Δημοσιεύτηκε
στην Προλεταριακή Σημαία φυλ. 986, στις 7/6/2025
Οι αρχές του 16ου αιώνα στη Γερμανία ήταν μια περίοδος όξυνσης της ταξικής και πολιτικής πάλης. Η Γερμανία δεν υπήρχε ως ενιαίο κράτος αλλά η περιοχή ανήκε στην Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους. Με εκατοντάδες βασίλεια, δουκάτα και τοπικούς φεουδάρχες, ο αυτοκράτορας είχε περιορισμένη εξουσία, σε αντίθεση με την Καθολική Εκκλησία που ήταν ο μεγαλύτερος φεουδάρχης. Ο ανώτερος κλήρος (επίσκοποι, καρδινάλιοι κ.λπ) κατείχε τεράστιες εκτάσεις (μοναστηριακά κτήματα) που του έδιναν μεγάλη πολιτική επιρροή, διαιωνίζοντας την παπική εξουσία στις περιοχές αυτές.
Ταυτόχρονα, είχαν δημιουργηθεί στοιχεία καπιταλιστικής παραγωγής. Η ανάπτυξη της βιοτεχνίας και του εμπορίου είχε αρχίσει να διαμορφώνει, κυρίως στις πόλεις, την ανερχόμενη αστική τάξη (έμποροι, τεχνίτες, τραπεζίτες, κ.λπ.) με περιορισμένα προνόμια αλλά σημαντική οικονομική δύναμη. Μόνιμη επιδίωξή της ήταν η μείωση της βαριάς φορολογίας που πλήρωναν κυρίως στην Εκκλησία αλλά και η διεύρυνση των προνομίων της. Οι άμεσοι παραγωγοί είχαν αρχίσει να μετατρέπονται σε μισθωτούς εργάτες και η εκμετάλλευσή τους ήταν πλέον εντατική. Ειδικά στη εξόρυξη μετάλλων η ανάπτυξη ήταν σημαντική και χιλιάδες εργάτες δούλευαν στα ορυχεία.
Οι
κάτοικοι της υπαίθρου -οι χωρικοί όπως έχουν μείνει στην ιστορία της εποχής-
ήταν δουλοπάροικοι, χωρίς προνόμια και δέσμιοι των τοπικών αρχόντων. Στην πλάτη
τους έπεφτε η βαριά φορολογία και οι αγγαρείες στα κτήματα των φεουδαρχών. Ακόμα
και όσοι είχαν ενοικιάσει λίγη γη, την έχαναν σύντομα, αφού καταργήθηκε η
κληρονομική διαδοχή στα νοικιασμένα ή αυξάνονταν οι υποχρεώσεις των
ενοικιαστών. Οι έκτακτοι φόροι γονάτιζαν τον κόσμο της υπαίθρου. Ο Ένγκελς
αναφέρει χαρακτηριστικά ότι «ο γερμανός
αγρότης δεν είχε δικαίωμα ούτε να παντρευτεί ούτε να πεθάνει χωρίς ο κύριός του
να μην εισπράξει στην περίπτωση αυτή χρήματα». Υπήρχαν και κάποια ενδιάμεσα
στρώματα κυρίως στρατιωτικοί (ιππότες κ.ά.) που είχαν συνήθως μικρή περιουσία.
Η
θρησκευτική μεταρρύθμιση του Μαρτίνου Λούθηρου ξεκίνησε το 1517 με στόχο να
απαντήσει -μέσα από θεολογικές διαφωνίες- στα κοινωνικά προβλήματα και κυρίως στις
επιδιώξεις των αστικών στρωμάτων για περισσότερη εξουσία και για ενοποίηση του
κράτους που σπαρασσόταν από τις διαμάχες μεταξύ των τοπικών ηγεμόνων. Ο
Λούθηρος επηρεασμένος από το πνεύμα του ουμανισμού και της Αναγέννησης που
εμφανίστηκε στην Ιταλία στα τέλη του 15ου αιώνα, ανάρτησε τις
περίφημες «95 Θέσεις» του στην
εκκλησία της Βιτεμβέργης, με τις οποίες επέκρινε κυρίως τη διακίνηση συγχωροχαρτιών από την
Καθολική Εκκλησία, ασκώντας έτσι κριτική στην εξουσία του Πάπα. Βρήκε
υποστήριξη όχι μόνο από τους αστούς των πόλεων αλλά και από ευγενείς και πιο
προοδευτικά τμήματα της ανώτερης τάξης που αναζητούσαν αποδέσμευση από την
παπική εξουσία. Γρήγορα,
όμως,
η Μεταρρύθμισή του αγκαλιάστηκε
και από τα κατώτερα στρώματα και μετατράπηκε σε κοινωνική μεταρρύθμιση που
πυροδότησε το κλίμα δυσαρέσκειας και συνοδεύτηκε από εξεγέρσεις και πολεμικές
συγκρούσεις, με στόχο την απελευθέρωση από την δουλοπαροικία. Αυτή η εξέλιξη προβλημάτισε και τον
ίδιο τον Λούθηρο. Βλέποντας ότι υπήρχε ο κίνδυνος να χαθεί ο έλεγχος και να
κυριαρχήσουν λαϊκά στοιχεία, πέρασε με το μέρος των ηγεμόνων, καταδίκασε τις
εξεγέρσεις και ζήτησε από τον στρατό των φεουδαρχών την αμείλικτη καταστολή των
επαναστατών που τους χαρακτήρισε ληστές και φονιάδες.
Μεταξύ
1523 και 1525, ξέσπασαν μαζικές εξεγέρσεις στη μέση και νότια Γερμανία. Ειδικά, όμως, στις περιοχές της Σουηβίας, της
Θουριγγίας και της Φραγκονίας πρωτοστάτησαν ένοπλες αγροτικές και εργατικές μάζες
με πιο ριζοσπαστικά αιτήματα που αμφισβητούσαν ακόμα και το ίδιο το φεουδαρχικό
καθεστώς.
Ο
ιερέας και θεολόγος Τόμας Μίντσερ αρχικά επηρεάστηκε από τον Λούθηρο, αλλά σύντομα θεώρησε συντηρητική τη
μεταρρύθμισή του. Οι απόψεις τους ήταν από τις πιο ριζοσπαστικές της εποχής. Οραματίστηκε
μια κοινωνία δίκαιη με κοινοκτημοσύνη και εξουσία που θα πήγαζε από τον ίδιο
τον λαό και καλούσε σε ένοπλη εξέγερση και ανατροπή των καταπιεστών. Το 1521
πήγε στην Τσεχία και κάλεσε τον λαό να εξεγερθεί και να εξοντώσει τους
καταπιεστές του. Ο Ένγκελς αναφέρει ότι ο Μίντσερ ήθελε «ένα κοινωνικό σύστημα όπου δε θα υπάρχουν πια ούτε ταξικές διακρίσεις
ούτε ατομική ιδιοκτησία ούτε απομονωμένη, εχθρική προς τα μέλη της κοινωνίας
και αδιάφορη προς αυτά κρατική εξουσία». Ο Μίντσερ υπέστη πολλές διώξεις
για τις απόψεις του ακόμα και πριν την εξέγερση των χωρικών. Γι’ αυτό
αναγκάστηκε να μετακινείται συνεχώς χωρίς να σταματήσει να καλεί σε εξέγερση. «Όλη η εξουσία πρέπει να δοθεί στο λαό»,
έγραφε και έλεγε διαρκώς.
Όταν
ξέσπασαν οι ένοπλες αντιπαραθέσεις (1524) ο Μίντσερ έδρασε κυρίως στην Θουριγγία,
αλλά το κήρυγμά του είχε ήδη μεγάλη απήχηση και σε άλλες περιοχές. Πολύ σύντομα
οι αγρότες ενώθηκαν με κατώτερα στρώματα των πόλεων, εξοπλίστηκαν και κατάφεραν
μέσα από σκληρές μάχες να κυριαρχήσουν σε μεγάλο τμήμα της γερμανικής υπαίθρου.
Δημιούργησαν αγροτικά στρατόπεδα, κατέλαβαν κτήματα, κατέστρεψαν πύργους
ευγενών και μοναστήρια. Μαζί τους συνδέθηκαν και μέλη του κινήματος των
Αναβαπτιστών που διαχωρίστηκαν από τον Ελβετό μεταρρυθμιστή Ζβίγγλιο.
Οι
επιτυχίες τους ήταν σημαντικές. Στις αρχές του 1525 ο Μίντσερ συνέταξε το πρώτο
πρόγραμμα των ξεσηκωμένων αγροτών (Artikelbrief). Σε αυτό διατυπώνονταν οι
αντιφεουδαρχικοί σκοποί του αγώνα, αποκλείοντας κάθε συμβιβασμό. Καλούνταν οι
αγροτικές μάζες να δράσουν ενωμένες απέναντι στους εχθρούς, «αδιαφορώντας για την αιματοχυσία», στόχο,
να «εφαρμόσουν μια δίκαιη τάξη πραγμάτων
που θα βασιζόταν στο κοινό συμφέρον και το πέρασμα της εξουσίας στον απλό λαό».
Δεν
έλειψαν βέβαια και οι εσωτερικές διαφωνίες, που οφείλονταν κυρίως στην
κοινωνική ανομοιογένεια της αγροτιάς. Έτσι, συντάχθηκε ένα παράλληλο πρόγραμμα,
τα «12 άρθρα», που ήταν πολύ μακριά από το επαναστατικό πρόγραμμα του Μίντσερ. Το
πρόγραμμα αυτό δε ζητούσε την κατάργηση της φεουδαρχίας αλλά τη χαλάρωση της
καταπίεσης με μείωση των φόρων και των αγγαρειών. Παρόλα αυτά, ο Μίντσερ
υποστήριξε τους αγρότες που αγωνίζονταν για την εφαρμογή αυτού του
προγράμματος, εξηγώντας, όμως, παράλληλα ότι πρέπει να συμπεριλάβουν ευρύτερους
στόχους, την πλήρη κατάργηση των φεουδαρχών και «τη δημιουργία μιας νέας τάξης πραγμάτων όπου τα ένοπλα σώματα των
ξεσηκωμένων θα εφαρμόζουν καθετί που θα αναγνωρίζεται πως συμφέρει την ολότητα».
Στη
Σαξονία-Θουριγγία, όπου επικεφαλής των εξεγερμένων ήταν ο Μίντσερ, ο
αντιφεουδαρχικός αγώνας συνεχίστηκε με επιτυχίες. Τον Απρίλη του 1525 τα
στρατεύματα των φεουδαρχών άρχισαν πιο συντονισμένες επιχειρήσεις εναντίον των
εξεγερμένων. Σε πολλές περιπτώσεις οι αστοί και τα ανώτερα στρώματα των αγροτών
ήρθαν σε συμφωνία με τους φεουδάρχες. Οι τοπικοί ηγεμόνες που ήταν προστάτες
του Λούθηρου, μπροστά στον κίνδυνο να χάσουν την εξουσία τους, ενώθηκαν,
δημιουργώντας έναν ισχυρό και οργανωμένο στρατό. Τον Μάιο του 1525 εκστράτευσαν
εναντίον των εξεγερμένων. Η καθοριστική μάχη δόθηκε στα μέσα Μαΐου στο
Φρανκενχάουζεν της Θουριγγίας. Η υπεροπλία τού στρατού των ηγεμόνων ήταν
συντριπτική. Οι αγρότες, αν και ήταν σχεδόν άοπλοι, πολέμησαν σκληρά. Το
αποτέλεσμα, όμως, ήταν προκαθορισμένο. Οι αγρότες έχασαν τη μάχη. Ο Μίντσερ
συνελήφθη και μετά από φριχτά βασανιστήρια αποκεφαλίστηκε δημόσια στις 27 Μαΐου
1525. Χιλιάδες αγρότες σκοτώθηκαν στη μάχη και πολλοί περισσότεροι
δολοφονήθηκαν το επόμενο διάστημα σε μια εκδικητική προσπάθεια των ηγεμόνων να
συντριβεί οριστικά οποιαδήποτε μελλοντική απόπειρα αμφισβήτησης της εξουσίας
τους. Το φεουδαρχικό καθεστώς και η δουλοπαροικία αποκαταστάθηκαν σε όλη τη
Γερμανία. Ήταν φανερό ότι, σε εκείνη την εποχή, οποιαδήποτε επιτυχία των
εξεγερμένων αγροτών δεν ήταν εύκολο να διατηρηθεί. Η αστική τάξη που είχε
αρχίσει να διαμορφώνεται τρόμαξε μπροστά στην αγροτική εξέγερση και δεν την
υποστήριξε μέχρι το τέλος. Το προλεταριάτο ήταν ακόμα στα σπάργανα της ιστορίας
και οι δυνατότητές του περιορισμένες. Όπως πολύ χαρακτηριστικά τόνισε ο Λένιν «η απλή πλειοψηφία των μικροαστικών μαζών δεν
κρίνει ακόμα τίποτα κι ούτε μπορεί να κρίνει, γιατί τον οργανωμένο χαρακτήρα,
την πολιτική συνείδηση των εκδηλώσεων, τη συγκεντοποίησή τους (απαραίτητη για
τη νίκη) όλα αυτά είναι σε θέση να τα δώσει στα σκόρπια εκατομμύρια των μικρονοικοκυραίων
του χωριού μόνο η καθοδήγησή τους είτε από μέρους της αστικής τάξης είτε από μέρους
του προλεταριάτου».
Σ.Σ.
Πηγές
«Ακαδημία
Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία» τόμος Δ1, εκδόσεις Μέλισσα
Φ.
Ένγκελς, «Ο πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία», Διαλεχτά έργα Μαρξ-Ένγκελς τόμος
Α, εκδ. Γνώσεις
Ι.Β.
Λένιν, «Συνταγματικές αυταπάτες», Άπαντα τόμος 25, 4η ρωσική έκδοση
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου