Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2021

Ας αναπτύξουμε τη συζήτηση-αντιπαράθεση (στον απόηχο του άρθρου «η ρεβιζιονιστική στροφή του 1956, το ΚΚΕ και το μ-λ κίνημα»)

Δημοσιεύτηκε στην Προλεταριακή Σημαία φυλ. 905, στις 13/11/2021


Είναι θετικό το γεγονός ότι το παραπάνω άρθρο που δημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες στην ΠΣ δημιούργησε προβληματισμούς και έγινε αντικείμενο συζήτησης στο διαδίκτυο, αλλά όχι μόνο σ’ αυτό, απ’ όσο έχουμε τουλάχιστον αντιληφθεί. Το θετικό φυσικά δε βρίσκεται στο ότι ένα άρθρο της ΠΣ «επιτέλεσε» τον σκοπό του, δηλαδή διαβάστηκε (είναι φυσικά και αυτό), αλλά στο ενδιαφέρον που υπήρξε σε σοβαρά ζητήματα που απασχολούν το κίνημα: την παλινόρθωση του καπιταλισμού στις σοσιαλιστικές χώρες, τον ίδιο τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, το περιεχόμενο, τις δυσκολίες και τα προβλήματα με τα οποία βρίσκεται αντιμέτωπο το προλεταριάτο και το κόμμα του, αλλά και τις απαντήσεις που έδωσε ή δεν μπόρεσε να δώσει ο Μάο, η ΜΠΠΕ και το μ-λ κίνημα. Και όλα αυτά σε αναφορά με το σήμερα, με την ανάγκη συγκρότησης του κομμουνιστικού κινήματος της εποχής μας.

 

Έχουμε πολλές φορές τονίσει -το τονίζει και το άρθρο στο οποίο αναφερόμαστε- ότι η παλινόρθωση κατ’ αρχάς στη ΣΕ και στη συνέχεια στην Κίνα και παράλληλα η ανατροπή της κομμουνιστικής κατεύθυνσης στη μεγάλη πλειοψηφία των πρώην κομμουνιστικών κομμάτων, δηλαδή η ήττα του κομμουνιστικού κινήματος και η ολοκλήρωση του επαναστατικού κύκλου του 20ου αιώνα, είχε σαν αποτέλεσμα τη σταδιακή αποσυγκρότηση της εργατικής τάξης και συνολικά των λαών και των μετώπων πάλης τους. Ισχυροποίησε το κεφάλαιο και τον ιμπεριαλισμό που, «απελευθερωμένοι» από το αντίπαλο δέος, πέρασαν σε μια ολοένα πιο βάρβαρη πορεία, της οποίας τα τραγικά αποτελέσματα τα βιώνει η ανθρωπότητα σήμερα.

Η ουσιαστική τοποθέτηση σ’ αυτή την αρνητική εξέλιξη (παλινόρθωση) είναι όρος εκ των ων ουκ άνευ για την ανασυγκρότηση του εργατικού επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος και επομένως για τη νέα ανάταση των λαών. Γιατί το πιο ισχυρό όπλο του συστήματος δεν είναι η δικιά του «προσφορά» στην ανθρωπότητα, αλλά ο ισχυρισμός ότι δεν υπάρχει άλλη εναλλακτική πρόταση, αφού «ο σοσιαλισμός απέτυχε» και η «αριστερά είναι μια παρωχημένη υπόθεση». Βρίσκεται, επομένως, σε μας τους κομμουνιστές η ευθύνη να δώσουμε και σ’ αυτό το επίπεδο απαντήσεις -μαζί με την προώθηση της ταξικής πάλης- όχι για να δικαιώσουμε την ιστορία (δεν έχει ανάγκη από τέτοια μεταχείριση), αλλά για να απαντήσουμε στο ερώτημα «τι είδους Αριστερά» θέλουμε και έχει ανάγκη το κίνημα και ποια είναι η εναλλακτική πρόταση που αυτή η Αριστερά καταθέτει στην εργατική τάξη και στον λαό. Όχι σαν πρόταση-μοντέλο της νέας κοινωνίας το οποίο «οφείλουμε να υλοποιήσουμε», αλλά σαν πρόταση μάχης στο σήμερα, που θα μπορεί να επιδρά στη συνείδηση των καταπιεσμένων μαζών και να συγκροτεί την πάλη τους ενάντια στο κεφάλαιο.

Θεωρούμε, επομένως, απολύτως αναγκαίο να προχωρήσει η συζήτηση-αντιπαράθεση για όλα τα ζητήματα του σοσιαλισμού και της παλινόρθωσης, τη σχέση της οικονομικής βάσης και του εποικοδομήματος, τον ρόλο της εργατικής τάξης, του κόμματος και του κράτους, τη διαδικασία ανάδειξης και συγκρότησης του κοινωνικού φορέα της παλινόρθωσης, τη σημασία της ταξικής πάλης και τις θεωρητικές προσεγγίσεις του Μάο πάνω σ’ αυτό, όπως εκφράστηκαν και μέσα από την ΜΠΠΕ. Εμείς μέσα και από την ΠΣ, την «Αντίθεση» αλλά και με κάθε άλλο τρόπο, έχουμε τη διάθεση να συμβάλουμε, στο μέτρο των δυνατοτήτων μας, προς αυτή την κατεύθυνση. Το έχουμε προσπαθήσει, άλλωστε, και με παλιότερα άρθρα, αλλά και με αντίστοιχες εκδόσεις.

Για πολλές δεκαετίες το ΚΚΕ θεωρούσε ότι τέτοιο ζήτημα δεν υπάρχει. Ότι η ΣΕ συνέχιζε να βαδίζει τον δρόμο του σοσιαλισμού και του κομμουνισμού, στον οποίο, μάλιστα, την περίοδο της Περεστρόικα, διέκρινε την «άνθιση της Δημοκρατίας» που είχε προηγουμένως συρρικνωθεί. Ότι το κομμουνιστικό κίνημα αναπτυσσόταν στην «κομμουνιστική» γραμμή του 20ου Συνεδρίου και ότι αυτό (το ΚΚΕ) ήταν ένα οργανικό κομμάτι αυτού του κινήματος. Μέσα από αυτή τη γραμμή του 20ου (και όχι τη γραμμή της 3ης Διεθνούς) έβλεπε μάλιστα και τα άμεσα ειρηνικά, κοινοβουλευτικά βήματα της πορείας προς τη «σοσιαλιστική κοινωνία». Μέσα από τον «ιστορικό ρόλο του Δημοκρατικού Κέντρου» του Γεωργίου Παπανδρέου στις αρχές της δεκαετίας του ’60, «τις δυνάμεις τις αλλαγής» του ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του ’80 και τέλος τη «συγκυβέρνηση της κάθαρσης του πολιτικού συστήματος» με τη ΝΔ του Μητσοτάκη το ’89. Υπήρχαν, βέβαια, όλη αυτή την περίοδο και κάποιοι «προβοκάτορες» (όπως για παράδειγμα στην εξέγερση του Πολυτεχνείου το 1973, στις κινητοποιήσεις των οικοδόμων το 1976, στο φοιτητικό κίνημα ενάντια στον ν. 815 το 1979, στην πορεία προς την Αμερικάνικη Πρεσβεία στην επέτειο του Πολυτεχνείου το 1980 κ.λπ., κ.λπ.). Ένα «λεγόμενο μ-λ κίνημα», που έπαιρνε τροφή από τις «αντιμαρξιστικές» θεωρίες του Μάο, που κατά καιρούς του δημιουργούσε πρόβλημα και επέμενε να μιλάει για παλινόρθωση στην ΕΣΣΔ, να υπερασπίζεται τον Στάλιν και το 3οδιεθνιστικό κομμουνιστικό κίνημα, τον Μάο και την ΜΠΠΕ.

Ώσπου ήρθε η κατάρρευση της ΣΕ και του «σοσιαλιστικού στρατοπέδου» το 89-91 και έφυγε η γη κάτω από τα πόδια του. Και ανακάλυψε σιγά-σιγά την παλινόρθωση του καπιταλισμού στην ΕΣΣΔ, φτάνοντας να χαρακτηρίζει το 20ο Συνέδριο (τη ρίζα της δικιάς του ύπαρξης) ως συνέδριο απαρχής της οπορτουνιστικής στροφής στο ΚΚΣΕ. Αλλά συνέχισε να επιμένει ότι από το 1956 έως το 1991, ίσως και μέχρι 1993 (δηλαδή μέχρι τον βομβαρδισμό από τον Γιέλτσιν του κοινοβουλίου, όπου είχε ταμπουρωθεί ο Ρουτσκόι με τους οπαδούς του) η «κομμουνιστική τάση» πάλευε μέσα στο κόμμα ενάντια στην οπορτουνιστική τάση (η οποία τελικά επικράτησε στο 28ο Συνέδριο του ΚΚΣΕ), την ίδια στιγμή, που η οικονομική βάση, οι νέες σχέσεις παραγωγής, δηλαδή «ο κοινωνικός κεντρικός επιστημονικός σχεδιασμός» -και παρά την εξασθένιση του- αντιστεκόταν διατηρώντας έτσι τη ΣΕ σε σοσιαλιστική τροχιά!

Προφανώς δεν υπάρχει η δυνατότητα στα πλαίσια αυτού του άρθρου να αναφερθούμε, έστω και συνοπτικά, σε όλα τα θέματα που παραπάνω αναφέρθηκαν. Γι αυτό θα περιοριστούμε στην ανάδειξη της λογικής που θεωρούμε ότι διαπερνάει τις τοποθετήσεις της ηγεσίας του ΚΚΕ για το σοσιαλισμό και την παλινόρθωση.

Πριν όμως θα διατυπώσουμε ένα ερώτημα γι αυτή την πολυετή εσωκομματική πάλη των «κομμουνιστών» ενάντια στους οπορτουνιστές στη ΣΕ, πόσο πολιτικά αφελής μπορεί να είναι κανείς ή πόσο πολύ θέλει να κρατηθεί από το «ένα είναι το κόμμα» (θεωρούμε ότι για την πλειοψηφία των μελών και οπαδών του ΚΚΕ ισχύει το δεύτερο), για να αποδεχτεί μια τέτοια θέση, που είναι απολύτως προφανές ότι διατυπώνεται από την ηγεσία του ΚΚΕ για να δικαιολογήσει τις θέσεις και τη στάση του για ολόκληρες δεκαετίες από το 1956 και μετά; Και επίσης πόσο πολιτικά ανεπαρκείς, αν όχι πολιτικοί εγκληματίες, ήταν όλοι αυτοί οι «κομμουνιστές» που, ενώ έβλεπαν ότι η ο σοσιαλισμός στην ΕΣΣΔ πήγαινε «κατά διαόλου» και μαζί μ’ αυτόν το παγκόσμιο κίνημα, αυτοί έμεναν πιστοί στην εσωτερική αντιπαράθεση; Και ύστερα, μετά την κατάρρευση, που ήταν αυτοί; Μήπως στην παρέα του Ρουτσκόι (αντιπροέδρου του Γιέλτσιν) ή στο κόμμα του Ζουγκάνοφ; Τέτοια αντιπαράθεση δεν υπήρξε, επειδή οι κομμουνιστική τάση ηττήθηκε ήδη από το 1956-1957. Υπήρξε όμως πράγματι μια άλλου είδους αντιπαράθεση και μάλλον σ’ αυτήν αναφέρεται η ηγεσία του ΚΚΕ. Ήταν μια αντιπαράθεση μέσα στα πλαίσια της Νέας Αστικής Τάξης (ΝΑΤ), που πήρε τα ηνία μετά το 20ο Συνέδριο, ανάμεσα στην πλευρά της ΝΑΤ που αναπτύχθηκε στον τομέα της παραγωγής και την πλευρά που αναπτύχθηκε στον κρατικό και κομματικό μηχανισμό, τις οποίας τις θέσεις (κατά βάση) υιοθετεί το ΚΚΕ. Αυτή η αντιπαράθεση εξελισσόταν και εκφραζόταν συνεχώς και δημοσίως στα πλαίσια της Σοβιετικής κοινωνίας (με πρώτη έκφραση την ανατροπή του Χρουστσόφ από τον Μπρέζνιεφ). Αλλά αυτό είναι μια άλλη υπόθεση.

Το ΚΚΕ, παρά την όποια διαφορετική ρητορική, αντιμετωπίζει τον σοσιαλισμό σαν μια περίοδο με λίγο-πολύ προσδιορισμένο πολιτικό περιεχόμενο, με καθορισμένες και γνωστές εκ των προτέρων σοσιαλιστικές σχέσεις. Ταυτίζει την κρατικοποίηση με την πλήρη κοινωνικοποίηση. Ανάγει την κεντρική σχεδιοποίηση και την ισόμετρη ανάπτυξη σαν τον απόλυτο -ουσιαστικά- νόμο της σοσιαλιστικής οικονομίας και τον κεντρικό σχεδιασμό σαν την κατεξοχήν κομμουνιστική παραγωγική σχέση. Στην πραγματικότητα αποσυνδέει το ζήτημα των παραγωγικών σχέσεων από τον φορέα αυτών των σχέσεων, που είναι η εργατική τάξη, και αντιμετωπίζει τη διαμόρφωσή τους κυρίως ως ζήτημα «επιστημονικού-τεχνικού σχεδιασμού» και όχι ως ζήτημα ταξικής πάλης.

Κύριο στοιχείο αυτής της αντίληψης του ΚΚΕ είναι η λογική με την οποία αντιμετωπίζει τον κεντρικό σχεδιασμό με φορέα το κράτος, σαν την βασική παραγωγική σχέση στον σοσιαλισμό, που είναι πανταχού παρούσα και καλύπτει τα πάντα. Θα παραθέσουμε μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα από τις Θέσεις της ΚΕ του ΚΚΕ για το 18ο Συνέδριο:

«Ο κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας στη βάση της κοινωνικής ιδιοκτησίας των συγκεκριμένων μέσων παραγωγής είναι κομμουνιστική σχέση παραγωγής… Οργανώνεται η υλοποίηση του κεντρικού σχεδιασμού κατά κλάδο, μέσω ενιαίου κρατικού φορέα, διακλαδωμένου περιφερειακά και κατά κατηγορία». (Θέση 34)

«Ο σχεδιασμός δεν πρέπει να κατανοείται ως τεχνοοικονομικό εργαλείο, αλλά ως κομμουνιστική σχέση παραγωγής, που συνδέει τους εργαζόμενους με τα μέσα παραγωγής, τους σοσιαλιστικούς οργανισμούς». (Θέση 6)

«Η θεωρητική διολίσθηση και η αντίστοιχη πολιτική οπισθοχώρηση στην ΕΣΣΔ ήρθε σε μια νέα φάση ανώτερης ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, που απαιτούσε αποτελεσματικότερα κίνητρα και δείκτες συνολικά του κεντρικού σχεδιασμού… στην κατεύθυνσης ισχυροποίησης του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής». (Θέση 19)

Σε αντιστοιχία με τα παραπάνω είναι και η αντίληψη του ΚΚΕ ότι όλα, από τις κοινωνικές αντιθέσεις έως την προώθηση-επέκταση των κομμουνιστικών σχέσεων γίνονται με «σχεδιασμένο τρόπο»:

«Στον σοσιαλισμό παραμένουν ακόμα κοινωνικές ανισότητες, διαστρωματώσεις, ουσιαστικές διαφορές ή και αντιθέσεις… οι οποίες σταδιακά, σχεδιασμένα πρέπει να εξαλείφονται». (Θέση 2)

«Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο… Είχε ωριμάσει η ανάγκη, συνειδητά, καλά σχεδιασμένα, δηλαδή θεωρητικά και πολιτικά σχεδιασμένα, να επεκταθούν και να κυριαρχήσουν πλήρως οι κομμουνιστικές σχέσεις…». (Θέση 18)

Θα συμπληρώσουμε τα παραπάνω με τη μηχανιστική και όχι διαλεκτική σχέση παραγωγικών δυνάμεων και παραγωγικών σχέσεων και την προτεραιότητα που δίνεται στις πρώτες, την απουσία αναφοράς στο εποικοδόμημα και τον ρόλο του και επίσης την απουσία της ταξικής πάλης, αλλά και του ρόλου της εργατικής τάξης (πέρα από γενικές αναφορές) στην πορεία οικοδόμησης του σοσιαλισμού.

Αυτό που κάνει στην πραγματικότητα η ηγεσία του ΚΚΕ είναι η αναπαραγωγή των ρεβιζιονιστικών θέσεων της μιας ομάδας (Γιαροσένκο) από τους «αξιοθρήνητους μαρξιστές» που κριτικάρει σκληρά στο βιβλίο του «Οικονομικά Προβλήματα του Σοσιαλισμού» ο Στάλιν, για τις θέσεις των οποίων αναφέρει: «Δεν είναι βασικός οικονομικός νόμος του σοσιαλισμού ο νόμος της ισόμετρης αναλογικής ανάπτυξης της λαϊκής οικονομίας… ούτε η σχεδιοποίηση που είναι αντανάκλαση αυτού του νόμου». Και ακόμη, «Θεωρεί (ο Γιαροσένκο) ότι το κύριο πρόβλημα της πολιτικής οικονομίας του σοσιαλισμού συνίσταται όχι στο να μελετά τις σχέσεις παραγωγής των ανθρώπων της σοσιαλιστικής κοινωνίας, αλλά στο να επεξεργάζεται και να αναπτύσσει μια επιστημονική θεωρία οργάνωσης των παραγωγικών δυνάμεων στην κοινωνική παραγωγή, τη θεωρία της ισομετρικής ανάπτυξης της λαϊκής οικονομίας…». Είναι ανάλογες τοποθετήσεις με αυτές των Κουουζίνεν, Αρμπάτοφ κ.ά. αστέρων της περιόδου Χρουστσόφ για «τον νόμο της σχεδιοποιημένης αναλογικής ανάπτυξης της εθνικής οικονομίας…», η εφαρμογή του οποίου γίνεται με «τη συνειδητή δράση του κράτους» («Οι βάσεις του μαρξισμού-λενινισμού»).

Για τη δικιά μας αντίληψη, το μεταβατικό στάδιο του σοσιαλισμού εκτείνεται σε μια ολόκληρη ιστορική περίοδο συνεχών κοινωνικών μετασχηματισμών, μετασχηματισμών πρωτίστως στις παραγωγικές σχέσεις αλλά και στο εποικοδόμημα, που δεν αποτελούν κατά βάση ζήτημα «επιστημονικού σχεδιασμού», αλλά ζήτημα ταξικής πάλης. Αυτοί οι μετασχηματισμοί έχουν ως φορέα την εργατική τάξη και κριτήριο τη συνεχή ενίσχυση της αρμοδιότητας και της θέσης της στην παραγωγή και στην κοινωνία, κατά συνέπεια την ενίσχυση της δικτατορίας του προλεταριάτου, σαν το πολιτικό εποικοδόμημα που εκφράζει και στηρίζει την ισχυροποίηση του κυρίαρχου ρόλου της εργατικής τάξης.

Από την άποψη αυτή, δεν είναι ο (κατά τα άλλα αναγκαίος) «κεντρικός σχεδιασμός» η σχέση εκείνη με την οποία το προλεταριάτο μπορεί να καθορίσει την πορεία και το «πρόσημο» της σοσιαλιστικής του κοινωνίας. Αλλά ακόμη παραπέρα, η αναγόρευσή του σε πεμπτουσία του κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής μαζί με την αντίληψη του «προγραμματισμού» και της «σχεδιοποίησης» συνολικά των κοινωνικών σχέσεων, οδηγεί στη μετατόπιση της «αρμοδιότητας της αρμοδιότητας» από το προλεταριάτο σε «εκπροσώπους» του, κάτι που ανοίγει το δρόμο στην ανάδειξη και ισχυροποίηση των «κόκκινων ειδικών», δηλαδή του κοινωνικού στρώματος που αποτέλεσε τον φορέα της παλινόρθωσης.

Οι παραγωγικές και κοινωνικές σχέσεις ούτε σχεδιάζονται, ούτε προγραμματίζονται, ούτε επιβάλλονται από ένα «σοσιαλιστικό κέντρο». Αναδεικνύονται, σχηματοποιούνται και εδραιώνονται μέσα στην ταξική πάλη, σηματοδοτώντας συνολικούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς σε όλα τα επίπεδα, τόσο στο επίπεδο της οικονομικής βάσης, όσο και στο επίπεδο του εποικοδομήματος. Γιατί παραγωγικές σχέσεις δεν είναι μόνο οι σχέσεις ιδιοκτησίας μέσων παραγωγής και διανομής του κοινωνικού πλούτου. Είναι και οι σχέσεις μέσα στην παραγωγή, η σχέση με την κοινωνική και παραγωγική ιεραρχία, η σχέση διεύθυνσης-εκτέλεσης, είναι η σχέση με το παραγόμενο προϊόν, ο έλεγχος ή η αποξένωση από αυτό. Όλα τα παραπάνω ακουμπούν την αντίθεση «πνευματικής-χειρωνακτικής εργασίας», τις διαφορές στο μορφωτικό και εκπαιδευτικό επίπεδο, το πώς συμμετέχει το προλεταριάτο στη σύνθεση και αξιοποίηση της γνώσης, της οποίας είναι ο πρωταρχικός παραγωγός. Αναδεικνύεται έτσι η διαλεκτική σχέση του εποικοδομήματος με τις παραγωγικές σχέσεις και κατά συνέπεια ο ρόλος της εργατικής τάξης τόσο στην παραγωγή όσο και σε όλους τους τομείς της κοινωνικής ζωής: στην οικονομία συνολικά, αλλά και στο εποικοδόμημα, στην πολιτική οργάνωση, τους θεσμούς, το δίκαιο, την επιστήμη, την τεχνική, γενικά στην παραγωγή-σύνθεση-αξιοποίηση της γνώσης, στον πολιτισμό κ.λπ.

Μ’ άλλα λόγια, αυτό που αναδεικνύεται είναι η συνέχιση της εξέλιξης της επανάστασης (βασική αντίληψη που υπηρέτησε η ΜΜΠΕ) μέσα από τη διεύρυνση και εμβάθυνση της δικτατορίας του προλεταριάτου, όχι με την έννοια των κρατικών δομών (σαν τέτοια την αντιλαμβάνεται η ηγεσία του ΚΚΕ), αλλά σαν έκφραση της εξουσίας και της ταξικής κυριαρχίας του προλεταριάτου, που είναι (πρέπει να είναι) ευρύτερη από τους θεσμούς που την αποτυπώνουν και αποτελεί «το απαραίτητο μεταβατικό σημείο για την κατάργηση όλων των ταξικών διαφορών, για την κατάργηση όλων των παραγωγικών σχέσεων που πάνω τους βασίζονται οι ταξικές διαφορές, για την κατάργηση όλων των κοινωνικών σχέσεων που αντιστοιχούν σε αυτές τις παραγωγικές σχέσεις, για την ανατροπή όλων των ιδεών που προκύπτουν από αυτές τις κοινωνικές σχέσεις» (Μαρξ, «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία, 1848-1850»).

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου