του Τάσου Μπαϊρακτάρη
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό
«Έναυσμα» τ. 49, Ανοιξη 2018
Τι είναι η Φασιστικοποίηση;
Η κρίση του καπιταλιστικού
συστήματος, το Οποίο βρίσκεται στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, έχει εντείνει με
τον πιο βάρβαρο τρόπο την ακατάσχετη τάση του κεφαλαίου να επιτίθεται στους
λαούς του κόσμου. Από τους πολέμους και τις βόμβες μέχρι τα μνημόνια και την
καταστολή, πηγή αυτών των εξελίξεων είναι οι προσπάθειες του συστήματος να
πάρει μια ιστορική ρεβάνς έναντι των λαών. Υπάρχει, βέβαια, μια συνεχής
αλληλοτροφοδότηση μεταξύ της αδυναμίας των λαών να πάρουν την ζωή στα χέρια τους
και της έμφυτης τάσης του συστήματος να καταπιέζει και να καταστρέφει.
Στα πλαίσια αυτής της κατάστασης,
έχουμε γίνει, :α τελευταία χρόνια, μάρτυρες της έντασης της κρατικής
καταστολής, του καθεστώτος αστυνομοκρατίας, των παρακολουθήσεων και του
«φακελώματος» αγωνιστών. Παράλληλα, οργιάζει η προπαγάνδα των ΜΜΕ έναντι σε
κάθε τι αριστερό-κομμουνιστικό-προοδευτικό ενώ η Χρυσή Αυγή, που φάνηκε ότι
αποτελεί, εκλογικά αλλά και στην πράξη, ένα χρήσιμο εργαλείο στο οπλοστάσιο του
συστήματος, εδραιώνεται. Επίσης, διώκεται και ποινικοποιείται η ελευθερία της
σκέψης και της έκφρασης, προωθούνται η κατάργηση του Ασύλου στα πανεπιστήμια,
τα μαθητοδικεία, οι αλλαγές στον συνδικαλιστικό νόμο. Σε συνδυασμό με το
αντίκτυπο του αντιδραστικού αυτού κλίματος στις μάζες, με αποκορύφωμα κομμάτια
τους να αποδέχονται ρατσιστικές και φασιστικές ιδέες, ή ακόμα και να
επιτίθενται σε πρόσφυγες και μετανάστες, έχουμε ένα μικρό δείγμα για το τι
επικρατεί σήμερα.
Με βάση αυτό το κλίμα, η αριστερά
προσπαθεί να βρει αρχικά την ερμηνεία αυτών των εξελίξεων και κατ' επέκταση να
παράξει έναν όρο ο οποίος θα περιγράφει με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη σαφήνεια
τη μορφή και το περιεχόμενο των εξελίξεων. Από τον «εκφασισμό» και την «ένταση
και παρόξυνση του αυταρχισμού» μέχρι την «αυταρχική θωράκιση του κράτους» και
τη «χούντα», η αριστερά και η αναρχία περιγράφουν με τα ιδεολογικά εργαλεία
τους την κατάσταση. Ο δικός μας χώρος έχει καταλήξει στον όρο «φασιστικοποίηση
της δημόσιας και πολιτικής ζωής», διότι θεωρούμε ότι προσεγγίζει την «πιο
αποτελεσματική αποτύπωση και έκφραση της πολιτικής και ιστορικής διαδικασίας
στην οποία συμμετέχουμε και φυσικά και των ευθυνών που της αναλογούν»1.
Τι περιγράφει, λοιπόν, για εμάς
αυτός ο όρος; «Περιγράφει τη σημερινή διαδικασία της αντιδραστικής
πολιτικής στροφής και στα τρία επίπεδα: τον περιορισμό των λαϊκών ελευθεριών,
την ποινικοποίηση της διακίνησης των ιδεών, την ένταση της κρατικής καταστολής
σε δολοφονικά επίπεδα. Και όταν λέμε δημόσια ζωή, εννοούμε το σύνολο των
εκδηλώσεων που θα μπορούν να περικλειστούν στη σφαίρα της (δημοκρατικά
δικαιώματα, πολιτική έκφραση, δικαιώματα των κρατικών υπαλλήλων, την πολιτική
και κοινωνική δραστηριότητα κ.λπ.)»1.
Η κατάσταση στο σήμερα και οι
προεκτάσεις της
Με αυτή την έννοια, η
φασιστικοποίηση δεν αποτελεί μια διαδικασία που έρχεται να ταράξει την
«κανονικότητα» του καπιταλισμού αλλά αποτελεί μια έκφραση η οποία εντάσσεται
στο συγκεκριμένο ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο της εποχής μας. Διεξάγεται,
λοιπόν, κάτω από συγκεκριμένους ταξικούς συσχετισμούς και έρχεται να δέσει και
να προωθήσει τις συνολικότερες επιδιώξεις του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού.
Εάν θέλαμε κάπως «χοντροκομμένα» να προσδιορίσουμε τη φάση στην οποία
βρισκόμαστε σήμερα, όσον αφορά την επίθεση, τότε θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω
μερικές δεκαετίες και να θυμηθούμε το «τέλος της ιστορίας». Η ρήση αυτή
περιέγραφε τις επιδιώξεις του κεφαλαίου και δη του αμερικάνικου ιμπεριαλισμού,
που έβλεπε πλέον -μετά και την κατάρρευση της ΕΣΣΔ- να ανοίγονται νέοι
ορίζοντες όσον αφορά τη χρόνια επιδίωξη του για παγκόσμια κυριαρχία. Έτσι,
εντείνεται η επίθεση ενάντια στους λαούς και αναβαθμίζεται ποιοτικά, με στόχο
την αρπαγή όσων δικαιωμάτων το κεφάλαιο αναγκάσθηκε να αναγνωρίσει στους
εργαζόμενους τον 20ο αιώνα. Άλλωστε, ο εξαναγκασμός του οφειλόταν στην πίεση
που ασκούσαν οι σοσιαλιστικές χώρες και τα κινήματα τα οποία εμπνευσμένα από
την πρώτη έφοδο στον ουρανό διεκδικούσαν μια σειρά από δικαιώματα.
Φυσικά, ήδη μια δεκαετία πριν τις
καταρρεύσεις, οι πολιτικές Ρήγκαν-Θάτσερ έρχονται να δείξουν ότι ο
ιμπεριαλισμός έχει «διαβάσει» πολύ καθαρά την αδυναμία του
κομμουνιστικού-εργατικού κινήματος να βγει στο προσκήνιο και να απαντήσει τη
διαδικασία της παλινόρθωσης και της επικράτησης του ρεβιζιονισμού. Συνεπώς,
έχουμε στις μεγάλες ιμπεριαλιστικές μητροπόλεις ένταση της επίθεσης σε
δικαιώματα και κατακτήσεις. Η επίθεση και τα μέτρα, όμως, δεν μένουν μόνο στο
οικονομικό επίπεδο. Πρέπει ταυτόχρονα να γίνει και η απαραίτητη ιδεολογική
παρέμβαση, έτσι ώστε από τη μια να δικαιολογηθεί η βαρβαρότητα των μέτρων και
από την άλλη να ενταθεί η καταστολή σε οποιονδήποτε αντιδρά. Η καταστολή φτάνει
σε πρωτόγνωρα επίπεδα και το κλίμα της τρομοκρατίας εξαπλώνεται, σε μια προσπάθεια
να καταδειχτεί ότι όποιος σηκώνει κεφάλι θα χτυπιέται. Η φασιστικοποίηση, όμως,
δεν περιορίζεται μόνο στο κομμάτι της καταστολής και της τρομοκρατίας. Η
δημιουργία ενός αντιδραστικού κλίματος είναι βασικό συστατικό της αλλά για να
μπορέσει να πετύχει, πρέπει ταυτόχρονα να συκοφαντεί και να ποινικοποιεί τον
μεγάλο αντίπαλο, το κομμουνιστικό-εργατικό κίνημα. Ο αντικομμουνισμός γίνεται
καθημερινότητα και μπαίνει μπρος η διαδικασία ολοκληρωτικού ξεχαρβαλώματος των
κατακτήσεων και των δικαιωμάτων.
Το σύστημα, λοιπόν, χρησιμοποίησε
και χρησιμοποιεί τη φασιστικοποίηση έτσι ώστε να μπορέσει να προωθήσει την
επίθεση σε πολλαπλά επίπεδα. «[...] Αυτή η αντίσταση του λαού, που όσο
οργανώνεται στους χώρους που ζει, εργάζεται, σπουδάζει, η αγανάκτηση και οργή
του φοβίζουν το σύστημα. Γιατί η οργή μπορεί να γίνει έκρηξη. Η αστική τάξη και
το πολιτικό της προσωπικό νιώθουν απομονωμένοι, περικυκλωμένοι απ' τον εξαθλιωμένο
λαό. Αυτός ο φόβος και η αβεβαιότητα κάνουν το σύστημα πολύ επικίνδυνο, απαντά
στις κινητοποιήσεις του λαού με τα μόνα όπλα που του έχουν απομείνει, την ωμή
βία και την καταστολή, τη φασιστικοποίηση της δημόσιας ζωής»3. Το σύστημα
γνωρίζει ότι τα μέτρα τα οποία παίρνει θα οδηγήσουν σε αντιδράσεις και
κινητοποιήσεις αλλά και ότι αυτές οι κινήσεις, με την παρέμβαση της
κομμουνιστικής κοσμοαντίληψης, θα πολιτικοποιηθούν και θα αποκτήσουν
αναβαθμισμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά. Έτσι, δεν αρκεί μόνο η ωμή καταστολή με
τα ΜΑΤ, τα σώματα ασφαλείας και τους φασίστες αλλά χρειάζεται και εμπέδωση των
αντικομμουνιστικών ιδεολογημάτων.
Ο Βοναπαρτισμός και η φύση της αστικής τάξης
Η φασιστικοποίηση δεν αποτελεί, όπως
περιγράφηκε και πριν, μια διαδικασία «εκτός» της κανονικότητας του
καπιταλισμού. Αποτελεί, όμως, συγκεκριμένη έκφραση των αντιφάσεων-αντιθέσεων
του καπιταλιστικού συστήματος στη συγκεκριμένη φάση την οποία διανύει: το
ιμπεριαλιστικό του στάδιο και την προσπάθεια του να πάρει τη ρεβάνς από τους
λαούς. Έτσι, χρειάζεται «συγκεκριμένη ανάλυση της συγκεκριμένης κατάστασης» για
να μπορούμε κάθε φορά να βλέπουμε με ποιους τρόπους διαλέγει το σύστημα να
«κινείται». Ήδη από τα πρώτα βήματα του κομουνιστικού κινήματος, γίνεται
προσπάθεια σύνδεσης των αντιδραστικών κινήσεων που εξελίσσονται στην κοινωνία
εις βάρος των λαών με τον χαρακτήρα της αστικής τάξης και του αστικού κράτους.
Ειδικότερα, ο Μαρξ, με το έργο του «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη»,
προσπαθεί, αναλύοντας τις πολιτικές εξελίξεις την εποχής, να βγάλει χρήσιμα
συμπεράσματα για το κράτος και την αντιδραστική φύση της αστικής τάξης. Με βάση
το πραξικόπημα στη Γαλλία, ο Μαρξ εδραιώνει τον όρο «βοναπαρτισμός» για να
ονομάσει την αντιδραστική πολιτική στροφή της αστικής τάξης.
Φαίνεται ότι, μετά από λίγη
αντίσταση, οι Γερμανοί πολίτες θα συμφωνήσουν, γιατί, στο κάτω- κάτω, «ο
Βοναπαρτισμός είναι η αληθινή θρησκεία της σύγχρονης αστικής τάξης. Βλέπω όλο
και πιο ξεκάθαρα ότι η αστική τάξη δεν είναι ικανή να άρχει άμεσα, και όπου δεν
υπάρχει μια "πολιτικά" δυναμική ολιγαρχία να αναλάβει την καθοδήγηση
του κράτους και της κοινωνίας προς το συμφέρον της αστικής τάξης, τότε μια
Βοναπαρτιστική ημιδικτατορία είναι η κανονική μορφή της εξουσίας, που θα πάρει
στα χέρια της τα μεγάλα υλικά συμφέροντα της αστικής τάξης, ακόμα και κόντρα
στην ίδια την αστική τάξη, στερώντας της μάλιστα κομμάτι της διακυβέρνησης. Από
την άλλη μεριά, αυτή η δικτατορία θα αναγκάζεται η ίδια να υιοθετεί, ενάντια
στη θέληση της, τα υλικά συμφέροντα της αστικής τάξης»3.
Γίνεται φανερό ότι η χρησιμοποίηση
αντιδραστικών μέτρων δεν αποτελεί μια τάση η οποία εμφανίζεται σήμερα. Έχει
πηγή την ίδια τη λειτουργία του καπιταλιστικού συστήματος. Ήδη από το
προμονοπωλιακό στάδιο του φανερώνεται ο αντιδραστικός χαρακτήρας της αστικής
τάξης και ο ρόλος του κράτους ως κομματιού του ταξικού εποικοδομήματος και
μέσου επιβολής της εξουσίας της άρχουσας τάξης. Έτσι, το κράτος, ως «προϊόν
ανειρήνευτων ταξικών αντιθέσεων», αναλαμβάνει τον ρόλο καταστολής των κινημάτων
και των αγώνων του λαού.
Χτύπημα Συνδικαλισμού, απολύσεις, μηνύσεις και διώξεις - Κατάργηση της
απεργίας
Όπως περιγράφηκε και παραπάνω, η επίθεση δεν
έχει μόνο «οικονομικό» χαρακτήρα αλλά και ιδεολογικό. Στα πλαίσια του
παρσίματος δικαιωμάτων, το σύστημα προσπαθεί να εδραιώσει ένα πεδίο στο οποίο
οι εργαζόμενοι και η νεολαία θα είναι πλήρως αφοπλισμένοι, δεν θα έχουν
δυνατότητα αντίδρασης. Έτσι, εδώ και πολλά χρόνια, έχει προχωρήσει στη
συκοφάντηση της απεργίας και των σωματείων, σε μια προσπάθεια να προετοιμάσει
το έδαφος για το χτύπημα στον συνδικαλισμό. Παρ' όλη την ήττα του κομμουνιστικού-εργατικού
κινήματος, το σύστημα γνωρίζει πολύ καλά ότι όσο περισσότερο καταπιέζει, τόσο
θα δημιουργούνται οι όροι για ξεσπάσματα και αντιστάσεις. Αυτές οι κινήσεις
«περνώντας» μέσα στα συνδικαλιστικά όργανα μπορούν να αποκτήσουν αναβαθμισμένα
χαρακτηριστικά και να δημιουργήσουν τους όρους αμφισβήτησης της επίθεσης και
ξεσπάσματος αγώνων. Η εργατική τάξη, ο λαός και η νεολαία έχουν αποδείξει ότι,
μέσω των αγώνων τους, μπορούν όχι απλώς να διεκδικήσουν μια σειρά από
κατακτήσεις, οι οποίες είναι «ξένες» στον καπιταλισμό, αλλά και να θέσουν τους
όρους ολοκληρωτικής ανατροπής του και εδραίωσης μιας άλλης κοινωνίας. Έτσι, το
σύστημα χρησιμοποιεί τη φασιστικοποίηση της δημόσιας και πολιτικής ζωής ώστε να
δημιουργήσει ένα αντιδραστικό κλίμα το οποίο χτυπά σε επίπεδο συνείδησης και
όχι μόνο.
Η πρόσφατη ψήφιση για τον τρόπο λήψης
αποφάσεων για τις απεργίες αποτελεί ουσιαστικά το πιο τρανταχτό παράδειγμα για
το γεγονός ότι το σύστημα ακόμα και τώρα φοβάται τους αγώνες. Το χτύπημα στο
δικαίωμα στην απεργία δείχνει ότι για το σύστημα δεν αρκούν τα οικονομικά
μέτρα, που γονατίζουν τον λαό. Χρειάζεται παράλληλα να εδραιώσει μια
πραγματικότητα στην οποία οι αγώνες και οι απεργίες όχι απλώς θα καταστέλλονται
αλλά θα κηρύσσονται παράνομες και καταχρηστικές. Φυσικά, ακόμα και όταν
ξεσπούν αγώνες, το σύστημα μέσω της φασιστικοποίησης δείχνει τον πραγματικό του
χαρακτήρα, με διώξεις αγωνιστών και συνδικαλιστών, με μηνύσεις και αποφάσεις
που δικαιώνουν συνεχώς τους εργοδότες αλλά και με το συνολικό επιθετικό κλίμα
που δημιουργείται από τα ΜΜΕ.
Το σύστημα, μέσω της
φασιστικοποίησης της δημόσιας και πολιτικής ζωής, καταφέρνει να δημιουργήσει
ένα αντιδραστικό κλίμα, το οποίο εκφράζεται συνολικά στην κοινωνία και
αντανακλάται και μέσα στους μαζικούς χώρους (εργασιακοί χώροι, πανεπιστήμια,
σχολεία κτλ.) βάζοντας έτσι γερά θεμέλια ώστε να αφοπλίσει τον εχθρό λαό από τα
εργαλεία πάλης του. Ακόμα, έχοντας φτιάξει το αντίστοιχο νομοθετικό οπλοστάσιο
και συνειδησιακό «σκηνικό», με πολύ εύκολο τρόπο συκοφαντεί αγώνες και
αγωνιστές, καταστέλλει απεργίες και κινητοποιήσεις, διώκει αυτούς που
αγωνίζονται. Αυτή η ικανότητα του δεν ακουμπά μόνο στη δυνατότητα που έχει να
κινητοποιεί γρήγορα τα μέσα καταστολής και τη δικαιοσύνη αλλά και στο
συνολικότερο κλίμα που έχει καλλιεργήσει τα τελευταία χρόνια.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση προωθεί τη
φασιστικοποίηση πλάι στην επίθεση
Βλέπουμε ότι οι παραπάνω
κατευθύνσεις παίρνουν σάρκα και οστά συνολικά στην Ε.Ε., όπου, με βάση τα
μέτρα που επιχειρείται να περαστούν σε διάφορες χώρες, υπάρχει μια έξαρση της
φασιστικοποίησης. Από τα τανκς και τον στρατό στους δρόμους με πρόφαση το
προσφυγικό μέχρι την άγρια καταστολή στις κινητοποιήσεις του γαλλικού λαού πριν
από μερικά χρόνια, η «δημοκρατική» Ε.Ε. έχει δείξει τον πραγματικό της
χαρακτήρα και ως ιμπεριαλιστικός μηχανισμός προωθεί μεθοδικά την επίθεση στους
λαούς της Ευρώπης. Η άγρια καταστολή των όποιων κινητοποιήσεων, οι διώξεις σε
αγωνιστές αλλά και το συνολικότερο κλίμα που καλλιεργεί στρώνουν το έδαφος για
την προώθηση της επίθεσης. Από το αντικομμουνιστικό μνημόνιο τη φασιστική
κυβέρνηση της Ουκρανίας, την άνοδο των ακροδεξιών κομμάτων μέχρι το συνέδριο
στο Ταλίν, γίνεται συντονισμένη προσπάθεια επίθεσης στις κομμουνιστικές ιδέες
και δημιουργίας κλίματος τρομοκρατίας και καταστολής.
Οι διώξεις αγωνιστών στην
ατζέντα του συστήματος
Τα τελευταία χρόνια, έχουμε γίνει
μάρτυρες μιας σειράς διώξεων οι οποίες εντάσσονται στη συνολικότερη
αντιδραστική μετατόπιση του πολιτικού σκηνικού. Με αποκορύφωμα τις διώξεις των
Τούρκων αγωνιστών της ΑΤΙΚ, το σύστημα δείχνει ότι νιώθει πλέον την άνεση, με
τον πιο απροκάλυπτο τρόπο, να διώκει αγωνιστές, με μόνο στοιχείο το ότι είναι
κομμουνιστές! Η δίκη αυτή αναδεικνύει το βάθος της επίθεσης και τον χαρακτήρα
της κατά τα άλλα «δημοκρατικής» Ε.Ε. Επί της ουσίας, σε αυτή τη δίκη, διώκονται
οι προοδευτικές και δημοκρατικές ιδέες, το κομμουνιστικό κίνημα και όσοι
αγωνίζονται για δημοκρατικά δικαιώματα και ελευθερίες ενάντια στον
ιμπεριαλισμό, τον φασισμό και τον πόλεμο. Φαίνεται ότι το σύστημα, ακόμα και
σήμερα, παρ' όλη την ήττα του κινήματος, φοβάται τις κομμουνιστικές ιδέες και
προσπαθεί να τις καταπνίξει. Οι διώξεις των Τούρκων αγωνιστών εντάσσονται στο
συνολικότερο κλίμα φασιστικοποίησης της δημόσιας και πολιτικής ζωής, σε μία
προσπάθεια να δημιουργήσει ένα αντιδραστικό και τρομοκρατικό κλίμα για όσους
θέλουν να αγωνιστούν για να διεκδικήσουν τα δικαιώματα τους.
Την ίδια στιγμή, ο τραγουδιστής Pablo Hasel έχει ήδη καταδικαστεί
σε 2 χρόνια φυλάκιση για το περιεχόμενο των τραγουδιών του ενώ υπάρχει ακόμα το
ενδεχόμενο φυλάκισης από 5 έως και 12 χρόνια λόγω τόσο των τραγουδιών του όσο
και των σχολίων του στο twitter,
όπου κριτικάρει τη μοναρχία, καταγγέλλει την αστυνομική βία και εκφράζει την
αλληλεγγύη του σε πολιτικούς κρατούμενους. Φυσικά, η μεγάλη «αμαρτία» του Hasel είναι ότι είναι έχει
δηλώσει κομμουνιστής, κάτι το οποίο εκφράζεται και στο περιεχόμενο των
τραγουδιών του.
Η κρίση του συστήματος και η
ένταση της επίθεσης τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας -και όχι μόνο- έχει
οδηγήσει σε μια σειρά από αγώνες και κινητοποιήσεις, οι οποίες, παρά τις αδυναμίες
τους, έδειξαν ότι ο λαός και η νεολαία, όταν βγαίνουν στον δρόμο, μπορούν να
δημιουργήσουν δεδομένα. Πάνω σε αυτή την πραγματικότητα το σύστημα δείχνει τα
δόντια του και προσπαθεί να ποινικοποιήσει τους αγώνες. Από τις διώξεις των 11
φοιτητών του Ηρακλείου για τις κινητοποιήσεις τους ενάντια στον νόμο- πλαίσιο,
τους 11 της Ξάνθης, οι οποίοι αγωνίστηκαν ενάντια στην καθηγητική αυθαιρεσία
και τις μηνύσεις του Φορτσάκη, μέχρι τη φωτογράφιση αριστερών φοιτητών από
καθηγητές και τις απειλές με πειθαρχικά στο ΑΠΘ, φαίνεται ότι το σύστημα
προσπαθεί με κάθε τρόπο να απαντήσει στις αντιστάσεις που ξεσπούν. Μέσω της
φασιστικοποίησης δημιουργεί το αντίστοιχο κλίμα μέσα στις σχολές και προσπαθεί
να δείξει ότι όποιος τολμά να αμφισβητήσει την παντοδυναμία του θα διώκεται.
Τέλος, η περίπτωση της Ηριάννας
και του Περικλή έρχεται να προστεθεί και να αποτελέσει ένα από τη μακριά λίστα
ζητημάτων που καταδεικνύει την πολιτική της φασιστικοποίησης της δημόσιας και
πολιτικής ζωής, το χτύπημα στα δημοκρατικά δικαιώματα, την παραδειγματική
καταστολή και τρομοκράτηση του λαϊκού κινήματος.
Άνοδος του φασισμού
αλληλένδετη με την φασιστικοποίηση
Πρόσφατα, με βάση τη σύλληψη της
ομάδας Combat 18,
άνοιξε εκ νέου η κουβέντα για τον ρόλο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και τη στάση της
στα ζητήματα του φασισμού. Η κυβέρνηση αλλά και η νεολαία ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησαν να
δώσουν μια εικόνα αντιφασισμού, ο οποίος μόνο κούφιος θα μπορούσε να
χαρακτηριστεί. Φυσικά, η συγκεκριμένη ομάδα δεν πρόκειται να δικαστεί με βάση
τον αντιτρομοκρατικό νόμο (αυτός είναι μόνο για αυτούς που αγωνίζονται ενάντια
στο σύστημα...) και θα έχει ευνοϊκότερη μεταχείριση, όπως αναμένεται. Οι
συντονισμένες προσπάθειες που γίνονται τόσο για συγκεκριμένες ομάδες αλλά όσο
και για τη Χρυσή Αυγή να παρουσιαστούν σαν κάτι ξεκομμένο από το σύστημα, ή,
στην καλύτερη, σαν μια ανορθογραφία του, είναι χαρακτηριστικές. Ο φασισμός
αποτελεί το μακρύ χέρι του συστήματος και έχει αποδειχθεί αμέτρητες φορές ποιος
είναι ο ρόλος του.
Σήμερα, η ένταση της
φασιστικοποίησης δίνει πάτημα στις φασιστικές και αντιδραστικές ιδέες να
εκφράζονται ελεύθερα και να διεκδικούν χώρο. Αποτελεί μια προσπάθεια του
συστήματος να χρησιμοποιήσει διάφορες εφεδρείες που έχει, έτσι ώστε είτε να
καταστέλλουν στον δρόμο τον αγωνιζόμενο λαό είτε να δημιουργούν ένα κλίμα φόβου
και τρομοκρατίας έναντι σε αυτούς που θέλουν να αγωνιστούν. Μόνο ως υποκριτικές
μπορούμε να εκλάβουμε τις «αντιφασιστικές» κορώνες της κυβέρνησης, η οποία με
την πολιτική της εξαθλιώνει τον λαό και στρώνει το έδαφος για να ευδοκιμήσουν
τέτοιες αντιλήψεις. Η άνοδος του φασισμού τόσο σε Ελλάδα όσο και σε Ευρώπη δεν
αποτελεί μια διαδικασία ανεξάρτητη από την ένταση της φασιστικοποίησης. Με αυτή
την έννοια, η αναγνώριση του φασιστικού φαινομένου ξεκομμένα από τον
καπιταλισμό αλλά και από τις πολιτικές που τον τρέφουν, αποτελεί μεγάλη
αυταπάτη και αποπροσανατολισμό από τα πραγματικά καθήκοντα πάλης ενάντια του.
Η ανάλυση της Αριστεράς και η
αποφυγή των πραγματικών καθηκόντων
Η πλειοψηφία της αριστεράς και
της αναρχίας, που δεν αναγνωρίζει το βάθος των μηχανισμών και των αντιφάσεων
αυτής της κοινωνίας, πέφτει πολύ εύκολα σε αναλύσεις οι οποίες όχι μόνο δεν
αντιλαμβάνονται ουσιαστικά το ζήτημα αλλά σπέρνουν και αυταπάτες για το ποιες
πρέπει να είναι οι απαντήσεις του κινήματος.
Μια από τις πολλές ερμηνείες για
την όξυνση των αντιδραστικών πολιτικών είναι ότι ζούμε μια «χούντα».
Χαρακτηριστικά είναι τα συνθήματα στις πορείες για το πολυτεχνείο, κατά τα
οποία «η χούντα δεν τελείωσε το 73». Πηγή αυτών των τοποθετήσεων είναι οι
αυταπάτες για τον καπιταλισμό και η άρνηση του γεγονότος ότι αυτό που ζούμε
σήμερα είναι μια αστική δημοκρατία και όχι μια χούντα. Οι αυταπάτες αυτές, που
απορρέουν από την αντίληψη περί «ουδέτερου κράτους», οδηγούν σε τοποθετήσεις
για «ταξική πάλη εντός του» και σε εκκλήσεις για «δημοκρατία», γενικά και
αόριστα. Δεν αναγνωρίζεται από την πλειοψηφία της ρεφορμιστικής αριστεράς ο
ουσιαστικός χαρακτήρας του αστικού κράτους και των θεσμών του. Υπάρχουν
αυταπάτες, ότι με την σωστή πίεση μπορεί αυτό το σύστημα να γίνει πιο
ανθρώπινο. Έτσι, οδηγούνται σε αφηγήματα περί «χούντας» ή «εκφασισμού», ακριβώς
επειδή θεωρούν τη σημερινή αντιδραστική στροφή σαν μια διαδικασία ξένη από τον
χαρακτήρα του καπιταλισμού.
Στην ίδια ρότα κινούνται και οι
τοποθετήσεις για «αυταρχική θωράκιση του κράτους», οι οποίες περιορίζουν τις
εξελίξεις σε κινήσεις που γίνονται από το κράτος (καταστολή, διώξεις) και «δεν
αποδίδουν το μέγεθος της αντιδραστικής στροφής τόσο στο επίπεδο των λαϊκών
ελευθεριών όσο και στο αντιδραστικό κλίμα που προκαλείται»1. Τη
συγκεκριμένη τοποθέτηση έχουν υιοθετήσει δυνάμεις όπως το ΝΑΡ και η ΑΡΑΝ, με
αποτέλεσμα να τις συναντάμε στα υλικά της ΕΑΑΚ (ωστόσο, μια σύντομη έρευνα
φανερώνει ότι χρησιμοποιούνταν ακόμα και από τον ΣΥΡΙΖΑ πριν την εκλογή του). Η
βάση αυτής της τοποθέτησης εδράζεται στο γεγονός της μη αναγνώρισης της
σημερινής φάσης τόσο της επίθεσης όσο και του κινήματος. Παρακάμπτοντας τον
ρεβανσισμό του συστήματος σήμερα και το μεγάλο φάσμα στο οποίο εκφράζεται η
επίθεση, καταλήγουν να συγχέουν την αντιδραστική πολιτική που προωθείται με τις
κινήσεις της εκάστοτε κυβέρνησης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το γεγονός
ότι οι εν λόγω δυνάμεις «έχασαν τα αυγά και τα πασχαλιά» όταν είδαν τα πρώτα
δείγματα καταστολής από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, μην μπορώντας, βυθισμένοι στις
αυταπάτες τους, να εξηγήσουν τις εξελίξεις. Η ρεφορμιστική αριστερά αλλά και
μεγάλα κομμάτια της αναρχίας, ενώ αναγνώριζαν τις αντιδραστικές πολιτικές που
προωθήθηκαν τα προηγούμενα χρόνια, είχαν μεγάλες ελπίδες ότι η αλλαγή
κυβέρνησης θα έφερνε τουλάχιστον ένα φρένο σε αυτές τις κατευθύνσεις και όχι
μόνο. Η ίδια η ζωή έδειξε ότι η πολιτική της φασιστικοποίησης είναι άρρηκτα
συνδεδεμένη με την προώθηση της πολιτικής του συστήματος και δεν... αλλάζει
μαζί με τους διαχειριστές.
Όσον αφορά το κομμάτι της
απάντησης, ακριβώς επειδή δεν έχουν εμπιστοσύνη στις δυνάμεις του λαού να
απαντήσει στην επίθεση που δέχεται, καταλήγουν σε αιτήματα πλήρως ενσωματώσιμα
και αποπροσανατολιστικά. Χαρακτηριστικές είναι οι εκκλήσεις του ΣΕΚ για να
κηρυχθεί από το αστικό κράτος «παράνομη» η Χ.Α. Αντίστοιχα, τα ΕΑΑΚ, με βάση
τις διώξεις των 11 φοιτητών στην Ξάνθη, ζητούσαν την αλληλεγγύη των καθηγητών
και είχαν ως κύριο σύνθημα το «Δημοκρατικό Πανεπιστήμιο». Φανερή είναι η
αυταπάτη αυτών των δυνάμεων για τον χαρακτήρα αυτού του συστήματος αλλά και για
τα περιθώρια αλλαγής του. Συνεπώς, όπως και στα περισσότερα ζητήματα έτσι και
στη φασιστικοποίηση, αδυνατούν να δώσουν ουσιαστική διέξοδο και προοπτική στον
λαό και τη νεολαία.
Η μόνη απάντηση είναι οι
αγώνες μας!
Συνοψίζοντας, η φασιστικοποίηση
αποτελεί κομμάτι της επίθεσης του συστήματος ενάντια στον λαό και τη νεολαία.
Αποτελεί μια προσπάθεια καταστολής σε πρακτικό και συνειδησιακό επίπεδο της
δυνατότητας του λαού να παλέψει. Είτε με διώξεις και μηνύσεις, είτε με ωμή
καταστολή, είτε με την δημιουργία ενός αντιδραστικού κλίματος, το σύστημα
προσπαθεί να θέσει τους όρους της κυριαρχίας του αλλά και να ανοίξει δρόμους
για την υλοποίηση της επίθεσης του.
Σε αυτά τα πλαίσια, η αριστερά
πρέπει να δώσει απαντήσεις σε μια κινηματική κατεύθυνση. Πρέπει να αναγνωριστεί
ότι η φασιστικοποίηση της δημόσιας και πολιτικής ζωής αποτελεί μια έκφραση της
συνολικότερης προσπάθειας του συστήματος να χτυπήσει την οργάνωση και τους
αγώνες. Όσο η φασιστικοποίηση αντιμετωπίζεται σαν κάτι ξεκομμένο, τόσο θα
πληθαίνουν οι αυταπάτες για καλύτερες κυβερνήσεις ή υπουργούς οι οποίοι τάχα
δεν θα την υλοποιούν. Πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η φασιστικοποίηση έρχεται σε
μια συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, η οποία χαρακτηρίζεται από την ήττα του
κομουνιστικού- εργατικού-επαναστατικού κινήματος και την ρεβανσιστική
προσπάθεια του κεφαλαίου να πάρει πίσω ό,τι αναγκάστηκε να δώσει. Με βάση τη
δομική κρίση του συστήματος, αυτή η τάση επιταχύνεται και γίνεται όλο και πιο
βάρβαρη. Έτσι, η πάλη ενάντια στη φασιστικοποίηση δεν μπορεί να είναι ξεκομμένη
από τον αγώνα για ψωμί-δουλεία-ελευθερία-ανεξαρτησία. Πρέπει να δυναμώσει η
κατεύθυνση της αντίστασης και διεκδίκησης μέσα στο κίνημα. Πρέπει να
καταγγέλλουμε τα φαινόμενα φασιστικοποίησης και να τα εντάσσουμε στο πλαίσιο
κάτω από το οποίο εξελίσσονται. Μόνο μέσω του κινήματος και των αγώνων μας θα
μπορέσουμε να οικοδομήσουμε τους όρους αντιπαράθεσης και αναμέτρησης με τη
φασιστικοποίηση και την επίθεση του συστήματος.
1. «ΜΟΡΦΗ
ΚΑΙ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ. Σχετικά με τη φασιστικοποίηση», Δημήτρης Μάνος
2. «Η 18η Μπρυμαίρτου Λουδοβίκου Βοναπάρτη», Καρλ Μαρξ
3. «Φασιστικοποίηση της Δημόσιας ζωής», Ηλίας Καμαρέτσος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου