Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Κυριακή 21 Σεπτεμβρίου 2025

Ηράκλειο, Αύγουστος 1935. Μια απεργία που εξελίχθηκε σε εξέγερση

 

Δημοσιεύτηκε στην Προλεταριακή Σημαία φύλ. 992, στις 20/9/2025




Ο Μεσοπόλεμος για την Ελλάδα είναι μια ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα περίοδος, εξαιτίας κυρίως της ανόδου του εργατικού και κομμουνιστικού κινήματος, μέσα σε εξαιρετικά δύσκολες συνθήκες, με Ιδιώνυμο, δικτατορίες, ανελέητο κυνήγι πρωτοπόρων εργατών και κομμουνιστών, φυλακίσεις και εξορίες. Παράλληλα, η αστική τάξη προώθησε τη δημιουργία φασιστικών ομάδων που συμπλήρωναν την επίσημη πολιτική κρατικής τρομοκρατίας. Οι απεργιακές κινητοποιήσεις που ξεσπούσαν σε κάθε γωνιά της χώρας αντιμετωπίζονταν με υπέρμετρη βία και πρωτόγνωρη καταστολή, με αποτέλεσμα, σε πολλές περιπτώσεις, η εργατιά να θρηνεί νεκρούς. Μια τέτοια περίπτωση είναι και η απεργία των σταφιδεργατών του Ηρακλείου το 1935, που πνίγηκε στο αίμα.

 

Η δεκαετία του ’30 σημαδεύτηκε από συχνές εναλλαγές στις κυβερνήσεις και απανωτά πραξικοπήματα. Μετά το αποτυχημένο βενιζελικό πραξικόπημα της 1ης Μάρτη του 1935, ο Π. Τσαλδάρης προχώρησε σε εκκαθαρίσεις στο στράτευμα και τον κρατικό μηχανισμό, καταδικάζοντας σε φυλάκιση με αναστολή τους πολιτικούς του αντιπάλους (Παπαναστασίου, Καφαντάρης). Η αποχή του Βενιζέλου από τις εκλογές της 9ης Ιούνη έδωσε τη δυνατότητα στους Τσαλδάρη-Κονδύλη να πάρουν την εξουσία με ποσοστό 65%. Παρά τη φαινομενική παντοδυναμία της κυβέρνησης, το εργατικό και αγροτικό κίνημα συνέχισε να βγαίνει στο προσκήνιο, θέτοντας επιτακτικά το ζήτημα των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Η νέα κυβέρνηση αναγκάστηκε να καταφύγει πολλές φορές στην καταστολή, ανοίγοντας τον δρόμο, -μαζί με τις επόμενες κυβερνήσεις- στη δικτατορία του Μεταξά τον Αύγουστο του 1936.

Οι κινητοποιήσεις των σταφιδεργατών του Ηρακλείου ξεκίνησαν από τον Ιούλιο με δύο απεργίες, που είχαν ως αιτήματα αυξήσεις στα μεροκάματα, την εφαρμογή ωραρίου και πλήρεις συνδικαλιστικές ελευθερίες. Όταν οι σταφιδέμποροι και η κυβέρνηση αρνήθηκαν να τα ικανοποιήσουν, οι εργάτες κήρυξαν απεργία διαρκείας στις 4 Αυγούστου. Ταυτόχρονα, το Εργατικό Κέντρο Ηρακλείου κήρυξε απεργία αλληλεγγύης την ίδια μέρα.

Ο Ριζοσπάστης (6/8/1935) εξηγεί: «Ιδιαίτερα οι σταφιδεργάτες και οι σταφιδεργάτριες ζούσαν μια φριχτή ζωή πείνας και σκλαβιάς. Δεκάδες φορές απευθύνθηκαν με ψηφίσματα και υπομνήματα στις αρχές. Κι όμως ο επόπτης εργασίας, ο Νομάρχης, το υπουργείο, η κυβέρνηση δεν έδωσαν καμιά προσοχή».

Η συμμετοχή ήταν πολύ μεγάλη και η απεργιακή συγκέντρωση ξεπέρασε τις 3 χιλιάδες. Με μια εντελώς απρόκλητη ενέργεια από τη μεριά των αρχών ο νομάρχης μαζί με τον διοικητή της αστυνομίας επικεφαλής χωροφυλάκων και στρατού επιτέθηκαν με τους υποκόπανους των όπλων στους συγκεντρωμένους εργάτες την ώρα που γίνονταν οι ομιλίες των μελών του ΔΣ του Εργατικού Κέντρου, με σκοπό να τους διαλύσουν.

Οι συγκεντρωμένοι απεργοί αντέδρασαν δυναμικά και οι συγκρούσεις γενικεύτηκαν. Η οργή των εργατών ήταν τέτοια που ανάγκασε τους χωροφύλακες να τραπούν σε φυγή, αφήνοντας ακόμα και τα όπλα τους στον δρόμο.

Το βράδυ της ίδια μέρας, και ενώ οι εργάτες περίμεναν μετά από υπόσχεση του νομάρχη την υπογραφή των αιτημάτων τους, ο στρατός επιτέθηκε ξανά και μάλιστα αυτή τη φορά χρησιμοποίησε πολυβόλα.

«Ερρίφθησαν 10.000 πυροβολισμοί περίπου. Ολόκληρη η πόλη αναστατώθηκε. Ο κόσμος που βρισκόταν στην πλατεία πανικοβλήθηκε. Οι εργάτες διαλύθηκαν. Πολλές σφαίρες πέσανε και μέσα στα καταστήματα και στα καφενεία, όπως στο καφενείο Χανιωτάκη κι αλλού. Από τους πυροβολισμούς αυτούς τραυματίστηκαν 25 περίπου. Από αυτούς, τρεις ξεψύχησαν αργότερα. Πολλοί από τους τραυματίες ήταν ανήξεροι διαβάτες, όπως ο Πρεβελάκης, υπάλληλος της Εμπορικής Τράπεζας. Τους τραυματίες τους μάζευαν οι εργάτες, αλλά οι χωροφύλακες τους κυνηγούσαν κι αυτούς. Ενώ το πλήθος διαλυόταν και έτρεχε προς την πλατεία Νικηφόρου Φωκά, καινούρια ομοβροντία πυροβολισμών ρίχτηκε από το αστυνομικό τμήμα». (Ριζοσπάστης 9/8/1935)

«Οι πυροβολισμοί κατά του άοπλου εργατικού κόσμου και το άγριο ματοκύλισμα των απεργών προκάλεσαν το ξέσπασμα της αγανάκτησης του λαού του Ηρακλείου. Αμέσως άρχισαν να χτυπάν οι καμπάνες και στις συνοικίες και στους δρόμους άρχισαν να συγκροτούνται διαδηλώσεις διαμαρτυρίας. Παρά τις αλλεπάλληλες επιθέσεις των ένοπλων κρατικών οργάνων οι εργάτες έγιναν κύριοι των δρόμων». (Ριζοσπάστης 6/8/1935)

Η απεργία και οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν και την επόμενη μέρα (5/8/1935). Στο Ηράκλειο μεταφέρθηκε στρατός και από άλλες περιοχές της Κρήτης. Στη νέα συγκέντρωση των απεργών, που ήταν ακόμα μεγαλύτερη, οι στρατιώτες χρησιμοποίησαν και πάλι τα όπλα. Όμως, γρήγορα αφοπλίστηκαν από τους εργάτες και τράπηκαν σε φυγή. Στήθηκαν οδοφράγματα και άρχισε πλέον κανονικός πόλεμος. Οι νεκροί πλέον είναι και από τις δύο πλευρές. Η κυβέρνηση πανικοβλήθηκε και αποφάσισε να διαλύσει με κάθε τρόπο τους εξεγερμένους εργάτες.

Ο Ριζοσπάστης (6/8/1935) αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η κυβέρνηση απαντά στην απεργία των εργατών που διεκδικούν τα στοιχειώδη δικαιώματά τους, με την αποστολή στρατού, δύο αντιτορπιλικών και σμήνους βομβαρδιστικών αεροπλάνων και με την κήρυξη στρατιωτικού νόμου. […] Χθες στις 11 το πρωί έγινε στα γραφεία του Γενικού Επιτελείου Στρατού σύσκεψη […] Κατά τη σύσκεψη αυτή ο υπουργός των εσωτερικών ανακοίνωσε ότι τα τηλεγραφήματα από το Ηράκλειο δείχνουν ότι η απεργία πήρε χαρακτήρα επαναστατικό»

Η κυβέρνηση έκανε λόγο για ένοπλη εξέγερση και κήρυξε στο Ηράκλειο στρατιωτικό νόμο. Η απόφαση να βομβαρδιστεί η πόλη με αεροπλάνα και πλοία, ακυρώθηκε την τελευταία στιγμή, όταν τα πλοία «Ύδρα» και «Σπέτσαι» βρίσκονταν ήδη κοντά στη Μήλο.

Όμως, τελικά ο στρατός, με τη βοήθεια ομάδων φασιστών που πυροβολούσαν από τις στέγες των κτηρίων, κατάφερε να επικρατήσει και να επιβάλλει την «τάξη» και ένα κλίμα τρομοκρατίας με δεκάδες συλλήψεις πρωτοπόρων εργατών, οι οποίοι στάλθηκαν στην εξορία.

Επίσημα ανακοινώθηκε ότι δολοφονήθηκαν 7 εργάτες και δεκάδες τραυματίστηκαν. Πιθανό, όμως, οι νεκροί εργάτες να είναι περισσότεροι, αφού υπήρχαν πολλοί αγνοούμενοι. Αναφέρεται ότι πολλά πτώματα εργατών πετάχτηκαν στα παλιά μνήματα της πόλης.

Επίσης, έγινε γνωστό ότι από τις 31 Ιουλίου, δηλαδή πριν ξεκινήσει η απεργία, ο νομάρχης με σημείωμά του προετοίμαζε ειδικά μέτρα για την αντιμετώπισή της:

«Ειδικά μέτρα ασφαλείας: α) Από Σύνταγμα 150 άνδρες με επί κεφαλής λοχαγόν. β) Χωροφυλακή: 1) Αποκλεισμός λιμένος. 2) Φύλαξις των δύο πυλών και του Κούλε. Εις κάθε πύλην θα τοποθετηθούν 20 άνδρες. Εις Κούλε 39. 3) Επιφυλακή εις Διοίκησιν Χωροφυλακής με 50 άνδρες. 4) Περίπολοι εκ 15 ανδρών με επί κεφαλής αξιωματικόν.

Κατά της απεργίας:1)Σύλληψις προληπτικώς των υπό απέλασιν κομμουνιστών. 2) Εξεύρεσις απεργοσπαστών και προστασία των. 3) Συνεννόησις μετά εργοδοτών και παραγωγών, οι οποίοι δύνανται προσφέρουν απεργοσπάστας.

Εν Ηρακλείω 31 Ιουλίου 1935

Ο Νομάρχης

Σπ. Θεοτόκης»

(Ριζοσπάστης 9/8/1935)

Τις επόμενες μέρες πραγματοποιήθηκαν απεργίες και διαδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα ως απάντηση στην καταστολή και την τρομοκρατία. Η κυβέρνηση προσπάθησε να παρουσιάσει την εξέγερση των εργατών ως μια προσπάθεια των βενιζελικών για νέο πραξικόπημα. Στην πραγματικότητα, όμως, όλες οι κινήσεις της κυβέρνησης, η άγρια καταστολή, η εφαρμογή στρατιωτικού νόμου, η κινητοποίηση στρατού, ναυτικού και αεροπορίας εντάσσονταν μέσα στα γενικότερα σχέδια της αστικής τάξης για επιβολή δικτατορίας. Κάτι που θα γίνει πράξη ακριβώς ένα χρόνο μετά με τον Μεταξά.

Σ.Σ.

Πηγές

Ριζοσπάστης 25/7/1935, 6/8/1935, 7/8/1935, 9/8/1935

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου