του Γιάννη Χατζή
Δημοσιεύτηκε στην Προλεταριακή Σημαία, φυλ. 900, στις 4/9/2021
Ο άνθρωπος για αιώνες πλήρωνε, αλλά και θα πληρώνει για το δώρο της φωτιάς, δώρο απαραίτητο στην εξελικτική διαδικασία της ανθρωπότητας. Γράφτηκαν για τη φωτιά βιβλία, τραγούδια, ποιήματα, μυθιστορήματα και κανείς ποτέ δεν αμφισβήτησε τις υπηρεσίες της, αλλά συνάμα και κανένας δεν παραγνώρισε τον αφανισμό που σκορπίζει στο διάβα της, όταν ανεξέλεγκτη πάρει τον δρόμο της. Για μια ακόμα χρονιά, για ένα ακόμα καλοκαίρι, πυρκαγιές τεραστίων διαστάσεων αφάνισαν σπίτια, χωράφια, επιχειρήσεις και απανθράκωσαν χιλιάδες στρέμματα γης. Το μεσημέρι στις 17.00, 18 Αυγούστου 1917 από την περιοχή της πύλης του Βαρδαρίου, ξεκίνησε η πυρκαγιά που έμελλε να αφανίσει τη Θεσσαλονίκη και να καταστρέψει το βίος και τις ζωές χιλιάδων ανθρώπων. Παρ' όλα τα χρόνια που πέρασαν από τότε και εικάζοντας τις συγκυρίες, μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι και τότε με τα χειροκίνητα και χειρομεταφερόμενα μέσα πυρόσβεσης και σήμερα με τα σύγχρονα (ποιος τη χάρη μας!), συντελέστηκε ένα έγκλημα σε βάρος του λαού, που μας επιτρέπει να λέμε «μια φορά κι έναν καιρό σαν σήμερα στην πυρκαγιά του 1917...».
Μια αναδρομή στο παρελθόν δεν είναι άσκοπη. Όχι για καμιά λαογραφική εμμονή, αλλά για μια αποτίμηση των όσων τότε και τώρα φώτισαν οι φλόγες των πυρκαγιών και που έχουν σαν κοινή συνισταμένη την αποτυχία του εκμεταλλευτικού συστήματος να τα βγάλει περά με τα «τέρατα» που το ίδιο δημιουργεί, συντηρεί και διαιωνίζει, χάριν της καταστροφικής για τον λαό πολιτικής του.
Το γιαγκίνι του 17 στης Σαλονίκης το τσαρσί
Η μορφολογία μιας τυπικής ανατολίτικης πόλης τον 19ο αιώνα και στις αρχές του 20ου, το οικιστικό, η ρυμοτομία, η ύδρευση και τα πυροσβεστικά μέσα της εποχής, ευνοούσαν όχι μόνο το ξέσπασμα πυρκαγιών αλλά και την ανεξέλεγκτη διάδοση τους. Μόνο μέσα στα 27 χρόνια της βασιλείας του σουλτάνου Αχμέτ του Γ', έγιναν στην Κωνσταντινούπολη 140 πυρκαγιές και η πόλη χτίστηκε πέντε φορές.
Στη Θεσσαλονίκη τα χρόνια της Οθωμανικής κυριαρχίας πυρκαγιές σημειώθηκαν το 1510, 1545, 1595, 1620, 1688, 1770, 1818, 1830, 1840, 1849, 1877, 1889, 1890, 1893, 1896, 1898.
Η τρομερή πυρκαγιά του 1917, που έσβησε μονάχη, αποτέφρωσε όλο το κέντρο της πόλης, έκαψε 70.000 σπίτια κι άφησε 80.000 άστεγους. Ανάμεσα στον παρατημένο και παραπληροφορημένο στην ουσία πληθυσμό της Θεσσαλονίκης κυκλοφόρησαν τότε συνωμοσιολογίες και διάφοροι λαϊκοί θρύλοι. Τη βάλανε -λέει- τη φωτιά οι σύμμαχοι Αγγλογάλλοι, που ρίχνανε αντί για νερό, πετρέλαιο. Η φωτιά ξεκίνησε από μια κουζίνα στην οδό Ολυμπιάδος 3, όπου μια γριά τηγάνιζε μελιτζάνες. Μπορεί πάλι να μην ήταν η φουφού της γιαγιάς, αλλά μια γκαζόλαμπα που έσκασε. Η φωτιά σταμάτησε όταν κάηκε η βασιλική εκκλησία του Αγίου Δημητρίου. Από όλες τις καμένες εκκλησίες ανέβλυσε άγιασμα. Αυτά κι άλλα τέτοια ευτράπελα κυκλοφορούσαν, όμως η ιστορική αλήθεια συνήθως δεν ακολουθεί του λαϊκούς θρύλους και τις συνωμοσιολογίες. Η Θεσσαλονίκη καταστράφηκε από τους δυσμενείς ισχυρούς ανέμους σε συνδυασμό με την έλλειψη πυροσβεστικών υποδομών και την αδιαφορία του κράτους, που περί άλλων τύρβαζε, μιας και κύριο μέλημα του ήταν η εξυπηρέτηση των ιμπεριαλιστικών σχεδίων των Αγγλογάλλων συμμάχων, που είχαν γεμίσει τη Θεσσαλονίκη με στρατεύματα. Μας λένε τίποτα άραγε όλα αυτά φέτος το καλοκαίρι, εκατό περίπου χρόνια μετά;
Η πυρκαγιά αναγγέλθηκε δυο μέρες μετά από τις εφημερίδες των Αθηνών και η κυβέρνηση έβγαλε ανακοίνωση με καθυστέρηση τριών ημερών. Τόσο ζόρι!
Τουλουμπατζήδες και πυροσβεστικά σώματα
Τουλουμπατζήδες λέγονταν οι άντρες των άτακτων πυροσβεστικών σωμάτων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας από τον 18ο αιώνα, όταν άρχισε να χρησιμοποιείται κάποιο φορητό πυροσβεστικό σύστημα στοιχειώδους μορφής (trompe-τορούμπα-τουλούμπα). Επρόκειτο για μια χειροκίνητη και χειρομεταφερόμενη από τέσσερα άτομα υδροφόρο με τουλούμπα και μάνικα. Συνήθως οι πυροσβεστικοί σταθμοί είχαν έδρα στις εκκλησίες των διαφόρων εθνοτήτων. Στα ορθόδοξα καβούσια, αυτοί που ανέλαβαν ευθύνες μετά την πρώτη γενιά τουλουμπατζήδων ήταν οι λεγόμενοι «καρανταήδες», που συναγωνίζονταν ακόμα και τους γενίτσαρους στο νταηλίκι και το εφελίκι. Οι ένοπλες συμπλοκές μεταξύ των καρανταήδων ήταν συχνές. Όμως εκείνοι οι αρχέγονοι άτακτοι πυροσβέστες, με υπεράνθρωπες προσπάθειες και παλικαριά περίσσια, με επικεφαλής τον έφιππο Ρεΐση πρόσφεραν με αυτοθυσία τη βοήθεια τους, συχνά με κόστος τραύματα ή την ίδια τη ζωή τους.
Η άλλη μέρα
Η άλλη μέρα βρήκε τη Θεσσαλονίκη τελείως κατεστραμμένη, με χιλιάδες κατοίκους να μην έχουν που να κοιμηθούν, που να δουλέψουν και τι να φάνε. Η περίθαλψη όλων αυτών ήταν προβληματική έως και υγειονομικά επικίνδυνη στους καταυλισμούς που στήθηκαν για τους πυρόπληκτους. Τότε άρχισε ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης (ιδιαίτερα Εβραίων), ανθρώπων που υφίσταντο την εγκατάλειψη, αλλά και την αδυναμία να δουν γι' αυτούς μια νέα ζωή μέσα στα αποκαΐδια. Κι όμως πάνω σ' αυτά τα αποκαΐδια στήθηκε το νέο ρυθμιστικό και οικιστικό σχέδιο της πόλης, από την επιτροπή Εμπράρ. Το κεφάλαιο είχε βρει νέο πεδίο κερδοφορίας. Ένα χρόνο μετά, στις 29 Ιουνίου 1918, έγινε στην πόλη έκθεση 28 σχεδίων ανοικοδόμησής της. Η Θεσσαλονίκη του μέλλοντος δεν θα είχε τίποτα να ζηλέψει από τις μεγάλες πρωτεύουσες της Ευρώπης. Καλά τα σχέδια, όμως ποιος θα τα έκανε όλα αυτά και με τι λεφτά; Ας είναι καλά οι τοκογλύφοι δανειστές μας και η εξάρτηση της χώρας, εν όψει μάλιστα ιστορικών βαλκανικών εξελίξεων, από όπου κοιτούσαμε να πάρουμε το κατιτίς μας.
Τότε άρχισε το μεγάλο πανηγύρι. Ο κάθε γραικύλος διαμεσολαβητής, ο κάθε τυχάρπαστος «υπεύθυνος», η κάθε ξένη ή ντόπια εταιρία ή χρηματιστής, χρησιμοποίησαν τις κερδοφόρες μεθοδεύσεις τους και κάθε στρεψοδικία, ώστε τελικά δεν εφαρμόστηκε κανένα σχέδιο, εξυπηρετήθηκαν αντιλαϊκά συμφέροντα και η Θεσσαλονίκη έγινε ρυμοτομικά, ρυθμιστικά και οικιστικά τέτοια, που το πρόβλημα της το πληρώνουμε μέχρι σήμερα.
«Τα χρόνια κι αν διαβαίνουν κι αν ο καιρός περάσει»...
Τα χρόνια κι αν διαβαίνουν, η λογική του κέρδους και της εγκατάλειψης του λαού στην τύχη του, οι μέθοδοι πραγματοποίησης των σχεδίων του συστήματος δεν αλλάζουν. Από καταστροφές τεραστίων διαστάσεων, προσπαθούν να βγάλουν από τη ζημία κέρδος, με οποιοδήποτε λαϊκό κόστος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Και τότε το 1917 και τώρα, στις πυρκαγιές στις πόλεις και την ύπαιθρο μας, τα πυροσβεστικά μέσα και η αντιπυρική μέριμνα είναι από ατελή, ελλιπή έως ανύπαρκτα. Κι ενώ εδώ και χρόνια οι δασοπυροσβέστες έχουν καταργηθεί, τις υπηρεσίες τους προσπαθούν να αναπληρώσουν, τουλάχιστον σε επίπεδο πρόληψης οι εθελοντές. Στην ουσία, μπρος στη γενική εγκατάλειψη και τις εκκενώσεις χώρων, οι ίδιοι οι κάτοικοι ανέλαβαν να υπερασπιστούν το βίος τους και τη ζωή τους, δυστυχώς όχι πάντοτε με επιτυχία (Μάτι).
Όπως τότε, έτσι και τώρα τα αποκαΐδια φέρνουν διάφορα μυθεύματα, ατάκτως ή σκοπίμως ερριμμένα, και σωρεία ανέξοδων υποσχέσεων που επιζητούν την ενότητα για την αντιμετώπιση των καταστροφών. Όμως οι κάτοικοι των περιοχών που επλήγησαν δεν έχουν πια τη δυνατότητα να οραματιστούν ένα μέλλον, έστω και με μπαλώματα. Το τι τους περιμένει μπορούν να το δουν από περασμένες περιπτώσεις πλημμύρων, σεισμών και πυρκαγιών του παρελθόντος.
Μ' αυτή τη λογική, στη μικρή συγκριτική αναδρομή μας επιλέχθηκε η πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης του 1917 σαν σκέλος σύγκρισης, γιατί έναν αιώνα μετά και παρ' όλες τις τεχνολογικές κι οργανωτικές εξελίξεις αποδεικνύεται ότι το αδίστακτο και αντιλαϊκό πρόσωπο του κεφαλαίου δεν αλλάζει, όσα προσωπεία κι αν βάλει, όσα ρούχα νέα κι αν ενδυθεί.
Η λαϊκή οργή που εκδηλώνεται φέτος το καλοκαίρι με τις πυρκαγιές και τη στάση της κυβέρνησης και της αντιπολίτευσης, πρέπει να καταγγείλει μαζικά αυτή την πολιτική που καταστρέφει, εγκαταλείπει, ισοπεδώνει, ερημώνει και επιτρέπει στα κάθε είδους «αρπακτικά» να θησαυρίζουν από τις στάχτες και τα αποκαΐδια.
Ας μην έχουμε αυταπάτες. Επιστροφές στην κατ' ευφημισμό «κανονικότητα» δεν υπάρχουν. Ας μην παρακολουθούμε άφωνοι «όλα αυτό που γίνονται για μας χωρίς εμάς» κι ας «βρέχει με χίλιους τρόπους φωτιά στη στράτα μας». «Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά»!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου