Η ονομασία του ιστολογίου είναι ο τίτλος του βιβλίου του Βασίλη Σαμαρά "1917-1953, Η ιστορία διδάσκει και εμπνέει"

Κυριακή 25 Μαΐου 2025

Ο απεργοκτόνος νόμος 330/1976 του Λάσκαρη και η «κατάργηση της πάλης των τάξεων»

 Δημοσιεύτηκε στην Προλεταριακή Σημαία φυλ. 985 στις 24/5/2025




Η πτώση της Χούντας το 1974 και τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, εκτός των άλλων εξελίξεων, σημαδεύτηκαν από μια σοβαρή κινηματική ανάταση στον φοιτητικό και εργατικό χώρο. Ιδιαίτερα όμως οι βιομηχανικοί εργάτες κατάφεραν να συγκροτήσουν επιτροπές και εργοστασιακά σωματεία και να πραγματοποιήσουν μαζικές απεργίες, πολλές φορές ενάντια στις διαθέσεις της ηγεσίας της ΓΣΕΕ. 


Οι κυριότεροι λόγοι των κινητοποιήσεών τους ήταν τα μεροκάματα, οι αυθαιρεσίες των εργοδοτών, οι απάνθρωπες συνθήκες δουλειάς και η ασφάλεια στο χώρο εργασίας. Οι απεργίες διαρκούσαν, σε πολλές περιπτώσεις, ολόκληρες εβδομάδες ή και μήνες και συνοδεύονταν σχεδόν πάντα από συγκρούσεις με την αστυνομία. Η αλληλεγγύη που έδειχναν οι συνάδελφοί τους σε άλλες επιχειρήσεις μέσω της οικονομικής ενίσχυσης των απεργών αλλά και της προκήρυξης απεργιών συμπαράστασης ήταν εντυπωσιακή. Συχνά οι απεργίες συνοδεύονταν από καταλήψεις εργοστασίων, περιφρούρηση και απαγόρευση εισόδου των απεργοσπαστών. Αλλά και οι συχνές και απροειδοποίητες στάσεις εργασίας ή η κωλυσιεργία ώστε να μειωθεί η παραγωγή ήταν μορφές αγώνα που αξιοποιήθηκαν ευρέως. Οι περισσότερες απεργίες κατέληγαν με νίκες των εργατών όπως η εμβληματική απεργία στην ΠΙΤΣΟΣ αλλά και αυτές στην ΙΖΟΛΑ, την ΕΣΚΙΜΟ, τη ΜΕΛ, την ΙΤΤ, τη Good Year, τον Πετζετάκη, τη ΒΙΟΧΑΛΚΟ, τα Ναυπηγεία Ελευσίανας, την ΤΡΙΚΟΠΙ κ.ά. Την ίδια περίοδο αξιοσημείωτοι αγώνες δόθηκαν και σε άλλους κλάδους όπως στην οικοδομή, τα μεταλλεία, (Μαντούδι, ΜΑΔΕΜ-ΛΑΚΟ κ.ά.), τις Τράπεζες, αλλά και σε δημόσιες υπηρεσίες (ΔΕΗ, ΟΤΕ, κ.ά.)




Ειδικά οι εργατικοί αγώνες στη βιομηχανία και η συγκρότηση των εργοστασιακών σωματείων θορύβησε την ηγεσία των βιομηχάνων (ΣΕΒ) και την κυβέρνηση Καραμανλή. Παρά τις προσπάθειές τους να δείξουν μια πιο δημοκρατική διαχείριση του ζητήματος (επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων το 1974 και υπογραφή νέας Εθνικής Συλλογικής Σύμβασης το 1975) το εργατικό κίνημα επιδείκνυε μια απίστευτη αντοχή και άρνηση υποταγής στα κελεύσματα της κυβέρνησης, των επίσημων συνδικαλιστικών ηγεσιών και των ρεφορμιστικών παρατάξεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ηγεσία της ΓΣΕΕ αναφερόταν σε «υπερεπαναστάτες» και ο πρόεδρος της ΕΣΑΚ σε «ύποπτα στοιχεία».

Η συνηθισμένη τακτική των απολύσεων πρωτοπόρων συνδικαλιστών που εφάρμοζαν οι εργοδότες από τις πρώτες κιόλας ημέρες των κινητοποιήσεων, όχι μόνο δεν απέδωσε, αλλά πείσμωνε περισσότερο τους απεργούς, με αποτέλεσμα οι βιομήχανοι στην πλειοψηφία των περιπτώσεων να υποχωρούν και να αποδέχονται πολλά από τα αιτήματα των εργατών.

Έτσι, ο πρόεδρος του ΣΕΒ, Δ. Μαρινόπουλος, σε συνέντευξή του στις 5/3/1976 ζήτησε να καθοριστεί ένα πιο σφιχτό νομικό πλαίσιο που θα περιορίζει τις απεργίες. Μάλιστα ήταν ο πρώτος που διατύπωσε την άποψη ότι: «δεν έχουμε λόγους να έχουμε σήμερα πάλη των τάξεων». Στη συνέχεια ανέλαβαν υπουργοί της κυβέρνησης να διαμορφώσουν το κατάλληλο κλίμα. «Κατάχρηση των ελευθεριών εις βάρος του κοινωνικού συνόλου […] με ένα κύμα αδικαιολόγητων απεργιακών εκδηλώσεων» έβλεπε πρωτοκλασάτος υπουργός. Δε χρειάστηκε πολύς χρόνος για τον Υπουργό Απασχολήσεως Κων. Λάσκαρη να δημοσιοποιήσει το νομοσχέδιο «Περί επαγγελματικών σωματείων και ενώσεων και διασφαλίσεως της συνδικαλιστικής ελευθερίας», που έμεινε στην ιστορία ως νόμος 330 ή νόμος Λάσκαρη.




Με βάση αυτόν οι εργαζόμενοι έπρεπε να προχωρήσουν πρώτα σε διαπραγμάτευση με τον εργοδότη και να προειδοποιούν νωρίτερα για την πραγματοποίηση της απεργίας (υπήρχε ασάφεια ως προς τον ακριβή χρόνο κοινοποίησής της). Για τις δημόσιες υπηρεσίες και τις επιχειρήσεις «κοινής ωφέλειας» (νοσοκομεία, μεταφορές, ύδρευση, ΔΕΗ, κ.ά.) προβλεπόταν κοινοποίηση της απεργίας 8 μέρες νωρίτερα.

Νομιμοποιούνταν το λοκ άουτ, απαγορευόταν η πολιτική απεργία όπως και οι απεργίες συμπαράστασης. Επίσης οι προϋποθέσεις για να αποφασιστεί απεργία γίνονταν σχεδόν απαγορευτικές (με πλειοψηφία πάνω 75% στις γενικές συνελεύσεις) και το σωματείο υποχρεωνόταν να ορίσει προσωπικό ασφαλείας. Ήταν πλέον πολύ εύκολο να κηρυχτεί μια απεργία παράνομη. Αν θυμίζουν οι διατάξεις αυτές τους πρόσφατους αντεργατικούς νόμους Χατζηδάκη-Γεωργιάδη δεν είναι καθόλου τυχαίο. Οι σημερινοί νόμοι, στις βασικές τους διατάξεις, είναι πιστή αντιγραφή των διατάξεων που θεσμοθέτησαν οι προκάτοχοι των ίδιων υπουργικών θώκων και πολιτικοί πρόγονοι του ίδιου κόμματος προ 50ετίας. Άλλωστε ήταν πάγια και διαχρονική επιδίωξη του συστήματος.

Με άλλες διατάξεις του νομοσχεδίου θεσμοθετούνταν ουσιαστικά μια ωμή παρέμβαση του κράτους στα σωματεία με στόχο, όπως φιλοδοξούσε ο Λάσκαρης, «να μην επιτρέψει την πάλη των τάξεων», ικανοποιώντας έτσι και το αίτημα του Μαρινόπουλου.

Οι συνέπειες των παραβατών ήταν η άρση της προστασίας των μελών της διοίκησης του σωματείου, δηλαδή η απόλυση, καθώς και η απόλυση όσων συμμετέχουν σε αυτήν, χωρίς αποζημίωση. Η περιφρούρηση της απεργίας και η παρεμπόδιση της εργασίας απεργοσπαστών θεωρούνταν αδίκημα που θα επέφερε πρόστιμο και την ποινή της φυλάκισης

Όταν το νομοσχέδιο κατατέθηκε στη Βουλή για συζήτηση στις 24/5/1976, προκηρύχθηκε από διάφορα σωματεία 48ωρη απεργία (24-25 Μαΐου), όχι όμως και από την ΓΣΕΕ. Ήδη, βέβαια, υπήρχε μια γενικότερη αναταραχή. Σε δεκάδες επιχειρήσεις οι εργαζόμενοι είχαν προχωρήσει σε απεργιακές κινητοποιήσεις και στάσεις εργασίας σε όλη την Ελλάδα από τον Μάρτιο μέχρι τον Μάιο. Πιο γνωστή ήταν αυτή των μεταλλωρύχων του Σκαλιστήρη στο Μαντούδι Εύβοιας, (Απρίλης 1976) με αίτημα την υπογραφή συλλογικής σύμβασης και καλύτερων συνθηκών εργασίας, που εξελίχθηκε σε άγρια σύγκρουση με την αστυνομία.

Από την αρχή φάνηκε ότι η επίσημη συνδικαλιστική ηγεσία δεν ήθελε να κοντράρει την κυβέρνηση στην ψήφιση του αντεργατικού νόμου. Μάλιστα στην Αθήνα δεν ανακοινώθηκε διαδήλωση και πορεία παρά μόνο συγκέντρωση. Οι παρατάξεις του ΚΚΕ και ΚΚΕεσωτ. ζητούσαν την απόσυρση του νομοσχεδίου και να ξεκινήσει διάλογος για την αναμόρφωσή του. Η παράταξη του ΠΑΣΟΚ καλούσε σε «αγωνιστική ετοιμότητα».




Όμως οι διαθέσεις των απεργών ήταν πολύ διαφορετικές. Υπολογίζεται ότι συμμετείχαν στην απεργία περίπου μισό εκατομμύριο εργάτες. Στις 25 Μαΐου μετά την μαζικότατη απεργιακή συγκέντρωση στην Αθήνα και παρόλο που οι ηγεσίες των ρεφορμιστών προέτρεπαν τον κόσμο να διαλυθεί, πολλοί ήταν αυτοί που ξεκίνησαν την πορεία προς το Υπουργείο Απασχόλησης. Σε λίγο η αστυνομία εξαπέλυσε μια λυσσαλέα επίθεση στους απεργούς, με αύρες, δακρυγόνα, πυροβολισμούς και άγριο ξύλο. Το κέντρο της Αθήνας είχε μετατραπεί σε θάλαμο αερίων και ένα εκτεταμένο πεδίο μάχης. Μάλιστα μια αύρα χτύπησε θανάσιμα την 66χρονη μικροπωλήτρια Αναστασία Τσιβίκα, καθώς πέρασε κυριολεκτικά από πάνω της. Οι απεργοί όμως δεν υποχωρούσαν. Οδοφράγματα στήθηκαν σε κεντρικούς δρόμους. Οι μάχες κράτησαν μέχρι το βράδυ. Εκτός από τη νεκρή, υπήρχαν δεκάδες τραυματίες, πολλοί εκ των οποίων από σφαίρες και πάνω από 100 συλλήψεις.


Οι ανακοινώσεις των επίσημων κομμάτων τη επόμενη ημέρα ήταν εμετικές. Το ΠΑΣΟΚ και το ΚΚΕεσωτ. μιλούσαν για προβοκάτορες και ξένα στοιχεία. Το ΚΚΕ με πρωτοσέλιδο του Ριζοσπάστη (26/5/1976) αναφερόταν σε «οργανωμένο σχέδιο σκοτεινών δυνάμεων της ανωμαλίας». Ακόμα και σε πρόσφατα κείμενα κάνουν λόγο για «ομάδα 50 διαδηλωτών που προκάλεσε τους αστυνομικούς» (Κατιούσα, 24/5/2021).

Τελικά ο νόμος 330/1976 ψηφίστηκε, και χιλιάδες συνδικαλιστές απολύθηκαν τα επόμενα χρόνια. Ο νόμος συνέβαλε καθοριστικά στην υποχώρηση του εργοστασιακού κινήματος που αναπτύχθηκε τα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης με τα χαρακτηριστικά της συγκρότησης εργατικών επιτροπών σε κάθε εργοστάσιο, κόντρα στις επίσημες συνδικαλιστικές ηγεσίες.

 

Στη συνέχεια ψηφίστηκαν κι άλλοι νόμοι που ποινικοποιούσαν τις καταλήψεις δημοσίων κτηρίων, την κάλυψη προσώπων των διαδηλωτών. την άσκηση ψυχολογικής βίας σε δημοσίους υπαλλήλους, αστυνομικούς κ.λπ. Ακόμα και νομοσχέδιο για διοικητική εκτόπιση (εξορία) κατατέθηκε στη Βουλή τον Νοέμβρη του 1976 αλλά τελικά αποσύρθηκε.

 

Όμως οι απεργίες δε σταμάτησαν. Χιλιάδες εργαζόμενοι σε ιδιωτικό και δημόσιο τομέα συνέχισαν να αγωνίζονται και να απεργούν τα επόμενα χρόνια. Εκπαιδευτικοί, τραπεζοϋπάλληλοι, γιατροί απεργούσαν μαζικά, αναγκάζοντας την κυβέρνηση να προχωρήσει ακόμα και σε επιστρατεύσεις όπως αυτή των τραπεζοϋπαλλήλων το 1979. Χαρακτηριστική επίσης, όσο αφορά τη διάρκειά της, ήταν η απεργία των λιθογράφων του 1977 που κράτησε 3 μήνες. Η πάλη των τάξεων -προς μεγάλη απογοήτευση του Λάσκαρη- συνεχίστηκε.

Σ.Σ.


Πηγές

«Προβλήματα του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος 1974-1975», τ. 3, Ιστορικές εκδόσεις

Γ. Κωνσταντόπουλος, «Η εργατική τάξη έχει ιστορική αποστολή», εκδ. εκτός των τειχών

«Νοέμβρης '73. Αυτοί οι αγώνες συνεχίζονται, δεν εξαγοράζονται, δεν δικαιώθηκαν», Αυτόνομη Πρωτοβουλία Πολιτών

Δ. Κατσορίδας, «Βασικοί σταθμοί του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα 1870-2001», εκδ. ΑΡ.ΙΣΤΟ.Σ

Δ. Κατσορίδας, «Το εργατικό ζήτημα», ΙΝΕ, ΓΣΕΕ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου