Δημοσιεύτηκε στην Προλεταριακή
Σημαία φυλ. 844, στις 20/10/2018, στη στήλη «Προσεγγίσεις»
Με αφορμή μια σειρά από γεγονότα
που αρχίζουν από την εκλογική ενίσχυση της ακροδεξιάς σε μια σειρά από χώρες
της Ευρώπης (με πιο πρόσφατη αυτή στο κρατίδιο της Βαυαρίας) και συνεχίζουν με
την αύξηση των ρατσιστικών-ακροδεξιών κρουσμάτων και στην Ελλάδα και πέραν της
Χρυσής Αυγής, με πιο πρόσφατα α) το κείμενο κάποιας «επιτροπής ανωνύμων», που απέσπασε
τις υπογραφές 1.500 γονέων και κηδεμόνων από διάφορα σχολεία της Χίου (γιατί
ενώ δήθεν εκφράζει η «επιτροπή» το «ειλικρινές ενδιαφέρον» της και θεωρεί
«απολύτως σεβαστό το δικαίωμα των παιδιών των μεταναστευτικών πληθυσμών στην
εκπαίδευση», τάσσεται ευθέως κατά της εκπαίδευσης των προσφυγόπουλων στα
σχολεία, προτείνοντας επί της ουσίας την γκετοποίησή τους στα στρατόπεδα «φιλοξενίας»)
β) τη... «φιλολογική» παρέμβαση της ΕΛΜΕ Λέσβου (όπου κυριαρχεί η ΔΑΚΕ της ΝΔ),
που πρόκρινε με απόφαση (!) τη χρήση του όρου «λαθρομετανάστης» από τους εκπαιδευτικούς
με πλήρη κάλυψη της ΔΑΚΕ Καθηγητών Δ.Ε. και, κυρίως, γ) την εν ψυχρώ δολοφονία
του Ζακ Κωστόπουλου από «νομοταγείς πολίτες που υπερασπίζονται την περιουσία
τους» απέναντι σε όσους θεωρούν ύποπτους και «διαφορετικούς», τίθεται ξανά το
ερώτημα της στρατηγικής απέναντι στη φασιστικοποίηση και τη φασιστική απειλή.
Ένα από τα κεντρικά ζητήματα
αφορά τις συμμαχίες, δηλαδή με ποιους και με ποια γραμμή μπορεί να
αντιμετωπιστεί το κακό. Σχετικά με αυτό, προτείνονται λιγότερο ή περισσότερο
-και ανάλογα με την κομματική παράδοση- από στρατηγικές που περιλαμβάνουν
«πλατιά» ενωτικά μέτωπα, ακόμη και με αστικές δυνάμεις «πιστές στον κοινοβουλευτισμό»
μέχρι στρατηγικές «στενών» μετωπικών σχημάτων της αριστεράς.
Βέβαια, το πόσο στενά ή πλατιά
πρέπει να είναι τα αντιφασιστικά μέτωπα εξαρτάται κάθε φορά από τις
συγκεκριμένες συνθήκες, από το συσχετισμό δύναμης, από το μέγεθος της
φασιστικής απειλής, από τους στόχους που τίθενται κάθε φορά αλλά και από το τι
θεωρεί η κάθε δύναμη «στενό ή πλατύ». Διευκρινίζεται προκαταβολικά ότι στις
σημερινές συνθήκες κανένα σοβαρό αντιφασιστικό-αντιεθνικιστικό-αντιρατσιστικό
μέτωπο δεν μπορεί να συμπεριλάβει αστικές κυβερνητικές ή αντιπολιτευτικές
δυνάμεις, γιατί, προφανώς, δεν αντιμετωπίζεται ο φασισμός σε συμμαχία με
πολιτικές που τον προωθούν. Δεν αντιμετωπίζεται με αντιδραστικές πολιτικές, μισητές
στο λαό, που θρέφουν και έφεραν στον αφρό τον φασισμό. Τέτοιες πολιτικές
ακολουθεί σήμερα το σύνολο των αστικών δυνάμεων παρά τις «αντιφασιστικές-αντιεθνικιστικές-αντιρατσιστικές»
φλυαρίες, με πρώτους και καλύτερους τους ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, που έχουν και τη διακυβέρνηση.
Αυτοί όχι μόνο διατήρησαν και επέκτειναν το πλαίσιο της παρατεταμένης φτώχειας,
των ιδιωτικοποιήσεων και περικοπών αλλά ευθυγραμμίζονται και πλήρως με το
μεγαλύτερο «στρατηγικό επενδυτή» των εθνικιστικών συγκρούσεων, τον ιμπεριαλισμό
των ΗΠΑ.
Μια συμμαχία, επομένως, με το
απαξιωμένο πολιτικό δυναμικό θα φέρει τα ακριβώς αντίθετα αποτελέσματα. Θα
ταυτίσει στα μάτια πλατιών λαϊκών στρωμάτων την αριστερά με το κατεστημένο. Θα
απογυμνώσει τον φασισμό από κάθε συστημικό περιεχόμενο, δικαιώνοντας τον
«αντισυστημικό» του χαρακτήρα. Αντί να απομονωθεί ο φασισμός, θα καλύψει το
εκλογικό κενό που αφήνει η εκλογική «κατάρρευση» των παραδοσιακών αστικών
κομμάτων, όπως συνέβη και συμβαίνει σε μια σειρά από χώρες της Ευρώπης. Όπως
συνέβη στην Ελλάδα της κατάρρευσης του παλιού δικομματισμού που αναστήλωσε η
«αριστερή διακυβέρνηση» του ΣΥΡΙΖΑ.
Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι οι
απαντήσεις στο ερώτημα των συμμαχιών διαφέρουν επειδή διαφέρουν οι αναλύσεις
για το τι είναι ο φασισμός και γιατί ανεβαίνει. Ορισμένοι, κυρίως στην αναρχία
αλλά και στην αριστερά, αντιμετωπίζουν το όλο θέμα με αντιλήψεις παρόμοιες με
αυτές του αντιπάλου. Έχουμε και εδώ έναν «πόλεμο των πολιτισμών»! Μόνο που οι
αντιμαχόμενες πλευρές δεν είναι οι «διαφορετικές φυλές και ο πολιτισμός τους»
αλλά η... πολιτισμική διαφορά μεταξύ προοδευτικών και συντηρητικών, μεταξύ
«ανεγκέφαλων» και... εγκεφαλικών. Μπορεί βέβαια οι φασίστες, ρατσιστές κ.λπ. να
μη φημίζονται για τον πολιτισμό ή τον εγκέφαλο τους, αλλά ποιος θα απέδιδε στα
σοβαρά εκεί το φασιστικό-εθνικιστικό φαινόμενο; Κι όμως, «ο ρατσισμός είναι ο
πολιτισμός των ηλιθίων», ακούγεται στα «πλατιά» μέτωπα. «Πρέπει να μορφώσουμε
τους ναζί» αλλά και τη νεολαία, απαντούν οι «γνωστικοί». Η αποθέωση του
ιδεαλισμού και στον αντιφασιστικό αγώνα.
Μια άλλη αντίληψη είναι αυτή που
αποδίδει την άνοδο του φασισμού στο «μεταναστευτικό πρόβλημα» (ναι, φταίνε και
σε αυτό οι μετανάστες!) που σε συνδυασμό με την κρίση έφερε μια συντηρητικοποίηση
στην κοινωνία, γιατί η κοινωνία είναι αναμφίβολα συντηρητική! Ίσα που
συγκρατιέται από μια κυβέρνηση με κάποιο -φραστικό έστω- απόθεμα ανθρωπιάς και
προοδευτισμού. Η συντηοπτικοποίηση, η δεξιά μετατόπιση δεν αφορά πια τόσο το
πολιτικό σύστημα αλλά την ίδια την κοινωνία! Για αυτό χρειάζεται κυρίως μια παρέμβαση
στο επίπεδο της συνείδησης. Έτσι αποφαίνονται και πάλι οι «ολόπλευρα
μορφωμένοι».
Ο φασισμός είναι μια εκδοχή της
πιο επιθετικής πολιτικής του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού. Αντιμετωπίζεται
πρωτίστως με την ενίσχυση της ταξικής πάλης και του αντιιμπεριαλιστικού αγώνα.
Η «προλεταριοποίηση» των μεσαίων στρωμάτων, που αποτελεί για αυτούς τον χειρότερο
εφιάλτη, θα στρέψει τα πράγματα μοιραία σε αντιδραστική κατεύθυνση όσο απουσιάζει
η αριστερή πρόταση και πρακτική των αγώνων. Θα στραφούν υπέρ ενός ρομαντικού
καπιταλισμού των «ίσων ευκαιριών, της κοινωνικής κινητικότητας και ανόδου», σε
έναν καπιταλισμό των «μικρών ανθρώπων». Σε μια μυθική πατρίδα που φροντίζει τα
παιδιά της. Αυτό υπόσχεται ο φασισμός. Κι αφού τέτοιο πράγμα ούτε υπήρξε ούτε
πρόκειται να υπάρξει, ο φασισμός στην εξουσία προϋποθέτει πάντα γερές πλάτες,
τις πλάτες του μεγάλου κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού.
Δεν είναι τόσο ο φόβος της απορρόφησης
ή «εξαφάνισης» των αριστερών προταγμάτων και της αριστεράς μέσα στα «πλατιά
μετωπικά σχήματα» με αστικές και ρεφορμιστικές δυνάμεις. Είναι κυρίως, ότι ο
αντιφασιστικός αγώνας ποτέ δεν καρποφόρησε στην ιστορία σε συμμαχία με τις
αστικές δυνάμεις (π.χ. σοσιαλδημοκρατία), και αυτό όχι με ευθύνη των αριστερών
ή κομμουνιστών, όπως συχνά λέγεται. Έτσι, όταν η ακροδεξιά κερδίζει στις κάλπες
των αστικών εκλογών, η αριστερά πρέπει να απαντά στους δρόμους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου