Βασίλης Σαμαράς
Το ίδιο ισχύει σε σχέση και με τα υποκείμενα, τους πρωταγωνιστές της πραγματοποίησης αυτών των γεγονότων. Οι αποφάσεις, οι κινήσεις τους «υπακούουν» σε συγκεκριμένα δεδομένα, όρους και προδιαγραφές. Άλλωστε, με βάση αυτά τα δεδομένα έχουν αναδειχτεί στις θέσεις και τους ρόλους τους, με βάση αυτά αναλαβαίνουν να φέρουν σε πέρας τους στόχους που τους έχουν «ανατεθεί».
Μόνο σε μια τέτοια βάση, μόνο στη συσχέτισή τους με τους πραγματικούς πολιτικούς, οικονομικούς, κοινωνικούς, ιστορικούς όρους μέσα στους οποίους συντελούνται τα γεγονότα μπορούν να κατανοηθούν, να ερμηνευτούν, να αξιολογηθούν πραγματικά και ουσιαστικά.
Σε εντελώς αντίθετη τροχιά κινείται η αστική φιλολογία και προπαγάνδα. Ακόμα και «σοβαροί» αστοί ιστορικοί που όσο να ‘ναι θέλουν να διαφυλάσσουν το όποιο κύρος τους, δεν διστάζουν να καταφεύγουν σε λαθροχειρίες ιδιαίτερα όταν το ζήτημα στο οποίο αναφέρονται έχει μια ιδιαίτερη πολιτική σημασία και βαρύτητα.
Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα σε κείμενα αστικής πολιτικής προπαγάνδας, σε υποτιθέμενες δημοσιογραφικές «έρευνες», σε τοποθετήσεις διαφόρων δημοσιολογούντων όπου εξαφανίζεται κάθε κριτήριο χάριν της πολιτικής σκοπιμότητας.
Η «λογική» που διαπερνά αυτόν τον τρόπο αντιμετώπισης των γεγονότων είναι αυτή που χαρακτηρίζει στην πιο απλοϊκή και εύληπτη μορφή της τις χολιγουντιανές παραγωγές (και αντίστοιχα κόμικς). Όπου υπάρχουν οι «καλοί» και οι «κακοί». Και όπου οι καλοί είναι καλοί επειδή είναι …καλοί και οι κακοί είναι κακοί επειδή είναι κακοί. Καμιά ουσιαστική εξήγηση, καμιά συσχέτιση με πραγματικά δεδομένα ή το πολύ «εξηγήσεις» νηπιακού επιπέδου. Το κοινό που δέχεται όλον αυτόν τον βομβαρδισμό πρέπει να εθιστεί στο να μην θέτει ερωτήματα, να μην αναζητά αιτίες, όρους και εξηγήσεις. Να διαμορφώνει έναν τρόπο μη-σκέψης ώστε να καταπίνει αμάσητη όποια «αλήθεια» του σερβίρει το σύστημα.
Η μεθόδευση αυτή που επιτρέπει την παρουσίαση του άσπρου για μαύρο και αντίθετα, χρησιμοποιείται αιώνες τώρα από τις κυρίαρχες τάξεις για την υπεράσπιση της θέσης και των συμφερόντων τους.
Με την μεγαλύτερη ένταση και συστηματικότητα χρησιμοποιείται ενάντια στο κομμουνιστικό κίνημα και τον σοσιαλισμό, την μεγαλύτερη απειλή που εμφανίστηκε στην ιστορία για την εξουσία και τα προνόμιά τους.
Η ίδια αυτή λογική χαρακτηρίζει και την αντιμετώπιση από τη μεριά τους της υπόθεσης Κατίν. Όπου κατά τον Γκέμπελς, υπουργό προπαγάνδας του Χίτλερ, ο Στάλιν διέταξε την εκτέλεση μερικών χιλιάδων Πολωνών αξιωματικών. (Ο αριθμός των υποτιθέμενων εκτελεσμένων αξιωματικών ξεκινάει από τις τρεις χιλιάδες και ανάλογα την διάθεση των δυτικών μυθιστοριογράφων και κάθε λογής αντικομουνιστών ανεβαίνει στις δέκα, τις είκοσι, ή και τις τριάντα χιλιάδες).
Τα βασικά ερωτήματα που οφείλεται να τεθούν εδώ.
Είχε ο Στάλιν λόγους να κάνει κάτι τέτοιο; Από την άλλη μεριά, είχε ο Γκέμπελς λόγους να προχωρήσει σε μια τέτοια σκηνοθεσία και σε τι τον υπηρετούσε;
Οι απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα απουσιάζουν και όσες φορές γίνεται απόπειρα να δοθούν δεν έχουν ποδάρια να σταθούν. Έτσι επιστρατεύονται διάφορων ειδών «αποκαλύψεις», «πληροφορίες», «μυστικά έγγραφα» και «σημειώματα σε χαρτοπετσέτες» που υποτίθεται πιστοποιούν το γεγονός.
Όλος αυτός ο καταιγισμός «πληροφοριών», «αποκαλύψεων» και «καλλιτεχνικών προσεγγίσεων» είτε αφορά γενικά τα «εγκλήματα του κομμουνισμού» είτε ειδικά το Κατίν στοχεύει σε ένα πράγμα.
Στην αποσύνδεση του ζητήματος από τα πραγματικά του πολιτικά δεδομένα ώστε να μπορεί να «ερμηνεύεται» κατά βούληση, στον ευνουχισμό του πολιτικού κριτηρίου ή ακόμα και της απλής λογικής.
Στο ζήτημα «Κατίν» υπάρχουν δυο σημεία κλειδιά που συνδέονται τόσο με το χρόνο (άνοιξη 1940) κατά τον οποίο, υποτίθεται, οι Σοβιετικοί εκτέλεσαν τους Πολωνούς αξιωματικούς όσο και το χρόνο (Μάρτης 1943) που ο Γκέμπελς «ανακάλυψε» τους ομαδικούς τάφους. Πριν από αυτό ωστόσο θα θέλαμε να αναφερθούμε σε ορισμένα ζητήματα, παραλείποντας αναγκαστικά πολλά άλλα για τα οποία επίσης υπάρχουν απαντήσεις.
Αναφέρονται πολλοί σε «αποκαλύψεις» και ντοκουμέντα από τα αρχεία της ΕΣΣΔ. Τέτοια απλούστατα δεν υπήρξαν ποτέ. Αυτά τα στοιχεία πράγματι επιχειρήθηκε να δοθούν στη δημοσιότητα την περίοδο Γκορμπατσόφ, Γέλτσιν. Μόνο που αυτοί είδαν πως αυτά τα αρχεία τούς έδιναν εντελώς άλλα πράγματα από αυτά που προσδοκούσαν. Τα ξανάκλεισαν λοιπόν βιαστικά και από τότε αυτό που έχουμε είναι όχι επίσημες ανακοινώσεις για τις οποίες κάποιοι αναλαμβάνουν την ευθύνη, αλλά «ανεπίσημες πληροφορίες» που, υποτίθεται, προέρχονται από τα «αρχεία».
Ας περάσουμε όμως στις υποτιθέμενες ερμηνείες και εξηγήσεις. Ο Στάλιν λέει εκτέλεσε αυτούς τους αξιωματικούς για να αποκεφαλίσει την πολωνική αστική τάξη και τον πολωνικό στρατό μια και είχε κατά νου τον διαμελισμό της Πολωνίας. Αλήθεια, πώς και γιατί; Στην περίοδο που αναφερόμαστε το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της Πολωνίας και μαζί του και η αστική της τάξη είχε κατακτηθεί από τους Γερμανούς. Μάλιστα το τμήμα που κατείχαν οι σοβιετικοί κατοικούνταν στην πλειοψηφία του από ρωσόφωνο πληθυσμό, μια και ήταν εδάφη που είχαν παραχωρηθεί στην Πολωνία μετά το τέλος του Α’ Παγκόσμιου πολέμου και την συνθήκη Μπρεστ Λιτόφσκ. Όσο για τις «κεφαλές» της αστικής τάξης, αυτές είχαν ήδη διαφύγει στο Λονδίνο (όπως και οι δικές μας «κεφαλές» τότε).
Όσο για την άλλη «εξήγηση», δεν ήταν ο Στάλιν που ήθελε να διαμελίσει την Πολωνία (και το απέδειξε ως νικητής του πολέμου) αλλά ο Χίτλερ που προσάρτησε μεγάλα τμήματα του πολωνικού εδάφους στη γερμανική επικράτεια. Αντίθετα ο Στάλιν, όπως δήλωνε και στις συναντήσεις του με Ρούσβελτ, Τσόρτσιλ (και όπως επίσης έμπρακτα το απέδειξε), ήθελε μια «ισχυρή Πολωνία για να μπορεί να παρεμβάλλεται ανάμεσα σε Γερμανία και ΣΕ».
Με ανάλογο τρόπο υφίσταται και το ζήτημα του πολωνικού στρατού όταν είναι παγκοίνως γνωστό ότι το μεγαλύτερο μέρος του είχε αιχμαλωτιστεί από τους χιτλερικούς. Αλλά εδώ υπάρχει μια εξέλιξη άκρως διαφωτιστική. Μετά τη γερμανική επίθεση στη ΣΕ, στο σοβιετικό έδαφος συστήνονται πολωνικές μεραρχίες που πολεμούν στο πλάι του σοβιετικού στρατού. Πολλοί από τους αξιωματικούς που στελεχώνουν αυτές τις μεραρχίες και ανάμεσά τους ο διοικητής τους, στρατηγός Αντερς, είναι δυτικόφυλοι. Από αυτές και σε συνεννόηση με τον Τσόρτσιλ τρεις μεραρχίες (υπό τον Αντερς) στέλνονται στο αφρικανικό μέτωπο. Μέχρι το τέλος του πολέμου συγκροτούνται στη ΣΕ έντεκα πολωνικές μεραρχίες που στο πλάι του Κόκκινου Στρατού μετέχουν στην απελευθέρωση της πατρίδας τους από τους χιτλερικούς.
Αλλά ας περάσουμε σ’ αυτά που δίνουν τις πιο ουσιαστικές των απαντήσεων και για τα οποία δεν απαιτούνται απαραίτητα τέτοιες ή αλλιώτικες πληροφορίες (ή «πληροφορίες») αλλά στοιχειώδης γνώση της ιστορίας και μια σκέψη απλή, καθαρή, χωρίς ιδιοτέλειες, σκοπιμότητες και ιδεοληψίες.
Ο αναγνώστης αυτής της μπροσούρας έχει ήδη υπόψη τους τις απόψεις του γράφοντος για τα δεδομένα, τα χαρακτηριστικά και τις εξελίξεις εκείνης της περιόδου. Θα μπορούσε κάλλιστα μέσα σ’ αυτά να βρει τις απαντήσεις και τις εξηγήσεις για το αν υπήρξε Κατίν και τη σκοπιμότητα αυτής της προβοκάτσιας. Όπως και να ‘χει αυτό μου δίνει τη δυνατότητα να μην επαναλάβω πράγματα που αναφέρονται πιο αναλυτικά σ’ αυτήν και απλά να υπενθυμίσω -επιγραμματικά και μόνο- και να επιστήσω την προσοχή σε ορισμένα βασικά στοιχεία της.
Αναφέρομαι αναλυτικά στο κείμενο, στην αποφασιστική σημασία που είχε το ζήτημα των συμμαχιών και την «διαδρομή» που είχε αυτό μέχρι να πάρουν την οριστική τους μορφή. Ένα ζήτημα που αποτελεί και «κλειδί» ερμηνείας πολλών εξ όσων συνέβησαν στην διάρκεια αυτού του πολέμου.
Αναφέρομαι επίσης στα αίτια και τους υπεύθυνους για την έκρηξη αυτού του πολέμου. Η κυρίαρχη δυτική προπαγάνδα την αποδίδει κατά κύριο λόγο στην «τρέλα» του Χίτλερ. Πρόκειται για ένα βολικό σχήμα που στη βάση της λογικής που αναφέραμε θέλει να συγκαλύψει τα πραγματικά αίτια και τους πραγματικούς υπευθύνους αυτής της χωρίς προηγούμενο σφαγής.
Τις ευθύνες του γερμανικού ιμπεριαλισμού, του αγγλικού, του γαλλικού, του αμερικανικού, του ιαπωνικού, του ιταλικού. Αναφέρομαι ακόμη στην κοινή επιθυμία όλων και παρά τις μεταξύ τους αντιθέσεις, αυτός ο πόλεμος να στραφεί ενάντια στην ΣΕ. Σ’ αυτό το ζήτημα, πέρα από τους γεωστρατηγικούς και στρατιωτικούς υπολογισμούς της κάθε ιμπεριαλιστικής δύναμης, υπήρχε και η κοινή επιθυμία για εξάλειψη της απειλής που συνιστούσε για το σύστημα η ύπαρξη μιας σοσιαλιστικής χώρας.
Ακριβώς γι’ αυτό οι δυνάμεις της Δύσης απέρριπταν όλες τις προτάσεις που επί χρόνια τους έκανε η ΣΕ για την σύμπηξη μιας ευρύτερης συμμαχίας που θα φρενάριζε και θα εξουδετέρωνε τον Χίτλερ.
Αυτές οι προτάσεις της σοβιετικής ηγεσίας δεν ήταν απλά μια επιλογή «της στιγμής» (όπως λ.χ. το σύμφωνο μη επίθεσης με τη Γερμανία) αλλά συνδεόταν με ένα ζήτημα σχεδόν ζωής ή θανάτου για τους σοβιετικούς. Για το σοσιαλισμό ως κοινωνικό σύστημα. Για τη ΣΕ σαν χώρα. Για τους λαούς της ΣΕ ως ζήτημα ύπαρξης (μια και ο Χίτλερ ανοιχτά διακήρυττε ότι «θα απωθούσε τους Ρώσους στη «φυσική τους κοίτη» πέρα από τα Ουράλια»).
Στην περίοδο που αναφερόμαστε (άνοιξη του 1940) το «ποιος θα ήταν» τελικά αυτός ο πόλεμος, ποιος θα συμμαχούσε με ποιον και ενάντια σε ποιον δεν είχε καθόλου κριθεί. Σ’ αυτή τη βάση ο Στάλιν όχι μόνο δεν είχε κανένα λόγο να προχωρήσει σε κινήσεις και ενέργειες (τύπου Κατίν λ.χ.) που θα εξέθεταν και θα υπονόμευαν την βασική του πολιτική κατεύθυνση και επιδιώξεις αλλά χιλιάδες λόγους για το ακριβώς αντίθετο.
Ανάλογα διαφωτιστικά είναι τα δεδομένα του χρόνου κατά τον οποίο γίνεται η «ανακάλυψη» των ομαδικών τάφων. Αυτό συμβαίνει το Μάρτη του 1943 δηλαδή λίγο μετά τη συντριβή των γερμανικών στρατιών στο Στάλινγκραντ. Μετά από αυτό οι Γερμανοί βλέπουν ότι χάνουν τον πόλεμο. Οι Δυτικοί βλέπουν ότι αυτόν τον πόλεμο, στον οποίο μετείχαν ως τότε «διακριτικά», η ΣΕ μπορεί να τον κερδίσει έως και μόνη της. Το ζήτημα που έμπαινε πλέον για όλους ήταν η πιθανότητα διάλυσης της -έτσι και αλλιώς- ιδιότυπης συμμαχίας ΣΕ-ΗΠΑ-Αγγλίας και αναστροφής των συμμαχιών.
Για τους Γερμανούς έμπαινε σαν ζήτημα ζωής ή θανάτου και έγινε βασικό στοιχείο των πολιτικών τους επιδιώξεων. Αυτό αφορούσε τόσο τη χιτλερική ηγεσία όσο και τη γερμανική αντιπολίτευση, που έβλεπε την καταστροφή να έρχεται. Από τότε πυκνώνουν οι -ήδη υπαρκτές- επαφές της με τους Δυτικούς και με αντικείμενο την ανατροπή του Χίτλερ και την αναστροφή των συμμαχιών. Σ’ αυτή τη βάση το Κατίν για τους χιτλερικούς και τον Γκέμπελς που το οργάνωσε αυτοπροσώπως δεν ήταν παρά ένα ακόμα Ράιχσταγκ και με στόχο να αναστήσει τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» και να προσφέρει στους δυτικούς τα αναγκαία προσχήματα γι’ αυτή την αναστροφή.
Για τους Δυτικούς ωστόσο μια τέτοια αναστροφή δεν ήταν ούτε τόσο επιθυμητή ούτε και εύκολη. Δεν ήταν επιθυμητή γιατί ένας βασικός τους στόχος παρέμενε η συντριβή της (ανταγωνιστικής) γερμανικής ισχύος και συνολικά του Άξονα. Ταυτόχρονα στη φάση εκείνη ήταν -για πάρα πολλούς λόγους- πολύ δύσκολο να συμμαχήσουν έτσι ξαφνικά με τον Χίτλερ και να στραφούν ενάντια στη ΣΕ (μπορούμε μόνο να κάνουμε διάφορες υποθέσεις για το τι θα μπορούσε να συμβεί αν πετύχαινε η απόπειρα του Στάουφενμπεργκ και το πραξικόπημα που επιχείρησαν οι γερμανοί στρατηγοί).
Αυτή η αναστροφή θα πραγματοποιούνταν, αλλά μετά τη λήξη του πολέμου, με τη δημιουργία του αντισοβιετικού μπλοκ στο οποίο θα συμπεριλαμβάνονταν οι δυνάμεις του τέως Άξονα (Γερμανία-Ιαπωνία-Ιταλία), αλλά πλέον με διασφαλισμένο τον κυρίαρχο ρόλο των δυτικών ιμπεριαλιστών και πάνω απ’ όλα των ΗΠΑ.
Από την ώρα λοιπόν που συντελέστηκε αυτή η αναστροφή των συμμαχιών μπορούσαν πλέον και οι Δυτικοί που αρχικά είχαν απορρίψει την γκεμπελική προβοκάτσια, να την υιοθετήσουν, να την εμπλουτίσουν, να την αναπαράξουν σε μύριες εκδοχές, να την εντάξουν στο αντικομουνιστικό ιδεολογικό τους οπλοστάσιο. Έτσι και αλλιώς πάντως αυτά είναι τα πραγματικά δεδομένα του ζητήματος και από εκεί και πέρα το ποιος αναζητεί σ’ αυτά τις απαντήσεις και ποιος επιλέγει να καταπίνει αμάσητο ό,τι του σερβίρει το σύστημα είναι δική του υπόθεση και ευθύνη. Άλλωστε το δεύτερο είναι και το πιο βολικό. Σε απαλλάσσει από τη βάσανο της σκέψης και ταυτόχρονα σε προφυλάσσει από τυχόν συνέπειες μιας πραγματικά προοδευτικής στάσης απέναντι στα πράγματα.
Σε εντελώς αντίθετη τροχιά κινείται η αστική φιλολογία και προπαγάνδα. Ακόμα και «σοβαροί» αστοί ιστορικοί που όσο να ‘ναι θέλουν να διαφυλάσσουν το όποιο κύρος τους, δεν διστάζουν να καταφεύγουν σε λαθροχειρίες ιδιαίτερα όταν το ζήτημα στο οποίο αναφέρονται έχει μια ιδιαίτερη πολιτική σημασία και βαρύτητα.
Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα σε κείμενα αστικής πολιτικής προπαγάνδας, σε υποτιθέμενες δημοσιογραφικές «έρευνες», σε τοποθετήσεις διαφόρων δημοσιολογούντων όπου εξαφανίζεται κάθε κριτήριο χάριν της πολιτικής σκοπιμότητας.
Η «λογική» που διαπερνά αυτόν τον τρόπο αντιμετώπισης των γεγονότων είναι αυτή που χαρακτηρίζει στην πιο απλοϊκή και εύληπτη μορφή της τις χολιγουντιανές παραγωγές (και αντίστοιχα κόμικς). Όπου υπάρχουν οι «καλοί» και οι «κακοί». Και όπου οι καλοί είναι καλοί επειδή είναι …καλοί και οι κακοί είναι κακοί επειδή είναι κακοί. Καμιά ουσιαστική εξήγηση, καμιά συσχέτιση με πραγματικά δεδομένα ή το πολύ «εξηγήσεις» νηπιακού επιπέδου. Το κοινό που δέχεται όλον αυτόν τον βομβαρδισμό πρέπει να εθιστεί στο να μην θέτει ερωτήματα, να μην αναζητά αιτίες, όρους και εξηγήσεις. Να διαμορφώνει έναν τρόπο μη-σκέψης ώστε να καταπίνει αμάσητη όποια «αλήθεια» του σερβίρει το σύστημα.
Η μεθόδευση αυτή που επιτρέπει την παρουσίαση του άσπρου για μαύρο και αντίθετα, χρησιμοποιείται αιώνες τώρα από τις κυρίαρχες τάξεις για την υπεράσπιση της θέσης και των συμφερόντων τους.
Με την μεγαλύτερη ένταση και συστηματικότητα χρησιμοποιείται ενάντια στο κομμουνιστικό κίνημα και τον σοσιαλισμό, την μεγαλύτερη απειλή που εμφανίστηκε στην ιστορία για την εξουσία και τα προνόμιά τους.
Η ίδια αυτή λογική χαρακτηρίζει και την αντιμετώπιση από τη μεριά τους της υπόθεσης Κατίν. Όπου κατά τον Γκέμπελς, υπουργό προπαγάνδας του Χίτλερ, ο Στάλιν διέταξε την εκτέλεση μερικών χιλιάδων Πολωνών αξιωματικών. (Ο αριθμός των υποτιθέμενων εκτελεσμένων αξιωματικών ξεκινάει από τις τρεις χιλιάδες και ανάλογα την διάθεση των δυτικών μυθιστοριογράφων και κάθε λογής αντικομουνιστών ανεβαίνει στις δέκα, τις είκοσι, ή και τις τριάντα χιλιάδες).
Τα βασικά ερωτήματα που οφείλεται να τεθούν εδώ.
Είχε ο Στάλιν λόγους να κάνει κάτι τέτοιο; Από την άλλη μεριά, είχε ο Γκέμπελς λόγους να προχωρήσει σε μια τέτοια σκηνοθεσία και σε τι τον υπηρετούσε;
Οι απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα απουσιάζουν και όσες φορές γίνεται απόπειρα να δοθούν δεν έχουν ποδάρια να σταθούν. Έτσι επιστρατεύονται διάφορων ειδών «αποκαλύψεις», «πληροφορίες», «μυστικά έγγραφα» και «σημειώματα σε χαρτοπετσέτες» που υποτίθεται πιστοποιούν το γεγονός.
Όλος αυτός ο καταιγισμός «πληροφοριών», «αποκαλύψεων» και «καλλιτεχνικών προσεγγίσεων» είτε αφορά γενικά τα «εγκλήματα του κομμουνισμού» είτε ειδικά το Κατίν στοχεύει σε ένα πράγμα.
Στην αποσύνδεση του ζητήματος από τα πραγματικά του πολιτικά δεδομένα ώστε να μπορεί να «ερμηνεύεται» κατά βούληση, στον ευνουχισμό του πολιτικού κριτηρίου ή ακόμα και της απλής λογικής.
Στο ζήτημα «Κατίν» υπάρχουν δυο σημεία κλειδιά που συνδέονται τόσο με το χρόνο (άνοιξη 1940) κατά τον οποίο, υποτίθεται, οι Σοβιετικοί εκτέλεσαν τους Πολωνούς αξιωματικούς όσο και το χρόνο (Μάρτης 1943) που ο Γκέμπελς «ανακάλυψε» τους ομαδικούς τάφους. Πριν από αυτό ωστόσο θα θέλαμε να αναφερθούμε σε ορισμένα ζητήματα, παραλείποντας αναγκαστικά πολλά άλλα για τα οποία επίσης υπάρχουν απαντήσεις.
Αναφέρονται πολλοί σε «αποκαλύψεις» και ντοκουμέντα από τα αρχεία της ΕΣΣΔ. Τέτοια απλούστατα δεν υπήρξαν ποτέ. Αυτά τα στοιχεία πράγματι επιχειρήθηκε να δοθούν στη δημοσιότητα την περίοδο Γκορμπατσόφ, Γέλτσιν. Μόνο που αυτοί είδαν πως αυτά τα αρχεία τούς έδιναν εντελώς άλλα πράγματα από αυτά που προσδοκούσαν. Τα ξανάκλεισαν λοιπόν βιαστικά και από τότε αυτό που έχουμε είναι όχι επίσημες ανακοινώσεις για τις οποίες κάποιοι αναλαμβάνουν την ευθύνη, αλλά «ανεπίσημες πληροφορίες» που, υποτίθεται, προέρχονται από τα «αρχεία».
Ας περάσουμε όμως στις υποτιθέμενες ερμηνείες και εξηγήσεις. Ο Στάλιν λέει εκτέλεσε αυτούς τους αξιωματικούς για να αποκεφαλίσει την πολωνική αστική τάξη και τον πολωνικό στρατό μια και είχε κατά νου τον διαμελισμό της Πολωνίας. Αλήθεια, πώς και γιατί; Στην περίοδο που αναφερόμαστε το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της Πολωνίας και μαζί του και η αστική της τάξη είχε κατακτηθεί από τους Γερμανούς. Μάλιστα το τμήμα που κατείχαν οι σοβιετικοί κατοικούνταν στην πλειοψηφία του από ρωσόφωνο πληθυσμό, μια και ήταν εδάφη που είχαν παραχωρηθεί στην Πολωνία μετά το τέλος του Α’ Παγκόσμιου πολέμου και την συνθήκη Μπρεστ Λιτόφσκ. Όσο για τις «κεφαλές» της αστικής τάξης, αυτές είχαν ήδη διαφύγει στο Λονδίνο (όπως και οι δικές μας «κεφαλές» τότε).
Όσο για την άλλη «εξήγηση», δεν ήταν ο Στάλιν που ήθελε να διαμελίσει την Πολωνία (και το απέδειξε ως νικητής του πολέμου) αλλά ο Χίτλερ που προσάρτησε μεγάλα τμήματα του πολωνικού εδάφους στη γερμανική επικράτεια. Αντίθετα ο Στάλιν, όπως δήλωνε και στις συναντήσεις του με Ρούσβελτ, Τσόρτσιλ (και όπως επίσης έμπρακτα το απέδειξε), ήθελε μια «ισχυρή Πολωνία για να μπορεί να παρεμβάλλεται ανάμεσα σε Γερμανία και ΣΕ».
Με ανάλογο τρόπο υφίσταται και το ζήτημα του πολωνικού στρατού όταν είναι παγκοίνως γνωστό ότι το μεγαλύτερο μέρος του είχε αιχμαλωτιστεί από τους χιτλερικούς. Αλλά εδώ υπάρχει μια εξέλιξη άκρως διαφωτιστική. Μετά τη γερμανική επίθεση στη ΣΕ, στο σοβιετικό έδαφος συστήνονται πολωνικές μεραρχίες που πολεμούν στο πλάι του σοβιετικού στρατού. Πολλοί από τους αξιωματικούς που στελεχώνουν αυτές τις μεραρχίες και ανάμεσά τους ο διοικητής τους, στρατηγός Αντερς, είναι δυτικόφυλοι. Από αυτές και σε συνεννόηση με τον Τσόρτσιλ τρεις μεραρχίες (υπό τον Αντερς) στέλνονται στο αφρικανικό μέτωπο. Μέχρι το τέλος του πολέμου συγκροτούνται στη ΣΕ έντεκα πολωνικές μεραρχίες που στο πλάι του Κόκκινου Στρατού μετέχουν στην απελευθέρωση της πατρίδας τους από τους χιτλερικούς.
Αλλά ας περάσουμε σ’ αυτά που δίνουν τις πιο ουσιαστικές των απαντήσεων και για τα οποία δεν απαιτούνται απαραίτητα τέτοιες ή αλλιώτικες πληροφορίες (ή «πληροφορίες») αλλά στοιχειώδης γνώση της ιστορίας και μια σκέψη απλή, καθαρή, χωρίς ιδιοτέλειες, σκοπιμότητες και ιδεοληψίες.
Ο αναγνώστης αυτής της μπροσούρας έχει ήδη υπόψη τους τις απόψεις του γράφοντος για τα δεδομένα, τα χαρακτηριστικά και τις εξελίξεις εκείνης της περιόδου. Θα μπορούσε κάλλιστα μέσα σ’ αυτά να βρει τις απαντήσεις και τις εξηγήσεις για το αν υπήρξε Κατίν και τη σκοπιμότητα αυτής της προβοκάτσιας. Όπως και να ‘χει αυτό μου δίνει τη δυνατότητα να μην επαναλάβω πράγματα που αναφέρονται πιο αναλυτικά σ’ αυτήν και απλά να υπενθυμίσω -επιγραμματικά και μόνο- και να επιστήσω την προσοχή σε ορισμένα βασικά στοιχεία της.
Αναφέρομαι αναλυτικά στο κείμενο, στην αποφασιστική σημασία που είχε το ζήτημα των συμμαχιών και την «διαδρομή» που είχε αυτό μέχρι να πάρουν την οριστική τους μορφή. Ένα ζήτημα που αποτελεί και «κλειδί» ερμηνείας πολλών εξ όσων συνέβησαν στην διάρκεια αυτού του πολέμου.
Αναφέρομαι επίσης στα αίτια και τους υπεύθυνους για την έκρηξη αυτού του πολέμου. Η κυρίαρχη δυτική προπαγάνδα την αποδίδει κατά κύριο λόγο στην «τρέλα» του Χίτλερ. Πρόκειται για ένα βολικό σχήμα που στη βάση της λογικής που αναφέραμε θέλει να συγκαλύψει τα πραγματικά αίτια και τους πραγματικούς υπευθύνους αυτής της χωρίς προηγούμενο σφαγής.
Τις ευθύνες του γερμανικού ιμπεριαλισμού, του αγγλικού, του γαλλικού, του αμερικανικού, του ιαπωνικού, του ιταλικού. Αναφέρομαι ακόμη στην κοινή επιθυμία όλων και παρά τις μεταξύ τους αντιθέσεις, αυτός ο πόλεμος να στραφεί ενάντια στην ΣΕ. Σ’ αυτό το ζήτημα, πέρα από τους γεωστρατηγικούς και στρατιωτικούς υπολογισμούς της κάθε ιμπεριαλιστικής δύναμης, υπήρχε και η κοινή επιθυμία για εξάλειψη της απειλής που συνιστούσε για το σύστημα η ύπαρξη μιας σοσιαλιστικής χώρας.
Ακριβώς γι’ αυτό οι δυνάμεις της Δύσης απέρριπταν όλες τις προτάσεις που επί χρόνια τους έκανε η ΣΕ για την σύμπηξη μιας ευρύτερης συμμαχίας που θα φρενάριζε και θα εξουδετέρωνε τον Χίτλερ.
Αυτές οι προτάσεις της σοβιετικής ηγεσίας δεν ήταν απλά μια επιλογή «της στιγμής» (όπως λ.χ. το σύμφωνο μη επίθεσης με τη Γερμανία) αλλά συνδεόταν με ένα ζήτημα σχεδόν ζωής ή θανάτου για τους σοβιετικούς. Για το σοσιαλισμό ως κοινωνικό σύστημα. Για τη ΣΕ σαν χώρα. Για τους λαούς της ΣΕ ως ζήτημα ύπαρξης (μια και ο Χίτλερ ανοιχτά διακήρυττε ότι «θα απωθούσε τους Ρώσους στη «φυσική τους κοίτη» πέρα από τα Ουράλια»).
Στην περίοδο που αναφερόμαστε (άνοιξη του 1940) το «ποιος θα ήταν» τελικά αυτός ο πόλεμος, ποιος θα συμμαχούσε με ποιον και ενάντια σε ποιον δεν είχε καθόλου κριθεί. Σ’ αυτή τη βάση ο Στάλιν όχι μόνο δεν είχε κανένα λόγο να προχωρήσει σε κινήσεις και ενέργειες (τύπου Κατίν λ.χ.) που θα εξέθεταν και θα υπονόμευαν την βασική του πολιτική κατεύθυνση και επιδιώξεις αλλά χιλιάδες λόγους για το ακριβώς αντίθετο.
Ανάλογα διαφωτιστικά είναι τα δεδομένα του χρόνου κατά τον οποίο γίνεται η «ανακάλυψη» των ομαδικών τάφων. Αυτό συμβαίνει το Μάρτη του 1943 δηλαδή λίγο μετά τη συντριβή των γερμανικών στρατιών στο Στάλινγκραντ. Μετά από αυτό οι Γερμανοί βλέπουν ότι χάνουν τον πόλεμο. Οι Δυτικοί βλέπουν ότι αυτόν τον πόλεμο, στον οποίο μετείχαν ως τότε «διακριτικά», η ΣΕ μπορεί να τον κερδίσει έως και μόνη της. Το ζήτημα που έμπαινε πλέον για όλους ήταν η πιθανότητα διάλυσης της -έτσι και αλλιώς- ιδιότυπης συμμαχίας ΣΕ-ΗΠΑ-Αγγλίας και αναστροφής των συμμαχιών.
Για τους Γερμανούς έμπαινε σαν ζήτημα ζωής ή θανάτου και έγινε βασικό στοιχείο των πολιτικών τους επιδιώξεων. Αυτό αφορούσε τόσο τη χιτλερική ηγεσία όσο και τη γερμανική αντιπολίτευση, που έβλεπε την καταστροφή να έρχεται. Από τότε πυκνώνουν οι -ήδη υπαρκτές- επαφές της με τους Δυτικούς και με αντικείμενο την ανατροπή του Χίτλερ και την αναστροφή των συμμαχιών. Σ’ αυτή τη βάση το Κατίν για τους χιτλερικούς και τον Γκέμπελς που το οργάνωσε αυτοπροσώπως δεν ήταν παρά ένα ακόμα Ράιχσταγκ και με στόχο να αναστήσει τον «κομμουνιστικό κίνδυνο» και να προσφέρει στους δυτικούς τα αναγκαία προσχήματα γι’ αυτή την αναστροφή.
Για τους Δυτικούς ωστόσο μια τέτοια αναστροφή δεν ήταν ούτε τόσο επιθυμητή ούτε και εύκολη. Δεν ήταν επιθυμητή γιατί ένας βασικός τους στόχος παρέμενε η συντριβή της (ανταγωνιστικής) γερμανικής ισχύος και συνολικά του Άξονα. Ταυτόχρονα στη φάση εκείνη ήταν -για πάρα πολλούς λόγους- πολύ δύσκολο να συμμαχήσουν έτσι ξαφνικά με τον Χίτλερ και να στραφούν ενάντια στη ΣΕ (μπορούμε μόνο να κάνουμε διάφορες υποθέσεις για το τι θα μπορούσε να συμβεί αν πετύχαινε η απόπειρα του Στάουφενμπεργκ και το πραξικόπημα που επιχείρησαν οι γερμανοί στρατηγοί).
Αυτή η αναστροφή θα πραγματοποιούνταν, αλλά μετά τη λήξη του πολέμου, με τη δημιουργία του αντισοβιετικού μπλοκ στο οποίο θα συμπεριλαμβάνονταν οι δυνάμεις του τέως Άξονα (Γερμανία-Ιαπωνία-Ιταλία), αλλά πλέον με διασφαλισμένο τον κυρίαρχο ρόλο των δυτικών ιμπεριαλιστών και πάνω απ’ όλα των ΗΠΑ.
Από την ώρα λοιπόν που συντελέστηκε αυτή η αναστροφή των συμμαχιών μπορούσαν πλέον και οι Δυτικοί που αρχικά είχαν απορρίψει την γκεμπελική προβοκάτσια, να την υιοθετήσουν, να την εμπλουτίσουν, να την αναπαράξουν σε μύριες εκδοχές, να την εντάξουν στο αντικομουνιστικό ιδεολογικό τους οπλοστάσιο. Έτσι και αλλιώς πάντως αυτά είναι τα πραγματικά δεδομένα του ζητήματος και από εκεί και πέρα το ποιος αναζητεί σ’ αυτά τις απαντήσεις και ποιος επιλέγει να καταπίνει αμάσητο ό,τι του σερβίρει το σύστημα είναι δική του υπόθεση και ευθύνη. Άλλωστε το δεύτερο είναι και το πιο βολικό. Σε απαλλάσσει από τη βάσανο της σκέψης και ταυτόχρονα σε προφυλάσσει από τυχόν συνέπειες μιας πραγματικά προοδευτικής στάσης απέναντι στα πράγματα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου