Δημοσιεύτηκε στην Προλεταριακή Σημαία φ. 433, στις 7/7/2001
Η αναφορά μας σε γεγονότα και εκτιμήσεις της εθνικής αντίστασης δεν είναι απλά θέμα ιστορικής αναδρομής στις πιο ένδοξες σελίδες του κομμουνιστικού κινήματος. Πρωτίστως θέλει να προβληματίσει και να διδάξει τις νεότερες γενιές, να τις ενσωματώσει στην πορεία που διένυσε αυτός ο λαός και οι πρωτοπόροι του κομμουνιστές, που έδωσαν ό,τι πολυτιμότερο είχαν, τη νιότη τους και την ίδια τους τη ζωή σ' αυτόν τον αγώνα. Οι ευθύνες γίνονται μεγαλύτερες όταν θέλεις να αναφερθείς σε μορφές αυτού του κινήματος, σε κομμουνιστές που διαμόρφωσαν τις εξελίξεις, όχι μόνο τότε, αλλά και μετέπειτα ενάντια στη ρεφορμιστική στροφή, όπως είναι ο καπετάν-Μπότσαρης, όπως λεγόταν ο Κουζέλης που συμπλήρωσε 20 χρόνια εξορίας και φυλακής.
Σε λίγες μέρες είναι η επέτειος μιας από τις σημαντικότερες μάχες που έδωσε ο ΕΛΑΣ ενάντια στους φασίστες κατακτητές, η μάχη της Αμφιλοχίας. Σ' αυτή τη μάχη πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξε ο σ. Βασίλης Κουζέλης ως διοικητής του 9ου λόχου. Επίσης, κυκλοφόρησε πρόσφατα μια μικρή μπροσούρα που περιλαμβάνει μερικές στιγμές από τη ζωή και την πολιτική δράση του συντρόφου με τίτλο: "Μια ζωή στον αγώνα". Το μικρό κείμενο της μπροσούρας ασφαλώς και αδικεί την πολυκύμαντη και πλούσια σε δράση ζωή του σ. Βασίλη. Ακόμη περισσότερο θα αδικήσει αυτό το έργο, αυτή την προσφορά στο κομμουνιστικό, στο λαϊκό κίνημα ευρύτερα η όποια απόπειρα αναφοράς σε όλα αυτά μέσα από τις στήλες της "Προλεταριακής Σημαίας", της οποίας υπήρξε γι' αρκετά χρόνια ο... εκδότης, από το 1982 κι εντεύθεν.
Και θα την αδικούσε γιατί η εβδομηντάχρονη και πλέον ανιδιοτελής προσφορά-συμβολή στο επαναστατικό κίνημα της χώρας μας είναι δύσκολο να χωρέσει σε μερικές στήλες μιας εφημερίδας, είναι δύσκολο να προλογισθεί κι ακόμα πιο δύσκολο να εκφρασθεί μέσα από τις αποσπασματικές αναφορές που περιλαμβάνει η μπροσουρίτσα. Παρ' όλα αυτά, θα δημοσιευθούμε αυτό, το κάτι σαν πρόλογο, που είχε ετοιμάσει ο σ. Στέλιος Αγκούτογλου, κι οφείλουμε να επανέλθουμε στην προσφορά του σ. Βασίλη, γιατί πρόκειται για τη ζωντανή ιστορία του κομμουνιστικού-επαναστατικού κινήματος της χώρας μας.
Η ιδέα κι η ανάγκη να γραφτεί ένα σύντομο βιογραφικό σημείωμα για τον μεγαλύτερο σε ηλικία υποψήφιο βουλευτή των εκλογών του 2000 σε φέρνει αμέσως αντιμέτωπο με τη σύγχρονη ιστορία του τόπου μας. Μόνο που τώρα δεν έχεις ημερομηνίες, απόμακρα ιστορικά γεγονότα, ονόματα και καταστάσεις, τώρα έχεις μπροστά σου την ίδια την "ιστορία" με σάρκα κι οστά, μ' ένα μυαλό ξουράφι να σου μιλάει, να σου διηγείται την ιστορία σε πρώτο ενικό κι άλλοτε σε πρώτο πληθυντικό πρόσωπο, κι αυτά πολλές φορές να μπερδεύονται γιατί το "εγώ" ήταν μέσα στο "εμείς" και το "εμείς" στο "εγώ".
Να προλογίσεις συνεπώς ένα τέτοιο σύντομο βιογραφικό σημείωμα δεν είναι μικρή υπόθεση. Όμως το αίτημα και η... στρατιωτική εντολή του συντρόφου μου Βασίλη Κουζέλη, μου κάνει την τιμή ν' αναλάβω αυτό το καθήκον, παρ' ότι η γνωριμία μας ξεκινάει από τη μεταπολίτευση κι εντεύθεν.
Σ' αυτά τα 26 χρόνια γνωριμίας με τον σ. Βασίλη, τον "μπαρμπα-Βασίλη" όπως συνηθίζουμε να τον φωνάζουμε εμείς οι νεότεροι, δεν ξέρω από πού να ξεκινήσω για να σκιαγραφήσω την προσωπικότητα αυτού του κομμουνιστή, αυτού του αλύγιστου αγωνιστή, αυτού του Ανθρώπου (με Α κεφαλαίο) γιατί σπανίζει πλέον αυτό το "είδος".
Θα πάρω όμως αφορμή από μια πρόσφατη συνάντηση μας στο σπίτι του.
Όταν Κυριακή πρωί φτάσαμε στο σπίτι του συντρόφου μας Β. Κουζέλη, εγώ κι ο σ. Θόδωρος, το κουδούνι χτυπήθηκε τρεις φορές. Δεν πρέπει να ξεχνάμε και τους... συνωμοτικούς κανόνες, μου είπε (μισο-αστεία, μισο-σοβαρά ο σ. Θόδωρος και χτύπησε τρεις φορές για να μας ανοίξει την πόρτα.
Η υποδοχή κι η όποια συνάντηση με τον σ. Βασίλη είναι πάντα εγκάρδια και συντροφική, "με όλη τη σημασία της λέξεως", όπως συνηθίσει να λέει κι ο ίδιος. Πέρα όμως από την εγκαρδιότητα και τη συντροφικότητα, πέρα από τα σπουδαία πράγματα που σου δίνει κάθε συνάντηση και συνομιλία μαζί του, δεν λείπει ποτέ το χωρατό κι η φρεσκάδα ενός... νεανικού μυαλού και μιας... φλογερής καρδιάς, παρ' όλα τα προβλήματα της.
Η πρώτη του κουβέντα στην πρόσφατη συνάντηση μας ήταν: "Σύντροφε Στέλιο, όπως ξέρεις, είμαι "παράνομος". Μετράω ήδη ενενήντα δυο χρόνια. Είμαι στην... παρανομία και πού να με βρει ο χάρος. Σημασία όμως έχει ότι περπατάμε, είμαστε ορθοί και προπαντός λειτουργεί το μυαλό. Αφού τα ‘χουμε αυτά, καλά είμαστε. Κάθε μήνα εξάλλου κάνουμε... προσκλητήριο με ορισμένους "ξεχασμένους" συντρόφους, αντάρτες και φίλους, διαπιστώνοντας εάν και "σήμερα είμαστε καλά""!
Δεν λείπουν όμως από τον σ. Βασίλη ακόμη και τα γαλλικά που μάθαινε στο σχολείο. Μετά το "ασέγιε-βου" (καθίστε), μου λέει αστειευόμενος, ας κάνουμε και λίγο "κονβερσασιόν" (συζήτηση). Κι έτσι αρχίζει η συζήτηση, που ενίοτε διανθίζεται από ιταλικές και γερμανικές φράσεις τις οποίες έμαθε στο αντάρτικο. Ιδίως εκείνο το "γκουτ παρτιζάν" (καλός αντάρτης) που φωνάζανε οι πανικόβλητοι από τα χτυπήματα των ανταρτών Γερμανοί έρχεται κι επανέρχεται στη συζήτησή μας.
Ο σ. Βασίλης ξεκινάει πάντα από τα πρωταρχικά, από τα ζητήματα του καθήκοντος. Δεν μπορούσε να μη γίνει έτσι και σ’ αυτή τη συνάντησή μας.
"Σύντροφε Στέλιο, μου λέει, πρέπει να κάνουμε τις γνωστές διαδικασίες για να βρεθούν οι σύντροφοι που θα μας αναπληρώσουν. Να βρούμε "αντικαταστάτας"" μου υπογραμμίζει και στην καθαρεύουσα, πράγμα που συνηθίζει και σε μερικές εκφράσεις, πέραν των πολλών ρητών, γνωμικών και παροιμιών που αναφέρει πάντα στις ομιλίες του. Και τα αναφέρει διότι ο λόγος του είναι συνήθως λιτός, μεστός, σύντομος, απέριττος, σαφής, αποφασιστικό και με έντονο στρατιωτικό ύφος.
Αυτό το στρατιωτικό ύφος, κληροδότημα της θητείας του στη στρατιωτική σχολή και προπαντός των τόσων δοκιμασιών στη ζωή, δεν τον εμπόδισε να έχει καρδιά "μικρού παιδιού". Δεν τον εμποδίζει να χαριτολογεί, λέγοντας: "Εμείς οι νεολαίοι της τρίτης γενιάς, εμείς οι ΕΠΟΝίτες" και στη συνέχεια να σοβαρεύει και να μιλάει για τους "συνεχιστές της υπόθεσής μας".
Η απάντησή μου σ’ αυτό το αίτημά του ήταν ότι όλα αυτά τα χρόνια που είμαστε μαζί και ιδίως στα ίδια κομματικά όργανα, έμαθα πολλά, όπως συνεχίζω να μαθαίνω κι από αυτή τη συζήτηση που κάνουμε και του θύμισα: "Το διοικείν εστί προνοείν", που μας έλεγε πάντα στην Κ.Ε. και σ’ εκείνα τα ταραγμένα (καθοδηγητικά) χρόνια του Π.Γ. της ΟΜΛΕ, λίγο πριν από το πρώτο συνέδριο του ΚΚΕ(μ-λ) το 1976 κι αμέσως μετά τη μεταπολίτευση. Του θύμισα τη συνέπεια στο χρόνο που τον διακρίνει στις συναντήσεις μας και την απαίτησή του να διαπαιδαγωγούμαστε όλοι μας με αυτό το πνεύμα, διότι -όπως συνηθίζει να τονίζει- έρχονται στιγμές που και τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα γίνονται ζητήματα ζωής και θανάτου.
Το "ουδείς αναντικατάστατος" αλλά kαι το ότι πρέπει να παραμείνουμε πιστοί στον αγώνα και στις επάλξεις είναι αξιώματα που ο σ. Βασίλης τα δίδαξε σε όλους μας με την ίδια του τη ζωή. Οι κομμουνιστές τονίζει πάντα πρέπει να είναι ένα υπόδειγμα ανθρώπου, ένα ζωντανό παράδειγμα για όλους, για να δείχνουν πώς πρέπει να είναι οι άνθρωποι, πώς πρέπει να είναι η κοινωνία.
Και πάλι μου θύμισε εκείνον στο νομό της "αθροιστικής συσσώρευσης και της ποιοτικής μεταβολής", για να συμφωνήσουμε (δεν θυμάμαι να διαφώνησα ποτέ με τον σ. Βασίλη) στο ότι μέσα στην "αθροιστική συσσώρευση" αναγκαίοι είναι όλοι, μηδενός εξαιρουμένου.
Κι ενώ συζητάμε με τον σ. Βασίλη όλα αυτά τα παλαιο(νεο)κομμουνιστικά μας, μπαίνει στο δωμάτιο η συντρόφισσα της ζωής του, η κ. Όλγα.
Να η "πραγματική ηρωίδα", αναφωνεί ο σ. Βασίλης που μιλάει για τη γυναίκα που του στάθηκε, του συμπαραστάθηκε, που μεγάλωσε τα παιδιά αγόγγυστα, παρά τις τόσες και τόσες δυσκολίες, την ανέχεια και τα συνεχή κυνηγητά και τις διώξεις.
Η συζήτηση μοιραία φτάνει και στον τρόπο γνωριμίας τους, στον αρραβώνα τους, στο γάμο τους και σε όλη τη ζωή τους. Μας αποκαλύπτει η κ. Όλγα ότι "στο Βασίλη υποσχέθηκα: θα σε περιμένω απεριόριστα" όταν τον κουβαλούσαν εξορία στη Μακρόνησο. Όπως δεν μπορεί να ξεχάσει και τις τρεις χιλιάδες χειραψίες που έκανε στο γάμο της στον Αϊ Στράτη όταν παρέλασαν όλοι οι κρατούμενοι για να τους ευχηθούν.
Και οι δυο τους με καμάρι μιλούν για τις κόρες τους, τη Δήμητρα και την Αρετή και τα εύστοχα λόγια που άρθρωναν, από μικρά παιδιά, μπροστά στις δοκιμασίες της οικογένειας από τις διωκτικές αρχές του κράτους της Δεξιάς.
Με πολύ εκτίμηση μιλούσε και μιλάει πάντα ο σ. Βασίλης για τον σ. Πολύδωρο Δανιηλίδη. Για τους αγώνες του, για τη ζωή του, που αφιερώθηκε όλη με την αμίμητη ανιδιοτέλεια στη λαϊκή υπόθεση. Δεν παύει να υπογραμμίζει τις προσπάθειες που κατέλαβε ο σ. Πολύδωρος στη συγκρότηση και την ενότητα του μ-λ κινήματος. Η εξαίρετη συμβολή του "Παππού" όπως κι αυτός τον αποκαλεί καμιά φορά, τον γεμίζει συγκίνηση.
Όπως συγκίνηση έκδηλη νιώθει όταν αναφέρεται στους σ. Γιάννη Χοντζέα και Ισαάκ Ιορδανίδη, οι οποίοι συμβάλλανε αποφασιστικά στη συγκρότηση του κομμουνιστικού μαρξιστικού-λενινιστικού κινήματος στη χώρας μας. Όμως με αυτούς δεν κρύβει και την πικρία, την οργή που νιώθει, όταν αναλογίζεται τα καμώματά τους πριν από το 1ο ιδρυτικό συνέδριο του ΚΚΕ(μ-λ). "Τα κάναμε θάλασσα", αυτή είναι μία από τις χαρακτηριστικές εκφράσεις του μπαρμπα-Βασίλη όταν αναφέρεται σε εκείνη την περίοδο. Η αλήθεια είναι ότι και πάλι δεν θα μπορούσα να διαφωνήσω με το σύντροφό τον σ. Βασίλη, γιατί από τη θέση του Π.Γ. της ΟΜΛΕ κι ενόψει του συνεδρίου, έζησε καταστάσεις που τον οδηγούν σε αυτές τις εκτιμήσεις και τα συμπεράσματα. Εξάλλου και οι εξελίξεις μέσα στο συνέδριο και αμέσως μετά, τον δικαιώνουν απόλυτα. Συνεχιστές της υπόθεσης μας σύντροφε Βασίλη υπάρχουν και θα συνεχίσουν να γεννιούνται, να δημιουργούνται ασταμάτητα. Είναι η ίδια η ζωή που συνεχίζεται και τους αναδεικνύει μέσα από τους αγώνες. Κι όταν άνθρωποι σαν εσένα δεν υποστέλλουν ποτέ τη σημαία του αγώνα και συνεχίζουν ασταμάτητα την υπόθεση του επαναστατικού κινήματος, το βέβαιο είναι ότι νέοι σ. "Βασίληδες" παίρνουν τη σκυτάλη και συνεχίζουν μπροστά μέχρι την τελική νίκη και την πραγματική δικαίωση των αγώνων.
Στέλιος Αγκούτογλου
Η μάχη της Αμφιλοχίας 12 13 Ιουλίου 1944
Η μάχη της Αμφιλοχίας οργανώθη ως εξής: Ο διοικητής του 1ου τάγματος μόνιμος Λοχαγός πεζικού Κώστας Παπαγεωργίου είχε να καταλάβει τις δυνάμεις στη γέφυρα Αηβίνου, το 3ο τάγμα στους λόχους ως εξής: 9ος λόχος να καταλάβει το δεξιό ύψωμα της εισόδου της Αμφιλοχίας, ο 10ος λόχος να καταλάβει στο αριστερό από την είσοδο και ο 11ος λόχος τη συνέχεια το 9ου λόχου. Στον 9ο λόχο διέθεσαν και διμοιρία πολυβόλων.
Στην Αμφιλοχία μαζί με τους Γερμανούς και χωροφύλακες. Στις 12:00 το βράδυ άρχισε η μάχη με το σύνθημα "φάτε τους φασίστες". Ο αιφνιδιασμός ήταν απόλυτος, οι Γερμανοί τα χάσανε και τρέχαν από δω και από κει. Απέναντι ήτο σπίτι του δικού μου καπετάνιου Παπαζέκου και μέσα ήταν Γερμανοί και ο Παπαζέκος φώναζε δυνατά για να ακουστεί, "βάλτε φωτιά".
Η μάχη που έδωσε ο ΕΛΑΣ στην Αμφιλοχία ήταν από τις μεγαλύτερες που έδωσε. Την οργάνωσε η Μεραρχία. Γι’ αυτό. Την περιοχή προς το Μακρυνόρος θα καταλάβει το 3/40 της Άρτας, την περιοχή της Βόνιτσας θα καταλάβει το 24ο Σύνταγμα της Πρέβεζας.
Οι Γερμανοί ύστερα από την γκάφα του Καπετάν Πάνου Γιαννούλη να σφάξει τους 4 στρατιώτες, δεν παραδίδονται και πολεμούν μέχρι τον ένα. Αυτά έχουν οι ψευτοπαλληκαριές του Πάνου Γιαννούλη. Μόλις ξημέρωσε, ο 9ος λόχος κατέβηκε στην παραλία όπως ένα ακόμα σπίτι ήταν Γερμανοί και χωροφύλακες. Τα πυρομαχικά τους σχεδόν είχαν εξαντληθεί. Τους φωνάζω "παραδοθείτε δε θα σας πειράξουμε και σας και τους χωροφύλακες". Αυτοί δεν δέχονταν. "Τότε αν δεν παραδοθείτε θα σας βάλουμε φωτιά και θα σας κάψουμε". Αυτοί δεν άκουσαν και υποχρεωθήκαμε να βάλουμε γιατί φαίνεται πως περίμεναν βοήθεια. Και βάλαμε φωτιά και κάψαμε το σπίτι με τους Γερμανούς και τους χωροφύλακες.
Ετσι τελείωσε η ιστορική μάχη της Αμφιλοχίας και από τότε γιορτάζεται κάθε χρόνο. Από τους Γερμανούς και τους χωροφύλακες δεν γλίτωσε κανένας. Είχαμε και εμείς νεκρούς, ο 9ος λόχος είχε μονάχα 9 νεκρούς, αιωνία τους η μνήμη.
"Επέσατε θύματα εσείς σε άνισο μάχη και αγώνα, ψωμί, λευτεριά και τιμή του λαού γυρεύοντας, βρήκατε μνήμα".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου