστόσο η μόνη εκδοχή του πράγματος. Υπάρχει και η άλλη. Η «σοβαρή». Η
«επιστημονική». Αυτή που αναλαβαίνει να θέσει το ίδιο, στην ουσία, ζήτημα και
στην ίδια πάντα κατεύθυνση, «προσέχοντας» ωστόσο τα «λόγια» της.
Μετράει
πλέον αρκετά χρόνια η επίθεση που το σύστημα έχει εξαπολύσει ενάντια στους
λαούς. Αυτή που επιχειρεί να ξεθεμελιώσει κάθε κατάκτηση, κάθε δικαίωμα που
κέρδισαν οι εργαζόμενες μάζες με τους αγώνες τους. Να πάρει την «ιστορική
ρεβάνς» από το προλεταριάτο και το Κομμουνιστικό Κίνημα. Τόσο περισσότερο
εκδικητική όσο περισσότερο ένιωσε να κινδυνεύει -για πρώτη φορά στην ιστορία- η
κυριαρχία της.
Αυτή η
ρεβάνς επιδιώκεται και στο ιδεολογικό πεδίο. Το σύστημα γνωρίζει πολύ καλά πόση
σημασία έχει αυτό για την οχύρωση της κυριαρχίας του. Εδώ θα επισημάνουμε μόνο
ένα βασικό άξονα της λογικής που κινήθηκε. Είχε μια ορισμένη διαδρομή και μια
ανάλογη κλιμάκωση.
Εν αρχή επελέγη ως στόχος ο Στάλιν. Λιγότερο
γιατί θεωρήθηκε σαν «εύκολος» στόχος. Περισσότερο γιατί το σύστημα βρήκε
«εύκολους» συμμάχους στις γραμμές της αριστεράς. Αυτούς που απέρριπταν με πάσα
ευκολία το Στάλιν αλλά παρέμεναν, λέει, «σταθεροί» στις Λενινιστικές και
Μαρξιστικές τους αντιλήψεις. Σαν τέτοιοι γίνονταν και δεκτοί στα σαλόνια του
«καλού κόσμου» (τότε δεν είχε «παράθυρα») και καμάρωναν κιόλας οι μικρόμυαλοι
πως «εισάγανε» τον μαρξισμό στα κέντρα των αποφάσεων. Οταν ήρθε το «πλήρωμα του
χρόνου», το σύστημα θεώρησε ότι μπορούσε πλέον να τους αναθέσει και την
«περιποίηση» του Λένιν. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς, ανέβηκαν πρόθυμα το σκαλοπάτι
-που να ψάχνουν τώρα, έτσι κιόλας που είχαν καλομάθει-. Παρέμεναν όμως
«Μαρξιστές»! Ολα κι όλα! Ομως το «κακό» πρέπει να «χτυπηθεί στη ρίζα του».
Είναι η ώρα να τεθεί στο στόχαστρο της «κριτικής» ο Μαρξ. Δεν είναι εύκολο κι
ούτε είναι εδώ που μπορεί να τεθεί το ζήτημα στο σύνολό του.
Συμβαίνει
ωστόσο στις μέρες μας και με αφορμή την περίπτωση της «17Ν» (και της
«τρομοκρατίας» εν γένει) να έχει δημιουργηθεί ένα κλίμα που κάποιοι το είδαν ως
ευκαιρία. Αν και γνωρίζουν ότι αυτή η ιστορία δεν έχει καμιά σχέση με την
αριστερά. Αν και ξέρουν ότι οι κομμουνιστικές απόψεις είναι εχθρικές σε μια
τέτοια λογική. Οτι απέχει έτη φωτός από την Μαρξιστική αντίληψη. Τόσο μακριά
ώστε να βρίσκεται κοντά στη δική τους λογική. Να συγγενεύει μαζί τους. Τι
σημασία έχουν όμως όλα αυτά. Σημασία έχει ότι στο κλίμα που έχει δημιουργήσει ο
αγοραίος αντικομμουνισμός των χυδαίων, μπορούν πλέον και οι «σοβαροί» να
πλασάρουν τη δική τους πραμάτεια. Ευελπιστώντας ότι έτσι εχόντων των πραγμάτων
δεν θα διαμαρτυρηθούν οι λέξεις. Δε θα δυστροπήσουν οι φράσεις. Δε θα τους
σαρκάσουν οι έννοιες.
Ο από
καθέδρας αντικομμουνισμός.
Σ’ αυτό το
πλαίσιο και σε μια τέτοια κατεύθυνση ανέλαβε και ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος
(ΘΔ), «καθηγητής της Πολιτικής Επιστήμης» όπως μας πληροφορεί η «Ελευθεροτυπία»
(28-8-02), να δώσει και τη δική του συμβολή. Θέμα του, οι «ιδεολογικές ρίζες
της βίας». Πραγματικός του στόχος να αποδείξει «επιστημονικώ τω τρόπω» ότι «Ο
Μαρξισμός… εμπεριέχει περισσότερο από κάθε άλλο ιδεολόγημα που δημιούργησε ο
ανθρώπινος νους, το σπέρμα της βίας». Δύσκολο το εγχείρημα. Και με
κακοτοπιές. Τις οποίες ο κ. καθηγητής επιχειρεί να ξεπεράσει με τα δικά του,
(πραγματικά αυτή τη φορά) ιδεολογήματα, χωρίς ωστόσο να «περιφρονεί» και τη
χρήση στρεβλώσεων και αλχημειών. Ας δούμε.
Το πρώτο
που απαιτεί ένα τέτοιο εγχείρημα είναι, η βία, από κοινωνικό φαινόμενο (και με
αντίστοιχες αιτίες) να αναχθεί σε μια έννοια ολίγον τι «αφηρημένη», ενιαία και
αδιαίρετη. Σαν τέτοια, μπορεί να υποστηριχθεί ότι αποτελεί προϊόν ιδεών αλλά
και να δικαιολογεί τον τίτλο (την επιλογή) του πονήματος. («Οι ιδεολογικές
ρίζες της βίας»).
Λέει λοιπόν: «Σχεδόν πίσω από
κάθε ενέργεια βίας ή τρομοκρατίας ατομικής ή συλλογικής βρίσκεται ένα
ιδεολόγημα, ένα ”πιστεύω”, ένα σύστημα ή ένας κώδικας αξιών που ερμηνεύει τον
κόσμο και φιλοδοξεί να ενεργοποιήσει κοινωνική δράση ικανή να προσαρμόσει τη
πραγματικότητα στο προβαλλόμενο αξιακό σύστημα… Ασφαλώς και δεν είναι τυχαίο το
γεγονός ότι οι θρησκευτικοί πόλεμοι καθώς και οι πόλεμοι αντιπαράθεσης
ταυτοτήτων υπήρξαν από τους βιαιότερους στην ιστορία».
Η βία
λοιπόν κατά τον κ. ΘΔ υπήρξε πάντα προϊόν ιδεών (ιδεοληψιών) και αυτό
αποδεικνύεται και από την ιστορία. Μάλιστα. Να ξεκινήσουμε λοιπόν κι εμείς από
αυτό το τελευταίο. Πράγματι οι θρησκευτικοί πόλεμοι υπήρξαν από τους πιο
αιματηρούς. Αποτελεί ωστόσο ένα είδος «κατορθώματος» το ότι ο κ. ΘΔ μπόρεσε να
φτάσει σ’ αυτούς «υπερπηδώντας» τους πολύ πιο «κοντινούς» μας Α’ και Β’
Παγκόσμιους Πολέμους, τους πιο αιματηρούς στην ιστορία ή ακόμη και τους
Ναπολεόντειους. Βλέπεις, η αναφορά σ’ αυτούς μάλλον δεν προσφέρεται για το
είδος της διεύρυνσης, του θέματος που επιχειρεί. Αλλά ας πάμε και στους
θρησκευτικούς πολέμους στους οποίους αναφέρεται.
Πράγματι,
σ’ αυτούς υπήρχε έντονο το στοιχείο της ιδεοληψίας. Αλλά ο κ. καθηγητής δεν
αγνοεί (τουλάχιστον δεν δικαιούται να αγνοεί) ότι οι πραγματικές κινούσες
αιτίες ήσαν άλλες. Οτι στη βάση τους αυτοί οι πόλεμοι ήταν επεκτατικοί και με
τους οποίους κάποιες δυνάμεις θέλανε να διευρύνουν την κυριαρχία τους, ή
κοινωνικοί που στις συνθήκες της εποχής ενδύονται θρησκευτικό περίβλημα.
Αλλά ο κ. καθηγητής αυτό ακριβώς
επεδίωκε. Να αποφύγει με τον απήγανο των «ιδεών» τον διάβολο των γεγονότων. Μα
δεν παίζουν ρόλο οι ιδέες; Φυσικά και παίζουν. Πράγματι μπορούμε να πούμε, και
να βρισκόμαστε κοντά (αλλά όχι σε πλήρη ταύτιση) με την αλήθεια ότι ένα άτομο
κινείται στη βάση κάποιων ιδεών. Ακόμη και σε συλλογικό επίπεδο η συμπεριφορά,
η δράση κοινωνικών ομάδων, τάξεων κλπ «ενοποιείται» και χαρακτηρίζεται με βάση
κάποιες «κινούσες ιδέες».
Μόνο που
το ζήτημα εδώ δε βρίσκεται ούτε στο πώς εξατομικεύονται ούτε στο πώς
προβάλλονται στο επίπεδο των ιδεών οι αιτίες των κοινωνικών φαινομένων ή αν
θέλετε οι «ρίζες της βίας». Γιατί οι ρίζες της βρίσκονται στις κοινωνικές,
ταξικές αντιθέσεις και γενικότερα τη σύγκρουση συμφερόντων και στην πιο «υλική»
τους διάσταση. Τα αγνοεί αυτά ο κ. ΘΔ, θέλει να τα συγκαλύψει ή μήπως βρίσκεται
δέσμιος των ιδεοληψιών; Της άποψης δηλαδή που υποστηρίζει, σε αναφορά με την
«παλιά» διάσταση ανάμεσα στον ιδεαλισμό και το διαλεκτικό υλισμό περί του τι
έχει την «προτεραιότητα» στη διαλεκτική σχέση ιδεών-γεγονότων.
Οπως και να ‘χει το σχήμα που
χρησιμοποιεί είναι αρκετά «βολικό». Με δεδομένο ότι στην πραγματική ζωή οι
μορφές της βίας είναι επίσης πραγματικές και πολύ συγκεκριμένες, ένα τέτοιο
σχήμα επιτρέπει στον κ. καθηγητή να «υπερυψώνεται» αυτών των μορφών και από
εκεί να απορρίπτει συλλήβδην «κάθε μορφή» βίας. Θα λέγαμε «μικρότερο αμάρτημα»
αν έστω σ’ αυτό ήταν ειλικρινής. Γιατί ο κ. ΘΔ παίρνει θέση και μάλιστα σαφή.
Αυτό που τον απασχολεί και αυτό που θέλει να καταδικάσει είναι μόνο η βία που
έχει προέλευση «από τα κάτω».
Η ρίζα του
«κακού»
Ο
Μαρξισμός λοιπόν κατά τον κ. ΘΔ εμπεριέχει περισσότερο από κάθε τι το «σπέρμα
της βίας». Πολύ σωστά! Ως γνωστόν τις ατομικές βόμβες στη Χιροσίμα και το
Ναγκασάκι τις έριξε ο …Μαρξ. Εδώ ο κ. ΘΔ μας δίνει το στίγμα του. Δεν θα
μπορούσε άλλωστε να το αποφύγει αφού αυτό κυρίως το «μήνυμα» ήθελε να εκπέμψει.
Μόνο που του χρειάζονται κάποιες «τροποποιήσεις» (του Μαρξισμού και της
αλήθειας) για να το πετύχει. Αλλά ο κ. καθηγητής ουδόλως πτοείται από τέτοιες
δυσκολίες.
Ας δούμε: «Ο Μαρξισμός ως
θρησκεία εκκοσμικευμένη ως γνώστης δηλαδή της ιστορικής νομοτέλειας …
εμπεριέχει περισσότερο από κάθε άλλο ιδεολόγημα που δημιούργησε ανθρώπινος νους
το σπέρμα της βίας. Για ένα πολύ απλό λόγο. «Γνωρίζει» -αυτή είναι μια διαφορά
από το Χριστιανισμό. Ο Χριστιανός ξέρει πως πιστεύει, ο μαρξιστής πιστεύει πως
ξέρει… Από τι στιγμή όμως που δημιουργήθηκε ένα εσχατολογικού περιεχομένου
ιδεολογικό σύστημα καθολικά απορριπτικό της κρατούσας πραγματικότητας…»
κλπ, κλπ.
Ο
Μαρξισμός λοιπόν είναι πηγή βίας επειδή είναι κάτι σαν θρησκεία. Εύλογο το
συμπέρασμα πως η θρησκεία, κατά τον κ. ΘΔ είναι μια μάλλον μεγαλύτερη πηγή βίας
μια και χρησιμοποιείται σαν το δεδομένο και σταθερό πρότυπο αναφοράς. Θα
υπέθετε κανείς ότι ο κ. ΘΔ είναι μάλλον και αντίθρησκος. Δεν γνωρίζουμε καθόλου
τον κ. ΘΔ, αλλά μάλλον βιάζεστε.
Ο
Μαρξισμός συνακόλουθα απορρίπτεται επειδή ως «θρησκεία εκκοσμικευμένη»
είναι ένα κλειστό ιδεολογικό σχήμα, με ιδεαλιστικά μεταφυσικά γνωρίσματα και
εσχατολογικό χαρακτήρα. Εδώ μας προκύπτει κοντά στα άλλα και μια κριτική του
Μαρξισμού από την πλευρά -κατά κάποιο τρόπο έστω- του ιστορικού υλισμού και της
διαλεκτικής. Και υλιστής, λοιπόν, ο κ. ΘΔ και πιθανά «πιο πέρα κι απ’ τον
Μαρξ»; Πάλι βιάζεστε!
Γιατί πως
συμβιβάζεται αυτό με την ιδεαλιστική βάση του θεωρήματός του περί βίας; Χώρια
δηλαδή που φροντίζει τελικά να «απαλλάξει» των ευθυνών της τη θρησκεία και δη
τη Χριστιανική. Η διαφορά του Μαρξισμού με τον Χριστιανισμό είναι πως ο «Χριστιανός
ξέρει πως πιστεύει ενώ ο Μαρξιστής πιστεύει πως ξέρει». Κι ας έχει
ευλογήσει ο Χριστιανισμός τα περισσότερα από τα μεγαλύτερα εγκλήματα στην
ιστορία της ανθρωπότητας. Κι ας έφτασε μέχρι το σημείο να «αποφανθεί» πως οι
ιθαγενείς των «νέων χωρών» είναι «μη άνθρωποι» για να δικαιολογήσει τις μαζικές
δολοφονίες. Εδώ βέβαια ο κ. ΘΔ μπορεί να μας παραπέμψει στις «ιδεοληψίες» που
βρίσκονται πίσω από τέτοια φαινόμενα. Τρίχες, κ. καθηγητά μου. Χρυσάφι,
πετράδια, δούλους και νέες περιοχές κυριαρχίας θέλανε οι λευκοί επιδρομείς και
φυσικά έπαιρνε και το παπαδαριό το μερτικό του. Αλλά εδώ κοντά στα άλλα έχουμε
και ένα μικρό «θαύμα» αλχημείας εννοιών.
Η
θρησκεία, κατά τον κ. ΘΔ, είναι προφανώς δεδομένη πηγή βίας μια και μόνον έτσι
μπορεί να εξηγηθεί η χρήση της σαν σημείο αναφοράς και σύγκρισης. Ο Μαρξισμός
είναι κι αυτός πηγή βίας κι αυτό προκύπτει από την ομοιότητα των
χαρακτηριστικών του με αυτά των …θρησκειών. Οπερ έδει δείξαι! Μόνο που η
«εξίσωση» δεν έχει ένα μόνο αποτέλεσμα. Η θρησκεία (και ειδικά η χριστιανική)
αφού χρησίμεψε για να «αποδείξει» το «εσχατολογικόν» του Μαρξισμού, μπορεί
πλέον και να απαλλαγεί των αμαρτημάτων της. (Εντάξει, λες και καμιά κουβέντα
αλλά μην «παρεξηγηθείς» κιόλας!)
Μπορούμε
δηλαδή να πούμε πως με όλα αυτά έχουμε εδώ και μια κριτική του Μαρξισμού από
την πλευρά του … «υλισμού» και με τελικό στόχο την ενίσχυση της ιδεαλιστικής
αντίληψης της ιστορίας και των κοινωνικών φαινομένων. Δεν πρόκειται αλήθεια για
ένα μικρό έστω «θαύμα»;
Ο κ. ΘΔ
γνωρίζει πολύ καλά, ο Μαρξισμός ούτε θρησκεία είναι, ούτε «κλειστό» φιλοσοφικό
σύστημα, ούτε εσχατολογικό. Γνωρίζει -οφείλει να γνωρίζει- ότι ο ίδιος ο
Μαρξισμός αυτοπροσδιορίζεται σαν θεωρία που αναπόφευκτα θα ξεπεραστεί κι αυτή
κάποτε από την ιστορική εξέλιξη. Γι’ αυτό και σαν «φρόνιμος» και «σοβαρός»
φροντίζει να φυλάει και τα νώτα του. Γι’ αυτό και αναφέρει πως «σε μια
τέτοια προσέγγιση οδηγεί ασφαλώς μόνο η άκριτη και καθολική πρόσληψη του
Μαρξισμού ως κλειστού και πλήρους…» κλπ. Προσθέτει μάλιστα πως κάποιοι «άντλησαν
και αξιοποίησαν ουμανιστικά στοιχεία με τα οποία εξανθρώπισαν κοινωνίες
διεπόμενες αποκλειστικά από το νόμο του κέρδους». Και που τα βρήκαν δηλαδή
αυτά τα στοιχεία, στην «θεωρία της βίας»;
Ο κ. ΘΔ
προχωρεί ωστόσο ακόμη περισσότερο. Λέει π.χ. πως «εάν είχε υπάρξει στις ΗΠΑ
ισχυρό Μαρξιστικό κίνημα ίσως η χώρα αυτή να ήταν λιγότερο βίαιη…» Πώς
δηλαδή κ. καθηγητά, δια της «ομοιοπαθητικής»; Και γιατί αυτή ή αυτές οι χώρες
δεν μπορούν να εξανθρωπιστούν αφ εαυτών; Και ποιος είναι ο ρόλος του «νόμου του
κέρδους» σ’ αυτό; Την απάντηση θα πρέπει να την αναζητήσουμε σ’ αυτό που μάλλον
είναι το πρόβλημα του κ. ΘΔ. Και που δεν είναι βέβαια «φιλοσοφικό».
Το
πραγματικό πρόβλημα
Αυτό που
ενοχλεί κυρίως τον κ. ΘΔ και τους ομοϊδεάτες του είναι ότι ο Μαρξισμός δεν
αρκείται στην κριτική του καπιταλισμού. Αν παρέμενε σ’ αυτό το επίπεδο αυτοί ως
άτομα με ευρύ πνεύμα μπορούν όχι μόνο να τον ανεχτούν αλλά του ‘χουν κιόλας
έτοιμο και ρόλο. Αυτόν του «εξανθρωπισμού» των κοινωνιών που διέπονται από το
νόμο του κέρδους .
Λες και οι κοινωνικές ισορροπίες
είναι κάτι που μπορεί να παραγγείλει κανείς στο ραφτάδικο της γειτονιάς του.
Αυτό λοιπόν που τους κάνει απόλυτα εχθρικούς απέναντι στο Μαρξισμό είναι το ότι
από τη Μαρξιστική κοσμοαντίληψη «παράγεται» μια συγκεκριμένη πολιτική άποψη.
Εν
συντομία, ότι αυτός ο κόσμος είναι εκμεταλλευτικός, καταπιεστικός, είναι
άδικος, μπορεί και πρέπει να αλλάξει. Ιδού λοιπόν οι ρίζες της βίας, μια και
για ν’ αλλάξει απαιτείται η χρήση της βίας. Μόνο που πριν την απόφανση
προηγείται ένα ερώτημα. Αυτός ο κόσμος πρέπει να αλλάξει ή πρέπει να μείνει ως
έχει; Το ερώτημα δεν είναι «φιλοσοφικό» και η απάντηση δεν είναι μία. Γιατί
είναι προφανές ότι άλλη απάντηση θα δώσουν οι κολασμένοι αυτής της γης και άλλη
τα αφεντικά της.
Αλλά ο κ. καθηγητής βρίσκεται ήδη
«υπεράνω» τέτοιων απλοϊκών και «σχηματικών» ερωτημάτων. Ευρισκόμενος λοιπόν σε
θέση αιώρησης ούτε που διανοείται να θέσει στον εαυτό του κάποια επίσης
«απλοϊκά» ερωτήματα. Το καθεστώς αυτού του κόσμου πού στηρίζεται; Μήπως είναι
θεμελιωμένο πάνω στη βία; Μήπως αυτό είναι που κάνει ανέφικτο οποιονδήποτε,
ομαλό ας πούμε, τρόπο αλλαγής του; Μήπως εδώ, ακριβώς εδώ, πρέπει να αναζητηθεί
η μήτρα της βίας; Εδώ στην πολύμορφη, καθημερινή αδίστακτη και οργανωμένη βία
των κρατούντων;
Αναρωτιέται ο κ. ΘΔ μήπως η ύπαρξη
ενός ισχυρού Μαρξιστικού κινήματος στις ΗΠΑ μπορούσε να κάνει αυτή τη χώρα
λιγότερο βίαιη και μάλιστα σε αναφορά με το ρόλο της σε παγκόσμια κλίμακα. Αλλά
τέτοιο κίνημα ή τουλάχιστον οι προϋποθέσεις για την ύπαρξή του είχαν
δημιουργηθεί στις ΗΠΑ κ. καθηγητά. Μόνο που «ξηλώθηκαν» με τον πιο καθολικό,
τον πιο βίαιο τρόπο. Και βέβαια όχι λόγω «ιδεοληψιών» της ηγετικής ελίτ των
ΗΠΑ. Αλλά επειδή ο Μαρξισμός, ο Λενινισμός και το Κομμουνιστικό Κίνημα
αποτελούσε και αποτελεί το μέγα εμπόδιο για τα συμφέροντα και τη βία των
κρατούντων. Αυτή που καταπιέζει και δολοφονεί καθημερινά, αυτή που είναι έτοιμη
να σπαράξει χιλιάδες χάριν του κέρδους, αυτή που μπορεί να ματοκυλίσει τον
κόσμο όλο χάριν των συμφερόντων και της εξουσίας τους.
Και εδώ
είναι πλέον το μεγάλο θέμα. Αλήθεια, από ποια βία και πόθεν προερχόμενη
κινδυνεύει σήμερα ο κόσμος; Είναι άραγε τόσο δύσκολο να διακρίνει κανείς τους
πυραύλους που ετοιμάζονται να ρημάξουν ξανά μια χώρα, ν’ ακούσει το ρόγχο των F16 καθώς ζεσταίνουν τις μηχανές τους και
φορτώνουν τις βόμβες με τις οποίες θα κομματιάσουν κόσμο και κοσμάκη;
Μάλλον το
αντιλαμβάνεται αυτό ο κ. ΘΔ. Μόνο που το «θυμήθηκε» στο Υ.Γ. (και αφού είχε ήδη
εξαντλήσει τα πυρά στον «κύριο στόχο») κι ακόμα κι εκεί το έθεσε έμμεσα και
«διακριτικά». Μήπως για να το προσθέσει κι αυτό στο άλλοθί του; Είναι κι αυτό.
Υπάρχει όμως και μια πιο σοβαρή πλευρά.
Το δικό
μας Υ.Γ.
Ποιο είναι
τελικά το πρόβλημα όλων αυτών των κυρίων που παρ’ ότι μάλλον αντιλαμβάνονται
τους κινδύνους που απειλούν την ανθρωπότητα καθώς και την πηγή προέλευσής τους
ιεραρχούν σε πρώτο πλάνο τους «κινδύνους» που προέρχονται από τον «εχθρό-λαό»,
την ιδεολογία και την πολιτική άποψη που υπερασπίζεται τα λαϊκά συμφέροντα;
Είναι
απλώς καιροσκοπισμός, η έγνοια μη και δυσαρεστήσουν του κυρίαρχους του κόσμου
και απολέσουν τα προνόμιά τους; Βεβαίως είναι κι αυτό. Μόνο που μπορεί να
διατυπωθεί και κάπως πιο «κομψά», πιο σύνθετα, πιο θεωρητικά. Χρειάζεται βέβαια
να «μπούμε» κι εμείς στον «κόσμο των ιδεών». Χρήσιμη εδώ μια αναφορά του κ. ΘΔ
ο οποίος βλέπει εξόχως αρνητικό το γεγονός ότι το μήνυμα του Μαρξισμού είναι
«κατά βάσιν απευθυνόμενο σε όσους αδυνατούν να αντιληφθούν ότι ο κόσμος αλλάζει
μόνο απ’ αυτούς που ξέρουν πόσο αργά και δύσκολα επιτελείται κάτι τέτοιο».
Κατ’ αρχήν
και έτσι σαν παρένθεση. Η μομφή περί του «εύκολα και γρήγορα» δεν έχει
παραλήπτες στο χώρο του Μαρξισμού και των κομμουνιστών. Μάλλον θα έπρεπε να
απευθύνεται π.χ. στον Α. Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ του 1981 που διακήρυτταν «στις
18 θα έχουμε σοσιαλισμό»! Ας ξαναγυρίσουμε όμως στο θέμα μας.
Αυτό
λοιπόν που φαίνεται να είναι αφόρητο για μια κατηγορία διανοούμενων, κυρίως
είναι το γεγονός ότι ο Μαρξισμός απευθύνει το μήνυμά του «σ’ αυτούς που μπορούν
να το αντιληφθούν». Στην πλέμπα. Τον Μαρξ ακόμη και την κριτική του, κάλλιστα
θα μπορούσαν να τον αποδεχτούν στην ''ακαδημαϊκή τους κοινότητα''. Τόσοι και
τόσοι «αιρετικοί» (τρόπος του λέγειν) βρίσκονται στους κόλπους της. Αν παρέμενε
ακαδημαϊκός. Αν δεν «πρόδιδε» την ακαδημαϊκή τάξη παραδίδοντας τα «άγια των
ιδεών» στον «χύδην όχλο».
Και κυρίως
αν δεν τους δημιουργούσε έτσι, αυτό που εμφανίζεται πλέον σαν υπαρξιακό τους
πρόβλημα. Αν δεν τους αφαιρούσε τη δυνατότητα να εμφανίζονται σαν οι μοναδικοί
και αυθεντικοί μύστες του κόσμου των ιδεών. Οι φύλακες της κιβωτού των ιερών
μυστηρίων της νόησης. Αυτοί που είχαν την αρμοδιότητα να κρίνουν έως και
«αυστηρά» την κοινωνία και τα πεπραγμένα της εξουσίας. Να εμφανίζονται
-κάποιοι- ως «αιρετικοί» έως και «αντάρτες», «επαναστάτες»! (εννοείται
«αφορολόγητα» πάντα).
Μόνο που
«μετά τον Μαρξ» ο τέτοιος ή αλλιώτικος ρόλος τους έπρεπε πλέον να πιστοποιείται
από το μέγα θέμα που είχε θέσει η πάλη των τάξεων στην κοινωνία. Με ποιον
είναι! Ζήσανε χρόνους πολλούς σ’ αυτή την «καταπίεση». Να υπόκεινται οι απόψεις
τους στην κριτική της μάζας, να ελέγχονται οι πράξεις τους από το λαό. Να
δοκιμάζονται οι επιλογές τους στο κριτήριο της πλέμπας. Να δίνουν λογαριασμό
-αυτοί οι εκλεκτοί- στα μυρμήγκια που εισβάλανε στην ιστορία. Που βεβηλώσανε
έως και τον κόσμο των ιδεών. Πώς να τα συγχωρήσουν όλα αυτά στο Μαρξ. Επιτέλους
όμως «απελευθερώθηκαν». Μπορούν χωρίς άγχος πλέον να διαθέτουν το πνεύμα τους
όπως αυτοί νομίζουν. «Ελεύθερα» και ανταποδοτικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου