του Θωμά
Ντίντα
Δημοσιεύτηκε
στο περιοδικό «Έναυσμα» τ. 49, Ανοιξη 2018
Οι βάσεις συγκρότησης του αναρχοκομμουνιστικού
ρεύματος εντοπίζονται στο θεωρητικό έργο του Κροπότκιν. Ο τελευταίος περιγράφει
τον αναρχοκομμουνισμό ως μια κοινωνία, η οποία χαρακτηρίζεται πρώτον από μια παραγωγική
βάση κοινωνικοποιημένη και δεύτερον από την πλήρη έλλειψη κράτους (εξ ου και ο όρος
«αναρχοκομμουνισμός»).
Ο στόχος μιας τέτοιας κοινωνίας είναι
το συνεκτικό στοιχείο μεταξύ των συλλογικοτήτων που αυτοπροσδιορίζονται ως αναρχοκομμουνιστικές.
Και όπως μαρτυρούν τόσο ο στόχος όσο και το σύνολο της πολιτικής αντίληψης και πρακτικής
τους, μιλάμε για ένα ρεύμα στους κόλπους της αναρχίας. Σε αυτή τη βάση διαμορφώνεται
η σημερινή πολιτική τους φυσιογνωμία και παρέμβαση.
Οργανωμένη πάλη: «γραφειοκρατική
στρέβλωση» ή προϋπόθεση νίκης;
Οι ιμπεριαλιστές και η αστική τάξη
γνωρίζουν τον ρόλο που παίζουν στα πλαίσια της κοινωνίας. Έχουν πλήρη συνείδηση
ότι προκειμένου να διατηρήσουν τα σκήπτρα τους, πρέπει να διεξάγουν μια ανελέητη
επίθεση στα δικαιώματα μας. Συνακόλουθα, καταλαβαίνουν ότι δεν γίνεται να διεξάγουν
μια τέτοιου μεγέθους επίθεση χωρίς να προκαλούν νομοτελειακά αντιδράσεις.
Γι' αυτό και θωρακίζονται σε όλα τα
επίπεδα. Είτε αυτό αφορά το αστικό κράτος, είτε τα αστικά κόμματα, την προπαγάνδα
μέσω των ΜΜΕ και του σχολείου ή τα γκλομπ της αστυνομίας, όλα αυτά αποτελούν εκφάνσεις
της ίδιας διαπίστωσης. Ότι, δηλαδή, το σύστημα έχει οργανώσει εξονυχιστικά μηχανισμούς
που του δίνουν τη δυνατότητα, δια της «πειθούς» ή της καταστολής, να επιβάλλεται.
Και όμως, ακόμη δεν μπορεί να κατευνάσει
πλήρως την αυθόρμητη αντίδραση του κόσμου! Το ζήτημα, από 'κει και πέρα, είναι ότι,
για να μεταφραστεί σε νίκες, η αυθόρμητη κίνηση κόσμου πρέπει να διαθέτει και αυτή
τα απαραίτητα εργαλεία, τα οποία θα τη βοηθούν να ξεφεύγει από τους σκοπέλους που
της στήνει η αστική τάξη. Ένα τέτοιο εργαλείο είναι και η οργάνωση του κινήματος.
Η οργάνωση αυτή πάλι δεν είναι ενιαία
αλλά έχει επίπεδα. Αποτελείται καταρχάς από τη συνδικαλιστική οργάνωση του κόσμου
σε όργανα, μέσα στα οποία μπορεί να συσπειρώνει τις δυνάμεις του, να συζητά τα προβλήματα
του και τους τρόπους επίλυσης τους, εν τέλει να δρα μαζικά και συντονισμένα. Αποτελείται
όμως και από τη συγκρότηση στο ανώτερο επίπεδο, εκείνο της πολιτικής οργάνωσης.
Σε αυτή μπορεί να παράγει αναβαθμισμένες απαντήσεις για τα επίδικα της ταξικής πάλης.
Στον αντίποδα όλων των παραπάνω βρίσκεται
η άποψη των αναρχοκομμουνιστικών συλλογικοτήτων, η οποία ισοπεδώνει τα δύο διαφορετικά
επίπεδα συγκρότησης του κινήματος, το αυθόρμητο και το συνειδητό. Αν και προφανώς
εντασσόμενες στο δεύτερο επίπεδο, οι συλλογικότητες αυτές αντιπαλεύουν κάθε έννοια
συγκρότησης του μαζικού κινήματος, θεωρώντας ότι η οργάνωση και η υποταγή του ατομικού
στο συλλογικό «αρπάζει την εξουσία» από τα χέρια της κοινωνίας και καταστέλλει την
«εξεγερσιακή ελευθερία του ατόμου».
Κατ' αυτόν τον τρόπο, οδηγούνται σε
επικίνδυνες πολιτικές θέσεις, όπως είναι το μποϊκοτάρισμα της συνδικαλιστικής οργάνωσης.
Για τους αναρχοκομμουνιστές, αυτή θεωρείται παρωχημένη, γραφειοκρατική, «αντιδημοκρατική»
και για αριστερούς «πολιτικάντηδες». Χαρακτηριστική η στάση τους απέναντι στους
φοιτητικούς συλλόγους, στους οποίους όχι μόνο δεν συμμετέχουν αλλά καλούν και τον
κόσμο να μην τους πλαισιώνει! Δίνουν, έτσι, την πολιτική βιτρίνα σε άλλες πιο...
«ατομικιστικές» τάσεις της αναρχίας να διαλύουν με πεσίματα μέχρι και τις εκλογές
των φοιτητικών συλλόγων, μέσα από τις οποίες προκύπτουν τα όργανα πάλης τους.
Παράλληλα, στο αναβαθμισμένο επίπεδο
της πολιτικής οργάνωσης, είναι φυσικό να μην μπορούν να απαντήσουν. Τι και αν στα
λόγια αναγνωρίζεται μια τέτοια αναγκαιότητας, αναζητούνται φόρμουλες μέχρι και «ομοσπονδιοποίησης»
συλλογικοτήτων; Όταν μια συλλογικότητα συγκροτείται στη βάση της καταδίκης της ύπαρξης
«πρωτοπορίας» εντός του κινήματος -τη στιγμή βέβαια που αναδεικνύει με τον πιο αντιδημοκρατικό
τρόπο «άτυπους» αρχηγούς στο εσωτερικό της- το αφήνει έρμαιο στην... «πρωτοπορία»,
ή αλλιώς τη φανερή προπόρευση, των δυνάμεων του συστήματος.
Ακόμη, όσο εύηχες λέξεις και αν είναι,
στο φόντο της αποπολιτικοποίησης, η «αμεσοδημοκρατία» και η «αντιιεραρχία», κόντρα
μάλιστα στην «κεντρική συνδικαλιστική γραμμή των αριστερών», άλλο τόσο μέσα από
αυτές ανδρώνεται ο αντιοργανωτισμός. Συγχρόνως, όμως, οφείλουμε να ομολογήσουμε
ότι πρόκειται για λέξεις άνευ ουσιαστικού περιεχομένου. Κι αυτό γιατί κάθε συλλογικότητα,
κι αυτή που ανήκει στον α/α χώρο, έχει συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση, η οποία
σαφώς και θέλει να ισχυροποιηθεί. Αλήθεια, αν αυτή υιοθετούνταν μέσα στα συνδικαλιστικά
όργανα από το πλήθος των «ανένταχτων», οι οποίοι θα ξεπερνούσαν την «από τα πάνω»
αριστερή γραμμή, τότε δε θα μιλούσαμε για μια ενιαία κατεύθυνση, τη δική τους, που
παλεύεται συγκροτημένα από την πλειοψηφία; Πού είναι, λοιπόν, το «πρόβλημα»; Στην
ύπαρξη συνδικαλιστικών οργάνων ή στην ανεμπιστοσύνη του κόσμου σε αυτά και τις αδιέξοδες
πολιτικές κατευθύνσεις των δυνάμεων που του απευθύνονται;
Μετά την επανάσταση τι;
Με την εμφάνιση του, ο καπιταλισμός φέρνει στο προσκήνιο την εργατική τάξη.
Αυτή, επειδή είναι τάξη που δεν εκμεταλλεύεται καμία άλλη, αποτελεί το υποκείμενο
μιας επαναστατικής διαδικασίας που δεν αποσκοπεί να αντικαταστήσει το υπάρχον εκμεταλλευτικό
σύστημα με ένα άλλο, όπως έκαναν οι μέχρι τώρα μεγάλες επαναστάσεις. Είναι ιστορικά
επιφορτισμένη να δημιουργήσει μια κοινωνία στα δικά της πρότυπα, μια κοινωνία χωρίς
εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Βέβαια, η διαδικασία επαναστατικού μετασχηματισμού της κοινωνίας προς αυτή
την κατεύθυνση μόνο «καθαρή» δεν είναι. Είναι αναγκασμένη να αντιμετωπίσει όλες
τις «ακαθαρσίες» της σημερινής πραγματικότητας. Πρέπει δηλαδή να περάσει μέσα από
μια μακρόχρονη διαδικασία αναίρεσης των στοιχείων που κληρονομεί από τον καπιταλισμό
και παράλληλης οικοδόμησης των δικών της. Αυτή τη διαδικασία το κομμουνιστικό κίνημα
την ονόμασε σοσιαλιστικό μεταβατικό στάδιο.
Αποτελεί ένα στάδιο κατά το οποίο η ταξική πάλη συνεχίζεται με άλλους όρους.
Αρχίζει, δε, από το γκρέμισμα της αστικής πολιτικής εξουσίας και του κράτους της.
Επειδή όμως η ταξική πάλη συνεχίζεται, είναι αναγκαίο για την εργατική τάξη, προκειμένου
να φτάσει στην αταξική κοινωνία, να προχωρήσει στη σοσιαλιστική οικοδόμηση, επιβαλλόμενη
κοινωνικά/ταξικά πάνω στις εκμεταλλεύτριες τάξεις, οι οποίες τείνουν να μπλοκάρουν
αυτή την πορεία.
Κατά τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, είναι απαραίτητο το κράτος της εργατικής
τάξης, μέσω του οποίου, μεταξύ άλλων, ασκεί την εξουσία της, συμβάλλοντας στο να
κλείνει η ψαλίδα προς τον κομμουνισμό. Σε αυτή την πορεία, μάλιστα, το
κράτος θα απονεκρώνεται μέχρι να πάψει να υφίσταται ως τέτοιο.
Στον αντίποδα των παραπάνω
απόψεων βρίσκεται η άποψη των αναρχοκομμουνιστών, σύμφωνα με την οποία το
γκρέμισμα του αστικού κράτους δεν πρέπει να το διαδεχθεί το χτίσιμο ενός
προλεταριακού, γιατί αυτό «θα αναπαράγει την εξουσία και την εκμετάλλευση».
Αντίθετα, πρέπει να έχουμε άμεση εφαρμογή του «αναρχοκομμουνισμού», όπου «ελεύθερα
συγκροτημένες ομάδες θα ρυθμίζουν τον κοινωνικό βίο».
Πού ακριβώς, όμως, στην
πραγματικότητα πατάει η προοπτική μιας επανάστασης τα υποκείμενα της οποίας
-πόσο μάλλον τα πολυπληθή «ταλαντευόμενα» στοιχεία- είναι σε τέτοιο βαθμό
αποδεσμευμένα από τα καπιταλιστικά κατάλοιπα, ώστε με «θρησκευτική ευλάβεια»
(αλήθεια, σε τι ακριβώς;) μόλις τσακιστεί το καπιταλιστικό κράτος, να
εφαρμόσουν τον «αναρχοκομμουνισμό»;
Και στην υπόθεση, όμως, μιας
τέτοιας επανάστασης, δεν θα υπήρχαν επιβιώσεις της αστικής τάξης εκεί που
πραγματοποιείται; Αυτές δεν θα απειλούσαν το οικοδόμημα της; Προκειμένου να
αμυνθούν οι επαναστάτες, δεν θα έπρεπε να συγκροτήσουν έναν μηχανισμό που να
τους επιτρέπει συντονισμένα και αποτελεσματικά να ασκήσουν πάνω τους την
επαναστατική βία; Όχι, λένε οι αναρχοκομμουνιστές. Εξ ου και η ίδια η παλινόρθωση
του συστήματος στις πρώην σοσιαλιστικές χώρες δεν ήταν αποτέλεσμα της ήττας της
ταξικής πάλης αλλά... της «γραφειοκρατίας» (βλ. το προηγούμενο «Έναυσμα»).
Απότομες «επαναστατικές» προσγειώσεις...
Συναντώντας τον τοίχο της
πραγματικότητας, η αναρχοκομμουνιστική εκδοχή της «επανάστασης» γρήγορα προσαρμόζεται,
μέσα από το πρόταγμα της «αυτοδιαχείρισης-αυτοοργάνωσης». Αυτή, για τους αναρχοκομμουνιστές,
λειτουργεί τόσο ως άμεσο αντιπρόταγμα στην επίθεση του κεφαλαίου όσο και σαν ένα
πρόπλασμα μιας άλλης κοινωνίας, το οποίο δεν μένει παρά να εδραιωθεί στις γειτονιές,
τους συλλόγους, τα εργοστάσια.
Μα... πού πήγε η επανάσταση; Επανάσταση
σημαίνει, όπως ήδη είπαμε, ότι πραγματοποιείται ένα ποιοτικό άλμα στην ιστορία,
η ταξική πάλη ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργατιά φτάνει στο απόγειο της, η αστική
εξουσία τσακίζεται δια της βίας και με στόχο μια ριζική κοινωνικοπολιτική αλλαγή.
Η αστική τάξη καθόλου, λοιπόν, δεν
θέλει να μοιραστεί την εξουσία της με τον βασικό της αντίπαλο, την εργατική τάξη.
Ακόμα κι όταν αυτό συνέβη στο παρελθόν (δυαδική εξουσία), ήταν αποτέλεσμα της ορμητικής
εισόδου των μαζών στο προσκήνιο, όταν είχε μπει στην ημερήσια διάταξη η επαναστατική
ανατροπή, και δεν προδιαγράφηκε από... σχέδια και δομές αυτοοργάνωσης εν καιρώ κινηματικής
νηνεμίας. Πόσο μάλλον δεν αναιρούσε την ανάγκη του «στρατιωτικού μονόπρακτου» μιας
επανάστασης, όπως κάνει ο α/α χώρος προπαγανδίζοντας το «άπλωμα» των «κομμουνιστικών
νησίδων» εντός του καπιταλισμού.
Όσες αυταπάτες και αν δημιουργούν,
τα αναρχοκομμουνιστικά εγχειρήματα σε καμία περίπτωση δεν απειλούν την εξουσία
του κεφαλαίου. Απλά συμβιούν με αυτό, στο περιθώριο του, όσο τα ανέχεται: όσο δεν
στέλνει, δηλαδή, τα ΜΑΤ στα κατειλημμένα στέκια γειτονιάς ή δεν στραγγαλίζει οικονομικά
τα αυτοδιαχειριζόμενα εργοστάσια. Είναι, λοιπόν, αδύνατον να δημιουργηθούν
κομμουνιστικές σχέσεις εντός των εν λόγω δομών, αφού περικυκλώνονται από τις
καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και εξουσίας.
Σε σχέση, δε, με την οπτική η
οποία βλέπει την αυτοδιαχείριση σαν μια πρώτου τύπου τάχα απάντηση στην επίθεση
του συστήματος, έχουμε την άποψη ότι δρα αποπροσανατολιστικά. Και αυτό αρκεί.
Γιατί, απέναντι στο γκρέμισμα δικαιωμάτων βάσει των δυσμενών συσχετισμών, δεν
στήνει μέτωπο αντίστασης και διεκδίκησης των κατακτήσεων αλλά μέτωπο... ονειροπόλησης.
Απέναντι στους ταξικούς φραγμούς, δεν προτάσσει τη δημόσια και δωρεάν παιδεία
αλλά το «ελευθεριακό σχολείο», απέναντι στο χτύπημα της περίθαλψης το
«ελευθεριακό νοσοκομείο» κ.ο.κ. Και ακόμη περισσότερο, γιατί αμβλύνει την
αντιπαράθεση με το σύστημα εκτρέφοντας αυταπάτες για «γρήγορους» και «εύκολους»
δρόμους κάλυψης των αναγκών μας εντός των πλαισίων του. Εκκινεί από λογικές
«συνδιαχείρισης» με το σύστημα των προβλημάτων που αυτό δημιουργεί.
Για την αντιιμπεριαλιστική
πάλη
Η στάση του αναρχοκομμουνιστικού
ρεύματος απέναντι στο σοβαρότερο μέτωπο πάλης που αναδεικνύουν οι εξελίξεις
είναι ιδιαίτερα προβληματική. Κατά τη λογική αυτού του χώρου, στον κόσμο δεν
υπάρχουν αφενός ιμπεριαλιστικά και αφετέρου εξαρτημένα σε αυτά αστικά κράτη. Τα
σημερινά πολεμικά σενάρια δεν εξελίσσονται στο φόντο της αντιπαράθεσης μεταξύ
των ιμπεριαλιστών για το ξαναμοίρασμα του κόσμου: «όλοι είναι κράτος και
κεφάλαιο».
Η λογική αυτή οδηγεί σε
λανθασμένες τοποθετήσεις και προτεραιότητες για το κίνημα, όπως:
Τη σιωπή απέναντι στον ρόλο που
παίζουν οι ιμπεριαλιστές στην περιοχή, ρόλο κατεξοχήν εμπρηστικό της φιλίας και
της ειρήνης των λαών, στη βάση του οποίου φουντώνουν και ισχυροποιούνται οι
σοβινιστικές διαθέσεις των αστικών τάξεων της περιοχής και εντείνεται η
φασιστικοποίηση.
Την υποστήριξη του
«αυτοπροσδιορισμού» του λαού της πΓΔΜ ως «μακεδονικού», τη στιγμή που αυτός,
όντας αποσυγκροτημένος, όχι μόνο δεν είναι σε θέση να «αυτοπροσδιοριστεί» αλλά,
επί της ουσίας, τον «αυτοπροσδιορίζουν» ως «μακεδόνα» η παρέμβαση του
αμερικάνικου ιμπεριαλισμού και οι βλέψεις της αστικής «του» τάξης.
Την ανάδειξη της «τούρκικης
επιθετικότητας», παράλληλα με την υποτίμηση του ρόλου των Αμερικάνων
επικυρίαρχων και των επιθετικών κινήσεων της ελληνικής αστικής τάξης, ερμηνεία
που ενισχύει τα κάθε είδους αντιδραστικά καλέσματα εθνικής ενότητας προς τον
λαό μας.
Τη μονοπώληση της αντιπαράθεσης
απέναντι στις σοβινιστικές φωνές του ντόπιου πολιτικού προσωπικού και τους
φασίστες.
Συνακόλουθα, την ανάδειξη των
αντιφασιστικών συνθημάτων (φυσικά, ούτε λόγος για «φασιστικοποίηση») εις βάρος
της αναγκαιότητας να στεριώσει αντιιμπεριαλιστικό - αντιπολεμικό Μέτωπο των λαών.
Στον «βωμό» αυτού του τύπου αντιφασισμού,
την απουσία αντιπαράθεσης στην κυβέρνηση, που είναι ο βασικός φορέας της φασιστικοποίησης
της δημόσιας και πολιτικής ζωής και παράγοντας έντασης του κλίματος σοβινισμού.
Αντί επιλόγου
Σε ένα κλίμα κινηματικής υποχώρησης
και αδυναμίας της αριστεράς να δώσει διέξοδο, σε συνδυασμό με τα «κοινωνικά» αντανακλαστικά
τους (σεξισμός, ρατσισμός κλπ) -που πράγματι επιδεικνύουν, αλλά αποκόπτοντας τα
κοινωνικά ζητήματα από το ταξικό τους περιεχόμενο- οι αναρχοκομμουνιστικές ομάδες
μπορεί να φαντάζουν «ανατρεπτικές» σε μια μερίδα της νεολαίας, που μάλιστα βομβαρδίζεται
από λογικές άμεσων λύσεων. Δεν είναι τυχαία η «συμπάθεια» που τους δείχνει η ρεφορμιστική
αριστερά, χωρίς βέβαια να παραγνωρίζουμε και την εκλογική λογική που τη χαρακτηρίζει...
(Μην ξεχνάμε πώς ο α/α χώρος, λόγω των αυταπατών του για τον ΣΥΡΙΖΑ, χρησιμοποιήθηκε
από αυτόν εκλογικά.)
Η αναρχία... «σοβαρή» ή «ασόβαρη»,
είναι αναρχία και αποτελεί μια αδιέξοδη μικροαστική αντίληψη και πρακτική μέσα στο
κίνημα. Γι' αυτό, είναι απαραίτητη η πολιτική αντιπαράθεση στις «αναρχοκομμουνιστικές»
ομάδες. Στην τελική, και αυτές, αντί να αφιερώνουν δυνάμεις στην οικοδόμηση Μετώπου
Αντίστασης και Διεκδίκησης, ενάντια στον ιμπεριαλισμό και τον πόλεμο, ανοίγοντας
δρόμο έτσι και για την επαναστατική προοπτική, υπονομεύουν τη λαϊκή και νεολαιίστικη
πάλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου