Δημοσιεύτηκε στην Προλεταριακή
Σημαία φύλ. 971, στις 19/10/2024
Η 28η Οκτωβρίου
καθιερώθηκε ως η εθνική επέτειος που ο δικτάτορας Μεταξάς είπε το «περήφανο»
ΟΧΙ στο τελεσίγραφο του ιταλού πρέσβη Ε. Γκράτσι για κατάληψη και χρήση από την
Ιταλία στρατηγικών σημείων ελληνικού εδάφους και υποδομών. Στόχος, όπως
λέχθηκε, ήταν να μην επιτραπεί στα αγγλικά στρατεύματα να χρησιμοποιήσουν το
ελληνικό έδαφος σε μια πιθανή πολεμική σύγκρουση με την Ιταλία.
Ας αντιπαρέλθουμε το γεγονός, που
δικαίως υποστηρίζεται από ορισμένες πλευρές, ότι δεν επρόκειτο περί
τελεσιγράφου αλλά περί μιας γνωστοποίησης της επίθεσης της γειτονικής χώρας
μέλους του φασιστικού Άξονα. Ας προσπεράσουμε επίσης το γεγονός ότι η πρώτη
απάντηση του Μεταξά δεν ήταν ακριβώς το «ΟΧΙ» αλλά μια πικρή διαπίστωση «ώστε,
έχουμε πόλεμο».
Η ουσία του ζητήματος βρίσκεται
αλλού. Όλα τα ιστορικά δεδομένα, οι καταγραφές στα ημερολόγια των άμεσα
εμπλεκομένων αλλά και οι δηλώσεις πρωταγωνιστικών παραγόντων δείχνουν ότι η
ελληνική κυβέρνηση δε θα μπορούσε να συμφωνήσει με τις αιτιάσεις των Ιταλών για
πολλούς λόγους.
Πρώτον, όπως και ο ίδιος ο Μεταξάς
έχει παραδεχτεί, μια πιθανή κατάληψη εδαφών της Ελλάδας από το στρατό του
Μουσολίνι θα είχε ως αποτέλεσμα μια τριχοτόμηση της χώρας, αφού ήταν δεδομένη
και η εισβολή της Βουλγαρίας από τα βορειοανατολικά και η κατάληψη του νότου
από την Αγγλία.
Εξάλλου, παρά τα χτυπήματα από τη
δικτατορία που είχε δεχτεί το εργατολαϊκό κίνημα, η εξέγερση του λαού στην
περίπτωση υποταγής του Μεταξά ήταν κάτι περισσότερο από πιθανή.
Ο βασικότερος, όμως, λόγος έχει να
κάνει με τη θέση της Ελλάδας σε διεθνές επίπεδο, την οικονομική και πολιτική
εξάρτησή της κυρίως από την Μ. Βρετανία αλλά και ΗΠΑ, Γαλλία. Το ελληνικό
κεφάλαιο από την ίδρυση ακόμα του κράτους είχε αναπτύξει στενούς δεσμούς
εξάρτησης με τον αγγλικό ιμπεριαλισμό. Ο ίδιος ο βασιλιάς Γεώργιος Β’, που ήταν
ο αρχηγός του Στρατού και ένα σημαντικό κέντρο εξουσίας, ήταν σαφώς υπέρ των Άγγλων.
Έτσι, παρά την ιδεολογική ταύτιση του καθεστώτος με τις φασιστικές δυνάμεις, παρά
το θαυμασμό του Μεταξά προς τον Μουσολίνι, παρά τις οικονομικές σχέσεις που
είχαν αναπτυχθεί με τη Γερμανία από ένα μέρος της ελληνικής αστικής τάξης, θα
ήταν αδύνατο να γίνει αποδεκτή η απόφαση της Ιταλίας να καταλάβει ελληνικό
έδαφος και να προσχωρήσει έτσι η Ελλάδα στο στρατόπεδο του Άξονα. Η εμπειρία
του ναυτικού αποκλεισμού από τους Άγγλους στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο και η
τραγική έλλειψη τροφίμων που επέφερε ήταν σχετικά νωπή.
Η ελληνική πλευρά στο μόνο που
μπορούσε να ελπίζει ήταν μια πολύ σύντομη στρατιωτική αντιπαράθεση με την
Ιταλία που θα κατέληγε γρήγορα σε υποχώρηση και κάποιον συμβιβασμό. Άλλωστε, ο
ίδιος ο Μεταξάς παραδέχτηκε ότι είχε μπει στη διαδικασία διαπραγμάτευσης με τις
δυνάμεις του Άξονα, ώστε να αποφευχθεί ο πόλεμος αλλά -πάλι κατά τον ίδιο- οι
απαιτήσεις τους ήταν υπερβολικές και τέτοιες που καθιστούσαν αδύνατη ακόμα και
την μελλοντική ύπαρξη της χώρας. Αν πραγματικά ήθελε να αντιπαρατεθεί με τους
Ιταλούς, η αφορμή είχε δοθεί δύο μήνες νωρίτερα, με τον τορπιλισμό της «Έλλης»
στην Τήνο από ιταλικό υποβρύχιο, πράξη στην οποία η ελληνική ηγεσία δεν
απάντησε. Για ποιο περήφανο ΟΧΙ μιλάμε λοιπόν; Περισσότερο θα ταίριαζε να πούμε
ότι ο δικτάτορας, με βαριά καρδιά, αναγκάστηκε να κηρύξει επιστράτευση και να
μπει σε έναν πόλεμο που προσδοκούσε να είναι σύντομος.
Αντίθετα, ο ελληνικός λαός από την
πρώτη στιγμή έδειξε τη διάθεσή του να υπερασπιστεί την πατρίδα. Στην Αθήνα και
σε άλλες πόλεις πραγματοποιήθηκαν τεράστιες διαδηλώσεις, την ώρα που υπήρχαν
απαγορεύσεις για τις όποιες δημόσιες λαϊκές εκδηλώσεις. Μάλιστα στις 29
Οκτωβρίου, ο Μεταξάς έγραψε στο ημερολόγιο του «Με ανησυχεί η υπεραισιόδοξος Κοινή Γνώμη», παραδεχόμενος ουσιαστικά
το υψηλό φρόνημα του λαού σε αντίθεση με το δικό του. Και για να προλάβει
δυσάρεστες εξελίξεις, στις 31/10/1940 δημοσιεύει Διάταγμα που απαγόρευε τη
συγκρότηση εθελοντικών αντιστασιακών ομάδων.
Το ΚΚΕ είχε δεχτεί ισχυρά πλήγματα
όλο το προηγούμενο διάστημα από την τρομοκρατία και την καταστολή του
καθεστώτος. Όταν η Ιταλία επιτέθηκε, χιλιάδες κομμουνιστές βρίσκονταν στις φυλακές
και τις εξορίες. Ανάμεσά τους ήταν σχεδόν όλη η ηγεσία του κόμματος. Επίσης, ο
υπουργός Δημόσιας Τάξης Κ. Μανιαδάκης κατάφερε να δημιουργήσει την «Προσωρινή
Διοίκηση» και να εμφανίζεται αυτή ως η καθοδήγηση του ΚΚΕ. Παράλληλα,
λειτουργούσε και η λεγόμενη «Παλιά Κεντρική Επιτροπή» με κάποια παλιά στελέχη
του κόμματος, που όμως δεν είχε ιδιαίτερη απήχηση.
Σ’ αυτή τη δύσκολη συγκυρία, πρώτοι
οι Ακροναυπλιώτες φυλακισμένοι, με επιστολή τους, ζήτησαν στις 29 Οκτωβρίου από
την κυβέρνηση να ελευθερωθούν και να σταλούν στο Μέτωπο για να υπερασπιστούν
την πατρίδα. Η κυβέρνηση, όμως, ζήτησε από τους κομμουνιστές δηλώσεις μετάνοιας
ως απαραίτητο όρο για την απελευθέρωσή τους, κάτι που αυτοί αρνήθηκαν. Λίγες
μέρες αργότερα και ο ίδιος ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΕ, Ν. Ζαχαριάδης, έστειλε
από τις φυλακές της Κέρκυρας το περίφημο «Ανοιχτό Γράμμα προς το λαό της
Ελλάδας» με το οποίο καλούσε τον λαό να πολεμήσει ενάντια στο φασισμό και την
υποδούλωση, την τιμή και την εθνική ανεξαρτησία, «για μια καινούρια Ελλάδα της δουλιάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε
ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση, μ' ένα πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό». Η
απάντηση της ελληνικής κυβέρνησης ήρθε λίγους μήνες αργότερα όταν παρέδωσε τους
εξόριστους και φυλακισμένους κομμουνιστές στους κατακτητές. Η συνέχεια βέβαια
είναι γνωστή. Πολλά από τα ηγετικά στελέχη του ΚΚΕ κατάφεραν να αποδράσουν και
πολύ σύντομα θα ιδρυθεί το ΕΑΜ, η ΕΠΟΝ και ο ΕΛΑΣ. Μέσα από αυτές τις μαζικές
οργανώσεις οι κομμουνιστές θα δώσουν μάχες και θα προσφέρουν το αίμα τους,
ακόμα και τη ζωή τους, για την λευτεριά.
Αντίθετα, η αστική τάξη βρέθηκε
διχασμένη. Ένα μέρος της (αγγλόφιλο) άρπαξε τον όποιο πλούτο είχε καταφέρει να
αποσπάσει από το λαό και αναχώρησε εγκαίρως για το Κάιρο και το Λονδίνο. Το
άλλο τμήμα της (γερμανόφιλο), συγκροτώντας τις κατοχικές δωσίλογες κυβερνήσεις,
συνέχισε την αφαίμαξη του λαού, μέσα από τον μαυραγοριτισμό και την ανάπτυξη
πιο σφιχτών οικονομικών σχέσεων με τους Γερμανούς. Ο μηχανισμός που δημιούργησε
αυτό το κομμάτι (Χωροφυλακή, Τάγματα Ασφαλείας, γερμανόφιλες ένοπλες οργανώσεις)
αξιοποιήθηκε από τους Άγγλους μετά την απελευθέρωση, για τη διατήρηση της
αστικής εξουσίας και την πρόσδεση της Ελλάδας στο δυτικό ιμπεριαλιστικό
στρατόπεδο.
Ξαναγυρνώντας στην 28η
Οκτώβρη 1940 και παρά την δεδομένη ηττοπάθεια της πολιτικής ηγεσίας και την άρνηση
της ελληνικής κυβέρνησης να δώσει πραγματική και σκληρή μάχη με τους Ιταλούς, ο
λαός, με απαράμιλλο ενθουσιασμό, συμμετείχε μαζικά στον αγώνα. Η ανοργανωσιά του
κράτους, που φάνηκε από την πρώτη στιγμή, αντισταθμίστηκε με την γενική
κινητοποίηση και τη δημιουργία του Μετώπου στην Πίνδο. Οι γυναίκες της Πίνδου, περπατώντας
ατελείωτες ώρες μέσα στα χιόνια, αναπλήρωσαν το τεράστιο κενό σε μεταφορικά
μέσα και ο κόσμος που έμεινε στις πόλεις έστελνε ό, τι μπορούσε από τρόφιμα,
κουβέρτες, υπόδηση και ρουχισμό στους φαντάρους που πολεμούσαν στην πρώτη
γραμμή. Την ίδια ώρα ο Αρχιστράτηγος και μετέπειτα πρωθυπουργός Αλ. Παπάγος έδινε
οδηγίες στον επιτελάρχη του λέγοντας ότι «θα
ρίξωμεν μερικές τουφεκιές δια την τιμήν των όπλων» (Λιναρδάτος). Ο ίδιος ο
Μεταξάς στις 30/10/1940 είχε δηλώσει στους δημοσιογράφους ότι ο λαός οφείλει να
πολεμήσει αλλά «χωρίς καμμίαν ελπίδα
νίκης». (Χατζής)
Το αποτέλεσμα της παλλαϊκής
συστράτευσης ήταν οι εκπληκτικές νίκες επί του ιταλικού στρατού στην Πίνδο και
στα βουνά της Αλβανίας. Ήταν η πρώτη ήττα που δέχτηκαν οι δυνάμεις του Άξονα.
Τότε άρχισαν να ξεφυτρώνουν σωβινιστικές και εθνικιστικές φωνές που καλούσαν σε
κατάληψη μέρους της Αλβανίας. «Η Κορυτσά
ξαναγυρίζει στη μητέρα Ελλάδα» και «Η
πρώτη ελληνική πολιτεία της Βορείου Ηπείρου λευτερώθηκε» ήταν κάποια από τα
πρωτοσέλιδα των εφημερίδων στα τέλη Νοέμβρη του 1940. Τα λέγανε αυτοί που, αντί
να βρεθούν στο Μέτωπο, είχαν συγκεντρωθεί στα επιτελεία και γιόρταζαν τις
νίκες. Ακόμα και ο στρατηγός Τσολάκογλου, ο μετέπειτα δωσίλογος πρωθυπουργός,
διαπίστωνε αυτή την τακτική των γόνων των «καλών οικογενειών» που δεν
υπηρετούσαν σε μάχιμα τμήματα.
Είναι σίγουρο, λοιπόν, ότι το
πραγματικό ΟΧΙ δεν το είπε ο Μεταξάς αλλά ο ίδιος ο ελληνικός λαός στα βουνά
της Αλβανίας αλλά και τα επόμενα χρόνια της γερμανικής κατοχής σε όλη την
Ελλάδα. Άλλο τόσο είναι σίγουρο ότι αν αφήσει ο λαός την αστική τάξη να
υπερασπιστεί την πατρίδα μόνο δεινά θα πρέπει να περιμένει.
Πηγές
Θ. Χατζής, «Οι ρίζες της Εθνικής
Αντίστασης», εκδ. Φιλίστωρ
Σ. Λιναρδάτος, «Ο Ιωάννης Μεταξάς
και οι μεγάλες δυνάμεις», εκδ. Προσκήνιο
Σ.Σ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου